Πέμπτη 30 Δεκεμβρίου 2021

Υπό την βασιλικήν δρυν

Το διήγημα δημοσιεύτηκε το 1901
➖➖➖
Τη μετατροπή του κειμένου στην
καθομιλουμένη δημοτική
έκανε ο
Ιωάννης Δ. Γιαννούκος
⭐⭐⭐

Όταν ήμουν παιδί ακόμα, περνούσα εκεί κοντά, καβάλα στο γαϊδουράκι, για να πάω να απολαύσω τα εξοχικά μας πανηγύρια των ημερών του Πάσχα, του Αγίου Γεωργίου και της Πρωτομαγιάς, ρεμβάζοντας γλυκά, μη χορταίνοντας να θαυμάζω ένα πανέμορφο δένδρο μεμονωμένο, πελώριο, μία βασιλική δρυ.
Τι μεγαλείο είχε! Τα κλαδιά της χλωρά, γκριζωπά, κατάμεστα, κραταιά, τα κλωνάρια της γαμψά όπως η κατατομή του αετού, μικρά κλωνάκια προεξείχαν, που μαζί με τα φύλλα τους περιτυλιγμένα, έμοιαζαν με χαίτες λιονταριού η βασιλικά στέμματα. Και ήταν εκείνη βασίλισσα του δρυμού, δέσποινα άγριας καλλονής, βασίλισσα της δρόσου…
Από τα φύλλα της, στάλαζε και έρρεε ολόγυρά της «μάννα ζωής, δρόσος γλυκασμού, μέλι το εκ πέτρας». 
Έθαλπαν οι ζωφόροι χυμοί της, έρωτα θείας ακμής και έπνεε η θεσπέσια φυλλωσιά της, τρυφηλότητα αμόλυντη. Και η κορυφή της πυκνόφυλλη υψωνόταν σαν στέμμα παρθενικό, διάδημα θείο.
Αισθανόμουν ανείπωτη συγκίνηση, να βλέπω το μεγαλοπρεπές εκείνο δένδρο. 
Φάνταζε στα μάτια, τραγουδούσε στα αυτιά, ψιθύριζε στην ψυχή, φθόγγους ανείπωτης γοητείας. 
Τα κλωνάρια της, το φύλλωμά της, στου ανέμου το φύσημα, φαίνονταν σαν να ψάλλουν μέλος ψαλμικό, το
«Ὡς ἐμεγαλύνθην…».
Με έθελγε, με καλούσε κοντά της. Ποθούσα να πηδήσω από το υποζύγιο, να τρέξω κοντά της, να την απολαύσω, να
αγκαλιάσω τον κορμό της, ο οποίος θα ήταν αγκάλιασμα για πέντε παιδιά σαν εμένα και να τον φιλήσω. Να προσπαθήσω να σκαρφαλώσω στον πελώριο κορμό της, το μεστό και γκριζωπό, να ανεβώ στο σταύρωμα των κλαδιών της, να σκαρφαλώσω στους κλώνους, να φτάσω στα ακροκλώναρα.
Και αν δεν με δεχόταν και αν με απέβαλλε από το σώμα της και μ’ έριχνε κάτω, ας έπεφτα να κυλιστώ στη χλόη της, να στεγασθώ κάτω απ’ τη σκιά της, κάτω από τα αετώματα των κλώνων της, τα όμοια με στέμματα Δαβίδ θεολήπτου.
Το ποθούσα πολύ, αλλά η συνοδεία των οικείων μου, με τους οποίους έκανα τις εκδρομές εκείνες ανά τα όρη, δεν θα ήθελε να μου το επιτρέψει. 
Και μία χρονιά, ήταν κατά τις εορτές του σωτήριου έτους 18…, καθώς είχαμε περάσει δίπλα από το δένδρο, φθάσαμε στο Μέγα Μαντρί.
Το Μέγα Μαντρί ήταν μικρός συνοικισμός, που εκεί έφερναν τα κοπάδια τους το καλοκαίρι οι βοσκοί της περιοχής.
Κατοικούσαν εκεί επτά ή οκτώ οικογένειες αγροτών. 
Δύο απ’ τις οικογένειες αυτές συνδέονταν προς τους γονείς μου, με δεσμούς βαπτίσματος, κολιγοσύνης κτλ. και όλοι ήταν φίλοι και συμπατριώτες μας.
Πηγαίναμε εκεί συνήθως τις μέρες του Πάσχα, έπειτα πάλι του Αγίου Γεωργίου ή την Πρωτομαγιά και άλλοτε του Αγίου Κωνσταντίνου ή της Αναλήψεως. 
Πάνω σε ένα όμορφο λόφο, υπήρχε το παρεκκλήσι του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου, όπου λειτουργούμασταν.
Γίνονταν εκεί χοροί και πανηγύρια, δρόσος και αναψυχή και χάρμα βασίλευε. Θυσιάζονταν αρνιά και ερίφια και σπονδές γίνονταν με πυρόξανθο κρασί. Τελούνταν αγώνες άμιλλας, δισκοβολίες και άλματα. Κτυπούσε στα αυτιά ο ήχος του αυλού και της λύρας, συνοδεύοντας το ρυθμικό  βήμα των παρθένων στο χορό.
Και ξανθές με κόκκινα μαντήλια βοσκοπούλες, πηδούσαν, πετούσαν, κελαηδούσαν.
***
Καθώς είχαμε φθάσει εκεί τη χρονιά εκείνη, με είχε κυριεύσει ζωηρότερα, η εντύπωση η μαγική της δρυός. 
Περνούσαμε εκάστοτε όχι μακριά απ’ το δένδρο, που απείχε μισή ώρα δρόμο από το Μέγα Μαντρί.
Ο δρόμος μας ήταν πάνω στην πλαγιά, λίγο ψηλότερα απ’ τη θέση που βρισκόταν το δένδρο, διέσχιζε πλαγίως το βουνό και η δρυς η μαγική, καθώς εξακολουθούσα να τη βλέπω επὶ πολύ ώρα, με γοήτευε και με καλούσε, σαν να ήταν πλάσμα έμψυχο, κόρη παρθενική του βουνού.
Κατά τις διάφορες στροφές του δρόμου, ανάλογα με τα βαθουλώματα  ή τις προεξοχές του εδάφους και με τις κινήσεις του γαϊδουριού, τις ιδιότροπες και πείσμονες, καθώς ξανοιγόμουν προς τη δρυ, καθόσον πλησίαζα ή απομακρυνόμουν απ’ αυτήν, τόσες θέες, απόψεις και φάσεις λάβαινε το δένδρο.
Από πλάγια και μακριά είχε όψη λιγυρής χάριτος, κοντά και κατά μέτωπο, εμφανιζόταν αλλιώς, μεστή και μεγάλη, βαθύχλωρη, μοιάζοντας με νύφη.
Όλη τη νύχτα, κοιμώμενος και αγρυπνώντας, ονειρευόμουν τη δρυ, τη θεσπέσια και ψηλή…
Το πρωί εκείνο του Μεγάλου Σαββάτου, καθώς είχε ευωδιάσει ο ναΐσκος από δάφνες και λιβάνια και είχε κρουσθεί τρελά από παιδικά χέρια η μικρή καμπάνα, που ήταν πάνω από το γείσο της στέγης της πλακοσκέπαστης, χαιρετίζοντας το «Ανάστα ο Θεός», το οποίο έψαλλε ο παπάς, ραίνοντας τους πιστούς με πέταλα ρόδων και λουλουδιών… έπειτα, πριν απολύσει η λειτουργία, εγώ έγινα άφαντος.
Από πλάγιο κρυφό δρομάκι, το οποίο είχα ανακαλύψει την προηγούμενη μέρα, άρχισα να ανεβαίνω τη ράχη του βουνού διευθυνόμενος προς το μέρος, όπου βρισκόταν η βασιλική δρυς.
Πίστευα, ότι γνώριζα καλά το δρόμο.
Ήταν όλος ο δρόμος ανηφορικός κι εγώ έτρεχα, έτρεχα, για να φθάσω γρήγορα, να ασπασθώ την αγαπημένη μου και γρήγορα πάλι να επιστρέψω, φανταζόμενος, ότι η απουσία μου τότε δεν θα γινόταν αντιληπτή και δεν θα είχα ν’ ακούσω επιπλήξεις από τους οικείους μου.
Πριν από μένα, είχαν αναχωρήσει από τον ποιμενικό καταυλισμό, λίγοι απ’ τους βοσκούς, πηγαίνοντας στην πολίχνη, για να πάνε αρνιά και τυρί στους κολίγους, αγοράζοντας άλλα ψώνια απ’ την πόλη. Αυτοί θα επέστρεφαν προς το βράδυ και δεν ήταν πιθανό να συναντήσω κάποιους στο δρόμο. Όμως ξαφνικά, είδα από μακριά άλλους να έρχονται προς τα εδώ, συνοδεία γυναικών και παιδιών και υποζυγίων.
Αυτοί έρχονταν απ’ την πόλη, για να συνεορτάσουν στην εξοχή κοντά στους συγγενείς τους, τους βοσκούς.
Αμέσως έφυγα απ’ το δρόμο και έσπευσα να κρυφτώ πίσω από πυκνούς θάμνους. 
Οι άνθρωποι εκείνοι, αν με συναντούσαν μόνο μου, μακριά απ’ τους γονείς μου, να περπατάω άγνωστο που, θα παραξενεύονταν και αν δεν με έπειθαν να γυρίσω με αυτούς αμέσως πίσω, εξάπαντος θα με κατάγγειλαν κάτω στο Μέγα Μαντρί.
Ήμουν ένδεκα ετών παιδί.
Εκείνοι, γρήγορα προσπέρασαν κι εγώ συνέχισα το δρόμο μου, αλλά μετά από λίγο τον έχασα.
Σε ένα σταυροδρόμι που έφθασα, πήρα το δρόμο αριστερά, τον ψηλότερο και ασθμαίνοντας έφθασα στην κορυφή του βουνού.
Αλλά η μεγάλη δρυς υπήρξε ευεργέτης μου και κηδεμόνας μου.
Αυτή με έβγαλε απ’ την απάτη, φαινόταν δε σαν να μου έκανε νόημα από μακριά και με καθοδηγούσε να έλθω κοντά της.
Καθώς την είδα χαμηλότερα, δεξιά, αρκετά μακριά, άφησα το δρομάκι στο οποίο έτρεχα και στρίβοντας δυτικά, άρχισα να κατεβαίνω μέσα απ’ τους αγρούς, υπερπηδώντας αιμασιές, χαντάκια, φραγμούς θάμνων και βάτων, σχίζοντας τις σάρκες μου, ματώνοντας χέρια και πόδια…
Τέλος έφθασα κοντά στην ποθητή νύμφη των δασών.
***
Ήμουν κατάκοπος, ιδρωμένος και λαχανιασμένος.
Άμα έφθασα, ρίχτηκα πάνω στη χλόη, κυλίστηκα πάνω σε παπαρούνες και χαμολούλουδα. Αλλά όμως αισθανόμουν κρυφή ευτυχία, ονειρώδη απόλαυση. 
Ρέμβαζα, βλέποντας τους κλώνους της τους κραταιούς και ανοιγοκλείνοντας ηδυπαθώς τα χείλη στην πνοή της αύρας της, στο θρόισμα των φύλλων της. 
Εκατοντάδες πουλιά αναπαύονταν στους κλώνους της και απάγγειλαν τρελά τραγούδια…
Δρόσος, άρωμα και χαρμονή θώπευαν την ψυχή μου.
Ήμουν αποσταμένος και δεν είχα κοιμηθεί καλά τη νύκτα.
Ο ύπνος μου έλειπε. Στη σκιά του πελώριου δένδρου, ανάμεσα στις παπαρούνες τις κατακόκκινες, ο ύπνος ήλθε, με νανούρισε και μου έδειξε εικόνες όπως σε ένα περίεργο παιδί.
Μου φάνηκε, ότι το δένδρο, σιγά σιγά άλλαξε όψη, είδος και μορφή.
Σε μία στιγμή, η ρίζα του μου φάνηκε σαν δύο ωραίες κνήμες, κολλημένες η μία πάνω στην άλλη, έπειτα μετά από λίγο, ξεκόλλησαν και χωρίσθηκαν σε δύο, ο κορμός μου φάνηκε, ότι διαπλασσόταν και μορφοποιούταν σε οσφύ, σε κοιλιά και στέρνο, οι δύο τεράστιοι κλάδοι, μου φάνηκαν σαν δύο βραχίονες, χέρια που αναζητούσαν το άπειρο, έπειτα κατέρχονταν συγκαταβατικά προς τη γη, επί της οποίας ήμουν εγώ και το βαθύ γκριζωπό αειθαλές φύλλωμα, μου φάνηκε σαν πλούσια κόμη κόρης, ανασηκωμένη προς τα πάνω, έπειτα λυμένη, κυματιστή, χαλαρωμένη προς τα κάτω.
Το πόρισμά μου, που βγήκε απ’ το όνειρο και εν είδη συλλογισμού διατυπωμένο, υπήρξε τούτο.
«Α! δεν είναι δένδρο, είναι κόρη και τα δένδρα, όσα βλέπουμε είναι γυναίκες!»
Όταν μετά από λίγο ξύπνησα, ως συνέχεια του ονείρου, είχα στο νου, την ανάμνηση της ιστορίας του τυφλού, τον οποίο ο Χριστός θεράπευσε, καθώς είχα ακούσει το διδάσκαλό μας στην Ιερά Ιστορία: «Κατ’ αρχάς μεν είδε τους ανθρώπους ως δένδρα, δεύτερον δε τους είδε καθαρά…»
Αλλά δεν ξύπνησα ακόμη, πριν ακούσω τι έλεγε τὸ φάσμα.
Η κόρη -η δρυς- είχε λάβει φωνή και μου έλεγε:
«– Ειπὲ να μου φεισθούν, να μη με κόψουν…, διά να μη κάμω ακουσίως κακό. Δεν είμαι εγώ νύμφη αθάνατος, θα ζήσω όσον αυτό το δένδρο….»
Ξύπνησα έντρομος και έφυγα…
Ήταν ήδη μεσημέρι και ο ήλιος μεσουρανούσε.
Έκαιγε ψηλά, πάνω από την κορυφή της δρυός, η οποία ήταν σκιά αδιαπέραστη… 
Από τον αντικρινό λόφο άκουσα μια φωνή να με καλεί
με τ΄ όνομά μου. 
Ήταν ένας μικρός βοσκός με την κάπα του, με τη γκλίτσα του και με δέκα κατσίκες, τις οποίες οδηγούσε.
Μου φώναξε, ότι ο πατέρας μου με αναζητούσε ανήσυχος και να τρέξω, να φθάσω γρήγορα εκεί κάτω…
Δεν κατάλαβα τίποτε από το μαντικό όνειρο.
Αργότερα διδάχθηκα από εγχειρίδιο Μυθολογίας, ότι η Αμαδρυὰς συναποθνήσκει με την δρυν, στην οποία βρίσκεται ενσαρκωμένη…
***
Μετά πολλά χρόνια, όταν ξενιτεμένος από πολύ καιρό επέστρεψα στο χωριό μου και επισκέφθηκα τα χωριά εκείνα, τα προσκυνητάρια των παιδικών αναμνήσεων, δε βρήκα πλέον, ούτε τον τόπο που ήταν κάποτε η Δρυς η Βασιλική, το πάγκαλο και μεγαλοπρεπές δένδρο, η νύμφη των δρυμώνων.
Μία γριά με τη ρόκα της, με δύο προβατίνες, τις οποίες έβοσκε μέσα σε έναν αγρό εκεί κοντά, βρισκόταν εκεί, καθισμένη έξω απ’ τη μικρή καλύβα της.
Όταν τη ρώτησα, τι είχε γίνει το «Μεγάλο Δένδρο», το οποίο ήταν έναν καιρό εκεί, μου απάντησε:
– Ο σχωρεμένος ο Βαργέντης το έκοψε… μα κι εκείνος δεν είχε κάμει νισάφι με το τσεκούρι του, όλα θεόρατα δένδρα, τόσα σημαδιακά πράματα. Σαν τό ΄κοψε κι ύστερα, δεν είδε προκοπή. Αρρώστησε και σε λίγες μέρες πέθανε…
Το Μεγάλο Δένδρο ήταν στοιχειωμένο.
 
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.

TO ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΩΝ ΔΙΡΦΕΩΝ 2