Παρασκευή 12 Νοεμβρίου 2021

Στο Χριστό στο Κάστρο

Το διήγημα δημοσιεύτηκε το 1892
➖➖➖
Τη μετατροπή του κειμένου στην
καθομιλουμένη δημοτική
έκανε ο
Ιωάννης Δ. Γιαννούκος
⭐⭐⭐

–«Το Γιάννη το Νυφιώτη και τον Αργύρη της Μυλωνούς, τους έκλεισε το χιόνι απάν’ στο Κάστρο, την πέρα πάντα, στο Στοιβωτό τον ανήφορο, τ’ ακούσατε;»
Έτσι μίλησε ο παπα-Φραγκούλης ο Σακελλάριος, αφού έκαμε την ευχαριστία του από όσπρια και ελιές οικογενειακού δείπνου, το βράδυ της 23ης Δεκεμβρίου του έτους 186…
Παρόντες ήταν, εκτός από την παπαδιά, τις δύο άγαμες θυγατέρες του και του δώδεκα ετών γιου του, ο γείτονας ο Πανάγος ο μαραγκός, πενήντα ετών, οικογενειάρχης, που ανέβηκε για να πει μία καλησπέρα και να πιει μία ρακί, κατά το σύνηθες, στο παπαδόσπιτο κι η θεια το Μαλαμώ η Καναλάκαινα, μακρινή συγγενής, που ήρθε για να φέρει την προσφορά της, χήρα εξήντα ετών, ευλαβής, πρόθυμη να τρέχει σε όλες τις λειτουργίες και να υπηρετεί δωρεάν στους ναούς και τα εξωκλήσια.
«Τ΄ ακούσαμε κι εμείς παπά», απάντησε ο γείτονας ο Πανάγος, «έτσ΄ είπανε».
«Τι είπανε; Είναι σίγουρο σας λέω», επανέλαβε ο παπα-Φραγκούλης.
«Οι βλοημένοι, δε θα βάλουν ποτέ γνώση.
Επήγαν με τέτοιον καιρό να κατεβάσουν ξύλα, απάν΄ απ’ του Κουρούπη τα κατσάβραχα, στο Στοιβωτό, εκεί που δεν μπορεί γίδι να πατήσει.
Καλά να τα παθαίνουν!»
«Μυαλό δεν έχουν αυτός ου κόσμους, θα πω», είπε η θεια το Μαλαμώ.
«Τώρα οι ανθρώποι γινήκαν απόκοτοι».
«Να είχανε τάχα τίποτα κ’ μπάνια μαζί τ’ ς;» είπε η παπαδιά.
«Ποιος του ξέρ’ ;» είπε η θεια το Μαλαμώ.
«Θα είχανε, θα είχανε κουμπάνια», είπε παίρνοντας το λόγο ο Πανάγος ο μαραγκός. «Αλλιώς δε γένεται. Πήγανε με τα ζεμπίλια τους γεμάτα. Και τουφέκι θα είχαν και θηλειές να σταίνουν για τα κοτσύφια. Είχαν πάρει κι αλάτι μπόλικο μαζί τους, για να τ’ αλατίσουν για τα Χριστούγεννα».
«Τώρα, Χριστούγεννα θα κάμουν απάν΄ στο Στοιβωτό τάχα;» είπε με οίκτο η παπαδιά.
«Να μπορούσε κανείς να τους έφερνε βοήθεια…» ψιθύρισε ο ιερέας, ο οποίος φαινόταν πως κάτι μελετούσε μέσα του.
Ήταν έως πενήντα πέντε ετών ο ιερέας, γκριζομάλης, ψηλός, ακμαίος και με αγαθότατη φυσιογνωμία. Στη νεότητά του υπήρξε ναυτικός και φαινόταν να διατηρεί ακόμα αρκετές δυνάμεις, ήταν δε τολμηρός και ακούραστος.
«Τι βοήθεια να τους κάμουνε;» είπε ο Πανάγος ο μαραγκός.
«Απ΄ τη στεριά, ο τόπος δεν πατιέται.
Έριξε, έριξε χιόνι κι ακόμα ρίχνει.
Χρόνια είχε να κάμει τέτοια βαρυχειμωνιά.
Ο Άι-Θανάσης έγινε ένα με τα Καμπιά. Η Μυγδαλιά δεν ξεχωρίζει απ’ του Κουρούπη».
Ο Πανάγος ονόμαζε τέσσερις απέχουσες αλλήλων κορυφές του νησιού.
Ο παπα-Φραγκούλης επανέλαβε ερωτηματικώς:
«Κι απ’ τη θάλασσα, μαστρο Πανάγο;»
«Απ΄ τη θάλασσα, παπά, τα ίδια και χειρότερα. Γραιγολεβάντες δυνατός, φουρτούνα, τρικυμία.
Όλο και φρεσκάρει. Ξίδι μοναχό. Που μπορείς να ξεμυτίσεις όξ’ απ’ το λιμάνι, κατά τ’ Ασπρόνησο!»
«Από Σοφράν το ξέρω, Πανάγο, μα από Σταβέτ;»
Ο ιερέας πρόφερε έτσι τους όρους Sopra vento και Sotto vento, δηλαδή το υπερήνεμο και υπήνεμο, εννοώντας ειδικότερα το βορειοανατολικό και το νοτιοδυτικό.
«Από Σταβέτ παπά, μα είναι φόβος μην τόνε γυρίσει στο μαΐστρο».
«Μα τότε, πρέπει να πέσουμε να πεθάνουμε», είπε σαν συμπέρασμα ο ιερέας. «Δεν είναι λόγια αυτά, Πανάγο».
«Έ, παπά μ΄, ο καθένας τώρα έχει το λογαριασμό τ’.
Δεν πάει άλλος να βάλει το κεφάλι του στον τρουβά, κατάλαβες, για να γλυτώσ’ εσένα».
Ο παπα-Φραγκούλης στέναξε, σαν να ώκτειρε την ιδιοτέλεια και μικροψυχία, της οποίας ζώσα ηχώ γινόταν ο Πανάγος.
«Και τι θα πάθουνε, το κάτω κάτω;» επανέλαβε, σαν για να αναπαύσει τη συνείδησή του ο μαραγκός. «Να, θα είναι χωμένοι σε καμιά σπηλιά, τσακμάκι θά ΄χουν μαζί τους, ξύλα μπόλικα.
Μακάρι να μού ΄χε κι εμένα η Πανάγαινα απόψε στην παραστιά μου τη φωτιά που θε να έχουν αυτοί. Για μία βδομάδα πάντα, θα είχανε κουμπάνια και δεν είναι παραπάνω από πέντε μέρες που αγρίεψε ο χειμώνας».
«Να πήγαινε τώρα κανένας να λειτουργήσει το Χριστό στο Κάστρο», επανέλαβε ο ιερέας, «θα είχε διπλό μισθό, που θα τους έφερνε κι αυτούς βοήθεια. Πέρσι που ήταν ελαφρότερος ο χειμώνας, δεν πήγαμε. Φέτος που είναι βαρύς…»
Και σταμάτησε, σαν να είπε πολλά. Ο αγαθός ιερέας είχε ήθος ανθρώπου, λέγοντας κατά κάποιον τρόπο, κατά δόσεις ότι είχε να πει. Εκ των υστέρων θα φανεί ότι είχε την απόφασή του και ότι όλα τα προοίμια τούτα ήταν μελετημένα.
«Και γιατί δεν κάνει καλό καιρό ο Χριστός παπά, αν θέλει να πάνε να τον λειτουργήσουνε στη γιορτή του;» είπε αυθαδιάζοντας ο μαστρο Πανάγος.
Ο ιερέας τον κοίταξε με λοξό βλέμμα και έπειτα με ήπιο τρόπο του είπε:
«Έ, Πανάγο γείτονα, δεν ξέρουμε, βλέπω, τι λέμε… Που είμαστε ημείς ικανοί να τα καταλάβουμε αυτά! Άλλο το γενικό και άλλο το μερικό και το τοπικό Πανάγο. Η βαρυχειμωνιά γίνεται για καλό και για την ευφορία της γης και για την υγεία ακόμα. Ανάγκη ο Χριστός δεν έχει να πάνε να τον λειτουργήσουνε… Μα όπου είναι μία μερική προαίρεση καλή κι έχει κανείς και χρέος να πληρώσει, ας είναι και τόλμη ακόμα και όπου πρόκειται να βοηθήσει κανείς ανθρώπους, καθώς εδώ, εκεί ο Θεός έρχεται βοηθός και εναντίον του καιρού και με χίλια εμπόδια.
Εκεί ο Θεός συντρέχει και με ευκολίες πολλές και με θαύμα ακόμα, τι νομίζεις, Πανάγο; Έπειτα, πως θέλεις να κάμει ο Χριστός καλό καιρό, αφού άλλες χρονιές έκαμε και εμείς από αμέλεια δεν πήγαμε να τον λειτουργήσουμε;»
Όλοι οι παρόντες άκουσαν σιωπηλά τη σύντομη και αυτοσχέδια τούτη διδαχή του παπά. Η θεια το Μαλαμώ έσπευσε να πει:
«Αλήθεια, παπά μ’, δεν είναι καλό πράμα αυτό δα, θα πω, ν’ αφήνουν τόσα χρόνια τώρα το Χριστό αλειτούργητο τη μέρα της Γέννας του… Για τούτο θα μας χαλάσ’ κι ου Θεός!»
«Κι είχαμε κάμει κι ένα τάξιμο πέρυσι το Δωδεκάμερο - αλήθεια, παπαδιά; -  είπε αίφνης στρεφόμενος προς την συμβία του ο ιερέας.
Η παπαδιά τον κοίταξε σαν να μην καταλάβαινε.
«Όπου ήταν άρρωστος αυτός ο Λαμπράκης» επανέλαβε ο ιερέας, δείχνοντας τον δωδεκαετή γιό του. «Θυμάσαι το τάμα που κάμαμε;»
Η παπαδιά σιωπά.
«Έταξες, αν γλυτώσει, να πάμε να λειτουργήσουμε το Χριστό, την ημέρα της εορτής του».
«Το θυμούμαι» είπε κουνώντας το κεφάλι η παπαδιά.
Πράγματι, ο μόνος γιος του παπά, ο δωδεκαετής Σπύρος, τον οποίο αυτός αποκαλούσε ειρωνικά και θωπευτικά Λαμπράκη, λόγω της άκρας ισχνότητας και αδυναμίας, απ’ την οποία έφεγγε κατά κάποιον τρόπο το προσωπάκι του, είχε κινδυνεύσει να πεθάνει πέρυσι τις ημέρες των Χριστουγέννων.
Η παπαδιά, η οποία άγγιζε ήδη το πεντηκοστό έτος και τον είχε μόνο και στερνοπαίδι, κατόπιν τεσσάρων επιζώντων κοριτσιών, εκ των οποίων οι δυο πρώτες ήταν παντρεμένες ήδη και μετά οκτώ γέννες, εκ των οποίων δυο δίδυμων και πέντε θανάτους, η παπαδιά είχε τάξει, αν γλύτωνε το αγόρι της, να πάει του χρόνου να λειτουργήσει το Χριστό.
Το θυμόταν και το συλλογιζόταν προ ημερών και απ’ την αρχή της ομιλίας του παπά, αυτό μόνο σκεπτόταν.
Αλλά έβλεπε ότι εφέτος θα ήταν δυσκολότατο, φοβερό, ανήκουστο τόλμημα, ένεκα του βαριού χειμώνα και πίστευε ότι ο Χριστός θα συγχωρούσε και θα παραχωρούσε νέα προθεσμία. Εντούτοις, γνωρίζοντας τη συνήθη τακτική του παπά και την ισχυρογνωμοσύνη του, αποφάσισε ενδόμυχα να μην αντιμιλήσει. Και όχι μόνο τούτο, αλλά και άλλο ηρωικότερο και σε πολλούς απίστευτο, όπου αποφασίσει να πάει ο παπάς, να πάει κι αυτή μαζί του.
Ήταν γυναίκα δειλή, αλλά μόνο ενόσω βρισκόταν μακριά απ΄ τον παπά. Όταν ήταν πλησίον του παπά της, λάβαινε θάρρος, η καρδιά της ζεσταινόταν και δεν φοβόταν τους κινδύνους. Εάν τυχόν αναχωρούσε ο παπάς χωρίς αυτή, να πάει στο Κάστρο, η καρδούλα της θα έτρεμε σαν το πουλάκι το κυνηγημένο.
Αλλά εάν την έπαιρνε μαζί του, θα ήταν ήσυχη.
Η μεγάλη κόρη, η εικοσαετής, το Μυγδαλιώ, κατάλαβε αμέσως τα τρέχοντα και άρχισε, καθισμένη στο πλευρό της μητέρας της, κοντά στην παραστιά, να μιλάει με σιγανή φωνή στο αυτί της μητέρας της:
«Πού θα πάτε, θα πω; Παλαβώσατε, θα πω; Με τέτοιον καιρό! να πάτε στο Κάστρο; Ωχ, καημένη… Τι να γίνω;»
Η νεότερη κόρη, η δεκαεξαετής το Βασώ, που άρχισε και αυτή να καταλαβαίνει, ψιθύρισε: «Τι λέει; Θα πάνε στο Κάστρο; Κι άρχισε τα κλάματα! Μουρλάθηκες; Σώπα, θα με πάρουν κι εμένα μαζί. Θα με πάρετε;» «Σουτ! Λ’ φάξτε!» είπε αυστηρά η παπαδιά. «Τι τρέχει;» είπε η θεια το Μαλαμώ, που άκουσε τους ψιθυρισμούς στην άλλη άκρη του τζακιού. «Τίποτε, Μαλαμώ», είπε με αυστηρό βλέμμα ο παπάς.
«Ησύχασε, Πανάγο» είπε, στραφείς προς τον γείτονα το μαραγκό, βρίσκοντας εύσχημο τρόπο να τον αποπέμψει, «δεν πας, να ‘χεις την ευχή, να πεις του μπαρμπα-Στεφανή του Μπέρκα να ΄ρθεί από δω; Τόνε θέλω να τ’ πω».
Ο Πανάγος ο μαραγκός σηκώθηκε, ψηλός, μεγαλόσωμος, λίγο κυρτός, τινάζοντας τα σκέλη του.
«Πηγαίνω, παπά» είπε. «Θέλω κι εγώ να πάω να δω μη μού ΄χει τίποτα η Πανάγαινα για να φάμ’ απόψε».
«Πήγαινε να του πεις πρώτα κι ύστερα γυρίζεις και τρώτε».
«Η ευχή σας. Καληνύχτα παπαδιά». Και έφυγε.

***
«Τί λέει, θα πω» είπε η θεια το Μαλαμώ. Όταν έφυγε ο Πανάγος,
«θα πας στο Κάστρο, παπά;»
«Να δούμε τι θα μας πει κι ο μπαρμπα-Στεφανής ο Μπέρκας».
«Ιγώ, ένας-ίμ» είπε η θεια το Μαλαμώ, «α’ θε πας, έρχουμι».
«Κι ιγώ» είπε η παπαδιά.
«Δεν είναι για να ΄ρθεις εσύ, παπαδιά» είπε ο ιερέας.
«Φτάνει που θα κακοπαθήσω εγώ.
Δεν πρέπει να λείψουμε κι οι δυο απ’ το σπίτι».
«Ιγώ τό ΄καμα του τάμα» είπε η παπαδιά.
«Μα αν πάω εγώ, το ίδιο είναι».
«Δεν είμαι ήσυχη, αν δεν είμαι κουντά σου, παπά μ’», είπε η παπαδιά.
«Κι εμάς, πού θα μάς αφήσετε!» έκραξε με δάκρυα στα μάτια το Μυγδαλιώ.
«Σώπα, καημένη», είπε το Βασώ. «Θα με παρ’ νε κι εμένα μαζί, σώπα!»
«Ναι, εσένα σ’ φαίνεται πως είσ’ ακόμα μικρή, χαδούλα μ’!
Γιατί ετσ’ σ’ εμάθανε. Δε φταις εσύ!» είπε το Μυγδαλιώ, χύνοντας την ενδόμυχη ζήλεια της για την τύχη της αδελφής της, η οποία, ως μικρότερη, δεν είχε κρυφτεί ακόμη, δηλαδή  δεν είχε απομακρυνθεί απ΄ την κοινωνία, όπως οι προς γάμον ώριμες και απολάμβανε σχετικής ελευθερίας.
Ο μικρός Λαμπράκης, είχε πέσει στον τράχηλο της μητέρας του.
«Θα με πάρετε κι έμενα μαζί μάννα;» ψιθύρισε τυλίγοντας τα χέρια του στο λαιμό της.
«Τι λες, Χαδούλη μ’ ! Τι λες, πιδί μ’» απάντησε φιλώντας τον η παπαδιά.
«Εγώ, αν πάω, για σένα θα πάω, γιε μ’ κι αν απομείνω, για σένα θ’ απομείνω, γιόκα μ’, για να μην κρυώσεις.
Όπως αποφασίσει ο παπάς, μικρό μ’.
Τώρα, σύρ’ να πεις την προσευχή σ’ και να κάμεις μετάνοια τ΄ παππά σ’, να πλαγιάσεις, για να μη μαργώνεις, κανάρι μ’!»
«Ναι, θα πας, αμ’ δε θα πας!» έκραξε το Μυγδαλιώ, απαντώντας σ΄ αυτά που έλεγε η μητέρα της.
«Σωπάτε! Ακόμα δεν αποφασίσαμε τίποτε κι εσηκώσατ΄ επανάσταση» είπε ο παπάς.
«Να δούμε τι θα μας πει κι ο μπαρμπα-Στεφανής».
Έπειτα στράφηκε προς την παπαδιά  και είπε:
«Μας φέρανε τίποτε λειτουργιές, μπάριμ;»
Η παπαδιά έδειξε με το βλέμμα της, σκεπασμένες με ραβδωτό δίχρωμο σεντόνι, τις λίγες προσφορές, όσες είχαν φέρει στο σπίτι του ιερέα μερικές από τις ενορίτισσες, που επρόκειτο να μεταλάβουν την επαύριο, παραμονή των Χριστουγέννων.
Η θεια το Μαλαμώ, τις είχε δει προ πολλού και προσπαθούσε να τις ξεσκεπάσει κατά κάποιον τρόπο με τις ακτίνες του βλέμματος, να μαντεύσει ως πόσες να ήταν.
«Μας βρίσκεται και τίποτε παξιμάδι;» ρώτησε πάλι ο ιερέας.
«Θα έμεινε κάτι λίγο απ’ της Παναγίας. Όλο το Σαρανταήμερο ζυμώνομε και τρώμε απ’ τα βλογούδια» είπε η πρεσβυτέρα.
Βλογούδια ήταν οι μικροί σταυροσφράγιστοι άρτοι, οι προσφερόμενοι από τους ενορίτες στα σπίτια των ιερέων, κατά το Σαρανταήμερο. Αντί όμως άρτων, οι περισσότερες ενορίτισσες κατά τους τελευταίους χρόνους, προτιμούσαν να προσφέρουν απλό αλεύρι και για τούτο η παπαδιά είπε ότι «ζύμωναν απ’ τα βλογούδια».
***
Βήμα ακούστηκε στον προθάλαμο. Ανοίχθηκε η πόρτα και μπήκε ο μπαρμπα-Στεφανής ο Μπέρκας, ψηλός, στιβαρός, σχεδόν εξήντα ετών, με παχύ μαύρο μουστάκι, με σκληρό και ηλιοκαές δέρμα, φορώντας πλατύ κούκο και καμιζόλα μάλλινη βαθυκύανη, με το ζωνάρι κόκκινο, δυο πιθαμές πλατύ.
Μετά απ΄αυτόν, φάνηκε και άλλη μορφή, όρθια να στέκεται στην πόρτα. Ήταν ο Πανάγος ο μαραγκός, ο οποίος, αν και είχε αφήσει την καληνύχτα, λέγοντας ότι θα πήγαινε στο σπίτι να δειπνήσει, αλλά μάλλον, είχε κεντηθεί φαίνεται, η περιέργειά του να μάθει  τι τον ήθελαν το μπαρμπα-Στεφανή το Μπέρκα και ανέβηκε πάλι στην οικία του παπά.
«Καπετάν Στεφανή» είπε ο ιερέας, «τι λες, μ αυτόν τον καιρό μπορεί κανείς να πάει στο Κάστρο με τ΄ βάρκα, από σταβέτ;»
«Από Σταβέτ; Με τ’ βάρκα; Στο Κάστρο;» ακούσθηκε από την πόρτα σαν πρωθύστερη και ανάστροφη ερωτηματική ηχώ.
Ήταν ο μαστρο-Πανάγος ο μαραγκός, με το κεφάλι να προεξέχει στο ανώφλι, με τη μία πλευρά κατά κάποιον τρόπο κολλημένη στον παραστάτη της πόρτας.
Αλλά ο μπαρμπα-Στεφανής, μόλις άκουσε την ερώτηση του ιερέα και χωρίς να σκεφθεί περισσότερο από ένα δευτερόλεπτο, με τη χονδρή, τραχεία και μπερδεμένη προφορά του, ανέκραξε:
«Μπράβο, μπράβο! Ακούς, ακούς! Στο Κάστρο; μετά χαράς!
Όρεξη νά ‘χεις, όρεξη νά ΄χεις, παπά!»
«Να άνθρωπος!» είπε ο παπάς.
«Έτσι σε θέλω, Στεφάνη! Τι λες, είναι κίνδυνος;»
«Κίντυνος, λέει; Ντιπ καταντίπ, καθόλ’! Εγώ σας παίρνω απάνου μ’, παπά. Μοναχά πως μπορεί να κρυώσετε, τίποτε άλλο.
Θά ‘ρθει κι η παπαδιά, θα ‘ρθει κι άλλος κόσμος, πολύς κόσμος;
Η βάρκα είναι μεγάλη, κατάλαβες, παίρνει και τριάντα νομάτοι και σαράντα νομάτοι κι μ΄ούλες τις κουμπάνιες σας, με τα σέγια σας, με τα πράματά σας. Κι η φουρτούνα τώρα, κατάλαβες, όσο πάει κι πέφτ΄.
Ταχιά θα ΄χουμε καλοσύνη, μπονάτσα, κάλμα.
Όλο κι καλοσυνεύει, να, τώρα καλοσύνεψε!»
Σαν για να διαψεύσει τη διαβεβαίωση του γέροντα πορθμέα, οξύς συριγμός παγερού βοριά ακούσθηκε, σείοντας τα δένδρα του κήπου και τους ξυλότοιχους του μαγειρείου στο σκεπαστό εξώστη του σπιτιού, τα τζάμια δε και τα παράθυρα απάντησαν με γοερό στεναγμό.
«Να, ακούς; Καλοσύνεψε!» είπε καγχάζοντας θριαμβευτικά ο μαστρο-Πανάγος.
«Σώπα εσύ, δεν ξέρ΄ς εσύ» ανέκραξε ο Στεφανής. «Εσύ ξέρ΄ς να πελεκάς στραβόξυλα και να καρφώνεις μαδέρια. Αυτή είναι η στερνή δύναμη της φουρτούνας, είναι αέρας που ψυχομαχάει. Αύριο θα μαλακώσει ο καιρός, σας λέω εγώ. Μπορεί να ΄χουμε ακόμα και καμιά μικρή χιονιά, δε σας λέω, μα εμείς, από σταβέτ, ανάγκη δεν έχουμε».
«Και σαν τόνε γυρίσει στο μαΐστρο;» επέμεινε ο μαραγκός.
«Και χωρίς να τόνε γυρίσει στο μαΐστρο, εγώ σ΄ λέω πως απ’ την Κεχριά κι εκεί δεν έχουμε θαλασσίτσα» είπε τρίβοντας τα χέρια ο Στεφανής.
«Αυτά είναι αποθαλασσιές και δε λείπουν, κατάλαβες κι ο κόρφος μπουκάρει ολοένα κι ούλο στρίβει. Μα δε μας πειράζει εμάς αυτό.
Εγώ σας παίρνω απάνου μ , ο Στεφανής σας παίρνει απάν΄ τ΄ !»
«Μπράβο Στεφανή, τώρα μ΄ έκαμες ν αποφασίσω. Ήπιες ρακί;
Τράβα κι άλλο ένα», είπε ο παπάς.
«Έχω πιει πέντ΄ εξ ως τώρα, έτσι να ’χω την ευχή σου παπά».
«Πιε κι άλλο ένα να γίνουν εφτά».
Ο μπαρμπα-Στεφανής ρούφηξε γενναία δόση απ’ τη μικρή φιάλη, που πάντοτε άδειαζε και ουδέποτε στέρευε, στο ιερατικό μέλαθρο.
«Είσαστ΄ έτοιμοι, είσαστ΄ έτοιμοι;» είπε έπειτα. «Πήρες τα ιερά σ’ παπά, τα χαρτιά σ’ ούλα, τα ’χεις έτοιμα; Έχετε τίποτε πράματα να σας κουβαλήσω, για νά μαστ΄ ασένιο;»
«Από τώρα;» είπε ο παπα-Φραγκούλης. «Από τώρα!» Τι λες;
Να είμαστ’ απρόντο, παπά. Εγώ στις δυο θα ΄ρθώ να σας φωνάξω, κι εσείς να είσαστ’ αλέστα. Διάβασε τι θα διαβάσεις παπά και στις τρεις να μπαρκάρουμε».
«Εγώ θα είμαι ξυπνητός απ’ τη μία» είπε ο ιερέας, «γιατί έχω το ξυπνητήρι μου… Κι έπειτα, είμαι μοναχός μου ξυπνητήρι. Μα στις τρεις, είναι πολύ νωρίς.
Να χαράξει Στεφανή και να μπαρκάρουμε».
«Στις τρεις, στις τέσσερες, παπά, για να μην πέσει ο αέρας, να τον έχουμε πρίμα ως τις Κουκουναριές, νά ΄χουμε μέρα μπροστά μας. Από κει ως το Μανδράκι κι ως τον Ασέληνο, τραβούμε σιγά σιγά με το κουπί. Από κει ως τις Κεχριές κι ως την Άγια Ελένη, θα μας παίρνει αγάλι αγάλια με το πανάκι. Κι απ’ την Άγια Ελένη κι εκεί, αν δεν μπορέσουμε να μ’ ντάρουμε…»
«Έ, ύστερα;»
«Εγώ θαλασσώνω και βγαίνω στη στεριά και σας τραβάω με την μπαρούμα ως τον Άι Σώστη».
Κάγχασαν όλοι προς τον αστεϊσμό του απλοϊκού ναύτη, ο δε παπάς, ο οποίος φοβόταν και αυτός την τροπή του ανέμου στο μέρος αυτό, παρατήρησε για να καθησυχάσει τους ακροατές:
«Μα εγώ λέω, ότι θα μπορέσουμε στεριά να τραβήξουμε στην ακρογιαλιά, το γκρεμνό τον ανήφορο. Όσο ψηλά κι αν το στοίβαξε το χιόνι στα βουνά, στις ακρογιαλιές ο τόπος πατιέται».

***
Έμειναν σύμφωνοι, να έλθει ο λεμβούχος να τους δώσει είδηση στις τρεις, για να ετοιμασθούν και στις τέσσερις να ξεκινήσουν.
Ο παπα-Φραγκούλης διέταξε να μπούνε σε σάκους οι προσφορές, όσες είχε και μερικά παξιμάδια και σε δυο μεγάλα κλειδοπινάκια (ξύλινα δοχεία με καπάκι), έβαλαν ελιές και χαβιάρι.
Γέμισε δυο επταόκαδες φλάσκες με κρασί από τη σοδειά του.
Τύλιξε σε χαρτιά δυο ή τρία ξηροχτάποδα και ένα μικρό κουτί το γέμισε σταφίδες.
Τα δυο παπαδοκόριτσα, με τα παράπονα και τους γογγυσμούς της η μία, με τα κρυφά γέλια και την ελπίδα της συμμετοχής του ταξιδιού η άλλη, έβρασαν όσα αυγά είχαν, μέχρι τέσσερις δωδεκάδες και τα έβαλαν στον πάτο ενός καλαθιού, το οποίο γέμισαν έπειτα με δυο πρόσφορα τυλιγμένα, κεριά και λιβάνι.
Επί πλέον, ο παπα-Φραγκούλης είχε παρακαλέσει τον μπαρμπα-Στεφανή, να περάσει από τα σπίτια δυο εμποροπλοιάρχων φίλων του, που παραχείμαζαν με τα πλοία τους στο λιμάνι, να τους παρακαλέσει εκ μέρους του, να του στείλουν, αν τους βρίσκετε, λίγο κρέας σάλαθο, από εκείνο το οποίο μαγειρεύουν στα πλοία που εκτελούν μακρινά ταξίδια.
Εκείνοι φιλοτιμηθέντες έστειλαν δύο μεγάλα τεμάχια, έως πέντε οκάδες τα δύο.
Όλες αυτές τις προμήθειες έκανε ο παπάς, προβλέποντας για τους αποκλεισθέντες στο βουνό από το χιόνι, περί των οποίων έγινε λόγος στην άρχή, καθώς και για τον εαυτό του και για τους μαζί με αυτόν συνταξιδεύοντες προσκυνητές, επειδή ενδεχόμενο ήταν να θυμώσει και πάλι ο καιρός και να τους κλείσει ο χειμώνας στο Κάστρο, αν  έφταναν εκεί σώοι και υγιείς.
Πριν ξαπλώσει να κοιμηθεί, ο παπα-Φραγκούλης, έστειλε μήνυμα στον συνεφημέριό του τον παπά-Αλέξη, ο οποίος άλλωστε ήταν και ο εφημέριος της εβδομάδας, ότι δεν θα ήταν συλλειτουργός την επομένη, παραμονή των Χριστουγέννων, στον ενοριακό ναό, επειδή αποφάσισε, με το Θεό βοηθό, να πάει να λειτουργήσει το ναό του Χριστού στο Κάστρο.

***
Είχαν πάρει είδηση από το βράδυ δυο τρεις ενορίτισσες, γειτόνισσες του παπά, διότι ο Πανάγος φεύγοντας ανακοίνωσε το πράγμα στη γυναίκα του και αυτή το διηγήθηκε στις γειτόνισσες. Επίσης και η θεια το Μαλαμώ στάλθηκε να φέρει είδηση στον κυρ- Αλεξανδρή τον ψάλτη και βγαίνοντας έσπευσε να προσηλυτίσει δυο ή τρεις πανηγυριστές και άλλες τόσες προσκυνήτριες.
Όταν επρόκειτο να επιβιβασθούν, βρέθηκαν δεκαπέντε άτομα.
Η απόφαση του παπά και η γενναιότητα του μπαρμπα-Στεφανή, μετά την πρώτη έκπληξη, έδωσε θάρρος σε άνδρες και γυναίκες. Ήταν δε όλοι από εκείνους, οι οποίοι συχνά τρέχουν, βρίσκοντας ευχαρίστηση, σε πανηγύρια και σε εξωκλήσια.
Ήταν ο παπα-Φραγκούλης με την παπαδιά, τη Βάσω και το Σπύρο, ο μπαρμπα-Στεφανής με τον δεκαεπτά ετών γιο του, 
ο οποίος ήταν και ο ναύτης του, η θεια το Μαλαμώ, ο κυρ- Αλεξανδρής ο ψάλτης, τρεις άλλοι πανηγυριστές και τέσσερις προσκυνήτριες. 
Την τελευταία στιγμή προστέθηκε και δέκατος έκτος. 
Αυτός ήταν ο Βασίλης της Μυλωνούς, ο αδελφός του Αργύρη, του αποκλεισμένου από τα χιόνια. Ήλθε στην αποβάθρα με σάκο γεμάτο τρόφιμα και με άλλα μερικά εφόδια για την εκδρομή.
Βλέποντάς τον  ο ιερέας:
«Πώς το έμαθες, Βασίλη;» του λέει.
«Το έμαθα, παπά, απ’ το μαστρο-Πανάγο το μαραγκό».
«Τι ώρα και πού τον είδες;»
«Κατά τις δέκα, τον βρήκα στο καπηλειό του Γιάννη του Μπουμπούνα.
Είχε φάει ψωμί και βγήκε να πιει δυο τρία κρασιά με το σινάφι. Έλεγε πως αποφασίσατε να πάτε στο Κάστρο και σας κατάκρινε για την τόλμη. Μα εγώ το χάρηκα, γιατί ανησυχώ για κείνον τον αδερφό μου και θέλω νά ΄ρθω μαζί σας, αν με παίρνετε».
«Ας είναι, καλώς να ΄ρθείς», είπε ο ιερέας.
***
Απέπλευσαν. Στράφηκαν προς τα νοτιοδυτικά του λιμανιού και έβαλαν πλώρη το ακρωτήριο Καλαμάκι. 
Ο άνεμος ήταν βοηθητικός και ο πλους άρχιζε με καλούς οιωνούς. Ναι μεν κρύωναν πολύ, αλλά ήταν όλοι βαριά ντυμένοι. Ο παπάς κάθισε στο πηδάλιο φορώντας τη γούνα του. Η πρεσβυτέρα είχε το σάλι της το διπλό, η θεια το Μαλαμώ είχε το βαρύ γουνάκι και την κουζούκα της. 
Ο μπαρμπα-Στεφανής ήταν με την νιτσεράδα του, με το κηρωτό καπέλο του, με τον ιμάντα δεμένο κάτω από το σαγόνι, με τα μακριά πτερύγια που του σκέπαζαν τα αυτιά και ο γιος του Σπύρος, ο καλούμενος κοινώς το Μπερκάκι, με τις μπέκνες και με τις βούλες στο πρόσωπο, ήταν με τα μανίκια της μάλλινης καμιζόλας του ανασκουμπωμένος ως τους αγκώνες.
Ευτυχώς δε χιόνιζε, αλλά ο άνεμος ήταν παγερός. 
Αίθριος ο ουρανός, σταυρωμένος από το βοριά. Η σελήνη ήταν στο πρώτο τέταρτο και είχε δύσει προ πολλού. Τα άστρα έτρεμαν στο στερέωμα, η πούλια μεσουρανούσε, ο γαλαξίας έζωνε τον ουρανό.
Ο πήχης και η άρκτος και ο αστέρας του πόλου έλαμπαν με βαθιά λάμψη εκεί επάνω. Η θάλασσα άφριζε από την πνοή του βοριά και ακούγονταν τα κύματα, που χτυπούσαν με θόρυβο την ακτή, στην οποία μελαγχολικά απαντούσε ο φλοίσβος του νερού, γύρω από την πρώρα της μεγάλης και δυνατής βάρκας.
Έκαμψαν το Καλαμάκι και ακόμη δεν είχε χαράξει. Άρχισε μόλις να γλυκοχαράζει πέρα απ΄ την αγκάλη του Πλατανιά. Έφεξαν στον Στρουφλιά, αντίκρυ από το όμορφο συνεχές δάσος των κουκουναριών, εξ ου και η θέση ονομάζεται Κουκουναριές. Τότε οι επιβάτες είδαν ο ένας τον άλλον υπό το πρώτο αμυδρό φως της ημέρας, σαν να βλέπονταν μεταξύ τους πρώτη φορά. Πρόσωπα ωχρά και χείλη μελανά, μύτες κόκκινες και χέρια κοκαλιασμένα.
Η θεια το Μαλαμώ, είχε αποκοιμηθεί δύο φορές ήδη κάτω από την πρύμνη, όπου σκέπαζε το πρόσωπό της με τη μαύρη μαντήλα ως τη μύτη, με τη μύτη σχεδόν ως τα γόνατα. 
Ο κυρ-Αλεξανδρής είχε πάρει δυο τροπάρια παραπλεύρως αυτής και ονειρευόταν ότι ήταν ακόμη στο κρεβάτι του και απορώντας πως, αυτό κινούταν εύρυθμα, σαν βρεφική κούνια. Ο γιος του παπά, ο Σπύρος, έκανε συχνές μετάνοιες και όσο αίμα είχε, είχε συρρεύσει όλο στη μύτη του, η οποία ήταν και το μόνο ορατό μέλος του σώματός του.
Η παπαδιά, ένεκα της μεγάλης φιλοστοργίας της, είχε κρίνει ότι όφειλε να τον πάρει μαζί, αφού γι’ αυτόν ήταν το τάξιμο. 
Τον σήκωσε απότομα από το κρεβάτι, τον ένιψε και τον έντυσε με διπλά πουκάμισα, δυο φανέλες, χονδρό μάλλινο γελέκο, διπλό σακάκι κι επανωφόρι και περιτύλιξε το λαιμό του, με χνουδωτό ολομάλλινο μαντήλι, ποικιλόχρωμο και ραβδωτό, μακριό, που σκέπαζε το στήθος και την πλάτη.
Τώρα, κοντά στην πρύμνη, αριστερά του παπά καθισμένη, αριστερά της είχε το Σπύρο και ζητώντας παράλληλα να ψηλαφήσει τους βραχίονες και το στήθος του, δεν εύρισκε σχεδόν σάρκα από τα πολλά ρούχα, με τα οποία είχε περιχαρακώσει το γιο της.
Ο παπάς, που δεν είχε αποβάλει την εύθυμη διάθεσή του, ούτε έπαψε να ανταλλάσσει αστεϊσμούς και πειράγματα με τον μπαρμπα-Στεφανή, στρεφόμενος προς αυτήν ενίοτε της έλεγε:
«Να, γι’ αυτόνε το Λαμπράκη, το γιο σου, τα παθαίνουμε αυτά, παπαδιά».
«Και τι πάθαμε, με τ΄ δύναμ΄ τ΄ Θεού;» απαντούσε η παπαδιά, η οποία, κατά βάθος, πολύ ανησυχούσε με αυτό το παράτολμο ταξίδι.
Ευτυχώς, η παρουσία του παπά της έδινε θάρρος.
«Δε μ΄ λες, παπαδιά», είπε με την τραχιά φωνή του ο μπαρμπα-Στεφανής, που θέλησε ν΄ αστεϊσθεί και με την πρεσβυτέρα, «δε μ΄ λες, γιατί λένε: Κύρι΄ ελέησον, παπαδιά! πέντε μήνες δυο παιδιά»;
«Γιατί μαθές, το λένε;» απάντησε χωρίς να πειραχτεί η πρεσβυτέρα.
«Πάρε παράδειγμα από μένα. Οχτώ γέννες, δέκα παιδιά».
«Θα πει, το λοιπόν, πως οι παπαδιές είναι πολύ καρπερές.
Μα γιατί;»
«Γιατί οι παπάδες δε λείπουν χρόνο χρονικής από κοντά τους», είπε η θεια το Μαλαμώ.
«Να, το Μαλαμώ, πάλι το κατάλαβε» είπε ο παπάς, «δεν σας
τό ΄λεγα εγώ; Εσύ κι ο εξάδελφός σου ο Αλεξανδρής» - εννοώντας τον ψάλτη - «έχετε μεγάλο νου».
Ο παπάς δεν έπαυε να αστεΐζεται με όλες τις ενορίτισσές του στο πλοιάριο. Στη μία έλεγε: «Μα κείνος ο Θοδωρής» - εννοώντας τον άνδρα της - «κοιμάται όταν τα φτιάνει αυτά τα παιδιά;» Στην άλλη: «Μα δεν είναι καμιά που να μη θέλει παντρειά! Εγώ έχω στεφανωμένα, τριάντα χρόνια τώρα, παραπάνω από διακόσια ανδρόγυνα και καμιά δε βρέθηκε να πει πως δε θέλει!»
Αλλά το κυριότερο θύμα του παπα-Φραγκούλη, ήταν ο Αλεξανδρής ο ψάλτης. 
Έξαφνα τον ρωτά:
«Δε μου λες, Αλεξανδρή, τι θα πει, τώρα στην καταβασία των Χριστουγέννων, ο ανυψώσας το κέρας ημών;
Ποιος είν΄ αυτός ο ανυψώσας;»
«Να, ο ανιψιός σας» απαντά ο κυρ-Αλεξανδρής, μη εννοώντας αλλιώς τη λέξη.
«Και τι θα πει «σκύλα Βαβυλών της βασιλίδος Σιών;» ρωτά πάλι ο παπάς.
«Να, σκύλα Βαβυλών» απαντά ο ψάλτης, νομίζοντας ότι περί σκύλας πράγματι επρόκειτο.
Αυτά λέγονταν ενόσω ήταν υπήνεμος η βάρκα, με τα κουπιά βραδυπορούσα, από δεξιά παραπλέοντας τον Ανάγυρο και τον Ασέληνο, από αριστερά πελαγωμένη αντίκρυ των Τρίκερων και του Αρτεμισίου.
Ο παπα-Φραγκούλης καθόταν κυβερνώντας στο πηδάλιο, οι άλλοι βοηθούσαν στην κωπηλασία. Και αυτός ο κυρ- Αλεξανδρής, αν και ατζαμής περί τα ναυτικά πράγματα, αισθάνθηκε την ανάγκη να κωπηλατήσει για να ζεσταθεί.
Κι η θεια το Μαλαμώ, κωπηλάτησε σχεδόν επί μισή ώρα. Ευτυχώς, αν και κρύωναν όλοι και οι ψυχρές ριπές που κατέβαιναν από τα χιονισμένα όρη ξύριζαν τα αυτιά και τους λαιμούς τους, είχαν όμως τα πόδια ζεστά, που ήταν αποτέλεσμα της γειτνίασης με τη θάλασσα.
Ο ήλιος είχε προβάλει από τα σύννεφα για λίγες στιγμές («ήλιος με τα δόντια γριά με τα χταπόδια!» ανέκραξε ο Λαμπράκης) διότι, ενώ τη νύκτα αιθρίαζε και γινόταν «ο ουρανός καντήλι», την ημέρα συγκεντρώνονταν πάλι τα νέφη και ο βοριάς φαινόταν να υποχωρεί στον απηλιώτη, σαν να απειλούταν βροχή, αλλά μόλις πρόβαλε και φάνηκε σαν να έβλεπε ποια ήταν η ψηλότερη και κοντινότερη κορυφή απ’ τα κατάλευκα όρη ολόγυρα, η του Πηλίου ή η του Όθρυος, για να σπεύσει το ταχύτερο να κρυφθεί. Αλλά τα νέφη που συσσωρεύθηκαν πάλι τον απάλλαξαν απ’ αυτόν τον κόπο.
Η ακριβής απόσταση από το Νότιο λιμάνι, ως το βορεινότερο άκρο του νησιού, όπου έπλεαν, θα ήταν ως δέκα ναυτικά μίλια.
Ο παπάς έβλεπε ότι θα νύχτωναν, πριν φθάσουν στο Κάστρο.
Ήταν μεσημέρι ήδη και δεν έφθασαν ακόμη στην Κεχρεά, την ωραία μελαγχολική κοιλάδα με τις ελαιόφυτες πλαγιές, με τον Αραδιά, τον πυκνό δρυμώνα της, με το ρέμα και τους πλάτανους και τους νερόμυλούς της.
***
Όταν έφτασαν στην Κεχρεά, συνέβη εκείνο, το όποιο ο μεν κακομάντης Πανάγος προέλεγε, ο δε Στεφανής δεν το αγνοούσε και ο παπα-Φραγκούλης προέβλεπε. 
Είτε τροπή στο μαΐστρο ήταν, είτε αποθαλασσιά και μπουκάρισμα του κόρφου, τα κύματα άρχισαν να ογκούνται κατάπλωρα του μικρού σκάφους και η βάρκα με το λευκό πανί της και με το φλόκο και την αντένα της, άρχισε να σκιρτά πάνω στα κύματα, όμοια με Ελληνοαλβανό να χορεύει ηρωικούς χορούς, με το λευκό χιτώνα να ανεμίζει, με τον ένα βραχίονα τριγωνοειδή στη μέση, με τον άλλον υψιτενή και παίζοντας τα δάκτυλα.
Οι γυναίκες άρχισαν να δειλιάζουν. 
Η θεια το Μαλαμώ ρωτούσε τον παπά, αν δεν ήταν καλό να αποβιβαστούν και να ανέβουν στην Παναγία την Κεχρεά να λειτουργήσουν εορτάζοντας εκεί τα Χριστούγεννα.
Ο κυρ-Αλεξανδρής, ζαλίστηκε και  ζάρωσε σε μία γωνιά και οι άλλοι επιβάτες πολύ ανησυχούν. Μόνο δυο άνδρες δεν δείλιασαν, ο μπαρμπα-Στεφανής και ο παπα-Φραγκούλης.
Ένας από τους επιβάτες πρότεινε να αράξουν προσωρινά στην Κεχρεά, έως ότου κοπάσει ο άνεμος. 
Ο Στεφανής και ο ιερέας συνεννοούνταν με νεύματα. 
Απείχαν ακόμη από το Κάστρο πάνω από τρία μίλια. 
Δυο μέσα μπορούσαν να δοκιμάσουν, αν τα εύρισκαν αποτελεσματικά ή να μαζέψουν τα πανιά και να προχωρήσουν με τα κουπιά, καταφρονούντες τον αφόρητο, για τις γυναίκες μάλιστα σάλο, περιβρεχόμενοι από τα κύματα που θραύονταν και εισπηδούσαν στο σκάφος, ριγούντες και δεινώς πάσχοντες, ή να αποβιβασθούν στην ξηρά και να δοκιμάσουν αν θα εύρισκαν κάποιον ορμίσκο, όχι πολύ πλακωμένο από το χιόνι, ώστε να είναι βατός στους ανθρώπους.
Φτυάρια και αξίνες δυο τρεις, είχε πάρει μαζί του ο Βασίλης της Μυλωνούς, προβλέποντας ότι ίσως θα χρησιμεύανε, για να ανοίξει δρόμο προς ανεύρεση του αποκλεισμένου αδελφού του. Ο παπα-Φραγκούλης αποφάνθηκε ότι, αφού εξάπαντος θα νυχτώνανε, καλύτερο θα ήταν να δοκιμάσουν το πρώτο, γιατί κέρδος θα ήταν, είπε, όσο λίγο και αν μπορούσαν να προχωρήσουν διά θαλάσσης και ύστερα θα είχαν καιρό να καταφύγουν και στη δεύτερη μέθοδο.
Ήδη ο ήλιος, αφού φάνηκε ακόμη μία φορά, έκλινε προς τη δύση.
Ήταν τρεις και μισή η ώρα. Και ο ήλιος χαμήλωνε, χαμήλωνε.
Και η βαρκούλα του μπαρμπα-Στεφανή, με το ανθρώπινο φορτίο της, χόρευε, χόρευε πάνω στο κύμα, πότε ανερχόμενη στο νερό σαν σε υγρά όρη, πότε κατερχόμενη σαν σε ρευστή κοιλάδα, πότε ήταν έτοιμη να καταποντιστεί στην άβυσσο, πότε έτοιμη να κατασυντριβεί στην κρημνώδη ακτή.
Και ο ιερέας έλεγε μέσα του την παράκληση όλη, από το «Πολλοίς συνεχόμενος» έως το «Πάντων προστατεύεις».
Κι ο μπαρμπα-Στεφανής στενοχωριόταν, μη μπορώντας λόγω της παρουσίας του παπά να εκχύσει ελεύθερα τις αφελείς βλασφημίες του, τις οποίες μασούσε κι έπνιγε μέσα του, ψιθυρίζοντας:
«Σκύλιασε ο διαολόκαιρος, λύσσαξε! Θα σκάσεις, αντίχριστε, Τούρκο! Το Μουχαμέτη σου, μέσα!» 
Κι η θεια το Μαλαμώ, ποιούσα το σημείο του Σταυρού, έλεγε το «Θεοτόκε Παρθένε» κι επαναλάμβανε: «Έλα, Κ΄ στέ μ ! Βοήθα, Παναΐα μ΄!» Και τα κύματα χτυπούσαν την πρώρα, χτυπούσαν τα πλευρά του σκάφους και εισορμώντας στο κύτος κτυπούσαν τα νώτα, κτυπούσαν τους βραχίονας των επιβατών.
Και ο ήλιος χαμήλωνε, χαμήλωνε.
Και η βαρκούλα κινδύνευε να αφανισθεί. Και η απόκρημνη βραχώδης ακτή φαινόταν να φιλονικεί για τη λεία με το βυθό της θάλασσας.

***
Τέλος, άρχισε να σκοτεινιάζει. Νύχτωσε ακριβώς τη στιγμή κατά την οποία θα έβλεπαν αντίκρυ το Κάστρο, απ’ το οποίο
απείχαν τώρα δυο ακόμη μίλια. Νέφη συσσωρευμένα προς ανατολάς, εμπόδιζαν να φανεί το παρήγορο φέγγος της σελήνης. Αλλά ο άνεμος, αντί να πέσει, δυνάμωνε και αγρίευε και θέριευε και ο πλους κατέστη αδύνατος πλέον. 
Δεν έβλεπαν ούτε εμπρός ούτε δεξιά τίποτε, μόνο δυο όγκους σκούρους, μαύρους. Ευτυχώς, ο μπαρμπα-Στεφανής γνώριζε καλά το μέρος.
«Εδώ, εδώ είν΄ ένα λιμανάκι, παπά, κατ’ απ’ το Πρυΐ, αποκάτ΄ απ’ την Άγια Αναστασία, στα Μποστάνια».
«Θυμάσαι καλά, Στεφανή;»
«Όπως ξέρ΄ς η αγιοσύνη σ΄ τα γράμματα τς΄ εκκλησιάς απ’ όξου, παπά, έτσι κι εγώ τα ξέρω απ’ όξου όλα τα λιμανάκια, τους κάβους, κι τς΄ αμμουδιές, όλες τις ξέρες κι τα γκρίφια κι τα θαλάμια».
Και προσέγγισαν με πολύ κόπο και αγώνα και βάσανο, βρεγμένοι, θαλασσοπνιγμένοι, μισοπαγωμένοι.
«Εκεί, εκεί διαναστάει».
Υπήρχε ένα θαλάσσιο μάρμαρο, ως φυσική αποβάθρα, πότε καλυπτόμενο από το κύμα, πότε φαινόταν πάνω από τη θάλασσα. Τη φορά αυτή, το κάλυπτε και δεν το κάλυπτε το κύμα. Πλησίασαν και αισθάνθηκαν αμέσως το ευάρεστο αίσθημα της παύσης του σάλου και της προσέγγισης σε σκεπαστό και ασφαλές μέρος.
«Πάντα κατευόδιο!» είπε κάνοντας το σημείο του Σταυρού ο κυρ- Αλεξανδρής, ο οποίος τότε ξεζαλίσθηκε και στάθηκε στα πόδια του.
***
Πήδησαν ένας-ένας έξω, ξεφόρτωσαν τις αποσκευές και ελάφρυναν τη βάρκα. Ανάμεσα στο μάρμαρο και στην κρημνώδη ακτή, σχηματιζόταν μικρή αμμουδιά, όση θα αρκούσε για να σύρει ένας ψαράς την ψαροπούλα του, γερμένη από τη μία πλευρά επί της άμμου και να ξαπλωθεί και αυτός από την άλλη πλευρά να κοιμηθεί βλέποντας τα αστέρια.
«Τώρα να σύρουμε τη βάρκα, παπά» είπε ο μπαρμπα-Στεφανής «κι ύστερα οι άνδρες να φορτωθούμε όλα τα πράγματα και να αρχίσουμε σιγά σιγά ν ανεβαίνουμε.
Ας πάρουν κι οι γυναίκες ότι μπορούν».
«Να τώρα τι άξιζε να ΄χα το μ΄ λάρι μαζί μ΄» είπε ο Βασίλης της Μυλωνούς.
«Σου είπα, μπαρμπα -Στεφανή, να το μπαρκάρουμε, δε θέλησες».
Έσυραν τη λέμβο. Άναψαν τα δυο φανάρια που είχαν. 
Ο Βασίλης πήρε τα φτυάρια και τις αξίνες του και αφού απομακρύνθηκε προσωρινά, άρχισε να ψάχνει που θα εύρισκε μονοπάτι όχι πολύ πατημένο από το χιόνι, ώστε να μπορούν άνθρωποι να βαδίσουν. Από το μέρος εκείνο ως το Κάστρο, το οποίο διακρινόταν σαν πελώριος μαύρος όγκος ψηλά προς βορρά, η οδός δεν θα ήταν πλέον της ώρας, αλλά σε ποια κατάσταση ήταν τώρα ο δρόμος από τα χιόνια, ποιος ξέρει αν θα αρκούσε και το τριπλάσιο του χρόνου για να φθάσουν. Δείπνησαν όλοι στο πόδι με παξιμάδια και με ελιές και ήπιαν λίγο κρασί ή ρακή.
Ο Βασίλης επιστρέφοντας, ανήγγειλε ότι βρήκε το μονοπάτι, πλακωμένο πολύ από τα χιόνια, αλλά ότι με πολύ κόπο, αν προπορεύονται δυο άνθρωποι και ξεχιονίζουν, ελπίζει να φθάσουν στο Κάστρο το γρηγορότερο… έως τα μεσάνυκτα. Φορτώθηκαν τις αποσκευές.
Ο κυρ Αλεξανδρής πήρε το ένα φανάρι και μία απ’ τις γυναίκες το άλλο.
Ο Βασίλης της Μυλωνούς, ο μπαρμπα-Στεφανής και ο γιος του, πήραν τα φτυάρια και τις αξίνες και προπορευόμενοι άρχισαν να ξεχιονίζουν.
Ο δρομίσκος ανέβαινε έρποντας στον γκρεμό κατ’ αρχάς, έπειτα κατέβαινε σε ένα παραθαλάσσιο κοίλωμα.
Πατούσαν προσεκτικά, σα να μετρούσαν τα βήματα τους. 
Η σελήνη είχε απαλλαγή από τα νέφη και προσπαθούσε να φέξη το δρόμο με το κρυερό φως της.
Ενίοτε έχαναν το χάραγμα του δρόμου, μπερδεύονταν και βρίσκονταν ξαφνικά στην κορυφή πελώριων βράχων, κάτω απ΄τους οποίους η άβυσσος άνοιγε το στόμα της και πάλι κατέβαιναν με τρεμουλιαστά γόνατα, κρατούμενοι απ’ τις πέτρες και τους θάμνους. Ανέβαιναν στο γκρεμό σαν μικρό κοπάδι γιδών που αποπλανήθηκε και επιστρέφει πίσω στη μάντρα από τους δυο βοσκούς του, οι οποίοι το αναζήτησαν κρατώντας φανάρια και από μακριά αν τους έβλεπε κανείς, μπορούσε να τους εκλάβει ως συστρεφόμενο κρικωτό τέρας, με φωσφορίζουσα την κεφαλή και την ουρά, με τους δυο φανούς. 
Με όλο το ξεχιόνισμα, το οποίο καταλαβαίνει κανείς πόσο πρόχειρα γινόταν, πατούσαν ενίοτε λάθος και χώνονταν ως το γόνατο και ως τον μηρό στα χιόνια.
Πλησίαζε μεσάνυκτα, όταν έφθασαν κοντά στη γέφυρα του Κάστρου, μισοπνιγμενοι, παγωμένοι, αλμυροί από θάλασσα και λευκοί από χιόνια, μελανιασμένοι στα χείλη, αλλά θερμοί στην καρδιά.
***
Εκεί επάνω, πριν περάσουν τη γέφυρα, από την σιδερόπορτα του Κάστρου ακούσθηκαν φωνές:
«Ποιοι είστε; Ποιοι είστε;»
Και αντήχησε βαρύ το τρίξιμο των σκουριασμένων στροφέων, σαν να δοκίμαζε κάποιος να κλείσει από μέσα τη σιδερένια πύλη.
Ακούσθηκε δε και μικρός κρότος, σαν να ύψωσε κάποιος τη  σκανδάλη τουφεκιού.
«Καλοί! Καλοί! Πατριώτες!» απάντησε ο μπαρμπα-Στεφανής.
«Μα εσείς ποιοι είστε;»
«Πέστε μας τα ονόματά σας!»
«Εμείς είμαστε…» άρχισε ο μπαρμπα-Στεφανής και συγχρόνως με το βλέμμα του συμβουλευόταν τον παπά.
«Μπα! αυτή είναι η φωνή τ΄ αδερφού μου» ανέκραξε ο Βασίλης της Μυλωνούς.
Και έπειτα δυναμώνοντας τη φωνή:
«Αργύρη, εγώ είμαι!» φώναξε.
«Τόσο καλύτερα… μας έβγαλαν κι από έναν κόπο» ψιθύρισε ο ιερέας.
***
Ανέβηκαν στο Κάστρο, όπου συνάντησαν τον Αργύρη της Μυλωνούς και το σύντροφό του, το Γιάννη το Νυφιώτη.
Αυτοί με λίγα λόγια διηγήθηκαν, πως τους είχε κλείσει το χιόνι επάνω στο Στοιβωτό, όπου τρύπωσαν δυο νύκτες σε μία σπηλιά και πως προχθές, στις 22 του μηνός, ήλθαν και τους απελευθέρωσαν από κει, εκτοπίζοντας μεγάλους όγκους χιονιού, δύο αιγοβοσκοί, ο Γιαλής ο Κονιζάς και ο Γιώργης ο Μπάντας, οι οποίοι και βρίσκονταν τη στιγμή αυτή με όλο το κοπάδι τους στο φρούριο.
Το φρούριο τούτο, ήταν γιγαντιαίος βράχος, φυτρωμένος εκεί κοντά στο πέλαγος, προεκβολή της γης προς τον πόντο, σα να έδειχνε η ξηρά τη γροθιά της στη θάλασσα και να την προκαλούσε, φοβερός, μονοκόμματος γρανίτης, θαλασσόδαρτος, όπου κουκουβάγιες και γλάροι ερίζουν περί της κατοχής του και διαφιλονικούν για το πού αρχίζει η κυριότητα του ενός και που σταματά η δικαιοδοσία του άλλου.
Προσφιλής σκοπός του βοριά και των γειτόνων του, του καικίου και του άργεστου, των οποίων το στάδιο ευρύ εκτείνεται ανάμεσα στη Χαλκιδική, το Θερμαϊκό, τον Όλυμπο και το Πήλιο μεμονωμένος υψιτενής βράχος, πάνω στον οποίο οι κάτοικοι εξ ανάγκης είχαν κλεισθεί για προφύλαξη κατά των πειρατών και των βαρβάρων, εγκαταλείποντας αυτόν έρημο μετά το 1821, όταν κτίστηκε η σημερινή πολίχνη.
Μέχρι πριν λίγα χρόνια, σώζονταν ακόμη κάποια σπίτια με τις στέγες και τα πατώματά τους εντός του φρουρίου, αλλά
τελευταία, η ολιγωρία των δημοτικών άρχων, η αδιαφορία των ανθρώπων στο να επισκέπτονται το Κάστρο συχνότερα και η ασυνειδησία λίγων συλαγωγών, πλεονεκτών ή οικοδόμων, είχε καταστήσει σωρό ερειπίων το Κάστρο. 
Έκτοτε αμέλησαν και οι εφημέριοι της σημερινής πολίχνης και άφηναν από χρόνια ήδη αλειτούργητο το ναό της του Χριστού Γεννήσεως, κατ’ αυτήν την ημέρα της εορτής.
Ο ναός της του Χριστού Γεννήσεως, ήταν η παλιά μητρόπολη του φρουρίου. Ο ναΐσκος, κτισμένος πριν εκατοντάδες χρόνια, στεκόταν ακόμη ευπρεπής και όχι πολύ φθαρμένος.
Ο παπα-Φραγκούλης και η συνοδεία του φτάνοντας, μπήκαν τέλος στο ναό του Χριστού και η καρδιά τους αισθάνθηκε θάλπος και γλυκύτητα άφατη.
Ο ιερέας ψιθύρισε με ενδόμυχη συγκίνηση το «Εισελεύσομαι εις τον οίκον σου» κι η θεια το Μαλαμώ, αφού άλλαξε τη φ΄στάνα της τη βρεγμένη και φόρεσε άλλη, στεγνή και το γουνάκι της το καλό, τα οποία ευτυχώς είχε σε αβασταγή καλά φυλαγμένα κάτω από την πρώρα της βάρκας, έδεσε ένα μεγάλο σάρωμα από  χαμόκλαδα και άρχισε να σαρώνει το έδαφος του ναού, ενώ οι γυναίκες οι άλλες, άναβαν επιμελώς τα κανδήλια και άναψαν μεγάλο πλήθος κεριών σε δυο μανουάλια και άναψαν μεγάλη φωτιά με ξηρά ξύλα και κλάδους στο προαύλιο του ναού, όπου σχηματιζόταν μακρό στένωμα παράλληλο του νότιου τοίχου, κλεισμένο από σωζόμενο ορθό τοιχίο γειτονικής οικοδομής και γέμισαν κάρβουνα το μεγάλο μαγκάλι, που βρισκόταν μέσα στο Ιερό Βήμα και τοποθέτησαν το μαγκάλι  στη μέση του ναού, ρίχνοντας άφθονο λιβάνι στα κάρβουνα.
«Και ωσφράνθη Κύριος ο Θεός οσμήν ευωδίας.»
***
Έλαμψε δε τότε ο ναός όλος και άστραψε πάνω στο θόλο ο Παντοκράτωρ με τη μεγάλη κι επιβλητική μορφή και ακτινοβόλησε το επίχρυσο και λεπτουργημένο με μύριες γλυφές τέμπλο, με τις περικαλλείς της άριστης Βυζαντινής τέχνης εικόνες του, με τη μεγάλη εικόνα της Γεννήσεως, όπου «Παρθένος καθέζεται τα Χερουβείμ μιμούμενη», όπου θεσπέσια ακτινοβολούν οι μορφές του Θείου Βρέφους και της αμώμου Λεχούς, όπου ζωντανές παρίστανται οι όψεις των αγγέλων, των μάγων και των ποιμένων, όπου νομίζεις ότι λάμπει ο χρυσός, ευωδιάζει ο λίβανος και βαλσαμώνει η σμύρνα και όπου, ότι εάν η ζωγραφική μιλούσε, φαντάζεσαι επί μία στιγμή ότι ακούς το «Δόξα εν υψίστοις Θεώ»!
Στο μέσον δε κρέμεται ο μέγας ορειχάλκινος και πολύκλαδος πολυέλεος και ολόγυρα ο κρεμαστός χορός, με τις εικόνες των Προφητών και Αποστόλων, κάτω από τις οποίες τελούνταν παλαιά οι σεμνοί γάμοι των χριστιανών ανδρογύνων. 
Και ολόγυρα οι μορφές των Μαρτύρων, Οσίων και Ομολογητών.
«Ίστανται επί των τοίχων ηρεμούντες, απαθείς, οποίοι εν τω Παραδείσω, ευθύ και κατά πρόσωπο βλέποντες, ως βλέπουσι καθαρώς την Αγίαν Τριάδα».
Μόνος ο Άγιος Μερκούριος, με τη βαριά περικεφαλαία του, με το θώρακα, τις περικνημίδες και την ασπίδα, φαίνεται ολίγον τι εγκάρσια κοιτάζοντας και κινούμενος και βλέποντας, στα δεξιά του ναού, εκεί όπου διατρυπά με το δόρυ του, τον καθήμενο στο θρόνο ωχρό παραβάτη.
Πελιδνός ο παράφρων τύραννος, με το βλέμμα να σβήνει, με το στήθος ματωμένο, μάταια προσπαθεί να αποσπάσει από το στήθος του τον οξύ σίδηρο και ξερνά μαζί με την τελευταία βλασφημία και την μιαρή ψυχή του. 
Παραπλεύρως της τρομακτικής αυτής σκηνής, παρίσταται γλυκιά και συμπαθέστατη εικόνα, ο Άγιος Κήρυκος, τριετές παιδί, κρατούμενο από το χέρι της μητέρας του, της Αγίας Ιουλίττης.
Με δώρα και θυσίες ζητούσε ο διώκτης Αλέξανδρος, να ελκύσει το παιδί και διά του παιδιού τη μητέρα. Αλλά το παιδί, καλώντας τη μητέρα του και υποψελλίζοντας του Χριστού το όνομα, έπτυσε τον τύραννο κατά πρόσωπο και εκείνος εξαγριωμένος, γκρέμισε το παιδί από τη μαρμάρινη σκάλα, όπου συνέτριψε το τρυφερό και για στεφάνους πλασμένο κρανίο.
Και στην κόγχη του Ιερού Βήματος, ψηλά, φαινόταν στεφανωμένη υπό αγγέλων η των Ουρανών Πλατυτέρα. 
Και πιο κάτω, περί το θυσιαστήριο, ίσταντο, με ανείπωτη σεμνότητα αποπνέουσες, οι μορφές των μεγάλων Πατέρων, του Αδελφόθεου, του Βασιλείου, του Χρυσοστόμου και του Θεολόγου και φαίνονταν σαν να έχαιραν, διότι έμελλε ν΄ ακούσουν και πάλι τις ευχές και τους ύμνους της ευχαριστίας, τους οποίους αυτοί εν Πνεύματι συνέθεσαν.
Πέριξ δε και εντός και εκτός, εικονιζόταν περίτεχνα όλο το Δωδεκάορτο και τα τάγματα των αγγέλων και η βρεφοκτονία και οι κόλποι του Αβραάμ και ο ληστής ο επί του σταυρού ομολογήσας.
***
Όταν έφθασαν στο Κάστρο και μπήκαν στο ναό του Χριστού, τόση ζεστασιά χάιδεψε την ψυχή τους, ώστε, αν και ήταν κατάκοποι, αν και νύσταζαν μερικοί απ’ αυτούς, αισθάνθηκαν τόσο τη χαρά του να ζουν και του να έχουν φτάσει αισίως στο τέρμα της πορείας τους, στον ναό του Κυρίου, ώστε τους έφυγε κάθε νύστα και κάθε κούραση.
Οι γιδοβοσκοί, βρίσκοντας ενασχόληση και πρόφαση για να καπνίζουν καθήμενοι και ενίοτε να ξαπλώνονται και να κλέβουν από κανένα ύπνο, τυλιγμένοι με τις κάπες τους κοντά στη φωτιά, είχαν ανάψει έξω δυο φωτιές, τη μία μπροστά απ’ το Ιερό Βήμα, την άλλη προς το βόρειο μέρος.
Μέσα στο ναό η θερμότητα ήταν ευχάριστη, με τη βοήθεια των μέσα και έξω πυρών. Και είχαν συσσωρεύσει πάμπολλες δέσμες από ξηρά ξύλα και κλαδιά οι εκεί καταφεύγοντες γιδοβοσκοί, με τις λίγες γίδες και τα κατσικάκια τους, όσα δεν είχαν ψοφήσει ακόμη από το βαρύ χειμώνα του έτους εκεινού, οι τραχείς γιδοβοσκοί, οι οποίοι είχαν σώσει και τους δυο υλοτόμους απ’ τον αποκλεισμό του χιονιού.
Και έπειτα ο ιερέας έβαλε ευλογητό και εψάλη η λιτή της μεγαλοπρεπούς εορτής, μετά ο κυρ-Αλεξανδρής άρχισε τις αναγνώσεις και όσοι ήταν νυσταγμένοι, αποκοιμήθηκαν σιγά στα στασίδια τους (ά! περίμεναν άραγε του Προφητάνακτος οι θεσπέσιοι ύμνοι από ψαλμοί να καταντήσουν ανάγνωση νυστακτική και ως ανάγνωση να παραλείπεται ότι θεωρείται ως φορτικό και περιττό!), νανουριζόμενοι από την έρρινη και μονότονη απαγγελία του κυρ Αλεξανδρή.
Ο αγαθός γέρος ήταν απ΄ τους αμίμητους εκείνους τύπους των ψαλτών, των οποίων το γένος εξέλιπε δυστυχώς σήμερα.
Έψαλλε κακώς μεν, αλλά με ευλάβεια και αίσθημα.
Κανένα σχεδόν κώλον δεν έλεγε σωστά, ούτε μουσικώς, ούτε γραμματικώς.
Πότε ένα και μισό κώλον τα ένωνε σε ένα, πότε δυο και μισό τα διαιρούσε σε τέσσερα.
Αλλά προτιμότερη η αμάθεια από την ψευδοσοφία…
Αλλά όταν ο ιερέας βγαίνοντας από το Ιερό Βήμα, έψαλε το «Δεύτε ίδωμεν, πιστοί, πού εγεννήθη ο Χριστός», τότε οι μορφές των Αγίων φάνηκαν σαν να φαιδρύνθηκαν στους τοίχους. «Ακολουθήσωμεν λοιπόν ένθα οδεύει ο αστήρ» και ο κυρ- Αλεξανδρής με ενθουσιασμό πήρε το ψηλό καλάμι και έσεισε τον πολυέλεο με τις λαμπάδες όλες αναμμένες.
«Άγγελοι υμνούσιν ακαταπαύστως εκεί» και εσείσθη ο ναός όλος από την βροντώδη φωνή του παπα-Φραγκούλη που έψαλε με πάθος:
«Δόξα εν υψίστοις λέγοντες τώ σήμερον εν σπηλαίω τεχθέντι» και οι άγγελοι οι ζωγραφιστοί, που περικύκλωναν τον Παντοκράτορα πάνω στο θόλο του ναού, τέντωσαν τα αυτιά τους, αναγνωρίσαντες οικείο σ ΄αυτούς τον ύμνο. Και έπειτα ο ιερέας πήρε καιρό και άρχισε να προσφέρει «τώ Θεώ θυσίαν αινέσεως.»
***
Ξαφνικά ακούσθηκαν φωνές έξω απ’ το ναό. 
Βγήκαν μερικοί από τους άνδρες να δουν τι τρέχει. Βγήκε κι η θεια το Μαλαμώ κι ο κυρ- Αλεξανδρής έμεινε με τα γυαλιά στα μάτια, κοιτάζοντας προς τη θύρα αριστερά του και διέκοψε την ψαλμωδία του. Ο παπάς έριξε αυστηρό βλέμμα προς τον ψάλτη και τον κάρφωσε στη θέση του. 
Τις φωνές είχαν ρίξει ο ένας των γιδοβοσκών και ένας υλοτόμος, οι οποίοι έτυχε να κάθονται κοντά στη φωτιά, ανατολικά του ναΐσκου.
Με τις φωνές αυτές, είχαν απαντήσει σε κάποιες κραυγές που έρχονταν απ’ αντίκρυ, απ’ τη θάλασσα.
Εκεί, ανάμεσα στο Κάστρο και τη βραχώδη ακτή του Κουρούπη, σχηματιζόταν ένας επικίνδυνος όρμος, ο Μικρός Γιαλός.
Οι κραυγές έρχονταν ακριβώς απ’ την περιοχή των αποσπασμένων βράχων και σκοπέλων, υπό την φοβερή ακτή του Κουρούπη.
Πέρασε πολλή ώρα μέχρι να καταλάβουν τι τρέχει.
Όλοι σχεδόν οι εκκλησιαζόμενοι είχαν βγει από το ναό. Έμειναν μόνοι ο ιερέας, ο οποίος κρατείτο ακλόνητος στο χρέος του, φορεμένος ήδη τα ιερά άμφια, ετοιμαζόμενος να προσέλθει στην προσκομιδή και ο κυρ-Αλεξανδρής, τον οποίο κρατούσε το βλέμμα του ιερέα.
Εντούτοις, υποθέτοντας μάλλον παρά από βέβαιη πληροφορία, κατάλαβαν ότι εκεί, κάτω από τον Κουρούπη, είχε προσαράξει πλοίο ερχόμενο από το πέλαγος.
Η σελήνη είχε δύσει και η φωτιά λόγω της απόστασης δεν έριχνε το φως της. Έβλεπαν αμυδρά εκεί απέναντι, σε απόσταση ενός μιλίου σχεδόν, επί του μαυρισμένου όγκου των θαλασσόδαρτων βράχων, έβλεπαν κάποιο σώμα αμυδρά να κινείται, μελανότερο από τα βράχια. Αντηχούσαν στη σιγή της νύχτας, μεγεθυνόμενες από την ηχώ τους, κραυγές αγωνίας και ταραχής, ίδιες με εκείνες τις οποίες εκχύνουν κινδυνεύοντες άνθρωποι ή ναυαγοί σαστισμένοι.
Οι άνδρες έσπευσαν να ρίξουν στη φωτιά όσα κλαδιά είχαν πρόχειρα ακόμη, σχηματίζοντας μεγαλύτερη τη φλόγα.
Άλλο μέσον βοήθειας δεν είχαν πρόχειρο.
Εντούτοις, ο Στεφανής ο πορθμέας και ο Μπάντας και ο Νυφιώτης ο Γιάννης και ο Αργύρης και ο αδελφός του, πήραν από ένα δαυλό και τα δυο φανάρια και αποφάσισαν να κατέβουν τρέχοντας στο Μικρό Γιαλό. Αλλά αν ο κρημνώδης ορμίσκος δεν ήταν χιονισμένος, θα χρειαζόταν σχεδόν μισή ώρα για να κατέβει κάποιος εκεί από το Κάστρο και τώρα που ήταν χιονισμένος και ήταν νύχτα, τρεις η ώρα μετά τα μεσάνυκτα, ούτε μία ώρα δε θα αρκούσε. 
Σε μία δε ώρα μπορούν να κατασυντριβούν δεκάδες πλοία και να πνιγούν εκατοντάδες άνθρωποι.
Τελικά οι άξεστοι εκείνοι άνθρωποι, απ’ την αυθόρμητη εκείνη φιλανθρωπία, η οποία είναι κατά κάποιον τρόπο φυσική ορμή, σαν συμπάθεια της σάρκας προς τη σάρκα και είναι το πρώτο και τελευταίο αίσθημα που συγκινεί την καρδιά, μετά την πρώτη έκπληξη και πριν προφτάσει να πνεύσει η παγερή πνοή της φιλαυτίας και αδιαφορίας, οι άνθρωποι, λέγω, εκείνοι, πήραν τους δαυλούς τους και έτρεξαν έξω από την πύλη και τη γέφυρα και άρχισαν να τρέχουν τον κατήφορο.
Οι υπόλοιποι, που έμειναν επάνω, ασχολούνταν να ανανεώνουν συνεχώς τη φωτιά, χωρίς να σταματούν να ρίχνουν ξηρά κλαδιά.
***
Ο ιερέας αργοπόρησε επίτηδες στην πρόθεσιν και μνημόνευσε το πρωί εκείνο όσα ονόματα είχε αποθαμένα, όχι μόνο τα δικά του και των ελθόντων πανηγυριστών, αλλά και όλων των ενοριτών του, όχι μόνο όσα είχε γραπτά, αλλά και όσα από μνήμης γνώριζε. Γνώριζε δε από μνήμης όλα τα ονόματα της πολίχνης, αποθαμένα και ζωντανά. Δεήθηκε και υπέρ διασώσεως του κινδυνεύοντος πλοίου, περί του οποίου, χωρίς να ζητήσει εξήγηση, αμέσως είχε καταλάβει τα συμβάντα.
Τέλος, οι κραυγές μετά από λίγο έπαψαν, επήλθε ησυχία.
Φάνηκε ότι βωβή συμφορά είχε ενσκήψει ή ότι η περιπέτεια έλαβε αίσιο τέλος. Δυο άλλοι άνδρες, που ανησύχησαν βγήκαν ως την Αγία Κυριακή, πέρα από την ξύλινη γέφυρα, με δύο πυρσούς στα χέρια.
***
Πέρασε λίγη ώρα, ο ιερέας αργά-αργά μπήκε στη λειτουργία, ελπίζοντας ότι θα έρχονταν εντωμεταξύ και οι απόντες.
Αλλά η λειτουργία προχωρούσε και ψυχή δε φαινόταν.
Τέλος, εις το «Μετά φόβου Θεού», επέστρεψαν πρώτοι οι τελευταίοι που είχαν βγει προς επισκόπηση, έπειτα εισήλθε ο μπαρμπα- Στεφανής και οι μαζί με αυτόν που είχαν κατεβεί στο γιαλό και μετά απ’ αυτόν, τρεις άγνωστοι με ναυτικά ενδύματα και με κηρωτούς επενδύτες.
Έφθασαν όλοι ακριβώς για να ασπασθούν τις εικόνες και να λάβουν το αντίδωρο. 
Ενώ ο κυρ-Αλεξανδρής αναγίγνωσκε το «Ευλογήσω τον Κύριον», οι άνδρες συζητούσαν με σιγανή φωνή τα συμβάντα.
Το πλοίο που εξόκειλε ήταν το γολέτι του καπετάν Κωνσταντή του Λημνιαραίου, αυτοπροσώπως παρόντα εκεί. 
Ο ίδιος, άνδρας μεσήλικας, βραχύς το σώμα, με αδρό μύστακα, διηγείτο τα έξης:
Προ δυο ημερών, ήταν προσορμισμένος στη Δάφνη, το νότιο όρμο του Αγίου Όρους, αλλά ο βοριάς τον ζούριασε, οι αλυσίδες των αγκυρών του κόπηκαν από τη δύναμη του ανέμου και παρασύρθηκε με μιας, δέκα μίλια μακριά. Μάταια προσπάθησε με όλες τις δυνάμεις του να προσεγγίσει στον Κωφόν, το γνωστόν όρμο της Συκιάς, του μεσαίου λαιμού της Χαλκιδικής, όπου άμα εισπλεύσει κανείς, δε βλέπει πια από που εισέπλευσε, αλλά απ΄ όπου δύσκολα εισπλέει κάποιος. 
Ο όρμος μοιάζει με λίμνη μεσόγειο, μη έχουσα ορατό στόμιο, τόσο είναι ασφαλής. Και το γολέτι, ξυλάρμενο, μετά από μάταιες προσπάθειες, παρασύρθηκε από την τρικυμία προς τα νησιά, όπου, τη νύκτα εκείνη των Χριστουγέννων, οι αγωνιώντες επιβαίνοντες στο πλοίο είδαν ξαφνικά φως, σαν φάρο που τους οδηγούσε, τις φωτιές που είχαν ανάψει μπροστά από το ναΐσκο του Χριστού οι τραχείς γιδοβοσκοί.
Η φωτιά εκείνη φάνηκε σ΄ αυτούς σαν θείο πράγματι θαύμα, σαν να θερμαίνονταν γύρω απ΄ αυτόν αγραυλούντες οι ποιμένες εκείνοι, οι ακούσαντες το «Δόξα εν υψίστοις». Πλησίασαν, φερόμενοι μάλλον παρά πλέοντες, προς το μέρος τούτο και τότε κινδύνευσαν να κατασυντριβούν στους βράχους του Κουρούπη. Ευτυχώς, με επιτήδειο χειρισμό απέφυγαν την καταστροφή και κάθισαν το σκάφος στα ρηχά, επί της άμμου, όπου τόσο καλά ήταν εξασφαλισμένο, όσο δεν μπορούσε να είναι με τις δυο άγκυρές του, που είχαν απομείνει ως όμηροι στο βυθό του όρμου της Δάφνης.
***
Έφεξε ο Θεός τη χαρμόσυνη μέρα και οι γιδοβοσκοί φιλοτιμήθηκαν να σφάξουν και να ψήσουν δυο τρυφερά κατσικάκια, ενώ οι δυο υλοτόμοι είχαν φέρει από το βουνό πολλές δωδεκάδες κοτσύφια αλατισμένα και ο καπετάν Κωνσταντής ανέβασε από το γολέτι, το οποίο κανένα κίνδυνο διέτρεχε όπως ήταν καθισμένο, αν δεν έπνεε νότος από την ξηρά να το απώθηση προς το πέλαγος, ανέβασε δυο ασκούς γενναίου οίνου και ένα καλάθι με αυγά και κασκαβάλι της Αίνου και μισή δωδεκάδα όρνιθες και μικρό βυτίο με σκουμπριά.
Και έφαγαν όλοι και ευφράνθηκαν, γιορτάζοντας τα Χριστούγεννα με σπάνια μεγαλοπρέπεια στον έρημο εκείνο βράχο.
Τη νύκτα κοιμήθηκαν εν μέσω άφθονων πυρών, με αρκετά δε σκεπάσματα και καπότες, όσα και οι απ΄ την πολίχνη πανηγυριστές είχαν φέρει μαζί τους και οι αιγοβοσκοί είχαν στο Κάστρο και ο εκ Λήμνου φιλότιμος καραβοκύρης μετέφερε από το πλοίο του. Την επαύριο ο άνεμος κόπασε, το ψύχος ελαττώθηκε πολύ και επωφελούμενοι την ανακωχή του χειμώνα, αποφάσισαν να απέλθουν.
Ο μπαρμπα-Στεφανής και ο γιος του, με δύο άλλους βοηθούς επανήλθαν στη μικρή αμμουδιά κάτω από τα Μποστάνια, καθέλκυσαν τη λέμβο, ανέβησαν σ΄ αυτή και κάμψαντες το Κάστρο, την έφεραν από σοφράν στο βορειοανατολικό μέρος.
Με τη βοήθεια της δυνατής βάρκας του μπαρμπα-Στεφανή και της μικρής φελούκας του Λήμνιου κυβερνήτη, τόσοι βραχίονες συνεργασθέντες, δεν άργησαν να ξεκολλήσουν από την άμμο το γολέτι, το οποίο δεν είχε πάθει τίποτε, αλλά φαινόταν σαν μαλακά πλαγιασμένο και αναπαυόμενο κατόπιν πολλών κόπων.
Και αφού αποχαιρέτισαν τους αιγοβοσκούς, επιβιβάσθηκαν, 
οι μεν στο γολέτι, οι δε στη βάρκα, πότε ρυμουλκούμενη, πότε ρυμουλκούσα και με ιστία και με κουπιά πλέοντες, μέσω της βορειανατολικής οδού τη φορά αυτή, ως συντομότερη και ευκολοδιάβατη στην κάθοδο, έφθασαν αισίως στην πολίχνη.
 
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.

TO ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΩΝ ΔΙΡΦΕΩΝ 2