Σάββατο 9 Οκτωβρίου 2021

Ο Κακόμης


Το διήγημα δημοσιεύτηκε το 1903
➖➖➖
Τη μετατροπή του κειμένου στην
καθομιλουμένη δημοτική
έκανε ο
Ιωάννης Δ. Γιαννούκος
⭐⭐⭐

Ανάμεσα από τους βαστάζους της παραθαλάσσιας πόλης, τα πρωτεία είχε επάξια ο Αποστόλης ο Κακόμης.
Όλοι τον αναγνώριζαν ως «χαμάλμπασην» (αρχηγός των αχθοφόρων)
Σήκωνε, όπως έλεγαν, περί τις εκατόν πενήντα οκάδες. Ήταν κυρτός από σωματική κατασκευή, κυρτότερος δε είχε γίνει από το επάγγελμα. Έσκυβε για να τον φορτώσουν κι έλεγε: «Όσο να μου φορτώσουν το τσουβάλι μια, τώρα πάει μοναχό του».
Διηγούταν στους άλλους συναδέλφους του, ότι, μεταξύ των φορτηγών ζώων, η καμήλα έχει το μεγάλο χάρισμα να γονατίζει έως ότου τη φορτώσουν, ύστερα, φορτωμένη, να σηκώνεται και να βαδίζει.
Και όχι μόνο αυτό, αλλά και άλλο χάρισμα έχει η καμήλα, να μένει νηστική πολλές ημέρες κατά την πορεία, δροσιζόμενη εσωτερικά από την τηκόμενη πιμελή (λίπος) της ίδιας της καμπούρας της.
Είχε δει πολλές καμήλες ο Αποστόλης ο Κακόμης, επειδή είχε διαμείνει κάποιον καιρό στην Αίγυπτο και όχι μόνο στην Αίγυπτο, αλλά και σε άλλα μέρη είχε διαμείνει, όπως στη Σμύρνη, στη Σαλονίκη, σιμά στους Εβραίους και στη Ντούνα πάνω (τον Δούναβη), όπως έλεγε.
Ήταν σχεδόν κοσμογυρισμένος.
Ήξερε ξένες γλώσσες. Όχι μόνο τούρκικα, αλλά αράπικα, βλάχικα κι εβραίικα. Ήξερε «τσίτσι φάτσι; γκίνε» και «άλτρος κάβος κονταρέμους» και «για τάλε, για μαξούρα» και τόσα άλλα.
Όλοι οι συνάδελφοί του τον είχαν για σοφό.
Ήταν πράγματι από οικογένεια του τόπου, είχε μάθει γραμματάκια και είχε ξενιτευτεί. 
Όταν επέστρεψε στην πατρίδα, όλοι νόμισαν ότι για λίγο
θα έμενε εκεί ή αν έμενε, θα είχε φέρει τίποτε οικονομίες και 
θα άνοιγε ίσως κανένα μαγαζάκι.
Αλλά έξαφνα, ένα πρωί, τον είδαν να στέκει στην παραθαλάσσια αγορά, σιμά στον τόπο των δημοπρασιών, φέροντας τη χαμαλίκα και μικρό κουβαριασμένο σχοινί.
-Τι τρέχει Αποστόλη;… Αποφάσισες να γίνεις χαμάλης;
-Αυτό είναι το πλέον ελεύθερο επάγγελμα, απάντησε ο Κακόμης, άλλο καλύτερο δεν ηύρα.
* * *
Πράγματι! Αφού κουβαλούσε το πρωί όσα σακιά από άλευρα ή όσπρια ήταν για κουβάλημα ή άλλο εμπόρευμα οποιοδήποτε κι έπαιρνε τον κόπο του, «με την στράτα» ή «ξεκοπή»,
κατά τη συμφωνία, έμπαινε στου Αλέξη του Γατζίνου το καφενεδάκι, έπινε τη μαστίχα του, έπιανε ένα μικρό καυγά με τον Αλέξη, 
ο οποίος ήταν παράξενος και συνήθιζε να τον πειράζει.
-Εσένα αυτό το επάγγελμα σου έπρεπε, μόνο για χαμάλης ήσουν ικανός.
-Εσύ δεν ήσουν για τίποτε, απαντούσε γελώντας ο Αποστόλης, πόσο μάλλον για χαμάλης!
Έπειτα, έβγαινε από την επάνω πόρτα του μαγαζιού, την προς το μαχαλά, διέσχιζε το λιθόστρωτο δρομάκι κι έφθανε στο φούρνο του Μπάρμπα-Μάρκου του Βούργαρη. Εκεί είχε βαλμένο πάντοτε το τακτικό του γιουβέτσι της ημέρας, το οποίο ήταν έτοιμο περί τις δώδεκα το μεσημέρι.
Στρωνόταν επάνω στο σοφά σταυροπόδι, σιμά στο «κεπένι» (πορτόφυλλο) του φούρνου, έπαιρνε μισό ψωμί ή κατά προτίμηση δύο λαγάνες, έτρωγε όλο το γιουβέτσι, έπινε μισή οκά κρασί και «το έπαιρνε δίπλα» ή επάνω στο σοφά του φούρνου ή στην παγκέττα (μικρός πάγκος) της γειτονικής ταβέρνας και ροχάλιζε πολύ γοερά, επί δύο ώρες και μισή το καλοκαίρι ή μόνο επί μία ώρα το χειμώνα.
Ξυπνούσε με την άνεσή του, παράγγελλε καφέ, τον έπινε, κάπνιζε ενίοτε ένα τσιγαράκι αν του πρόσφερε κανείς, σπανιότερα κανένα ναργιλέ, σηκωνόταν με ραθυμία, έφερνε δύο βόλτες στην αγορά, πήγαινε όπου τον ζητούσαν για να κουβαλήσει πάλι λίγα τσουβάλια.
Εργαζόταν το πολύ δύο ώρες το απόγευμα.
Αν του παρουσιαζόταν τότε καμιά δουλειά, η οποία να μην του φαινόταν πολύ κατεπείγουσα, όπως π.χ. κουβάλημα και πλύσιμο βαρελιών στη θάλασσα, φώναζε στον εργοδότη.
-Άφησε, αύριο! Είναι κι αύριο μέρα.
Πετούσε τότε τη χαμαλίκα, το σχοινί του, αφού έπαιρνε τις λίγες δεκάρες για την εργασία την απογευματινή και διευθυνόταν από ένα δρόμο πολύ πλάγιο, προς την επάνω ενορία και σιγά-σιγά έφθανε σε κανένα κατώγι, όπου κρασοπουλούσαν στους χαμάληδες.
Γιατί πολλοί μικροαμπελοκτήμονες, που δε συμφωνούσαν με τους εγχώριους μπακάληδες να δίδουν χονδρικώς το κρασί τους, άνοιγαν το βαρέλι και το λιανοπουλούσαν ή το «μοσχοπουλούσαν», λιανικώς κατ’ οίκον.
Πολύ συχνά συνέβαινε να είναι γυναίκα η πωλήτρια και κάποτε μάλιστα να είναι καμία νεαρή χήρα «που να γυαλίζει», τότε η κατανάλωση του κρασιού γινόταν ταχύτερα και η συρροή των οινοποτών, μάλιστα κατά τις Κυριακές και εορτές, πολύ μεγαλύτερη στο κατώγι ή έξω από την πόρτα.
Οι θαμώνες κάθονταν σε μικρά, φτωχικά σκαμνιά ή σε πεζούλες πέτρινες και κουτσόπιναν και λιανοτραγουδούσαν.
Τέτοια κατώγια ποτέ δεν έλειπαν να είναι ανοικτά κατά καιρούς και μάλιστα το χειμώνα. Ο Αποστόλης τα γνώριζε όλα και ήταν ο πρώτος που δοκίμαζε το ευώδες γνήσιο κρασί, επειδή πολλές φορές έκανε το διαλαλητή ο ίδιος και κήρυττε ανά τους διάφορους μαχαλάδες, ποιος άνοιξε καλό κρασί, ποιος έφερε φασόλια ή κρομμύδια στην αποβάθρα και πως «στην ασκάλα φέρανε αλεύρι καλό, ένα μουσαφίρικο καΐκι… Ιδού και η μόστρα κ.λπ».
Εκεί λοιπόν κατηύθυνε το βήμα του ο Αποστόλης κι έπινε.
Παράγγελλε κατ’ αρχάς στον οινοπώλη ή την οινοπώλισσα «μισή οκά στο ένα». 
Έπειτα, συνήθως, κατόπιν, ένα εκατοσταρικάκι.
Πλήρωνε το όλον είκοσι λεπτά, 15 για τη μισή οκά, και 5 για τα εκατό δράμια, ο λογαριασμός γινόταν σκαληνός, επειδή η οκά τιμόταν συνήθως λεπτά 25. Καθόταν σταυροπόδι ή στην πεζούλα ή στο κατώφλι της ταβέρνας, έπινε αργά-αργά, εντρυφούσε στο άρωμα του οίνου και το έφερνε ίσα-ίσα με την ώρα που θα άκουε την καμπάνα του εσπερινού. Τότε αμέσως έκανε το σταυρό του, έπινε το υπόλοιπο κι έφευγε. Περνούσε από την εκκλησία, για να κολλήσει κανένα κερί.
* * *
Το απόγευμα, στο βασίλεμα του ήλιου, έκανε μικρή διάχυση, που συνίστατο σε κοκορέτσι και τίποτε άλλο, μαζί με τους συναδέλφους του, τους βαστάζους της αγοράς.
Μόλις νύχτωνε, ο Κακόμης αγόραζε δεκαπέντε λεπτών ψωμί και τυρί ή ελιές και ταραμά και δειπνούσε σε ένα τραπέζι της ταβέρνας της παραθαλάσσιας.
Εδώ έπινε μόνο ένα εκατοστάρι κρασί ξίκικο-νερωμένο, νοθευμένο, χωρίς άρωμα και πλήρωνε μία δεκάρα.
Ήταν πολύ ακριβότερα εδώ.
Κατά τις νηστήσιμες ημέρες, επειδή το μεσημεριανό γιουβέτσι ήταν σαρακοστιανό, έκανε οικονομία 30 ή 40 λεπτά την ημέρα. Τα λίγα αυτά κέρματα, έδιδε τακτικά ως συνδρομή και σε άλλα μέρη δικά του και συχνά σε έναν, Χατζή καλούμενο, πρώην αχθοφόρο, ο οποίος είχε γεράσει πολύ, ελεεινός, πάμπτωχος, με πρησμένα τα πόδια και δεν μπορούσε πλέον να δουλέψει.
* * *
Όταν τον επέπληττε κανείς, γιατί να πίνει τόσο πολύ και ήθελε να τον συμβουλεύσει, ο Αποστόλης απολογιόταν:
-Ελπίζω να μη σώσω να γίνω σαν τον Χατζή!
Και πράγματι δεν έσωσε. Ο Αποστόλης πέθανε πενήντα ετών.
Είχε προεξοφλήσει κι αυτός ο δυστυχής «το μέλλον του», όπως και τόσοι άλλοι!
Και σε αυτό και σε άλλα πράγματα ακόμα, δεν έμοιασε με τον Χατζή, ούτε με άλλον ένα συντεχνίτη του, το Μπαλντογιάννη, για τον οποίο έλεγε:
-Α! να ήμουν, τουλάχιστο, σαν τον Μπαλντογιάννη, που έχει γυναίκα και παιδιά και θα έχει περιποίηση στα γηρατειά του… Βάλτε με το νου σας! Αφού παίρνει κάθε βράδυ μιάμιση οκά κρασί στο σπίτι, για να πιουν όλοι, να μεθύσουν και να μην του γυρεύουν ψωμί!
Αυτός ο Μπαλντογιάννης, κατά τα τελευταία χρόνια της σταδιοδρομίας του, αντί κάθε άλλης αχθοφορικής εργασίας, προτίμησε να κουβαλά νερό στα σπίτια.
Εύρισκε δε, με αυτόν τον τρόπο, όχι μικρή διασκέδαση, την οποία δεν κρατιόταν να μην τη μεταδώσει και στους άλλους.
Ο Κακόμης, κοντά σε άλλα προτερήματα, ήταν πράος, ήρεμος, σταθερός και ως άνθρωπος και ως βαστάζος.
Ούτε έδινε προσοχή σε κακογλωσσιές και ραδιουργίες, ούτε ρωτούσε ποτέ να μάθει πράγματα έξω από τον κύκλο του, ούτε τον έμελλε τι κάνουν οι άλλοι.
Αλλά ο συνάδελφός του, ο Μπαλντογιάννης, στις γειτονιές όπου πήγαινε, στα στενά σοκάκια, στα προαύλια, στα σπίτια, παντού, είχε τ’ αυτιά του μαζί του.
Άκουε πάντοτε μισές ομιλίες, αποσπασμένα λόγια, οικογενειακές έριδες και με τα τμήματα αυτά κατασκεύαζε ολόκληρες ιστορίες και καυχιόταν ότι γνώριζε όλα τα μυστικά της γειτονιάς.
«Το καλό το πηγάδι», από το οποίο έπιναν κατά προτίμηση όλοι οι κάτοικοι, βρισκόταν έξω από την άκρη της πόλεως, απείχε πολλές εκατοντάδες βήματα από κάθε συνοικία.
Όταν πήγαινε στο δρόμο του, φορτωμένος την πελώρια στάμνα, καθ’ οδόν γελούσε μόνος του και πολλές φορές μιλούσε μεγαλοφώνως προς τον εαυτό του. 
Ήταν γεμάτος από νέα των διάφορων μαχαλάδων, τα οποία δε μπορούσε να χωνέψει.
Όταν το δειλινό έβλεπε πουθενά τον παπα-Σταμάτη, τον πνευματικό, να πηγαίνει αργά, με την ράβδο κάτω από τη μασχάλη, επιστρέφοντας από τον εσπερινό, του φώναζε από μακριά, να σταματήσει.
-Παπά!... παπά!
Ο παπα-Σταμάτης έστρεφε το βλέμμα του πίσω.
-Τι είναι πάλι, Γιάννη;
-Μα στάσου παπά! θα σου το πω, δεν μπορώ… θα σου το «ξομολογηθώ» για να ξαλαφρώσω τη συνείδησή μου.
-Τώρα, μέσα στο δρόμο;… έλα στο κελί, βλοημένε, να σε εξομολογήσω.
-Μα δε βαστώ… μήπως γελαστώ και το πω το βράδυ της Ρεβέκκας. Καλύτερα να το πω στην αγιοσύνη σου, για να ξεσκάσω.
Εννοούσε ότι ήταν φόβος, μήπως το διηγηθεί στην ίδια τη σύζυγό του.
Αν το εξομολογιόταν στον παπά, θα ησύχαζε πλέον και 
ο πειρασμός της ακριτομυθίας θα έφευγε.
Και αφού ο παπάς στεκόταν σε κάποια γωνία του δρόμου, 
ο Γιάννης, με τη στάμνα στον ώμο, άρχιζε να του διηγείται.
-Δεν ξέρεις τι είδα σήμερα στον Απάνω Μαχαλά, η τάδε εμάλωσε με τον άντρα της κι εκείνος εσήκωσε το χέρι να την χτυπήσει… εκείνη έβαλε τις φωνές κι εμαζεύθηκε κόσμος κι έγινε ένα πατιρντί!...
Ήταν να γελάει, που δε γέλασε.
Ή: Δεν έμαθες τι έγινε σήμερα έξω, στ’ Αλώνια ή απάνω στα Γελαδάδικα… η τάδε έδιωξε τον άντρα της απ’ το προικιό της το σπίτι… τον εκλείδωσε απ’ έξω και του είπε να μην ξαναπατήσει στο κατώφλι…
Ή: Η γριά Π. έβαλε μαναφούκια σ’ ένα ανδρόγυνο κι είναι στην ακμή να χωρίσουν… Τι αντροχωρίστρες αυτά τα λαδικά!
Ή: Ο γέρο-κολασμένος Φ. γύρεψε να ξεγελάσει ένα φτωχό κορίτσι… κλπ… κλπ.
Έπειτα, ο Μπαλντογιάννης έλεγε:
-Αυτά, παπά μου και να έχουμε και καλό ρώτημα… τώρα, δώσε μου την ευκή σου και να ΄ρθώ να μου διαβάσεις την συγχωρητική ευκή… να χαίρεσαι το πετραχήλι σου!
-Καληνύχτα, Γιάννη! ελπίζω, αυτές θα είναι οι ξένες αμαρτίες, οι τελευταίες που μου λες… αποφάσισε και συ μια φορά να πεις τις δικές σου και τότε να σου διαβάσω τη συγχωρητική ευχή.
* * *
Ας επανέλθουμε στον Αποστόλη. Αυτός, μετά το δείπνο του, άφηνε τη χαμαλίκα του, το σχοινί του, σε μία άκρη, κάτω από την μπαγκέτα της ταβέρνας και πήγαινε να κοιμηθεί.
Κατοικούσε σε ένα αχούρι μέσα σε ένα κήπο, στην άκρη της πολίχνης, κοντά στ’ Αλώνια. Πλήρωνε εκεί μία δραχμή ενοίκιο το μήνα στον γέρο-Άγγουρο, τον ιδιοκτήτη της αχυραποθήκης και του κήπου.
Πριν λίγα χρόνια ακόμη, έμενε στο πατρικό του χαμόγειο σπιτάκι, το οποίο σωζόταν, αλλά εσχάτως το είχε δώσει ως προίκα στην αδελφή του τη Χρυσή, ορφανή από πατέρα και μητέρα, ορφανός ο ίδιος, την οποία είχε φροντίσει να παντρέψει.
Ήταν αδελφή πολύ νεότερή του, ετεροθαλής, θυγατέρα της μητριάς του, η οποία τον περιέθαλψε με όχι ιδιαίτερη φροντίδα.
Ο Αποστόλης έδωκε στην αδελφή του, όχι μόνο το μικρό σπιτάκι, αλλά και πεντακόσιες δραχμές, τις οποίες είχε «από τις πλάτες του» κυριολεκτικά.
Εσχάτως, η αδελφή του, νεαρή ακόμη, είχε πεθάνει λεχώνα, αφήνοντας δύο ορφανά. Ο Αποστόλης δεν δυνήθηκε να κλάψει.
-Αχ! άλλη ορφάνια πάλι, είπε μόνο.
Και όσο μπορούσε, βοηθούσε κάπως τα ορφανά της αδελφής του τα οποία πολύ νωρίς τέθηκαν υπό την «προστασία» της μητρυιάς.
* * *
Μετά ένα χρόνο, ο Αποστόλης αρρώστησε βαριά και πέθανε κατά Ιούνιο μήνα.
Η χαμαλίκα του, παραπεταμένη επί ημέρες κυλιόταν στη γωνία του εξοχικού δρόμου, έξω από τον κήπο της αχυραποθήκης.
Τη νύχτα της 23ης, οπότε ξημέρωνε του Αγίου Ιωάννου του Κλήδονα (ήτοι το Γενέσιον του Προδρόμου), οι μάγκες της γειτονιάς, λίγο πιο κει, είχαν ανάψει μεγάλη φωτιά και πηδούσαν από πάνω της, κατά το έθιμο.
Αφού έκαψαν όλα τα κλαδιά του «καματηρού» (δηλαδή των μεταξοσκώληκων), όσα είχαν κλέψει οι ίδιοι και όσα τους είχαν δώσει οι γειτόνισσες, καθώς και τα στεφάνια της Πρωτομαγιάς μερικών σπιτιών, όπως συνηθίζεται, ένα από τα παιδιά είδε τη χαμαλίκα και την κλώτσησε προς τα εκεί.
-Να, βρε παιδιά, η χαμαλίκα του συχωρεμένου τ’ Αποστόλη.
Καλή είναι, τι λέτε;
-Μην έχει βρικολακιάσει ο Αποστόλης κι είναι κρυμμένος μέσα βρε παιδιά! είπε ένας άλλος μάγκας.
-Ακόμα καλύτερα! Ρίξτε την στη φωτιά, να καεί ο βρικόλακας!
Η χαμαλίκα, ξεκοιλιασμένη, γεμάτη θρυμματισμένα άχυρα, φέροντας επάνω της όλα τα ίχνη της καθημερινής επαφής με τόσα και τόσα τσουβάλια και βαρέλια και μπάλες
εμπορευμάτων, ακόμη και πολλά μόρια πίσσας και ρητίνης, μόλις ρίχτηκε στη φωτιά, λαμπάδιασε αμέσως και πετούσε τις φλόγες σε φοβερό ύψος.
Ο πρώτος μάγκας, ο Γιάννης ο Φύλακας, όπως τον αποκαλούσαν τα άλλα παιδιά, πήδησε τολμηρά επάνω από τη φουντωμένη φωτιά τρεις φορές και συγχρόνως του ήλθε να φωνάξει.
-Θε-σχωρέσ’ και τον καημένο τον Αποστόλη.
Ο δεύτερος μάγκας, ο Μήτσος το Ψάρι, όπως τον ονόμαζαν, διαδέχθηκε τον πρώτο στο πήδημα και θέλησε να μιμηθεί με κωμικό τρόπο την επιφώνηση, το «Θε-σχωρέσ’».
Έτρεψε το αρκτικό οδοντόφωνο δασύ (θ) σε ομοιοπνεύματο ουρανισκόφωνο, (χ) σχηματίζοντας ασεβές λογοπαίγνιο.
Μόλις εξέφερε τη φράση και κατά παράδοξη σύμπτωση, 
η μεγάλη φλόγα φούντωσε ακόμη ψηλότερα, σε στήλη πυρός τρομακτική. Μικρό απόκαυτρο πετάχτηκε και, παραδόξως, κόλλησε στα χείλη του Μήτσου.
Μόνο επί λίγα μόρια δευτερολέπτου έμεινε αναμμένο το απόκαυτρο, κολλημένο στο στόμα του μικρού μάγκα, πριν αυτός κατορθώσει να το αποπτύσει ή να το ξεκολλήσει με το χέρι του. Αλλά το μικρό διάστημα άρκεσε, για να του κάψει και τα χείλη και τη γλώσσα.
Το γεγονός δεν το είδαν μόνο τα παιδιά, αλλά και δύο ή τρεις γυναίκες της γειτονιάς, οι οποίες και το διηγήθηκαν.
Σαν συγκυρία, ήταν πολύ παράδοξο.
 
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.

TO ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΩΝ ΔΙΡΦΕΩΝ 2