Παρασκευή 31 Δεκεμβρίου 2021

Φιλόστοργοι

Το διήγημα δημοσιεύτηκε το 1895
➖➖➖
Τη μετατροπή του κειμένου στην
καθομιλουμένη δημοτική
έκανε ο
Ιωάννης Δ. Γιαννούκος
⭐⭐⭐

Ένα πρωί, πριν τρία χρόνια - ήταν τις παραμονές των Χριστουγέννων – η κυρά Πράπω η Σκαλιώτισσα, ψηλή, χονδρή γυναικάρα πενήντα οκτώ ετών, είχε σηκωθεί να πάει να επισκεφθεί τη νονά της στα Πατήσια.
Είχε σπιτάκια με μεγάλη αυλή, σε μία άκρη της πόλης, όπου έτρεφε γίδες και προβατίνες και κότες και φραγκόκοτες και περιστέρια.
Το γάλα το πουλούσε προς ογδόντα λεπτά, με την οκά τη δική της.
Τα περιστέρια, εκτάκτως μόνο, χωρίς ορισμένο τιμολόγιο, αν της είχε πνίξει κανένα η γάτα ή αν εύρισκε μουστερήδες, Γάλλους ή Ιταλούς του θεάτρου. 
Τ’ αυγά προς 15 λεπτά το ένα, τη σαρακοστή.
Αυτή, αν ήθελε να φάει αυγά, πράγμα σπάνιο, θα πήγαινε στη μεγάλη αγορά να τα ψωνίσει. Τα εύρισκε προς μία δεκάρα τα τρία, σπασμένα, αλλά φρέσκα και με δοκιμή. 
Που να γελαστεί αυτή!
Το πρωί εκείνο, είχε σηκωθεί, με απόφαση να πάει να επισκεφθεί τη νονά της, η οποία ήταν αρχόντισσα και είχε σπίτι στα Πατήσια.
Έρχονταν Χριστούγεννα, επιθυμούσε να την φιλεύσει κάτι τι.
Τι άλλο από αυγά, στα οποία είχε ειδικότητα;
Ήξερε, ότι θα εύρισκε εκεί το νονό της, το γιο της γριάς, ο οποίος θα φιλοτιμείτο να της πληρώσει καλά το δώρο της.
Μέτρησε όσα αυγά είχε και τα βρήκε δεκατέσσερα.
«Να τους τα πάει όλα; έχουμε και λέμε 14 αυγά, από μία δεκάρα, 14 δεκάρες, μία και σαράντα κι από μια πεντάρα ακόμα, 14 πεντάρες, 7 δεκάρες, 70 λεπτά. 70 και 1,40 (μέτρησε με τα δάχτυλα), δύο και δέκα.
Τότε θα έχανε μια δεκάρα. Διότι, βέβαια, δεν θα της έδινε παραπάνω από δυο δραχμές ο νονός, για το πεσκέσι της.
Να τους τα πάει τα δεκατρία, έχουμε και λέμε όξου τα 15 λεπτά, 1,95 θα κέρδιζε μια πεντάρα. Διότι πάντοτε δυο δραχμές θα της τα πλήρωνε ο νονός της.
Ας είναι τα 13.
Μα το 13 λένε πως δεν είναι καλό νούμερο. Να τους τα πάει τα δώδεκα;... Είπαμε πόσα; 1,90, τα δεκατρία; Πόσα είπαμε; 2,10 τα δεκατέσσερα... Βγάλε τα 15, μένουν 1,95. Ναι, 1,95. Βγάλε τα 15, κάνουν 1,80 τα δώδεκα. 
Ας τους πάει τα δώδεκα που είναι καλό νούμερο… Δεν θα της δώσει παρακάτω από ένα δίδραχμο ο νονός της και ρέστα δεν θα καταδεχθεί να πάρει και που να έχει αυτή ρέστα επάνω της;
Ναι, τα δώδεκα θα τους πάει.
Τα τύλιξε σε λευκό καθαρό μαντήλι και ξεκίνησε πεζή, κούτσα-κούτσα, γιατί δεν ήταν τόσο γερή στα πόδια, για τα Πατήσια.
Είχε υπολογίσει την ώρα που θα εύρισκε εκεί το νονό της, που θα ερχόταν προ ολίγου από το γραφείο του, πλην όχι αμέσως, αλλά λίγο ύστερα, αμέσως μετά το γεύμα, οπότε θα τους εύρισκε ευδιάθετους.
Ποτέ δεν θα έκανε αυτή το σφάλμα, να παρουσιασθεί ακριβώς την ώρα του γεύματος.
***
Η κυρά Πράπω πέτυχε με το παραπάνω. Δέχθηκαν τα αυγά (τα οποία ήταν ομολογουμένως πρόσφατα), της τα πλήρωσε ο νονός της ένα δίδραχμο, κάνοντας μικρό μορφασμό η νονά, η οποία όμως δεν μπόρεσε να μην την καλέσει να καθίσει στο ίδιο τραπέζι της, για να χορτάσει από τα αποφάγια.
Η κυρά Πράπω δεν ήταν εντελώς νηστική, αλλά είχε προγευματίσει στις δέκα. Έπειτα ο εξοχικός αέρας της είχε ανοίξει την όρεξη.
Αφού έκαμε διάφορες ομιλίες, όχι αδέξια, ύστερα, κατά τη διάρκεια της συζήτησης, είπε ότι είχε έλθει πεζή, και παραπονέθηκε για τα πόδια της... ώκτειρε και τα γεράματα του συζύγου της, του μπαρμπα-Πράπη, ο οποίος δεν ήταν πλέον ικανός για τίποτε.
Ο νονός, ο οποίος είχε γίνει πολύ ευδιάθετος από τα δύο κύπελλα γενναίου οίνου και από μικρό ποτήρι σαρτρέζ με τον καφέ, έβγαλε και της έδωκε δύο ή τρεις δεκάρες, για να πληρώσει το λεωφορείο στην επιστροφή.
Νέος μορφασμός της νονάς, η οποία συλλογιζόταν ότι τα αυγά θα τα αγόραζε προς μία δεκάρα το ένα, φρεσκότατα, στα Πατήσια και ότι τα πόδια της βαφτιστικής, κανείς δεν τα είχε προσκαλέσει να κάνουν τον κόπο να μεταφέρουν στα Πατήσια το χοντρό σώμα της.
Τελευταία μάζεψε με το θάρρος λίγες πεπονόφλουδες, που είχαν μείνει στο τραπέζι, για την κατσίκα της, τις τύλιξε στο μαντήλι και έφυγε.
Είχε ξεκουραστεί πολύ και δεν έκρινε αναγκαίο να ανέβει στο λεωφορείο. Γύρισε πεζή.
Πέρασε από ένα εξοχικό σπιτάκι, που κατοικούσε μια περιβολάρισσα εξαδέλφη της, φλυάρησε αρκετά, μάζεψε και εκεί ότι βρήκε χρήσιμο για την κατσίκα της, νυχτώθηκε κι επέστρεψε στην πόλη, κρατώντας μεγάλη αβασταγή κάτω από τη μασχάλη της.
Είκοσι βήματα πριν φτάσει στο σπίτι της, την ώρα που είχαν ανάψει το εκεί φανάρι του αερίου, βλέπει ένα μικρό παιδάκι που έκλαιγε μόνο του.
- Τι έχεις, παιδί μου;
Το παιδί ψέλλισε, ζητώντας τη μητέρα στο σπίτι.
- Τίνος είσαι, μικρό μου;
Το παιδί δεν ήξερε να πει τίνος ήταν.
- Πώς την λένε την μάννα σου;
- Μαμά.
- Και τον πατέρα σου;
- Μπαμπά.
Η κυρά-Πράπω ήταν σε αμηχανία. 
Πήρε το παιδί από το χέρι και το οδήγησε μέχρι την πόρτα της μάνδρας, όπου ήταν το σπίτι της.
Εκεί στάθηκε λίγα λεπτά, φώναξε με την οξύ τραχιά φωνή της την κόρη της, τη Μαρίνα, να την ξαλαφρώσει και όταν αυτή ήρθε, της έδωσε τη δέσμη με τις φλούδες και τα εξώφυλλα των φυτών, όσα κουβαλούσε και έπειτα έμεινε διστάζουσα και ρωτώντας μεγαλοφώνως τις γειτόνισσες, αν καμιά απ’ αυτές γνώριζε το παιδί.
Πολλές το κοίταξαν υπό το φως του αερίου, το έψαξαν, το γύρισαν.
Καμιά δεν έτυχε να το γνωρίζει.
Κατά τύχη, όπως συνήθως στα παραμύθια, συνέβη να περνώ απ' εκεί. Άλλωστε, ήμουν γείτονας και ήταν η συνηθισμένη ώρα που κατέβαινα  στη συνοικία.
Η κυρά Πράπω με είδε και με φώναξε:
- Έλα... εσύ που έχεις γουρλίδικο χέρι, μου λέει.
Μου θύμισε αμέσως, ότι πριν λίγους μήνες, συνέβη να χαθεί ένα παιδί κι εκείνο, κατά περίπτωση, είχε πέσει στα χέρια της, την ίδια ώρα το απόγευμα, ότι εγώ, βλέποντας αυτό να κλαίει στα χέρια της και ζητώντας τη μαμά του, του έδωκα μία δεκάρα για να μερώσει.
Ότι κατ' ευτυχή συγκυρία, αμέσως μετά τη δεκάρα, συνέβη να παρουσιασθεί η μητέρα του παιδιού, η οποία το αναζητούσε από ώρες και να έλθει να το συμμαζέψει.
Έσκυψα και κοίταξα το παιδί. Δεν του έδωκα δεκάρα, έκαμα κάτι καλύτερο. Το γνώρισα.
- Αυτό το παιδί είναι ο Γιώργος, του μαστρο-Δημήτρη του Χωριανού, είπα.
***
Ο μαστρο-Δημήτρης ο Χωριανός, αγαπούσε τα δύο παιδιά του με τόσο ένθερμη αγάπη, όσο λίγοι γονείς στον κόσμο.
Τόσο, ώστε ο ίδιος τους έκανε τη μητέρα και τούτο, όχι λόγω έλλειψης μητέρας, οπότε το πράγμα θα ήταν ευεξήγητο, αλλά διότι η μητέρα τους έκανε... τον άγγελο της εστίας.
Φαντάζομαι, μέλαθρον, χριστιανική οικία ελληνική, ζωγραφισμένη με τις δύο κλίσεις της στέγης, σαν δύο πτέρυγες αγγέλου-γυναικός τανυζόμενες πάνω από την εστία.
Τέτοια μητέρα ήταν η Γιακουμίνα, η φαμίλια του μαστρο-Δημήτρη του Χωριανού.
Ήταν μια χαρά, να βλέπει κανείς το μαστρο-Δημήτρη, να κρατά στην αγκαλιά τον τριών ετών γιο του και να σύρει από το χέρι την πέντε ετών θυγατέρα, να οδηγεί τα δύο παιδιά στο πλησιέστερο μικρό μπακάλικο, για να τους αγοράσει λιλιά-κοκά να τα φιλέψει.
Τα δύο παιδιά άστραφταν από καθαριότητα και ήταν ωραία και καλοθρεμμένα. Όλα τα αποτελέσματα αυτά, ήταν έργο αγγέλου της εστίας και ήταν προϊόν των κόπων και των μισθών του μαστρο-Δημήτρη, ο οποίος ήταν ασπριστής ή χρωματιστής την τέχνη και πράγμα σπάνιο, είχε κατορθώσει μόνο με τη φιλοπονία και τα μεροδούλια του, να κτίσει και ν' αποκτήσει (ήταν και ολίγον κτίστης) ένα μικρό σπιτάκι, κάτω στην άκρη της πόλης, εκείθε από το Μεταξουργείο.
Και η φαμίλια του στο σπίτι, έπλυνε και σφουγγάριζε και έραβε και μπάλωνε και ζύμωνε και μαγείρευε και ήταν όλη χάρη και χαρά της εστίας.
Ποτέ δεν είδαν οι γείτονες, τόσο καμαρωμένο ανδρόγυνο.
Φανταστείτε, η Γιακουμίνα, ίδια με χελιδόνα μητέρα, να στρώνει, να συγυρίζει, να ετοιμάζει τη φωλιά και ο πατέρας, ίδιος με πελαργό, που φέρνει τα χελιδονάκια της άνοιξης, να φέρει, να βαστάζει και να κουβαλάει τα δύο παιδιά, τα οποία ονόμαζε συνήθως  ψ έ μ α τ α, ήξερε αυτός γιατί.
Διότι, πριν αποκτήσει τα δύο αυτά παιδιά, ήταν
«χαροκαμένος».
Του είχαν αποθάνει άλλα δύο. Το Γιώργο τον ονόμαζε ένα  ψ έ μ α, γιατί ήταν μικρός και τρυφερός. Και την Παρασκευή την ονόμαζε ψ ε υ τ ρ ο ύ, ίσως γιατί ανήκε στο φύλο το πλέον ψεύτικο.
Τα αγαπούσε πράγματι ολόψυχα, τα αγαπούσε πολύ-πολύ, όχι όμως περισσότερο από όσο αγαπούσε ο μπαρμπα-Στέργιος ο Παρκιώτης τα δικά του πέντε ή έξι παιδιά, μισή δωδεκάδα σωστή. Και ο μεν Δημήτρης ο Χωριανός, ήταν νέος και ακμαίος ακόμη, ο δε μπαρμπα-Στέργιος, ήταν γέροντας και ασθενής.
Έπασχε από τη νόσο την οποία γιάτρευε κρυφά ο Νικόλας ο Μανάβης.
***
Ο Νικόλας ο Μανάβης, είχε τη δικαιοδοσία του, που εκτεινόταν τριγύρω στου Ψειρή, στου Τάτση τη Βρύση, στου Τριγκέτα, στον Αι-Θανάση, μέχρι την πλατεία Κουμουνδούρου. 
Ήταν σχεδόν τόσο κρυφός στο εμπόριο, όσο και στην ιατρική. Αυτός και ο γάιδαρός του δεν έβγαζαν ποτέ λέξη, ούτε φωνή. Είναι ο μόνος μανάβης, ο οποίος διατρέχει τακτικά, κάθε πρωί και μεσημέρι και βράδυ, με το γαϊδουράκι του, όλους αυτούς τους δρόμους και τους δρομίσκους, χωρίς να βγαίνει γρυ από το στόμα του.
Κάποτε μουρμουρίζει ή μασά κάτι τι - λάχανα, σέλινα ή κουνουπίδια - αλλά τόσο χαμηλά, ώστε μόνο αυτός τ' ακούει.
Και το γαϊδουράκι του, ποτέ δεν ακούσθηκε να γκαρίξει.
Ενστικτωδώς, μιμείται τον αφέντη του.
Καμμιά φορά, ο Νικόλας, ενώ περιέρχεται τους δρόμους, περιμένοντας να τον δει καμιά πτωχή νοικοκυρά να τον φωνάξει, για να σταματήσει (ίσως έχει τακτικούς μουστερήδες, κρυφούς όσο και αυτός, έχοντας πεποίθηση ότι δεν πουλάει ξίγκικα), το απομεσήμερο ή το βράδυ-βράδυ, βάζει τον τριών ετών μικρό γιο του στα καπούλια ανάποδα, να κοιτάζει προς την ουρά, ακουμπώντας τα νώτα επάνω στα καλάθια και του λέει να κρατεί την ουρά του γαϊδάρου, αλλά ο μικρός δεν έχει την ικανότητα, οπότε, ο πατέρας αναγκάζεται να βαδίζει σιμά-σιμά, κρατώντας αυτός την ουρά του ζώου, για να μη γλιστρήσει και πέσει ο γιος του. 
Αυτό και μόνο το θέαμα, θα με καθιστούσε πρόθυμο, εάν είχα λεπτά διαθέσιμα, ώστε να αποφασίσω να αγοράσω, όχι μόνο όλα τα λαχανικά του Νικόλα, μαζί με τα κοφίνια, αλλά και αυτόν τον γάιδαρό του.
Αλλά δεν είμαι βέβαιος αν τον πουλάει, γιατί πού να βρει άλλο γαϊδουράκι τόσο κρυφό, βωβό και διακριτικό, ικανό να μιμείται τον αφέντη του, ο οποίος είναι τόσο κρυφός, ώστε μόνο κατά σύμπτωση συνέβη να μάθω την ιατρική ειδικότητα, την οποίαν έχει στο να θεραπεύει κρυφή νόσο;
 
***
Νόσο απ’ την οποία έπασχε ο μπαρμα-Στέργιος ο Παρκιώτης, ο οποίος ανέτρεφε μισή δωδεκάδα παιδιά, με την καλή του προαίρεση. Και η εργασία του συνίστατο, το χειμώνα στο να μαζεύει και να κουβαλάει αγριολάχανα, ραδίκια, ζοχάρια, πικραλίδες, βρούβες, βλαστάρια (τα οποία ήξερε όλα τα χλοώδη και απάτητα μέρη, για να ανεβαίνει να τα μαζεύει), και το καλοκαίρι, στο να κουβαλά τα κληματόφυλλα, τα οποία πουλούσε  στα μπακάλικα προς είκοσι λεπτά την οκά. 
Οι δε αμπελοκτήμονες της Αττικής, όχι μόνο του επέτρεπαν να μαζεύει κληματόφυλλα από τ' αμπέλια τους, αλλά τον παρακαλούσαν να το κάνει, γιατί τους γλύτωνε από τα έξοδα και τα μεροκάματα. Ήταν τεχνίτης και ήξερε να «αγρολογά» και να ξεφυλλίζει καλά, απαλλάσσοντας τα κλήματα από όλα τα περιττά φύλλα.
Αγαθοποιός και όχι κακοποιός, εργάτης και όχι κηφήνας, χριστιανός, όχι απάνθρωπος.
Ήταν συγκινητικό να τον βλέπει κανείς, σαν ζυγαριά έμψυχη, φορτωμένο ένα σάκο γεμάτο λάχανα ή φύλλα στην πλάτη πίσω και να φέρει, αχώριστο από το σώμα του, άλλον ογκώδη σάκο κρεμασμένο μπροστά στην πολύπτυχη βράκα του. 
Ήταν αυτή η νόσος, την οποία θεράπευε κρυφά ο Νικόλας ο Μανάβης.
Έζησε με τον ιδρώτα του προσώπου του και ανέθρεψε πέντε ή έξι παιδιά, τα οποία... δεν ήταν δικά του. 
Πέθανε ο φτωχός, προ τεσσάρων ή πέντε ετών και βρήκε ανάπαυση των κόπων του.
Το σώμα του, το αποκαμωμένο και βασανισμένο, το κυρτωμένο από το σκύψιμο και από το φόρτωμα, ίσαξε και έγινε ευθύ επί της νεκρικής κλίνης.
Ελπίζω και πιστεύω, ότι θα πήγε στον άλλο κόσμο ο φτωχός, πολύ σιμά στον πτωχό Λάζαρο. Ναι, σιμά, πολύ σιμά.
***
Δεν ήταν δικά του. Δεν είχε αποκτήσει ποτέ παιδιά, από τη φαμίλια του. Είχε πάρει από το Νηπιακό Ορφανοτροφείο (ίσως είναι πολλοί που φοβούνται να περάσουν έξω από το ίδρυμα εκείνο και δεν ξέρουν που βρίσκεται), είχε πάρει ένα έκθετο κατ' αρχάς, έπειτα δεύτερο και τρίτο, μετά τέταρτο και πέμπτο.
Μέχρι του τρίτου ορφανού, του έδιναν, για το καθένα, τις κανονισμένες 15 δραχμές το μήνα. Όταν ζήτησε να πάρει τέταρτο και πέμπτο, του τις είχαν κόψει τις 45 δραχμές, αλλά αυτός δήλωσε ότι του αρκούσαν οι 30, τις οποίες λάβαινε για τα δύο τελευταία.
Δεν είχαν μεγαλώσει ακόμη αρκετά τα τρία πρώτα, ώστε να είναι χρήσιμα. Ήταν από 6 έως 8 ετών. 
Αλλά ήταν ευχαριστημένος.
Και η φαμίλια του, τα είχε πονέσει και τα υπεραγαπούσε και δεν ήθελε να αποχωρισθεί απ' αυτά.
Τον καιρό εκείνο, ήταν επόπτης ή σύμβουλος, δεν ξέρω τι, του ιδρύματος εκείνου, ένας κύριος άγαμος, με γυαλιά, με ασημένια δόντια, με παγωμένο μειδίαμα. Αυτός αγαπούσε τα ορφανά σαν να ήταν δικά του. Και ποιος ξέρει αν δεν ήταν! Προστάτευε τα εσωτερικά και δεν ήθελε να δώσει παραπάνω από 25 δραχμές στον μπαρμπα-Στέργιο. 
Τέλος πείσθηκε να δώσει τις 30.
Ο άγαμος κύριος με τα γυαλιά, δεν έλειπε ποτέ από τα φιλανθρωπικά και ήταν πάντοτε μέσα σε διαχειρίσεις και επιμελητείες και σε όλες τις ονομασίες, που εμπεριείχαν χείρα και μέλι.
Τέτοιοι αυστηροί άνθρωποι χρειάζονται πράγματι στα ευαγή ιδρύματα.
***
Τα δύο παιδιά του μαστρο-Δημήτρη του Χωριανού, ήταν τόσο δικά του, όσο και η μισή δωδεκάδα ήταν του μπαρμπα-Στέργιου, του Παρκιώτη.
Και οι δύο από το εκθετοτροφείο τα είχαν πάρει. Η μόνη διαφορά ήταν, ότι ο μαστρο-Δημήτρης ήταν «χαροκαμένος» και τα αγαπούσε με αγάπη διπλή αυτός και η Γιακουμίνα, η φαμίλια του.
Την εσπέρα λοιπόν εκείνη, καθώς είπα στην αρχή, αναγνώρισα το Γιώργο στα χέρια της κυρά-Πράπως, και είπα:
- Αυτό το παιδί είναι του μαστρο-Δημήτρη του Χωριανού.
- Α! μπασταρδέλι; μου λέει η κυρά-Πράπω.
- Δεν ξέρω, μ π ά σ τα ... της λέγω μασώντας το μισό της λέξης.
Μα το σπίτι του ανθρώπου είναι όχι πολύ μακριά, εδώ κάτω, πέρα απ’ το Μεταξουργείο...
Τη στιγμή που πρόφερα τη μισή εκείνη λέξη, ακουσίως θυμήθηκα, ότι η κυρά-Πράπω είχε συχνά ιταλίδες νοικάρισσες στα δωμάτια του σπιτιού της, αλλά όμως δεν είχε κατορθώσει ποτέ να μάθει άλλη λέξη από το στόμα τους παρά μόνο  «π ά ν ε» και «ν τ α ν ά ρ ο» και «α μ ό ρ ε» και ήταν πολύ μακριά από του να γνωρίζει και ρωμέικα ακόμη, τι σημαίνει «μ π ά σ τα».
Αμέσως ύστερα, βρέθηκε ένας καλός χριστιανός, ο οποίος γνώριζε τον πατέρα και το σπίτι, αλλά όχι το παιδί, πρόθυμος να οδηγήσει το μικρό κοντά στους θετούς γονείς του.
Τότε ησύχασα και έφυγα.
***
Την επόμενη μέρα, ήλθε και με βρήκε ο Δημήτρης ο Χωριανός, με το πρόσωπό του να ακτινοβολεί.
Μου διηγήθηκε για πολύ ώρα και με πολλές αφελείς ταυτολογίες και επαναλήψεις, τον πόνο και τον καημό και το φόβο και την τρεμούλα της καρδιάς, που είχαν πάρει, αυτός και η φαμίλια του, η Γιακουμίνα, την προηγούμενη το απομεσήμερο, όταν από λυπηρή απροσεξία της μητέρας είχε βγει και είχε αποπλανηθεί το παιδί, καθώς και τη χαρά και την αγαλλίαση και το ξαναγέννημα που αισθάνθηκαν, τώρα που έρχονται τα Γεννητούρια του Χριστού μας, που καταδέχθηκε να γεννηθεί ως παιδί και αγαπά και φυλάγει και μαζώνει κοντά του όλα τα παιδιά, που αισθάνθηκαν, λέγω, χύνοντας δάκρυα ακράτητα, κλαίοντες σαν μικρά παιδιά, άμα βρέθηκε το μικρό, οι δύο τους, με τη Γιακουμίνα, τη φαμίλια του.
Ο άνθρωπος με γέμισε και με φόρτωσε ευχαριστήρια, όσα δεν μπορούσα να σηκώσω ούτε να χωρέσω, με τη συνείδηση, ότι μόνον κατά τύχη είχα κάμει το απλούστερο κοινωνικό χρέος.
Κι η κυρά-Πράπω, θαρρώ πως πήρε τα βρετίκια της.
 
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης

 

Πέμπτη 30 Δεκεμβρίου 2021

Υπό την βασιλικήν δρυν

Το διήγημα δημοσιεύτηκε το 1901
➖➖➖
Τη μετατροπή του κειμένου στην
καθομιλουμένη δημοτική
έκανε ο
Ιωάννης Δ. Γιαννούκος
⭐⭐⭐

Όταν ήμουν παιδί ακόμα, περνούσα εκεί κοντά, καβάλα στο γαϊδουράκι, για να πάω να απολαύσω τα εξοχικά μας πανηγύρια των ημερών του Πάσχα, του Αγίου Γεωργίου και της Πρωτομαγιάς, ρεμβάζοντας γλυκά, μη χορταίνοντας να θαυμάζω ένα πανέμορφο δένδρο μεμονωμένο, πελώριο, μία βασιλική δρυ.
Τι μεγαλείο είχε! Τα κλαδιά της χλωρά, γκριζωπά, κατάμεστα, κραταιά, τα κλωνάρια της γαμψά όπως η κατατομή του αετού, μικρά κλωνάκια προεξείχαν, που μαζί με τα φύλλα τους περιτυλιγμένα, έμοιαζαν με χαίτες λιονταριού η βασιλικά στέμματα. Και ήταν εκείνη βασίλισσα του δρυμού, δέσποινα άγριας καλλονής, βασίλισσα της δρόσου…
Από τα φύλλα της, στάλαζε και έρρεε ολόγυρά της «μάννα ζωής, δρόσος γλυκασμού, μέλι το εκ πέτρας». 
Έθαλπαν οι ζωφόροι χυμοί της, έρωτα θείας ακμής και έπνεε η θεσπέσια φυλλωσιά της, τρυφηλότητα αμόλυντη. Και η κορυφή της πυκνόφυλλη υψωνόταν σαν στέμμα παρθενικό, διάδημα θείο.
Αισθανόμουν ανείπωτη συγκίνηση, να βλέπω το μεγαλοπρεπές εκείνο δένδρο. 
Φάνταζε στα μάτια, τραγουδούσε στα αυτιά, ψιθύριζε στην ψυχή, φθόγγους ανείπωτης γοητείας. 
Τα κλωνάρια της, το φύλλωμά της, στου ανέμου το φύσημα, φαίνονταν σαν να ψάλλουν μέλος ψαλμικό, το
«Ὡς ἐμεγαλύνθην…».
Με έθελγε, με καλούσε κοντά της. Ποθούσα να πηδήσω από το υποζύγιο, να τρέξω κοντά της, να την απολαύσω, να
αγκαλιάσω τον κορμό της, ο οποίος θα ήταν αγκάλιασμα για πέντε παιδιά σαν εμένα και να τον φιλήσω. Να προσπαθήσω να σκαρφαλώσω στον πελώριο κορμό της, το μεστό και γκριζωπό, να ανεβώ στο σταύρωμα των κλαδιών της, να σκαρφαλώσω στους κλώνους, να φτάσω στα ακροκλώναρα.
Και αν δεν με δεχόταν και αν με απέβαλλε από το σώμα της και μ’ έριχνε κάτω, ας έπεφτα να κυλιστώ στη χλόη της, να στεγασθώ κάτω απ’ τη σκιά της, κάτω από τα αετώματα των κλώνων της, τα όμοια με στέμματα Δαβίδ θεολήπτου.
Το ποθούσα πολύ, αλλά η συνοδεία των οικείων μου, με τους οποίους έκανα τις εκδρομές εκείνες ανά τα όρη, δεν θα ήθελε να μου το επιτρέψει. 
Και μία χρονιά, ήταν κατά τις εορτές του σωτήριου έτους 18…, καθώς είχαμε περάσει δίπλα από το δένδρο, φθάσαμε στο Μέγα Μαντρί.
Το Μέγα Μαντρί ήταν μικρός συνοικισμός, που εκεί έφερναν τα κοπάδια τους το καλοκαίρι οι βοσκοί της περιοχής.
Κατοικούσαν εκεί επτά ή οκτώ οικογένειες αγροτών. 
Δύο απ’ τις οικογένειες αυτές συνδέονταν προς τους γονείς μου, με δεσμούς βαπτίσματος, κολιγοσύνης κτλ. και όλοι ήταν φίλοι και συμπατριώτες μας.
Πηγαίναμε εκεί συνήθως τις μέρες του Πάσχα, έπειτα πάλι του Αγίου Γεωργίου ή την Πρωτομαγιά και άλλοτε του Αγίου Κωνσταντίνου ή της Αναλήψεως. 
Πάνω σε ένα όμορφο λόφο, υπήρχε το παρεκκλήσι του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου, όπου λειτουργούμασταν.
Γίνονταν εκεί χοροί και πανηγύρια, δρόσος και αναψυχή και χάρμα βασίλευε. Θυσιάζονταν αρνιά και ερίφια και σπονδές γίνονταν με πυρόξανθο κρασί. Τελούνταν αγώνες άμιλλας, δισκοβολίες και άλματα. Κτυπούσε στα αυτιά ο ήχος του αυλού και της λύρας, συνοδεύοντας το ρυθμικό  βήμα των παρθένων στο χορό.
Και ξανθές με κόκκινα μαντήλια βοσκοπούλες, πηδούσαν, πετούσαν, κελαηδούσαν.
***
Καθώς είχαμε φθάσει εκεί τη χρονιά εκείνη, με είχε κυριεύσει ζωηρότερα, η εντύπωση η μαγική της δρυός. 
Περνούσαμε εκάστοτε όχι μακριά απ’ το δένδρο, που απείχε μισή ώρα δρόμο από το Μέγα Μαντρί.
Ο δρόμος μας ήταν πάνω στην πλαγιά, λίγο ψηλότερα απ’ τη θέση που βρισκόταν το δένδρο, διέσχιζε πλαγίως το βουνό και η δρυς η μαγική, καθώς εξακολουθούσα να τη βλέπω επὶ πολύ ώρα, με γοήτευε και με καλούσε, σαν να ήταν πλάσμα έμψυχο, κόρη παρθενική του βουνού.
Κατά τις διάφορες στροφές του δρόμου, ανάλογα με τα βαθουλώματα  ή τις προεξοχές του εδάφους και με τις κινήσεις του γαϊδουριού, τις ιδιότροπες και πείσμονες, καθώς ξανοιγόμουν προς τη δρυ, καθόσον πλησίαζα ή απομακρυνόμουν απ’ αυτήν, τόσες θέες, απόψεις και φάσεις λάβαινε το δένδρο.
Από πλάγια και μακριά είχε όψη λιγυρής χάριτος, κοντά και κατά μέτωπο, εμφανιζόταν αλλιώς, μεστή και μεγάλη, βαθύχλωρη, μοιάζοντας με νύφη.
Όλη τη νύχτα, κοιμώμενος και αγρυπνώντας, ονειρευόμουν τη δρυ, τη θεσπέσια και ψηλή…
Το πρωί εκείνο του Μεγάλου Σαββάτου, καθώς είχε ευωδιάσει ο ναΐσκος από δάφνες και λιβάνια και είχε κρουσθεί τρελά από παιδικά χέρια η μικρή καμπάνα, που ήταν πάνω από το γείσο της στέγης της πλακοσκέπαστης, χαιρετίζοντας το «Ανάστα ο Θεός», το οποίο έψαλλε ο παπάς, ραίνοντας τους πιστούς με πέταλα ρόδων και λουλουδιών… έπειτα, πριν απολύσει η λειτουργία, εγώ έγινα άφαντος.
Από πλάγιο κρυφό δρομάκι, το οποίο είχα ανακαλύψει την προηγούμενη μέρα, άρχισα να ανεβαίνω τη ράχη του βουνού διευθυνόμενος προς το μέρος, όπου βρισκόταν η βασιλική δρυς.
Πίστευα, ότι γνώριζα καλά το δρόμο.
Ήταν όλος ο δρόμος ανηφορικός κι εγώ έτρεχα, έτρεχα, για να φθάσω γρήγορα, να ασπασθώ την αγαπημένη μου και γρήγορα πάλι να επιστρέψω, φανταζόμενος, ότι η απουσία μου τότε δεν θα γινόταν αντιληπτή και δεν θα είχα ν’ ακούσω επιπλήξεις από τους οικείους μου.
Πριν από μένα, είχαν αναχωρήσει από τον ποιμενικό καταυλισμό, λίγοι απ’ τους βοσκούς, πηγαίνοντας στην πολίχνη, για να πάνε αρνιά και τυρί στους κολίγους, αγοράζοντας άλλα ψώνια απ’ την πόλη. Αυτοί θα επέστρεφαν προς το βράδυ και δεν ήταν πιθανό να συναντήσω κάποιους στο δρόμο. Όμως ξαφνικά, είδα από μακριά άλλους να έρχονται προς τα εδώ, συνοδεία γυναικών και παιδιών και υποζυγίων.
Αυτοί έρχονταν απ’ την πόλη, για να συνεορτάσουν στην εξοχή κοντά στους συγγενείς τους, τους βοσκούς.
Αμέσως έφυγα απ’ το δρόμο και έσπευσα να κρυφτώ πίσω από πυκνούς θάμνους. 
Οι άνθρωποι εκείνοι, αν με συναντούσαν μόνο μου, μακριά απ’ τους γονείς μου, να περπατάω άγνωστο που, θα παραξενεύονταν και αν δεν με έπειθαν να γυρίσω με αυτούς αμέσως πίσω, εξάπαντος θα με κατάγγειλαν κάτω στο Μέγα Μαντρί.
Ήμουν ένδεκα ετών παιδί.
Εκείνοι, γρήγορα προσπέρασαν κι εγώ συνέχισα το δρόμο μου, αλλά μετά από λίγο τον έχασα.
Σε ένα σταυροδρόμι που έφθασα, πήρα το δρόμο αριστερά, τον ψηλότερο και ασθμαίνοντας έφθασα στην κορυφή του βουνού.
Αλλά η μεγάλη δρυς υπήρξε ευεργέτης μου και κηδεμόνας μου.
Αυτή με έβγαλε απ’ την απάτη, φαινόταν δε σαν να μου έκανε νόημα από μακριά και με καθοδηγούσε να έλθω κοντά της.
Καθώς την είδα χαμηλότερα, δεξιά, αρκετά μακριά, άφησα το δρομάκι στο οποίο έτρεχα και στρίβοντας δυτικά, άρχισα να κατεβαίνω μέσα απ’ τους αγρούς, υπερπηδώντας αιμασιές, χαντάκια, φραγμούς θάμνων και βάτων, σχίζοντας τις σάρκες μου, ματώνοντας χέρια και πόδια…
Τέλος έφθασα κοντά στην ποθητή νύμφη των δασών.
***
Ήμουν κατάκοπος, ιδρωμένος και λαχανιασμένος.
Άμα έφθασα, ρίχτηκα πάνω στη χλόη, κυλίστηκα πάνω σε παπαρούνες και χαμολούλουδα. Αλλά όμως αισθανόμουν κρυφή ευτυχία, ονειρώδη απόλαυση. 
Ρέμβαζα, βλέποντας τους κλώνους της τους κραταιούς και ανοιγοκλείνοντας ηδυπαθώς τα χείλη στην πνοή της αύρας της, στο θρόισμα των φύλλων της. 
Εκατοντάδες πουλιά αναπαύονταν στους κλώνους της και απάγγειλαν τρελά τραγούδια…
Δρόσος, άρωμα και χαρμονή θώπευαν την ψυχή μου.
Ήμουν αποσταμένος και δεν είχα κοιμηθεί καλά τη νύκτα.
Ο ύπνος μου έλειπε. Στη σκιά του πελώριου δένδρου, ανάμεσα στις παπαρούνες τις κατακόκκινες, ο ύπνος ήλθε, με νανούρισε και μου έδειξε εικόνες όπως σε ένα περίεργο παιδί.
Μου φάνηκε, ότι το δένδρο, σιγά σιγά άλλαξε όψη, είδος και μορφή.
Σε μία στιγμή, η ρίζα του μου φάνηκε σαν δύο ωραίες κνήμες, κολλημένες η μία πάνω στην άλλη, έπειτα μετά από λίγο, ξεκόλλησαν και χωρίσθηκαν σε δύο, ο κορμός μου φάνηκε, ότι διαπλασσόταν και μορφοποιούταν σε οσφύ, σε κοιλιά και στέρνο, οι δύο τεράστιοι κλάδοι, μου φάνηκαν σαν δύο βραχίονες, χέρια που αναζητούσαν το άπειρο, έπειτα κατέρχονταν συγκαταβατικά προς τη γη, επί της οποίας ήμουν εγώ και το βαθύ γκριζωπό αειθαλές φύλλωμα, μου φάνηκε σαν πλούσια κόμη κόρης, ανασηκωμένη προς τα πάνω, έπειτα λυμένη, κυματιστή, χαλαρωμένη προς τα κάτω.
Το πόρισμά μου, που βγήκε απ’ το όνειρο και εν είδη συλλογισμού διατυπωμένο, υπήρξε τούτο.
«Α! δεν είναι δένδρο, είναι κόρη και τα δένδρα, όσα βλέπουμε είναι γυναίκες!»
Όταν μετά από λίγο ξύπνησα, ως συνέχεια του ονείρου, είχα στο νου, την ανάμνηση της ιστορίας του τυφλού, τον οποίο ο Χριστός θεράπευσε, καθώς είχα ακούσει το διδάσκαλό μας στην Ιερά Ιστορία: «Κατ’ αρχάς μεν είδε τους ανθρώπους ως δένδρα, δεύτερον δε τους είδε καθαρά…»
Αλλά δεν ξύπνησα ακόμη, πριν ακούσω τι έλεγε τὸ φάσμα.
Η κόρη -η δρυς- είχε λάβει φωνή και μου έλεγε:
«– Ειπὲ να μου φεισθούν, να μη με κόψουν…, διά να μη κάμω ακουσίως κακό. Δεν είμαι εγώ νύμφη αθάνατος, θα ζήσω όσον αυτό το δένδρο….»
Ξύπνησα έντρομος και έφυγα…
Ήταν ήδη μεσημέρι και ο ήλιος μεσουρανούσε.
Έκαιγε ψηλά, πάνω από την κορυφή της δρυός, η οποία ήταν σκιά αδιαπέραστη… 
Από τον αντικρινό λόφο άκουσα μια φωνή να με καλεί
με τ΄ όνομά μου. 
Ήταν ένας μικρός βοσκός με την κάπα του, με τη γκλίτσα του και με δέκα κατσίκες, τις οποίες οδηγούσε.
Μου φώναξε, ότι ο πατέρας μου με αναζητούσε ανήσυχος και να τρέξω, να φθάσω γρήγορα εκεί κάτω…
Δεν κατάλαβα τίποτε από το μαντικό όνειρο.
Αργότερα διδάχθηκα από εγχειρίδιο Μυθολογίας, ότι η Αμαδρυὰς συναποθνήσκει με την δρυν, στην οποία βρίσκεται ενσαρκωμένη…
***
Μετά πολλά χρόνια, όταν ξενιτεμένος από πολύ καιρό επέστρεψα στο χωριό μου και επισκέφθηκα τα χωριά εκείνα, τα προσκυνητάρια των παιδικών αναμνήσεων, δε βρήκα πλέον, ούτε τον τόπο που ήταν κάποτε η Δρυς η Βασιλική, το πάγκαλο και μεγαλοπρεπές δένδρο, η νύμφη των δρυμώνων.
Μία γριά με τη ρόκα της, με δύο προβατίνες, τις οποίες έβοσκε μέσα σε έναν αγρό εκεί κοντά, βρισκόταν εκεί, καθισμένη έξω απ’ τη μικρή καλύβα της.
Όταν τη ρώτησα, τι είχε γίνει το «Μεγάλο Δένδρο», το οποίο ήταν έναν καιρό εκεί, μου απάντησε:
– Ο σχωρεμένος ο Βαργέντης το έκοψε… μα κι εκείνος δεν είχε κάμει νισάφι με το τσεκούρι του, όλα θεόρατα δένδρα, τόσα σημαδιακά πράματα. Σαν τό ΄κοψε κι ύστερα, δεν είδε προκοπή. Αρρώστησε και σε λίγες μέρες πέθανε…
Το Μεγάλο Δένδρο ήταν στοιχειωμένο.
 
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης

Τετάρτη 29 Δεκεμβρίου 2021

Υπηρέτρα

Το διήγημα δημοσιεύτηκε το 1888
➖➖➖
Τη μετατροπή του κειμένου στην
καθομιλουμένη δημοτική
έκανε ο
Ιωάννης Δ. Γιαννούκος
⭐⭐⭐

Το απόγευμα της παραμονής των Χριστουγέννων, του έτους… η δεκαοκταετής κόρη, το Ουρανιώ το Διόμικο, μελαχρινή νοστιμούλα, κλείστηκε στο σπίτι της νωρίς, γιατί ήταν μόνη.
Ο πατέρας της, ο άτυχος μπαρμπα-Διόμας, παλιός εμποροπλοίαρχος, που πτώχευσε και κατάντησε να γίνει πορθμέας στα γεράματά του, είχε επιβιβαστεί στη λέμβο του, κατά το μεσημέρι, για να πάει στο νησί Τσουγκριά, που απείχε τρία μίλια και να μεταφέρει από κει στην πολίχνη, μερικές εορτάσιμες προμήθειες. 
Υποσχέθηκε ότι θα γυρνούσε το βράδυ, αλλά νύχτωσε και ακόμη δε φάνηκε.
Η νέα ήταν ορφανή από μητέρα. Η μόνη από τη μητέρα θεία της, η οποία της κρατούσε άλλοτε συντροφιά, γιατί τα σπίτια τους χωρίζονταν με έναν τοίχο, μάλωσε και αυτή μαζί της, για δύο στρέμματα αγρού και δε μιλιούνταν πλέον.
Η νέα κάθισε κοντά στη φωτιά, που είχε ανάψει στο τζάκι, περιμένοντας τον πατέρα της και κρατούσε το αυτί τεντωμένο σε κάθε θόρυβο, στα χαρούμενα τραγούδια των παιδιών στο δρόμο, ανυπόμονη και ανήσυχη για το πότε θα έρθει ο πατέρας της.
Οι ώρες περνούσαν και ο φτωχός γέροντας δε φαινόταν.
Το Ουρανιώ είχε αποφασίσει να μην κοιμηθεί και έμεινε μισοκοιμισμένη κοντά στο τζάκι.
Πέρασαν τα μεσάνυχτα και άρχισαν να αντηχούν οι καμπάνες των εκκλησιών, που καλούσαν τους Χριστιανούς στην ευφρόσυνη ακολουθία της εορτής.
Η καρδιά της νέας κόπηκε μέσα της.
― Πέρασαν τα μεσάνυχτα, είπε, κι ο πατέρας μου!...
***
Συγχρόνως τότε άκουσε θόρυβο και φωνές απ’ έξω.
Η γειτονιά είχε ξυπνήσει και όλοι ετοιμάζονταν για την εκκλησία.
Η δύστυχη Ουρανιώ δεν άντεχε, αλλά πήρε το θάρρος να βγει στον σκεπαστό και περιφραγμένο από σανίδες εξώστη του σπιτιού, όπου, κρυμμένη στο σκοτάδι, πρόβαλε από την πορτούλα το κεφάλι της.
Μία γειτόνισσα, φλύαρη και φωνακλού, είχε σηκωθεί πρώτη και ξυπνούσε με τις φωνές της τους γείτονες όλους, όσων ο ύπνος αντιστεκόταν στον κρότο της καμπάνας, προσπαθώντας να ξυπνήσει τον άνδρα και τα παιδιά της.
Ο σύζυγός της, ο Νταραδήμος, είχε ανάγκη από μοχλό για να σταθεί στα πόδια του.
Η πόρτα του σπιτιού τους, ήταν αντίκρυ απ’ την πόρτα του μπαρμπα-Διόμα.
Το Ουρανιώ, έβλεπε καθαρά απέναντί της τη γυναίκα εκείνη, να κρατάει φανάρι και να φωτίζει σπλαχνικά τα σκοτάδια του δρόμου, για τους διαβάτες και τους γείτονες.
Γιατί το σκοτάδι ήταν βαθύ και ελαφρός άνεμος έπνεε, όσος αρκούσε για να μεταφέρει απ’ τα χιονοσκέπαστα βουνά το ψύχος και τον παγετό στις φλέβες των ανθρώπων.   
Κατ’ εκείνη τη στιγμή, πέρασε ένας άνθρωπος, τον οποίο βλέποντάς και αναγνωρίζοντάς τον η Ουρανιώ, δε μπόρεσε να μη χαμογελάσει.
― Πώς! κι ο Αργυράκης πάει στην Εκκλησιά;… ψιθύρισε.
***
Ο Αργυράκης της Γαροφαλιάς, ο οποίος είχε το προνόμιο να προσωνυμιέται από το όνομα της συζύγου του, είχε πει άλλοτε και το οποίο έμεινε παροιμιώδες: «όποτε πάω στην εκκλησιά, βάια μοιράζουνε». 
Αλλά τη φορά αυτή, τον ξύπνησε βίαια η Γαροφαλιά και τον πίεσε να πάει στην εκκλησία, γιατί είδε κακό όνειρο, είπε.
Φοβόταν μήπως οι γύφτισσες (υπήρχαν αντίκρυ από το σπίτι τους πέντε ή έξι καλύβες γύφτων νεοφώτιστων), έκαμαν μαγείες εναντίον της.
Και αν αυτή πάθαινε τίποτε, Θεός να φυλάει! ποια άλλη θα κολλούσε το φούρνο, οι μέρες που έρχονται, τώρα τον Αη-Βασίλη κ.τ.λ., σε όλη τη γειτονιά; Όλο δε το παρουσιαστικό της, θύμιζε τη μητέρα εκείνη των Σαράντα Δράκων του παραμυθιού, η οποία φούρνιζε με τις παλάμες και πάνιζε με τους μαστούς.
Ο υπάκουος Αργυράκης, ο οποίος μόλις την έφθανε στο ανάστημα μέχρι τους ώμους, σηκώθηκε, φόρεσε στο κεφάλι του τον γιοργούλη του, ζώστηκε το κόκκινο ζωνάρι του, τρεις σπιθαμές πλατύ, φόρεσε στα πόδια του τα παπούτσια του και βγήκε στο δρόμο.
Ταυτόχρονα είχε βγει και ο Νταραδήμος, ο οποίος άρχισε να συνομιλεί με τον Αργυράκη της Γαροφαλιάς.
― Τώρα μ’ αρέσεις γείτονα, του λέει... μην είσαι αλιβάνιστος, διότι είναι κ α τ ά  τ α  σ κ ο ί ν ι α (καταισχύνη). Το φεγγάρι δεν είναι τώρα π α ν’ τ σ’ Έ λ λ η ν ε ς (πανσέληνος) να φοβάσαι τον ίσκιο σου τη νύχτα...
Τέτοια ελληνικά μιλούσε ο Νταραδήμος.
― Τι να κάμουμε, να σ’ ορίσω, γείτονα;
Απάντησε ταπεινόφρονα ο Αργυράκης.
Και ο Νταραδήμος προχώρησε στο δρόμο, πηγαίνοντας μπροστά η σύζυγός του, που κρατούσε πάντοτε το φανάρι.
― Δεν ξέρουμε, να ήλθε τάχα ο γείτονας; είπε τη στιγμή εκείνη η σύζυγος του Νταραδήμου, ρίχνοντας εκφραστικό βλέμμα προς το σπίτι του μπάρμπα-Διόμα.
― Σωπάτε, είπε, φέροντας το δάκτυλο στο στόμα ο Αργυράκης, είπαν πως βούλιαξε...
― Τι; είπε η σύζυγος του Νταραδήμου.
Ο Αργυράκης ετοιμαζόταν να διηγηθεί, πως και που τα άκουσε, αλλά την ίδια στιγμή, γοερή και σπαρακτική κραυγή ακούσθηκε από το σπίτι, προς το οποίο έβλεπαν οι τρείς συνομιλητές.
Από το σκεπαστό του περίφρακτου εξώστη, η δυστυχής το Ουρανιώ, είχε ακούσει τη λέξη του Αργυράκη και άφησε την κραυγή εκείνη.
Η άστοργη θεία, η οποία από ένα χρόνο και πλέον δεν είχε καλημερίσει την ανιψιά της, άκουσε τη γοερή κραυγή και λησμονώντας τότε τα δύο στρέμματα του αγρού, έτρεξε για να βοηθήσει την πονεμένη κόρη.
***
Περί το μεσημέρι της ίδιας μέρας, ο ατυχής μπαρμπα-Διόμας, είχε φορέσει μέχρι τα αυτιά του το παμπάλαιο φέσι του, είχε φορέσει την τσάκα του και το αμπαδίτικο βρακί του και κατέβηκε στο γιαλό, έλυσε τη μικρή, ελαφρότατη και μισοσάπια λέμβο του και παίρνοντας τα κουπιά, έπλεε προς τη νοτιότερα βρισκόμενη μικρή νήσο Τσουγκριά.
Μόνη έμεινε η Ουρανιώ στο σπίτι και μόνος ο μπάρμπα-Διόμας επέβαινε στη λέμβο του, ναύτης ο ίδιος και κυβερνήτης και λοστρόμος.
Ναυτικός από δώδεκα ετών, ο μπαρμπα-Διόμας, απέκτησε διαδοχικά σκούνες, γολέτες και βρίκια, ύστερα υποβιβάσθηκε σε βρατσέρα και τέλος έμεινε κύριος της μικρής αυτής λέμβου, με την οποία εκτελούσε μικρές αλιευτικές ή πορθμειακές εκδρομές.
Τα περισσεύματα των κόπων του τα έφαγαν άλλοι πάλι φίλοι, που είχαν ατυχήσει και αυτοί στις θαλάσσιες επιχειρήσεις τους.
Στα γεράματά  του δεν του έμεινε άλλο, εκτός από σιδερένια υγεία, με την οποία μπορούσε ακόμη ν’ αντέχει τους θαλάσσιους κόπους, εργαζόμενος για τον επιούσιο άρτο του. 
Ενίοτε, ελλείψει συνομιλητού, διηγείτο τα παράπονά του στους ανέμους και τα κύματα:
― Πήγα δα και στην Αθήνα, σ’ εκείνο το Ι π π ο μ α χ ι κ ό και
μώ ’δωκαν, λέει, δύο σ φ ά κ ε λ λ α, να τα πάω στο Σοκομείο, να παρουσιαστώ στην Πιτροπή, πήγα και στην Πιτροπή, ο ένας ο γιατρός με ηύρε γερό, ο άλλος σακάτη κι αυτοί δεν ήξεραν… ύστερα γύρισα στο υπουργείο και μου είπαν, «σύρε στο σπίτι σου κι εμείς θα σου στείλωμε τη σύνταξή σου». Σηκώνομαι, φεύγω, έρχομαι δω, περιμένω, περνάει ένας μήνας, έρχονται τα χαρτιά στο λιμεναρχείο, να πάω, λέει, πίσω στην Αθήνα, έχουν ανάγκη να με ξαναδούν...
Σηκώνω τριάντα δραχμές από ένα γείτονα, γιατί δεν είχα να πάρω το σιτήριο για το βαπόρι, γυρίζω πίσω στην Αθήνα χειμώνα καιρό, δέκα μέρες με παίδευαν να με στέλνουν από το υπουργείο στο Ιππομαχικό κι απ’ το Ιππομαχικό στο Σοκομείο, ύστερα μου λένε «πάαινε και θα βγει η απόφαση». 
Σηκώνομαι, φεύγω, γυρίζω στο σπίτι μου, καρτερώ...
Είδες εσύ σύνταξη; (απευθυνόταν προς υποτιθέμενο ακροατή), άλλο τόσο κι εγώ.
Επήρα κι εγώ την πηρέτρα και πασκίζω να βγάλω το ψωμί μου.
Πηρέτρα ή Υπηρέτρα ήταν το όνομα της λέμβου, που αυτός της το έδωσε. 
Και παύοντας να μονολογεί, άρχιζε να τραγουδάει με την τραχιά και μονότονη φωνή του:
«Βασανισμένο μου κορμί, τυραγνισμένα νιάτα!...»
και δεν έλεγε άλλο στίχο.
***
Αφού έφτασε στο όμορφο νησί Τσουγκριά, ο μπαρμπα-Διόμας, φόρτωσε στην «Υπηρέτρα» πέντε ή έξι ζευγάρια όρνιθες, μερικά κοφίνια αυγά και τυρί, δύο ή τρείς γαλοπούλες και άλλα διάφορα πράγματα και ετοιμαζόταν να λύσει τα σκοινιά της λέμβου και να αποπλεύσει.
Αλλά τη στιγμή εκείνη, ήλθε ο κουμπάρος του ο Σταθαρός, ο τσοπάνης της Τσουγκριάς και τον παρακάλεσε να του κάμει τη χάρη να παραλάβει έναν ενοχλητικό συνεπιβάτη... «υιόν υποζυγίου», ώριμο για σαμάρωμα… για να τον μεταφέρει προς έναν απ’ τους πολλούς κουμπάρους του στην πολίχνη.
Ο μπαρμπα-Διόμας, συλλογίσθηκε το βάρος και έριξε αμήχανο βλέμμα στο στενό χώρο και την ελαφρότητα της «Υπηρέτρας», αλλά  όμως σκέφθηκε ότι μία δραχμή, ο ναύλος του οναρίου, ήταν κάτι γι’ αυτόν, ήταν ο καπνός και ο οίνος των τριών σχολάσιμων ημερών των Χριστουγέννων και αποφάσισε να παραλάβει το γαϊδουράκι.
Ο κουμπάρος ο Σταθαρός, ευχαριστήθηκε και τον φίλεψε λίγα αυγά και μία μυζήθρα και ο μπαρμπα-Διόμας, αφού επιβίβασε το γαϊδουράκι, πήρε τα κουπιά και έστρεψε την πρώρα προς το λιμάνι. Απομακρύνθηκε, έκαμε πανιά και αφού έπλευσε πάνω από ένα μίλι, απείχε εξ ίσου σχεδόν της Τσουγκριάς και της πολίχνης.
Καίτοι βορειοδυτικός ο άνεμος, Γραίγος, υποβοηθούσε απ’ τα πλάγια το ιστίο, γιατί ο μπαρμπα-Διόμας έδινε βορειοδυτική διεύθυνση στη λέμβο.
***
Αλλά το γαϊδουράκι, το οποίο έβοσκε ήσυχα το χόρτο του και δεν φαινόταν να ανησυχεί πολύ για το θαλασσινό αυτό ταξίδι, αίφνης σήκωσε το πόδι, έδωκε άτακτη κλωτσιά στη σανίδα... και το μαδέρι της εύθραυστης και μισοσάπιας λέμβου έσπασε και νερό άρχισε να εισρέει στη λέμβο.
Η λέμβος άρχισε να βυθίζεται.
Ταχύς σαν αστραπή ο μπαρμπα-Διόμας, έβγαλε το βαρύτερο ρούχο του, τον αμπά του, τον οποίο είχε φορέσει μόνον ενόσω καθόταν στο πηδάλιο, έγειρε προς το μέρος της σκότας του πανιού αριστερά, κρεμάσθηκε στην πλευρά του σκάφους και κατόρθωσε να μπατάρει τη λέμβο.
Μεγάλος έγινε ο θρήνος υπό την ανατραπείσα τρόπιδα.
Όρνιθες, ινδιάνοι, κοφίνια και ο αίτιος της συμφοράς το γαϊδουράκι, όλα βυθίστηκαν στον πυθμένα.
Ο μπαρμπα-Διόμας, ο οποίος κολυμπούσε σαν χέλι, είχε και στήριγμα την ανατραπείσα «Υπηρέτρα», την οποίαν εμπόδισε του να βυθισθεί. 
Περί τις δύο ώρες έμεινε έτσι ο μπάρμπα-Διόμας, επίστομα στα πλευρά του σκάφους, κρατούμενος με τα χέρια από την τρόπιδα και μη τολμώντας να στηριχθεί όλος από τις σανίδες, γιατί η λέμβος θα βυθιζόταν.
Τέλος, περί τα χαράματα, ενόσω υπήρχε ακόμη αρκετό φως, όσο έριχνε η ανταύγεια των χιονοσκεπών γύρω βουνών, φάνηκε από μακριά ένα ιστίο.
Ο μπαρμπα-Διόμας, άρχισε να φωνάζει με όση δύναμη του έμεινε ακόμη.
Ο άνεμος ήταν βοηθητικός για το ερχόμενο πλοίο, το οποίο έπλεε από ανατολάς προς δυσμάς. Ήταν μεγάλο τρεχαντήρι φορτωμένο.
Οι φωνές του μπαρμπα-Διόμα δεν ακούγονταν, ο άνεμος τις σπρώχνει μακριά προς το λίβα.
Αλλά το τρεχαντήρι πλησίαζε και ο μικρός μαύρος όγκος της ανατραπείσης λέμβου διακρίνετε σαν φωλιά αλκυόνος πάνω στα κύματα.
Καθ’ όσον όμως πλησίαζε, μπορούσαν ν’ ακουσθούν και οι φωνές.
Γιατί το σκάφος που ανατράπηκε, σπρωχνόμενο από τα κύματα, είχε μετατοπισθεί πολλές δεκάδας οργιές προς τα νοτιοδυτικά και ο γέρος ναυαγός βοήθησε και αυτός σε τούτο με τα χέρια και τα πόδια.
Τέλος, το τρεχαντήρι προσέγγισε στη λέμβο και κατέβασαν μια βάρκα με δύο κωπηλάτες. 
Ο μπαρμπα-Διόμας άκουσε κουπιά να πλαταγούν πλησίον του, αλλά τόσο μόνο άκουσε. Αμέσως κατόπιν λιποθύμησε.
Οι δύο κωπηλάτες ανέσυραν τον μπαρμπα-Διόμα, παγωμένο και μισοπεθαμένο και τον ανέβασαν στο τρεχαντήρι.
Αφού του άλλαξαν τα ενδύματα, με εμπνοές και προστρίψεις προσπάθησαν να τον επαναφέρουν στη ζωή.
Ο κυβερνήτης διέταξε να στρέψουν πρώρα προς το λιμάνι, για να τον αποδώσουν νεκρό ή ζωντανό, στους οικείους του.
Τέλος ο πτωχός ναυαγός άνοιξε τα μάτια του.
Οι καλοί ναύτες θέλησαν να του προσφέρουν πούντς και άλλα θερμά ποτά.  
Αλλά άμα άνοιξε τα μάτια του ο μπαρμπα-Διόμας, με το πρώτο βλέμμα είδε βαρέλια.
Το πλοίο ήταν φορτωμένο κρασιά.
― Όχι πούντς, όχι, είπε με πνιγμένη φωνή, κρασί δώστε μου!
Οι ναύτες του έφεραν φιάλη γεμάτη με γλυκόπιοτο μαύρο κρασί και ο μπαρμπα-Διόμας το ρούφηξε απνευστί.
***
Ξημέρωνε ήδη η μέρα των Χριστουγέννων και η θεία μάταια προσπαθούσε να παρηγορήσει την Ουρανιώ που σφάδαζε από τον πόνο της.
Αλλά η σύζυγος του Νταραδήμου ήρθε και ανήγγειλε, ότι ο μπαρμπα-Διόμας ναυάγησε μεν, αλλά σώθηκε, και ότι έφθασε υγιής.
Ο Αργυράκης και κάποιοι άλλοι αγρότες, είχαν δει, φαίνεται, από μακριά την ανατροπή της λέμβου και έτσι διαδόθηκε ότι ο γέρος πνίγηκε.
Αλλά επειδή νύχτωσε, δεν είδαν και το σωστικό οινοφόρο τρεχαντήρι.
Ο μπαρμπα-Διόμας, ερχόμενος  μετά από λίγο και ο ίδιος, αγκάλιασε την κόρη του.
Ω, πενιχρή, αλλά υπέρτατη ευτυχία του πτωχού!
Το Ουρανιώ έχυνε ακόμη δάκρυα, αλλά δάκρυα χαράς.
Ο πατέρας της δεν της είχε φέρει ούτε αυγά, ούτε μυζήθρες, ούτε όρνιθες, αλλά της έφερε το σκληραγωγημένο και θαλασσόδαρτο άτομό του και τα δύο στιβαρά και χελωνόδερμα χέρια του, με τα οποία μπορούσε για ακόμη μερικά  χρόνια να εργάζεται για τον εαυτό του και γι’ αυτήν.
 
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης

 

Τρελή βραδιά

Το διήγημα δημοσιεύτηκε το 1901
➖➖➖
Τη μετατροπή του κειμένου στην
καθομιλουμένη δημοτική
έκανε ο
Ιωάννης Δ. Γιαννούκος
⭐⭐⭐

Είχαν στρώσει την ψάθα, εκεί στην άμμο, την ώρα που είχε νυχτώσει, σαν Τούρκοι ραμαζανλήδες, οι τρεις τους, ο Αντώνης ο Παβιώτης, ο Προκόπης της Μαρούδας κι ο Σταμάτης ο Αρβανίτης κι ο γέρο-Καλοειδής τέταρτος, ο ιδιοκτήτης του μικρού καπηλειού.
Το καπηλειό ήταν λίγα βήματα πάρα μέσα, βλέποντας στον παραθαλάσσιο δρόμο κι η ψάθα ήταν στρωμένη πέρα από το δρόμο, στο γιαλό και τη μία άκρη της έβρεχαν, προσπαίζοντας στην άμμο, αμιλλώμενα ποιο να προσπεράσει το άλλο, τα παιχνιδιάρικα, χαρούμενα κύματα.
Ο γέρο-Καλοειδής, ήταν πρώτος μερακλής και πρώτος γλεντζές του χωριού, πρόθυμος σε όλα, αυτός και το καπηλειό του. Είχε μείνει έως τότε με το άχτι του και με το κορμί του το κοντό και κυρτό και με τα μακριά πόδια του, επειδή τέτοιος ήταν απ΄ τη νεότητά του, πλασμένος με ραχίτη και καμιά δεν τον ζήλευε να τον πάρει.
Στη συνέχεια κατόρθωσε να ξεγελάσει μία, αλλά γρήγορα χήρεψε, έπειτα παντρεύτηκε δεύτερη φορά και σε λίγο καιρό, η δεύτερη γυναίκα του πέθανε.
Τότε ήταν ακόμη άγαμος, δεν είχε πενηνταρίσει ακόμη.
Από τους άλλους, οι δύο ήταν νέοι άγαμοι και τον τρίτο, τον Προκόπη, τον είχε διώξει η γυναίκα του. Είχαν στρωθεί εκεί το βράδυ εκείνο, τρώγοντας στρείδια, αχινούς, λαχανόπιττα, πεταλίδες, καλόγνωμες και κοχύλια.
Έπειτα ήπιαν, ήπιαν. Τα βαρέλια του γέρο-Καλοειδή ήταν εύθυμα, λάλα, διαχυτικά, όπως ο νοικοκύρης τους.
Ύστερα άρχισαν τα τραγούδια:
«Πόσες φορές τα κύματα!….» Όχι! πολύ ρεμβώδες.
«…Η ζωή θε να φανεί;…. Ο χωρισμός… πονεί!»  
Ω, μονότονο.
«Κοιμάσαι, πλάσμα που λατρεύω…» Ω, σχολαστικότης!
Δεν ήταν τραγούδια αυτά και ο ορίζοντας δεν τα έστεργε.
Ούτε υπήρχε κοινό για να τους ακούσει. Τα κορίτσια της γειτονιάς κλειδώνονταν νωρίς, όμοια με τα πουλιά που κατιάζουν νωρίς στις φωλιές τους. Τα κύματα δεν δέχονται άλλους ήχους από τους δικούς τους, τους πλούσιους και παναρμόνιους.
Ο βράχος αντίκρυ, φαινόταν να γελά με μαύρα δόντια, σαν κόκκαλα σαπρακωμένα, σπαρτά, πεταμένα επάνω στο πλάι του βουνού και το κύμα κτυπώντας πάνω τους, κάγχαζε στις άγονες προσπάθειές τους.
Όλα τα παράθυρα τριγύρω κλειστά. Έπειτα αυτοί δεν είχαν να κάμουν τίποτε με τα κορίτσια της γειτονιάς, είχαν με τους ίδιους τους εαυτούς τους. Μην πιστεύετε ότι, επειδή βρίσκονταν στο ύπαιθρο, ήταν καλοκαίρι ήδη. Ήταν το Μάρτιο μήνα και έκανε ψύχος.
Ο καθένας από τους τρεις ευχόταν επί μία στιγμή, να πρότεινε ο ένας απ΄ τους άλλους δύο να μεταθέσουν το συμπόσιο μέσα στο καπηλειό.
Αλλά κανείς από τους τρεις δεν το πρότεινε.
Ο γέρο Καλοειδάκης, ούτε υποπτεύτηκε ότι έκανε ψύχος.
Έπειτα αίφνης και οι άλλοι έπαψαν να το αισθάνονται.
Έπειτα άρχισε σιγά να χιονίζει. Ο καλύτερος καιρός για να γλεντήσει κανείς «στους μαχαλάδες». Η καλύτερη προδιάθεση για να κρυώσει κανείς χωρίς να αισθανθεί κρύο.
-Λοιπόν, στους μαχαλάδες! Πάμε παιδιά τον ανήφορο.
Εκεί θα εύρισκαν κοινό να τους ακούσει. Σηκώθηκαν.
Ο Σταμάτης, χωρίς να εξηγηθεί και χωρίς άλλος να κάμει παρατήρηση, τύλιξε την ψάθα και την έβαλε στον ώμο.
Ο Καλοειδής φορτώθηκε σαν δισάκκι δύο φλάσκες δεμένες με σχοινί, που κατέρχονταν δεξιά και αριστερά του προεξέχοντος στήθους του.
Η μία έφερε μαύρο οίνο, η άλλη ξανθό μοσχάτο.
Ο Προκόπης κρατούσε μέσα σε μαντήλι, πεταλίδες, παγούρια ψημένα, πόδια αστακού και άλλα αρτύματα. Ο Αντώνης έκανε μύλο και δονούσε τον αέρα με το χονδρό ραβδί του. 
Εμπρός, πάμε!
Τότε άρχισε συγχρόνως να βουίζει από τα τραγούδια η πρώτη γειτονιά.
Και σε κάθε στροφή, ο Καλοειδάκης, με φωνή περιπαθή, πάλλουσα, προσέθετε την επωδό, την οποία αγαπούσε σαν δική του:
Έβγα να ιδείς, έβγα να ιδείς,
Σκύλα, κορμί που τυραγνείς.
* * *
Αλλά το πρώτο τραγούδι, στον παλαιό δώριο ήχο, «έβγα να ιδώ τον ίσκιον σου κι εγώ τόνε γνωρίζω», άγνωστο αν το άκουσε καμία στο μαχαλά και αν φάνηκε ευδιάθετη να ανταποκριθεί, σε αυτούς όμως δεν άρεσε, ως πάρα πολύ σεμνό και για τούτο το έτρεψαν αμέσως στο φρύγιο και το τροχαϊκό. Και τότε πάλι ο Καλοειδής βρήκε δική του επωδό να επισυνάψει:
Ντελμπεντέρισσα, Βασίλω,
στρώσ΄ τα μπράτσα σου να γείρω!
Από μία διακοπή του έως τότε πρωτοτραγουδιστή, του Προκόπη, βρήκε καιρό ο Καλοειδής, άρχισε να τραγουδάει άλλο, γοργό τούτο, μέλος:
Βασίλω μ΄, κάτσε φρόνιμα,
σαν τ΄άλλα τα κορίτσα,
σ΄αυτή τη γειτονίτσα….
Σαν να ηλεκτρίσθηκε από τη γοητεία του τραγουδιού, παραδόξως ένα παράθυρο έτριξε και φάνηκε στο ασθενές φέγγος της σελήνης που έπλεε στα σύννεφα μία σκιά στο στενό άνοιγμα.
Ήταν η Μαρούδα, η γυναίκα του Προκόπη, η οποία τον είχε διώξει από το σπίτι της προ ημερών.
Οι γέροντες νοικοκυραίοι του τόπου ισχυρίζονταν πάντοτε, ότι η σχεδόν απαράβατη συνήθεια, του να αποτελεί το σπίτι μέρος της προίκας, είχε τούτο το καλό, ότι δεν μπορούσε ποτέ ο άνδρας να διώξει τη γυναίκα από το σπίτι, αλλά οτιδήποτε άλλο.
Ακούσθηκε τότε οξύς ψιθυρισμός στη σιγή και το υπόφαιο σκοτάδι, τόσο συριστικός και διαπεραστικός, ώστε νικούσε και την πλέον στεντόρεια βαρυφωνία.
-Α! τραγούδα τώρα, γλέντα, μπεκρολόγα, μεθοκόπα, ξενύχτα, ξερνοβόλα, γκάριζε! Αχ! βαγένι, πιθάρι, βαρέλα, μπουκάλα, γαλόνι, ταμετζάνα, στάμνα, στέρνα, καρούτα, μαστέλα, κρασοκανάτα!
Που να σκάσεις!
Αμέσως ακούστηκε δεύτερος τριγμός και το παράθυρο κλείσθηκε με πείσμα.
Ο Καλοειδής επανέλαβε το τραγούδι:
Βασίλω μ΄,τα κουμπούρια σου
με τι τά ΄χεις γεμάτα,
βαριά, π΄ανάθεμά τα!
* * *
Και οι ήχοι απ΄ όλες τις γειτονιές ζωντάνεψαν και αντηχούσε παρατεταμένα το χαρούμενο και γοργό άσμα του Καλοειδή.
Αλλά και τούτο δεν ανταποκρινόταν, φαίνεται, στις ψυχικές διαθέσεις των γλεντοκόπων. Τους χρειαζόταν κανένα άλλο.
Ακριβώς τότε, έφθασαν μπροστά από ένα καλοκτισμένο σπίτι, του οποίου το ένα παράθυρο ήταν φωτισμένο. Γλάστρες με διάφορα λουλούδια φαίνονταν στον εξώστη, άλλες γλάστρες στο μπαλκόνι.
Υπήρχε κοσμιότητα και κομψότητα χαρίεσσα. Καθαρό πνεύμα φαινόταν ότι έμενε στο σπίτι εκείνο. Και όλα φανέρωναν  την παρουσία φιλόκαλης αξιαγάπητης κόρης.
Και το χιόνι, λεπτό, αραιό, έπεφτε. Και οι τέσσερις γλεντοκόποι αισθάνονταν να δροσίζεται το μέτωπό τους από τις ελαφρές νιφάδες.
Ο Αντώνης κοίταζε να βρει μέρος υπήνεμο ή απάτητο, χαμηλή στέγη καλύβας ή πεζούλα μπροστά από κάποια πόρτα, όπου να έχει στρωθεί μια χούφτα χιόνι.
Είχε πόθο να δροσίσει το στόμα του, τον ουρανίσκο του με την αβρή, παρθενική χιόνα. Και η σελήνη έπλεε στο κενό και το χιόνι χανόταν πέφτοντας στη γη.
Την ίδια στιγμή ο Σταμάτης, καθώς βαστούσε την ψάθα στον ώμο, άρχισε να τραγουδά αποκάτω στο παράθυρο της φιλανθούς κόρης, άμουση παρωδία άσματος:
Πάει κουνίζοντας τη ωραίος φεγγάρης
που μου ντείξει ντικές σου ωραίες μούτρες,
μια βραντιά, κ΄ένα κλάψα ντικό σου,
κ΄εγκώ αγκαπώ του λόγκου σου!
-Σώπα! άφησέ το! είπε περίλυπος ο Αντώνης.
Κι έκαμε χειρονομία να φράξει με την παλάμη του το στόμα
του φίλου του.
Έπειτα σφούγγισε το μέτωπο του, σαν να είχε ιδρώτα και
να αισθανόταν μεγάλη ζέστη.
-Δεν πάμε και παρακάτω; πρότεινε ο Καλοειδής.
-Ναι, ναι, πρόφερε με πόνο ο Αντώνης.
* * *
Διευθύνθηκαν προς την άνω συνοικία. Αφού ανέβηκαν τον ανηφορικό λιθόστρωτο δρόμο, στράφηκαν αριστερά προς την κρημνώδη ακτή, έπειτα έστριψαν δεξιά προς το ενδότερο μέρος. Μετά κάποιο ελιγμό έφθασαν σε στενό δρομίσκο, δεξιά και αριστερά του οποίου πρόβαλλαν δύο ψηλά αρχοντόσπιτα, το ένα με μικρή αυλή προς το δρόμο, το άλλο με μεγάλο αυλόγυρο και κήπο από πίσω.
Η αυλόπορτα του πρώτου δεξιά ήταν ανοικτή, του άλλου όχι.
-Κρασοπουλεί ο γέρο-Κρεμέζος, είπε ο Αντώνης.
-Δεν πάμε να του κάμουμε αλεσβερίσι; πρότεινε ο Καλοειδάκης.
-Σώθηκε κιόλα το κρασί μας; ρώτησε ανήσυχος, κοιτάζοντας τις δύο φλάσκες ο Προκόπης, χωρίς να θυμάται αν ήπιαν ή δεν ήπιαν αφότου ξεκίνησαν από το καπηλειό.
-Πάμε να ρίξουμε μια ματιά, είπε ο Σταμάτης.
-Βέβαια, εσύ είπες το σωστό, απάντησε, κουνώντας τις δύο φλάσκες ο Καλοειδής, δια του θορύβου των οποίων ήθελε να πληροφορήσει τον Προκόπη ότι ήταν ακόμα «κοντόγεμες», αλλά ότι εδώ που θα έμπαιναν, δεν θα έμπαιναν για το κρασί.
Μπήκαν στην αυλή, έπειτα σε υπόστεγο όπου υπήρχε φως.
Τούτο ήταν άφρακτο από τη μία πλευρά και χρησίμευε ως ληνός και πατητήρι για τα κρασιά του γέρο-Κρεμέζου.
Ο γέρος καθόταν εκεί κοντά στον κρατήρα του βαρελιού, με το μακριό από κερασιά τσιμπούκι του, που είχε επιστόμιο καχριμπαρένιο, με πλατιά μεταξωτή καπνοσακούλα κρεμασμένη από τη μέση του. Φορούσε πανωβράκι από αγγλική τσόχα στιλπνό, βελούδινη τζάκα, παπούτσια και σκούφια, χρυσοκέντητα.
Ήταν αρχοντομαθημένος κι έλεγαν πως είχε «γρόσια πολλά»!
Είχε κι είχε καράβια στη νεότητά του, με τα οποία είχε περιέλθει είκοσι φορές τη Μεσόγειο. Τώρα, μετά το θάνατο της γριάς, η διχόνοια είχε υπεισέλθει δυστυχώς στο σπίτι και οι γιοι του «καλημέρα» δεν του έλεγαν.
Είχε υιοθετήσει, όπως έλεγαν, μία ορφανή για να την αφήσει κληρονόμο του βιούς του, όσος του είχε μείνει ακόμα.
-Λοιπόν, πώς τα περνάς, καπετάν Παναγή;
-Ε, πως να τα περάσω, παιδιά. Έγραψα μέσα στη Χαλκίδα να μου βγάλει αφορισμό ο Δεσπότης.
-Αφορισμό; Θεός φυλάξοι! Για τι πράμα;
-Δεν ακούσατε σεις που μου χύσανε το κρασί μου αυτές τις ημέρες;
Και άρχισε να διηγείται, πως άγνωστος εχθρός, ίσως κανένας βαλμένος απ΄ τους δικούς του, που δεν τα είχε καλά μαζί τους, είχε μπει νύχτα ο απόκοτος στην αυλή και στο ισόγειο του σπιτιού και είχε ανοίξει τον κρουνό του μεγάλου βαγενιού του και χύθηκαν τριάντα βαρέλες κρασί.
Τώρα του έμενε μόνο αυτό το μεσιακό βαρελάκι, που το κρασοπουλάει κι άλλα δύο ή τρία μικρότερα, τα οποία βρίσκει ευχαρίστηση να μονοπωλεί μοναχός του, όχι τόσο για τα λεπτά που θα μαζώξει, όσο γιατί έρχονται, ας είναι καλά, τα παιδιά του χωριού, τα λεβεντόπαιδα και του κάνουν συντροφιά, για να περνά κι αυτός την ώρα του.
Ας παν να ιδούν τα μάτια μου,
πώς τα περνάει η αγάπη μου.
Μου΄ παν αλλού κι αγάπησε,
κι εμένα μ΄απαράτησε.
-Ποιος σ΄ το΄ πε, δεντρουλάκι μου,
δε σ ΄αγαπώ, πουλάκι μου;
Αν σ΄ το΄ πε ο ήλιος να σβηστεί,
τ΄ άστρι να μην ξημερωθεί….
Κι αν σ΄ το΄ πανε στην εκκλησιά,
κερί να μη ανάψουν πια….
Κι αν σ΄ το΄ πε το Ρηγόπουλο,
στην Μπαρμπαριά σκλαβόπουλο!
Το τραγούδι τούτο άρεσε πολύ στον γέρο-Κρεμέζο. Τη στιγμή εκείνη, καθώς είχε πει ο Σταμάτης τους μισούς στίχους, ακούσθηκε θόρυβος στον εξώστη, τον προς την αυλή, καταντικρύ του υπόστεγου όπου βρίσκονταν οι νυκτερινοί επισκέπτες.
Ήταν η ορφανή, η προστατευόμενη του οικοδεσπότη, χαρίεσσα κόρη.
Ο Σταμάτης είχε «κλέφτικο μάτι» και είδε την ωραία κοπέλα, που εξήλθε σιγά, για να ακροασθεί καλύτερα το άσμα, να δει και τον τραγουδιστή, βέβαια.
Ο Προκόπης δεν έβλεπε πλέον τίποτε και ο Αντώνης έστρεψε βλέμμα απογοητευμένο προς τα εκεί. Οι δύο φλάσκες σείσθηκαν και έκλωξαν κάτω από την πνοή και την κόλπωση του στέρνου του Καλοειδή, ο οποίος τότε μόνο στοχάσθηκε ότι ήταν μάταιο να τις φέρει επάνω του εκεί που είχαν καθίσει και έσπευσε να τις ξεφορτωθεί.
Αλλά μόνο μία στιγμή φάνηκε η λευκή οπτασία και πάλι αποσύρθηκε, ελαφρά σαν ατμός δρόσου.
Ο γέρο-Κρεμέζος δεν αγρίκησε την παρουσία της.
-Και τι γίνεται, καπετάν Παναγή, ο γείτονας σου, ο γέρο-Χαρμόλαος; ρώτησε ο Καλοειδής.
-Αμ΄ τι να γίνει, όλο μέσα κάθεται, σαν τη λεχώνα κι όλο κουτσομπολιά θέλει να ακούει, απάντησε καγχάζοντας ο γέρο-Κρεμέζος.
-Και ποιος του τα λέει τα κουτσομπολιά;
-Οι γειτόνισσες γύρω-γύρω.
Ο γέρο-Χαρμόλαος ήταν ο ιδιοκτήτης του άλλου αρχοντικού σπιτιού, του αντικρινού, με τον αυλόγυρο και τον κήπο. Αντίζηλος του Κρεμέζου σε όλα, στα καράβια, στα «πολλά γρόσια», ακόμη και στην εύνοια των γειτονισσών.
Ήταν ωραίος γέρος, σχεδόν μεγαλοπρεπής, λευκός όλος, πάσχοντας από ποδάγρα, φορούσε βελούδινα και χρυσοποίκιλτα. Πάλαι ποτέ πλοίαρχος και ιδιοκτήτης της ξακουστής «Μινέρβας», πλοίου μεγάλης χωρητικότητας, κοσμογυρισμένος κι αυτός, όπως ο γέρο-Κρεμέζος, στη νεότητά του υπήρξε, όπως έλεγαν, Ιερολοχίτης στο Δραγατσάνι επιζήσας, αφού εξετέλεσε το χρέος του.
Στα γεράματά του, χωρισμένος από τη γυναίκα του, υπηρετούμενος από μακρινές πτωχές ανεψιές του, ευχαριστιόταν να κάθεται εν μέσω συντροφιάς μεσήλικων γυναικών και να ακούει, καθώς ισχυριζόταν ο Κρεμέζος, διάφορους χαριεντισμούς και κουτσομπολιά.
-Και χορταίνει ακούοντας κουτσομπολιά; ρώτησε πάλι ο Καλοειδάκης.
-Σε ούλα τα πάντα είναι χόρταση και δεν είναι χόρταση, απάντησε αποφθεγματικά ο γερό-Κρεμέζος.
* * *
Καθώς σηκώθηκε η παρέα και αποχαιρέτισε τον καπετάν Παναγή, ο Καλοειδής πρότεινε και ο Σταμάτης υπεστήριξε, να δοκιμάσουν να πάνε για νυκτερινή επίσκεψη στο σπίτι του γέρο - Χαρμόλαου.
Τούτο θα κατορθωνόταν εύκολα με τέχνασμα, όπως ισχυριζόταν ο Καλοειδής. Η αυλόπορτα δεν ήταν κλειδωμένη, αλλά μόνο μανταλωμένη και προφανώς ήταν εκεί, καθώς μαρτυρούσε το πάμφωτο παράθυρο και οι ηχηροί καγχασμοί που ακούγονταν από καιρό σε καιρό από κει, από τη συναναστροφή στου γέρο-Χαρμόλαου.
Ο Καλοειδής, επειδή είχε λίγο θάρρος, καθότι ήταν μακρινός συγγενής του ιδιοκτήτη, θα εισχωρούσε, φέροντας δύο φλάσκες στο σπίτι, θα ανέβαινε στον μουσαφίρ-οντά, θα κατόρθωνε δια μιας να καλοκαρδίσει το γέροντα, ο οποίος αγαπούσε πάρα πολύ την συναναστροφή με τους νέους, θα προσποιούταν ότι βιάζεται να φύγει, λόγω ότι τον περιμένει κάτω η παρέα του και τότε ο γέρο-Χαρμόλαος, για να μη χάσει γρήγορα τη συντροφιά του Καλοειδή, θα φιλοτιμείτο να καλέσει τους πάντες επάνω στο σπίτι.
Θα άξιζε πράγματι να έμπαιναν οι νέοι στο εσωτερικό του σπιτιού αυτού, όπου θα έβλεπαν το γέροντα, αξιοπερίεργο Οιδίποδα, καθότι έπασχε τον περισσότερο χρόνο από ποδάγρα, ξαπλωμένο εν μέσω μισής δωδεκάδας Σφιγγών και να ασχολείται με καγχασμούς να λύνει τα διάφορα αινίγματα, τα διφορούμενα στην ουσία, διφορούμενα και στη μορφή, τα οποία παρουσίαζαν πονηρά εκείνες.
Αλλά ο Αντώνης, με σταθερότητα αντιστάθηκε στο σχέδιο τούτο, λέγοντας, ότι δεν του αρέσει να πάει τέτοια ώρα σε ξένο σπίτι για να ακούσει αινίγματα. Οι άλλοι δεν επέμεναν πολύ, επειδή είχε αρχίσει ήδη να παλιώνει η συντροφιά τους και να γίνεται βαρετή.
Πριν όμως απομακρυνθούν, ο Σταμάτης, που ήταν ο πλέον ατίθασος από τους τέσσερις, στάθηκε κάτω από το φωτισμένο παράθυρο του σπιτιού, φέροντας και την ψάθα στους ώμους και άρχισε ακράτητος να τραγουδάει:
«Ο ηγούμενος του Φαϊμεσμπρούμ,
είχε μουσαφιραίους,
γιαρ γιαρ γιούμ,
και μάλιστα μιαν καλογγρέζα.
Οι μουσαφιραίους ήταν όλοι μετυσμένοι
από τη φαΐς κι από την πιοτής,
γιαρ γιαρ γιούμ,
ήταν όλοι στουπιντόν.
«Ω ψυχή κι αγγελικό κορμί!»
Οι μουσαφιραίους έφεραν και ροβολιά
κάτω π΄ την περιφόλα,
γιαρ γιαρ γιούμ,
προς ντιασκέντασις.
-Ω, καλησπέρα σας, κύριε Φαϊμεσμπρούμ,
τι φέλεις εντώ μέσα;
γιαρ γιαρ γιούμ,
την βλέπομεν καλόγγρεζα.
-Ω! τεν επιστρέφομεν πλέον εις την κελλίον,
τα γκίνω Μάρτιν Λούτερ,
γιαρ γιαρ γιούμ,
σ΄ αυτόν τον ωραίον τον κόσμο.»
Το τόλμημα του Σταμάτη έφερε μεγαλύτερο από το προσδοκώμενο αποτέλεσμα, το παράθυρο ανοίχθηκε και μία γυναίκα εμφανίστηκε προς στιγμήν.
Έπειτα αυτός ο οικοδεσπότης, υποβασταζόμενος, ως φαίνεται, φάνηκε στο παράθυρο, το οποίο βρισκόταν κοντά στο «μιντέρι», επί του όποιου ήταν ξαπλωμένος.
-Κοπιάστ΄ επάνω, παιδιά, κοπιάστε, έχουμ΄ ευχαρίστηση, εφώναξε με δυνατή και πάλλουσα φωνή ο γέρο - Χαρμόλαος, που αναγνώρισε αμέσως το Σταμάτη, που τραγουδούσε και τον Καλοειδή τον ίδιο, συγγενή του.
Και πάλι ο Αντώνης φάνηκε σκαιός και ανένδοτος.
Αρνήθηκε απλώς και έτρεξε προς το δρόμο. 
Ήταν ήδη μακριά.
Ο Προκόπης, παραπατώντας λίγο, τον ακολούθησε και οι άλλοι δύο ζήτησαν συγγνώμη επειδή η ώρα ήταν περασμένη και η παρέα δε βρισκόταν σύμφωνη.
Ο γέρο Χαρμόλαος λυπήθηκε πολύ. Ήταν δε τότε ένδεκα η ώρα.
* * *
Έως τότε δεν είχαν βρει ευκαιρία να στρώσουν πουθενά στο ύπαιθρο την ψάθα, την οποία έφερε στον ώμο ο Σταμάτης, για να καθίσουν.
Αλλά να, τώρα έφθασαν σε ένα ακατοίκητο σπίτι, χωρίς πόρτα και με μικρή αυλή κι εκεί ο Σταμάτης, χωρίς να ζητήσει τη συναίνεση των υπολοίπων, έστρωσε μέσα στην αυλή την ψάθα.
Ήταν το σπίτι εκείνο, μιας που την έλεγαν Κυριακούλα, την οποία ο γέρων Δήμαρχος, «εκπληρών και τα αστυνομικά», είχε εξορίσει πριν από καιρό, ως «κακόν παράδειγμα», από τον τόπο.
Εκεί ξαπλώθηκε ο Σταμάτης και έλεγε ότι ήθελε να απαγγείλει τους εξορκισμούς, δια των οποίων να ανακαλέσει κατά κάποιον τρόπο ως νεκρή την απούσα, στο «έρμο σπιτάκι της, το πικραμένο».
Χάριν συντομίας παραλείπουμε όλα τούτα, σπεύδοντας να ξημερωθούμε το ταχύτερο από τη νύκτα αυτή, τη θλιβερή μάλλον παρά φαιδρή.
Έμειναν για λίγο εκεί, έπειτα ο Σταμάτης, με άγριες φωνές, έτρεξε να ξυπνήσει μερικούς γνώριμους γείτονες και υποχρέωσε τον γέρο-Αρμαμέντο να κατεβεί στο κατώγι του και να ανοίξει το μοσχάτο του κρασί να τους κεράσει, επειδή ο Σταμάτης είχε χύσει εντωμεταξύ τις δύο φλάσκες του Καλοειδή, για να τον ξαλαφρώσει, όπως έλεγε.
Μία γειτόνισσα, η γριά Νταλαμού, αφού ξύπνησε από το θόρυβο, βγήκε στο παράθυρο και άρχισε να νουθετεί και να επιπλήττει αυστηρά το Σταμάτη. 
Αυτό δεν το είχε ξαναδεί ποτέ στη ζωή της.
Τι αταξία και τι παλαβομάρα ήταν αυτή! Παιδιά από σπίτια, από σόι κι απ’ αράδα, να γυρίζουν μεσάνυχτα στους μαχαλάδες, να ξεπρογκίζουν τον κόσμο απ΄ τις φωνές κι απ’ το κακό!
Ύστερα, δεν έχει δίκιο ο Θεός να μας χαλάσει;
Η τελευταία επίσκεψη έγινε λίγο παραπέρα, στην άκρη του χωριού, εκεί επάνω όπου κατοικούσαν οι τρεις Γύφτοι και η Ελένη, η πρώην Αηλέ, σύζυγος του Κωνσταντή πρώην Μουσταφά.
Ήταν νεοφώτιστοι, αυτοί και άλλες δύο ή τρεις οικογένειες.
Αφήνοντας τη Θεσσαλία, είχαν έλθει στη μικρή νήσο το 1878.
Ως βαθείς πολιτικοί, είχαν προΐδει την προσάρτηση της Θεσσαλίας - ίσως με τη βοήθεια της μαντικής τέχνης, την οποία μετέρχονταν οι γυναίκες τους- και έσπευσαν να βαπτισθούν.
Γνώριζαν και από πριν τη γεύση του χοιρινού κρέατος και του οίνου, αλλά μετά τη βάπτισή τους, επειδή συνέπεσαν οι ημέρες των Χριστουγέννων και της Κρεοφαγίας, χόρτασαν σε μεγάλη ποσότητα από τα δύο αυτά εδέσματα. Άμα μπήκε η Μεγάλη Σαρακοστή, ο ένας απ΄αυτούς, ο Κωνσταντής, ο πρώην Μουσταφάς, ρωτούσε με αφέλεια:
-Δεν τρώνε λουκάνικο, τώρα, τη Σαρακοστή, τζάνεμ;
Εκεί, μόλις έφθασαν μπροστά από την καλύβα, ο Αντώνης, πρώτη φορά άνοιξε το στόμα και άρχισε να τραγουδάει:
Τα μάτια σ΄, Αηλέ μου, και Τουρκο-Λένη μου,
κάνουν το αίμα μου να βράζει…
Και ο Καλοειδής αμέσως πρόσθεσε το στίχο:
Πως βράζει το κρασάκι μες στο βαγένι μου.
Ο σύζυγος της Αηλές και πριν ως Μουσταφάς και τώρα ακόμη, ως Κωνσταντής, δεν είχε τη γελοία αδυναμία να ζηλεύει για τέτοια αστεία.
Σηκώθηκαν και οι τρεις, αυτός και ο Παύλος, ο πρώην Μεχμέτης και ο Μάρκος, ο πρώην Χασάνης και πήραν, ο πρώτος τη γκάιδα του, ο δεύτερος το λαγούτο και ο τρίτος το κλαρινέτο και συγχρόνως τα χόρδισαν.
Και τότε άρχισε δαιμονιώδης χορός, εκεί, στη μικρή πλατεία, στα Γύφτικα, γύρω-τριγύρω σε μία καλύβα μισοσκεπασμένη και μισοφραγμένη, που χρησίμευε ως σιδηρουργείο. Και η γκάιδα βραχνόφωνα φαινόταν να λέγει βαθιά, με φθόγγους εγγαστρίμυθου, τους άδηλους καημούς του συζύγου της Αηλές και το λαγούτο έμελπε πολύ παραπονετικά τα άγνωστα ντέρτια του Παύλου, του πρώην Μεχμέτη και το κλαρινέτο διαλαλούσε στα σκότη της νύκτας, στις κοιλάδες και στα όρη, τα ανείπωτα βάσανα του πρώην Χασάνη, του Μάρκου. Όλη η γειτονιά έχασε λίαν παράωρα τον ύπνο της και όλο το χωριό αντήχησε από την αλλόκοτη, την μεγαλόφθογγη ορχήστρα.
* * *
Λίγη ώρα πέρασε και φάνηκε ο δεκανέας, συνοδευόμενος από δύο άνδρες, με τα τουφέκια τους. Από το στρατώνα, κάτω από τα παραθαλάσσια, πέραν της αγοράς, προς τον ανατολικό λιμένα, είχε ακούσει το θόρυβο, είχε χάσει τον ύπνο και ήλθε για να επιβάλει την τήρηση των αστυνομικών διατάξεων.
-Καλώς ήλθατε, κύριοι! Λυπούμεθα διότι εγίναμεν αφορμή να ενοχληθήτε, φώναξε ο Σταμάτης, ο οποίος κατ΄εκείνη τη στιγμή ασχολιόταν να κερνά τους τρεις Γύφτους, με τη φλάσκα, την οποία είχε γεμίσει εκ νέου από το περίφημο μοσχάτο του γέρο-Αρμαμέντου.
Ο δεκανέας τους παρακάλεσε ειρηνικά να διαλυθούν, επειδή ήταν καιρός πλέον.
Αλλιώς, είπε, θ’ αναγκασθεί να προσκαλέσει τους τέσσερις κυρίους και τους τρεις Γύφτους, επτά νοματαίους, το όλον, να τον ακολουθήσουν στο στρατώνα.
Αμέσως μετά μεταμελήθηκε και δήλωσε, ότι κατάσχει μόνο τα τρία όργανα των Γύφτων. Οι Γύφτοι τρόμαξαν.
-Δεν είν΄ εδώ λευθεριά, τζάνεμ; Το ίδιο, όπως στο Βόλο είναι κι εδώ;
Μη θέλοντας να αγγαρεύσει τους άνδρες του, πρόσθεσε ο αστυνομεύων δεκανέας, για να κουβαλήσουν τα όργανα, προσκαλεί τους Γύφτους να τον ακολουθήσουν στον στρατώνα, όπου να τα παραδώσουν.
ΟΙ τρεις Γύφτοι ετοιμάσθηκαν, με κρεμασμένα αυτιά, να υπακούσουν.
-Αλλά, ξανάπε ο νέος και ζωηρός δεκανέας, δεν πρέπει να πάμε ως εκεί βουβοί, τι διάβολο! Λέτε και τίποτα στο δρόμο.
Και τότε οι Γύφτοι, εύθυμοι, επανέλαβαν τη διακοπείσα συναυλία τους.
Τη στιγμή εκείνη, πριν κινήσουν, η Αηλέ, απευθυνόμενη προς τον Αντώνη, φώναξε από την πόρτα της καλύβας, που στεκόταν:
-Για πες το πάλι, κείνο το τραγούδι, πώς τό ΄λεες;…
Ο Αντώνης το είπε:
Τα μάτια σ΄, Αηλέ μου και Τουρκο-Λένη μου!
Ο δεκανέας γέλασε ακούσια και η αφετηρία έγινε με μεγάλο κρότο και βοή.
-Δεν σου φαίνεται πως πάμε να πούμε τα πιστρόφια; Είπε ο Σταμάτης.
-Ναι, σαν να γυρίζουμε από Γύφτικο γάμο, είπε ο Καλοειδής.
Και η συνοδεία ακολούθησε το δρόμο της προς τα κάτω, ξεσηκώνοντας και κουφαίνοντας όλο το χωριό με τους δαιμονιώδεις φθόγγους της ορχήστρας της.
 
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης

 

TO ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΩΝ ΔΙΡΦΕΩΝ 2