Σάββατο 18 Σεπτεμβρίου 2021

Λαμπριάτικος ψάλτης


Το διήγημα δημοσιεύτηκε το 1893
➖➖➖
Τη μετατροπή του κειμένου στην
καθομιλουμένη δημοτική
έκανε ο
Ιωάννης Δ. Γιαννούκος
⭐⭐⭐

Εάν ο ήρωας του παρόντος διηγήματος, ήταν ο ίδιος ο γράφων, τότε ο τίτλος του θα είχε μάλλον τροπική και αλληγορική σημασία.
Διότι, ναι μεν, εύνοια της θείας Πρόνοιας, είναι αλήθεια ότι και χάρις στη φιλάδελφη προθυμία του χωρικού και αρχοντικού φίλου μου, του κυρ-Γιάννη Πεντελιώτη, αξιώνομαι σχεδόν κάθε χρόνο ανελλιπώς, κατά τις περίδοξες αυτές ημέρες, να συμψάλλω μαζί με αυτόν, που υποβάσταζε με το χέρι τα γυαλιά του, αγαπούσε το πολίτικο ύφος, παρατείνοντας επ᾽ άπειρον τα μουσικά κώλα και τις καταλήξεις του, στο μικρό αγροτικό ναΐσκο του χωριού Θ., όπου μυροβολεί ελισσόμενο σε κυανούς στεφάνους το μοσχολίβανο, που περιβάλλει τους ακτινωτούς στεφάνους και τις σεμνές όψεις των αγίων και όπου με τις κεντητές ποδιές τους και τα λευκά κολόβια τους, οι νεαρές χωρικές προσέρχονται, φέροντας αγκαλιές ρόδων και λουλουδιών και θημωνιές δενδρολίβανου, καταφορτώνοντας με λόφους από άνθη τον πενιχρό επιτάφιο, ο οποίος δεν έχει ανάγκη από άλλη πολυτέλεια.
Εκεί εισβάλλει ουλαμός ολόκληρος από αυτοσχέδιους ψάλτες, που κρατούν ανά ένα φυλλάδιο του επιτάφιου στο χέρι και οι οποίοι φιλοτιμούνται να ψάλλουν με σπαρακτική παραφωνία τα εγκώμια, καταστρέφοντας με κωμικά σφάλματα και τις λίγες λέξεις, όσες είναι ορθά τυπωμένες στα φυλλάδια εκείνα.
Χωρίς να είμαι κύριο μέρος του αυτοσχέδιου τούτου χορού, οφείλω να ομολογήσω ότι, αν και προσπαθώντας να συμψάλλω υποφερτά κάπως με τον αρχοντικό και πρόθυμο φίλο μου, παρόλα αυτά υστερώ απ΄ αυτόν κατά πολλά και για τούτο επικαλέστηκα στην αρχή, ως επιείκεια εκ μέρους του αναγνώστη, την τροπική του τίτλου εκδοχή, καθ΄ ον δηλαδή τρόπο σε όλους τους ναούς, παρουσιάζονται κατά τις μέρες τούτες πολλοί τέως άγνωστοι, μουσόληπτοι επί τόπου την ίδια στιγμή, λαμπριάτικοι ψάλτες, έτσι και ο γράφων, ενώ κατά όλο τον άλλο χρόνο σιωπά, παρουσιάζεται, δύο φορές το χρόνο αυτός, τα Χριστούγεννα και το Πάσχα, καίτοι κατ’ αποκοπή διηγηματογράφος.
***
Το πράγμα άρχισε να γίνεται κάπως φορτικό και πολλοί μεν
σκανδαλίσθηκαν, κάποιοι δε και το αποδοκίμασαν.
Αρκούνε τόσες άλλες μανίες, τόσοι ξενισμοί.
Εμείς δεν είμαστε Άγγλοι ούτε Αμερικάνοι.
Μη μας σκοτίζεις και συ. Από που έλαβες αφορμή να υποθέσεις, ότι το κοινό θέλγεται από τις αναμνήσεις σου ή συγκινείται από τα αισθήματά σου; Το έκαμες μία φορά ή δύο.
Αρκεί. Πάψε πλέον. Δεν βλέπεις ότι το αιώνιο θέμα σου εξαντλήθηκε και ότι βρίσκεσαι στην ανάγκη να προσπαθείς βίαια να παρουσιάσεις απλή παραλλαγή κάθε έτος;
- Εν πρώτοις, καλό θα ήταν να διακρίνουμε ότι είναι πράγματι ξενισμός από ότι μπορεί να είναι, από τη φύση των πραγμάτων, κοινά σε όλα τα έθνη. 
Λόγου χάριν, το να εκδίδονται τα περιοδικὰ κατὰ Σάββατο ή Κυριακή είναι ξενισμός; Τα να δημοσιεύουν οι πολιτικές εφημερίδες φιλολογικότερη ύλη κατὰ Κυριακή, είναι ξενισμός;
Τελικά, το να σχολάζει κάποιος κατὰ τις εορτές από την τύρβη του κόσμου, όπως και από την ανάγνωση άρθρων πολιτικών και να αισθάνεται την ανάγκη αβρότερης, τερπνότερης, ακοπώτερης ανάγνωσης, είναι ξενισμός; 
Έστω, αλλά μπορείς να δημοσιεύεις τις μέρες των εορτών, διηγήματα ή περιγραφές, χωρὶς να κάμνεις ποσώς λόγο περὶ των Χριστουγέννων και του Πάσχα.
Ιδοὺ λοιπόν ποιο το αίτιο της δυσφορίας τους και με πόση αφέλεια το ομολογούν… το εξωτερικεύουν.
Να φιλοξενηθείς ηγεμονικά στα μέγαρα μεγάλου άρχοντα και να μη προπιείς προς τιμήν του οικοδεσπότη! 
Να απολαύσεις (δεσποτική φιλοξενία και τραπέζι αθάνατο) και να μην αποδώσεις ευχαριστίες τον εστιάτορα!
Αλλά στα διηγήματα, όσα δημοσίευσα κατά καιρούς ο υποφαινόμενος, τα Χριστούγεννα ή το Πάσχα, εμπνεύσθηκα αλήθεια, από τις αναμνήσεις μου και τα αισθήματα μου, τα οποία θέλγουν και συγκινούν εμένα τον ίδιο, ίσως και λίγους εκλεκτούς φιλαναγνώστες. 
Ότι δε τέτοιοι υπάρχουν, αποδεικνύεται από το ότι, δύο από τις εφημερίδες, οι κορυφαίες της πρωτεύουσας, όπως και το μονάκριβο περιοδικό, φιλοξενούν τα εορτάσιμα διηγημάτια των ημερών τούτων. Έπειτα, πουθενά σχεδόν θα βρείτε ότι επιζήτησα βεβιασμένη θέση ή πλοκή, για να γαλβανίσω την περιέργεια του αναγνώστη.
Όπου γίνεται λόγος περί ξενιτεμένων, οι οποίοι επιστρέφουν μετά μακρά απουσία ή στέλνουν γράμματα μαζί με υλική παρηγοριά στους οικείους, αυτά όλα βασίζονται στην πραγματικότητα, καθόσον όλοι όσοι έχουν ζήσει σε παραθαλάσσιους και ναυτικούς τόπους της Ελλάδος, κάλλιστα γνωρίζουν ότι, κατά τις παραμονές ιδίως των εορτών, πολλοί ξενιτεμένοι, ενώ συνήθως φαίνονται ψυχροί και αποσκληρυμένοι εξωτερικά, έξαφνα θυμούνται τους οικείους τους και ή επιστρέφουν στις πατρίδες ή αν αυτοὶ εμποδίζονται από φιλοτιμία να έλθουν αξιοπρεπώς, όχι σπάνια, αποστέλλουν παρηγοριά στις γηραιές μητέρες και τις αδελφές τους.
Σε άλλα πάλι γίνεται λόγος περὶ των κοινωνικών και οικογενειακών εθίμων που σχετίζονται με τις εορτές και αλλού πάλι η ασθενής πλοκή στρέφεται γύρω από κάτι νεωτεριστικό και φθοροποιό έθιμο.
Τι το απίθανο σε όλα τούτα;
Αλλά τα περισσότερα τα από μένα γραμμένα, εορτάσιμα διηγήματα έχουν, ας μου επιτραπεί ο λατινικός όρος, a priori την υπόθεση, είναι δηλαδή μάλλον θρησκευτικά.
― Ποια χάρη, σας παρακαλώ, ποια δύναμη ή πρωτοτυπία θα είχε, το να λάβει κανείς τον κόπο να περιγράψει λεπτομερώς, πως ένας χωρικός ιερέας πήγε να λειτουργήσει σε εξωκλήσι, χάριν μικρής κοινότητος αγροίκων ή βοσκών, ποιοι και πόσοι μετείχαν στην πανήγυρη και ποια ήταν τα ήθη των πανηγυριστών; Τούτο θα ήταν τελείως ευτελές και ταπεινό, κατὰ τη γνώμη των κριτικών.
Το να γράψει κανείς, ότι γηραιός ανήρ φόνευσε τη συμβία του, κατ᾽ αυτήν την ημέρα των Χριστουγέννων - χωρὶς μήτε ο αναγνώστης μήτε ο συγγραφέας να υποπτεύονται καν γιατί τη φόνευσε, - τούτο είναι υψηλό και πολυτελές, κατὰ την εκτίμηση μερικών. Μετά τέτοιο έγκλημα κατ᾽ αυτήν την αγία ημέρα, το θέμα εξαντλήθηκε και όλα τα Χριστουγεννιάτικα και τα πασχαλινά διηγήματα δεν πρέπει πλέον να βλέπουν το φως.
Μη θρησκευτικά, προς Θεού! Το Ελληνικό Έθνος δεν είναι Βυζαντινοί, εννοήσατε; Οι σημερινοί Έλληνες είναι κατ᾽ ευθείαν διάδοχοι των αρχαίων. Έπειτα εκπολιτίστηκαν, προόδευσαν και αυτοί. Συμβαδίζουν με τα άλλα έθνη.
Ποια ποίηση έχει το να γράψεις ότι ο Χριστός «δέχεται την λατρείαν του πτωχού λαού» και ότι ο πτωχός ιερέας «προσέφερε τω Θεώ θυσίαν αινέσεως»; Και να περιγράφεις το εσωτερικό του ναΐσκου, με τις νυσταλέες κανδήλες και τις αμαυρές μορφές των Αγίων ολόγυρα! 
Δεν τα εννοούμε εμείς αυτά. Εμείς θέλουμε διήγημα, το οποίο να είναι όλο ποίηση, όχι πεζή πραγματικότητα.
Συ δε πως τολμάς να γράφεις, μιλώντας περὶ Ιουλιανού του Παραβάτη, καρφωμένου στον τοίχο από τη λόγχη του Αγίου Μερκουρίου, τέτοια βλάσφημη φράση:
«Πελιδνός ο παράφρων τύραννος;…»
Όταν συγγραφέας άλλος και άλλης περιωπής, δημοσίευσε προ ετών ιστορικοφανταστικὸ δράμα, προέτασσε χυδαία αληθώς προλεγόμενα, διά των οποίων έβριζε βάναυσα τη θρησκεία των πατέρων του, τότε ουδείς λόγος υπήρχε για να σκανδαλιστεί κάποιος, γιατί το πράγμα ήταν της μόδας.
Αλλά συ, να τολμάς να εκφράζεσαι με τέτοια ασεβή γλώσσα, περὶ του Ιουλιανού εκείνου, του Παραβάτου ή Αποστάτου καλουμένου, η θρασύτητα υπερβαίνει κάθε όριο. 
Και όμως, ο σοφός επικριτής δεν αντιλήφθηκε ότι η φράση ήταν εξ αντικειμένου, όπως λέγουν αυτοί, απέδιδε δηλαδή διὰ λέξεων τα χρώματα του ζωγράφου και ότι κάθε ζήτημα περὶ των δοξασιών του γράφοντος (ο οποίος εντούτοις δεν αρνείται ότι συμμερίζεται τη γνώμη του Βυζαντινού τοιχογράφου) παρέλκει τελείως.
Για να δώσουμε τέλος στο προοίμιο αυτό, θα πούμε με δύο λέξεις ότι:
Το σημερινό έθνος δεν πήγε, δυστυχώς, τόσο μπροστά, όσο λέγουν αυτοί. Το έθνος το ελληνικό, το δούλον τουλάχιστον, είναι ακόμη πολὺ πίσω και το ελεύθερο δεν δύναται να τρέξει αρκετά εμπρός, χωρὶς το όλον να διασπαραχθεί, όπως διασπαράσσεται, αλίμονο! ήδη.
Αυτός που τρέχει πρέπει να περιμένει και τον επόμενο, εάν θέλει με ασφάλεια να τρέχει, ο ελεύθερος πρέπει να βοηθά το δεσμώτη ή πρέπει να τον ανακουφίζει. 
Όσο περνάει ο χρόνος, τόσο το ελεύθερο έθνος καθίσταται αλίμονο! ανικανότερο να δώσει χείρα βοηθείας στο δούλο έθνος. Άγγλος ή Γερμανός ή Γάλλος, δύναται να είναι κοσμοπολίτης ή αναρχικός ή άθεος ή οτιδήποτε.
Έκαμε το πατριωτικό χρέος του, έκτισε μεγάλη πατρίδα. 
Τώρα είναι ελεύθερος να απαγγέλλεται, χάριν πολυτελείας, την απιστία και την απαισιοδοξία. Αλλά Γραικύλος της σήμερον, ο οποίος θέλει να κάμει δημοσία τον άθεο ή τον κοσμοπολίτη, μοιάζει με νάνο που ανορθώνεται  στα νύχια των ποδιών του και τανύζεται να φθάσει σε ύψος και να φανεί και αυτός γίγας. Το ελληνικό έθνος, το δούλον, αλλά όχι λιγότερο και το ελεύθερο, έχει και θα έχει διὰ παντός ανάγκη της θρησκείας του.
- Σε ότι με αφορά, όσο ζω και αναπνέω και σωφρονώ, δεν θα παύσω πάντοτε, ιδίως δε κατὰ τις πανέκλαμπρες αυτές ημέρες, να υμνώ μετά λατρείας το Χριστό μου, να περιγράφω μετ᾽ έρωτος τη φύση και να ζωγραφώ μετά στοργής τα γνήσια ελληνικά ήθη.
«Εάν επιλάθωμαί σου, Ιερουσαλήμ, επιλησθείη η δεξιά μου, κολληθείη η γλώσσα μου τω λάρυγγί μου, εὰν ου μη σου μνησθώ.»
------------------------------------------------------------
Σ.Σ
Το ανωτέρω προοίμιο, είναι μια απάντηση του Παπαδιαμάντη, προς τους νεωτεριστές ή μοντέρνους ή της μόδας, όπως τους αποκαλεί ο Παπαδιαμάντης, οι οποίοι προσπάθησαν να υποτιμήσουν το έργο του.
Και κλείνει με τα παρακάτω λόγια, που υπογραμμίζουν τη συγγραφική ταυτότητα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη και το μοναδικό πνευματικό του αποτύπωμα που διατηρείται ανεξίτηλο και διαχρονικά απόλυτα αναγνωρίσιμο στα διηγήματά του.
«Το έπ έμοι, ενόσω ζω, και αναπνέω καί σωφρονώ, δεν θα παύσω να υμνώ μετά λατρείας τον Χριστόν μου, να περιγράφω μετ’ έρωτος την φύσιν, καί να ζωγραφώ μετά στοργής τα γνήσια ελληνικά ήθη»
-----------------------------------------------------------

* * *
Αλλά ο ήρωας του παρόντος διηγήματος, είναι ο κυρ-Κωνσταντὸς ο Ζ᾽μαροχάφτης, τρίτος πάρεδρος του δήμου Λίτης, του χωρίου Ἀν…, ο οποίος υποσχέθηκε, όπως είχε πάντοτε συνήθεια εύκολα να υπόσχεται (στην αρετή δε αυτή ίσως να όφειλε και την επιτυχία του στα πολιτικά, διότι ενώ ο α΄ και ο β΄ πάρεδρος σε κάθε εκλογή, μάχονταν πάντοτε για την πρώτη θέση μεταξύ τους, αυτός, μετριόφρονας και χωρὶς κεράσματα, εκλεγόταν ασφαλώς τρίτος κάθε φορά, μη υπάρχοντος τέταρτου ανταγωνιστή), υποσχέθηκε, λέγω, να πάει να συλλειτουργήσει τον παπα-Διανέλο τον Πρωτέκδικο, έξω, στο παρεκκλήσιο του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου.
Ο ναΐσκος βρισκόταν τρεις ώρες μακριά απ΄ την πόλη και ο παπα-Διανέλος ο Πρωτέκδικος, είχε πάει εκεί από το πρωί του Μεγάλου Σαββάτου, αφού πήρε την υπόσχεση του κυρ-Κωνσταντού, ότι θα έφθανε προς το βράδυ, για να ψάλει και να συνεορτάσουν μαζί την Ανάσταση.
Άλλο βοηθό ο παπάς δεν είχε, ο νεότερος γιος του, ετοιμαζόταν εφέτος για εξετάσεις στο Διδασκαλείο και δεν μπόρεσε να έλθει το Πάσχα, ο άλλος έλειπε διαρκώς ναύτης με τα καράβια του.
Θυγατέρες, το άφθονο τούτο προϊόν του τόπου - και της ιερατικής εγγάμου τάξεως μάλιστα - του είχε αφήσει πλήθος η μακαρίτισσα η πρεσβυτέρα, πέντε τον αριθμό, ας είχαν ζωή, όπου δεν έπαυαν συνεχώς να μεγαλώνουν, να μην αβασκαθούν, ήταν τόσο κοντά στην ηλικία, ώστε δεν πρόφθανε να μεγαλώσει η μία και η άλλη αμέσως την έφθανε.
Όσο μεγάλωναν τόσο φαίνονταν και μάλιστα οι μεσαίες τρεις, ίσες περίπου στα χρόνια, ίσες και στο ανάστημα και ο παπα-Διανέλος, ακούσιος ιερομόναχος, δεν ήταν ελεύθερος ούτε σε μοναστήρι να καταφύγει.
Τον τριών ωρών δρόμο από την πολίχνη στο εξωκλήσι, είχε διανύσει το πρωί απολείτουργα, ο παπα-Διανέλος, ακολουθούμενος από τις δύο νεότερες θυγατέρες του, κορίτσια δέκα και δώδεκα ετών και από ομάδα επτά ή οκτώ γυναικών φιλέορτων, προπορευόμενου του γαϊδουριού του, που ήταν φορτωμένο το δισάκκιο με τα ιερά του παπά.
Ο ήλιος ήταν ως δύο καλαμιές ψηλά, όταν βγήκαν στου Γιατρού τ΄ Αμπέλι, έπειτα έφθασαν στα Βουρλίδια, έπειτα ανέβηκαν ασθμαίνοντας στου Ματαρώνα τον Πεύκο, ο οποίος υπήρχε τότε ακόμη εκεί και ευεργετούσε τους οδοιπόρους με την παρήγορη σκιά του στην κορυφή του υψώματος, πριν κάποιος ασυνείδητος βάρβαρος, με την ανοχή ή την ενοχή εκείνων, τους οποίους ο πλέον άτυχος των λαών του κόσμου, εκ περιτροπής εκλέγει άρχοντες και προστάτες του, ρίξει άσπλαχνα κάτω το πανέμορφο δένδρο και απογυμνώσει το τοπίο από το μοναδικό στολίδι του.
Από εκεί ανέβηκαν στο Πετράλωνο και στου Σταμέλου τη Βρυσούλα και ανέβηκαν από ανηφορικό δρόμο, στου Κανάκη τη Βρύση και μέσω της Κλινιάς κατέβηκαν στου Χαιρημονά το ρέμα και έφθασαν στη βόρεια ακτή του νησιού, από το ύψος της οποίας, περίοπτος απ΄ το πέλαγος, ακούοντας τους κτύπους του χτυπώντας τις ακτές κύματος, σιωπηλός και διηγούμενος πέντε αιώνων σπαρακτική ιστορία μαρτυρίου και αίματος, εγείρεται φτωχικός αλλά σεμνός ο ιερός ναΐσκος της Αποτομής του τιμίου Προδρόμου.
Μπήκαν στον περίβολο του ναού και ξεφόρτωσαν το γαϊδουράκι.
Οι γυναίκες ροδοκόκκινες, ξαναμμένες απ΄ την οδοιπορία, που συνεχώς κελαηδούσαν και κάγχαζαν, τίναξαν τα γεμάτα σκόνη και κουρνιαχτό παπούτσια τους και φόρεσαν επὶ του κοντού φουστανιού της οδοιπορίας τα μακριά και πολύπτυχα φορέματα.
Ο παπάς έριξε κάτω τη μία άκρη του σταχτερού ζωστικού του και φόρεσε πάνω απ΄ αυτό το μαύρο ράσο του.
Μπήκαν όλοι στο ναό και προσκύνησαν.
Απ΄ τις γυναίκες, κάποιες μάζεψαν χαμόκλαδα και άναψαν φωτιά, για να ψήσουν καφέ και να προσφέρουν στον ιερέα και άλλες έκοψαν απ΄ τους ευώδεις θάμνους, δέσμες σκίνων και πουρναριών και φασκομηλιών και συνέδεσαν πρόχειρα με σχοινί σκούπα και άρχισαν γρήγορα και στρωτά να σκουπίζουν, άλλες το δάπεδο του ναού, άλλες το προαύλιο, ο ιερέας έφτιαξε σκούπα από δάφνη και μυρτιά και δενδρολίβανο και σάρωσε μόνος του το Θυσιαστήριο και όλο το Ιερόν Βήμα.
Δεν έπαυε δε να γογγύζει και να διαμαρτύρεται, εναντίον της απερισκεψίας, όπως έλεγε, των βοσκών και των αιπόλων, αυτών εκείνων οι οποίοι τον είχαν προσκαλέσει να τους κάμει Ανάσταση στο βουνό και απ΄ τους οποίους κανείς δεν είχε φανεί ακόμη.
Αυτοὶ προέβαιναν ενίοτε μέχρι της βεβήλωσης, του να βάζουν, ίσως σε καιρό βροχής, τα θρέμματά τους μέσα στα εξωκλήσια, όπως μπορούσε να συμπεράνει απ΄ την παρουσία διαφόρων ιχνών της εισβολής, τα οποία ούτε είχαν λάβει τον κόπο να τα καθαρίσουν.
Μέσα από το Ιερό Βήμα, ενώ έσκυβε για να σκουπίσει, ακουγόταν από καιρό σε καιρό ψιθυρίζοντας μετά στεναγμού:
― Αχ! αλλοίμονο… «Ανθρώπους και κτήνη σώσεις, Κύριε!»
― Δεν τσάκισε κανεὶς το ποδαράκι του! έκραξε απαντώντας απ΄ έξω, στο στεναγμό του ιερέα η θεια-Σειραϊνώ, η αληθινή σημαιοφόρος των εξοχικών λειτουργιών και των πανηγυριών.
― «Ανθρώπους και κτήνη!», ψιθύρισε πάλι ο ιερέας.
* * *
Είχε περάσει ήδη το μεσημέρι και ο ιερέας με το μικρό ποίμνιό του, κάθισαν να γευματίσουν κάτω από την ιερή ελιά, στον περίβολο του ναΐσκου, κοντά στο παμπάλαιο εκείνο λιθόκτιστο κιβούρι, το οποίο κατ᾽ άλλους ήταν στέρνα νερού και κατ᾽ άλλους κοιμητήριο ή οστεοθήκη.
Η θεια το Μαθηνώ, γηραιά ευλαβής κατὰ τους μεν, ψευτομετάνισσα κατὰ τους δε, ενάρετη γυναίκα, κοιτάζοντας προς το κτίριο τούτο με στεναγμό είπε:
―Εμείς τρώμε κορίτσια, να έχουν τάχα κι οι φτωχοί, να φάνε;
―Τρων οι πεθαμένοι, θεια-Μαθηνώ; είπε το Αγλαώ, η δώδεκα ετών κόρη του ιερέα.
― Οι πεθαμένοι τρώνε κόλλυβα, εγώ το ξέρω, πρόσθεσε το Καλλιοπώ, η δέκα ετών μικρή αδελφή της και γι’ αυτό, εμάς στο σπίτι, όσα κόλλυβα μας φέρουνε, όλα τα μοιράζουμε στους φτωχούς και στα παιδιά τα γειτονόπουλα, για να έχει η μάννα μας η φτωχή, να φάει στον άλλον κόσμο…
― Σιωπή, Καλλιοπώ! είπε ο ιερέας, θέλοντας να κρύψει τη συγκίνησή του
Πριν δώδεκα και πλέον χρόνια, ο παπά-Διανέλος είχε κάποιο φίλο  ελληνοδιδάσκαλο, χρηστό άνδρα, αλλά ο οποίος είχε αδυναμία στα ελληνικά ονόματα. Είχε γίνει σύντεκνος του ιερέα και βαπτίζοντας τις δύο τελευταίες κόρες του, είχε δώσει σ΄ αυτές αρχαιοπρεπή ονόματα, τα οποία όμως, επειδή βρέθηκαν επὶ ουδετέρου εδάφους, εξουδετερώθηκαν, όπως ήταν φυσικό και αυτά.
― Τι! έχει δίκιο το κορίτσι, παπά, ανέκραξε η θεια το Μαθηνώ, η οποία θυμήθηκε τότε τα «πεθαμένα της», τέσσερα παιδιά και τον άνδρα της, που είχε θάψει, μένοντας με δύο θυγατέρες, πανδρεμένες, τις οποίες είχε στήριγμα ακόμη στον κόσμο, έχει δίκιο το κορίτσι.
Ο παπα-Θεόφιλος, ο μακαρίτης ηγούμενος της Μεγαλόχαρης της Ευαγγελίστρας, το ίδιο μας έλεγε, για έναν που τον είχε πλακώσει ο μάγγανος, που τον είχαν όλοι για πεθαμένο, που η γυναίκα του, του έκαμε τα τρίμερα και τα νιάμερα και Άγγελος Κυρίου έπαιρνε το πιάτο με τα κόλλυβα, καθώς ήταν σταυρωμένο με τις σταφίδες και με τα ρόιδα και το πήγαινε στον πλακωμένο κι έτρωγε, δεν ξέρω πόσες μέρες κι ανάσαινε από μια τρύπα της γης θαρρώ, ως που ο άνθρωπος δεν πέθανε και σήκωσε το μάγγανο και τον ξελευθέρωσε, δεν είν᾽ αλήθεια αυτά, παπά;
― Αλήθεια είναι, βλοημένη, απάντησε ο ιερέας, αλλά τώρα είναι… για όσους θέλουν να τα πιστεύσουν.
― Κι όσοι δεν τα πιστεύουν;
― Θα πάνε στην Κόλαση, το ξέρω εγώ, είπε το Καλλιοπώ.
― Μα σαν είν᾽ αλήθεια, παπά, γιατί ο Άγγελος Κυρίου δε σήκωνε μια και καλή το μάγγανο να ξελευθερώσει τον άνθρωπο; Είπε η Αννούδα, μία απ΄τις γυναίκες.
― Γιατὶ ο σκοπός δεν ήταν να δειχθεί η παντοδυναμία του Θεού, που είναι αποδειγμένη με άπειρα θαύματα, απάντησε ο ιερέας, αλλά να φανερωθεί μόνο η δύναμη των μνημόσυνων και των διὰ τους νεκρούς προσφορών και ότι τίποτε το οποίο θυσιάζει ο άνθρωπος, τίποτε το οποίο προσφέρει στο Θεό, στους πτωχούς, καμία καλή πράξη, καμία αρετή, καμία υπομονή, κανένα μαρτύριο, κανένα δάκρυ, τίποτε δε χάνεται.
Όλα σπείρονται σε γη αγαθή, όπως ο κόκκος του σίτου, είπεν ο Κύριος, όπου εάν πέσει εις την γην και αποθάνει (και τοιαύτα είναι τα κόλλυβα, τοιούτοι και οι νεκροί), πολὺν καρπὸν φέρει.
«Οι σπείροντες εν δάκρυσιν, εν αγαλλιάσει θεριούσι».
Κείνοι που σπείρουν με δάκρυα, με χαρά και αγαλλίαση θα θερίσουν.
― Το λέγει αυτό το Ευαγγέλιον;
― Το λέγει το Ψαλτήρι, αλλά το ίδιο είναι, γιατὶ και το Ψαλτήρι είναι λόγος Θεού και εμπνευσμένο από το Πνεύμα το Άγιον. Και όταν θάπτομε νεκρό εν Χριστώ ευσεβώς ζήσαντα, είναι σαν να σπείρουμε στη γη κόκκο σίτου… και ο Κύριος θα τον αναστήσει την έσχατη ημέρα, καθώς ο ίδιος ευδόκησε να μας το υποσχεθεί.
«Ο πιστεύων εις εμέ, καν αποθάνει ζήσεται… καγὼ αναστήσω αυτὸν εν τη εσχάτῃ ημέρᾳ.»
― Αμήν! είπε η θεια το Μαθηνώ και τα δάκρυά της, για τη μνήμη του άνδρα της και των τεσσάρων παιδιών της, ταχέως εξατμίστηκαν, σαν σταγόνες νερού μετά καλοκαιρινή  βροχή, μέσα στην κοίτη παλαιού ξηρανθέντος χειμάρρου.
* * *
Το δειλινό φάνηκαν από μακριά να κατεβαίνουν ερχόμενες από τη ράχη, οι καλυβιώτισσες γυναίκες, οι ποιμενίδες και βοσκίδες των αγροτικών συνοικιών. 
Ήλθαν κουβαλώντας πελώρια κοφίνια, γεμάτα άνθη, λαμπάδες, κεριά και αγγεία με λάδι και πρόσφορα και μικρές φιάλες με νάμα ή οδηγώντας γαϊδουράκια με τα σαμάρια επιστρωμένα με κιλίμια και χράμια, φορτωμένα τορβάδες και δισάκκια με φλάσκες οίνου, με τυριά νωπά ή ζεματισμένα και κόκκινα αυγά.
Κατόπιν, φάνηκαν σφυρίζοντας αλλόκοτα, δύο ή τρεις βοσκοὶ με τις αγέλες τους, τις οποίες οδήγησαν προς τον απότομο κρημνό προς τη θάλασσα.
Οι τράγοι πηδούσαν από βράχο σε βράχο, από όχθο σε όχθο, από κοίλωμα σε κοίλωμα, ενώ τα ερίφια χαρούμενα σκιρτώντας, έτρεχαν πίσω απ΄ τις γίδες, βελάζοντας ευχαριστημένα προς τη νέα γι’ αυτά απόλαυση του άγνωστου τούτου πράγματος της ζωής, εκθέτοντας στον ήλιο τα σταχτερά ή στικτά και λευκά και μαύρα τριχώματά τους, ενώ οι βοσκοί, ψηλοί, ρωμαλέοι, τραχείς, φριξότριχες, ηλιοκαείς στην όψη, έτρεχαν μπρος και πίσω με τις μακριές, ίσες με το ανάστημά τους, καμπύλες στη λαβή ράβδους τους, αποτρέποντας με πολύηχο συριγμό τη δυσάγωγη και ατίθαση αγέλη. Τελευταίοι έφθασαν οι ποιμένες χωρίς τις αμνάδες τους, τις οποίες είχαν αφήσει πίσω στα μαντριά, φέρνοντας μόνο δύο αρνιά σφαγμένα. Έφθασαν συγυρισμένοι. Αλλαγμένοι, στολισμένοι όλοι τους, με καθαρά ρούχα, κοντά βρακιά και ψηλὲς βλαχόκαλτσες, με πλατιά ζωνάρια κίτρινα ή κόκκινα, ξυραφισμένοι και με τα λινόχρωμα ή καστανά μουστάκια τους αγκιστροειδή.
Γρήγορα έφυγε η ημέρα και ο ήλιος έδυσε σε μία ράχη του Πηλίου αντίκρυ, αφού επὶ πέντε λεπτά της ώρας, είχε μείνει στεφανωμένος με κυανά και περιπόρφυρα χρυσαυγή νέφη, αντιλαμβανόμενος ο ίδιος, όσην απέδιδε δόξα και λάμψη και επὶ δέκα λεπτά ακόμη, αφού βασίλεψε, οι ακτίνες της στέψεώς του έμειναν χρυσαφιές, πορφυρίζουσες, κυανίζουσες, βάφοντας το βουνό με ιώδες χρώμα.
Έπειτα κατέβηκε ήρεμα στις πλαγιές του βουνού η νύχτα, σπέρνοντας παντού το βαθύ και άρρητο μυστήριό της και οι έμψυχοι κρότοι και ψίθυροι της φύσης εξεγέρθηκαν στις ράχες, στους λόγγους, στα φαράγγια και το φρύδι του βουνού ατμίσθηκε και συστάλθηκε υγρά και το βλέφαρο του λόφου κατέβηκε και κλείστηκε σε ένα, βουνό, ρεματιά και κάμπος.
Και ο μπάρμπα-Κωνσταντὸς ο Ζ᾽μαροχάφτης, τρίτος πάρεδρος του χωρίου Ἀν, του Δήμου Λίτης δεν φάνηκε από πουθενά να έρχεται.
Ήταν δε ανήσυχος ο ιερέας και φόβος ήταν να μείνουν χωρὶς Ανάσταση και λειτουργία. Γιατί εύλογα, δεν ήταν δυνατόν χωρίς  βοηθό να ιεροπρακτήσει. Λειτουργία χωρὶς ένα τουλάχιστον ψάλτη ή αναγνώστη, δε γίνεται.
Οι ποιμένες και οι βοσκοὶ ήταν όλοι, όπως είναι φυσικό, όχι μόνον αγράμματοι, αλλά και αλιβάνιστοι οι κακόμοιροι, πολλοὶ απ΄ αυτούς.
― Τώρα, τι να κάμουμε;… Ορίστε σου υπόσχονται σίγουρα μια δουλειά κι ύστερα σ᾽ αφήνουν μες στη μέση!
Ανθρώπους και κτήνη σώσεις, Κύριε!
Έλπιζε εντούτοις ακόμη, ότι ο μπαρμπα-Κωνσταντὸς θα ερχόταν. Αργοστόλιστος ήταν πάντοτε, τον ήξερε. Αλλά τώρα ήταν σκοτεινή ακόμη νύχτα και μόνο τα άστρα έλαμπαν επάνω. Λίγο πιο ύστερα ανέτειλε η σελήνη και τότε υπήρχε ελπίδα να έλθει.
Πέρασαν δύο ώρες και το φεγγάρι ανέτειλε κολοβό από το σκοτεινό βουνό πάνω, ανερχόμενο αργά στο στερέωμα και οι τάξεις των άστρων αραιώθηκαν επ᾽ άπειρον και όλα σχεδόν αμαυρώθηκαν στην διάβασή της.
Πέρασε ακόμη μία ώρα. Ο μπαρμπα-Κωνσταντὸς δεν φάνηκε.
Ο ιερέας άρχισε ν᾽ αγανακτεί.
―Ο ασυνείδητος! ο μωρός… Ήμαρτον, Κύριε!
«Ανθρώπους και κτήνη».
Ήθελε να στείλει έναν από τους ποιμένες στην πολίχνη, να ζητήσει και να βρει ένα συλλειτουργό να του φέρει. 
Αλλά οι ποιμένες και οι βοσκοὶ όλοι ροχάλιζαν, ξαπλωμένοι μεταξὺ των σκίνων και των κουμαριών, τυλιγμένοι στις κάπες τους, ευχαριστημένοι ότι επανήλθε η άνοιξη και εύρισκαν λιγότερο παγερή της γης την υγρασία.
Και οι γυναίκες τους, πλαγιασμένες και αυτές, κοιμόνταν λιγότερο ακουστές πίσω από το ιερό Βήμα, τυλιγμένες με τα χράμια και τα κιλίμια, τα οποία είχαν φέρει επιστρωμένα στα σαμάρια των γαϊδουριών τους. 
Και οι γυναίκες που είχαν έρθει απ΄ την πολίχνη, δίπλα στα καλάθια τους, έξω από τη θύρα του ναού, κάτω από τον στεγασμένο πρόναο και εντὸς της ξύλινης κιγκλίδας, λαγοκοιμόνται και αυτές.
Μόνον ο ιερέας ανησυχούσε και ήταν άγρυπνος.
― Τα ξέρω εγώ απ᾽ όξου τα πλιότερα τα γράμματα, παπά, του έλεγε η θεια το Μαθηνώ, για να του δώσει θάρρος, τα κανοναρχώ κειδὰ στ΄ αυτί του γέρο-Φιλιππή κι ο γέρο-Φιλιππής, οπού ᾽ν᾽ θεοφοβούμενος άνθρωπος, θα τα λέει κειδὰ όπως-όπως…
― Να δα η ώρα να σε κάμουμε και ψάλτη, Μαθηνώ! απάντησε γελώντας ο ιερέας.
― Ψάλτης δε θα γένω, μόνε κανονάρχος. Μοναχοί μας θά ᾽μαστε… Κανένας γραμματισμένος δεν είναι για να μας γελάσει… Η αγιοσύνη σ᾽ βρίσκεις τον ήχο του μπαρμπα-Φιλιππή κι εγώ του λέω τα λόγια όσα θυμάμαι. 
Νά ᾽ξερα από μέσα απ᾽ το χαρτὶ να διαβάσω, θαρρώ πως δε θα ήταν αμαρτία να ψάλω και μοναχή μου.
Ωστόσο πλησίαζαν μεσάνυχτα και δεν ήταν ελπίδα να έλθει πλέον ο μπαρμπα-Κωνσταντός, ο τρίτος πάρεδρος.
Ο ιερέας δεν αποφάσισε να ξυπνήσει κανένα απ΄ τους βοσκούς και να τον στείλει στην πόλη, όπως σκέφθηκε στην αρχή, γιατί λογάριασε ότι τόσες λίγες ώρες έμεναν ως να ξημερώσει, ώστε μέχρι να πάει κάποιος στην πόλη, να ζητήσει και να κατορθώσει να βρει ψάλτη, ωσότου πείσει και φέρει αυτόν και φθάσουν μαζί στον Άγιο Ιωάννη, θα ήταν ακριβώς δύο ώρες ημέρα… και η Ανάσταση επρόκειτο να γίνει τα μεσάνυκτα, ή και λίγο αργότερα.
Ο παπα-Διανέλος σηκώθηκε στενάζοντας, μπήκε στο ναό και προσκύνησε στις βαθμίδες του ιερού Βήματος. 
Αμέσως πίσω του, έτρεξαν η γριά-Μαθηνὼ και η θεια το Σειραϊνώ, η σημαιοφόρος των πανηγυριών.
Οι δύο γυναίκες άρχισαν να αναζωπυρώνουν τα φιτίλια, να ρίχνουν λάδι στα κανδήλια και να κάμνουν εγκάρδιους σταυρούς.
Αισθάνονταν ανέκφραστη χαρά και γλύκα στα σωθικά τους.
Ήταν Ανάσταση, Ανάσταση! Το πρόσωπο του Αδέσποτου Χριστού έλαμπε με άγιο φως, δεξιά της Ιεράς Πύλης. 
Η μορφή της Δέσποινας Θεοτόκου άστραπτε από άφατη χαρά, κρατώντας αριστερά το θείο βρέφος της.
Η όψη του τιμίου Προδρόμου, με μία μπούκλα των μαλλιών σηκωμένη προς τα πάνω, σαν να έμεινε ανορθωμένη από το τράβηγμα του θηριώδους δημίου που του απέκοψε τη σεβάσμια κάρα, του μεγαλύτερου από όσους γέννησαν κατά φύση οι γυναίκες ανδρών, ακτινοβολούσε από μυστική αφροσύνη παραπλεύρως εκείνου, του οποίου την φρικτή κορυφή αξιώθηκε να χειραφετήσει.
Και ο αγαπημένος μαθητής ήταν ακόμη εκεί και συνέχαιρε επὶ τη Αναστάση, αν και κάποια πτυχή έγνοιας συνέστελλε το υψηλό μέτωπο του, που προέβλεπε ότι θρασύς ιερόσυλος έμελλε μετ᾽ ου πολὺ να τον αρπάξει απ΄ την κόγχη του για να τον μεταφέρει στην Αθήνα και να τον εγκαταστήσει όχι σε ναό και ολοκαύτωμα και θυσιαστήριο, όχι σε τόπο του καρπίσει, αλλά σε Μουσείο, Ύψιστε Θεέ! σε Μουσείο, σαν να είχε πάψει να ασκείται στον τόπο τούτο η χριστιανική λατρεία και τα σκεύη αυτής να ανήκαν σε θαμμένο παρελθόν και να ήταν αντικείμενο περιέργειας!…
«Ίλεως γενού αυτοίς, Κύριε!»

* * *
Τέλος, δεν υπήρχε ελπίδα να έλθει ο κυρ- Κωνσταντός και όφειλαν όπως-όπως να ψάλουν την ακολουθία. 
Οι γυναίκες που ήρθαν από την πόλη, η μία μετά τον άλλη, αποτίναξαν την υπνώδη νάρκη τους και μπήκαν στο ναΐσκο.
Οι από τους αγρούς ποιμενίδες, δεν άργησαν να ξυπνήσουν, ο δε παπα-Διανέλος βγήκε προς στιγμήν και παίρνοντας κομμάτι παλαιάς σανίδας και ένα σφυροειδὲς ξύλο, κατασκεύασε αυτοσχέδιο σήμαντρο, γιατί αλίμονο! δεν υπήρχε προ πολλού καμπάνα, που να ξυπνά τους προ αιώνων κοιμηθέντες και να συγκινεί την κόνη των από γενεών κοιμηθέντων κατοίκων της πάλαι ποτὲ υπαρξάσης πόλεως.
Με το σήμαντρο τούτο άρχισε να κρούει ο ιερέας σε τροχαίους πρώτα (τον Αδάμ, Αδάμ, Αδάμ) έπειτα σε ιάμβους (το τάλαντον, το τάλαντον) και να ξυπνά τη μεταμεσονύκτια ηχώ. Οι βοσκοὶ αντιλαμβανόμενοι το μονότονο ήχο τινάχθηκαν διὰ μιας επάνω, πέταξαν τις κάπες τους, νίφτηκαν και έτρεξαν στην Εκκλησία, κρατώντας τις λαμπάδες τους.
Ο ιερέας έβαλε ευλογητό, έψαλε μόνος του την παννυχίδα, όλο το «Κύματι Θαλάσσης», θυμίασε, έκαμε απόλυση, έπειτα φορώντας επιτραχήλιο και φελώνιο, άναψε μεγάλη λαμπάδα και βαστώντας την  εξήλθε στα βημόθυρα και άρχισε να ψάλλει μεγαλοφώνως το «Δεύτε λάβετε φως».
Οι βοσκοὶ άναψαν τις λαμπάδες τους, ομοίως και οι γυναίκες κι εξήλθαν όλοι στο προαύλιο, όπως και ο ιερέας, κρατώντας την  Ανάσταση και το Ευαγγέλιο με το θυμιατό και ψάλλοντας, «Την Ανάστασίν σου, Χριστέ Σωτήρ». Έπειτα η ιερὰ εικόνα και το Ευαγγέλιο, απετέθησαν στην πεζούλα, που εκπληρούσε χρέη τρισκελίου, επί της οποίας οι γυναίκες είχαν στρώσει μεταξοΰφαντο μακριό προσόψιο.
Ο Ιερέας διάβαζε αργά το κατὰ Μάρκον «Διαφαινομένου του Σαββάτου», έπειτα θυμίασε και εκφώνησε το «Δόξα τη ομοουσίω» και άρχισε να ψάλλει με λαμπρά φωνή το Χριστός Ανέστη.
Αφού το έψαλε τρεις φορές ο ίδιος και ανά μία ή δύο, δύο από τους βοσκούς, οι οποίοι δεν ήταν μεν πλέον γραμματισμένοι από τους λοιπούς, αλλά είχαν λιγότερο τραχιά την προφορά κι «εγύριζε κάπως η γλώσσα τους», πήρε θάρρος και η θεια-Μαθηνὼ και το έψαλε μία φορά, ομοίως και η θεια το Σειραϊνώ, ενώ το Καλλιοπὼ και το Αγλαὼ και η Αννούδα και άλλες γυναίκες, έπνιγαν τους καγχασμούς τους στις παλάμες, με τις οποίες σαν φίμωτρο είχαν περιβάλει τα στόματά τους.
Τελευταία, σε επισφράγιση, το έψαλε πάλι ο ιερέας και έπειτα είπε τα Ειρηνικά. Μετά, παίρνοντας την "Ἀνάστασιν" και το Ευαγγέλιο, εισήλθε στο ναό, ακολουθούμενος από το λαό.
Έψαλε το Αναστάσεως ημέρα και τα δύο τροπάρια της πρώτης ωδής, ακολούθως εισήλθε στο ιερό και εξερχόμενος πάλι, πήρε καιρό και πάλι εισήλθε και άρχισε να φορεί όλη την ιερὰ στολή του.
Η ψαλμωδία είχε διακοπεί εξ ανάγκης. Η θεια-Μαθηνὼ πλησίασε στο γέρο-Φίλιππή, πρωτοκάθεδρο της τάξεως τον ποιμένων και δοκίμασε να κανοναρχήσει προς αυτόν.
― Ψάλε, γέρο-Φίλιππή, «Καθαρθώμεν τας αισθήσεις».
Αλλά του γέρο-Φίλιππή δεν εγύριζεν η γλώσσα του να ειπεί:
«Καθαρθώμεν τας αισθήσεις.»
Τότε η θεια το Μαθηνὼ, άρχισε σιγά-σιγά να ψάλλει:
«Καθαρθώμεν τας αισθήσεις και οψόμεθα, τω απροσίτω φωτὶ της Αναστάσεως,» κτλ.
Είναι αλήθεια, ότι η ακριβής προφορά στο στόμα της ήταν «Καθαρθώμεν τας ισθήσεις κι ουψόμεθα…»
― Αυτό το είπαμε, βλοημένη, φώναξε ο ιερέας από το ιερό Βήμα.
«Δεύτε πόμα πίωμεν καινόν, είναι τώρα.»
― Α! Ναι, έκαμε η θεια το Μαθηνὼ και άρχισε:
«Δεύτε πόμα πίουμιν κινόν…»
Αλλά ο ιερέας, που εξακολουθούσε να ενδύεται, εννόησε ότι ή την προσκομιδή έπρεπε να αναβάλει ή την ακολουθία να διακόψει.
Και αυτά μεν επιδέχονται διαχείριση, αλλά δεν έβλεπε πως θα τα κατάφερναν στη λειτουργία.
Φορούσε ένα-ένα τα άμφια και ψιθύριζε τα διατεταγμένα λόγια:
«Αγαλλιάσετε η ψυχή μου επὶ τω Κυρίῳ, ενέδυσε γάρ με ιμάτιον σωτηρίου και χιτώνα ευφροσύνης περιέβαλέ με. 
Ως νυμφίον περιέβαλέ με μίτραν και ως νύμφην κατεκόσμησέ με κόσμω.»
Έπειτα άρχιζε να ψάλλει τα τροπάρια του Κανόνος:
«Νυν πάντα πεπλήρωται φωτός, ουρανός τε και γη και τα καταχθόνια…»
Έπειτα πάλι, φορώντας το επιτραχήλιο υπεψιθύριζε:
«Ευλογητός ο Θεός ο εκχέων την χάριν αυτού επὶ τους ιερείς αυτού, ως μύρον επὶ κεφαλής το καταβαίνον επὶ πώγωνα…»
Και πάλι έψαλλε:
«Χθες συνεθαπτόμην σοι Χριστέ, συνεγείρομαι σήμερον αναστάντι σοι…»
Έπειτα φορώντας το περιζώνιο, έλεγε:
«Ευλογητός ο Θεός ο περιζωνύων με δύναμιν και έθετο άμωμον την οδόν μου.»
Ή περνώντας το ένα επιμάνικο, απάγγελλε:
«Η δεξιά σου χειρ Κύριε, δεδόξασται εν ισχύι…»
Και διακόπτων τούτο, έψαλλε την καταβασίαν:
«Δεύτε πόμα πίωμεν καινόν, ουκ εκ πέτρας αγόνου…»
Αφού όμως ενδύθηκε την ιερατική στολή όλη, βγήκε έξω και χοροστάτησε κι έψαλε ο ίδιος όλο τον Κανόνα, έμελλε δε να μεταβεί στους Αίνους και να αρχίσει τον ασπασμό, όταν ένας από τους βοσκούς, που είχε εξέλθει, για να δει πως είχαν οι γίδες του, επανήλθε στο ναΐσκο και ανήγγειλε, ότι κάποιος φωνάζει βοήθεια μέσα απ᾽ του Χαιρημονά το ρέμα και ότι είναι βαθιά κάτω και δεν τον είδε, μόνο τη φωνή του άκουσε.
Ο ιερέας στράφηκε.
― Τί τρέχει;
― Δε ξέρου τι να είναι, είπε ο βοσκός… βαθιά κάτ᾽ χουϊάζει… «που είσαστε, που είσαστε;» Να πάρου μια λαμπάδα να πάου να ιδώ;
― Να πας.
Δύο ή τρεις άλλοι νεαροὶ βοσκοὶ και ποιμένες πήραν αμέσως τις λαμπάδες τους κι έτρεξαν έξω.
* * *
Αφού έφερε γύρο όλη την ημέρα του Μεγάλου Σαββάτου, ο κυρ-Κωνσταντὸς ο Ζ᾽μαροχάφτης, τρίτος πάρεδρος κτλ., επιτέλους, ως δύο ώρες πριν από τη δύση του ήλιου, αποφάσισε να βγει στα Λιβάδια, έξω από την πόλη, όπου είχε δεμένο το γάιδαρό του, για να τον λύσει και να φορτώσει σ΄ αυτόν τη μικρή αποσκευή του και να κινήσει για τον Άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο, καθ΄ ότι είχε δώσει υπόσχεση στον παπα-Διανέλο.
Αλλά τότε μόνο θυμήθηκε, ότι είχε λησμονήσει από το πρωί να τον αλλάξει, δηλαδή να τον μετατοπίσει σε άλλη βοσκή και το πτωχό το γαϊδουράκι δε φαινόταν πολὺ χορτάτο, όταν ο κύριός του το έλυσε.
Με τον τρόπο που σήκωσε ελαφρώς τα χαμηλωμένα αυτιά του το ζώο, φαινόταν να ελπίζει, ότι ο αφέντης του θα το μετέθετε τέλος σε άλλη βοσκή, αλλά ο μπαρμπα-Κωνσταντὸς το οδήγησε στο σπίτι του, όπου φόρτωσε επάνω του ένα πενιχρό τορβά, που είχε μέσα τρόφιμα, επίστρωσε πάνω στο σαμάρι ένα παλιό ξεθωριασμένο κιλίμι και ανεβαίνοντας ο ίδιος κάθισε μονόπλευρα επάνω του.
Έκαμε το σταυρό του και ξεκίνησε. Αλλά δεν άργησε να καταλάβει, ότι το ζωντόβολο, λόγω του γήρατος και της μέτριας τροφής την οποία είχε λάβει, δεν θα άντεχε πολύ στην μακρά οδοιπορία και ότι θα ήταν ικανό να μαραζώσει τον αναβάτη. Άμα έφτασε στον Επάνω Ἁι-Γιαννάκη, όχι μακριά απ΄ την πόλη, κατέβηκε και αποφάσισε να οδηγεί το γάιδαρο πηγαίνοντας πεζός.
Αλλά και πάλι το ζώο δεν βάδιζε καλά, με όλους τους κτύπους, όσους του κατέφερε με μία λεπτή βέργα στα οπίσθιά του. Αποφάσισε λοιπόν να απαλλαγεί από τη συντροφιά του, που θα ήταν μάλλον βάρος παρά βοήθεια γι’ αυτόν και να δέσει κάπου το ζώο, για να το αφήσει να βοσκήσει. 
Ζήτησε μέρος κατάλληλο για να το δέσει, αλλά δε βρήκε στον Επάνω Ἁι-Γιαννάκη πλούσια βοσκή.
Κατέβηκε πίσω στον Κάτω Ἁι-Γιαννάκη, αλλά αφού κι εκεί δε βρήκε πολύ χόρτο, διευθύνθηκε πιο πέρα κάπου στη θέση Έρμο Χωριό κι εκεί έδεσε τέλος το ζώο, στη ρίζα ενός άγριου δένδρου, μέσα σε άσπαρτο αγρό και πλησίον σε ένα φράκτη.
Αυτός δε, φορτώθηκε στον ώμο τον τορβά και το κιλίμι, έβαλε πίσω του στη μέση μικρό κλαδευτήρι και κρατώντας τη λεπτή ράβδο του, ξεκίνησε πεζός.
Είχε χασομερήσει σωστή μία ώρα με όλες αυτές τις φροντίδες.
«Τώρα, είπε μέσα του, είναι καιρός να το βάλω στα πόδια, για να μη νυχτώσω (και πάλι θα νυχτώσω), εκτός εάν απομείνω, αλλά να απομείνω δεν πρέπει, γιατὶ έδωκα υπόσχεση του παπά».
Έτσι είπε και έτσι έκαμε.
Και άρχισε να κόβει δρόμο, με όλα τα εξήντα χρόνια του, με όλο το δημογεροντικό και προεστάδικο της διαίτης και του ήθους του, το βραχὺ ανάστημα, το ωχρό λεπτόδερμο και καταπονημένο πρόσωπο και με όλο το κανονικό, καίτοι παλαιό και φθαρμένο της βράκας και του φεσιού.
Ήταν παλαιός γεωργοκτηματίας από οικογένεια, με όλα τα κτήματά του ενυπόθηκα, απ΄ τους απλοϊκούς εκείνους τους οποίους βρήκε πολύ εύκολο και καλό έρμαιο, η άπληστη και ιδιοτελής πανουργία των παντοπωλών, μικρεμπόρων και τοκιστών της χθες, των νεόπλουτων της σήμερον, κατὰ πόλεις και κωμοπόλεις.
Ο μπαρμπα-Κωνσταντὸς, ανέβηκε τις Βίγλες και έφτασε στου Κ᾽φαντώνη το Καλύβι, έπειτα κατέβηκε στο ρέμα, που συνορεύει προς το Λεχούνι, όπου βρίσκεται ο νερόμυλος του Δήμου του Βλάχου και απ΄ εκεί άρχισε να ανεβαίνει το μικρό ανήφορο του Αγίου Χαραλάμπους.
Ο ήλιος είχε δύσει όταν έφτασε στην κορυφή του βουνού και αντίκρυ του βραχώδους και απότομου βουνού, όπου βρίσκεται το μικρό διαλυμένο μονύδριο.
Ο παπα-Αζαρίας ο Σύγκελλος, ηγούμενος του έρημου αδελφότητας μοναστηριού, ουδέν άλλο έχοντας πνευματικά ποίμνιο παρά μόνο μία υπέργηρη καλόγρια ενενήντα ετών και έναν άχρηστο υποτακτικὸ ηλικιωμένο, ναυαγό του κόσμου και απόχηρο, είχε βγει στα πρόθυρα της μονής και έβλεπε τις τελευταίες ακτίνες του ήλιου που επιχρύσωναν για κάποιες στιγμές ακόμη, τις κορυφές των ανατολικών απέναντι βουνών, όταν είδε τον μπαρμπα-Κωνσταντὸ να εμφανισθεί πίσω απ΄ την τελευταία αιμασιά, που χάρασσε εκατέρωθεν το δρόμο.
― Πού σ᾽ αυτό τον κόσμο, κυρ Κωνσταντέ;… Σαν τα χιόνια!
― Ευλογείτε, πάτερ!… Και ο μπαρμπα-Κωνσταντός, αφού έκαμε το σταυρό του τρεις φορές, κοιτάζοντας προς το ιερό του Αγίου Χαραλάμπους, άρχισε ασθμαίνοντας να διηγείται, πως ο παπα-Διανέλος ο Πρωτέκδικος, κλήθηκε από τους βοσκούς και ποιμένες να κάμει Ανάσταση και να λειτουργήσει, επάνω στον Άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο, πως κάλεσε και αυτόν, τον κυρ Κωνσταντό, να πάει να τον βοηθήσει, πως ο παπάς βρισκόταν από το πρωί πίσω στον Άγιο Ιωάννη, χωρὶς να έχει άλλο βοηθό ή συλλειτουργό, πως αυτός, ο κυρ-Κωνσταντός, αργοπόρησε να κινήσει, λόγω του γαϊδουριού του, το οποίο δεν άντεχε στην οδοιπορία και ήθελε κάθε τόσο άλλαγμα βοσκής (και ο Θεός δεν είχε ρίξει το έτος εκείνο άφθονες βροχές, ώστε να υπάρχει αφθονία βοσκής στα Λιβάδια) και τέλος, πως ο κυρ-Κωνσταντὸς βρέθηκε στην ανάγκη να αποφασίσει να πάει πεζός επάνω στον Άγιο Ιωάννη για να μη γελάσει τον παπά, επειδή είχε δοσμένο το λόγο του, να πάει να τον βοηθήσει.
― Μα τώρα νύχτωσες… θα νυχτώσεις… είπε ο Άι χαραλαμπίτης ο ιερέας, πώς θα πας ως εκεί;… είναι μιάμιση ώρα δρόμος ακόμα… και το φεγγάρι θ᾽ αργήσει τρεις ώρες να βγει… σκοτίδι, άβυσσος.
― Πώς να κάμω; είπε ο μπαρμπα-Κωνσταντός, που άρχισε αμέσως να τεμπελιάζει και να διστάζει.
― Σκοτίδ᾽ άβυσσος, επανέλαβε ο παπα-Αζαρίας, το φεγγάρι θ᾽ αργήσει τρεις ώρες… πώς θα πας ως εκεί, μοναχός σου;… Κακοστρατιά, κλεφτότοπος… θα πέσεις σε κανένα γκρεμνὸ να κατασκοτωθείς.
― Τι με συμβουλεύεις, γέροντα, να κάμω;… είπε ψοφοδεής
ο μπαρμπα-Κωνσταντὸς ο πάρεδρος.
* * *
Ο παπα-Αζαρίας σκέφθηκε προς στιγμή, αλλά η όψη του δεν εξέφραζε κάτι. Ίσως έλεγε μέσα του: «Τι ήθελα, τι γύρευα εγώ να του πω τέτοια πράματα να τον δειλιάσω;… Αυτός είναι έτοιμος… αφορμή γύρευε να μείνει μες στη μέση… και να κάμει Ανάσταση στον Άγιο Χαράλαμπο».
Έπειτα είπε μεγαλοφώνως:
― Τι να σου πω κι εγώ; Εσείς πάτε και δίνετε υπόσχεση κι ύστερα δεν ξέρετε να σηκωθείτε με την ώρα σας τουλάχιστον, να πάτε κει που έχετε δώσει λόγο… κι άλλος ας καρτερεί… ένα πράμα που σου είναι κοπιαστικό και δύσκολο, απ᾽ αρχής πρέπει να το συλλογίζεσαι, να το μετράς καλά, να μη δίνεις το λόγο σου… Τι δουλειά είχες εσύ, νοικοκύρης άνθρωπος, να τρέχεις στα κατσάβραχα, επάνω στον Άι-Γιάννη, για να κάμεις Πάσχα;… Δεν ήξερες να ᾽ρθείς στον Άι Χαράλαμπο;… Τι σε κάμω εγώ;…
Εδώ θελὰ χρησιμέψεις… θελὰ ψάλουμε μαζὶ την Ανάσταση, θελὰ λειτουργηθείς μια χαρά και η μυζήθρα και το χλωρό τυρί δεν ήθελε μας λείψει… Έχω κι εκείνο τον αχαΐρευτο τον υποτακτικό μου, το Γαβριήλ, που δε φελά τίποτε… έχω και τη γριά την Ευπραξία, ένα σωρό κόκκαλα, νά ᾽χουμε την ευκή της… τρεις κούκοι! Μα οι βοσκοί, ας είναι καλά, τες καλὲς μέρες έρχονται, μας κάνουν γενιά… μόνον εφέτος που μας πήρε τους πλιότερους ο παπα-Διανέλος, πίσω στον Ἁι-Γιάννη, αλλά μένουν κάτι λιγοστοί…
Εδώ, ήλθε στον παπα-Αζαρία ο πειρασμός, να κρατήσει τον κυρ-Κωνσταντὸ στον Άγιο Χαράλαμπο, αφήνοντας τον παπά-Διανέλο χωρίς βοηθό, για να τον εκδικηθεί επειδή του αφαίρεσε τους περισσότερους των βοσκών του.
Αλλά δεν το χώρεσε η συνείδηση του και εντονότερα εξακολούθησε:
― Τώρα, όπως και να το κάμεις άσχημα είναι… μα το καλύτερο είναι να τραβήξεις το δρόμο σου να πας… Έδωκες το λόγο σου… είναι μεγάλη αμαρτία να αφήσεις τον παπά χωρὶς βοηθό, τέτοια μεγάλη μέρα.
Ο μπαρμπα-Κωνσταντὸς, δεν αποσπούσε το βλέμμα από τα κυανά και κόκκινα τζάμια της θυρίδας του ιερού Βήματος, η οποία φαινόταν ότι προσέλκυε αυτόν σαν μαγνήτης και νοερά συνέκρινε τη σχετική ανάπαυση που θα είχε στον Άγιο Χαράλαμπο, όπου θα εύρισκε ζεστό κελί με άφθονη φωτιά και καφὲ προ της Αναστάσεως, με γάλα και αυγά μετά τη λειτουργία και διπλό θαλπερό και αναπαυτικό ύπνο προ και μετά την ακολουθία, σε αντίθεση με την ερημιά, με τους βράχους, τους σκίνους και τις κουμαριές του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου, όπου θα υπήρχε μόνο ύπαιθρο ή ανεπαρκές υπόστεγο και πάρα πολλή δροσιά πρωιμότερη ώστε να μην είναι επιθυμητή.
― Μη στέκεσαι καθόλου, επανέλαβε ο Άι χαραλαμπίτης, τράβα γιατὶ θα νυχτώσεις και θα αργήσει το φεγγάρι να βγει.
― Τώρα νύχτωσε που νύχτωσε, είπε αποφασιστικά ο μπαρμπα Κωνσταντός, καλύτερα είναι να καθίσω προς ώρα να ξεκουραστώ, ως που να βγει το φεγγάρι…
― Και ύστερα;
―Ύστερα πηγαίνω με το φεγγάρι.
― Μα θα πας;
― Θα πάω.
― Ξέρεις καλά το δρόμο;
― Τι θα πει;… Μπορεί να έχω χρόνια να πάω, μα τον δρόμο τον θυμούμαι… Κι έπειτα, αν έρθει κανένας απ᾽ τους ξωμερίτες φίλος μου…
― Ε!
― Θα τον παρακαλέσω να με πάει λίγο παραπάνω, είπε ο μπαρμπα-Κωνσταντός.
―Ώστε δεν ξέρεις καλά το δρόμο;
―Όχι αλλά…
―Φοβάσαι τα στοιχειά; κάγχασε ο ιερέας.
―Θεός να φυλάει… δεν φοβούμαι τίποτε με τη δύναμη του Θεού… μα η συντροφιά είναι πάντα καλύτερη.
― Ας είναι, δε μπορώ να σε διώξω… έμπα μες στο κελί να ξεκουραστείς και σα βγει το φεγγάρι, να πας…
― Ευλόγησον.
Ο μπαρμπα-Κωνσταντὸς, μπήκε στο κελί και ξαπλώθηκε στο χαμηλό επιστρωμένο σοφά, με τα πόδια προς την εστία, όπου έκαιγε ασθενής φωτιά ετοιμόσβεστη. Ο μπαρμπα-Κωνσταντὸς σκεπάσθηκε με το κιλίμι το οποίο είχε και μετά λίγα λεπτά αποκοιμήθηκε.
Ήταν δε ήδη νύχτα.
* * *
Το κελί που είχε μπει ο μπαρμπα-Κωνσταντὸς, ήταν το ένα από τα δύο, όσα κρατούσε ο ηγούμενος, το οποίο χρησίμευε συγχρόνως σαν προθάλαμος, σαν μαγειρείο και σαν πρόχειρο «αρχονταρίκι».
Μόλις είχε αποκοιμηθεί ο γηραιός πάρεδρος και μπήκε ο υποτακτικός Γαβριήλ, με άσπρο κιουλάφι, με ζωστικὸ πάνινο ξεθωριασμένο και χωρὶς ράσο, κρατώντας λυχνάρι με το αριστερό χέρι, καυσόξυλα και χαμόκλαδα με το δεξιό.
― Άλλος μουσαφίρης πάλε! γόγγυσε άμα είδε τον κυρ Κωνσταντὸ κοιμώμενο, κουτσοί-στραβοί στον Ἁι-Παντελεήμονα!
Ευλόγησον, πατέρες!
Κρέμασε το λυχνάρι στο πτερύγιο της εστίας, γονάτισε και άρχισε να ξανανάβει τη φωτιά και εξακολούθησε:
― Από που με το καλό, αυτός πάλε! Ας είν᾽ καλά οι χριστιανοί!
Τα ποτήρια ξεπλύνετε και οι παίδες ας κερνούν.
Ζήτω η κρασοκατάνυξη! ευλόγησον, πατέρες!
Έσκυψε στην εστία και άρχισε να φυσά με φυσητήρα από καλάμι.
Έπειτα επανέλαβε:
― «Έδωκας ηγούμενε, των Καλογήρων διακόνημα…»
Έψαλε τούτο σε ήχο τέταρτο, μετά σε πεζό λόγο πρόσθεσε:
― Που τους βρίσκει ο γέροντάς μου και τους μαζώνει! 
Τρέχα, Γαβριήλ. Καφέδες, Γαβριήλ. Και να έφερναν τίποτε πρόσφορα, το ελάχιστο!
Μα αυτοί έρχονται άδεια τα χέρια. «Του κελλάρη έδωκας κλειδιὰ εις τα χέρια του» (τούτο το είπε ψαλτά, έπειτα χύμα).
Βάστα, γέρο-Γαβριήλ. Σαν είσ᾽ αββάς, βάστα!
Τη στιγμή εκείνη, ο μπαρμπα-Κωνσταντὸς έκαμε κάποια κίνηση, μισοξύπνησε και γύρισε από το άλλο πλευρό.
― Χαλάλι να του γίνει! γόγγυσε ο πάτερ Γαβριήλ. Νυσταγμένος μας ήλθε ο άνθρωπος. Θέλω να ξέρω, αυτοί, κάτω στο χωριό, δεν κοιμούνται τάχα, δεν έχουν σπίτια, δεν έχουν κάμαρες; Κινούν δύο ώρες δρόμο κι έρχονται στον Ἁι-Χαράλαμπο για να κοιμηθούν; Ταμάμ! Ευλόγησον, πατέρες…
Και έπειτα έψαλε:
― «Δίδει τον οίνον λιγοστόν…»
Αλλά ο μπαρμπα-Κωνσταντός, αν και στράφηκε από το άλλο πλευρό, δεν ξαναβρήκε τον ύπνο, αλλά ανασηκώθηκε επὶ του αγκώνα του, γύρισε βλέμμα προς το μοναχό και τον ρώτησε:
― Τι ώρα είναι, πάτερ;
― Τι ώρα;… ώρα που νύχτωσε… ώρα που φέγγουν τ᾽ αστέρια…
― Το φεγγάρι δε βγήκε ακόμα;
― Τι να σε κάμει το φεγγάρι, χριστιανέ μου;… Το φεγγάρι δεν κόβει μονέδα…
― Περιμένω να βγει το φεγγάρι για να φύγω και γι’ αυτό σε ρωτώ, είπε ήσυχα  μπαρμπα-Κωνσταντός.
― Να φύγεις;… για που, αν θέλει ο Θεός;
― Δεν ήρθαν τίποτε ξωμερίτες απ᾽ τα καλύβια;
― Μου κάνουν τη χάρη να μη ᾽ρθούν, είπε ο Γαβριήλ. 
Σου φέρνουν ένα πρόσφορο και σου φαρμακώνουν μια κότα ολάκερη, σου φέρνουν λίγο νάμα και σου αδειάζουν μια νταμιτζάνα σωστή…
* * *
Τη στιγμή εκείνη, ακούστηκε η φωνή του ηγούμενου από τη θύρα του κελιού.
― Α! ξυπνητός είσαι, κύριε πάρεδρε, έλεγε ο παπα-Αζαρίας κι εγώ νόμισα, ότι ο Γαβριήλ μιλούσε πάλι μοναχός του, καθώς το συνηθίζει. Καλά που έπιασε κουβέντα με ανθρώπους.
― Χμ… Γχ… έπνιξε τους γογγυσμούς του μέσα του ο Γαβριήλ.
Έπειτα με ψιθυριστή φωνή πρόσθεσε: Ευλόγησον, πατέρες!
― Δεν κοιμήθηκα καθόλου γέροντα, απάντησε ο μπαρμπα-Κωνσταντός, ο οποίος πράγματι δεν θυμόταν ποσώς αν είχε κοιμηθεί ή όχι.
― Και δεν άκουσες το Γαβριήλ να μιλεί μοναχός του;…
― Δεν τον άκουσα… Ίσως να έκλεψα έναν ύπνο ίσα με ένα Πιστεύω.
― Περιμένω τους βοσκούς, όπου είναι έφθασαν, είπε ο Αι-χαραλαμπίτης ιερέας, άμα έλθουν, εγώ ο ίδιος θα υποχρεώσω έναν απ᾽ αυτοὺς να σε συντροφέψει γι’ απάνου…
― Ευλόγησον, είπε ο μπαρμπα-Κωνσταντός, ο οποίος δεν το επιθυμούσε διακαώς μέσα του.
―Ως που να έλθουν, επανέλαβε ο παπα-Αζαρίας, επειδή συνηθίζω και διαβάζω τας Πράξεις αποβραδίς, κατὰ το παλαιὸν Τυπικόν, να πάρουμε έναν καφέ και να με συντροφέψεις, αν αγαπάς, στην εκκλησία, για να με βοηθήσεις να διαβάσουμε μαζὶ τας Πράξεις.
― Ευχαρίστως, είπε ο μπαρμπα-Κωνσταντός.
― Τες διαβάζω εγώ τες Πράξεις, γόγγυσε ο Γαβριήλ, ο οποίος ζήλευε άμα έβλεπε έκτακτο βοηθό ή ψάλτη στο ναΐσκο.
―Εσύ Γαβριήλ, θα κάμεις περισσότερα λάθη από όσες λέξεις είναι τυπωμένες μες στο βιβλίο. Μόνο να μας κάμεις δύο καλούς καφέδες, ιδιορρυθμίτικους και να μας τους φέρεις από κει.
Ορίστε κυρ-Κωνσταντέ, να περάσουμε στο κελί το άλλο.
Ο μπαρμπα-Κωνσταντὸς σηκώθηκε, πήρε τη ράβδο του, τον τορβά και το κιλίμι και μετέβη στο κελί του πατρός Αζαρία.
* * *
Οι τρεις νεαροί βοσκοί, κρατώντας τις λαμπάδες τους χαμηλά με το αριστερό χέρι, σκεπάζοντας το φως με το δεξιό για προφύλαξη από την πρωινή αύρα, ενώ η σελήνη, ψηλά πλέοντας στον ουρανό, είχε κρυφθεί στα σύννεφα, έτρεξαν πρώτοι εμπρός, ο δε πρώτος που ανήγγειλε την είδηση αιπόλος ερχόταν πίσω.
Κατέβηκαν κάτω στο ρέμα, χωρὶς να ακούνε φωνές και άρχισαν να υποπτεύονται ότι ο πρώτος βοσκός, ίσως είχε αυτιαστεί και είχε ακούσει φωνές που δεν υπήρχαν πράγματι. Αλλά ο αιπόλος διαμαρτυρόταν, λέγοντας ότι δεν απατήθηκε και ότι είχε ακούσει ευκρινώς φωνή που έλεγε: «Πού είσαστε; Πού είσαστε;»
Για να βεβαιωθεί περισσότερο μάλλον αυτός, πείθοντας και τους άλλους, ο βοσκός άρχισε να φωνάζει: «Ἔ! δω είμαστε! Ποιος είναι;»
Ασθενής φωνή απάντησε. Αλλά δεν διέκριναν τις λέξεις.
Αφού προχώρησαν λίγα βήματα παραμπρός, οι βοσκοὶ πάλι φώναξαν:
«Ἔ! ποιος είσαι; Πού βρίσκεσαι;»
Η φωνή ευκρινέστερα απάντησε:
«Δω είμαι!… ελάτε παραδώ…» Και η φωνή πνίγηκε καταλήγοντας σε στεναγμό.
― Κάποιος θά ᾽πεσε και γκρεμοτσακίστηκε πουθενά μες στο ρέμα, σκέφθηκε μεγαλοφώνως ο ένας από τους βοσκούς.
Πράγματι, όταν άκουσαν το μουρμουρισμὸ του νερού του μικρού χειμάρρου, που έρεε διὰ μέσου βράχων και αμμωδών χώρων εναλλάξ στο βάθος της κοιλάδας και πλησίασαν στη ρίζα ενός βράχου, είδαν το σώμα ανθρώπου να κείτεται εκεί, δίπλα στο ψιθυρίζοντα και κατερχόμενο στη θάλασσα ελικοειδές ρέμα.
Ήταν αυτός ο κυρ-Κωνσταντός, ο τρίτος πάρεδρος.
Τον ανακίνησαν. Δεν ήταν βαριά πληγωμένος, αλλά είχε βαρέσει στην αριστερή πλευρά, πέφτοντας από ύψος ενός ανδρός αναστήματος, από το βράχο.
- Περί της δέκα η ώρα, αφού ανέτειλε η σελήνη, είχε αναχωρήσει από τον Άγιο Χαράλαμπο, όχι τόσο γιατί το επιθυμούσε, όσο γιατί ο παπα-Αζαρίας, ο υποχρεωτικός και πρόθυμος φίλος, όταν επρόκειτο να αποπέμψει οχληρό, είχε παρακαλέσει έναν από τους χωρικούς που ήλθαν και είχε επιμείνει να συνοδεύσει αυτός τον μπαρμπα-Κωνσταντὸ για να μεταβεί στον Άγιο Ιωάννη, που είχε δώσει υπόσχεση να πάει.
Ο χωρικός, με προθυμία όχι εμφαντικότερη της του παπα-Αζαρία, μεγαλύτερη δε της του κυρ-Κωνσταντού, συνόδευσε τον πάρεδρο σε αρκετό μέρος του δρόμου έως τα Καμπιά, στο ύψος του βουνού απ΄ όπου έπρεπε να κατηφορίσει για να φθάσει στο ναΐσκο του Προδρόμου κι εκεί, αφού του έδειξε ακριβώς το δρόμο, του ευχήθηκε καλή Ανάσταση και τον εγκατέλειψε μόνο.
Ο μπαρμπα-Κωνσταντὸς, ακολούθησε κατ᾽ αρχάς επὶ πολὺ τον κύριο δρόμο, που ήταν μοναδικός και ευδιάκριτος, καθ΄ ότι δεξιά και αριστερά διαχάρασσαν το δρόμο τα δένδρα. 
Υπό το φως της σελήνης, μόνη συντροφιά έχοντας τους θάμνους, οι οποίοι λάμβαναν φανταστικά σχήματα ή σχημάτιζαν σκιές εν μέσω των οποίων το μάτι έβλεπε πολλές φορές φάσματα και ακίνητους ανθρώπους, τους βράχους που, καθόσον πλησίαζε προς την βόρεια ακτή, πληθύνονταν κι εκτόπιζαν τα δένδρα, το δειλό κελάδημα λίγων πτηνών κρυμμένων στις λόχμες, τον κρότο της αύρας που έσειε τους κλώνους και τις κορυφές των δένδρων και το μυστηριώδες θρόισμα των φύλλων που παράγεται από άγνωστα νυκτερινά πλάσματα, από μικρές κατώτερες πνοές που έκρυβαν την ύπαρξή τους μέσα στο σκοτάδι και τη μοναξιά.
Αλλά όταν έφθασε σε μέρος, όπου ο δρόμος χωριζόταν σε δύο μικρά μονοπάτια, το ένα ανατολικότερο, το άλλο βορειοδυτικό, βρέθηκε σε αμηχανία, ποιο μονοπάτι να πάρει. 
Όσο και αν είναι ντόπιος ένας άνθρωπος, ο οποίος εκτάκτως, μία φορά ανά δύο ή τρία χρόνια, εξέρχεται σε μακρά σχετικώς εκδρομή, στους μικρούς τόπους, πάντοτε βρίσκεται σε αμηχανία, όταν μάλιστα το τοπίο είναι κάπως άγριο και δεν έχει ο ίδιος κτήματα στο μέρος εκείνο.
Οι δρόμοι, από χρόνο σε χρόνο αλλάζουν, πολλές φορές παλαιοί δρόμοι εκχερσώνονται ή καλλιεργούνται και δεν πατιούνται πλέον από την πλεονεξία μικρού γαιοκτήμονα, που περιφράσσει εντὸς του χωραφιού του ένα ή δύο στρέμματα γης περισσότερο και μεταθέτει το φράκτη μία ή δύο οργιές πιο έξω. Ενίοτε συμβαίνει και το αντίθετο, αδιαφιλονίκητος ελαιώνας γνωστού κτηματία πατιέται και γίνεται δρόμος, χάριν της ευκολίας των διαβατών. Άλλοτε οι βοσκοί και οι κατσίκες τους ανοίγουν νέο μονοπάτι για να αραδίζουν, άλλοτε εγκαταλείπουν και αφήνουν να εκχερσωθεί παλαιός και γνώριμος δρόμος.
Αφού επὶ πολὺ δίστασε ο μπαρμπα-Κωνσταντὸς, προτίμησε τέλος το βορειανατολικό μονοπάτι και κατέβηκε γρήγορα στο ρέμα του Χαιρημονά. 
Αλλά εκεί δεν μπορούσε να βαδίζει κανείς, εκτός αν είναι δώδεκα ετών παιδί και ψάχνει για καβούρια την ημέρα.
Ο δε κυρ- Κωνσταντὸς ήταν εξήντα ετών, ήταν νύχτα και δε ζητούσε καβούρια.
Το ρέμα της πηγής του Χαιρημονά, ενούμενο πιο κάτω με το ρέμα της Παναγίας Δομάν, σχηματίζει ποτάμι που κατέρχεται στη θάλασσα, διά απότομης κατωφέρειας, μέσω βράχων και μικρών καταρρακτών.
Κάποια στιγμή, κατά την οποία η σελήνη είχε κρυφτεί από ένα νέφος, δεν είδε καλά, δεν πάτησε στερεά, γλίστρησε από ένα βράχο κι έπεσε με το κεφάλι και το κορμί στην άμμο, με τα πόδια στο νερό.
Ο μπαρμπα-Κωνσταντὸς κτύπησε ελαφρά και πόνεσε, απ΄ το τίναγμα μάλλον και το φόβο, παρά απ΄ το κτύπημα. Ευτυχώς, λίγο πριν, όταν βρισκόταν στο ύψωμα, επάνω σε μεγάλο υπερκείμενο βράχο, είχε δει την αντιλαμπή του μικρού ναΐσκου, όπου πρόσφατα είχε ψαλθεί η Ανάσταση και είχε καταλάβει, ότι δεν απείχε πλέον πολὺ από τον Άγιο Ιωάννη. Ζαλισμένος από την πτώση, άρχισε, με όση είχε ακόμη δύναμη να φωνάζει: «Πού είσαστε; πού είσαστε;» και τη φωνή αυτή είχε ακούσει ο πρώτος βοσκός, ο οποίος είχε εξέλθει προς στιγμή απ΄ το ναό για να δει πως είχαν οι γίδες του.
* * *
Ο κυρ-Κωνσταντὸς σηκώθηκε κουτσαίνοντας, ακολούθησε τους βοσκούς, έφτασε στο ναΐσκο, όταν ο ιερέας είχε αρχίσει τον ασπασμό, προσκύνησε και έλαβε τη θέση του στο χορό. Έψαλε σε όλη τη λειτουργία, με όλο το πέσιμό του και το πόνεμά του.
Έξω, υπό το φέγγος της σελήνης, δεξιά του ναΐσκου, έκαιγε γενναίο πυρ και ο μπαρμπα-Δημήτρης ο Καμπογιάννης, που είχε έρθει από τα πλησιέστερα χωριά της πολίχνης, ποιμένας, είχε σουβλίσει ήδη ένα αρνί και το έψηνε. 
Δίπλα του, πρόθυμος για να τον βοηθά καθόταν, ακουμπώντας στον τοίχο της εκκλησίας, ένας ανθρωπάκος απ΄ την πόλη, ο οποίος δεν είχε εννοηθεί πότε και πως είχε έλθει εκεί, ο Γιάννης ο Μπουκώσης.
Ανάμεσα στην πυρά και στον τοίχο, ο μπαρμπα-Δημήτρης ο Καμπογιάννης, με την κίτρινη ζωνάρα, το ξυραφισμένο γένι και το αγκιστροειδές μουστάκι του, είχε αφήσει το μαχαίρι του μαζί με το θηκάρι και ο Γιάννης ο Μπουκώσης, από πολλή ώρα δεν είχε πάψει να ρίχνει το βλέμμα εναλλάξ, στο ροδοκοκκινίζον σφαχτό και στο μαχαίρι. Αντίκρυ, παρά τη ρίζα ενός σκίνου, υπήρχε μεγάλη οκταόκαδη φλάσκα. Με τον τρόπο με τον οποίο ήταν  ακουμπισμένη στο κλαδί του σκίνου, φαινόταν γεμάτος οίνο, μοσχάτο και μαύρο ανακατεμένο.
Το ροδοκοκκινίζον σφαχτό έκνιζε και έσιζε στο πυρ, η φλάσκα, ως άλλη κλώσα που καλεί τους νεοσσούς της κάτω από τα φτερά της, φαινόταν να καλούσε τους βοσκούς σε ευωχία υπό τους ατμούς της, έτοιμη να κλώξει και να φυσήξει στην ελάχιστη επαφή του χεριού, στην ελάχιστη προσέγγιση των χειλιών στη θηλή της.
Δύο χωρικοί όρθιοι, πέντε βήματα μακριά από το ψητό, τη φλάσκα και το σκίνο, στέκονταν και συνομιλούσαν ζωηρά. Είχαν βρει την ώρα και τον τόπο να λογομαχήσουν για ένα χωράφι τεσσάρων στρεμμάτων, περὶ του οποίου μάχονταν από χρόνια.
Αντίκρυ, προς νότια, επὶ του βραχώδους λόφου, ανάμεσα σε πέντε βράχους, σε τρία μονοπάτια και σε κρημνό, βρισκόταν το διαφιλονικούμενο χωράφι. 
Ο ένας των χωρικών χειρονομούσε και έδειχνε προς τα εκεί και ισχυριζόταν ότι το χωράφι το δικό του, είχε σύνορο ακριβώς τον τρίτο βράχο προς τα δεξιά.
―Εγώ το βρήκα παππουδικό μου, έλεγε, δε ρωτάς και το Γιάννη της Ψαροδήμαινας, που είμαστε γειτόνοι, εδώ και τριάντα χρόνια…
― Τα σύνορα είναι μες στη μέση, ανάμεσα στο δεύτερο και στον τρίτο βράχο, εκεί που βαθουλαίνει ο τόπος, επέμενε ο άλλος χωρικός, φαίνεται ακόμη που ήταν τον παλαιό καιρό, αποσκαφή…
― Κοτζάμ βράχος, αντέκρουε ο πρώτος κι εγώ θα πάω να γυρέψω να βρω την αποσκαφή, για να την κάμω σύνορό μου;…
Ο μπαρμπα-Δημήτρης ο Καμπογιάννης, άρχισε να γυρίζει αμελέστερα τη σούβλα με το σφαχτό και η προσοχή του όλη απορροφήθηκε από τους δύο χωρικούς και τη λογομαχία τους.
Ο Γιάννης ο Μπουκώσης πήρε σιγά-σιγά το μαχαίρι, το έβγαλε από το θηκάρι του, έκοψε επιτήδεια τεμάχιο από τη νεφραμιά του σφαχτού, το οποίο έπαψε σχεδόν να περιστρέφεται και το καταβρόχθισε άπληστα.
Ο μπαρμπα-Δημήτρης, ούτε παρατήρησε καν την κλοπή και τη λαιμαργία του ανθρωπίσκου. Εξακολούθησε να προσέχει στους δύο που φιλονικούσαν.
― Και είναι και μέσα στο μπολετὶ καθαρά γραμμένο, έλεγε ο πρώτος των δύο, το πήγα στον παπα-Λευθέρη, που ξέρει να διαβάζει τα παλαιὰ γράμματα και μου το διάβασε τόσες φορές.
― Απὸ μπολετιὰ δεν ιδρώνει εμένα το μάτι μου, αντέλεγε ο δεύτερος, σαν έχεις όρεξη, δεν πας στον μπάρμπ᾽ Αναγνώστη τον Αγέλαστο, να σου φτιάσει όσα ψεύτικα μπολετιὰ θέλεις…
Ο Δημήτρης ο Καμπογιάννης, πρόσεχε όλος στη λογομαχία των δύο αγροτών. Ο Γιάννης ο Μπουκώσης έλαβε εκ νέου το μαχαίρι, το οποίο δεν είχε επιστρέψει στο θηκάριό του, έκοψε δεύτερο, γενναιότερο τεμάχιο από το μισοψημένο σφαχτό και το κατάπιε μονοκόμματο.
Η φιλονικία των δύο χωρικών εξακολουθούσε και η προσοχή με την οποία παρακολουθούσε ο Καμπογιάννης ήταν αδιάπτωτη.
Ο Μπουκώσης, που εννοούσε τη μυστηριώδη γλώσσα της φλάσκας, με την οποία αυτή καλούσε τους φίλους της, όπως η κλώσα τους νεοσσούς της, έκανε ένα βήμα με το δεξιό πόδι σε σχήμα ορθής γωνίας, δεύτερο βήμα με το αριστερό γόνατο στο έδαφος, ξαπλώθηκε στα τέσσερα, πλησίασε στο σκίνο και παίρνοντας τη μεγάλη οινοβριθή φλάσκα την πλησίασε στα χείλη του και ήπιε γενναία δόση απνευστί.
Έπειτα, εκ φύσεως φρόνιμος και γνωρίζοντας ότι, αν έκανε και τρίτη απόπειρα κατὰ του σφαχτού, ήταν φόβος μη τον δουν επιτέλους, επέστρεψε προς τον τοίχο της εκκλησίας, λίγο πιο πέρα απ΄ τη φωτιά, μαζεύτηκε και φαινόταν τόσο άκακος και νηστικός, σαν να μην είχε «πασχαλιάσει» καθόλου.
* * *
Όταν, αφού ο ιερέας εξήλθε τελευταίος από τη λειτουργία και στρώθηκε η τράπεζα στα πρόθυρα του ναού (ήταν περὶ τα γλυκοχαράματα), ο μπαρμπα-Δημήτρης ο Καμπογιάννης, επιχείρησε να τεμαχίσει το ψητό και παρατήρησε ότι κάτι έλειπε από τα νεφραμιά, αλλά καμώθηκε ότι δεν κατάλαβε τίποτε και απευθυνόμενος προς τον Γιάννη το Μπουκώση, είπε:
― Κοίταξε!… Περίεργο… Δεν είναι παράξενο να γεννήθηκε σακάτικο αυτό το αρνί, παιδί μου Γιάννη;
Εξακολούθησε ήσυχα να κόβει το ψητό, έπειτα επανέλαβε:
― Πολλά παράξενα, σημεία και θάματα γίνονται σ᾽ αυτά τα στερνά τα χρόνια… Για βάλε με το νου σου, να φέρω αρνί σακάτικο γεννημένο απ᾽ τη μάννα του και να μην το καταλάβω!… Τι να γένει, ας έχει δόξα ο Θεός!
Ο Γιάννης ο Μπουκώσης δεν είπε «γρυ». Αλλά την τελευταία στιγμή, κατά την οποία σερβιριζόταν στην τράπεζα το ψητό, ο μπαρμπα-Δημήτρης, έκρυψε επιτήδεια τις δύο στάμνες του νερού που είχε ακόμη γεμάτες και παρουσίασε στην τράπεζα δύο άδειες, λέγοντας ότι δυστυχώς είχε λησμονήσει να στείλει εγκαίρως στου Χαιρημονά τη βρύση να πάρει νερό και ήταν ανάγκη να πάει τώρα κάποιος.
― Σε σένα πέφτει ο κλήρος, παιδί μου Γιάννη, είπε απευθυνόμενος προς τον Μπουκώση. Σύρε να γεμίσεις τα δύο σταμνιά, νά ᾽χεις την ευκὴ του παπά μας και σε καρτερούμε, δεν τρώμε… Πάρε και μια αναμμένη λαμπάδα να βλέπεις στο δρόμο και πάτα γερά, όμορφα όμορφα… να μη σπάσεις τα σταμνιά και το πάθεις σαν το τραγούδι που λένε… και μας αφήσεις κι εμάς χωρὶς νερό.
Ο Γιάννης ο Μπουκώσης ήθελε να αρνηθεί, αλλά δεν τολμούσε. Φορτώθηκε τα δύο σταμνιά και ξεκίνησε για την πηγή του Χαιρημονά, που απείχε περὶ τα δύο μίλια και που έτρεχε τόσο λίγο όπως το δάκρυ των εξαντλημένων οφθαλμών. Χρειαζόταν σωστή μία ώρα για να πάει, να γεμίσει τα σταμνιά και να επιστρέψει.
Αμέσως μόλις αναχώρησε αυτός, ο μπαρμπα-Δημήτρης ο Καμπογιάννης, έβγαλε στο φανερό τις δύο γεμάτες στάμνες και επειδή ο ιερέας δεν καταλάβαινε, εξηγήθηκε και είπε:
― Είχα νερό, μα ήθελα να τόνε παιδέψω, τον αφιλότιμο…
Ακούς εκεί, να μου κάμει γρουσουζιά χρονιάρα μέρα, να μου κόψει μεζέδες απ᾽ το σφαχτό, ενώ το έψηνα και να μην πάρω κάβο!
* * *
Όταν επέστρεψε από τη βρύση του Χαιρημονά, κουβαλώντας τα δύο σταμνιά ο Γιάννης ο Μπουκώσης, ήταν ήδη ημέρα, το ψητό είχε καταβροχθισθεί, αλλά χάρη στη διακριτική φιλαδέλφεια της θεια-Μαθηνώς της Ψευτομετάνισσας και της θεια-Σειραΐνας της σημαιοφόρου των πανηγυριών, οι οποίες του είχαν φυλάξει λίγα κομμάτια από το αρνί, έφαγε  και έκανε Λαμπρή, ο πειναλέος ανθρωπίσκος.
 
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.

TO ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΩΝ ΔΙΡΦΕΩΝ 2