Η
επίσημη συνοδεία, ανέβαινε το βουνό με βήμα αργό.
Πρώτος
ο Δήμαρχος, καβάλα σε φοράδα, έπειτα ο ενωμοτάρχης Μαραγκάκης, καθήμενος πάνω
σε ημίονο. Τρίτος ερχόταν πάνω σε
γαϊδούρι ο Σωτηράκης του Νταντού, δεκαπέντε ετών, απόφοιτος του Σχολείου, ανεψιὸς
του Δημάρχου, τον οποίο ο θείος του είχε ως βοηθό γραφέα στο Δημαρχείο.
Κατόπιν
ακολουθούσαν πεζοί, ένας χωροφύλακας, στις διαταγές του ενωμοτάρχη, ο δραγάτης
Παναγιώτης ο Άλλαξης, γυναικάδελφος του Δημήτρη του Μαυρονούρη και ο κλητήρας
της δημαρχίας μπάρμπα-Κυριάκος, ωραίος υδραίος με βράκα και φέσι, με υπερήφανη
κοντή φούντα ή γαλίπα.
Είχε αποκατασταθεί προ χρόνων στον τόπο και διέπρεπε για
αυστηρότητα και ακρίβεια στην υπηρεσία.
Ο
Δημήτρης ο Μαυρονούρης, άμα ξύπνησε, έσπευσε να κατέβει παρακάτω σε προϋπάντηση
του Δημάρχου και της συνοδείας του.
Αφού
είπε καλημέρα με κατηφή όψη, φώναξε:
― Κυρ-Δήμαρχε!…
δεν είν᾿ εδώ ο μουστερής.
― Ποιός;
―Ο
Στάθης του Πατσογιάννη.
― Δεν
τους είπες να τον κρατήσουν;
― Τους
είπα, αλλά δεν ήρθε απεδώ.
Ο
κυρ Κωνσταντὴς ο Μωραΐτης θύμωσε.
― Να
πάτε να τον βρείτε, όπου κι αν είναι… Εσύ, ο Κυριάκος κι ο
χωροφύλακας… με την άδεια του κυρίου νωματάρχη (έσπευσε να
προσθέσει). Και να μου τον φέρετε δεμένο εδώ, ακούς;
―Άκουσα,
είπε χωρὶς να σαλέψει απὸ τη θέση του ο Μαυρονούρης.
―Δεν
μου έκαμες τίποτε κουμπάρε, είπε με τόνο ήπιας μομφής ο
Δήμαρχος.
― Τι
φταίω εγώ;
― Λοιπόν
δεν είν᾿ εδώ; ανέκραξε άμα άκουσε την ομιλία ο νωματάρχης.
― Δεν
είναι.
― Διάολε
τ΄ς αποθαμένοι του! έκαμε ο Μαραγκάκης, χτυπώντας το σπαθί του στο σαμάρι της
ημιόνου.
― Ταΐτε
χωριάτε! είπε ο μπαρμπα-Κυριάκος, κτυπώντας ένα ξερόκλαδο με την κοντή ράβδο
του.
― Μάλιστα,
να πάτε! ξανάπε ο κυρ Αντώνης ο Μαραγκάκης. Χωροφύλακα! να συνοδεύσεις τους
ανθρώπους της Δημαρχίας, όπου σας στείλει ο κύριος Δήμαρχος.
Την
ιδία στιγμή, σαν για να βγάλει ψεύτη το Δημήτρη τον αγροφύλακα, φάνηκε από
μακριά ένας «διακαμός», μία σκιά ανθρώπου.
Ήταν ο Στάθης ο Πατσογιάννης,
τρέχοντας ανάμεσα στο πυκνό δάσος, σε απόσταση τριακοσίων περίπου βημάτων, προς
το μέρος της ακτής. Προφανώς κατέβαινε απὸ την κορυφή της δειράδας και είχε
μείνει προς στιγμή ασκέπαστος, εξ ανάγκης, σε κάποιο σημείο του δάσους, ενώ
προσπαθούσε να διαφύγει τη συνάντηση της συνοδείας.
Πρώτος
ο Δήμαρχος τον είδε και τον υπέδειξε στον Μαραγκάκη.
― Λοιπόν,
νά τος! είπε ο Δήμαρχος. Τι μου έλεγες Δημήτρη;
Ο
Μαυρονούρης μάσησε πνιγμένη βλασφήμια.
― Δεν
ήξερα πως ήταν απάνω. Εγὼ κοιμήθηκα στο μαντρί, αυτός θα
έρχεται από το καλύβι.
― Και
μας άκουσε που ερχόμαστε και το στρίβει! Αρκεί να μην του είπες τίποτα.
―Εγώ;
― Τρέξετε,
λοιπόν! πρόσταξε ο δημοτικός άρχων.
Ο
Μαυρονούρης, θέλοντας να δείξει ζήλο, έτρεξε πρώτος προς το μέρος όπου είχε
φανεί η σκιά, που κρύφτηκε και πάλι πίσω από τα δένδρα.
Κατόπιν
έτρεξαν ο Κυριάκος, ο χωροφύλακας κι ο Παναγιώτης.
Αλλά
ο Κυριάκος, που έπραττε ανεπιφύλακτα και χωρὶς ενδοιασμό ή υστεροβουλία,
προσπέρασε το Δημήτρη, έπειτα φώναξέ προς τους άλλους δύο:
― Τρεχάτε
σεις να του κόψετε το δρόμο απ᾿ την άλλη μεριά!.. Ταΐτε.
Αλλά
ήδη, ο Στάθης ο Πατσογιάννης, που φαινόταν ότι έπραττε όλα τα πράγματα με
αμφιβολία, έτοιμος να μετανοήσει σε κάθε στιγμή, κάτι σκέφτηκε, φαίνεται ότι
ήταν μάταιο να τρέχει, αφού δεν καταδιώκεται ούτε καν για κάποιο έγκλημα.
― Τι
με μέλει; θα είπε μέσα του. Ανίσως δεν ήταν τα μάγια! τα μάγια!
Και
στάθηκε.
Έπειτα
μετά μία στιγμή, έστρεψε το πρόσωπο προς τα εδώ και ήλθε, με κάποιο πικρό
χαμόγελο, ανάμεσα στα δύο μάγουλά του, τα ισχνά που είχαν όψη χορταριασμένου
και μουσκλιασμένου βράχου, ήλθε, λέγω, σε προϋπάντηση του Κυριάκου και του
Δημήτρη.
―Εμένα
γυρεύει ο κουμπάρος ο Δήμαρχος; είπε, εγὼ δεν φεύγω, είμαι εδώ.
Του
Δημάρχου το πρόσωπο, κατόπιν προσπάθειας, γαλήνεψε αμέσως. Έκανα νόημα προς
τους άλλους να πάψει κάθε περιττός λόγος και φώναξε, σαν να μην είχε συμβεί
τίποτε, προς το Στάθη:
―Είναι
κανεὶς στο καλύβι της πεθεράς σου, Στάθη;
―Εκεί
είναι η γριά, κύριε Δήμαρχε, τώρα ήρθα από κει.
―Πάμε
μαζὶ ως εκεί, Στάθη;
Ο
νεαρός βοσκός προπορεύτηκε και οι άλλοι ακολούθησαν.
Μετά
λίγα λεπτά έφθασαν στο προαύλιο της λευκής ασβεστωμένης καλύβας, στο ψηλό
οροπέδιο, που είχε μεγαλοπρεπή θέα προς το πέλαγος του βορρά και προς το πέραμα
ανατολικά μεταξὺ των κήπων. Εκεί ανέπνεε
κανείς τόσο αγνά και άφθονα, ώστε ήταν απορίας άξιον πως βρίσκονταν άνθρωποι
τόσο μελαγχολικοί, απὸ την αιώνια μανία του ανθρώπου, εν ελλείψει δυστυχίας
πραγματικής, να γίνεται δυστυχής με την ίδια του φαντασία.
Ο
Δήμαρχος και η συνοδεία του πέζεψαν.
Βρήκαν εκεί όχι μόνο τη γριά-Πλιάκαινα και
τη θυγατέρα της Κρατήρα, αλλά και την άλλη κόρη της, την Τσιμπλιαράκαινα και το
σύζυγό της, το Θανάση.
Μετά
λίγες στιγμές έφθασαν κι οι δύο γιοι της γριάς, οι Πλιακαίοι, αφήνοντας τα
κοπάδια στη φύλαξη των παραγιών τους.
Όλοι
είχαν έλθει σαν από σύνθημα.
Ο
γέρο-Τσιμπλιαράκης, ο σύζυγος της Γηρακώς, έμοιαζε σχεδόν με Μαλτέζο,
εκτοπισμένο παρ᾿ ελπίδα στην κορυφή του ερημικού βουνού εκεί, στην απόκεντρη
μικρή νήσο. Κάπνιζε κοντή πίπα ακοίμητη, είχε μισόκλειστα τα βλέφαρα και
μασούσε τις σύντομες αποκρίσεις που έδινε στο Δήμαρχο - ρωτώντας αυτόν περὶ της
καταστάσεως των αγροτικών κτημάτων και των ποιμνίων - μεταξὺ της πίπας, του
μουστακιού και των δοντιών του.
Η
Γηρακὼ ήταν ευδιάθετη ν᾿ αρχίσει τη συνηθισμένη ρητορεία.
― Καλώς
ήρθατε, κουμπάρε κι αφέντη μας, κυρ Δήμαρχε.
Η Παναγιά σας έφερε. Απ᾿ τα ψες το
πουρνό, όπως και πάντα, δεν έπαψα να σας έχω στο νου μου. Το είπα εγώ της γριάς
- δεν σου τό ᾽λεγα, μάννα; - πως κάτι μου έλεγε πως θα μας θυμηθεί, ο
κουμπάρος, ο Δήμαρχός μας. Όλη νύχτα σας έβλεπα στ᾿ όνειρό μου.
― Καλώς
ήρθατε, κυρ Κωνσταντίνε, κουμπάρε, παιδάκι μου, είπε μόνο η γριά-Πλιάκαινα.
Καλά είν᾿ η κουμπάρα, τα παιδιά;
― Τα
είπαμε ψες εμείς με την κουμπάρα, διέκοψε ακράτητη η Γηρακώ. Ούλα τα καλά τ᾿
Θιού τά ᾽χουμε, τίποτα δε μας λείπει, δόξα να ΄χει ο Μεγαλοδύναμος. Μα δεν πας
να φορέσεις κι εσὺ τη φ᾿στάνα σ᾿, μάννα; Έτσι δα με την κόκκινη μαλλίνα θα
είσαι, μπροστά στον κουμπάρο και τ΄ς μ᾿σαφιραίοι… ας είναι καλά, που μας
θυμηθήκανε.
Έπειτα
σκύβοντας πλησιέστερα της είπε, κρυφά τάχα, αλλά με φωνή που αρκούσε για να
ακουστεί από όλους τους παρόντες:
―Έχομε
γάμο εδώ, μάννα! γάμο και χαρά. Για κοίταξε κει πέρα.
Της
έδειξε μακριά στη ράχη, αλλά η γριά δεν έβλεπε αρκετά.
―Τι
είναι;
―Ο
παπα-Φραγκούλης! που σ᾿ αυτόν τον κόσμο;… Έμαθα πως ήταν να λειτουργήσει στον
Αι-Κωνσταντίνο, πέρα.
Και τι δουλειά έχει από δω;
Η
Μπόζαινα (έφερε το όνομα τούτο από τον πατέρα της, επειδή ήταν προγονή του
Πλιάκα, από πρώτο γάμο της μητέρας της γεννηθείσα) έλεγε όλα αυτά με μεγάλη
φαιδρότητα.
Ο
κυρ Κωσταντὴς ο Δήμαρχος, ακουσίως πως, επένευσε στο πλάγιο ερώτημα της και
τότε η Μπόζαινα βεβαιώθηκε.
Τότε
στραφείσα προς τους αδελφούς της:
― Τι
κάθεσθε, παιδιά; Δε σφάζετε κανένα βιτούλι;
― Αυτό
είναι δουλειά που γίνεται, είπε ο ένας των Πλιακαίων.
Άργητα
δεν έχει.
― Τώρα
ψήνεται και το κοκορέτσι, πίσω απ᾿ το μαντρί εκεί, βεβαίωσε ο
άλλος.
―Αλήθεια;
Μπράβο!
―Μα
πως; Μπορούσαμε να μη φιλέψουμε τον κυρ Δήμαρχο, τον κουμπάρο, στα τόσα χρόνια
που μας θυμήθηκε;
Μα,
αν είναι έτσι, να σφάξουμε κι ένα δεύτερο.
* * *
Ο
κυρ Κωσταντὴς ο Μωραΐτης, είχε πει στον κλητήρα του, αφού του
έκανε νόημα να πλησιάσει:
―Τα
μάτια σου τέσσερα! να μη μας φύγει ο Πατσοστάθης.
―Έννοια
σου, κυρ Δήμαρχε, μπήκα στο νόημα εγώ, απάντησε ο Κυριάκος.
Ήδη
είχε πλησιάσει από την αντικρινή ράχη που ερχόταν ο παπα-Φραγκούλης, πάνω σε
γαϊδουράκι, με ένα μικρό γιο του, που ακολουθούσε πεζός από πίσω.
― Να,
έφθασε ο παπάς, είπε ο κυρ Κωσταντής.
Και
στραφείς προς τους Πλιακαίους:
― Τι
κάθεστε, παιδιά; Δεν κόβετε δύο κληματσίδες; Θα χρειαστούν για τα στέφανα. Τα
καταφέρνεις, κουμπάρα Γηρακώ;
Και
προς τον ανεψιό του:
― Σωτηράκη,
θυμήθηκες να πάρεις το βαράκι που σου είπα, με τις μεταξωτές κορδέλες;
Ο
μικρός νέος έβγαλε από τον κόρφο του ένα τυλιγμένο χαρτί, μέσα στο οποίο
υπήρχαν χρυσόχαρτα και χρωματιστές ταινίες, που συνηθίζονταν προς διακόσμηση
των στεφάνων και τα έδωσε στη Μπόζαινα, που τα δέχθηκε χαμογελώντας γλυκά.
Εντωμεταξὺ
ο παπάς πέζεψε, χαιρέτισε τη συνοδεία, η οποία
προσηκώθηκε,
καθότι ερχόταν από λειτουργία και ήπιε μαζί με τους άλλους το ρακί, το οποίο
προσφέρθηκε από τους βοσκούς στους επισκέπτες.
Ο
ένας των δύο Πλιακαίων είχε φέρει ήδη το κοκορέτσι, το οποίο άχνιζε και είχε
θεσπέσια κνίσα.
― Φέρετε
το μπουλετί παιδιά, είπε ο κυρ Κωσταντής.
Δεν
είχατε καμωμένο προικοσύμφωνο, όταν ζούσε ο πατέρας σας;
― Μάλιστα,
κυρ Δήμαρχε.
―Απάνω
στ᾿ αραφάκι τό ᾽χω, κοντά στα Κονίσματα, είπε η γριά-Πλιάκαινα.
Ο
νέος έφερε το χαρτί και το παρουσίασε στο Δήμαρχο.
Αυτός
ένευσε προς τον ανιψιό του να το διαβάσει.
«Εις
τ᾿ όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνέματος - διάβασε εις επήκοον πάντων ο Σωτηράκης - πανδρεύω
το σήμερον την δυχατέρα μου Κρατήρα, με τον Στάθη, γιον του Πατσογιάννη και της
δίνω πρώτα την ευχή μου, εγὼ κι η φαμίλια μου η μάννα της, από τα είκοσί μας
νύχια και της δίνω, δεύτερο το καλύβι στην Κλινιά, στην κορφὴ της ράχης, μαζὶ
με την αυλή του και το φούρνο και την περιοχή το χωράφι στην Κλινιά, σύμπλια
(δείνα και δείνα) και τ᾿ αμπέλι δίπλα (με τα σύνορα), άλλο χωράφι στα Καμπιά,
σύμπλια (…), κι άλλο κοντὰ στ᾿ Αγαλλιανού το ρέμα, σύμπλια (…), και τον ελιώνα
στην Κεχρεά, με σύνορα (…) κι άλλον ελιώνα στα Λεχούνια (με τόσα δένδρα και
τόσα θηλιάσματα)… Και της δίνω εβδομήντα πέντε γίδια απ᾿ το κοπάδι μας… και της
δίνω όλα τα τίποτε και τα εντύματα του σπιτιού (ακριβής κατάλογος φορεμάτων,
σεντονιών, κτλ.), πέντε χαλκώματα, ένα ρακοκάζανο, τρία πιθάρια, δύο βαρέλια,
τηγάνια… πυροστιά… σκαφίδα… σήττα… κόσκινο».
Τίποτε
δεν έλειπε.
― Λοιπόν,
τα προικιά είναι αρκετά, είπε σοβαρός ο Δήμαρχος.
Φρόντισες
για την άδεια που σου παράγγειλα, παπά;
Ο
Δήμαρχος φυλάχθηκε να ρωτήσει τους συγγενείς της νύφης, αν συμφωνούσαν στην
προίκα την οποία είχε ορίσει ο πατέρας τους ή αν ήθελαν να κάμουν συμβόλαιο.
Ο
ένας εκ των δύο γυναικαδέλφων φάνηκε ότι κάτι ήθελε να πει, αλλά συναρπαγεὶς απὸ
τη βία του Δημάρχου, «αποδακώθηκε» και σιώπησε.
Ο
παπά-Φραγκούλης έβγαλε απὸ τον κόρφο του διπλωμένο φύλλο χαρτιού σφραγισμένο,
το ξεδίπλωσε, έβαλε τα γυαλιά του και διάβασε:
«Ο Αρχιερατικός
επίτροπος… προς τον εφημέριο, τον Σκευοφύλακα Φραγκούλην Αλεξάνδρου.
Επιτρέπεται
σοι ίνα στεφανώσεις τον Ευστάθιο Ιωάννου Πατσά, ετών 34, μετά της Κρατήρας
Κωνσταντίνου Πλάκα, ετών 27, εις πρώτον γάμον αμφοτέρους, τηρουμένων…» κτλ.
κτλ.
― Λοιπόν,
έχεις αντίρρηση, Στάθη; ρώτησε αίφνης ο Δήμαρχος το γαμπρό, όλα δεν είναι
εντάξει;
―Εγώ
ήθελα να σ᾿πω ένα λόγο κρυφούτσικο, κυρ Κωνσταντίνε, κουμπάρε, είπε ο Στάθης.
Ας τ᾿ ακούσει κι ο παπάς, ιερέας άνθρωπος είναι!
―Έλα,
λέγε.
Ο
νέος πλησίασε, στάθηκε μεταξὺ του Δημάρχου και του παπά, οι οποίοι κάθονταν σε
ένα μεγάλο κορμό άγριου δένδρου, ριγμένου εκεί, καταντικρὺ στη θύρα της μικρής
οικίας. Έσκυψε προς αυτοὺς και άρχισε να λέει:
―Εγώ,
κουμπάρε, ήθελα να στεφανωθώ και θα ήμουν στεφανωμένος από χρόνια τώρα. Μα
φοβάμαι, φοβάμαι…
― Τι
φοβάσαι;
― Τα
μάγια! είπε μυστηριωδώς.
― Και
τα πιστεύεις αυτά; είπε ο κυρ Κωσταντής.
― Τα
πιστεύω, λέει;… Δύο μάγισσες, δύο κακὲς γυναίκες, τις ξέρω, δεν τις ξέρω, μου
κάμανε… ναι, μου κάμανε μάγια, να μην δω προκοπή.
― Και
πώς δίδεις αξία στου Σατανά τα έργα, Στάθη; είπε παίρνοντας το λόγο ο παπάς.
Δεν ξέρεις ότι ο διάβολος δεν έχει εξουσία επάνω στους δούλους του Θεού να
μπορεί να τους βλάψει;
― Μα
τις είδα σας λέω, με τα μάτια μου, παπά! Νύχτα, φεγγάρι ήτανε. Τις είδα που
έκαναν τα μάγια. Τις γνώρισα, δεν τις γνώρισα, μα ωστόσο… μου έδεσαν κόμπο να
μη μπορώ να τον λύσω.
― Φαντασία
σατανική ήταν, Ευστάθιε, είπε σοβαρά ο ιερέας.
Και
αν έκαναν τίποτε, το έκαναν διὰ να σε φοβίσουν.
Μην
το πιστεύεις, να μην έχει ισχύν.
― Και
δε μου λες ένα πράγμα, Στάθη, ξανάπε ο Δήμαρχος, με φωνή ώστε να ακούσουν κι οι
άλλοι τριγύρω. (Είναι αλήθεια ότι μεγάλο μέρος των λεχθέντων όλοι είχαν ακούσει.)
―Ορίστε,
κυρ Δήμαρχε.
―Γιατί,
ενόσω μένεις αστεφάνωτος, δεν φοβάσαι μήπως δεν κάμεις προκοπή κι άμα
στεφανωθείς, φοβάσαι μήπως δεν κάμεις;
― Γιατί;
Ξέρω κι εγώ;
― Τότε,
έπρεπε να είχες χωρίσει.
―
Ας με χώριζαν!
― Δεν
ήθελε να χωρίσει, κυρ Δήμαρχε! διαμαρτυρήθηκαν με μια φωνή η γριά και οι δύο γιοι της.
― Τότε,
ας στεφανωθεί, συμπέρανε ο παπάς. Ας βάλει το στεφάνι και είμαι βέβαιος ότι θα
χαλάσουν τα μάγια.
― Πράγματι!…
Πολὺ καλά λέει ο παπάς, φώναξε εγκάρδια, μη μπορώντας να κρατηθεί από τον
ενθουσιασμό του, ο μπαρμπα-Κυριάκος.
Την
ευχή σου νά ᾽χω, Λαλ-Πρίφτη!
* * *
Εντωμεταξύ,
το Γηρακώ η Μπόζαινα, χαμογελαστή πάντοτε με το γλυκό χαμόγελο, είχε διέλθει σε
κάποια απόσταση, με τα στέφανα τα οποία είχε κατασκευάσει, κρατώντας τα και
κρύβοντάς τα δήθεν, ακριβώς ώστε να τα
επιδεικνύει.
― Λοιπόν,
όλα καλά, έκραξε ο Δήμαρχος εις επήκοον της Μπόζαινας, ας στολισθεί η νύφη!
― Κι
έπειτα, είπε ακόμη μετά κάποια σκέψη ο παπα-Φραγκούλης, έχουμε κι άλλο
μεγαλύτερο αντιμαγικὸ εδώ.
Να σου πω, Γηρακώ!
Σηκώθηκε,
έψαξε στο δισάκκι, το οποίο είχε ξεφορτώσει από το γαϊδουράκι του και ανέσυρε
από κει μικρό χρυσοδεμένο βιβλιάριο, με Σταυρούς στολισμένο και το έδωκε στη
Μπόζαινα.
― Ιδού,
λάβε το Τετραβάγγελο. Ας το βάλει στον κόρφο του ο γαμπρός, την ώρα που θα τελείται
το μυστήριο, για να μην τον πιάνουν τα μάγια.
― Μου
βρίσκεται κι εμένα ένα Τετραβάγγελο παπά.
Να
το βάλω στον κόρφο της νύφης;
―
Ακόμη καλύτερα.
― Λοιπόν,
τίποτα δε μας λείπει, είπε ο Δήμαρχος.
― Σύντεκνος;…
Του λόου σ᾿ κυρ Δήμαρχε; ρώτησε (αυτός ήταν ο δεύτερος λόγος τον οποίο είπε) ο γέρο-Τσιμπλιαράκης.
― Στάθη,
είπε ο Δήμαρχος, δεν σ᾿ έχει βαπτίσει ο γέρο-Νταντός, ο
γαμπρός μου;
― Ναι.
― Να
ο γιος του ο Σωτηράκης. Αυτός θα κρατήσει τα στέφανα.
―
Εγώ κουμπάρος; είπε με παιδική χαρά ο Σωτηράκης.
―
Εσύ.
― Και
δεν ήξερα, μπάρμπα να βάλω τα καλά μ᾿ τα ρούχα! μόνο ήρθα μ᾿ αυτά που φορώ.
Κυριακή είναι, μα θα πάτε σε εξοχή, μου λέει η μάννα μου, να μην τα χαλνάς και
στρώνεσαι όπου φτάσεις… και τα χαλνάς, λέει, τα ρούχα σ᾿. Κρίμας!
― Δεν
πειράζει, είπε γελώντας ο Δήμαρχος. Μα γιατί σε πήρα θαρρείς, για γραμματικό;
Για κουμπάρο σ᾿ ήθελα. Κι έπειτα δε σου είπα να πάρεις βαράκια και κορδέλες;
― Που
να καταλάβω;
Έπειτα,
ο Δήμαρχος, με μαλακότερη φωνή προς τους συγγενείς:
―Ο
γαμπρός, ωστόσο… αν και φορεί τα κυριακάτικα… για να μην το
έχει παράπονο, καλό θα ήταν…
― Πως
είπες, κυρ Δήμαρχε; μουρμούρισε πίσω από την πίπα του, εν μέσω μικρού νέφους
καπνού, ο Τσιμπλιαράκης.
― Να
σαλτάρει ένας, επανέλαβε ο Δήμαρχος, να του φέρει τα λαμπριάτικα τα ρούχα του…
πέρ᾿ απὸ το καλύβι το πατρικό του. Πας, Γιώργη;
―
Εγώ, κύριε Δήμαρχε, είπε ο νεώτερος εκ των Πατσαίων.
― Και
για καλύτερα, ας σε συνοδεύσει ο Παναγιώτης.
Τρεχάτε.
Κι
άκουσε! όποιον βρεις από τους συγγενείς του γαμπρού, κάλεσέ τον στο γάμο.
― Να
μη μας πουν πως τον κάμαμε τάχα κρυφό το γάμο, ξανάπε γελώντας ο Δήμαρχος.
Πηγαίνετε. Έχουμε καιρό ακόμα… Όσο να στολισθεί κι η νύφη.
― Πάμε…
κι έφτασα! έκραξε τρέχοντας εμπρός ο νέος.
Ο
Παναγιώτης ο Άλλαξης, ο δραγάτης, ακολούθησε πίσω του με βάδισμα και τρόπο
χασομέρη, στον οποίο επέβαλε κανείς αγγαρεία. Άμα κρύφτηκαν πίσω από την πρώτη
συστάδα των δένδρων, φώναξε προς το νεαρό βοσκό:
― Στάσου,
τι βιάζεσαι έτσι, Γιώργη; να κάμουμε κι ένα τσιγάρο δα!
Και
ξεκρέμασε τη δερμάτινη καπνοσακούλα του από το σελάχι, όπου την είχε κρεμασμένη
με ιμάντα.
Ο
Γιώργης εξακολούθησε να τρέχει εμπρός.
Μετά
μία ώρα, φάνηκε πρώτος ο Παναγιώτης, που φαίνεται, δεν είχε περπατήσει όλο το
δρόμο, αλλά είχε στήσει καραούλι αντίκρυ από την αγροικία
του Πατσογιάννη, προς τη ράχη τη νοτιανατολική.
―Έρχονται,
είπε.
Πράγματι,
μετά λίγα λεπτά, έφθασε ο Γιώργης, φέροντας τα λαμπριάτικα ρούχα του γαμπρού.
Μαζί του ήλθαν από το καλύβι το Πατσογιανναίικο, η γριά-Πατσού, η μάννα του
γαμπρού, ένας νεανίσκος αδελφός του, μία αδελφή του χήρα με δύο ανήλικα παιδιά,
και ένας εξάδελφός του, ο
Πατσοδημήτρης.
Η
νύφη στολισμένη, με χαμηλωμένα τα μάτια, με τα βλέφαρα κατεβασμένα, τους
περίμενε μέσα στην καλύβα.
Της είχαν φορέσει πορφυρό πουκάμισο μεταξωτό, με
λεπτά κεντήματα περὶ την τραχηλιά και τις χειρίδες, φουστάνι «κερμεσούτι»
βαθιού Κόκκινου χρώματος, αλέμι λεπτοϋφές, διαφανές, περί την κεφαλή και βαβουκλί
βελούδινο περί τους βραχίονες και τους ώμους.
Αληθινά, ως τσομπανοπούλα του
βουνού, ήταν πολὺ καλά ενδεδυμένη.
Αλλά
η οικογένεια ήταν εύπορη και άλλωστε η Μπόζαινα, η αδελφή της, ήταν επιδέξια
όσο και κάθε γυναίκα της πολίχνης.
Μέσα
στην καλύβα, που πρόχειρα ευπρεπίσθηκε, στάθηκαν κατέναντι του μικρού
εικονοστασίου, ο γαμπρός και η νύφη.
Λαμπάδες αλήθεια, είχαν ξεχάσει να φέρουν ο Δήμαρχος και η συνοδεία του, αλλά ο
παπα-Φραγκούλης έψαξε στο δισάκκι και βρήκε δύο από καθαρό κερί, οι οποίες
είχαν περισσέψει από τον Άγιο Κωνσταντίνο. Είχαν αναφθεί για λίγο, αλλά επειδή
ήταν λειτουργημένες, ο Παπάς το έκρινε ως καλό οιωνό για το ανδρόγυνο.
Αφού
είπε ο ιερέας τις ευλογίες του και ανέφερε όλα τα ζεύγη των Πατριαρχών, όσα
λέγει «η ευχή» και ευχήθηκε επ᾿ αυτοὺς «την δρόσον του ουρανού και την ποιότητα
της γης», τους έβαλε τα στέφανα - τότε
οι δραγάτες έριξαν δύο κουμπουριές κι ο χωροφύλακας εκκένωσε το όπλο του -
έφεραν τους τρεις γύρους με το «Ησαΐα χόρευε» κι έραναν όλοι τους νεόνυμφους με
ρύζι και με σιτάρι (σαν να ήξερε κάτι η Μπόζαινα χθες και είχε αγοράσει
διπλάσιο ρύζι από την πόλη). Ο Σωτηράκης, σε όλο το διάστημα, ήταν ανεβασμένος
επάνω σε ένα κούτσουρο και έφθανε το χέρι του ακριβώς στην κορυφή του γαμπρού.
Έπειτα,
όλη η συνοδεία το έστρωσε έξω, στη σκιά δύο μεγάλων πλατάνων, σιμά στη βρυσούλα
κι επέπεσε με ακράτητη πλέον πείνα στα δύο σφαχτά, τα οποία είχαν ψήσει οι
παραγιοί - τα κοπέλια των αιγοβοσκών - στις σούβλες.
Οι
καλεσμένοι, συγγενείς, γείτονες και οι παρατυχόντες, ανέρχονταν σε δύο
δωδεκάδες και πλέον. Είχαν έλθει από άλλες γειτονικές αγροικίες ο Γιώργης τ᾿
Παναγιώτη κι η Κυπαρισσού, η γριά σύζυγός του και δύο ή τρεις άλλοι βοσκοί με
τις γυναίκες τους.
Ο
μπαρμπα-Γιώργης, ήταν ο πατέρας του αγροφύλακα Παναγιώτη και πεθερός του
Μαυρονούρη. Ήταν παλαιός πολύ και είχε φθάσει το πρώτο κίνημα στις αρχές του
αιώνα, την αποστασία του Νικοτσάρα και Βλαχάβα και άλλα αρχαιότερα συμβάντα.
Επίκαιρο βρήκε (ίσως σε άλλους να φάνηκε άκαιρο και να θύμισε την παροιμία) από
τις παλαιές αναμνήσεις του να διηγηθεί πως γίνονταν τον παλαιό καιρό μερικοί
γάμοι.
― Ξέρετε,
βρε παιδιά, τους Καραχμεταίους, αυτό το παλαιό σόι που βρίσκετε ακόμα, κάτω στη
χώρα;
Ο Καραχμέτης, μη θαρρείτε πως ήταν Τούρκος, ήταν ρωμιός, Κουμπὴς του
Νικολέτου, έτσι τον λέγανε. Και τα είχε καλά με τον Καπεταν Πασά, τον Καρά-Αχμέτ
και γι αυτό τον είπανε κι αυτόν Καραχμέτη. Και χώρισε την πρώτη γυναίκα του,
επειδή έτσι ήθελε, γιατί δεν έκανε παιδιά. Και πήγε απάνω στη φρεγάδα την
Τούρκικη, που ήταν αραγμένη εκεί κάτω, στο Μέγα-Γιαλό και πήρε έναν παπά με το
στανιό να τον στεφανώσει με άλλην κι ο παπάς θέλησε να τους γελάσει κι άρχισε
να διαβάζει τη Μεγάλη Παράκληση, αντί να διαβάζει τα γράμματα του Γάμου, μα ο Κουμπής,
αγκαλά κι αγράμματος, σαν εμένα, το κατάλαβε και τότε ο Πασάς φοβέριζε τον
παπά… κι ο παπάς, ζὸρ-ζουρνά, τους στεφάνωσε κι από το φόβο του αρρώστησε και
πέθανε ύστερα από λίγο καιρό.
Έχεις
φλέβα απ᾿ τους Καραχμεταίους, κουμπάρε, κυρ- Κωνσταντίνε; ρώτησε αίφνης με αρχαϊκή
αφέλεια, στραφείς προς το Δήμαρχο.
―Εγώ,
όχι, απάντησε γελώντας ο Δήμαρχος, συμπεθεριά μόνον έχω.
―Να
με συμπαθάς, κουμπάρε, είπε ο γέροντας, βλέποντας ότι και άλλοι γέλασαν… θα πιω
στην υγειά σου, το διπλό.
Ο
μπαρμπα-Γιώργης ύψωσε τη φλάσκα και άρχισε να προσφωνεί:
― Ευλοητό,
παπά! να χαίρεσαι το πετραχήλι σου! Την ευκή σου νά ᾽χει, το νέο ανδρόγυνο.
Στερεωμένοι! καλορίζικοι! να ζήσουν! με γιους. Γειτόνισσα Πλιάκαινα και συ
γριά-Πατσού! να τους χαίρεστε! με αγγονάκια. Γεια μας! καλή γεια! διάφορο! καλή
καρδιά! Χαρούμενοι! και στα δικά σας, παιδιά! Κουμπαρόπουλο, παιδί μου, που
τους στεφάνωσες, να ζήσεις, να λαδώσεις, να μυρώσεις, να αγιάσεις!
Και
πάλι να τρέξεις με το κλήμα, κατά πως έτρεξες.
Να
χαίρεστε! καλόκαρδοι! Κουμπάρε, κυρ Δήμαρχε, στεριωμένος, καλορίζικος, να σε
χαρούμε! να προκόψεις, σιδεροκέφαλος!
Κυρ
Νωματάρχη, να χαίρεσαι το σπαθί σου! Να χαρείτε, παιδιά, εβίβα όλοι, πέρα-πέρα!
Γριά Κυπαρισσού, να χαίρεσαι το γέρο σου (εννοούσε τον εαυτό του). Εβίβα,
Τέπερτε!
Ρούφηξε
γερά και μισοάδειασε τη φλάσκα.
Έπειτα
άρχισε να τραγουδεί:
Σαν πεθάνω, να με κλαίτε,
Κρίμα στο βοσκό, να λέτε.
― Δεν
θα φέρετε και καμιά γύρα, παιδιά; Τι κάθεσθε;
Σηκώθηκε
και με το αριστερό χέρι προσέφερε το μαντήλι στη νύφη.
―Εγώ
θα την βγάλω στον κάβο πρώτα-πρώτα, είπε.
Η
Κρατήρα, κοιτάζοντας κάτω, σηκώθηκε μηχανικά και τον ακολούθησε.
Ο
γέρος άρχισε να τραγουδά παλαιό αιπολικὸ άσμα:
Τσόμπανος ελάλησε·
Βασιλοπούλα τ᾿ άκουσε…
(Και
η βασιλοπούλα ερωτεύθηκε, εννοείται, το βοσκό, μαγευθείσα από το γλυκόλαλο
τραγούδι του.)
Και
ο Γιώργης τ΄Παναγιώτη εξακολούθησε επὶ ώρα πολλή να οδηγεί ακμαίος το χορό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.