➖
Το διήγημα δημοσιεύτηκε το 1893
➖➖➖
Τη μετατροπή του κειμένου στην
καθομιλουμένη δημοτική
έκανε ο
Ιωάννης Δ. Γιαννούκος
⭐⭐⭐
Εάν
ο ήρωας του παρόντος διηγήματος, ήταν ο ίδιος ο γράφων, τότε ο τίτλος του θα
είχε μάλλον τροπική και αλληγορική σημασία.Διότι,
ναι μεν, εύνοια της θείας Πρόνοιας, είναι αλήθεια ότι και χάρις στη φιλάδελφη
προθυμία του χωρικού και αρχοντικού φίλου μου, του κυρ-Γιάννη Πεντελιώτη,
αξιώνομαι σχεδόν κάθε χρόνο ανελλιπώς, κατά τις περίδοξες αυτές ημέρες, να συμψάλλω
μαζί με αυτόν, που υποβάσταζε με το χέρι τα γυαλιά του, αγαπούσε το πολίτικο
ύφος, παρατείνοντας επ᾽ άπειρον τα μουσικά κώλα και τις καταλήξεις του, στο
μικρό αγροτικό ναΐσκο του χωριού Θ., όπου μυροβολεί ελισσόμενο σε κυανούς
στεφάνους το μοσχολίβανο, που περιβάλλει τους ακτινωτούς στεφάνους και τις
σεμνές όψεις των αγίων και όπου με τις κεντητές ποδιές τους και τα
λευκά κολόβια τους, οι νεαρές χωρικές προσέρχονται, φέροντας αγκαλιές ρόδων και
λουλουδιών και θημωνιές δενδρολίβανου, καταφορτώνοντας
με λόφους από άνθη τον πενιχρό επιτάφιο, ο
οποίος δεν έχει ανάγκη από άλλη πολυτέλεια.Εκεί
εισβάλλει ουλαμός ολόκληρος από αυτοσχέδιους ψάλτες, που κρατούν ανά ένα φυλλάδιο
του επιτάφιου στο χέρι και οι οποίοι φιλοτιμούνται να ψάλλουν με σπαρακτική παραφωνία
τα εγκώμια, καταστρέφοντας με κωμικά σφάλματα και τις λίγες λέξεις, όσες είναι
ορθά τυπωμένες στα φυλλάδια εκείνα.Χωρίς
να είμαι κύριο μέρος του αυτοσχέδιου τούτου χορού, οφείλω να ομολογήσω ότι, αν
και προσπαθώντας να συμψάλλω υποφερτά κάπως με τον αρχοντικό και πρόθυμο φίλο
μου, παρόλα αυτά υστερώ απ΄ αυτόν κατά πολλά και για τούτο επικαλέστηκα στην
αρχή, ως επιείκεια εκ μέρους του αναγνώστη, την τροπική του τίτλου εκδοχή, καθ΄
ον δηλαδή τρόπο σε όλους τους ναούς, παρουσιάζονται κατά τις μέρες τούτες
πολλοί τέως άγνωστοι, μουσόληπτοι επί τόπου την ίδια στιγμή, λαμπριάτικοι ψάλτες,
έτσι και ο γράφων, ενώ κατά όλο τον άλλο χρόνο σιωπά, παρουσιάζεται, δύο φορές
το χρόνο αυτός, τα Χριστούγεννα και το Πάσχα, καίτοι κατ’ αποκοπή
διηγηματογράφος.***Το
πράγμα άρχισε να γίνεται κάπως φορτικό και πολλοί μενσκανδαλίσθηκαν,
κάποιοι δε και το αποδοκίμασαν.Αρκούνε
τόσες άλλες μανίες, τόσοι ξενισμοί.Εμείς
δεν είμαστε Άγγλοι ούτε Αμερικάνοι.Μη
μας σκοτίζεις και συ. Από που έλαβες αφορμή να υποθέσεις, ότι το κοινό θέλγεται
από τις αναμνήσεις σου ή συγκινείται από τα αισθήματά σου; Το έκαμες μία φορά ή
δύο.Αρκεί.
Πάψε πλέον. Δεν βλέπεις ότι το αιώνιο θέμα σου εξαντλήθηκε και ότι βρίσκεσαι
στην ανάγκη να προσπαθείς βίαια να παρουσιάσεις απλή παραλλαγή κάθε έτος;-
Εν πρώτοις, καλό θα ήταν να διακρίνουμε ότι είναι πράγματι ξενισμός από ότι
μπορεί να είναι, από τη φύση των πραγμάτων, κοινά σε όλα τα έθνη. Λόγου χάριν,
το να εκδίδονται τα περιοδικὰ κατὰ Σάββατο ή Κυριακή είναι ξενισμός; Τα να
δημοσιεύουν οι πολιτικές εφημερίδες φιλολογικότερη ύλη κατὰ Κυριακή, είναι
ξενισμός;Τελικά,
το να σχολάζει κάποιος κατὰ τις εορτές από την τύρβη του κόσμου, όπως και από
την ανάγνωση άρθρων πολιτικών και να αισθάνεται την ανάγκη αβρότερης,
τερπνότερης, ακοπώτερης ανάγνωσης, είναι ξενισμός; Έστω, αλλά μπορείς να
δημοσιεύεις τις μέρες των εορτών, διηγήματα ή περιγραφές, χωρὶς να κάμνεις
ποσώς λόγο περὶ των Χριστουγέννων και του Πάσχα.Ιδοὺ
λοιπόν ποιο το αίτιο της δυσφορίας τους και με πόση αφέλεια το ομολογούν… το
εξωτερικεύουν. Να
φιλοξενηθείς ηγεμονικά στα μέγαρα μεγάλου άρχοντα και να μη προπιείς προς τιμήν
του οικοδεσπότη! Να απολαύσεις (δεσποτική φιλοξενία και τραπέζι αθάνατο) και να
μην αποδώσεις ευχαριστίες τον εστιάτορα! Αλλά
στα διηγήματα, όσα δημοσίευσα κατά καιρούς ο υποφαινόμενος, τα
Χριστούγεννα ή το Πάσχα, εμπνεύσθηκα αλήθεια, από τις αναμνήσεις μου και τα
αισθήματα μου, τα οποία θέλγουν και συγκινούν εμένα τον ίδιο, ίσως και λίγους
εκλεκτούς φιλαναγνώστες. Ότι δε τέτοιοι υπάρχουν, αποδεικνύεται από το ότι, δύο
από τις εφημερίδες, οι κορυφαίες της πρωτεύουσας, όπως και το μονάκριβο
περιοδικό, φιλοξενούν τα εορτάσιμα διηγημάτια των ημερών τούτων. Έπειτα,
πουθενά σχεδόν θα βρείτε ότι επιζήτησα βεβιασμένη θέση ή πλοκή, για να
γαλβανίσω την περιέργεια του αναγνώστη.Όπου
γίνεται λόγος περί ξενιτεμένων, οι οποίοι επιστρέφουν μετά μακρά απουσία ή
στέλνουν γράμματα μαζί με υλική παρηγοριά στους οικείους, αυτά όλα βασίζονται
στην πραγματικότητα, καθόσον όλοι όσοι έχουν ζήσει σε παραθαλάσσιους και
ναυτικούς τόπους της Ελλάδος, κάλλιστα γνωρίζουν ότι, κατά τις παραμονές ιδίως
των εορτών, πολλοί ξενιτεμένοι, ενώ συνήθως φαίνονται ψυχροί και αποσκληρυμένοι
εξωτερικά, έξαφνα θυμούνται τους οικείους τους και ή επιστρέφουν στις πατρίδες
ή αν αυτοὶ εμποδίζονται από φιλοτιμία να έλθουν αξιοπρεπώς, όχι σπάνια,
αποστέλλουν παρηγοριά στις γηραιές μητέρες και τις αδελφές τους. Σε
άλλα πάλι γίνεται λόγος περὶ των κοινωνικών και οικογενειακών εθίμων που
σχετίζονται με τις εορτές και αλλού πάλι η ασθενής πλοκή στρέφεται γύρω από κάτι
νεωτεριστικό και φθοροποιό έθιμο.Τι
το απίθανο σε όλα τούτα;Αλλά
τα περισσότερα τα από μένα γραμμένα, εορτάσιμα διηγήματα έχουν, ας μου
επιτραπεί ο λατινικός όρος, a priori την υπόθεση, είναι δηλαδή μάλλον
θρησκευτικά.―
Ποια χάρη, σας παρακαλώ, ποια δύναμη ή πρωτοτυπία θα είχε, το να λάβει κανείς
τον κόπο να περιγράψει λεπτομερώς, πως ένας χωρικός ιερέας πήγε να λειτουργήσει
σε εξωκλήσι, χάριν μικρής κοινότητος αγροίκων ή βοσκών, ποιοι και πόσοι
μετείχαν στην πανήγυρη και ποια ήταν τα ήθη των πανηγυριστών; Τούτο θα ήταν
τελείως ευτελές και ταπεινό, κατὰ τη γνώμη των κριτικών.Το
να γράψει κανείς, ότι γηραιός ανήρ φόνευσε τη συμβία του, κατ᾽ αυτήν την ημέρα
των Χριστουγέννων - χωρὶς μήτε ο αναγνώστης μήτε ο συγγραφέας να υποπτεύονται
καν γιατί τη φόνευσε, - τούτο είναι υψηλό και πολυτελές, κατὰ την εκτίμηση
μερικών. Μετά τέτοιο έγκλημα κατ᾽ αυτήν την αγία ημέρα, το θέμα εξαντλήθηκε και
όλα τα Χριστουγεννιάτικα και τα πασχαλινά διηγήματα δεν πρέπει πλέον να βλέπουν
το φως.Μη
θρησκευτικά, προς Θεού! Το Ελληνικό Έθνος δεν είναι Βυζαντινοί, εννοήσατε; Οι
σημερινοί Έλληνες είναι κατ᾽ ευθείαν διάδοχοι των αρχαίων. Έπειτα
εκπολιτίστηκαν, προόδευσαν και αυτοί. Συμβαδίζουν με τα άλλα έθνη.Ποια
ποίηση έχει το να γράψεις ότι ο Χριστός «δέχεται την λατρείαν του πτωχού λαού»
και ότι ο πτωχός ιερέας «προσέφερε τω Θεώ θυσίαν αινέσεως»; Και να περιγράφεις
το εσωτερικό του ναΐσκου, με τις νυσταλέες κανδήλες και τις αμαυρές μορφές των
Αγίων ολόγυρα! Δεν τα εννοούμε εμείς αυτά. Εμείς θέλουμε διήγημα, το οποίο να
είναι όλο ποίηση, όχι πεζή πραγματικότητα.Συ
δε πως τολμάς να γράφεις, μιλώντας περὶ Ιουλιανού του Παραβάτη, καρφωμένου στον
τοίχο από τη λόγχη του Αγίου Μερκουρίου, τέτοια βλάσφημη φράση:«Πελιδνός
ο παράφρων τύραννος;…»Όταν
συγγραφέας άλλος και άλλης περιωπής, δημοσίευσε προ ετών ιστορικοφανταστικὸ
δράμα, προέτασσε χυδαία αληθώς προλεγόμενα, διά των οποίων έβριζε βάναυσα τη
θρησκεία των πατέρων του, τότε ουδείς λόγος υπήρχε για να σκανδαλιστεί κάποιος,
γιατί το πράγμα ήταν της μόδας.Αλλά
συ, να τολμάς να εκφράζεσαι με τέτοια ασεβή γλώσσα, περὶ του Ιουλιανού εκείνου,
του Παραβάτου ή Αποστάτου καλουμένου, η
θρασύτητα υπερβαίνει κάθε όριο. Και όμως, ο σοφός επικριτής δεν
αντιλήφθηκε ότι η φράση ήταν εξ αντικειμένου, όπως λέγουν αυτοί, απέδιδε δηλαδή
διὰ λέξεων τα χρώματα του ζωγράφου και ότι κάθε ζήτημα περὶ των δοξασιών του
γράφοντος (ο οποίος εντούτοις δεν αρνείται ότι συμμερίζεται τη γνώμη του
Βυζαντινού τοιχογράφου) παρέλκει τελείως.Για
να δώσουμε τέλος στο προοίμιο αυτό, θα πούμε με δύο λέξεις ότι: Το
σημερινό έθνος δεν πήγε, δυστυχώς, τόσο μπροστά, όσο λέγουν αυτοί. Το έθνος το
ελληνικό, το δούλον τουλάχιστον, είναι ακόμη πολὺ πίσω και το ελεύθερο δεν
δύναται να τρέξει αρκετά εμπρός, χωρὶς το όλον να διασπαραχθεί, όπως
διασπαράσσεται, αλίμονο! ήδη.Αυτός
που τρέχει πρέπει να περιμένει και τον επόμενο, εάν θέλει με ασφάλεια να
τρέχει, ο ελεύθερος πρέπει να βοηθά το δεσμώτη ή πρέπει να τον ανακουφίζει. Όσο περνάει ο χρόνος, τόσο το ελεύθερο έθνος καθίσταται αλίμονο! ανικανότερο
να δώσει χείρα βοηθείας στο δούλο έθνος. Άγγλος ή Γερμανός ή Γάλλος, δύναται να
είναι κοσμοπολίτης ή αναρχικός ή άθεος ή οτιδήποτε.Έκαμε
το πατριωτικό χρέος του, έκτισε μεγάλη πατρίδα. Τώρα είναι ελεύθερος να
απαγγέλλεται, χάριν πολυτελείας, την απιστία και την απαισιοδοξία. Αλλά
Γραικύλος της σήμερον, ο οποίος θέλει να κάμει δημοσία τον άθεο ή τον
κοσμοπολίτη, μοιάζει με νάνο που ανορθώνεται
στα νύχια των ποδιών του και τανύζεται να φθάσει σε ύψος και να φανεί
και αυτός γίγας. Το ελληνικό έθνος, το δούλον, αλλά όχι λιγότερο και το ελεύθερο,
έχει και θα έχει διὰ παντός ανάγκη της θρησκείας του.-
Σε ότι με αφορά, όσο ζω και αναπνέω και σωφρονώ, δεν θα παύσω πάντοτε, ιδίως δε
κατὰ τις πανέκλαμπρες αυτές ημέρες, να υμνώ μετά λατρείας το Χριστό μου, να
περιγράφω μετ᾽ έρωτος τη φύση και να ζωγραφώ μετά στοργής τα γνήσια ελληνικά
ήθη.«Εάν
επιλάθωμαί σου, Ιερουσαλήμ, επιλησθείη η δεξιά μου, κολληθείη η γλώσσα μου
τω λάρυγγί μου, εὰν ου μη σου μνησθώ.»------------------------------------------------------------Σ.ΣΤο ανωτέρω προοίμιο,
είναι μια απάντηση του Παπαδιαμάντη, προς τους νεωτεριστές ή μοντέρνους ή της
μόδας, όπως τους αποκαλεί ο Παπαδιαμάντης, οι οποίοι προσπάθησαν να υποτιμήσουν
το έργο του.Και κλείνει με τα
παρακάτω λόγια, που υπογραμμίζουν τη συγγραφική ταυτότητα του Αλέξανδρου
Παπαδιαμάντη και το μοναδικό πνευματικό του αποτύπωμα που διατηρείται ανεξίτηλο
και διαχρονικά απόλυτα αναγνωρίσιμο στα διηγήματά του.〰
〰 〰
〰 〰
〰 〰
〰 〰
〰«Το έπ έμοι, ενόσω ζω,
και αναπνέω καί σωφρονώ, δεν θα παύσω να υμνώ μετά λατρείας τον Χριστόν μου,
να περιγράφω μετ’ έρωτος την φύσιν, καί να ζωγραφώ μετά στοργής τα γνήσια
ελληνικά ήθη»-----------------------------------------------------------* * *Αλλά
ο ήρωας του παρόντος διηγήματος, είναι ο κυρ-Κωνσταντὸς ο
Ζ᾽μαροχάφτης, τρίτος πάρεδρος του δήμου Λίτης, του χωρίου Ἀν…, ο οποίος
υποσχέθηκε, όπως είχε πάντοτε συνήθεια εύκολα να υπόσχεται (στην αρετή δε αυτή
ίσως να όφειλε και την επιτυχία του στα πολιτικά, διότι ενώ ο α΄ και ο β΄
πάρεδρος σε κάθε εκλογή, μάχονταν πάντοτε για την πρώτη θέση μεταξύ τους,
αυτός, μετριόφρονας και χωρὶς κεράσματα, εκλεγόταν ασφαλώς τρίτος κάθε φορά, μη
υπάρχοντος τέταρτου ανταγωνιστή), υποσχέθηκε, λέγω, να πάει να συλλειτουργήσει
τον παπα-Διανέλο τον Πρωτέκδικο, έξω, στο παρεκκλήσιο του Αγίου Ιωάννου του
Προδρόμου.Ο
ναΐσκος βρισκόταν τρεις ώρες μακριά απ΄ την πόλη και ο παπα-Διανέλος ο
Πρωτέκδικος, είχε πάει εκεί από το πρωί του Μεγάλου Σαββάτου, αφού πήρε την
υπόσχεση του κυρ-Κωνσταντού, ότι θα έφθανε προς το βράδυ, για να ψάλει και να
συνεορτάσουν μαζί την Ανάσταση. Άλλο
βοηθό ο παπάς δεν είχε, ο νεότερος γιος του, ετοιμαζόταν εφέτος για εξετάσεις
στο Διδασκαλείο και δεν μπόρεσε να έλθει το Πάσχα, ο άλλος έλειπε διαρκώς
ναύτης με τα καράβια του.Θυγατέρες,
το άφθονο τούτο προϊόν του τόπου - και της ιερατικής εγγάμου τάξεως μάλιστα -
του είχε αφήσει πλήθος η μακαρίτισσα η πρεσβυτέρα, πέντε τον αριθμό, ας είχαν
ζωή, όπου δεν έπαυαν συνεχώς να μεγαλώνουν, να μην αβασκαθούν, ήταν τόσο κοντά
στην ηλικία, ώστε δεν πρόφθανε να μεγαλώσει η μία και η άλλη αμέσως την έφθανε.
Όσο
μεγάλωναν τόσο φαίνονταν και μάλιστα οι μεσαίες τρεις, ίσες περίπου στα χρόνια,
ίσες και στο ανάστημα και ο παπα-Διανέλος, ακούσιος ιερομόναχος, δεν ήταν
ελεύθερος ούτε σε μοναστήρι να καταφύγει.Τον
τριών ωρών δρόμο από την πολίχνη στο εξωκλήσι, είχε διανύσει το πρωί
απολείτουργα, ο παπα-Διανέλος, ακολουθούμενος από τις δύο νεότερες θυγατέρες
του, κορίτσια δέκα και δώδεκα ετών και από ομάδα επτά ή οκτώ γυναικών φιλέορτων,
προπορευόμενου του γαϊδουριού του, που ήταν φορτωμένο το δισάκκιο με τα ιερά
του παπά.Ο
ήλιος ήταν ως δύο καλαμιές ψηλά, όταν βγήκαν στου Γιατρού τ΄ Αμπέλι, έπειτα
έφθασαν στα Βουρλίδια, έπειτα ανέβηκαν ασθμαίνοντας στου Ματαρώνα τον Πεύκο, ο
οποίος υπήρχε τότε ακόμη εκεί και ευεργετούσε τους οδοιπόρους με την παρήγορη
σκιά του στην κορυφή του υψώματος, πριν κάποιος ασυνείδητος βάρβαρος, με την
ανοχή ή την ενοχή εκείνων, τους οποίους ο πλέον άτυχος των λαών του κόσμου, εκ
περιτροπής εκλέγει άρχοντες και προστάτες του, ρίξει άσπλαχνα κάτω το πανέμορφο
δένδρο και απογυμνώσει το τοπίο από το μοναδικό στολίδι του.Από
εκεί ανέβηκαν στο Πετράλωνο και στου Σταμέλου τη Βρυσούλα και ανέβηκαν από
ανηφορικό δρόμο, στου Κανάκη τη Βρύση και μέσω της Κλινιάς κατέβηκαν στου Χαιρημονά
το ρέμα και έφθασαν στη βόρεια ακτή του νησιού, από το ύψος της οποίας,
περίοπτος απ΄ το πέλαγος, ακούοντας τους κτύπους του χτυπώντας τις ακτές
κύματος, σιωπηλός και διηγούμενος πέντε αιώνων σπαρακτική ιστορία μαρτυρίου και
αίματος, εγείρεται φτωχικός αλλά σεμνός ο ιερός ναΐσκος της Αποτομής του τιμίου
Προδρόμου.Μπήκαν
στον περίβολο του ναού και ξεφόρτωσαν το γαϊδουράκι.Οι
γυναίκες ροδοκόκκινες, ξαναμμένες απ΄ την οδοιπορία, που συνεχώς κελαηδούσαν
και κάγχαζαν, τίναξαν τα γεμάτα σκόνη και κουρνιαχτό παπούτσια τους και φόρεσαν
επὶ του κοντού φουστανιού της οδοιπορίας τα μακριά και πολύπτυχα φορέματα. Ο
παπάς έριξε κάτω τη μία άκρη του σταχτερού ζωστικού του και φόρεσε πάνω απ΄
αυτό το μαύρο ράσο του. Μπήκαν
όλοι στο ναό και προσκύνησαν.Απ΄
τις γυναίκες, κάποιες μάζεψαν χαμόκλαδα και άναψαν φωτιά, για να ψήσουν καφέ
και να προσφέρουν στον ιερέα και άλλες έκοψαν απ΄ τους ευώδεις θάμνους, δέσμες
σκίνων και πουρναριών και φασκομηλιών και συνέδεσαν πρόχειρα με σχοινί σκούπα
και άρχισαν γρήγορα και στρωτά να
σκουπίζουν, άλλες το δάπεδο του ναού, άλλες το προαύλιο, ο ιερέας έφτιαξε
σκούπα από δάφνη και μυρτιά και δενδρολίβανο και σάρωσε μόνος του το
Θυσιαστήριο και όλο το Ιερόν Βήμα.Δεν
έπαυε δε να γογγύζει και να διαμαρτύρεται, εναντίον της απερισκεψίας, όπως
έλεγε, των βοσκών και των αιπόλων, αυτών εκείνων οι οποίοι τον είχαν
προσκαλέσει να τους κάμει Ανάσταση στο βουνό και απ΄ τους οποίους κανείς δεν
είχε φανεί ακόμη. Αυτοὶ
προέβαιναν ενίοτε μέχρι της βεβήλωσης, του να βάζουν, ίσως σε καιρό βροχής, τα
θρέμματά τους μέσα στα εξωκλήσια, όπως μπορούσε να συμπεράνει απ΄ την παρουσία
διαφόρων ιχνών της εισβολής, τα οποία ούτε είχαν λάβει τον κόπο να τα
καθαρίσουν. Μέσα
από το Ιερό Βήμα, ενώ έσκυβε για να σκουπίσει, ακουγόταν από καιρό σε καιρό
ψιθυρίζοντας μετά στεναγμού:― Αχ!
αλλοίμονο… «Ανθρώπους και κτήνη σώσεις, Κύριε!»― Δεν
τσάκισε κανεὶς το ποδαράκι του! έκραξε απαντώντας απ΄ έξω, στο στεναγμό του
ιερέα η θεια-Σειραϊνώ, η αληθινή σημαιοφόρος των εξοχικών λειτουργιών και των
πανηγυριών.― «Ανθρώπους
και κτήνη!», ψιθύρισε πάλι ο ιερέας.* * *Είχε
περάσει ήδη το μεσημέρι και ο ιερέας με το μικρό ποίμνιό του, κάθισαν να γευματίσουν
κάτω από την ιερή ελιά, στον περίβολο του ναΐσκου, κοντά στο παμπάλαιο εκείνο
λιθόκτιστο κιβούρι, το οποίο κατ᾽ άλλους ήταν στέρνα νερού και κατ᾽ άλλους
κοιμητήριο ή οστεοθήκη. Η
θεια το Μαθηνώ, γηραιά ευλαβής κατὰ τους μεν, ψευτομετάνισσα κατὰ τους δε,
ενάρετη γυναίκα, κοιτάζοντας προς το κτίριο τούτο με στεναγμό είπε:―Εμείς
τρώμε κορίτσια, να έχουν τάχα κι οι φτωχοί, να φάνε;―Τρων
οι πεθαμένοι, θεια-Μαθηνώ; είπε το Αγλαώ, η δώδεκα ετών κόρη του ιερέα.― Οι
πεθαμένοι τρώνε κόλλυβα, εγώ το ξέρω, πρόσθεσε το Καλλιοπώ, η δέκα ετών μικρή
αδελφή της και γι’ αυτό, εμάς στο σπίτι, όσα κόλλυβα μας φέρουνε, όλα τα
μοιράζουμε στους φτωχούς και στα παιδιά τα γειτονόπουλα, για να έχει η μάννα
μας η φτωχή, να φάει στον άλλον κόσμο…― Σιωπή,
Καλλιοπώ! είπε ο ιερέας, θέλοντας να κρύψει τη συγκίνησή τουΠριν
δώδεκα και πλέον χρόνια, ο παπά-Διανέλος είχε κάποιο φίλο ελληνοδιδάσκαλο, χρηστό άνδρα, αλλά ο οποίος
είχε αδυναμία στα ελληνικά ονόματα. Είχε γίνει σύντεκνος του ιερέα και
βαπτίζοντας τις δύο τελευταίες κόρες του, είχε δώσει σ΄ αυτές αρχαιοπρεπή ονόματα,
τα οποία όμως, επειδή βρέθηκαν επὶ ουδετέρου εδάφους, εξουδετερώθηκαν, όπως
ήταν φυσικό και αυτά.― Τι!
έχει δίκιο το κορίτσι, παπά, ανέκραξε η θεια το Μαθηνώ, η οποία θυμήθηκε τότε
τα «πεθαμένα της», τέσσερα παιδιά και τον άνδρα της, που είχε θάψει, μένοντας
με δύο θυγατέρες, πανδρεμένες, τις οποίες είχε στήριγμα ακόμη στον κόσμο, έχει
δίκιο το κορίτσι.Ο
παπα-Θεόφιλος, ο μακαρίτης ηγούμενος της Μεγαλόχαρης της Ευαγγελίστρας, το ίδιο
μας έλεγε, για έναν που τον είχε πλακώσει ο
μάγγανος, που τον είχαν όλοι για πεθαμένο, που η γυναίκα του, του έκαμε τα
τρίμερα και τα νιάμερα και Άγγελος Κυρίου έπαιρνε το πιάτο με τα κόλλυβα, καθώς
ήταν σταυρωμένο με τις σταφίδες και με τα ρόιδα και το πήγαινε στον πλακωμένο
κι έτρωγε, δεν ξέρω πόσες μέρες κι ανάσαινε από μια τρύπα της γης θαρρώ, ως που
ο άνθρωπος δεν πέθανε και σήκωσε το μάγγανο και τον ξελευθέρωσε, δεν είν᾽
αλήθεια αυτά, παπά;― Αλήθεια
είναι, βλοημένη, απάντησε ο ιερέας, αλλά τώρα είναι… για
όσους θέλουν να τα πιστεύσουν.― Κι
όσοι δεν τα πιστεύουν;― Θα
πάνε στην Κόλαση, το ξέρω εγώ, είπε το Καλλιοπώ.― Μα
σαν είν᾽ αλήθεια, παπά, γιατί ο Άγγελος Κυρίου δε σήκωνε μια και καλή το
μάγγανο να ξελευθερώσει τον άνθρωπο; Είπε
η Αννούδα, μία απ΄τις γυναίκες.― Γιατὶ
ο σκοπός δεν ήταν να δειχθεί η παντοδυναμία του Θεού, που είναι αποδειγμένη με
άπειρα θαύματα, απάντησε ο ιερέας, αλλά να φανερωθεί μόνο η δύναμη των
μνημόσυνων και των διὰ τους νεκρούς προσφορών και ότι τίποτε το οποίο θυσιάζει
ο άνθρωπος, τίποτε το οποίο προσφέρει στο Θεό, στους πτωχούς, καμία καλή πράξη,
καμία αρετή, καμία υπομονή, κανένα μαρτύριο, κανένα δάκρυ, τίποτε δε χάνεται. Όλα
σπείρονται σε γη αγαθή, όπως ο κόκκος του σίτου, είπεν ο Κύριος, όπου εάν πέσει
εις την γην και αποθάνει (και τοιαύτα είναι τα κόλλυβα, τοιούτοι και οι
νεκροί), πολὺν καρπὸν φέρει. «Οι
σπείροντες εν δάκρυσιν, εν αγαλλιάσει θεριούσι».Κείνοι
που σπείρουν με δάκρυα, με χαρά και αγαλλίαση θα θερίσουν.― Το
λέγει αυτό το Ευαγγέλιον;― Το
λέγει το Ψαλτήρι, αλλά το ίδιο είναι, γιατὶ και το Ψαλτήρι είναι λόγος Θεού και
εμπνευσμένο από το Πνεύμα το Άγιον. Και όταν θάπτομε νεκρό εν Χριστώ ευσεβώς
ζήσαντα, είναι σαν να σπείρουμε στη γη κόκκο σίτου… και ο Κύριος θα τον
αναστήσει την έσχατη ημέρα, καθώς ο ίδιος ευδόκησε να μας το υποσχεθεί.«Ο
πιστεύων εις εμέ, καν αποθάνει ζήσεται… καγὼ αναστήσω αυτὸν εν τη εσχάτῃ ημέρᾳ.»― Αμήν!
είπε η θεια το Μαθηνώ και τα δάκρυά της, για τη μνήμη του άνδρα της και των
τεσσάρων παιδιών της, ταχέως εξατμίστηκαν, σαν σταγόνες νερού μετά καλοκαιρινή βροχή, μέσα στην κοίτη παλαιού ξηρανθέντος
χειμάρρου.* * *Το
δειλινό φάνηκαν από μακριά να κατεβαίνουν ερχόμενες από τη ράχη, οι
καλυβιώτισσες γυναίκες, οι ποιμενίδες και βοσκίδες των αγροτικών συνοικιών. Ήλθαν κουβαλώντας πελώρια κοφίνια, γεμάτα άνθη, λαμπάδες, κεριά και αγγεία με
λάδι και πρόσφορα και μικρές φιάλες με νάμα ή οδηγώντας γαϊδουράκια με τα
σαμάρια επιστρωμένα με κιλίμια και χράμια, φορτωμένα τορβάδες και δισάκκια με
φλάσκες οίνου, με τυριά νωπά ή ζεματισμένα και κόκκινα αυγά.Κατόπιν,
φάνηκαν σφυρίζοντας αλλόκοτα, δύο ή τρεις βοσκοὶ με τις αγέλες τους, τις οποίες
οδήγησαν προς τον απότομο κρημνό προς τη θάλασσα. Οι
τράγοι πηδούσαν από βράχο σε βράχο, από όχθο σε όχθο, από κοίλωμα σε κοίλωμα,
ενώ τα ερίφια χαρούμενα σκιρτώντας, έτρεχαν πίσω απ΄ τις γίδες, βελάζοντας
ευχαριστημένα προς τη νέα γι’ αυτά απόλαυση του άγνωστου τούτου πράγματος της
ζωής, εκθέτοντας στον ήλιο τα σταχτερά ή στικτά και λευκά και μαύρα τριχώματά
τους, ενώ οι βοσκοί, ψηλοί, ρωμαλέοι, τραχείς, φριξότριχες, ηλιοκαείς στην όψη,
έτρεχαν μπρος και πίσω με τις μακριές, ίσες με το ανάστημά τους, καμπύλες στη
λαβή ράβδους τους, αποτρέποντας με πολύηχο συριγμό τη δυσάγωγη και ατίθαση
αγέλη. Τελευταίοι έφθασαν οι ποιμένες χωρίς τις αμνάδες τους, τις οποίες είχαν
αφήσει πίσω στα μαντριά, φέρνοντας μόνο δύο αρνιά σφαγμένα. Έφθασαν
συγυρισμένοι. Αλλαγμένοι, στολισμένοι όλοι τους, με καθαρά ρούχα, κοντά βρακιά
και ψηλὲς βλαχόκαλτσες, με πλατιά ζωνάρια κίτρινα ή κόκκινα, ξυραφισμένοι και
με τα λινόχρωμα ή καστανά μουστάκια τους αγκιστροειδή.Γρήγορα
έφυγε η ημέρα και ο ήλιος έδυσε σε μία ράχη του Πηλίου αντίκρυ, αφού επὶ πέντε
λεπτά της ώρας, είχε μείνει στεφανωμένος με κυανά και περιπόρφυρα χρυσαυγή
νέφη, αντιλαμβανόμενος ο ίδιος, όσην απέδιδε δόξα και λάμψη και επὶ δέκα λεπτά
ακόμη, αφού βασίλεψε, οι ακτίνες της στέψεώς του έμειναν χρυσαφιές, πορφυρίζουσες,
κυανίζουσες, βάφοντας το βουνό με ιώδες χρώμα.Έπειτα
κατέβηκε ήρεμα στις πλαγιές του βουνού η νύχτα, σπέρνοντας παντού το βαθύ και
άρρητο μυστήριό της και οι έμψυχοι κρότοι και ψίθυροι της φύσης εξεγέρθηκαν
στις ράχες, στους λόγγους, στα φαράγγια και το φρύδι του βουνού ατμίσθηκε και
συστάλθηκε υγρά και το βλέφαρο του λόφου κατέβηκε και κλείστηκε σε ένα, βουνό,
ρεματιά και κάμπος. Και
ο μπάρμπα-Κωνσταντὸς ο Ζ᾽μαροχάφτης, τρίτος πάρεδρος του χωρίου Ἀν, του Δήμου
Λίτης δεν φάνηκε από πουθενά να έρχεται.Ήταν
δε ανήσυχος ο ιερέας και φόβος ήταν να μείνουν χωρὶς Ανάσταση και λειτουργία.
Γιατί εύλογα, δεν ήταν δυνατόν χωρίς
βοηθό να ιεροπρακτήσει. Λειτουργία χωρὶς ένα τουλάχιστον ψάλτη ή
αναγνώστη, δε γίνεται. Οι
ποιμένες και οι βοσκοὶ ήταν όλοι, όπως είναι φυσικό, όχι μόνον αγράμματοι, αλλά
και αλιβάνιστοι οι κακόμοιροι, πολλοὶ απ΄ αυτούς.― Τώρα,
τι να κάμουμε;… Ορίστε σου υπόσχονται σίγουρα μια δουλειά κι ύστερα σ᾽ αφήνουν
μες στη μέση!Ανθρώπους
και κτήνη σώσεις, Κύριε!Έλπιζε
εντούτοις ακόμη, ότι ο μπαρμπα-Κωνσταντὸς θα ερχόταν. Αργοστόλιστος ήταν
πάντοτε, τον ήξερε. Αλλά τώρα ήταν σκοτεινή ακόμη νύχτα και μόνο τα άστρα
έλαμπαν επάνω. Λίγο πιο ύστερα ανέτειλε η σελήνη και τότε υπήρχε ελπίδα να
έλθει.Πέρασαν
δύο ώρες και το φεγγάρι ανέτειλε κολοβό από το σκοτεινό βουνό πάνω, ανερχόμενο
αργά στο στερέωμα και οι τάξεις των άστρων αραιώθηκαν επ᾽ άπειρον και όλα
σχεδόν αμαυρώθηκαν στην διάβασή της. Πέρασε
ακόμη μία ώρα. Ο μπαρμπα-Κωνσταντὸς δεν φάνηκε.Ο
ιερέας άρχισε ν᾽ αγανακτεί.―Ο
ασυνείδητος! ο μωρός… Ήμαρτον, Κύριε! «Ανθρώπους
και κτήνη».Ήθελε
να στείλει έναν από τους ποιμένες στην πολίχνη, να ζητήσει και να βρει ένα
συλλειτουργό να του φέρει. Αλλά οι ποιμένες και οι βοσκοὶ όλοι ροχάλιζαν,
ξαπλωμένοι μεταξὺ των σκίνων και των κουμαριών, τυλιγμένοι στις κάπες τους,
ευχαριστημένοι ότι επανήλθε η άνοιξη και εύρισκαν λιγότερο παγερή της γης την
υγρασία.Και
οι γυναίκες τους, πλαγιασμένες και αυτές, κοιμόνταν λιγότερο ακουστές πίσω από
το ιερό Βήμα, τυλιγμένες με τα χράμια και τα κιλίμια, τα οποία είχαν φέρει επιστρωμένα
στα σαμάρια των γαϊδουριών τους. Και οι γυναίκες που είχαν έρθει απ΄ την
πολίχνη, δίπλα στα καλάθια τους, έξω από τη θύρα του ναού, κάτω από τον
στεγασμένο πρόναο και εντὸς της ξύλινης κιγκλίδας,
λαγοκοιμόνται και αυτές.Μόνον
ο ιερέας ανησυχούσε και ήταν άγρυπνος.― Τα
ξέρω εγώ απ᾽ όξου τα πλιότερα τα γράμματα, παπά, του έλεγε η θεια το Μαθηνώ,
για να του δώσει θάρρος, τα κανοναρχώ κειδὰ στ΄ αυτί του γέρο-Φιλιππή κι ο
γέρο-Φιλιππής, οπού ᾽ν᾽ θεοφοβούμενος άνθρωπος, θα τα λέει κειδὰ όπως-όπως…― Να
δα η ώρα να σε κάμουμε και ψάλτη, Μαθηνώ! απάντησε γελώντας ο
ιερέας.― Ψάλτης
δε θα γένω, μόνε κανονάρχος. Μοναχοί μας θά ᾽μαστε… Κανένας γραμματισμένος δεν
είναι για να μας γελάσει… Η αγιοσύνη σ᾽ βρίσκεις τον ήχο του μπαρμπα-Φιλιππή κι
εγώ του λέω τα λόγια όσα θυμάμαι. Νά ᾽ξερα από μέσα απ᾽ το χαρτὶ να διαβάσω,
θαρρώ πως δε θα ήταν αμαρτία να ψάλω και μοναχή μου.Ωστόσο
πλησίαζαν μεσάνυχτα και δεν ήταν ελπίδα να έλθει πλέον ο
μπαρμπα-Κωνσταντός, ο τρίτος πάρεδρος.Ο
ιερέας δεν αποφάσισε να ξυπνήσει κανένα απ΄ τους βοσκούς και να τον στείλει
στην πόλη, όπως σκέφθηκε στην αρχή, γιατί λογάριασε ότι τόσες λίγες ώρες έμεναν
ως να ξημερώσει, ώστε μέχρι να πάει κάποιος στην πόλη, να ζητήσει και να κατορθώσει
να βρει ψάλτη, ωσότου πείσει και φέρει αυτόν και φθάσουν μαζί στον Άγιο Ιωάννη,
θα ήταν ακριβώς δύο ώρες ημέρα… και η Ανάσταση επρόκειτο να γίνει τα μεσάνυκτα,
ή και λίγο αργότερα.Ο
παπα-Διανέλος σηκώθηκε στενάζοντας, μπήκε στο ναό και προσκύνησε στις βαθμίδες
του ιερού Βήματος. Αμέσως πίσω του, έτρεξαν η γριά-Μαθηνὼ και η θεια το
Σειραϊνώ, η σημαιοφόρος των πανηγυριών. Οι
δύο γυναίκες άρχισαν να αναζωπυρώνουν τα φιτίλια, να ρίχνουν λάδι στα κανδήλια
και να κάμνουν εγκάρδιους σταυρούς.Αισθάνονταν
ανέκφραστη χαρά και γλύκα στα σωθικά τους.Ήταν
Ανάσταση, Ανάσταση! Το πρόσωπο του Αδέσποτου Χριστού έλαμπε με άγιο φως, δεξιά
της Ιεράς Πύλης. Η μορφή της Δέσποινας Θεοτόκου άστραπτε από άφατη χαρά,
κρατώντας αριστερά το θείο βρέφος της.Η
όψη του τιμίου Προδρόμου, με μία μπούκλα των μαλλιών σηκωμένη προς τα πάνω, σαν
να έμεινε ανορθωμένη από το τράβηγμα του θηριώδους δημίου που του απέκοψε τη
σεβάσμια κάρα, του μεγαλύτερου από όσους γέννησαν κατά φύση οι γυναίκες ανδρών,
ακτινοβολούσε από μυστική αφροσύνη παραπλεύρως εκείνου, του οποίου την φρικτή
κορυφή αξιώθηκε να χειραφετήσει.Και
ο αγαπημένος μαθητής ήταν ακόμη εκεί και συνέχαιρε επὶ τη Αναστάση, αν και κάποια πτυχή έγνοιας συνέστελλε το υψηλό μέτωπο του, που προέβλεπε ότι θρασύς
ιερόσυλος έμελλε μετ᾽ ου πολὺ να τον αρπάξει απ΄ την κόγχη του για να τον μεταφέρει
στην Αθήνα και να τον εγκαταστήσει όχι σε ναό και ολοκαύτωμα και θυσιαστήριο,
όχι σε τόπο του καρπίσει, αλλά σε Μουσείο, Ύψιστε Θεέ! σε Μουσείο, σαν να είχε
πάψει να ασκείται στον τόπο τούτο η χριστιανική λατρεία και τα σκεύη αυτής να
ανήκαν σε θαμμένο παρελθόν και να ήταν αντικείμενο περιέργειας!…«Ίλεως
γενού αυτοίς, Κύριε!»
* * *
Αλλά
ο ήρωας του παρόντος διηγήματος, είναι ο κυρ-Κωνσταντὸς ο
Ζ᾽μαροχάφτης, τρίτος πάρεδρος του δήμου Λίτης, του χωρίου Ἀν…, ο οποίος
υποσχέθηκε, όπως είχε πάντοτε συνήθεια εύκολα να υπόσχεται (στην αρετή δε αυτή
ίσως να όφειλε και την επιτυχία του στα πολιτικά, διότι ενώ ο α΄ και ο β΄
πάρεδρος σε κάθε εκλογή, μάχονταν πάντοτε για την πρώτη θέση μεταξύ τους,
αυτός, μετριόφρονας και χωρὶς κεράσματα, εκλεγόταν ασφαλώς τρίτος κάθε φορά, μη
υπάρχοντος τέταρτου ανταγωνιστή), υποσχέθηκε, λέγω, να πάει να συλλειτουργήσει
τον παπα-Διανέλο τον Πρωτέκδικο, έξω, στο παρεκκλήσιο του Αγίου Ιωάννου του
Προδρόμου.
Ο
ναΐσκος βρισκόταν τρεις ώρες μακριά απ΄ την πόλη και ο παπα-Διανέλος ο
Πρωτέκδικος, είχε πάει εκεί από το πρωί του Μεγάλου Σαββάτου, αφού πήρε την
υπόσχεση του κυρ-Κωνσταντού, ότι θα έφθανε προς το βράδυ, για να ψάλει και να
συνεορτάσουν μαζί την Ανάσταση.
Άλλο
βοηθό ο παπάς δεν είχε, ο νεότερος γιος του, ετοιμαζόταν εφέτος για εξετάσεις
στο Διδασκαλείο και δεν μπόρεσε να έλθει το Πάσχα, ο άλλος έλειπε διαρκώς
ναύτης με τα καράβια του.
Θυγατέρες,
το άφθονο τούτο προϊόν του τόπου - και της ιερατικής εγγάμου τάξεως μάλιστα -
του είχε αφήσει πλήθος η μακαρίτισσα η πρεσβυτέρα, πέντε τον αριθμό, ας είχαν
ζωή, όπου δεν έπαυαν συνεχώς να μεγαλώνουν, να μην αβασκαθούν, ήταν τόσο κοντά
στην ηλικία, ώστε δεν πρόφθανε να μεγαλώσει η μία και η άλλη αμέσως την έφθανε.
Όσο
μεγάλωναν τόσο φαίνονταν και μάλιστα οι μεσαίες τρεις, ίσες περίπου στα χρόνια,
ίσες και στο ανάστημα και ο παπα-Διανέλος, ακούσιος ιερομόναχος, δεν ήταν
ελεύθερος ούτε σε μοναστήρι να καταφύγει.
Τον
τριών ωρών δρόμο από την πολίχνη στο εξωκλήσι, είχε διανύσει το πρωί
απολείτουργα, ο παπα-Διανέλος, ακολουθούμενος από τις δύο νεότερες θυγατέρες
του, κορίτσια δέκα και δώδεκα ετών και από ομάδα επτά ή οκτώ γυναικών φιλέορτων,
προπορευόμενου του γαϊδουριού του, που ήταν φορτωμένο το δισάκκιο με τα ιερά
του παπά.
Ο
ήλιος ήταν ως δύο καλαμιές ψηλά, όταν βγήκαν στου Γιατρού τ΄ Αμπέλι, έπειτα
έφθασαν στα Βουρλίδια, έπειτα ανέβηκαν ασθμαίνοντας στου Ματαρώνα τον Πεύκο, ο
οποίος υπήρχε τότε ακόμη εκεί και ευεργετούσε τους οδοιπόρους με την παρήγορη
σκιά του στην κορυφή του υψώματος, πριν κάποιος ασυνείδητος βάρβαρος, με την
ανοχή ή την ενοχή εκείνων, τους οποίους ο πλέον άτυχος των λαών του κόσμου, εκ
περιτροπής εκλέγει άρχοντες και προστάτες του, ρίξει άσπλαχνα κάτω το πανέμορφο
δένδρο και απογυμνώσει το τοπίο από το μοναδικό στολίδι του.
Από
εκεί ανέβηκαν στο Πετράλωνο και στου Σταμέλου τη Βρυσούλα και ανέβηκαν από
ανηφορικό δρόμο, στου Κανάκη τη Βρύση και μέσω της Κλινιάς κατέβηκαν στου Χαιρημονά
το ρέμα και έφθασαν στη βόρεια ακτή του νησιού, από το ύψος της οποίας,
περίοπτος απ΄ το πέλαγος, ακούοντας τους κτύπους του χτυπώντας τις ακτές
κύματος, σιωπηλός και διηγούμενος πέντε αιώνων σπαρακτική ιστορία μαρτυρίου και
αίματος, εγείρεται φτωχικός αλλά σεμνός ο ιερός ναΐσκος της Αποτομής του τιμίου
Προδρόμου.
Μπήκαν
στον περίβολο του ναού και ξεφόρτωσαν το γαϊδουράκι.
Οι
γυναίκες ροδοκόκκινες, ξαναμμένες απ΄ την οδοιπορία, που συνεχώς κελαηδούσαν
και κάγχαζαν, τίναξαν τα γεμάτα σκόνη και κουρνιαχτό παπούτσια τους και φόρεσαν
επὶ του κοντού φουστανιού της οδοιπορίας τα μακριά και πολύπτυχα φορέματα.
Ο
παπάς έριξε κάτω τη μία άκρη του σταχτερού ζωστικού του και φόρεσε πάνω απ΄
αυτό το μαύρο ράσο του.
Μπήκαν
όλοι στο ναό και προσκύνησαν.
Απ΄
τις γυναίκες, κάποιες μάζεψαν χαμόκλαδα και άναψαν φωτιά, για να ψήσουν καφέ
και να προσφέρουν στον ιερέα και άλλες έκοψαν απ΄ τους ευώδεις θάμνους, δέσμες
σκίνων και πουρναριών και φασκομηλιών και συνέδεσαν πρόχειρα με σχοινί σκούπα
και άρχισαν γρήγορα και στρωτά να
σκουπίζουν, άλλες το δάπεδο του ναού, άλλες το προαύλιο, ο ιερέας έφτιαξε
σκούπα από δάφνη και μυρτιά και δενδρολίβανο και σάρωσε μόνος του το
Θυσιαστήριο και όλο το Ιερόν Βήμα.
Δεν
έπαυε δε να γογγύζει και να διαμαρτύρεται, εναντίον της απερισκεψίας, όπως
έλεγε, των βοσκών και των αιπόλων, αυτών εκείνων οι οποίοι τον είχαν
προσκαλέσει να τους κάμει Ανάσταση στο βουνό και απ΄ τους οποίους κανείς δεν
είχε φανεί ακόμη.
Αυτοὶ
προέβαιναν ενίοτε μέχρι της βεβήλωσης, του να βάζουν, ίσως σε καιρό βροχής, τα
θρέμματά τους μέσα στα εξωκλήσια, όπως μπορούσε να συμπεράνει απ΄ την παρουσία
διαφόρων ιχνών της εισβολής, τα οποία ούτε είχαν λάβει τον κόπο να τα
καθαρίσουν.
Μέσα
από το Ιερό Βήμα, ενώ έσκυβε για να σκουπίσει, ακουγόταν από καιρό σε καιρό
ψιθυρίζοντας μετά στεναγμού:
― Αχ!
αλλοίμονο… «Ανθρώπους και κτήνη σώσεις, Κύριε!»
― Δεν
τσάκισε κανεὶς το ποδαράκι του! έκραξε απαντώντας απ΄ έξω, στο στεναγμό του
ιερέα η θεια-Σειραϊνώ, η αληθινή σημαιοφόρος των εξοχικών λειτουργιών και των
πανηγυριών.
― «Ανθρώπους
και κτήνη!», ψιθύρισε πάλι ο ιερέας.
* * *
Είχε
περάσει ήδη το μεσημέρι και ο ιερέας με το μικρό ποίμνιό του, κάθισαν να γευματίσουν
κάτω από την ιερή ελιά, στον περίβολο του ναΐσκου, κοντά στο παμπάλαιο εκείνο
λιθόκτιστο κιβούρι, το οποίο κατ᾽ άλλους ήταν στέρνα νερού και κατ᾽ άλλους
κοιμητήριο ή οστεοθήκη.
Η
θεια το Μαθηνώ, γηραιά ευλαβής κατὰ τους μεν, ψευτομετάνισσα κατὰ τους δε,
ενάρετη γυναίκα, κοιτάζοντας προς το κτίριο τούτο με στεναγμό είπε:
―Εμείς
τρώμε κορίτσια, να έχουν τάχα κι οι φτωχοί, να φάνε;
―Τρων
οι πεθαμένοι, θεια-Μαθηνώ; είπε το Αγλαώ, η δώδεκα ετών κόρη του ιερέα.
― Οι
πεθαμένοι τρώνε κόλλυβα, εγώ το ξέρω, πρόσθεσε το Καλλιοπώ, η δέκα ετών μικρή
αδελφή της και γι’ αυτό, εμάς στο σπίτι, όσα κόλλυβα μας φέρουνε, όλα τα
μοιράζουμε στους φτωχούς και στα παιδιά τα γειτονόπουλα, για να έχει η μάννα
μας η φτωχή, να φάει στον άλλον κόσμο…
― Σιωπή,
Καλλιοπώ! είπε ο ιερέας, θέλοντας να κρύψει τη συγκίνησή του
Πριν
δώδεκα και πλέον χρόνια, ο παπά-Διανέλος είχε κάποιο φίλο ελληνοδιδάσκαλο, χρηστό άνδρα, αλλά ο οποίος
είχε αδυναμία στα ελληνικά ονόματα. Είχε γίνει σύντεκνος του ιερέα και
βαπτίζοντας τις δύο τελευταίες κόρες του, είχε δώσει σ΄ αυτές αρχαιοπρεπή ονόματα,
τα οποία όμως, επειδή βρέθηκαν επὶ ουδετέρου εδάφους, εξουδετερώθηκαν, όπως
ήταν φυσικό και αυτά.
― Τι!
έχει δίκιο το κορίτσι, παπά, ανέκραξε η θεια το Μαθηνώ, η οποία θυμήθηκε τότε
τα «πεθαμένα της», τέσσερα παιδιά και τον άνδρα της, που είχε θάψει, μένοντας
με δύο θυγατέρες, πανδρεμένες, τις οποίες είχε στήριγμα ακόμη στον κόσμο, έχει
δίκιο το κορίτσι.
Ο
παπα-Θεόφιλος, ο μακαρίτης ηγούμενος της Μεγαλόχαρης της Ευαγγελίστρας, το ίδιο
μας έλεγε, για έναν που τον είχε πλακώσει ο
μάγγανος, που τον είχαν όλοι για πεθαμένο, που η γυναίκα του, του έκαμε τα
τρίμερα και τα νιάμερα και Άγγελος Κυρίου έπαιρνε το πιάτο με τα κόλλυβα, καθώς
ήταν σταυρωμένο με τις σταφίδες και με τα ρόιδα και το πήγαινε στον πλακωμένο
κι έτρωγε, δεν ξέρω πόσες μέρες κι ανάσαινε από μια τρύπα της γης θαρρώ, ως που
ο άνθρωπος δεν πέθανε και σήκωσε το μάγγανο και τον ξελευθέρωσε, δεν είν᾽
αλήθεια αυτά, παπά;
― Αλήθεια
είναι, βλοημένη, απάντησε ο ιερέας, αλλά τώρα είναι… για
όσους θέλουν να τα πιστεύσουν.
― Κι
όσοι δεν τα πιστεύουν;
― Θα
πάνε στην Κόλαση, το ξέρω εγώ, είπε το Καλλιοπώ.
― Μα
σαν είν᾽ αλήθεια, παπά, γιατί ο Άγγελος Κυρίου δε σήκωνε μια και καλή το
μάγγανο να ξελευθερώσει τον άνθρωπο; Είπε
η Αννούδα, μία απ΄τις γυναίκες.
― Γιατὶ
ο σκοπός δεν ήταν να δειχθεί η παντοδυναμία του Θεού, που είναι αποδειγμένη με
άπειρα θαύματα, απάντησε ο ιερέας, αλλά να φανερωθεί μόνο η δύναμη των
μνημόσυνων και των διὰ τους νεκρούς προσφορών και ότι τίποτε το οποίο θυσιάζει
ο άνθρωπος, τίποτε το οποίο προσφέρει στο Θεό, στους πτωχούς, καμία καλή πράξη,
καμία αρετή, καμία υπομονή, κανένα μαρτύριο, κανένα δάκρυ, τίποτε δε χάνεται.
Όλα
σπείρονται σε γη αγαθή, όπως ο κόκκος του σίτου, είπεν ο Κύριος, όπου εάν πέσει
εις την γην και αποθάνει (και τοιαύτα είναι τα κόλλυβα, τοιούτοι και οι
νεκροί), πολὺν καρπὸν φέρει.
«Οι
σπείροντες εν δάκρυσιν, εν αγαλλιάσει θεριούσι».
Κείνοι
που σπείρουν με δάκρυα, με χαρά και αγαλλίαση θα θερίσουν.
― Το
λέγει αυτό το Ευαγγέλιον;
― Το
λέγει το Ψαλτήρι, αλλά το ίδιο είναι, γιατὶ και το Ψαλτήρι είναι λόγος Θεού και
εμπνευσμένο από το Πνεύμα το Άγιον. Και όταν θάπτομε νεκρό εν Χριστώ ευσεβώς
ζήσαντα, είναι σαν να σπείρουμε στη γη κόκκο σίτου… και ο Κύριος θα τον
αναστήσει την έσχατη ημέρα, καθώς ο ίδιος ευδόκησε να μας το υποσχεθεί.
«Ο
πιστεύων εις εμέ, καν αποθάνει ζήσεται… καγὼ αναστήσω αυτὸν εν τη εσχάτῃ ημέρᾳ.»
― Αμήν!
είπε η θεια το Μαθηνώ και τα δάκρυά της, για τη μνήμη του άνδρα της και των
τεσσάρων παιδιών της, ταχέως εξατμίστηκαν, σαν σταγόνες νερού μετά καλοκαιρινή βροχή, μέσα στην κοίτη παλαιού ξηρανθέντος
χειμάρρου.
* * *
Το
δειλινό φάνηκαν από μακριά να κατεβαίνουν ερχόμενες από τη ράχη, οι
καλυβιώτισσες γυναίκες, οι ποιμενίδες και βοσκίδες των αγροτικών συνοικιών.
Ήλθαν κουβαλώντας πελώρια κοφίνια, γεμάτα άνθη, λαμπάδες, κεριά και αγγεία με
λάδι και πρόσφορα και μικρές φιάλες με νάμα ή οδηγώντας γαϊδουράκια με τα
σαμάρια επιστρωμένα με κιλίμια και χράμια, φορτωμένα τορβάδες και δισάκκια με
φλάσκες οίνου, με τυριά νωπά ή ζεματισμένα και κόκκινα αυγά.
Κατόπιν,
φάνηκαν σφυρίζοντας αλλόκοτα, δύο ή τρεις βοσκοὶ με τις αγέλες τους, τις οποίες
οδήγησαν προς τον απότομο κρημνό προς τη θάλασσα.
Οι
τράγοι πηδούσαν από βράχο σε βράχο, από όχθο σε όχθο, από κοίλωμα σε κοίλωμα,
ενώ τα ερίφια χαρούμενα σκιρτώντας, έτρεχαν πίσω απ΄ τις γίδες, βελάζοντας
ευχαριστημένα προς τη νέα γι’ αυτά απόλαυση του άγνωστου τούτου πράγματος της
ζωής, εκθέτοντας στον ήλιο τα σταχτερά ή στικτά και λευκά και μαύρα τριχώματά
τους, ενώ οι βοσκοί, ψηλοί, ρωμαλέοι, τραχείς, φριξότριχες, ηλιοκαείς στην όψη,
έτρεχαν μπρος και πίσω με τις μακριές, ίσες με το ανάστημά τους, καμπύλες στη
λαβή ράβδους τους, αποτρέποντας με πολύηχο συριγμό τη δυσάγωγη και ατίθαση
αγέλη. Τελευταίοι έφθασαν οι ποιμένες χωρίς τις αμνάδες τους, τις οποίες είχαν
αφήσει πίσω στα μαντριά, φέρνοντας μόνο δύο αρνιά σφαγμένα. Έφθασαν
συγυρισμένοι. Αλλαγμένοι, στολισμένοι όλοι τους, με καθαρά ρούχα, κοντά βρακιά
και ψηλὲς βλαχόκαλτσες, με πλατιά ζωνάρια κίτρινα ή κόκκινα, ξυραφισμένοι και
με τα λινόχρωμα ή καστανά μουστάκια τους αγκιστροειδή.
Γρήγορα
έφυγε η ημέρα και ο ήλιος έδυσε σε μία ράχη του Πηλίου αντίκρυ, αφού επὶ πέντε
λεπτά της ώρας, είχε μείνει στεφανωμένος με κυανά και περιπόρφυρα χρυσαυγή
νέφη, αντιλαμβανόμενος ο ίδιος, όσην απέδιδε δόξα και λάμψη και επὶ δέκα λεπτά
ακόμη, αφού βασίλεψε, οι ακτίνες της στέψεώς του έμειναν χρυσαφιές, πορφυρίζουσες,
κυανίζουσες, βάφοντας το βουνό με ιώδες χρώμα.
Έπειτα
κατέβηκε ήρεμα στις πλαγιές του βουνού η νύχτα, σπέρνοντας παντού το βαθύ και
άρρητο μυστήριό της και οι έμψυχοι κρότοι και ψίθυροι της φύσης εξεγέρθηκαν
στις ράχες, στους λόγγους, στα φαράγγια και το φρύδι του βουνού ατμίσθηκε και
συστάλθηκε υγρά και το βλέφαρο του λόφου κατέβηκε και κλείστηκε σε ένα, βουνό,
ρεματιά και κάμπος.
Και
ο μπάρμπα-Κωνσταντὸς ο Ζ᾽μαροχάφτης, τρίτος πάρεδρος του χωρίου Ἀν, του Δήμου
Λίτης δεν φάνηκε από πουθενά να έρχεται.
Ήταν
δε ανήσυχος ο ιερέας και φόβος ήταν να μείνουν χωρὶς Ανάσταση και λειτουργία.
Γιατί εύλογα, δεν ήταν δυνατόν χωρίς
βοηθό να ιεροπρακτήσει. Λειτουργία χωρὶς ένα τουλάχιστον ψάλτη ή
αναγνώστη, δε γίνεται.
Οι
ποιμένες και οι βοσκοὶ ήταν όλοι, όπως είναι φυσικό, όχι μόνον αγράμματοι, αλλά
και αλιβάνιστοι οι κακόμοιροι, πολλοὶ απ΄ αυτούς.
― Τώρα,
τι να κάμουμε;… Ορίστε σου υπόσχονται σίγουρα μια δουλειά κι ύστερα σ᾽ αφήνουν
μες στη μέση!
Ανθρώπους
και κτήνη σώσεις, Κύριε!
Έλπιζε
εντούτοις ακόμη, ότι ο μπαρμπα-Κωνσταντὸς θα ερχόταν. Αργοστόλιστος ήταν
πάντοτε, τον ήξερε. Αλλά τώρα ήταν σκοτεινή ακόμη νύχτα και μόνο τα άστρα
έλαμπαν επάνω. Λίγο πιο ύστερα ανέτειλε η σελήνη και τότε υπήρχε ελπίδα να
έλθει.
Πέρασαν
δύο ώρες και το φεγγάρι ανέτειλε κολοβό από το σκοτεινό βουνό πάνω, ανερχόμενο
αργά στο στερέωμα και οι τάξεις των άστρων αραιώθηκαν επ᾽ άπειρον και όλα
σχεδόν αμαυρώθηκαν στην διάβασή της.
Πέρασε
ακόμη μία ώρα. Ο μπαρμπα-Κωνσταντὸς δεν φάνηκε.
Ο
ιερέας άρχισε ν᾽ αγανακτεί.
―Ο
ασυνείδητος! ο μωρός… Ήμαρτον, Κύριε!
«Ανθρώπους
και κτήνη».
Ήθελε
να στείλει έναν από τους ποιμένες στην πολίχνη, να ζητήσει και να βρει ένα
συλλειτουργό να του φέρει.
Αλλά οι ποιμένες και οι βοσκοὶ όλοι ροχάλιζαν,
ξαπλωμένοι μεταξὺ των σκίνων και των κουμαριών, τυλιγμένοι στις κάπες τους,
ευχαριστημένοι ότι επανήλθε η άνοιξη και εύρισκαν λιγότερο παγερή της γης την
υγρασία.
Και
οι γυναίκες τους, πλαγιασμένες και αυτές, κοιμόνταν λιγότερο ακουστές πίσω από
το ιερό Βήμα, τυλιγμένες με τα χράμια και τα κιλίμια, τα οποία είχαν φέρει επιστρωμένα
στα σαμάρια των γαϊδουριών τους.
Και οι γυναίκες που είχαν έρθει απ΄ την
πολίχνη, δίπλα στα καλάθια τους, έξω από τη θύρα του ναού, κάτω από τον
στεγασμένο πρόναο και εντὸς της ξύλινης κιγκλίδας,
λαγοκοιμόνται και αυτές.
Μόνον
ο ιερέας ανησυχούσε και ήταν άγρυπνος.
― Τα
ξέρω εγώ απ᾽ όξου τα πλιότερα τα γράμματα, παπά, του έλεγε η θεια το Μαθηνώ,
για να του δώσει θάρρος, τα κανοναρχώ κειδὰ στ΄ αυτί του γέρο-Φιλιππή κι ο
γέρο-Φιλιππής, οπού ᾽ν᾽ θεοφοβούμενος άνθρωπος, θα τα λέει κειδὰ όπως-όπως…
― Να
δα η ώρα να σε κάμουμε και ψάλτη, Μαθηνώ! απάντησε γελώντας ο
ιερέας.
― Ψάλτης
δε θα γένω, μόνε κανονάρχος. Μοναχοί μας θά ᾽μαστε… Κανένας γραμματισμένος δεν
είναι για να μας γελάσει… Η αγιοσύνη σ᾽ βρίσκεις τον ήχο του μπαρμπα-Φιλιππή κι
εγώ του λέω τα λόγια όσα θυμάμαι.
Νά ᾽ξερα από μέσα απ᾽ το χαρτὶ να διαβάσω,
θαρρώ πως δε θα ήταν αμαρτία να ψάλω και μοναχή μου.
Ωστόσο
πλησίαζαν μεσάνυχτα και δεν ήταν ελπίδα να έλθει πλέον ο
μπαρμπα-Κωνσταντός, ο τρίτος πάρεδρος.
Ο
ιερέας δεν αποφάσισε να ξυπνήσει κανένα απ΄ τους βοσκούς και να τον στείλει
στην πόλη, όπως σκέφθηκε στην αρχή, γιατί λογάριασε ότι τόσες λίγες ώρες έμεναν
ως να ξημερώσει, ώστε μέχρι να πάει κάποιος στην πόλη, να ζητήσει και να κατορθώσει
να βρει ψάλτη, ωσότου πείσει και φέρει αυτόν και φθάσουν μαζί στον Άγιο Ιωάννη,
θα ήταν ακριβώς δύο ώρες ημέρα… και η Ανάσταση επρόκειτο να γίνει τα μεσάνυκτα,
ή και λίγο αργότερα.
Ο
παπα-Διανέλος σηκώθηκε στενάζοντας, μπήκε στο ναό και προσκύνησε στις βαθμίδες
του ιερού Βήματος.
Αμέσως πίσω του, έτρεξαν η γριά-Μαθηνὼ και η θεια το
Σειραϊνώ, η σημαιοφόρος των πανηγυριών.
Οι
δύο γυναίκες άρχισαν να αναζωπυρώνουν τα φιτίλια, να ρίχνουν λάδι στα κανδήλια
και να κάμνουν εγκάρδιους σταυρούς.
Αισθάνονταν
ανέκφραστη χαρά και γλύκα στα σωθικά τους.
Ήταν
Ανάσταση, Ανάσταση! Το πρόσωπο του Αδέσποτου Χριστού έλαμπε με άγιο φως, δεξιά
της Ιεράς Πύλης.
Η μορφή της Δέσποινας Θεοτόκου άστραπτε από άφατη χαρά,
κρατώντας αριστερά το θείο βρέφος της.
Η
όψη του τιμίου Προδρόμου, με μία μπούκλα των μαλλιών σηκωμένη προς τα πάνω, σαν
να έμεινε ανορθωμένη από το τράβηγμα του θηριώδους δημίου που του απέκοψε τη
σεβάσμια κάρα, του μεγαλύτερου από όσους γέννησαν κατά φύση οι γυναίκες ανδρών,
ακτινοβολούσε από μυστική αφροσύνη παραπλεύρως εκείνου, του οποίου την φρικτή
κορυφή αξιώθηκε να χειραφετήσει.
Και
ο αγαπημένος μαθητής ήταν ακόμη εκεί και συνέχαιρε επὶ τη Αναστάση, αν και κάποια πτυχή έγνοιας συνέστελλε το υψηλό μέτωπο του, που προέβλεπε ότι θρασύς
ιερόσυλος έμελλε μετ᾽ ου πολὺ να τον αρπάξει απ΄ την κόγχη του για να τον μεταφέρει
στην Αθήνα και να τον εγκαταστήσει όχι σε ναό και ολοκαύτωμα και θυσιαστήριο,
όχι σε τόπο του καρπίσει, αλλά σε Μουσείο, Ύψιστε Θεέ! σε Μουσείο, σαν να είχε
πάψει να ασκείται στον τόπο τούτο η χριστιανική λατρεία και τα σκεύη αυτής να
ανήκαν σε θαμμένο παρελθόν και να ήταν αντικείμενο περιέργειας!…
«Ίλεως
γενού αυτοίς, Κύριε!»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.