Πέμπτη 2 Σεπτεμβρίου 2021

Η τελευταία βαπτιστική


 Το διήγημα δημοσιεύτηκε το 1888
➖➖➖
Τη μετατροπή του κειμένου στην
καθομιλουμένη δημοτική
έκανε ο
Ιωάννης Δ. Γιαννούκος
⭐⭐⭐

Αν κάποια χρηστή γυναίκα, ηθική, έντιμη, ενάρετη, είδε ποτέ καλά νοικοκυριά στις μέρες της, αναντίρρητα, τέτοια είδε η θεια-Σοφούλα Κωνσταντινιά, σεβάσμια οικοδέσποινα εβδομήντα ετών, κάτοικος παραθαλάσσιας κωμόπολης σε ένα απ’ τα νησιά του Αιγαίου.
Την αποκαλούσαν Σαραντανού και πολλοί υπέθεταν, ότι το επίθετο τούτο της αποδόθηκε, γιατί δήθεν είχε ίσο με σαράντα γυναικών νου, το οποίο δεν θεωρείτο υπερβολή.
Άλλοι όμως έλεγαν, ότι η λέξη σχηματίσθηκε κατά συγκοπή εκ του Σαραντανονού, δηλαδή νονά με σαράντα βαπτιστικούς.
Το βέβαιο είναι, ότι, αν δεν είχε φθάσει στον αριθμό τούτο, δύο ή τρεις βαπτίσεις της έλειπαν και ήλπιζε προσεχώς να συμπληρώσει την τεσσαρακοντάδα.
Πρέπει να πούμε δε, ότι αυτή κατ᾿ αρχάς είχε βαπτίσει οικειοθελώς μόνο πέντε ή έξι νήπια των γειτόνων της, όσα και κάθε άλλη καλή νοικοκυρά συνήθως βαπτίζει. 
Αλλά όταν έγινε γνωστό και απεδείχθη, ότι είχε καλό χέρι, τότε όλες οι γειτόνισσες, συγγενείς, παρασυγγενείς, κολλίγισσες, άρχισαν να την πολιορκούν.
Είχε πάρει καλό όνομα, ότι της ζούσαν τα παιδιά, όσα βάπτιζε στην κολυμβήθρα. Είναι δε τόσο σπουδαίο να βρεθεί νονά «να της ζουν τα παιδιά», όσο και ιερέας «να πιάνει το διάβασμά του».
Η θεια-Σοφούλα όμως, υπέφερε με χαρά την αγγαρεία αυτή.
Είναι αλήθεια, ότι τα φωτίκια στην εποχή εκείνη, ρούχα και καπελάκι και σταυρός, καθώς και τα μαρτυριάτικα, ανοιξιάτικη βροχή λεπτών και δίλεπτων για το παιδομάνι, κόστιζαν συνολικά τρία γρόσια.
Η θεια-Σοφούλα, έμοιαζε με την επιμελή ανθοκόμο, η οποία δεν αρκείται να φυτεύει μόνο τα άνθη της, αλλά να τα περιποιείται και να τα ποτίζει.
Αγαπούσε τα πνευματικά της τέκνα, σαν τέκνα της καρδιακά,
τα θώπευε, τα φίλευε και τα παιδαγωγούσε.
Ο μπάρμπα-Κωνσταντής, ο πρώτος γκρινιάρης του χωριού, δεν συμμεριζόταν την αδυναμία αυτή της συζύγου του.
—Α! μπράβο! φίλευέ τα τ᾿ αναδεξίμια σου, μουρή!..., γόγγυζε, κάθε φορά που την έβλεπε να μεριμνά για τα βαπτιστίκια της.
Βρήκες και αλωνίζεις, μουρή!...
Η θεια-Σοφούλα, λίγο ανησυχούσε για την ιδιοτροπία τούτη του συζύγου της, ο οποίος ήταν αγαθός άνθρωπος στις καλές του ώρες.
Έπειτα ο μπάρμπα-Κωνσταντής, σπανίως φαινόταν στην πολίχνη.
Από τότε που έπαψε τα θαλάσσια ταξίδια, ασχολούταν αποκλειστικά με την καλλιέργεια των κτημάτων του. 
Κάθε πρωί καβαλίκευε το εύρωστο μουλάρι του, πήγαινε στους αγρούς και επανερχόταν μετά τη δύση του ήλιου.
Κατ’ εκείνο το χρόνο, περί το 1848, η θεια-Σοφούλα είχε φθάσει στο τριακοστό ένατο βαπτιστικό. Ένα μόνο της έλειπε για να τα κάμει σαράντα, προς ανάπαυση της συνείδησής της.
Βάπτιζε αδιακρίτως αγόρια και κορίτσια, αλλά φρόντιζε να δίνει ακριβείς σημειώσεις στους ιερείς και πνευματικούς, για να μη τυχόν γίνει κανένα συνοικέσιο στο μέλλον, μεταξύ δύο ετερόφυλων βαπτιστικών και κολασθεί η ψυχή της.
***
Κάθε χρόνο, τη Μεγάλη Πέμπτη, μεγάλη κίνηση γινόταν στην ευρύχωρη αυλή του σπιτιού της.
Η θεια-Σοφούλα, ανασκουμπωνόταν μέχρι τους αγκώνες και ζύμωνε μόνη της τις τριάντα εννιά αυγοκουλούρες, για τα βαπτιστίκια της...
Αλλά πλην των βαπτιστικών, υπήρχαν και τα εγγόνια και τα δισεγγόνια και τούτα δεν ήταν λίγα. Το σύνολο, χρειαζόταν εβδομήντα και πλέον κοκκώνες, δηλαδή παιδικές κουλούρες για  τους βαπτιστικούς, για τους εγγονούς και τα δισεγγόνια.
Στον αριθμό τούτο, δεν συμπεριλαμβάνονται οι μεγαλύτερες κουλούρες, τις οποίες παρασκεύαζε για τις συντέκνισσες, για τις ανεψιές και δισεξαδέλφες της.
Μεγάλος ο θόρυβος από το πλήθος των βαπτιστικών και δισέγγονων γύρω απ’ τους ανθώνες της αυλής εκείνη τη μέρα.
Από τις τρεις η ώρα του δειλινού, κατά την οποία ο μπάρμπα-Κωνσταντής, σηκωνόταν απ’ το μεσημεριανό ύπνο και φορούσε την τσόχινη βράκα του, έβαζε στο κεφάλι το μεγαλοπρεπές τυνησιακό φέσι του, έπαιρνε ως σκήπτρο τη μεγάλη κεχριμπαρένια τσιμπούκα του, κρεμούσε στη μέση του τη μεταξωτή καπνοσακούλα και κατέβαινε στο καφενείο, να εισπνεύσει τη θαλάσσια αύρα.
Από την ώρα εκείνη, η μεγάλη και τετράγωνη αυλή παραδίδεται  εξ εφόδου στη λεηλασία των βαπτιστικών και των δισεγγόνων.

Μέγιστη ευτυχία και ανήκουστη ηδονή νόμιζαν τότε τα παιδιά της γειτονιάς, αν κατόρθωναν να μπουν στο προαύλιο της θεια-Σοφούλας, το οποίο θεωρείτο κάτι το παραμυθένιο.
Πολλά απ’ αυτά, προέτειναν τα κεφάλια τους μέσα απ’ τις σχισμές της κλειστής αυλόθυρας, η οποία είχε γίνει απόρθητη από τους ζηλότυπους βαπτιστικούς «διά τους μη έχοντας ένδυμα γάμου.»
Άλλα παιδιά, τολμηρότερα, ανέβαιναν στην κορυφή του τοίχου της αυλής και εύρισκαν τρόπο, να πηδήσουν απ’ εκεί μέσα στην αυλή.
Αλλά αλλοίμονο, αν γίνονταν αντιληπτοί από τους άγρυπνους ευνοούμενους. Εκδιώκονταν με τσιμπήματα και με δοντιές, όπως ο κηφήνας από τις μέλισσες.
Τη Μεγάλη Πέμπτη του έτους 1851, όλοι οι βαπτιστικοί ήταν
συγκεντρωμένοι στην αυλή της γριάς Σοφούλας.
Ο μεγαλύτερος ήταν ήδη νεανίας εικοσαετής, το δε νεότερο ήταν κορίτσι δύο ετών, στο οποίο η νονά είχε δώσει το όνομά της.
Το βρέφος αυτό ήταν το τεσσαρακοστό πνευματικό γέννημα της θεια-Σοφούλας.
Είχε γεννηθεί τέλος, το από πολλού προσδοκώμενο τούτο συμπλήρωμα του προορισμένου αριθμού και ήταν το χαϊδεμένο της θεια-Σοφούλας.
Η νονά έτρεφε φιλόδοξους σκοπούς ως προς το μέλλον του κοριτσιού τούτου. Αλλά και αυτός ο μπάρμπα-Κωνσταντής, απ’ όλα τα βαφτιστήρια, μόνο το μικρό τούτο ανεχόταν. 
Η στοργή όμως της θεια-Σοφούλας προς αυτό έφθανε μέχρι παραφροσύνης.
***
Τη μέρα εκείνη, η θεια-Σοφούλα ήταν κλεισμένη στο ισόγειο και ζύμωνε. 
Απ΄ τα παιδιά, μερικά την πολιορκούσαν παραμονεύοντας έξω από την πόρτα. Τα περισσότερα όμως, έπαιζαν θορυβωδώς γύρω από το μεγάλο πατητήρι, δίπλα στο ελαιοτριβείο το κρυφτάκι και άλλα θορυβούν γύρω από τα κάγκελα του κήπου και πλησίον του πηγαδιού.
Η μικρή Σοφούλα, που ήταν μόλις δύο ετών, όπως είπαμε, εξέπεμπε χαρμόσυνες κραυγές, ψέλλιζε σαν νεοσσός χελιδόνας και έτρεχε και αυτή πίσω από τα άλλα παιδιά.
Η νονά της ζήτησε κατ᾿ αρχὰς να την κρατήσει κοντά της, αλλά η μικρή στενοχωρήθηκε και απαίτησε να βγει.
—Να πάω κι εγώ να παίξω, νονά μου;
—Τι να παίξεις εσύ;
—Το κλυφτάκι, νονά μου! τραύλισε η μικρή.
—Δεν παίζουν τα κορίτσια το κρυφτάκι, της είπε αυστηρά η νονά.
Η μικρή δεν παραπονέθηκε μεν, αλλά σκυθρώπιασε.
Βλέποντας αυτό η νονά, φώναξε την Αθηνιώ, είκοσι ετών στην ηλικία, δουλεύτρα της, η οποία ήταν και αυτή μία από τις βαπτιστικές της και της εμπιστεύτηκε τη μικρή, συστήνοντας  σ΄ αυτήν αυστηρή επαγρύπνηση.
Αλλά η Αθηνιὼ, λησμόνησε αυτά που της είπε η κυρία της και επειδή στα πεζούλια κάθονταν τέσσερις ή πέντε γειτόνισσες και γνωρίζουμε πόσο ενδιαφέρουσα είναι η συζήτηση των άεργων γυναικών, κάθισε κοντά τους και άφησε τη μικρή Σοφούλα να τρέχει. Δεν έφτανε αυτό, αλλά όταν της παράγγειλε η κυρία της να βγάλει νερό από το πηγάδι, γέμισε μεν τη στάμνα, αλλά δε φρόντισε να κλείσει το στόμιο του πηγαδιού, όπως το βρήκε κλεισμένο, αλλά το άφησε ανοικτό.
Απροσεξία, στην οποία ουδέποτε θα υπέπιπτε η γριά Σοφούλα ή άλλη φρόνιμη γυναίκα. 
Να μην αμφιβάλλει κανείς, ότι τη σύσταση αυτή η γριά, έκαμε χιλιάκις στη δουλεύτρα της, αλλά η Αθηνιὼ, δεν ήταν απ’ εκείνες τις γυναίκες που είναι προσεκτικές.
Στην ακμή λοιπόν, της πολύ ενδιαφέρουσας συζήτησής τους, άκουσαν ξαφνικά οι γυναίκες που κάθονταν στο πεζούλι, κάποιο κρότο, σαν κάποιο σώμα να έπεσε στο νερό και συγχρόνως κραυγή και μετά αυτή, δεύτερη κραυγή δυνατότερη.
Οι γυναίκες σηκώθηκαν αμέσως. 
Αλλά πριν αυτές κινηθούν, η πόρτα του ισογείου ανοίχθηκε με κρότο και η θεια-Σοφούλα έντρομη, ανυπόδητη, με τις κάλτσες μόνο, με χέρια ακάλυπτα, με τις παλάμες ζυμαρωμένες, έτρεξε προς το πηγάδι φωνάζοντας.
—Το κορίτσι! Το κορίτσι!
Η  θεια-Σοφούλα κατάλαβε αμέσως, ότι η μικρή της βαπτιστική είχε πέσει μέσα στο πηγάδι. 
Και πράγματι δεν είχε κάνει λάθος.
***
Ενώ έτρεχε η μικρή Σοφούλα, βλέποντας το στόμιο του πηγαδιού ανοικτό, πλησίασε, προσκολλήθηκε στο χαμηλό ξύλινο φραγμό, είδε στο νερό να εικονίζεται η αγγελική ξανθή μορφή της, άρχισε να της χαμογελά, έσκυψε περισσότερο, γλίστρησε στη στιλπνή, απ’ τη συχνή προστριβή του σχοινιού σανίδα και έπεσε κατακέφαλα μέσα στο πηγάδι.
Οι άλλες γυναίκες και η Αθηνιὼ μαζί μ΄ αυτές, έτρεξαν πίσω από τη θεια-Σοφούλα.
—Έναν κουβά! ένα γουρδέλι! κραύγαζε εκτός ελέγχου η γριά Σοφούλα.
—Ένα τσιγκέλι! έκραξε και η Αθηνιὼ σκοτισμένη, (σαν να είχε πέσει δηλαδή στο πηγάδι ο κουβάς, με τον οποίο αντλούν το νερό).
—Τα τσιγκέλια να σε τραβούν, σκύλα! της φώναξε με κεραυνοβόλο βλέμμα η θεια-Σοφούλα. Μου έπνιξες το παιδί.
Η γριά πράγματι δεν άργησε να καταλάβει, ότι το δυστύχημα οφειλόταν στην απροσεξία της δουλεύτρας της.
—Να κατεβώ εγώ στο πηγάδι, νονά, της είπε η Αθηνιώ.
Επειδή άργησε να φανεί πουθενά κουβάς, γιατί είναι γνωστό πόσο τα χάνουν οι άνθρωποι στις δύσκολες περιστάσεις και ενώ μία των γυναικών έτρεχε απ᾿ εκεί, άλλη απ᾿ εδώ και η μικρή εν τω μεταξύ πνιγόταν, η θεια-Σοφούλα επέτρεψε στην Αθηνιὼ τη χάρη αυτή.
Ήξερε δε άλλωστε, ότι σε τούτο, καθώς και σε κάθε άλλη εργασία, που μάλλον αρμόζει στους άνδρες, ήταν επιτήδεια.
Η Αθηνιὼ λοιπόν, σήκωσε τα φουστάνια της πάνω απ’ το γόνατο και πατώντας στις γνωστές σ΄ αυτήν εσοχές του εσωτερικού λιθόκτιστου του πηγαδιού, που είναι επίτηδες κατασκευασμένες σε κάθε άνοιγμα πηγαδιού, κατέβηκε μέχρι την επιφάνεια του νερού.
Πουθενά δε φαινόταν η μικρή.
Το βάθος του νερού, ήταν ίσο με το ανάστημα τριών ανδρών και η Αθηνιώ δε μπορούσε να προχωρήσει πιο κάτω.
Εντωμεταξύ βρέθηκε και ο κουβάς και κατεβάστηκε μέχρι τα χέρια της Αθηνιώς.
Αυτή πήρε το σχοινί και άρχισε να περιστρέφει τον κουβά μέσα στο νερό.
Η θεια-Σοφούλα οδυρόταν και έσχιζε τα μάγουλά της.
Η καρδιά της δεν αισθανόταν πλέον τη θαλπωρή της ελπίδας.
Τέλος, ο κουβάς προσέκρουσε σε κάποιο σώμα ανερχόμενο.
Η μικρή ανέβηκε στην επιφάνεια, αλλά ήταν ήδη πτώμα...
Το κεφάλι ήταν δεινά μωλωπισμένο. 
Πέφτοντας με ορμή στο νερό είχε κτυπήσει σε πέτρα, ζαλίσθηκε, κατάπιε πολύ νερό και δεν ανέβηκε γρήγορα στην επιφάνεια...
***
Για όλη τη ζωή της δεν παρηγορήθηκε η θεια-Σοφούλα, για το οικτρό τούτο ατύχημα της τελευταίας βαπτιστικής της!...
Διατήρησε δε την προς την αθώα νεκρή στοργή μέχρι το τέλος της ζωής της.
Έζησε για πολλά χρόνια ακόμη και έφτιαχνε ανελλιπώς κάθε χρόνο τη Μεγάλη Πέμπτη, την κοκκώνα της άτυχης μικρής και την Κυριακή του Πάσχα, άμα επέστρεφε το πρωί από τη λειτουργία της Αναστάσεως, άνοιγε, τότε μόνο, το πηγάδι που είχε μείνει άχρηστο και έριχνε στο νερό την κοκκώνα και τα κόκκινα αυγά της μικρής Σοφούλας της.
Βεβαίωνε δε η αγαθή γυναίκα, ότι ανεξήγητη ευωδία ανέβαινε τότε απ’ το νερό, ως θυμίαμα αθώας ψυχής, ανεβαίνοντας προς τον θεάνθρωπο Πλάστη.
 
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.

TO ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΩΝ ΔΙΡΦΕΩΝ 2