Κυριακή 19 Δεκεμβρίου 2021

Το «Νάμι» της

Το διήγημα δημοσιεύτηκε το 1906
➖➖➖
Τη μετατροπή του κειμένου στην
καθομιλουμένη δημοτική
έκανε ο
Ιωάννης Δ. Γιαννούκος
⭐⭐⭐

Ναι, θυμούμαι τη μικρή κορασίδα, την οποία έβλεπα τόσο συχνά να έρχεται να αγοράζει ψώνια στο γειτονικό μπακάλικο.
Ήταν κόρη Ιταλού και Ελληνίδας. Τον πατέρα της δεν τον είδα ποτέ, είχα μάθει ότι απουσίαζε διαρκώς, στο Λαύριο νομίζω ή στον Ισθμό.
Τη μητέρα της την έβλεπα πάντοτε στη γειτονιά, ήταν μία ωχρή, λεπτή, με μικρό εκφραστικό πρόσωπο, όλο μάτια και φρύδια και μορφασμούς περί τα χείλη. 
Έκανε, νομίζω, τη σιδερώτρια.
Άλλο παιδί δεν είχε. Έστελνε τη μικρή αυτή και ψώνιζε πάντοτε από το μπακάλικο. Πώς ονομαζόταν, ποτέ δεν έμαθα.
Είναι μεγάλη ιστορία, το πως ο μπακάλης κατόρθωνε να τα βγάζει πέρα με όλη τη γειτονιά, όπου όλες οι φτωχές μητέρες είχαν συνήθεια να στέλνουν τα ανήλικα μικρά τους για να εκτελούν έργα ψωνιστού, λίγο πρόωρα.
Τα μικρά αργοπορούσαν στο δρόμο, έπιαναν χώματα, λάσπες, βουτούσαν τα χεράκια τους στα αυλάκια του πεζοδρομίου, έχαναν την πεντάρα ή άλλος μεγαλύτερος μάγκας τους την άρπαζε.
Εάν δεν την είχαν χάσει, έφθαναν έως το μπακάλικο, σπόγγιζαν τα χέρια στους σάκους των κουκιών και φασολιών, ανακάτωναν τα ρεβίθια και το ρύζι, όπου πρόσφατα αδέσποτος σκύλος της γειτονιάς είχε ουρήσει.
Όσον αφορά το περί καθαριότητος της κοιλίας ζήτημα, το
«ου τα εισερχόμενα κοινοί τον άνθρωπον» ποια άλλη έννοια έχει;
Αλλά και αν τα περισσότερα είδη πλένονται, το τυρί λ.χ. πόσων εκατοντάδων μυγών φέρουν τα ίχνη; 
Γι΄ αυτό ίσως μερικοί,  υπερβολικά σιχασιάρηδες, τρώγουν πάντοτε ψημένο το τυρί.
Τα μικρά έκαναν διαβολεμένο θόρυβο σε όλο το μαγαζί κι έξω στο δρόμο. Άρπαζαν κι έτρωγαν ελιές, τυρί, χαλβά, ζάχαρη, ότι εύρισκαν, μερικά έχωναν στην τσέπη τους χουφτιές από όσπρια, καλαμπόκι ή σκύβαλα, έπαιζαν με τη δεκάρα, πηδώντας εδώ κι εκεί.
Έξαφνα η δεκάρα τους έφευγε κι έπεφτε πίσω από τα τσουβάλια, πίσω από το βαρελάκι του αλευριού και την κάσσα του δαδιού.
Τι φασαρία και πρόσθετος κόπος για τα μπακαλόπαιδα του μαγαζιού! Άλλοτε η δεκάρα συνέβαινε να πέσει από τη σχάρα του φεγγίτη του υπογείου, κάτω στην οιναποθήκη.
Τέλος, αν σωζόταν ή βρισκόταν η δεκάρα, το μικρό έπαιρνε το ψώνιο του.
Εάν το είδος ήταν χαλβάς ή ζάχαρη, τρωγόταν κατά το ήμισυ στο δρόμο μέχρι το σπίτι, αν ήταν τυρί ή ελιές, μόνο το 1/5 τρωγόταν το υπόλοιπο έπεφτε κάτω στο χώμα και λερωνόταν.
Αν ήταν ρύζι, χυνόταν όλο κάτω, ανακατευόταν με χώμα και μικρά χαλίκια. Και τότε, ξεσπαθωμένη, εφορμούσε από την αυλόπορτα, όπου ενέδρευε περιμένοντας πίσω από το ένα κλεισμένο παραθυρόφυλλο, εμφανιζόμενη από το άνοιγμα του άλλου, του ανοικτού προς τα έξω, η μητέρα του παιδιού και έλεγχε μεγαλοφώνως το μπακάλη, ότι πουλάει ξίκικα και απαιτούσε «τα λεφτά πίσω».
Ω, πόση υπομονή όφειλε να έχει, αλήθεια  κι αυτός ο μπακάλης!
* * *
Από όλα τα στάδια της γυμναστικής αυτής είχε περάσει η… Τασούλα, ας την πω έτσι, μ᾿ όλον ότι ποτέ δεν έμαθα τ᾿ όνομά της.
Και τώρα είχε μεγαλώσει, 16 ετών κόρη και είχε γίνει ωραία, με ένα είδος κομψής και λεπτής καλλονής, με chic, αν θέλετε.
Και είχε αρχίσει πλέον κι αυτή, στην αράδα της, να τρελαίνει τους μικρούς νέους της γειτονιάς, λιμοκοντόρους, κουτσαβάκια, μόρτηδες, καλφάδες μαστόρων, μαθητές γυμνασίων, νοικοκυρόπουλα και λοιπούς.
Δεν την είχα δει από επταετίας. Τέλος, τη βλέπω ένα απόγευμα, με κομψό ένδυμα, με τα μαλλιά καλοφτιαγμένα καμπύλα - ποιος ξέρει πόσα κάρβουνα θα είχε δαπανήσει της σιδερώτριας, της μητέρας της, για να φτιάνει τα κατσαρά της! - να περνάει συνοδευόμενη από ωραίο νεανίσκο, ο οποίος δεν θα ήταν είκοσι ετών ακόμη.
Πέρασαν από μπροστά μας, με βήμα τόσο ζωηρό, τόσο επιδεικτικό και αυτάρεσκο, ώστε όλοι τους κοίταξαν. 
Αλλά ως φαίνεται, θα υπήρχε λόγος να τους κοιτάζουν και 
γι΄ αυτό είχαν εκείνο το βήμα.
― Καλέ, ποια είν᾿ αυτή η κοπέλα; ρώτησε - όχι εγώ, ένας τρίτος παρατυχὼν εκεί,- ξένος της γειτονιάς.
―Η δείνα, η κόρη της Ρωμιάς που είχε τον Ιταλό, δεν την ξέρετε; μιλούσε η κυρά-Λευθέραινα, που καθόταν κάθε δειλινό έξω από την αυλόπορτά της, που έπασχε από τα πόδια και δε μπορούσε να πηγαίνει μακριά και από τη σκοπιά της εκείνη, συνήθιζε να επιθεωρεί όλους τους διαβάτες και όλη τη συνοικία.
― Μήπως είν᾿ εκείνο το κορίτσι που ερχόταν στο μπακάλη προ χρόνων και ψώνιζε; ρώτησα εγώ.
― Ναι.
― Και τι πάσο!
― Δεν ξέρετε; επανέλαβε η κυρά Λευθέραινα. Διαβάσατε στις εφημερίδες για έναν που αυτοκτόνησε στο Β… (ονόμασε ένα προάστιο των Αθηνών) από έρωτα, αυτὲς τις μέρες;
― Ναι.
― Αυτή είναι. Και τώρα την ερωτεύτηκε αυτός που βλέπετε μαζί της, γιος του δικηγόρου τάδε… έχει παράδες ο πατέρας του. Το παιδί έχασε το μυαλό του μ᾿ αυτήν. Ο πατέρας δεν τη θέλει. Μα αυτός επιμένει να την στεφανωθεί και χωρὶς την άδεια του γέρου.
―Έτσι;
―Βέβαια, επήρε δρόμο, βλέπετε… βγήκε το νάμι της.
 
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.

TO ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΩΝ ΔΙΡΦΕΩΝ 2