Δευτέρα 27 Σεπτεμβρίου 2021

Ο Αλιβάνιστος


Το διήγημα δημοσιεύτηκε το 1903
➖➖➖
Τη μετατροπή του κειμένου στην
καθομιλουμένη δημοτική
έκανε ο
Ιωάννης Δ. Γιαννούκος
⭐⭐⭐

Αφού βάδισαν για κάποια ώρα στη βαθιά σύδενδρη κοιλάδα, η θεια Μολώτα κι η Φωλιώ της Πέρδικας κι η Αφέντρα της Σταματρίζενας, τέλος, έφθασαν στο Δασκαλειό. 
Οι τελευταίες ακτίνες του ήλιου, χρύσωναν ακόμη τις δύο ράχες, από το ένα και από το άλλο μέρος της κοιλάδας. 
Κάτω, στο δάσος το πυκνό, απλωνόταν βαθιά σκιά. 
Κορμοί στεφανωμένοι με κισσό και κλωνάρια χιαστί, σχημάτιζαν ανήλια συμπλέγματα, όπου ανάμεσα στα φύλλα ακούγονταν ατελείωτοι ψιθυρισμοί ερώτων. Ευτυχώς το δάσος θεωρείτο ως στοιχειωμένο, αλλιώς θα το είχε καταστρέψει κι αυτό προ πολλού το τσεκούρι του υλοτόμου.
Οι τρεις γυναίκες, πατούν πότε πάνω σε μαλακά βρύα, πότε πάνω σε πέτρες και χαλίκια του ανώμαλου εδάφους.
Η ψυχή κι η καρδούλα τους δροσίσθηκε, όταν έφθασαν στη βρύση του Δασκαλειού.
Το δροσερό νερό, βγαίνει από μία σπηλιά, περνά από μία κουφάλα χιλιετούς δένδρου, στη ρίζα του οποίου σχηματίζεται βαθιά γούρνα.
Όλος ο βράχος από πάνω, στάζει σαν από ρευστά μαργαριτάρια και το γλυκό κελάρυσμα του νερού, αναμειγνύεται με το φλύαρο σιγανό κελάηδημα των κοτσυφιών.
Η θεια Μολώτα, αφού ήπιε άφθονο νερό, αφήνοντας ευχάριστο στεναγμό ανακούφισης, κάθισε σε ένα χαμηλό βράχο για να ξαποστάσει.
Οι δύο άλλες, έβαλαν στη βρύση, κοντά στη ρίζα του δένδρου, τις στάμνες και τα κανάτια τα οποία έφεραν μαζί τους, για να τα γεμίσουν.
Έπειτα, αφού ήπιαν και αυτές νερό, κάθισαν η μία πλάι στη γριά, η άλλη απέναντι κι άρχισαν να μιλούν.
— Πώς αλγεί παπάς; είπε η θεια Μολώτα.
Η γριά ήταν ιδιόρρυθμη στη γλώσσα της. 
Τραύλιζε και απέκοπτε όχι μόνο συλλαβές, αλλά και τα άρθρα και άλλα μόρια.
— Νύχτωσε, θα πω! πρόσθεσε η Φωλιώ.
— Τα, τι λογάτε; είπε η Αφέντρα.
Βρίσκονταν και οι τρεις, από τη μέρα εκείνη του Μεγάλου Σαββάτου, στον Αϊ-Γιάννη, στον Ασέληνο. 
Ήταν έρημο παλαιό μοναστηράκι.
Είχε γίνει γνωστό, ότι ο παπα-Γαρόφαλος ο Σωσμένος, ένας απ’ τους ιερείς της πόλεως, θα ερχόταν στον Αϊ-Γιάννη, στον Ασέληνο, για να κάμει Πάσχα στους αιγοβοσκούς των άγριων εκείνων μερών.
Οι τρεις αυτές και μερικά άλλα πρόσωπα από την πόλη, που αγαπούσαν την εξοχή, είχαν έλθει, χάριν του Πάσχα, πριν να ξεκινήσει ο παπάς.
Αλλά όμως νύχτωνε ήδη και ο παπα-Γαρόφαλος δεν είχε φανεί ακόμη.
— Είναι αργοστόλιστος θα πω, είπε η Φωλιώ η Πέρδικα.
— Ναι, είδες πως αργεί να ντυθεί; Πήρε το λόγο ερμηνεύοντας κατά γράμμα τα λεγόμενα της Φωλιώς η Αφέντρα της Σταματρίζενας.
Και καμιά φορά βάζει και στραβά την «αλλαή» του.
Ονόμαζε έτσι το φελόνιον (ιερατικό άμφιο χωρίς μανίκια).
Οι τρεις γυναίκες είχαν έλθει από τον Αϊ-Γιάννη, που απείχε ως ένα τέταρτο της ώρας δρόμο, για να γεμίσουν τα σταμνιά στο Δασκαλειό, επειδή η μικρή βρύση του παλαιού ησυχαστηρίου, κάτω από το ναΐσκο, είχε χαλάσει και σχεδόν είχε χαθεί το νερό.
Επρόκειτο δε να επιστρέψουν αμέσως στον Αϊ-Γιάννη.
Αλλά με την κουβέντα, αργοπορούσαν.
Τέλος, οι δύο σηκώθηκαν, έσκυψαν για να φορτωθούν τα σταμνιά και ήταν έτοιμες για αναχώρηση.
***
Αλλά τη στιγμή εκείνη, ζωηρή φωνή ακούσθηκε από το κάτω μέρος, ανάμεσα από τα δένδρα.
— Σ' έσκιαξα θεια Μολώτα, είπε η φωνή.
Έπειτα, καγχασμός ακούστηκε κι αμέσως παρουσιάσθηκε ένας νέος, ψηλός, αμούστακος, ως δεκαέξι ετών, κρατώντας κάτω απ’ το στέρνο του, κάτι διπλωμένο και τυλιγμένο πράγμα.
— Α! κακό να μην έχεις! έκραξε η Φωλιώ.
Εσύ 'σαι, αρέ Σταμάτη;
Δεν είχε νυχτώσει ακόμη καλά και οι γυναίκες είδαν τα χαρακτηριστικά του, αφού πρώτα είχαν γνωρίσει τη φωνή του.
Ήταν ο Σταμάτης το Τρυγονάκι, μάγκας, ορφανός παιδιόθεν, καλόκαρδος, βολικός, ο οποίος ζούσε εκτελώντας θελήματα ανά την πόλη.
Όταν όμως ήταν πουθενά εξοχικό πανηγύρι, άφηνε όλες τις δουλειές του κι έτρεχε πρώτος μεταξύ όλων των πανηγυριστών.
— Να, απ' τον Ασέληνο έρχομαι, είπε ο νέος... φορτωμένος πράματα, θάματα... κοιτάξτε!
Έβαλε το δεξιό χέρι μέσα στο τυλιγμένο πανί, το οποίο κρατούσε, πήρε ένα μαύρο πράγμα και θέλοντας να παίξει, το έριξε στην ποδιά της Μολώτας, η οποία καθόταν ακόμα στην πέτρα.
— Α! φωτιά που σ' ε!... έκαμε αυτή, αναπηδώντας ορθή και τινάζοντας την ποδιά της.
Το πράγμα το οποίο της είχε ρίξει ο Σταμάτης, ήταν ένας τεράστιος ζωντανός κάβουρας. Ο νέος, είχε κατέβει πριν δύο ώρες στον Μικρό Ασέληνο. Έτσι ονομαζόταν ο δυτικός γιαλός, μια μικρή αγκαλιά, που αντίκριζε το Πήλιο. Εκεί είχε γεμίσει το προσόψιό του, το οποίο είχε περιζωμένο στη μέση του, από κοχύλια, πεταλίδες και καβούρια.
— Αρέ, ζουρλάθηκες; είπε αυστηρά η Αφέντρα.
Να κάμεις τη νοικοκυρά να κόψη το αίμα της!
Ο Σταμάτης και πάλι κάγχασε.
— Να με συμπαθάς θεια Μολώτα, είπε. Σα χωριάτης που 'μαι, έσφαλα. Θέλησα να σου χαρίσω αυτό το καβούρι, για να κάμεις μεζέ απόψε και με τον τρόπο που σου το 'ριξα στην ποδιά σου σε τρόμαξα.
— Δεν τλώου καβούλγια, είπε η Μολώτα, θα μεταλάβου!
— Αλήθεια; Τότε, το χαρίζω της Πέρδικας.
— Μεγαλοσαββατιάτικα, καβούρια θα φάω; είπε η Φωλιώ.
— Τότε, ας το παρ' η Σταματρίζενα, είπε ο Σταμάτης.
— Να καβουρώσεις και κάβουρας να γένεις! Απάντησε η Αφέντρα.
— Μωρέ, ευχή που μου δίνεις! είπε ο Σταμάτης.
Ακούς! να ήμουν κάβουρας! Πώς θα περπατούσα τάχα;
Και άμα είπε, έσκυψε και άρχισε να κάνη λοξά πατήματα, ανάμεσα στις τρεις γυναίκες.
Με το κεφάλι του κτύπησε το πλευρό της Μολώτας, με την πλάτη του έπληξε τον αγκώνα της Φωλιώς και με την φτέρνα του πάτησε τη γόβα της Αφέντρας.
Οι τρεις γυναίκες, μισοθυμωμένες, γέλασαν.
— Ζουρλάθηκες βλέπω, δεν είσαι καλά! είπε η Αφέντρα.
Και σηκώνοντας με το αριστερό χέρι το κανάτι της, κτύπησε ελαφρά το κεφάλι του Σταμάτη, ο οποίος φάνηκε να του άρεσε.
— Ω! τι δροσιά, μωρέ Σταματρίζενα! είπε. Δώσε μου άλλη μια!
— Πάμε! νυχτώσαμε, έκαμε σε απάντηση η Αφέντρα.
Και αμέσως ξεκίνησαν.
Τότε ο Σταμάτης, αφού έπιασε, χωρίς να πει τίποτε, τη μεγάλη στάμνα, την οποία αλλιώς θα φορτωνόταν η Αφέντρα, φιλοτιμήθηκε να τρέξει πρώτος, σαν εμπροσθοφυλακή και στο δρόμο άρχισε να διηγείται:
— Να ξέρατε ποιον ηύρα, τώρα, στο δρόμο π' ανέβαινα... πριν σας ανταμώσω στη βρύση.
— Ποιον ηύρες; είπε η Αφέντρα. Τον Μπαμπάο, ή τον Αράπη, ή τον Εξαποδώ;
— Ηύρα τον Αλιβάνιστο!
— Αλήθεια; για πες μας.
Άμα άκουσε το όνομα τούτο η θεια Μολώτα, έκαμε ακούσια κίνηση και με δύο βήματα, άλλαξε θέση στο δρόμο και στάθηκε στα αριστερά του Σταμάτη, για ν' ακούσει καλύτερα, επειδή ήταν κουφή από το ένα αυτί.
Ο νέος διηγήθηκε, ότι στην άκρη του βουνού, όχι μακριά απ’ την ακτή, είχε περάσει από την κατοικία του αλλόκοτου εκείνου ανθρώπου, που εδώ και τριάντα χρόνια δεν είχε κατεβεί στην πόλη και μόναζε σε μία καλύβα ή μάλλον σπηλιά, της οποίας το στόμιο είχε κτίσει με τα χέρια του.
Έβοσκε λίγες κατσίκες και δε συναναστρεφόταν κανέναν άνθρωπο, παρά μόνο τον Μπαρέκο, το μεγάλο αιγοτρόφο του βουνού, που είχε κοπάδι από χίλια γίδια. 
Σ΄αυτόν έδινε το λίγο γάλα του, παίρνοντας ως αντάλλαγμα λίγα παξιμάδια, παστά ψάρια και πότε-πότε κανένα τρίχινο φόρεμα ή μάλλινο σκέπασμα.
— Άμα με είδε, είπε ο Σταμάτης, έκαμε να κρυφτεί. Εγώ έτρεξα πίσω του, τον χαιρέτισα και, για να τον φουρκίσω, άρχισα να τον λιβανίζω μ' αυτήν την πετσέτα, που κουδούνιζαν μέσα οι πεταλίδες... Να, πώς του έκαμα!
Και βγάζοντας την ποδιά, που περιείχε τα θαλασσινά είδη από τη μέση του, έκαμε πως λιβανίζει μ' αυτό την θεια Μολώτα, η οποία άφησε άναρθρη κραυγή διαμαρτυρίας.
— Έλα! θα ησυχάσεις, βρε πειρασμέ; έκραξε οργισμένη 
η Αφέντρα.
***
Στον Αϊ-Γιάννη, άμα νύχτωσε, είχε φθάσει με όλο το ασκέρι του, γυναίκα, παιδιά και παραγιούς του, ο μεγαλοβοσκός ο Γιάννης ο Μπαρέκος, καθώς κι ο Κώστας ο Πηλιώτης, άλλος τσομπάνος με τη φαμίλια του κι ο Αγγελής ο Πολύχρονος, με όλες τις ετοιμασίες  του. Είχαν ανάψει μεγάλη φωτιά και κάθισαν στο ύπαιθρο, προς το βόρειο τοίχο του ναΐσκου και διηγούνταν παλιά χρονικά του ποιμενικού κόσμου και κοίταζαν τους αστερισμούς και την Πούλια, πότε θα φθάσει στη μέση τ' ουρανού, για να είναι μεσάνυχτα και πότε θα φθάσει σε ένα δυτικό σημείο, για να φέξει.
Και περίμεναν τον παπά, πότε να έλθει, για να τους κάμει Ανάσταση.
Ήταν μεσάνυχτα ήδη και ο παπάς δεν είχε έλθει.
— Καθώς τ' ομολογάει η φλάσκα... έλεγε ο Αγγελής 
ο Πολύχρονος.
— Να το 'ξερε κανείς, να πήγαινε στη χώρα, είπε ο Κώστας 
ο Πηλιώτης.
— Ο παπα-Γαρόφαλος, αν θα 'ρθεί, θα 'ρθεί με το φεγγάρι, παρατήρησε ο Μπαρέκος. Για κοιτάξτε!
Έδειχνε ψηλά στο βουνό, όπου οι κορυφές των δένδρων είχαν αρχίσει να λάμπουν από το αργυρό φέγγος.
Ήταν ήδη περί το τελευταίο τέταρτο.
Την ιδία στιγμή έφθασε ο Σταμάτης.
Αυτός πριν από ώρα είχε γίνει άφαντος, χωρίς κανείς να το προσέξει.
Ο νέος είχε ανεβεί ψηλά στο βουνό, για να κοιτάξει και να ακούσει, αν θα ακουγόταν ή θα φαινόταν πουθενά ο παπάς.
Άμα επέστρεψε, έκανε νόημα στον Μπαρέκο και τους άλλους να βγουν μαζί του από τον περίβολο.
— Τι τρέχει;
— Ελάτε, κάτι φωνές ακούω. Βάζω στοίχημα!...
Ο Μπαρέκος και ο Κώστας ο Πηλιώτης, τον ακολούθησαν και απομακρύνθηκαν διακόσια βήματα, κατά τον ανήφορο.
Εκεί άκουσαν πράγματι κάποιους ήχους, να ανέρχονται βαθιά από το ρέμα κάτω, προς το Δασκαλειό και τον Ασέληνο.
— Τι να είναι;
— Βάζω στοίχημα πως ο παπα-Γαρόφαλος έχασε το δρόμο, είπε ο Σταμάτης.
— Τι θέλει από κει, κατά τον Ασέληνο;
— Γνώρισα τη φωνή του, είπε ο Σταμάτης.
Θα ήρθε από τον άλλο δρόμο, απ' τα χωράφια κι υστέρα έπεσε μέσα στο ρουμάνι και χάθηκε.
Οι δύο βοσκοί κι ο Σταμάτης κι ο Πολύχρονος, που έτρεξε πίσω τους, ανέβηκαν το φρύδι του βουνού και απάντησαν 
με φωνές στους ήχους τους οποίους άκουγαν.
-Ελάτε!... Εδώ είμαστε!... έκραξε με στεντόρεια φωνή 
ο Σταμάτης.
-Μα πώς, δεν βλέπουν κοτζάμ φωτιά; είπε με απορία 
ο Πηλιώτης.
-Θα έχουν πέσει μέσα σε κακοτοπιά, στον ίσκιο του βουνού, 
το φεγγάρι δεν ψήλωσε ακόμα.
-Πάω να φέρω το φανάρι! είπε ο Σταμάτης.
Κι έτρεξε κάτω στον περίβολο του Αϊ-Γιαννιού, απ’ όπου επανήλθε μετά από λίγο, φέρνοντας φανάρι αναμμένο.
Ο Σταμάτης, κρατώντας τούτο, προπορεύθηκε και οι τρεις άνδρες τον ακολούθησαν μέσα στο δάσος. 
Μετά λίγα λεπτά, οι φωνές ακούγονταν πλησιέστερα και τέλος φάνηκε ο παπάς, ακολουθούμενος από τον ανεψιό του, το βοηθό του, τραβώντας με την τριχιά ένα γαϊδουράκι, επάνω στο οποίο ήταν φορτωμένα τα «ιερά» του παπά.
***
Αλλά τελευταία απ΄όλους φάνηκε και μία σκιά, που φαινόταν να αποφεύγει ν' αντικρύσει το φως του φαναριού.
— Μπα! έκαμε γελώντας ο Σταμάτης.
Και σιγά προς τον Μπαρέκο ψιθύρισε:
—Ο Αλιβάνιστος!
— Μεγάλο θάμα! είπε ο Μπαρέκος.
— Πώς έκαμες, βλοημένε κι έχασες το δρόμο; ρώτησε τον παπά, ο Αγγελής ο Πολύχρονος.
— Μη ρωτάτε... θέλησα να πάω απ' τον άλλο δρόμο... απ' τα Ρόγγια... είπε ασθμαίνοντας ο παπάς, ήθελα να δω το χωράφι...  είπε να το σπείρει κείνος ο Ντανάκιας και τ' άφησε άσπαρτο...  κι εγώ χαμπάρι δεν είχα, τόσοι μήνες τώρα.
Ας είναι καλά ο άνθρωπος...
Είχα και δυο τρεις αγιασμούς να κάμω και νύχτωσα... Καλά που έπεσα κοντά στο καλυβάκι του μπαρμπα-Κόλια εδώ (δείχνοντας τον καλούμενο Αλιβάνιστο) και με βοήθησε να βρω το δρόμο!... Ας έχει την ευχή!
Ο παπα-Γαρόφαλος, έδειχνε εκείνον τον οποίο αποκαλούσε μπαρμπα-Κόλιαν, ο οποίος όμως, σαν αληθινή σκιά είχε αρχίσει να γλιστρά πίσω από τα δένδρα και να απομακρύνεται.
Ο Μπαρέκος, έτρεξε και τον έπιασε γερά από το βραχίονα.
— Πού πας, μπαρμπα-Κόλια; είπε. Τώρα δε σ' αφήνουμε... τελείωσε!
Φέτος θα κάμουμε Ανάσταση μαζί!...
Ο Σταμάτης, μη δυνάμενος να κρατήσει τα γέλια, άρχισε με το φανάρι το οποίο κρατούσε, να κάνει κινήματα σαν να λιβάνιζε προς το βάθος, στο μέρος όπου στεκόταν το σύμπλεγμα του Μπαρέκου και του μπαρμπα-Κόλια.
Ο γέρος, φαινόταν αληθινός λυκάνθρωπος. Φορούσε είδος ράσου, απροσδιορίστου χρώματος και μαύρη σκούφια, είχε μακριά μαλλιά, μαύρα ακόμη και ψαρά σγουρά γένια. Δυσανασχετούσε, γιατί τον κρατούσε με το δυνατό χέρι του ο Μπαρέκος και ήθελε να φύγει.
— Αφ' σε με να ζήσεις! Δεν μπορώ!... τι Ανάσταση να κάμου 'γω... τι με θέλετ' εμένα... Εσείς κάμετε Ανάσταση. Με γεια σας, με χαρά σας!... Πάω στο καλύβι μου, 'γω!
Τότε ο παπα-Γαρόφαλος πήρε το λόγο:
— Να 'χεις την ευχή του Χριστού παιδί μου! Έλα!... Να πάρεις ευλογία!... Να μοσχοβολήσ' η ψυχή σου! Έλα ν' απολάψεις τη χαρά του Χριστού μας! Μην αδικείς τον εαυτό σου! Μην κάνεις του εχτρού το θέλημα!... Πάτα τον πειρασμό! Έλα, Κόλια!
Έλα, Νικόλαε, έλα, Νικόλαε μακάριε! Ο άγιος Νικόλαος να σε φωτίσει!
Ο μπαρμπα-Κόλιας ήθελε να έλθει, αλλά ντρεπόταν. Παραξενευόταν πολύ, θα επιθυμούσε να τον απαγάγουν δια της βίας.
Ο Μπαρέκος, σαν να είχε εισδύσει στα ενδόμυχα της ψυχής του, φώναξε τους δύο άλλους βοσκούς κοντά του. 
Αυτοί, μισοαστεία, μισοσοβαρά, έβαλαν τα χέρια τους, στους βραχίονες και τις ωμοπλάτες του Κόλια.
Εν πομπή και παρατάξει τον απήγαγαν, ενώ αυτός, επιθυμούσε να ακολουθήσει, αλλά και προσπαθώντας να φύγει.
***
Όταν έφθασαν στον Αϊ-Γιάννη, παράδοξο πράγμα συνέβη.
Η θεια Μολώτα, καθώς καθόταν έξω απ’ το ναό, άμα είδε τον Κόλια, ταράχθηκε και στράφηκε προς τον τοίχο του ναού.
Η Αφέντρα, που ήταν στο πλάι της, την είδε και κατάλαβε ότι κάτι συνέβαινε.
— Τι έχεις, θεια Μολώτα;
Η γριά της έκανε νόημα να σωπάσει.
Εντωμεταξύ, αφού η συνοδεία προχώρησε στο κέντρο του περίβολου, η Μολώτα έριξε πλάγιο βλέμμα προς το σύμπλεγμα των ανδρών και κατέβασε χαμηλά τη μαύρη μαντήλα της, έκρυψε τα φρύδια, τους κροτάφους και με τα τσουλούφια της κόμης της και με τα κλώνια της μαντήλας, κάλυψε το κατωσάγονο και τα μάγουλα.
Η Αφέντρα την κοίταζε με άπληστη περιέργεια.
— Τι έπαθες, θεια Μολώτα; ρώτησε και πάλι.
— Σώπα, σ' λένε! ψιθύρισε η Μολώτα.
Αμέσως τότε, ο παπάς εισήλθε στο ναΐσκο, τον οποίο ο Σταμάτης, από την ημέρα, πριν να πάει ακόμα για πεταλίδες και καβούρια, είχε στολίσει με δάφνες και μυρσίνες και ο οποίος άστραφτε από κοσμιότητα και καθαριότητα.
Ο ιερέας έβαλε ευλογητό και μαζί με τον ανεψιό του, άρχισε να ψάλλει το «Κύματι θαλάσσης».
Η Αφέντρα, η Φωλιώ κι οι γυναίκες και τα θυγάτρια των ποιμένων, μπήκαν στο ναό και κόλλησαν πολλά κεριά στα μανουάλια.
Η Μολώτα έμενε παραπίσω. 
Ήθελε να δει αν ο μπαρμπα-Κόλιας, ο Αλιβάνιστος, θα έμπαινε στο ναό ή όχι.
Ο Κόλιας καταρχάς επέμενε να μείνει έξω, με την πρόφαση ότι θα βοηθήσει τους δύο παραγιούς του Μπαρέκου στο σούβλισμα και ψήσιμο των αρνιών, για τα οποία ετοίμαζαν μεγάλη φωτιά. Ο Μπαρέκος όμως φοβήθηκε, μήπως «το στρίψει» και τον πίεσε να εισέλθει στο ναό μαζί του, λέγοντάς  του, ότι  ο μουσαφίρης δεν κάνει «'πηρεσία».
Τότε η Μολώτα έμεινε απ' έξω, μισοκρυμμένη στον παραστάτη της θύρας του ναού και κοιτάζοντας κρυφά μέσα. 
Όταν βγήκαν όλοι με τις λαμπάδες στο ύπαιθρο για να κάμουν Ανάσταση, αυτή απομακρύνθηκε και κρύφτηκε στη βορειανατολική γωνία, σιμά στη θυρίδα της Προσκομιδής.
Απ΄εκεί άκουσε κι αυτή το «Χριστός Ανέστη».
Όταν το πλήθος μπήκε πάλι στο ναό, με το «Αναστάσεως ημέρα», το γοργό εμβατήριο, η Αφέντρα της Σταματρίζενας έμεινε παραπίσω και ήλθε κοντά στη Μολώτα.
— Γιατί δεν έρχεσαι μες στην εκκλησιά; της είπε, λεχώνα είσαι;
— Σύλε, πιδί μ', ν΄ακούσεις καλό λόγο, της είπε η Μολώτα.
Αφ' σ' εμένα.
— Μα τι έχεις;
— Τίποτα.
Επέμεινε:
— Θα μου πεις τι έχεις;
Η γριά αρνήθηκε και απομακρύνθηκε απ' αυτήν.
Η Αφέντρα αναγκάσθηκε να φύγει.
Μετά λίγη ώρα όμως, όταν άρχισε ο Ασπασμός, η Μολώτα πλησίασε στη θύρα του ναού και έκανε νόημα στην Αφέντρα να βγει.
Την έφερε στην ιδία και πριν θέση, αριστερά του ναού.
— Τώλα, εγώ πώς θα μεταλάβου; της λέγει.
— Γιατί; τι τρέχει;
— Τώλα, δε φιλούν Βγαγγέλιο κι Ανάσταση;
— Ναι.
— Πώς να πάω 'γω ν' ανησπαστώ;
— Πώς θα πας; Με τα ποδάρια σ', είπε η Αφέντρα.
— Είδες κείνον άθλωπο;
— Ποιον;
— Κόλια.
— Τον Αλιβάνιστο; Ε, τι;
Η Μολώτα έσκυψε, χαμήλωσε τη φωνή και είπε:
— Σαν ήμουν εγώ μικλό κολίτσι, αυτός μ' ήθελε γυναίκα.
Πλιν αλλωστήσω κι πιαστεί φωνή μου, μ' ηύλε σουλουπώματα, πηγάδι, στενό σοκάκι, μ' ε... (έσκυψε στο αυτί της Αφέντρας και ψιθύρισε με φωνή μόλις ακουσμένη), μ' εφίλησε...
Η Αφέντρα έπνιξε βαθύ, αργυρόηχο γέλιο.
Η γριά επανέλαβε:
— Πατέλας δεν τον ήθελε γαμπλό. Πήλα άλλον. Χήλεψα.
Αυτός, είπαν, πήλε καημό, πήγε βουνά, αγλίεψε, δεν πάτησ' εκκλησιά... Εγώ έχω το κλίμα (το κρίμα);
Η Αφέντρα κατάλαβε αμέσως την απλοϊκή ευσυνειδησία της γριάς.
— Ε, καλά, είπε, να που τον ηύρες τώρα, στην Ανάσταση.
Ώρα του Ασπασμού, της αγάπης είναι. Να σχωρεθείς, να το πεις του παπά και θα σ' αφήσει να μεταλάβεις.
***
Η Μολώτα, ακολούθησε κατά γράμμα τη συμβουλή της Αφέντρας.
Μπήκε στο ναό, ασπάσθηκε το Ευαγγέλιο και την Ανάσταση, έπειτα ζήτησε συγχώρηση από τον Κόλια.
Ακολούθως, την ώρα του Κοινωνικού, πλησίασε μαζί με τις άλλες γυναίκες στη βόρεια πύλη του ιερού, όπου ο ιερέας ανέγνωσε επί των κεφαλών τους την συγχωρητική ευχή, ενώ ο μικρός ψάλτης μουρμούριζε το «Σώμα Χριστού μεταλάβετε».
Μετά την απόλυση, άμα οι άνδρες εξήλθαν, ο Σταμάτης συνάντησε τον Κόλια και τον χαιρέτισε:
— Χριστός Ανέστη, μπαρμπα-Κόλια! Καλή ώρα ήταν που σ' ηύρα χτες.
Και ο γέρος ερημίτης απάντησε:
— Αληθώς Ανέστη, βρε! Δεν είμαι αλιβάνιστος!
 
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.

TO ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΩΝ ΔΙΡΦΕΩΝ 2