Δευτέρα 31 Αυγούστου 2020

Μπεληγιάννη Αικατερίνη

Στις 6-10-1999, απεβίωσε η Αικατερίνη Μπεληγιάννη, χήρα Νικολάου, σε ηλικία 77 ετών και η κηδεία της έγινε στην Άνω Στενή, στον Ιερό Ναό  «Κοίμηση της Θεοτόκου».
Η Αικατερίνη Μπελογιάννη δεν μπόρεσε να μείνει μακριά από τον αγαπημένο της σύζυγο περισσότερο από ενάμιση χρόνο και έκανε το μεγάλο ταξίδι για να τον συναντήσει (ο σύζυγός της Νικόλαος, είχε αποβιώσει στις 30-3-1998.
Ο κύκλος της ζωής της ολοκληρώθηκε, αφού διέγραψε μια πορεία δημιουργίας και προκοπής, μέσα σ΄’ένα κλίμα ευτυχίας και οικογενειακής γαλήνης.
Μητέρα δύο παιδιών του Δημήτρη και του Γρηγόρη και γιαγιά τεσσάρων εγγονιών.
Συντροφιά τώρα με το σύζυγό της, καμαρώνουν από ψηλά τα παιδιά τους και τα εγγόνια τους και συνεχίζουν να τα βοηθούν, με έναν τρόπο που ίσως δεν είναι αντιληπτός με τη εμπειρία των αισθήσεων, συνεχίζοντας έτσι το Θεάρεστο έργο της γονικής μέριμνας και προστασίας.

Μπέκου Αναστασία

Στις 9-4-2009 απεβίωσε η Αναστασία (Τασούλα) Μπέκου σε ηλικία 98 ετών.
Η Τασούλα γεννήθηκε στις 21-8-1911 και είναι κόρη του Χαράλαμπου και της Γιαννούλας Ντουμάνη.
Το 1934 σε ηλικία 23 ετών παντρεύτηκε με τον Χρήστο Μπέκο και απέκτησαν μια κόρη τη Ζωή.
Ο σύζυγός της Χρήστος Μπέκος, απεβίωσε το 1977.
Όλα αυτά τα χρόνια η Τασούλα πάλεψε όσο μπορούσε, εργάστηκε στα χωράφια και κράτησε για αρκετό χρονικό διάστημα το μαγαζί που είχαν ανοίξει μαζί με το σύζυγό της, συντηρούμενη από τη δουλειά της και από την μικρή σύνταξη που έπαιρνε από το σύσυγό της ο οποίος είχε για αρκετά χρόνια δουλέψει στη Λάρυμνα και για λίγα χρόνια στη ΜΟΜΑ.
Η κόρη της Ζωή, παντρεύτηκε με τον Κώστα Τζανάκο και έφυγαν για το Βέλγιο, όπου απέκτησαν δύο κόρες, την Ευαγγελία (Λίτσα) και τη Χριστίνα.
Η Λίτσα παντρεύτηκε με τον πρώην Αστυνομικό Διευθυντή Ευβοίας Κώστα Γάτο και απέκτησε τέσσερα παιδιά, τον Πάρη, τον Θανάση, το Χρήστο και τον Ορφέα.
Η Χριστίνα παντρεύτηκε με τον Κώστα Βλάχο και απέκτησαν δύο παιδιά, τον Γιώργο και τον Φίλιππο.
Τα τελευταία δέκα περίπου χρόνια, η Τασούλα Μπέκου ζούσε με την κόρη της Ζωή, η οποία επέστρεψε από τις Βρυξέλλες, ύστερα από το θάνατο του συζύγου της Κώστα και έφυγε ευτυχισμένη απ΄ τη ζωή, μιας και στα βαθιά της γεράματα, είχε την τύχει να καμαρώσει και να ζήσει όμορφες στιγμές με την κόρη της τις δυο εγγόνες της και τα έξι δισέγγονά της.

Μπέκος Χρήστος

 Χρήστος Μπέκος

Ο Χρήστος Μπέκος απεβίωσε στις 9-3-1977, σε ηλικία 67 ετών (είχε γεννηθεί το 1910) και η κηδεία του έγινε στην Άνω Στενή.
Ο Χρήστος Μπέκος, μόνιμος κάτοικος Στενής, ασχολιόταν με γεωργικές εργασίες, αλλά και σ΄αυτόν τον τομέα πρωτοτυπούσε, αφού εξέτρεφε κουνέλια, περιστέρια κλπ., εκτός από τις κλασικές γεωργικές και μικροκτηνοτροφικές ασχολίες των κατοίκων εκείνης της εποχής (μανάρια, κατσίκια, κότες κλπ).
Ήταν χαρούμενος, γελαστός και γλυκομίλητος άνθρωπος, Αγαπητός στους συντοπίτες του, ήσυχος και ήρεμος και συγχρόνως άνθρωπος του γλεντιού και της καλής προαίρεσης.
Το μεγάλο όμως χόμπι του ήταν το κυνήγι και θεωρείτο σαν ο πιο άρτιος σε κυνηγετικό εξοπλισμό και δραστηριότητα. Υπήρξε από τους καλύτερους «κουναβάδες», κυνηγός δηλαδή κουναβιών.
Ο Χρήστος Μπέκος παντρεύτηκε το 1933, με την Αναστασία Ντουμάνη και απέκτησαν μία κόρη, τη ζωή.
---
 Τζανάκος
Κωνσταντίνος
Η κόρη του Ζωή παντρεύτηκε στις 19-3-1961, τον Τζανάκο Κωνσταντίνο από την Πέτρα Λιβαδειάς και ο 1964 αναχώρησαν για το Βέλγιο (Βρυξέλλες), όπου εργάστηκαν και απέκτησαν δύο κόρες. Τη Λίτσα, που είναι παντρεμένη με τον Κώστα Γάτο και έχει τέσσερα παιδιά, τον Πάρη, το Θανάση, το Χρήστο και τον Ορφέα και τη Χριστίνα, που είναι παντρεμένη με τον Κώστα Βλάχο και έχει δύο παιδιά, το Γιώργο και το Φίλιππο.
Ο Κώστας Τζανάκος απεβίωσε στις 23-3-1987 κι η κηδεία του έγινε στη Στενή.
Η σύζυγός του Ζωή, παρέμεινε άλλα δέκα χρόνια στο Βέλγιο και το 1997 εγκαταστάθηκε μόνιμα στη Στενή

Μπαρμπούρης Σπύρος

Ο Σπύρος Μπαρμπούρης απεβίωσε στις 13 Ιουλίου 1994 σε ηλικία 64 ετών.
Ήταν δασικός υπάλληλος και είχε αφιερώσει τη ζωή του στην προστασία των δασών και γενικά στη διαφύλαξη του φυσικού περιβάλλοντος, που είναι επιτακτικό αίτημα της εποχής μας, αν επιθυμούμε την επιβίωση του ανθρώπου και τη εξασφάλιση της οικολογικής ισορροπίας.
Ο Σπύρος όμως δεν έλειψε μόνο από την οικογένειά του αλλά και από τους φίλους του, την παρέα του, που με το ανεξάντλητο χιούμορ του και την ευχάριστη διάθεσή του σκορπούσε τη χαρά και το κέφι στη συντροφιά του.
Επίσης ο Σπύρος υπήρξε και ένας άριστος οικογενειάρχης.
Παντρεύτηκε στις 25 Οκτωβρίου του 1959 την Ειρήνη Σιμιτζή και απέκτησαν δύο παιδιά, το Βαγγέλη και τη Γιούλη, για τα οποία φρόντισε σαν στοργικός πατέρας για την πρόοδο κι αποκατάστασή τους.

Μπαρμπούρης Ιωάννης

Ο πιο μακρινός πρόγονος που βρήκαμε είναι ο Ιωάννης Μπαρμπούρης, ο οποίος ήταν παντρεμένος με την Βενετσιάνα (Τσάνα) Θεοδωράκη.
Το επώνυμο Θεοδωράκης έχει χαθεί πλέον από τους μόνιμους κατοίκους της Στενής, ενώ από όσο ξέρουμε στην Αθήνα ζουν δυο οικογένειες με αυτό το επίθετο που έλκουν την καταγωγή τους από τη Στενή.
Παιδιά του Ιωάννη είναι ο Αθανάσιος(1849-1934), ο Γεώργιος (Ποσπόρης) και τρία κορίτσια. Η Κατερίνα η οποία παντρεύτηκε Χουλιάρα (Λαγκαρέζος) και άλλες δυο των οποίων δεν ξέρουμε τα ονόματα, αλλά μάθαμε ότι η μια παντρεύτηκε κάποιον Φατούση και η άλλη παντρεύτηκε στη Λούτσα.
Α) Ο Γεώργιος (Ποσπόρης) γεννήθηκε το 1870.Σύζυγός του η Μαρία Μακρή και έκαναν δυο κόρες. Η Βαγγελιώ, σύζυγος Δημητρίου Γερακίνη (πατέρας του Γιάννη Γερακίνη-Καμπάνη) και η Βενετσιάνα σύζυγος του Σπύρου Ντουμάνη (πατέρας του Κώστα Ντουμάνη-Μάη). Το παρατσούκλι Ποσπόρης του δόθηκε επειδή ήταν ο μικρότερος γιός.
Β) Ο Αθανάσιος παντρεύτηκε τη Σταμάτω Κοντού (1830-1918)κόρη του Κοντού (Λαουτσάκου). Παιδιά τους ο Αναστάσιος(1886-1964) και ο Ευάγγελος (Παπαβαγγέλης.). Ο Αναστάσιος παντρεύτηκε την Κλεοπάτρα (Πάτρα) Κορώνη και έκαναν έξι παιδιά, τέσσερα αγόρια και δυο κορίτσια.
Τον Αντώνη (Βαρκάρης), που παντρεύτηκε τη Μαρία Τσουτσαίου (Ντάρα), τον Χριστόδουλο (1914-1995) που παντρεύτηκε τη Μαρία Κοντούλη, το Νίκο με σύζυγο τη Μαρία Μπεληγιάννη (του Στεφανή) (1926-2002) και τον Κώστα (1924-2003) με σύζυγο τη Δήμητρα (Τούλα) Θάνου.
Όπως είπαμε πει, είχε δυο κόρες ο Αθανάσιος Μπαρμπούρης, την Αικατερίνη που παντρεύτηκε με τον Απόστολο Σιμιτζή (Ποστόλα) και τη Μαρία που παντρεύτηκε τον Παναγιώτη Σπυριδάκη.
Ο Ευάγγελος(Παπαβαγγέλης) παντρεύτηκε την Παναγιώτα Βασιλείου (Μομότα) και τα παιδιά τους ήταν ο Βασίλης με σύζυγο τη Μαρία Κουρούπη, η Σταμάτω που παντρεύτηκε τον Περικλή Πάττα, ο Δημήτριος με σύζυγο τη Μαρία Ρήγα, ο Σπύρος (1930-1994) με σύζυγο την Ειρήνη Σιμιτζή και ο Αθανάσιος (1937-2001) με σύζυγο την Ελένη Γκέκα.
-Τα παιδιά του Αναστασίου Μπαρμπούρη απέκτησαν τους εξής απογόνους:
Ο Αντώνιος, τη Νίκη και τον Αναστάσιο.
Ο Χριστόδουλος τον Παναγιώτη
Ο Νίκος την Παρασκευή
Ο Κώστας τον Τάσο και τη Μάτω.
Τα παιδιά του Ευάγγελου Μπαρμπούρη:
Ο Βασίλης, το Βαγγέλη και την Παναγιώτα(Γιούλη).
Ο Δημήτριος (Τάκης),το Βαγγέλη και το Ρηγίνο.
Ο Σπύρος, το Βαγγέλη και την Παναγιώτα(Γιούλη).
Ο Θανάσης το Βαγγέλη και το Θεόδωρο.
 
Υπενθυμίζουμε ότι αναφέρουμε τους απογόνους που κρατούν το επίθετο Μπαρμπούρης. Επίσης να θυμίσουμε ότι η τελευταία γενιά που αναφέρουμε είναι η πλειοψηφία τους παντρεμένοι με παιδιά ,αλλά εμείς σταματάμε μέχρι εδώ.
Θεωρούμε χρήσιμο να αναφέρουμε, ότι ο Αθανάσιος Μπαρμπούρης είχε εκλεγεί Δημοτικός Σύμβουλος στις εκλογές στις 17/7/1903 και ότι ο Αναστάσιος Μπαρμπούρης ,ενώ βρισκόταν στην Αμερική μετανάστης ήρθε στην Ελλάδα για να πολεμήσει στον πόλεμο του 1912-13 και μάλιστα υπηρέτησε στο Ευζωνικό.

Μπαρμπούρη Μαρία

Η Μπαρμπούρη Μαρία, σύζυγος Νικολάου (το γένος Μπεληγιάννη), απεβίωσε στις 7-12-2002 και η κηδεία της έγινε στις 8-12-2002 στην Άνω Στενή.
Η Μαρία γεννήθηκε το 1926 και παντρεύτηκε το 1955 με το Νίκο Μπαρμπούρη (Αστυνομικό).
Ήταν 76 ετών και είχαν αποκτήσει μία κόρη, την Παρασκευή (Βούλα), που σπούδασε και σήμερα είναι γιατρός και έχουν και μια εγγονούλα από τη Βούλα, τη Μαρία.
Έζησε 29 περίπου χρόνια σε διάφορα μέρη, λόγω του επαγγέλματος του συζύγου της, μέχρι που συνταξιοδοτήθηκε.
Από το 1981 και μετά ζούσε στη Στενή.
Ήταν μια καλή νοικοκυρά και εργατική γυναίκα. Υπεραγαπούσε την οικογένειά της, το σύζυγό της Νίκο, με τον οποίο πέρασαν εύκολα αλλά και δύσκολα χρόνια, που όμως τα αντιμετώπιζαν μαζί με αγάπη, ομόνοια και αλληλοκατανόηση

Μπακάλικα της Στενής Ευβοίας

Τα μπακάλικα στη Στενή ήταν οικογενειακές επιχειρήσεις.
Όποιος ήθελε να ασχοληθεί με αυτό, διαμόρφωνε ένα χώρο στο ισόγειο του σπιτιού του (πολύ λίγοι είχαν ενοικιαζόμενα) και με τη βοήθεια του μαραγκού του χωριού έφτιαχνε τον εξοπλισμό, ο οποίος αποτελείτο από τον πάγκο, πάνω στον οποίο ήταν η ζυγαριά με τα ζύγια και από κάτω είχε ράφια και ασφαλώς το συρτάρι για τις εισπράξεις, που μέσα ήταν χωρισμένο με σανιδάκια για να βάζει τα χρήματα, το κάθε νόμισμα στη θέση του, δραχμές, πενηνταράκια, δεκάρες εικοσάρες κλπ.
Γύρω-γύρω οι τοίχοι είχαν ξύλινα ράφια και τα κάτω ράφια ήταν διαμορφωμένα, με ένα σανίδι κάθετο μπροστά και άλλα σανίδια ενδιάμεσα ώστε να δημιουργούνται ξύλινες θήκες και να τοποθετούνται χύμα η ζάχαρη, το ρύζι, διάφορα όσπρια κ.α., διαφορετικά τα άφηναν με τα σακιά τοποθετημένα σε εμφανές σημείο.
Όσο για τη συσκευασία, δεν υπήρχαν σακούλες, αλλά ο μπακάλης έπαιρνε ένα χαρτί ή και εφημερίδα παλιά (αν υπήρχε) και έφτιαχνε ένα χωνί στο οποίο έριχνε το ρύζι, τη ζάχαρη κ.α.
Παλαιότερα ακόμα, πήγαινες με δικό σου δοχείο για να βάλεις αυτά που θα αγοράσεις.
Χύμα πουλιόντουσαν και οι διάφορες μπογιές, ακόμα και το κόκκινο πιπέρι, τα οποία τυλιγόντουσαν σε χαρτί που το διαμόρφωνε ο μπακάλης σε φακελάκι. Χύμα ακόμη και τα μακαρόνια και ο πελτές.
Η λειτουργία των μπακάλικων, δεν στηριζόταν στη λογική του σημερινού μάρκετινγκ. Να λανσάρει δηλαδή προϊόντα να τα διαφημίζει για να αυξήσει τις πωλήσεις, αλλά αντίθετα στις ανάγκες τις τοπικής κοινωνίας.
Αυτά που πουλούσε, ήταν όσα δεν μπορούσε να έχει ο πελάτης από την τοπική παραγωγή και κατ΄επέκταση από την οικιακή οικονομία.
Όταν άνοιγε ένα μπακάλικο τα εκθέματα ήταν σχετικά λίγα, αλλά με τον καιρό εμπλούτιζε το εμπόρευμά του, ανάλογα με τις επιθυμίες των πελατών, με μια απλούστατη διαδικασία. Όταν ζητούσε κάποιος να
αγοράσει κάτι και δεν το είχε, τότε το παράγγελλε, και με την πάροδο του χρόνου ήταν πλήρης να εξυπηρετήσει της ανάγκες της τοπικής κοινωνίας

Και τι δεν έβρισκες στο μπακάλικο.

Τετράδια, μολύβια, μπογιές, χαρτοφάκελα, μελάνι σε σκόνη που το ανακατεύαμε με το νερό και φτιάχναμε μελάνι για να γράφουμε με τον κοντυλοφόρο, πένες για τους κοντυλοφόρους, τα περίφημα δωδεκάφυλα τετράδια με την προπαίδεια γραμμένη από πίσω.

Αλά και καραμέλες διάφορες, χαλβά, λουκούμια και βόλους πήλινους και γυάλινους για τα παιδιά, λαστιχένια τόπια για να παίζουμε ποδόσφαιρο, αλλά και μπάλωμα και «σιλσιόν» για να τα κολλάμε όταν έσκαζαν.

Νήματα διάφορα και κλωστές για κέντημα, ράψιμο, πλέξιμο και αργαλειό. Κουβαρίστρες, σπάγκους, σακοράφες, βελόνες πλεξίματος, λάστιχα για τα βρακιά, καλτσοδέτες. Λάμπες, λαμπόγυαλα, φυτίλια, ασετιλίνη, μπεκ για το Λουξ, τσακμάκια, τσακμακόπετρες, σπίρτα.

Ρύζι, όσπρια, ζάχαρη, ζυμαρικά, λάδι, ξύδι, κρασί, ούζο, κονιάκ και άλλα γλυκόπιοτα. Πιπέρι, αλάτι, μπαχαρικά, χοντρό αλάτι, που όταν το αγόραζαν το έβαζαν στο «αλατερό», ένα σακούλι από κατσικίσιο μαλλί και αν ήθελαν να το τρίψουν χρησιμοποιούσαν τον «στούμπο» (στρογγυλή πέτρα) και τόσα άλλα. Τι να πρωτοθυμηθεί κανείς;

Καθαρό πετρέλαιο για τις λάμπες, «φλιτ» για τις μύγες (εντομοκτόνο), θρυψίνη, μπακαλιάρο, ρέγκες, γεωργικά φάρμακα, λουλάκι, πράσινο σαπούνι, υφάσματα, χασέδες, ντρίλινα, κι όχι μόνο, κουμπιά, κεφαλομάντηλα, για τις γυναίκες, τσιμπιδάκια, πρόκες, καρφιά στάμνες, κανάτια, κουδούνια για τα πρόβατα, τριχιές, ασβέστη σε στερεή μορφή που μετά οι νοικοκυρές την κατασβήνανε (υγροποιούσανε) στο νερό.

Ακόμα και γραμματόσημα, και παυσίπονα, καλμόλ αργότερα το αλγκόν και τέλος η ασπιρίνη

Ο καφές συνήθως πουλιόταν σε σπόρους και μετά τον καβουρντίζανε με το καβουρντιστήρι στο τζάκι και τέλος τον άλεθαν στο μύλο του καφέ.

Εκτός από τις νοικοκυρές που κατέφευγαν εκεί για να ψωνίσουν είδη διατροφής, ένδυσης κλπ., εκεί κατέφευγαν και οι διάφοροι επαγγελματίες. Ο ράφτης, ο μαραγκός, ο κουρέας, ο πεταλωτής, ο τσαγκάρης, ο καφετζής, αλλά και ο γεωργός, ο μελισσοκόμος και ο τσοπάνης για να προμηθευτεί υλικά που θα τον βοηθούσαν στη δουλειά του

Όλα τα μπακάλικα είχαν απαραίτητα πετρέλαιο φωτιστικό, για τη λάμπα, που πηγαίναμε με το μπουκάλι μας από το σπίτι και μας το γέμιζε. Με μπουκάλι πηγαίναμε και όταν θέλαμε να αγοράσουμε οποιοδήποτε υγρό κρασί λάδι κλπ.

Για τα υγρά, σαν μονάδα μέτρησης ήταν το οκαδιάρικο, μεταλλικό κύπελλο που χωρούσε μια οκά. Επίσης άλλο ένα που χωρούσε μισή οκά και το κατοστάρι ή κατρούτσο που χωρούσε 100 δράμια. Υπήρχαν και μικρότερα κύπελλα για τα διάφορα ποτά.

Για τα χύμα τρόφιμα ρύζι, ζάχαρη, όσπρια κλπ είχε τη σέσουλα, ένα μεταλλικό φτυαράκι.

Ενώ είχε και ψαλίδι για να κόβει τα υφάσματα και πήχυ για να τα μετράει

Για τα συμπαγή αντικείμενα. είχε το μαχαίρι.

Για την εξυπηρέτηση της θρησκευόμενης τοπικής κοινωνίας πουλούσαν και κεριά.

Να μην ξεχνάμε ότι η οικονομία εκείνης της εποχής, λόγω έλλειψης ρευστού, ήταν κατά ένα ποσοστό «ανταλλακτική» και η απουσία του «ρευστού», ανάγκαζε μερικές φορές τον καταναλωτή αντί για χρήματα να πληρώνει σε είδος. Λίγα αυγά, αλεύρι, λάδι, καμιά μυζήθρα τα οποία βέβαια ο μπακάλης τα εκτιμούσε λιγότερο από την αξία τους, για τους κινδύνους που διέτρεχε να μην μπορεί να τα πουλήσει και του μείνουν.

Ο ίδιος λόγος τους ανάγκαζε να αγοράσουν βερεσέ, με την υπόσχεση να πληρώσουν μόλις πουληθεί η σοδειά και γενικά όποτε «ευκολυνθούν».

Άλλωστε υπήρχε αμοιβαία εμπιστοσύνη.

Γιαυτό υπήρχε το μπακαλοτέφτερο. Ένα κατάστιχο που οι κατάπυκνες και μυροβολούσες σελίδες του έμοιαζαν με αγρό με γόνιμη γη. Ότι έσπειρες εκεί καρποφορούσε στο πενταπλάσιο. Ήταν σαν να έκοβε κανείς τα φύλλα του δένδρου όποτε γινόταν εξόφληση του χρέους, αλλά η ρίζα έμενε υπό την γην μέλλουσα πάλι ν΄ αναβλαστήσει.

Εκτός λίγων εξαιρέσεων, ότι έφευγε από το μαγαζί έπρεπε να περάσει από τη ζυγαριά η οποία αποτελείται από μεταλλική ράβδο που στη μέση της στηρίζεται στην ακμή τριγωνικού πρίσματος. Δύο ακόμη τριγωνικά πρίσματα βρίσκονται στις άκρες, που από πάνω τους είναι δύο μεταλλικοί δίσκοι. Στον ένα δίσκο τοποθετούμε το προς ζύγιση αντικείμενο και στο άλλο τα σταθμά (ζύγια).

Αν κανόνιζε το εμπόρευμα να είναι πιο ψηλά από τα σταθμά τότε λέγαμε ότι το ζύγιασμα ήταν «ξύγκικο». Ενώ στην αντίθετη περίπτωση το ζύγιασμα ήταν «πρόσβαρο».

Τα βράδια για φωτισμό κάποια μπακάλικα είχαν λουξ, άλλα είχαν λάμπες ασετιλίνης και άλλα μεγάλες λάμπες πετρελαίου.

Σε κάποια γωνία υπήρχε πάντα ένας πάγκος που καθόντουσαν οι ίδιοι αλλά και οι πελάτες και άλλοι γειτόνοι κυρίως γειτόνισσες, που πήγαιναν να κουβεντιάσουν, ν΄ ανιστορήσουν παλιές θύμισες, να μιλήσουν για την κούραση της μέρας και να λογιάσουν τις αυριανές νοικοκυροσύνες.

-Μπακάλικα στην Άνω Στενή πριν το 1940 είχαν οι:

-Λέων Ιωάννης (Καλιάφας). Ιδιοκτησία Μπεληγιάννη Ιωάννη και Δημητρίου (δισέγγονοι)

-Θωμάς Ιωάννης, που είχε παντρευτεί την Μαρία Παλαιολόγου (Κούμπω) της οποίας ήταν το κτίριο στο οποίο άνοιξε το μαγαζί ο Θωμάς, ο οποίος ήταν εκεί σώγαμπρος. Σήμερα ιδιοκτησία του Ηλία και Ιωάννας Μέργου (Στην πλατεία).

-Αγγελής Τσουτσαίος

-Δημήτριος. Σιμιτζής (Μπερμπέσης).

-Χρήστος Παπαγεωργίου (Καραχρήστος).

-Κώστας Παλαιολόγος (Κουντούρης).

-Τσουτσαίος Ιωάννης (Γιαννάκος).

-Καρλατήρας Αθανάσιος (Σκρέτης).

-Βασιλείου Σπύρος (Μομότας), εκεί που σήμερα είναι ιδιοκτησία Ασημένιας Παπαγεωργίου.

-Μαστρογιάννης Γεώργιος (Φούτρας). Ιδιοκτησία Μαστρογιάννη Αναστασίου (γιος).

Μεταπολεμικά λειτούργησαν και από τους

-Γεώργιος Τσουτσαίος. Σήμερα ιδιοκτησία Γκούστρα Βικτωρίας.

-Τζίνης Σπύρος. Σήμερα Ιδιοκτησία Ζήση Σπυριδάκη.

-Κατσανάς Λάμπρος. Ιδιοκτησία του γιου του Κατσανά Δημητρίου

-Τσουτσαίου Ευανθία. Σήμερα είναι ακατοίκητο

-Παπαϊωάννου Ιωάννης και στη συνέχεια Παπαϊωάννου Αικατερίνης. Σήμερα ανήκει εξ αδιαιρέτου στους κληρονόμους των Νίκου και Ιωάννη Παπαϊωάννου

-Κώστας Παπαναστασίου. Ήταν μπακάλικο και καφενείο. Σήμερα ιδιοκτησία της συζύγου του Μαρίας και των παιδιών του.

-Μπέκος Χρήστος. Ήταν Μπακάλικο και καφενείο . Σήμερα ιδιοκτησία της κόρης του, Μπέκου-Τζανάκου Ζωή.

 

Στην Κάτω Στενή

-Ο Καλαμάρας Δημήτριος διατηρούσε μπακάλικο και καφενείο.

Την ιδία δουλειά συνέχισε και ο γιος του Χαράλαμπος Καλαμάρας.

Σαν καφενείο το λειτούργησε και ο εγγονός του Δημήτριου και γιος του Χαράλαμπου, Δημήτρης Καλαμάρας.

-Ο Κυράνας Χαράλαμπος,(Χαραλαμάκης), που το συνέχισε ο γιος του Γιάννης και στη συνέχεια ο Γιάννης και η Παρασκευή Κυράνα. Σήμερα λειτουργεί σαν (Σούπερ-Μάρκετ) από τον ο Κώστα Κυράνα (δισέγγονος)

Ο Κυράνας Χαράλαμπος είχε και αυτοκίνητο για μεταφορές εμπορευμάτων και επιβατών.

-Ο Μιχάλης και ο Λάμπρος Κατσανάς. Εκεί που είναι ιδιοκτησία Αναστάσιου Γιαννούκου (Σκάσας)

-Ο Ευάγγελος Κυράνας (Ψειριρής). Ιδιοκτησία σήμερα Αθανασίου Κυράνα (Κανάρη)

-Ο Παπαγεωργίου Δημήτριος(Μητσάκος),

Και άλλοι που πιθανόν δεν έχουμε πληροφορηθεί.

 

Γιάννης Γιαννούκος  


Μουσικοί

Στα μεγάλα πανηγύρια, στις γιορτές, στους γάμους, τα χωριά είχαν τους δικούς τους οργανοπαίχτες. Χρήματα πετούσε πάντα αυτός που χόρευε πρώτος ή πετούσε για τη γυναίκα που συνόδευε όταν έσερνε το χορό. Τα μεγάλα πανηγύρια είχαν διάρκεια έως και τρεις ημέρες. Σταματούσαν μόνο κάθε πρωί για να ξεκινήσουν πάλι πριν το μεσημέρι.

Κλαρίνο ο Θανάσης Λάππας, βιολί Γιάννης Κανατσέλος, τραγούδι και λαούτο ο Χρήστος Λάππας. Οι Λαππαίοι από τους Βούνους ήταν οι καλύτεροι μουσικοί της περιοχής.


Στους Βούνους, ο πρώτος οργανοπαίχτης ήταν ο Νίκος Λάππας ο οποίος είχε έρθει από την περιοχή του Σουλίου. Ακολούθησαν τα παιδιά του, Χρήστος Λάππας λαούτο, ο Θανάσης Λάππας κλαρίνο που ήταν ένας από τους καλύτερους μουσικούς που έχει βγάλει η Εύβοια. Μαζί τους έπαιζε βιολί ο Δημήτρης Κορώνης από τη Λούτσα. Στη Στενή ο Ανέστης Καραγιάννης (Γκανέστας) έπαιζε λαούτο, ο Γιάννης Κατσαρής (Γκούμας) κλαρίνο, ο Αθανάσιος Χουλιάρας λαγούτο και ο Νικόλαος Κατσαρής (Κολόκας) βιολί.

Στους γενικούς χορούς που γίνονταν όπως π.χ. ανήμερα το Πάσχα μετά τον Καλολόγο (Αγάπη), με την επιστροφή των τσοπαναραίων κ.λ.π. Στους γάμους πολύ παλαιότερα, έπαιρναν πάντα ορχήστρες εκτός αν υπήρχε οικονομικό πρόβλημα οπότε μια καλλίφωνη κοπέλα αναλάμβανε να τραγουδάει πρώτη και να ακολουθούν οι άλλοι. Εκεί όμως που ήταν η χαρά των οργανοπαιχτών ήταν τα πανηγύρια. Όλοι έβαζαν κάτι στην άκρη για να πετάξουν στα «όργανα». Παλαιότερα που δεν υπήρχαν χρήματα οι νέοι των χωριών έβρισκαν αλλού μεροκάματο, κάποιες φορές και μακριά για να έχουν χρήματα για το πανηγύρι του χωριού. Ήταν η ημέρα που περίμεναν όλοι, για να ξεχάσουν τις καθημερινές σκοτούρες, να κάνουν ακόμα και τη φιγούρα τους και όσοι και όσες ήταν για παντρειά να προσέξουν ή να τους προσέξει κάποιος. Επίσης θα έβλεπαν τους συγγενείς και φίλους που έλειπαν, ζητώντας αλλού μια καλύτερη τύχη. Στα μεγάλα πανηγύρια έφερναν και ξένες ορχήστρες ή και σε κάποιες περιπτώσεις έπαιζαν με τη σειρά και όλες μαζί. Παρεξηγήσεις και καυγάδες γίνονταν πολύ συχνά, κυρίως για τη σειρά προτεραιότητας.
Διαδιρφυακά πανηγύρια ήταν το παζάρι της Κάτω Στενής, της Αναστασάς στο Σκουντέρι, του Άγιο Δημήτρη στη Λούτσα, της Αγίας Κυριακής στα Καμπιά, και του Αγίου Κωνσταντίνου στα Βάβουλα.

Γιάννης Μητάκης
 

Μοδίστρες της Στενής Ευβοίας

Οι μοδίστρες δούλευαν στο σπίτι τους, δεν είχαν ιδιαίτερο μοδιστράδικο κι αυτό ίσως να οφείλεται και σε οικονομικούς λόγους αλλά ίσως και σε κοινωνικούς.
Μια γυναίκα έξω από το σπίτι σε κοινή θέα του κάθε περαστικού άνδρα, δεν ήταν και τόσο «αξιοπρεπές».Οι μοδίστρες λοιπόν ήταν οι «ραφτάδες των γυναικών», μιας και οι ράφτες έραβαν μόνο για άνδρες.Τα εργαλεία τους ήταν όπως και του ράφτη. Ραπτομηχανή, χειροκίνητη στην αρχή, ποδοκίνητη αργότερα, βελόνες, κλωστές, δακτυλήθρες, ένα μικρό μαγνητάκι για να συγκεντρώνει τις καρφίτσες, καρφιτσωτήρα, σίδερο για σιδέρωμα, μεζούρα, κλπΑγόραζε η γυναίκα το ύφασμα, πήγαινε στο σπίτι της μοδίστρας, της έπαιρνε τα μέτρα και ύστερα από δύο τρεις πρόβες το φουστάνι ή ότι άλλο ήταν έτοιμο.Τελευταίες μοδίστρες που θυμόμαστε αλλά και που πληροφορηθήκαμε από παλιότερους ήταν:
Στην Άνω Στενή.Ευανθία ΤσουτσαίουΣτέλλα Γιαμά, Ουρανία Παπαγεωργίου-ΜπεληγιάννηΣταυρούλα Καράγκου.Οι οποίες έραβαν και υφαντά, όπως φορέματα, μπόλκες, πουκαμίσες κλπ.Σε πολύ μικρά ηλικία, κατά τη διάρκεια της κατοχής, άρχισε να ράβει, όχι όμως υφαντά η Μαρία Παντιέρα-Κουτσούκου (Τσαγκαρέλα)
Μετά τον πόλεμο μοδίστρα ήταν και η Χαραλαμπία Λιμίτσιου-Μπεληγιάννη (Μάκη)Κάτω ΣτενήΗ Καλαμάρα Ελένη του Χρήστου, που έραβε και υφαντάκαι η Στέλλα Αγγελάκη

 
Γιάννης Γιαννούκος


Μίστρος

Ανέκαθεν κτηνοτρόφοι, ελαιοπαραγωγοί και ρετσινάδες.
Τα τελευταία 150 χρόνια τρείς φορές άλλαξαν την τοποθεσία του χωριού οι κάτοικοί του. Παλιός τόπος κατοικίας ο Παλιόμιστρος. Μιάμιση περίπου ώρα η απόσταση με τα πόδια από την Σέττα. Εκεί διασώζεται και σήμερα η εκκλησία της Αγ. Παρασκευής.
Κατόπιν μεταφέρθηκαν στον Άνω Μίστρο. Εκεί διασώζονται τρεις εκκλησίες. Το παλιό καθολικό του Αγίου Δημητρίου, ο Αι-Λιάς το κοιμητήριο και ο Άγιος Χαράλαμπος.
Κατόπιν κατέβηκαν στο σημείο που είναι σήμερα το χωριό στο Χάνι. Παλιό χάνι ιδιοκτησίας Γιώργου Τσώκου και Παναγιώτη Ντάρλα το οποίο εξυπηρετούσε βασικά τους Κουμιώτες..
ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΤΟΠΟΘΕΣΙΕΣ
Δρακοσπηλιά, Ζεστό νερό, Κοτρώνι: Ίχνη συνεχόμενης οίκησης από τη νεολιθική περίοδο έως την κλασσική περίοδο.
ΠΥΡΓΟΣ ΜΙΣΤΡΟΥ
Σε υψόμετρο 250 μέτρων κοντά στην εκκλησία των Αγίων Αναργύρων
ΠΑΝΗΓΥΡΙΑ
Της Αγίας Μαρίνας στο σημερινό χωριό, του Αγίου Δημητρίου στον Πάνω Μίστρο και της Αγίας Παρασκευής στον Παλιόμιστρο.
ΟΙΚΙΣΜΟΙ
ΜΑΥΡΟΠΟΥΛΟ
Κτηνοτροφικός οικισμός, με το πανηγύρι του Βροντά από τα λίγα που διατηρεί τα παλιά έθιμα ατόφια, τον αγώνα δρόμου και τη δημοπρασία.

Γιάννης Μητάκης

Μια περιπέτεια, κατά τη διάρκεια της Γερμανοϊταλικής κατοχής

Όπως μας τη διηγήθηκε ο Αντιστράτηγος Ε.Τ. ΒΥ/ΓΕΣ, Μπεληγιάννης Γεώργιος.
 
Η πίστις εις τον Θεόν, εγκυμονεί την ελπίδα και η ελπίδα ξεφυτρώνει το αγλάισμα της ζωής του ανθρώπου με τόλμην και ακατανίκητον δύναμιν.
 
Το 1941 ο Ελληνοϊταλικός πόλεμος τελείωσε ύστερα από την επέμβαση και της Γερμανίας, διότι τότε η Ελλάς δεν ήτο δυνατόν να αντιμετωπίσει δύο αυτοκρατορίες.
Τότε εγώ βρέθηκα στο χωριό μου τη Στενή Ευβοίας, σε ηλικία 22 χρόνων, με το βαθμό του Υπολοχαγού. Παρακολουθούσα και εγώ την ζωή μας υπό την κατοχήν και ένιωθα φρίκην και απογοήτευσιν για ότι έβλεπα να γίνεται. Για τον λόγον αυτόν αποφάσισα να ενταχθώ εις μίαν οργάνωσιν «Όμηρος», η οποία έκανε ότι μπορούσε εναντίον των κατακτητών. Μίαν ημέραν του Οκτωβρίου 1942, η οργάνωσις με εκάλεσε και μου έδωσεν μίαν εντολήν καθώς και λίγα χρήματα, τα οποία ίσως να μου χρειασθούν. Η αποστολή την οποίαν ανέλαβα ήταν να μεταβώ εις Κάρυστον και να οργανώσω μιαν ομάδα πληροφοριών η οποία θα μας μεταδίδει πληροφορίας για ην παρουσία εχθρικών πλοίων στην θαλάσσια περιοχή και να τα μεταδίδουμε στο στρατηγείο του Καΐρου για τα περαιτέρω. Ανέλαβα την αποστολήν αυτήν και σε λίγες μέρες έφτασα εις Κάρυστον με μία βενζινάκατον, εις τον χώρον αποβίβασις των επιβατών. Μία Ιταλική περίπολος παρακολουθούσε την αποβίβαση. Όταν αποβιβάστηκα εγώ, ένας ιταλός της περιπόλου με διέταξε να περιμένω πλησίον της περιπόλου. Εν συνεχεία με παρέλαβαν και με παρουσίασαν στην Γερμανικήν διοίκησιν.
Η Γερμανική διοίκησις κατέγραψε όλα τα αντικείμενα  που είχα επάνω μου και μετά η περίπολος με οδήγησε εις την Ιταλικήν διοίκησιν.
Η Ιταλική διοίκησις, αφού έκανε μίαν μικράν εξέτασιν, με παρέδοσεν εις έναν αξιωματικόν ο οποίος με παρέλαβε και με οδήγησε στην φυλακή, αφού ετοποθέτησε έναν ένοπλον στρατιώτη φρουρόν μου. Εκεί εις την φυλακήν παρέμεινα κλεισμένος μέχρι το βράδυ. Βράδιασε και μέσα εις την φυλακήν ήταν σκοτάδι, κρύο και πείναγα, ενώ είχα μια αφάνταστη αγωνία για το τι θα γίνει με μένα. Έλεγα μέσα μου: πρέπει να φύγω από την φυλακήν αν είναι δυνατόν σήμερα γιατί από αύριο και μετά θα είναι αδύνατον. Αγωνιούσα τρομερά και δεν ήξερα τι να κάνω. Μέσα στην μεγάλη μου αγωνία, τη νύχτα, τα μεσάνυχτα, σηκώθηκα όρθιος έκανα το σταυρό μου και είπα «Θεέ μου, βρίσκομαι σε πολύ δύσκολη κατάσταση, βοήθησέ με, δεν έκανα τίποτα κακό, όλα για την Πατρίδα μου» και κάθησα εκεί μέσα, στο δυνατό σκοτάδι και σκεπτόμουνα. «Τι να μου κάνει κι ο Θεός, μέσα στη φυλακή, σε τέσσερις τοίχους ενός ισογείου δωματίου» και περίμενα να ξημερώσει, να δω τι θα γίνει για μένα. Οι ώρες περνούσαν, η αγωνία μου μεγάλωνε και εγώ περίμενα.
Μέσα σε αυτή τη μεγάλη αγωνία μου, ξαφνικά άκουσα ένα περίεργο θόρυβο. Αμέσως σύρθηκα μέσα στο σκοτάδι προς την πόρτα και από το μικρό και βρωμερό τζαμάκι είδα να πέφτει μια τρομερή και ασταμάτητη βροχή, ένιωσα μια αφάνταστη χαρά και είπα μέσα μου. «Ω Θεέ μου, να η βοήθεια που τόσο τη ζητούσα» και η χαρά μου και η ελπίδα μου συναντήθηκαν και όπλισαν το χέρι μου, με την θαρραλέα απόφαση να ανοίξω την πόρτα και να πηδήξω έξω από τη φυλακή, στην ελευθερία, αποφασισμένος να αγωνιστώ με δύναμη. Ήμουν νέος και είχα τη δύναμη να αγωνιστώ για τη ζωή ή και για τον θάνατο ακόμη.
Ευτυχώς, έξω εκεί δεν υπήρχε κανείς και αμέσως έτρεξα προς τον αυλόγυρο. Πήδηξα στο δρόμο και περπατούσα γρήγορα για να φύγω μακριά απ΄ την πόλη, πριν ξημερώσει. Ο δρόμος αυτός οδηγούσε στη Χαλκίδα σε απόσταση 130 χιλιομέτρων. Όλη τη μέρα περπατούσα και πριν νυχτώσει έφτασα σε ένα χωριό, στον Αλμυροπόταμο. Ζήτησα και βρήκα το σπίτι του παπά. Του είπα το πρόβλημά μου και μου ΄δώσε κάπου να κοιμηθώ για τη νύχτα αφού με οδήγησε σε μια αποθήκη γεμάτη με άχυρο και χόρτα. Εκεί κοιμήθηκα βρεγμένος, κουρασμένος και πεινασμένος και πριν ακόμα ξημερώσει, σηκώθηκα και συνέχισα την πορεία μου με προσοχή και με τη σκέψη να φτάσω στη Χαλκίδα πριν να νυχτώσει. Και πράγματι έφτασα πριν να νυχτώσει.
Με προσοχή, κατευθύνθηκα εκεί όπου έμενα και έφτασα κουρασμένος και πεινασμένος, αλλά και με χαρά για τη σωτηρία μου. Έκανα ότι έπρεπε και την άλλη μέρα ήλθα σε επαφή με την οργάνωση, τους είπα ότι έγινε και μου συνέστησαν να μην κυκλοφορώ εις την πόλιν για να αποφευχθεί η πιθανότητα σύλληψης μου και ότι θα με φυγαδεύσουν στην Μέση Ανατολή, πράγμα το οποίο σε δύο μέρες έγινε και έφθασα στις Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις της Μέσης Ανατολής.
 
Γεώργιος Μπεληγιάννης
Αντιστράτηγος Ε.Τ. ΒΥ/ΓΕΣ

Μια μέρα σ΄ένα χωριό

Από τη στήλη «Στο περιθώριο της ζωής», του Π. Παλαιολόγου. Εφημερίδα «ΒΗΜΑ», στις 28 Ιουνίου 1967


Σας ξεναγώ και σήμερα στην Άνω Στενή της Εύβοιας. Έξη ετών ανακάλυψη. Από τους πρώτους που την επεσήμαναν, ο Σπύρος Μελάς, ο Ψαθάς, ο Τάσος Ζάππας. Έργο του Θεού και ενός γιατρού. Δεκάξη χρόνια γιατρός του χωριού, χωρικός κι ο ίδιος, ο κ. Καρλατήρας εγκαταλείποντας τη Στενή για να σταδιοδρομήσει στη γειτονική Χαλκίδα, άφησε εις ανάμνηση τη «Δίρφυ» που έδωσε τουριστική υπόσταση στην περιοχή. Άφησε ακόμη έμψυχη δωρεά, έναν από τους γιους με τη νύφη του, στη διεύθυνση του ξενοδοχείου. Άφησε και την άλλη νύφη, γιάτραινα αυτή, αγροτική γιατρό στην περιφέρεια που υπηρέτησε ο πεθερός της. Γιατροοικογένεια. Στη Σιένα σπούδασαν τα δυο αγόρια. Στην Ιταλία επίσης ο τρίτος γιος, φαρμακοποιός αυτός.
Όλοι μαζί τώρα άρχισαν να πλαισιώνουν στην κλινική του τον πατέρα τους. Για πόσα είναι ικανή η οικογένεια όταν είναι οικογένεια…..Από κει και πέρα η Άνω Στενή θεριεύει. Γεμάτη τα χειμωνιάτικα Σαββατοκύριακα η «Δίρφυ». Γεμάτη και τους θερινούς μήνες. Οικονομικό και πρόσχαρο ξενοδοχείο. Ότι χρειάζεται για τους «μέσους». Αγκαλιασμένο από πλατάνους και νερά. Βρύση με τρία στόμια στην περιοχή. Αλλά και που δεν είναι βρύσες. Πάνω από είκοσι στο χωριό. Δεν ζητάτε να σας φέρουν νερό. Απλώνετε το χέρι από την καρέκλα του καφενείου σας και γεμίζετε το ποτήρι. Η φύση άραγε είναι που δίνει ημερότητα στο χωριό ή το χωριό δίνει ημερότητα στους κατοίκους; Αγαθοί, μειλίχιοι, ευπροσήγοροι. Δεν είναι πολλοί. Ούτε χίλιοι πεντακόσιοι. Το ξενοδοχείο τους τονώνει οικονομικά με την κίνηση που δημιουργείται..Αθρόα παραγωγή επιστημόνων. Εκπαιδευτικοί, γιατροί, δικηγόροι, τεχνικοί. Τέσσερις μου λένε στρατηγοί. Ατάραχος ο ύπνος με το νανούρισμα των πλατάνων και του νερού. Χορτάτος από ανάπαυση, βρίσκομαι το πρωινό στους κυριακάτικους δρόμους.

Μεγάλη μέρα για το χωριό: Η τελετή του σχολείου. Πυρετώδης η κίνηση. Τ΄ αγόρια κάνουν την τουαλέτα τους βάνοντας τα κεφάλια τους κάτω από τις υπαίθριες βρύσες. Οι μητέρες πλένουν τα πόδια ως τον αστράγαλο. Ο ταβερνιάρης περνά στη σούβλα το κοκορέτσι. Μια κοπέλα σιδερώνει την κλαρωτή της φούστα. Τα παιδιά κουβαλούν καρέκλες στο σχολείο.
Ημιτελές το κτίριο. Στο «καρά γιαπί» του άνω ορόφου η γιορτή. Κυριαρχούν ο γυναικείος κόσμος και οι προχωρημένες ηλικίες. Δεν έμειναν στα σπίτια μπερντέδες, κουρτίνες, σεντόνια, κουρελούδες. Ως και κόλες περιτυλίγματος για να καλυφθούν τα κενά της σκηνής. Ανοίγει κάποτε η αυλαία. Κουρεμένα τα κεφαλάκια των αγοριών. Καλοσφουγγαρισμένα τα μουτράκια, τα μπουτάκια. Με τα καλά τους οι μαθητές και οι μαθήτριες του Δημοτικού. Το χρώμα τη υγείας στα μάγουλα των περισσότερων. Συντελεί σ΄ αυτό και το συσσίτιο. Μη γινόμαστε αρνητές των πάντων. Ευεργετικό για τα χωριά, όπου οι γονείς λείπουν όλη μέρα στα κτήματα και τα παιδιά, ακόμα και όταν υπήρχε επάρκεια, χωρίς έλεγχο καθώς έμεναν, την περνούσαν με μια ελιά κι ένα ξεροκόμματο. Τώρα, πρωί–μεσημέρι, υπάρχει από πάνω τους η δασκάλα ή ο δάσκαλος. Υπάρχει και το πιάτο. Γεύματα υγιεινά και χορταστικά. Απαγγελίες και σκετς στη σκηνή. Διασκεδαστικές αδεξιότητες. Μόνο που δεν μπόρεσα ποτέ να καταλάβω πιο παιδαγωγικό σκοπό εξυπηρετούν όλες αυτές οι σχολικές επιδείξεις. Αυτό όμως δεν είναι του παρόντος. Η ώρα τώρα του δασκάλου. Με τα σκούρα του ο διευθυντής του σχολείου. Και να τύχει τη νύχτα του Σαββάτου προς την Κυριακή να γνωρίσει το ρίγος και τη χαρά της πατρότητας. Ίσως γι αυτό, νωπός πατέρας ο νέος άνθρωπος, προσφωνεί με τόση ζεστασιά τα παιδιά που ζυμώθηκαν μαζί του και καθώς αυτά τον κοιτάζουν στα μάτια, τον ακούνε να τους λέει ότι από το βλέμμα τους αντλεί αισιοδοξία και θάρρος για καλύτερο αύριο.
 
Π. ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΟΣ

Κυριακή 30 Αυγούστου 2020

Μηλόγιαννης

Του Κώστα Γιαννούκου


Δεν νομίζω να υπάρχει άνθρωπος πάνω από τα 50 ακόμα και νεότερης ηλικίας από τη Στενή και τα γύρω χωριά που να μην έχει ακουστά για το Μηλόγιαννη.
Ήταν ένας άνθρωπος θυμόσοφος που μας άφησε πολλές παροιμίες και γνωμικά που ακόμα μνημονεύονται από τους γεροντότερους.
Η προσωνυμία του Μηλόγιαννης προήλθε από το βαφτιστικό του όνομα και από το όνομα της μάνας του που την έλεγαν Μηλιά. Το σπίτι του ήταν στην άκρη στο Αλωνάκι που σήμερα είναι ιδιοκτησία των κληρονόμων του Γιώργου Εμμανουήλ.
Προτού όμως αναφερθούμε στο Μηλόγιαννη θα αρχίσουμε συνοπτικά από τον παππού του τον Γιάννο ή Λεβεντόγιαννο.

Ο Γιάννος ήταν έφηβος και τσελιγγόπουλο όταν σήμανε η σάλπιγγα της εθνικής παλιγγενεσίας. Παράτησε το κοπάδι του πατέρα του και αφοσιώθηκε στον αγώνα πολεμώντας με τον Αγγελή Γοβιό στα Βρυσάκια και με τον Κριεζώτη στην Εύβοια την Αττική και τη Στερεά και με το καριοφίλι του και την παληκαριά του κέρδισε επάξια στα πεδία των μαχών τον τίτλο του καπετάνιου. Είχε λάβει μέρος σε πολύ επικίνδυνες αποστολές και μια από αυτές ήταν όταν ανταποκρίθηκε στην έκκληση του Καραϊσκάκη από το στρατόπεδο της Ελευσίνας μαζί με άλλα διαλεχτά παλικάρια να σπάσουν τον τουρκικό κλοιό και να ανέβουν στην ακρόπολη που κινδύνευε από τα στρατεύματα του Κιουταχή.
Ήταν μια παράτολμη και ριψοκίνδυνη ενέργεια γιατί εκτός του ότι θα έπρεπε να περάσουν ανάμεσα από μιλιούνια Τούρκους, ήταν φορτωμένοι με τρόφιμα και πολεμοφόδια για να ενισχύσουν τους πολιορκούμενους.
Τελείωσε ο πόλεμος ελευθερώθηκε η Ελλάδα και ο Γιάννος θεωρώντας ότι έπραξε το καθήκον του προς την πατρίδα γύρισε στο χωριό χωρίς να ζητήσει κανένα αντάλλαγμα. Όμως και το κράτος και η κοινωνία τον τίμησαν. Το νεοσύστατο ελληνικό κράτος αναγνωρίζοντας την προσφορά του στον αγώνα του απένειμε τον τιμητικό βαθμό του λοχαγού της φάλαγγας και η τοπική κοινωνία του πρόσθεσε το επίθετο λεβέντης μπροστά από το βαφτιστικό του όνομα και τον προσφωνούσε Λεβεντόγιαννο.
Δούλεψε με εργατικότητα και σωφροσύνη και αβγάτισε την περιουσία που βρήκε από τον πατέρα του μέχρι που έφυγε από τη ζωή και το κοπάδι το ανέλαβε ο γιος του ο Δήμος, ο πατέρας του Μηλόγιαννη.
Ο Δήμος κληρονόμησε από τον πατέρα του την εργατικότητα, όχι όμως και τη σωφροσύνη και το σπουδαιότερο δεν άκουγε τις γνώμες και τις συμβουλές των γεροντότερων. Κι αυτό του στοίχισε την περιουσία του και τη ζωή του.
Μια χρονιά ξεγελασμένος από τον καιρό δεν κατέβασε το κοπάδι στο χειμαδιό του Αϊδημητρίτη και το άφησε στα βουνά μέχρι τα μέσα του σποριά. Και δεν άργησε να γίνει το κακό. Μια νύχτα έπιασε παγωνιά και το χιόνι σκέπασε τα πάντα. Έτρεξε ο Δήμος και όλο το χωριό αλλά ήταν πια αργά. Όλα τα πρόβατα είχαν κοκαλώσει. Δεν το άντεξε αυτό και προτού συμπληρωθεί χρόνος πέθανε από τον καϋμό του. Και έμεινε παιδί ακόμα ορφανός ο Μηλόγιαννης με τη μάνα του τη Μηλιά και την αδελφή του την Άννα (Αννιώ).
Παράτησε το ελληνικό σχολείο και ρίχτηκε νωρίς στη βιοπάλη και με τον καιρό απόκτησε ένα μικρό κοπάδι με καμιά δεκαριά γίδες και όταν του έμενε καιρός μάζευε τσάι, ρίγανη και διάφορα άλλα βότανα από το δάσος και τα έδινε σε μετοχιάτες εμπόρους που πήγαιναν στην Αθήνα και έπαιρνε το ανάλογο. Επίσης με το κυνήγι και με κάτι υφαντά που ξενοΰφαιναν η μάνα του και η αδελφή του πορευόντουσαν στη ζωή. Εκεί σταμάτησε και τις επαγγελματικές του ασχολίες, γιατί δεν τον ενδιέφερε το πολύ βιος, είχε άλλα ενδιαφέροντα για τη ζωή.
Πέθανε και η μάνα τους η Μηλιά και τα δυο αδέλφια ο Μηλόγιαννης και η Αννιώ ακολούθησαν το μοναχικό δρόμο στη ζωή και δεν παντρεύτηκαν.
Η Αννιώ μπορεί η ίδια να μην παντρεύτηκε αλλά είχε όμως παντρέψει αρκετούς από την περιοχή μας. Πολλοί γονείς την έβαζαν προξενήτρα για να παντρέψουν τα παιδιά τους, αλλά και η ίδια έκρινε ποιοι νέοι ταιριάζουν για αντρόγυνο και μεσολαβούσε στους γονείς τους να τους παντρέψουν. Θα πρέπει να γνωρίζουν αρκετοί Στενιώτες αλλά και από τα γύρω χωριά κάποιας περασμένης ηλικίας, ότι την ύπαρξή τους την χρωστάνε στην Αννιώ που πάντρεψε τους γονείς τους.
Ο Μηλόγιαννης δεν παντρεύτηκε γιατί ήταν ερωτευμένος με το δάσος. Από τα χαράματα μέχρι το σούρουπο με την αντοχή την ωκυποδίαν και την σβελτάδα που τον διέκρινε γύρναγε όλο το δάσος κάθε πρωί και καλημέριζε τα έλατα και τα άλλα δέντρα και αυτά του ανταπόδιδαν το χαιρετισμό με το θρόισμά τους.
Γνώριζε όλες τις τοποθεσίες με τα ονόματά τους ακόμα και τις πιο απομακρυσμένες και με κάθε λεπτομέρεια την ποικιλίαν όλων των φυτών και των λουλουδιών του δάσους.
Στον Μηλόγιαννη κατέφευγαν διάφοροι νεαροί επιστήμονες, δασολόγοι, βοτανολόγοι, εντομολόγοι κ.λ.π. αλλά και περιηγητές και ορειβάτες να τους ξεναγήσει στο δάσος, κι αυτός πάντα πρόθυμος τους συνόδευε και τους ενημέρωνε για τις πηγές, τις σπηλιές, τους σταλακτίτες και γενικά για την πανίδα του δάσους, αλλά και ο ίδιος άκουγε με ενδιαφέρον τις συζητήσεις για να ενημερωθεί από τις θεωρητικές τους γνώσεις.
Εκτός όμως από τακτικός επισκέπτης και φίλος ήταν φύλακας και προστάτης του δάσους. Συμβούλευε και μάλωνε τους λαθροϋλοτόμους και τους γιδάρηδες και περιόριζε όσο μπορούσε περισσότερο τις ζημιές. Απόπαιρνε όμως και τους δασοφύλακες παρά το σεβασμό που είχε προς τις αρχές όταν του ζητούσαν να τους καταδώσει και τους έλεγε ορθά κοφτά: Κάντε εσείς τη δουλειά σας και εγώ τη δουλειά μου και μη μου ματαπείτε να κάνω προδοσίες.
Και όταν έπιανε πυρκαγιά στο δάσος έπεφτε σαν θεριό μέσα στη φωτιά, καιγότανε η φουστανέλα και τα μουστάκια του, τσουρουφλιζότανε στο πρόσωπο, ακόμα κινδύνευε και η ζωή του, αλλά πάντα κατάφερνε να την αναχαιτίσει και να την περιορίσει γλυτώνοντας το δάσος από την καταστροφή.
Την προσφορά του προς το δάσος την είχαν αναγνωρίσει όλοι οι κάτοικοι και όταν αποφασίστηκε η διανομή των καστανομερίδων, η κοινότητα και η επιτροπή για να τον τιμήσουν πρότειναν να μην μπει ο Μηλόγιαννης στην κλήρωση αλλά να διαλέξει ο ίδιος τη μερίδα που επιθυμούσε. Διάλεξε την πιο απομακρυσμένη καστανομερίδα κοντά στου κοντοδεσπότη τη βρύση που δεν θα την ήθελε κανένας. Δεν τον ενδιέφερε που ήταν αλάργα, γιατί ήθελε να διασχίζει όλη την περιοχή και να μπορεί να αγναντεύει παντού αφού έτσι κι αλλιώς όλο το δάσος ήταν δικό του.
Η αγάπη και η ενασχόλησή του με το δάσος δεν του είχαν περιορίσει την κοινωνικότητά ούτε του είχαν αποκόψει την επαφή με τους συγχωριανούς του και αρκετές φορές, περισσότερο δε το χειμώνα, πήγαινε στα καφενεία της πλατείας. Κατηφόριζε από το Αλωνάκι προς το χοροστάσι, με τον αέρα που του χάριζαν η κορμοστασιά, η φουστανέλα αλλά και η καταγωγή του σαν απόγονος αγωνιστών του 21. Πάντα κουβαλούσε μαζί του το ταγάρι που μέσα στο πισκίρι είχε τυλιγμένο ζεστό ψωμί, φρέσκο τυρί, κάστανα, καρύδια και αν είχε βγει στο κυνήγι και καμιά μπεκάτσα και καθισμένοι γύρω από τη σόμπα πίνοντας το τσάι του βουνού, το ρεβυθένιο καφέ ή και καμιά κούπα κρασί, αυτοί οι αγράμματοι πρόγονοί μας συζητούσαν παλιές ιστορίες για τη ζωή, για τον καιρό, για τα γεννήματα και πολλές άλλες μεστές περιεχομένου κουβέντες σε αντίθεση με μας τους γραμματιζούμενους που ασχολούμαστε με τις ίντριγγες των κομμάτων, με τα τηλεσκουπίδια της τηλεόρασης, με το ποιος κέρδισε ή έχασε στο τόπι και πολλές άλλες ανούσιες συζητήσεις.
Στις συζητήσεις αυτές πάντα πρωτοστατούσε ο Μηλόγιαννης και όλοι ήθελαν να τον συμβουλευτούν και να ακούσουν τις ορμήνιες του, εκτιμώντας τις γνώσεις και την ευθυκρισία του, γιατί ήταν ένα άτομο με προσωπικότητα ή όπως έλεγαν οι παλιοί ήταν 'ρωτάμενο' πρόσωπο. Επίσης τον διέκρινε και η αίσθηση του χιούμορ και αδυναμία είχε με τους κυνηγούς που μερικές φορές παριστάνοντας τον αφελή τους παρέσυρε να διηγούνται κυνηγετικά ψευτοκατορθώματα και μετά τους ξεσκέπαζε προκαλώντας τη θυμηδία στους θαμώνες.
Γι' αυτό όμως που έμεινε στη θύμησή μας ο Μηλόγιαννης ήταν τα γνωμικά και οι παροιμίες του και θα αναφέρουμε μερικά συγκρίνοντάς τα με τα ρητά των αρχαίων μας προγόνων.
1) - Αν ένας σε γελάσει μια φορά είναι ντροπή δική του. Αν όμως σε γελάσει και δεύτερη φορά είναι ντροπή δική σου, έλεγε ο Μηλόγιαννης.
- Το δις εξαμαρτείν ουκ ανδρός σοφού, έλεγαν οι αρχαίοι.
2) - Το περίσσιο χαλάει το ίσιο, έλεγε ο Μηλόγιαννης.
- Παν μέτρον άριστον, έλεγαν οι αρχαίοι.
3) - Όποιος λέει και ξελέει να τον λυπάσαι, έλεγε ο Μηλόγιαννης.
- Όστις τον λόγον ου τηρεί, ανήρ φαύλος εστί, έλεγαν οι αρχαίοι.
4) Πρώτα να σκοπεύεις και μετά να δουλεύεις, έλεγε ο Μηλόγιαννης.
- Σκέψου βραδέως και εκτέλει ταχέως τα δέοντα, έλεγαν οι αρχαίοι.
Αυτά και πολλά άλλα γνωμικά είχε πει ο Μηλόγιαννης ίδια ακριβώς με τα ρητά των σοφών της αρχαιότητας κι ας μη γνώριζε την ύπαρξή τους, αφού οι γραμματικές του γνώσεις έφταναν μέχρι την ανάγνωση και τη γραφή.
Ήρθε το πλήρωμα του χρόνου και έφυγε από τη ζωή ο Μηλόγιαννης, μας άφησε όμως κληρονομιά και παρακαταθήκη τα γνωμικά και τις παροιμίες του.
Μικρά παιδιά ακόμα όταν τύχαινε να είμαστε κοντά σε παρέες ηλικιωμένων που συζητούσαν και ακούγαμε κάποιον να λέει φωναχτά «Αυτό το είχε πει ο Μλόϊανς» που σήμαινε αποδοχή, δηλαδή κάτι που δεν μπορούσε να αμφισβητηθεί.
Τελειώνοντας και για πληρέστερη ενημέρωση θα αναφερθούμε συνοπτικά με λίγα λόγια και για τους απογόνους του Μηλόγιαννη. Όπως προαναφέραμε ο Μηλόγιαννης δεν παντρεύτηκε, είχε πάρει όμως ψυχογιό τον Γιώργο Εμμανούλ που ο πατέρας του ήταν από τη Βλαχιά και εγκαταστάθηκε στη Στενή δουλεύοντας πιστικός στα Κουτσουνέικα κοπάδια και η μάνα του στενιώτισσα, συγγενής του Μηλόγιαννη. Παντρεύτηκε την Παρασκευή Μαστρογιάννη (Λαδά) και έκανε τρία παιδιά. Τον Τάσο γνωστό δικηγόρο της Χαλκίδας, τη Βασιλική (Κούλα) παντρεμένη στην Ερέτρια και το Γιάννη που τούδωσε το όνομα του θετού του πατέρα, το γνωστό επιχειρηματία και ηθοποιό.


  • Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Διρφυακά Νέα» τον Ιανουάριο 2007

Μετασχηματισμοί Δήμων Διρφύων-Ληλαντίων 1833-1912

1833 Δήμος Διρφύων με πρωτεύουσα τους Στρόπωνες και Δήμος Ληλαντέων(Ληλαντιείς) με πρωτεύουσα τη Στενή.
 
Το 1841 ο Δήμος Διρφύων που είχε πρωτεύουσα τους Στρόπωνες συγχωνεύεται με τον Δήμο Ληλαντίων που είχε πρωτεύουσα τη Στενή.
 
1883 Δήμων Διρφύων με πρωτεύουσα την Στενή και Δήμος Ληλαντίων με πρωτεύουσα τους Καθενούς.
 




Ο Δήμος Ληλαντίων, συστάθηκε το 1836. Το 1841, συγχωνεύθηκε με τον τέως Δήμο Διρφύων.  Το 1875 χωρίστηκε πάλι στους Δήμο Διρφύων με έδρα τους Στρόπωνες, και Δήμο Ληλαντίων με έδρα τους Καθενούς. Ο Δήμος Ληλαντίων περιλάμβανε τα χωριά: Καθενούς (έδρα), Λούτσα, Βούνοι, Γίδες, Πισσώνας, Πάλιουρα, Αγ. Αθανάσιος, Μακρυκάπα, Μίστρος, Θεολόγος, Πούρνος, Βάβουλα, Πολυτήρα, Στενή, Καμπιά, Μαυρόπουλο, Γέροντας, Καμάρια και Αγ. Δημήτριος.  Στον πρωτοσυσταθέντα Δήμο Ληλαντίων το 1836, το ιδρυτικό βασιλικό διάταγμα αναφέρει τον “Δήμο Λιλαντέων”(Λιλαντείς), ενώ τη συγχώνευση του το 1841 γράφει: “Ονομασία του Δήμου: Ληλάντων”.  Ως πρώτος δήμαρχος το 1836 ορίσθηκε ο Α. Αποστολίδης.  Το 1882 ο Δήμος μετασχηματίζεται και περιλαμβάνει τα χωριά: Καθενοί(έδρα), Πάλιουρα, Λούτσα, Μονή Αγ,. Δημητρίου, Γίδες, Αγ. Αθανάσιο, Μακρυκάπα, Αγ. Σοφία, Κατούνια, Τσέργες, Κοτσικιά, Πηγάδια, Πεισώνας, Πολυτήρια, Πούρνο, Μύστρο, Θεολόγο και Γέροντα.  Καταρτίζοντας τον Δήμο τους οι νέοι Ληλάντιοι με το Β.Δ. 16/12/1882 Εφ. Κ. 1882 σελίδα 472, έβαλαν σαν έμβλημα  τους  το  ελάφι.
 
-
Με τις δημοτικές εκλογές του 2000 και το Καποδιστριακό σύστημα, ως Δήμος Ληλαντίων χαρακτηρίστηκε η περιοχή γύρω από το Ληλάντιο πεδίο. Στον Δήμο περιλαμβάνονται, η πόλη του Βασιλικού-Λευκαντί και οι κοινότητες και οικισμοί των Φύλλων, Αγ. Νικολάου, Αφράτι, Μύτικα και Ν. Λαμψάκου με έδρα του δήμου το Βασιλικό.  Έχει έκταση 111.446 στρέμματα και πληθυσμό 20.000 περίπου.

 

 

 

Δήμος Διρφύων Ληλαντίων

Μεταφορείς

Η επικοινωνία Χαλκίδας και χωριών γινόταν με τα υποζύγια ή τα πόδια. Για να φτάσει ο κάτοικος ενός απομακρυσμένου χωριού στη Χαλκίδα μπορεί να έκανε και πάνω από 15 ώρες με το υποζύγιο του ή και πολλές φορές με τα πόδια φορτωμένος ο ίδιος σαν υποζύγιο. Πόσες ιστορίες δεν έχουμε ακούσει από τους παλαιότερους που φόρτωναν το γαϊδουράκι τους ξύλα ή άλλα πράγματα και τα γύριζαν πίσω από την Χαλκίδα επειδή δεν έβρισκαν να τα πουλήσουν.
Σπάνιο πράγμα για τα ορεινά χωριά τα κάρα και οι σούστες λόγω της έλλειψης αμαξωτών δρόμων.
Στη Στενή υπήρχε το κάρο του Ιωάννη Γιαννούκου (Γιαννακίτσας). Είχε την ευχέρεια να μεταφέρει μεγάλα βάρη, αλλά μόνο στο δρόμο Στενής- Βούνοι-Γίδες-Πολυτήρα και Χάνια. Δεν είχε τη δυνατότητα να προσφέρει τις υπηρεσίες του στις αγροτικές δουλειές, μιας και δεν υπήρχαν πουθενά δρόμοι, παρά μόνο μονοπάτια που ήταν μόνο για ζώα. Η απόσταση έως τη Χαλκίδα με το κάρο ήταν πάνω από 6 ώρες, μιας και ήταν αργό μεταφορικό μέσον. Την ίδια απόσταση με τα πόδια την έκαναν γύρω στις οχτώ ώρες. Στα υπόλοιπα ορεινά χωριά δεν υπήρχαν κάρα. Στα πεδινά χωριά όμως υπήρχαν αρκετά και εξυπηρετούσαν τους κατοίκους. Το μόνο που χρειαζόταν κάποιος για να κάνει τον αγωγιάτη ήταν ένα υποζύγιο και γερά πόδια. Αυτά τα είχαν όλοι. Οι μεταφορές όλων των προϊόντων γίνονταν από τους αγωγιάτες, όπως επίσης και των επισκεπτών που έρχονταν στα χωριά και ήθελαν να μετακινηθούν. Ο αγωγιάτης έβαζε τον πελάτη στο μουλάρι κι αυτός κρατώντας το από την καπιστράνα το οδηγούσε. Ήταν ένα καλοδεχούμενο πρόσθετο εισόδημα και μάλιστα με ζεστό χρήμα, πράγμα πολύ σπάνιο για την εποχή. Βέβαια τύχαιναν και οι πολύ καλές περιπτώσεις, όπως π.χ. οι επιθεωρητές των σχολείων, η χαρά του αγωγιάτη που είχε δουλειά για αρκετές ημέρες αλλά και το καλύτερο φαΐ, μιας και οι επιθεωρητές είχαν την καλύτερη περιποίηση. Η Παρασκευή Κατσανά (Θαλάσση) με ένα μουλάρι και δυο γαϊδούρια, ήταν αποκλειστικά αγωγιάτισσα. Είχε αναλάβει την τροφοδοσία των μαγαζιών της Στενής και είχε τύχει φορές που είχε κάνει τη διαδρομή Στενή-Χαλκίδα και δυο φορές την ημέρα. Οπλοφορούσε πάντα αφού οι στράτες ήταν ανασφαλείς. Ο ένας δρόμος από τα χωριά της Δίρφης στη Χαλκίδα ήταν από Πολυτήρα-Φύλλα-Αφράτι-Αμπέλια. Ο άλλος δρόμος μεταγενέστερα ήταν από Παναγίτσα. Ένας άλλος δρόμος που χρησιμοποιούσαν ειδικά οι Καθενιώτες και τα διπλανά χωριά, ήταν η διαδρομή του σημερινού κεντρικού οδικού άξονα. Όταν έβρεχε σε δυο συγκεκριμένες θέσεις στην «Κακιά λάσπη», στη θέση που βρίσκεται σήμερα το σφαγείο του Μιμίκου και στα «Νερά», εκεί που βρίσκεται σήμερα το εργοστάσιο ζωοτροφών της ίδιας εταιρείας, η πρόσβαση ήταν αδύνατη. Έτσι αναγκάζονταν να αλλάξουν διαδρομή.

Το αυτοκίνητο του Χαράλαμπου Κυράνα, που μετάφερε εμπορεύματα και επιβάτες.


Από τις 15-12-1873 συζητιόταν το θέμα του κεντρικού δρόμου που θα συνέδεε τα χωριά μας με τη Χαλκίδα. Η πρώτη πρόταση αφορούσε την κατασκευή δρόμου από Ψαχνά-Τριάδα-Καθενούς-Λούτσα-Στενή. Το 1925 επανήλθαν όλοι μαζί οι πρόεδροι των χωριών και επανυπέβαλαν αίτημα για την κατασκευή δρόμου Χαλκίδα-Πολυτήρα-Γίδες-Βούνους-Στενή Αυτή τη φορά το αίτημα είχε τύχη. Με πολύ προσωπική εργασία οι κάτοικοι της Στενής και των Βούνων, ένωσαν τη Στενή με τον υποτυπώδη χωματόδρομο που έφθανε στις Γίδες. Στις 4-11-1928 χαρακτηρίστηκε επαρχιακή οδός από Στενή-Καθενούς-Βατώντα. Το 1933 έφτασε ο δρόμος στους Καθενούς. Ο δρόμος στους Στρόπωνες έφτασε το 1956 και το 1960 στη Λάμαρη. Πρώτα αυτοκίνητα στην περιοχή γύρω στο 1928, το πρώτο του Χαράλαμπου Κυράνα, το οποίο είχε συμπαγείς ρόδες και κατόπιν του Ιωάννη Καλαμάρα και Ταξιάρχη Γιαλού, και το τρίτο του Νίκου Τσουτσαίου, Ευάγγελου Λέων και ομάδας είκοσι Στενιωτών. Πρώτοι οδηγοί στην περιοχή ο Γιάννης Κυράνας, ο Θανάσης Κυράνας (Απατεώνας), ο Σπύρος Τσαμπάσης, ο Λευτέρης Πλειώνης, ο Θανάσης Ακριώτης (Σασσάς), ο Γιάννης Δίφραγκος. Πρώτη γυναίκα οδηγός η Σωτήρω Γιαμά το γένος Κυράνα. Ο Χαράλαμπος Κυράνας έφερε κι άλλα δυο αυτοκίνητα. Ενδιαφέρον παρουσιάζουν και τα ονόματα που έδιναν στα πρώτα αυτοκίνητα. «Αράπης», «Περσεφόνη», «Γοργόνα», «Χατζηνταούτης». Ένα άλλο πολύ γνωστό αυτοκίνητο ήταν και η «Αστραπή», το φορτηγάκι του Μιστριώτη δάσκαλου Φουσέκα, ενός από τους μεγαλύτερους εμπόρους της περιοχής. Η «Περσεφόνη» σε κάποιο δρομολόγιο πήγε να περάσει το ποτάμι στην Πολυτήρα όταν είχε κατεβάσει πολύ νερό. Γέμισε νερό και άμμο η μηχανή της «Περσεφόνης» κι αυτή ήταν η τελευταία ημέρα της. Οδηγός της ο Κοφινάς από το Βατώντα. Τα πρώτα αυτοκίνητα επιστρατεύτηκαν στον πόλεμο του 1940 και έκτοτε αγνοείται η τύχη τους. Μετά τον πόλεμο τα αυτοκίνητα αντικαταστάθηκαν από τους γνωστούς «καρνάβαλους» όπως τους ονόμαζαν, παλιά στρατιωτικά αυτοκίνητα. Ειδική αναφορά πρέπει να κάνουμε στο αυτοκίνητο του Θανάση Τσώκου, που από το 1963 ένωσε τους Στρόπωνες με τη Χαλκίδα με πολύ τακτική συγκοινωνία
Τη δεκαετία του 1950 οι μεταφορές για Στρόπωνες και Μετόχι γίνονταν με τα μουλάρια. Περίμεναν το αυτοκίνητο στη Βρυσίτσα και φόρτωναν ανθρώπους ή πράγματα και έπαιρναν το αγωγιάτικο που ήταν μιάμιση δραχμή. Αγωγιάτες ο Βασίλειος Λέων, ο Βασίλης Χουλιάρας ,ο Χαράλαμπος Σιμιτζής κ.α.

TO ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΩΝ ΔΙΡΦΕΩΝ 2