Κυριακή 19 Σεπτεμβρίου 2021

Με τον πεζόβολο


 Το διήγημα δημοσιεύτηκε το 1907
➖➖➖
Τη μετατροπή του κειμένου στην
καθομιλουμένη δημοτική
έκανε ο
Ιωάννης Δ. Γιαννούκος
⭐⭐⭐

«Το γιαλό, γιαλό,
ψαράκια κυνηγώ.»

Σε ποιον άλλον θα άρμοζε και με το στόμα τίνος θα τραγουδιόταν καταλληλότερα η επωδός αυτή, παρά από το στόμα του φίλου μας του Τριαντάφυλλου του κηπουρού;

Ξυπόλητος καθώς ήταν όλη τη ζωή του, πότε να φυτεύει και να σκαλίζει ή να ποτίζει και να κατευθύνει το νερό στ᾿αυλάκια του περιβολιού, πότε να τρέχει όλους τους γιαλούς, απὸ αμμουδιά σε αμμουδιά και απὸ αγκάλη θάλασσας σε αγκάλη, με τον πεζόβολο στον ώμο του το δεξιό, με τον τορβά στην αριστερή μασχάλη…
Στεκόταν από καιρό σε καιρό, ενέδρευε, κατασκόπευε τα κοπάδια των μικρών ψαριών να βόσκουν στον πάτο, να πλέουν στον αφρό, κοντά στην άμμο έξω, έπειτα, σαν επιδέξιος τοξότης, έτεινε τον πεζόβολο, τον εκσφενδόνιζε γρήγορα και που να φύγουν τα ταλαίπωρα τα μικρά ψαράκια απὸ τους βρόχους του τους φονικούς;
Έπειτα θαλάσσωνε μέχρι το γόνατο, άδραχνε ήρεμα τον πεζόβολο απὸ την κορυφή, τον ανέβαζε, τα βρόχια με τις μολυβήθρες έπεφταν κάθετα, τον έσυρε έξω και τον τίναζε στην άμμο, τρία βήματα απὸ το κύμα.
Πηδούσαν, τινάζονταν, γυάλιζαν με λέπια αργυρά τα καημένα τα ψαράκια και λαχταριστά ακόμη, ο Τριαντάφυλλος με τον τορβά τα έφερνε στον κήπο του.
Εκεί άναβε φωτιά και αφού έριχνε λίγο αλάτι, τα έψηνε.
Τα παιδάκια του τα μικρά, τα άρπαζαν μισοψημένα απὸ την ανθρακιά. Έπειτα ο πατέρας τους τα μοίραζε, έδινε και στην έγκυο γυναικά του, έτρωγε κι αυτός, πρόσφερε και στους παρατυχόντες πελάτες ή επισκέπτες του περιβολιού.
Ήταν δειλινό ακόμη. Ύστερα ο ήλιος χαμήλωνε, λίγο ακόμη και θα κρυβόταν πίσω από το βουνό, να βασιλέψει.
Έπειτα ο κηπουρός, αντλούσε νερό απὸ την πλατιά γούρνα, την αντί πηγαδιού, γέμιζε τη στέρνα, την απόφρασσε, απέλυε το νερό, το μοίραζε στ᾿ αυλάκια, καθώς προ ολίγου είχε μοιράσει τα μισοψημένα ψαράκια στα τέκνα του.
Με την τσάπα και με τα πόδια του γυμνά, με τα χέρια τα ροζιασμένα, βάθυνε, έφρασσε, άνοιγε αυλάκια, κατεύθυνε το νερό και πότιζε όλα τα λάχανα του κήπου του.
Σε όλο αυτό το διάστημα ήταν εύθυμος, και δεν έπαυε να τραγουδεί:
«Το γιαλό, γιαλό,
ψαράκια κυνηγώ.»
Το δίστιχο αυτό, το χοριαμβικὸ ή χωλιαμβικό, όπως και τόσα άλλα (λ.χ. «Πάπια του γιαλού, - μην αγαπάς αλλού» και, «Άστρο της αυγής - πως άργησες να βγεις»), ίσως συμπληρώνουν το ρυθμό, όπως και να ποικίλλουν τη μονοτονία, του απλού καθημερινού στίχου, μετά τον οποίον έρχονται ως επωδός:
Αλλά τι λέω;
Μήπως όλα τα λυρικά μέτρα δεν πρέπει να είναι ελεύθερα, κατὰ συνθήκη υπηρετούντα το μέλος, όπως συμβαίνει στην αρχαία χορική ωδή και στην ψαλμωδία της εκκλησίας μας, με τις στροφές, αντιστροφές ή ειρμός και τροπάρια και με τις επωδούς ή καταβασίες;
* * * 
Ύστερα, όταν ο ήλιος είχε κρυφτεί πίσω από το βαθυπράσινο βουνό αντίκρυ, που φέρνει πρόωρη νύκτα σε όλα τα δροσερά ανθισμένα παράλια, έρχονταν στον κήπο, σχεδόν τακτικά την ώρα αυτή, συνοδεύοντας τα παιδιά, η μία μετά την άλλη, αφελείς κι ανοιχτόκαρδες, οι παραμάνες των πλούσιων οικογενειών του Τυρνάβου, των Τρικάλων και της Λάρισας, όσες αγαπούσαν να παραθερίζουν στη γλυκιά μικρή νήσο.
Ο Τριαντάφυλλος, πρόσχαρος πάντοτε, περιποιόταν αβρά τις πελάτισσες αυτές, λέγοντας πολλά αστεία, πάντοτε ποικίλα και τα ίδια πάντοτε, που είχαν σχέση με την ευθύτητα ή την καμπυλότητα των καρπών της κηπουρικής του, σικυοειδών ή άλλων, τους οποίους πουλούσε ή πρόσφερε σε αυτές, φιλεύοντας ελεύθερα τα παιδιά, τα οποία όμως, αυστηρής ανατροφής συνήθως, είχαν διαταγή από τους γονείς να μη βάζουν τίποτε στο στόμα τους.
Οι παραμάνες όμως δεν ήταν υπό τέτοια απαγόρευση. 
Άκουαν γελώντας τους αστεϊσμούς του Τριαντάφυλλου, παρουσία και της γυναίκας του - μιας γυναίκας κοντούλας, απλοϊκής, σιωπηλής - και κανεὶς δε σκανδαλιζόταν.
Τη γυναίκα αυτή, όταν την παντρεύτηκε ο Τριαντάφυλλος, δεκαπέντε ετών, τη συμβούλευσε και της είπε μόνο τα εξής:
«Κοίταξε μικρή νοικοκυρούλα, εγὼ που με βλέπεις, έχω ένα ελάττωμα που δεν μπορώ να το κόψω, το να λέω πολλά λόγια, μα το ελάττωμα αυτό το έχω ως είδος εμπόρευμα ή και ως μόστρα στο εμπόριό μου.
Το λοιπόν, κοίταξε, αφού εγὼ λέω πολλά, εσύ να σωπαίνεις, γιατὶ αλλιώς δεν θα κάμουμε χωριό μαζί».
Απὸ τη στιγμή εκείνη, μακάρια η ώρα, τη συνταγή αυτή, 
η μικρή γυναικούλα την έκαμε κομπόδεμα στα κλώνια της μαντήλας της και ήταν πλέον σπάνιο αν την άκουσε κανεὶς έκτοτε να μιλά.
Κατόπιν απὸ τις παραπαίδες και τα μικρά, συχνά έρχονταν ζητώντας αναψυχή εκεί τ᾿ αφεντικά και οι κυράδες και όλους τους περιποιόταν με απλότητα ο άξιος κηπουρός.
Ω, πόσο τα ηλιοβασιλέματα εκείνα, ανάμεσα στη χλόη και 
τις αναδεντράδες, περνούσαν χαρούμενα, δροσερά και μυροβόλα.
* * * 
Έπειτα, τις Κυριακές το πρωί, συνήθως ο Τριαντάφυλλος φόρτωνε το γαϊδούρι του απὸ κηπουρικά προϊόντα και πήγαινε στο χωριό για να πουλήσει. Διέσχιζε τους πρώτους δρομίσκους με τις αραιές οικίες κι έφθανε στην αγορά.
Σε κάθε δεκάδα κολοκυθιών ή τριακοντάδα μπαμιών, σε κάθε μισή οκά ντομάτες που πουλούσε, έριχνε ένα αστεϊσμό στην εμφανιζόμενη απὸ το χαμηλό εξώστη της οικίας πελάτισσα, σε κάθε δεκάρα την οποία εισέπραττε, εκσφενδόνιζε κάποια άκακη βωμολοχία προς τον αγοραστή.
Στους κεντρικότερους δρομίσκους, γύρω στην αγορά, εκεί αντίκριζε έναν ανταγωνιστή στο εμπόριο, τον Αντώνη τον Κανταράκια, με το γαϊδούρι του καταφορτωμένο.
Εύθυμος επίσης ήταν, αλλά μόνον κάποτε λίγο «ζόρικος».
Το γάιδαρό του τον είχε μάθει υπακοή και γυμναστική, ακόμη και «γνώσιν», καθώς καυχιόταν ο ίδιος. Προπορευόταν το ζώο, ακολουθούσε συνήθως ο κύριός του. Έπειτα, όταν ήθελε να το σταματήσει, αίφνης έκραζε:
― Βρε συ, στάσου!
Και το γαϊδουράκι στεκόταν.
Άλλοτε, όταν μετά την απομάκρυνση του γαϊδουριού, καμιά πελάτισσα κατεβαίνοντας από το σπίτι παρουσιαζόταν, ο Αντώνης φώναζε:
― Βρε συ, μεταβολή! έλα δω.
Και το γαϊδουράκι γύριζε κι ερχόταν πίσω.
Όταν όμως συνέβαινε να προπορεύεται ο άνθρωπος του γαϊδουριού, τότε τον έκραζε:
― Έλα γλήορα, βρε!
Και το ζώο τάχυνε το βήμα και τον έφθανε.
Όλα αυτά, είχαν κάμει αρκετή εντύπωση στο πλήθος κι ο κυρ-Αντωνάκης ο Ρήγας, έξυπνος δικολάβος του τόπου, είχε αναγγείλει ότι προτίθετο να συντάξει εγκώμιο για τις αρετές του όνου.
Τέλος, όταν είχε ξεπουλήσει ο Κανταράκιας, έμπαινε σε καπηλειό για να πιει, μαζὶ πάντοτε με τον ανταγωνιστή του Τριαντάφυλλο και με άλλους τριάντα φίλους (καθώς έλεγε ο ειρημένος κυρ-Αντωνάκης) τα μισά τα λεπτά απὸ ότι είχε εισπράξει. Τότε έδινε αυστηρή διαταγή στο γάιδαρό του:
― Να σταθείς βρε συ, εδώ απ᾿ έξω και να μην κουνηθείς.
Τ᾿ ακούς;
Και το ζώο έδειχνε συγχρόνως σχήμα ταπεινώσεως και υπακοής.
―Ολόρθα τ᾿ αυτιά σ᾿! μην τα κατεβάζεις.
Ο όνος όρθωνε τα αυτιά κι έμενε επὶ ώρα πράγματι ακίνητος.
* * *
Άλλος αντίζηλος του Τριαντάφυλλου στα χωρατά, αλλά μόνο τον καιρό των δημοτικών εκλογών, ήταν ο Γιάννης ο Κούκιας.
Ο δυστυχής αυτός, με το ένα χέρι, το αριστερό που είχε, έκανε αρκετά καλά τις δουλειές του. 
Έβοσκε πρόβατα και καλλιεργούσε χωράφια.
Αφού χήρεψε με δύο ορφανά, είχε πάρει δεύτερη γυναίκα.
- Σαν πανηγύρι και σχεδόν σαν αποκριάτικη γιορτή, διεξαγόταν ο εκλογικός αγώνας στο χωριό. Τα δύο «μπουλούκια» σπάνια έφθαναν μέχρι τραγικού τόνου στις εκδηλώσεις τους, συνήθως χόρευαν αντίκρυ ο ένας του άλλου στην πλατεία της αγοράς και κάποτε περιφέρονταν με φωνές και μουσικά όργανα στους μαχαλάδες.
Το μόνο στοίχημα που έβαζαν ή μάλλον, το τάξιμο που έκαναν μερικοί, ήταν, αν κερδίσει το κόμμα τους, στα επινίκια να χορέψουν ξυπόλητοι και όχι ποδεμένοι.
Τώρα, ο Κούκιας με τον Τριαντάφυλλο, συνέπιπτε πάντοτε να είναι απὸ δύο κόμματα. Πώς τούτο; Ίσως, όταν το ένα κόμμα εξασφάλιζε την κατοχή του ενός, άφηνε τον άλλον να τον έχει το άλλο κόμμα ή ίσως και αυτά τα δύο άτομα έτσι ήθελαν, επειδή αλλιώς «δεν θα είχε χάζι».
Και το πάν ήταν, πως «να κάμουν χάζι».
Λοιπόν, χόρευε σαν αρκούδα ο Κούκιας ή εφορμούσε σαν καραμάνης τάχα κατεπάνω στον Τριαντάφυλλο.
Ο δεύτερος απαντούσε με κωμικό μορφασμό και γρυλισμό κι έκαμνε τόσα «κατσαμάκια», ώστε ο πρώτος δε μπορούσε να τον φθάσει.
Τότε ο Κούκιας μούγκριζε τρομακτικά σαν ταύρος και 
ο Τριαντάφυλλος σφύριζε τα προστάγματα των βουκόλων, 
με τα οποία ζητούσε τάχα να επαναφέρει τον Κούκια στη μάνδρα του. Πλατιά γέλια ακούγονταν και από τις δύο παρατάξεις και όλοι έμεναν ευχαριστημένοι απὸ την παράσταση.
* * *
Και όμως, ποιος να το έλεγε; Αυτός ο τόσο εύθυμος άνθρωπος και χαρούμενος, υπέστη τη σκληρή μάστιγα της συμφοράς.
Είδε τη δυστυχία, την αρρώστια και τους θανάτους να κτυπούν το σπιτικό του, στην αγροτική καλύβα την οποία είχε κτίσει πλάι στον φράκτη στην άκρη του κήπου.
Η σύζυγός του, εκείνη η μικρή σιωπηλή γυναικούλα, αφού γέννησε ένα ακόμη τέκνο, αρρώστησε και πέθανε. Έπειτα το νεογνό αυτό την ακολούθησε, σαν να έλπιζε να βρει θάλπος στα νεκρωμένα στήθη.
Έπειτα, δύο άλλα παιδιά, το ένα τριών ετών, το άλλο πέντε, αυτά εκείνα που άρπαζαν τα ψαράκια μισοψημένα απὸ την ανθρακιά, έπεσαν και πέθαναν.
Άχνη μελαγχολίας επικάθισε στην ηλιοκαή όψη του φαιδρού κηπουρού, του πεζού αλιέα. Δύο μαύροι λακκίσκοι υγροί σκάφτηκαν κάτω από τα βλέφαρά του, ενώ δύο ίχνη γελαστικού μορφασμού φαίνονταν ακόμη γύρω από το στόμα του.
― Με μάδησε η μπόρα, είπε, σαν τριαντάφυλλο που είμαι.
Και μετά καιρό ύστερα, στις παρηγοριές των φίλων, αποκρινόταν:
― Μου έριξε ο Χάρος τον πεζόβολο!
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.

TO ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΩΝ ΔΙΡΦΕΩΝ 2