Τρίτη 31 Αυγούστου 2021

Η Στοιχειωμένη καμάρα

 ➖
Το διήγημα δημοσιεύτηκε το 1904

Τη μετατροπή του κειμένου στην
καθομιλουμένη δημοτική
έκανε ο
Ιωάννης Δ. Γιαννούκος
⭐⭐⭐

-Σχώρα με, Αρετώ, σχώρα με!
-Θεός σχωρέσ΄, Θεός σχωρέσ΄, πατέρα!
-Μ΄ όλη την ψυχή σ΄, κορίτσι μ΄ Αρετώ!
-Μ΄ όλη την ψυχή μ΄, πατέρα, σχωρεμένος νά ΄σαι!
Και ψυχομαχούσε επί ημέρες κι εβδομάδες ο γέρο-Κουμενής και βασανιζόταν φρικτά στην εσχατιά του κόσμου τούτου, στα πρόθυρα του άλλου, πριν περπατήσει στου ζοφερού Άδη το δρόμο.
Και τυραννούμενος, αφανισμένος και μη δυνάμενος να εξαφανισθεί, πνιγόμενος και μη δυνάμενος να αποπνιγεί, ζητούσε την ευχή, τη συγγνώμη του ίδιου του παιδιού του, της κόρης του Αρετής, την οποία είχε από τον πρώτο γάμο. Τη ζητούσε όχι πλέον με την ελπίδα ότι θα γινόταν υγιής, να σηκωθεί από το κρεβάτι, να ζήσει, αλλά για να βαραθρωθεί, να πέσει στη μαύρη άβυσσο.
- Ύστερα από χρόνια πολλά, συνομήλικη πλέον με τη μητέρα μου, όταν ήμουν παιδί, διηγούταν όλα τούτα η Αρετή, η σύζυγος του Μπόζα, στη μητέρα μου. Και την άκουσα να απαγγέλλει, με πάθος και με απλότητα ένα τραγούδι του λαού, στο οποίο εύρισκε, όπως φαίνεται, εμφαντική αλληγορία και έμμεση σχέση με την ίδια την τύχη της.
«Καμάρα χτίζαν στο γιαλό, καμάρα δε στεριώνει,
αποβραδύ τη χτίζανε, και το πρωί γκρεμ΄ζόταν.
Πουλάκι πήγε κι έκατσε δεξά ΄πό την καμάρα·
δεν κελαηδούσε σαν πουλί, δε λέει πως λέει τ΄αηδόνι
μόν΄ κελαηδούσε κι έλεε ανθρωπινή λαλίτσα:
«Α δε στοιχειώστε άνθρωπο, καμάρα δε στεριώνει·
ούτε φτωχόν, ούτ΄ ορφανό, ΄δέ ξένο, ΄δέ διαβάτη,
μόνο του πρωτομάστορη την πρώτη του γυναίκα».
Ο μάστορης σαν τ΄ άκουσε, στέλνει το μαθητή του·
«Έλα, έλα, κυρ’ Αρετή, έλα, σε θέλει αφέντης»·
«-Άνε με θέλει για καλό, να στολιστώ να έρθω·
κι άνε με θέλει για κακό, να έρθω όπως είμαι».
«- Έλα, έλα, κυρ’ Αρετή, έλα και σε προσμένει»…
Τρεις αδερφάδες ήμαστε, κι οι τρεις στοιχειόν εμπήκαν,
την Ευδοκιά στον Τύρναβο, τη Μάρω στο γεφύρι,
κι εμένα, την κυρ’ Αρετή, δεξά ΄πό την καμάρα.»
Και η ταλαίπωρη Αρετή η Μπόζαινα, ίσως λόγω του ότι ταίριαζε το βαπτιστικό της όνομα, εύρισκε μυστηριώδη ομοιότητα μεταξύ της τύχης της ηρωῒδας του τραγουδιού τούτου και της πικρής μοίρας της.
Υπέφερε πολύ από την αδιαφορία του συζύγου της, του καλούμενου Πατσοστάθη ή Μπόζα, ο οποίος, καίτοι γεωργός με αγρούς και με κτήματα, δεν αγαπούσε πολύ την εργασία, αλλά προτιμούσε να ασκεί στην αγορά το έργο του μακελλάρη, περνώντας το χρόνο του μαζί με άλλους ζωέμπορους.
Του άρεσε να κυλιέται στα σφαγεία, σαν αληθινό «χασαπόσκυλο», να τρώει καθημερινά γιουβέτσια και να χορταίνει το κρασί και τον ύπνο, αφήνοντας τις περισσότερες φορές νηστική στο σπίτι τη σύζυγο, μαζί με τα πέντε παιδιά της.
Η Αρετή, χρηστή και φρόνιμη, υπέφερε με «μαρτυρική υπομονή» και ζούσε, όπως τόσες άλλες, με οικονομία και ξενοδουλεύοντας.
Και μαζί με το τραγούδι της Στοιχειωμένης Καμάρας, διηγούταν στη μητέρα μου την απλή και σύντομη ιστορία της άσημης ζωής της.
***
Πέντε χρόνων ήταν, όταν η μάννα της την άφησε ορφανή στον κόσμο.
Ο πατέρας της, ύστερα από ένα χρόνο, ξαναπαντρεύτηκε.
Η μητριά της ήταν «από το σόι του Καραμουσαλή».
Από την αρχή τη μίσησε, αλλά την υπέφερε για λίγο καιρό.
Όταν μετά ένα χρόνο άρχισε να γεννοβολά και να σπαργανίζει, τότε ο φθόνος της προς την προγονή της τριπλασιάσθηκε.
Για ατυχία αυτής της μικρής, είχε γεννήσει κορίτσι.
Ω, βεβαίως αυτή η μικρή κουρούνα, η κουκουβάια, έφταιγε.
Εάν είχε καλό ποδαρικό, θα έφερνε αγόρι κατόπι της. Τότε και η θέση της προγονής θα γινόταν πολύ ανεκτότερη στο σπίτι. Αλλά για να είναι τέτοια «γουρουνοπόδαρη», έφερε άλλη κόρη πίσω της.
Επόμενο ήταν να μη προξενήσει καλό οιωνό στη μητριά της.
Αφού η Καραμουσαλίνα ανέθρεψε επί ένα χρόνο με πολλές φροντίδες την κόρη της, βρίζοντας, βλαστημώντας, δέρνοντας, πότε με το τσόκαρο και με το πέλμα της κουντούρας, πότε με τετραπλό το σχοινί, που άπλωνε καθημερινά τα σπάργανα της μικρής, γύρω στο πτερύγιο της εστίας (επειδή όλο το χειμώνα δεν έπαψε να βρέχει και να χιονίζει) τη δύστυχη προγονή της, πάλι βρέθηκε έγκυος, πριν απογαλακτίσει ακόμα τη μικρή Μαριώ της.
Όταν αυτή ήταν 19 μηνών, βγήκε στο φως της ημέρας η Λενιώ, από την κοιλιά της μητέρας της. Ω, τότε η θέση της Αρετώς κατάντησε αφόρητη. Ιδού σε διάστημα λιγότερο των τριών ετών δύο αδελφές από τον ίδιο πατέρα της, αυτή η γρουσούζα, έφερε κατόπιν της!
***
Ήταν ένα πρωί, φθινοπωρινό πρωί, σχεδόν τόσο ωραίο, σαν να ήταν ανοιξιάτικο, όταν ο Κουμενής πήρε μία βάρκα του γείτονα και μπαρκαρίστηκε χωρίς άλλο σύντροφο, ναύτη ή κωπηλάτη, με σκοπό να πάει σε ένα γιαλό αντίκρυ του χωριού, προς το δυτικό μέρος, στην Καναπίτσα, μέσα στο μεγάλο νότιο λιμάνι.
Πήρε κι ένα μπαλτά μαζί του και μία απόχη κι ένα γάντζο. Ίσως είχε σκοπό να κόψει ξύλα, να γεμίσει τη βάρκα περισσότερο, παρά να γιαλέψει.
Πήρε μαζί του και τη μικρή οκταετή Αρετώ, ίσως για να του κουβαλά ξύλα, όσο μπορούσε να σηκώσει από το λόγγο τον πλησιέστερο στην άμμο του γιαλού.
Ο Κουμενής έβαλε την κόρη του να καθίσει στην πρώρα και άρχισε να κωπηλατεί. Η βάρκα έπλευσε μακριά, ανοικτά από το χωριό, ώστε τα σπίτια φαίνονταν πλέον σαν κοτέτσια μικρά και οι άνθρωποι φαίνονταν πλέον σαν ποντίκια που πηδούσαν, όσοι βάδιζαν επάνω στη δυτική άκρη, στο οροπέδιο κι οι γυναίκες φαίνονταν σαν σουσουράδες, όσες έπλυναν ρούχα κάτω στη Φτελιά, στο γιαλό, κάτω από τα Μνημούρια.
Πλησίαζε η βάρκα να φθάσει πέρα, στην Καναπίτσα και αφού πέρασαν τα νερά τα βαθυγάλανα κι άπατα, έφθασαν σε ρηχά, γαλανά κι αιθέρια νερά, όπου γοργόνες και νεράιδες θα χαίρονταν να κολυμπούν και να βουτούν κάτω στο μαγικό πυθμένα, με τα άντρα και τα βρύα και τα μαργαριταρένια κογχύλια και με τα απειράριθμα ωραία ψαράκια που έπαιζαν κοπαδιαστά κάτω.
Ο Νικόλας ο Κουμενής, χάιδευε τρυφερά τη μικρή κόρη του και της έδειχνε τις ομορφιές του πυθμένα και του γιαλού.
-Κοίταξε, Αρετάκι μ΄, κοίταξε κάτω, βλέπεις τα ψαράκια, πως γυαλίζουν κοκκινωπά και γαλαζούτσικα;
-Τα βλέπω, πατέρα.
-Κοίταξε τα μούσκλια τα πρασινούτσικα, κοίταξε τα φύκια!
Δες τα στρειδάκια, τα χαλίκια, τι όμορφα που΄ ν΄, Αρετάκι!
-Όμορφα, πατέρα.
-Κοίταξε ένα πραματάκι εκεί κάτω!… Το βλέπεις, Αρετούλα μου; …
Σκύψε να ιδείς, σκύψε!
Ο Κουμενής, είχε κλίνει προς το μέρος που καθόταν η Αρετούλα κι έγερνε φοβερά η βάρκα προς εκείνη την πλευρά.
Πίεζε την παιδίσκη με προτροπές και με χειρονομίες να σκύψει να δει κάτω. Η Αρετούλα κρατιόταν σφιχτά και με τα δύο χέρια από την κουπαστή.
Άρχισε κάπως αόριστα να φοβάται. Ο πατέρας της εξακολουθούσε να την πιέζει συνεχώς να σκύψει, για να δει τα «όμορφα πραματάκια», που ήταν στον πάτο κάτω.
Για μία στιγμή, με το χέρι του το δεξί, καθώς κοίταζε μπροστά βλέποντας προς την πρώρα, άφησε το ένα κουπί κι έδραξε από τον ώμο την Αρετούλα. Αλλά μόλις την άγγιξε κι ευθύς πάλι την άφησε, απέσυρε το χέρι, σαν να τρόμαξε στην ίδια σκέψη του.
-Α! κακό κορίτσι, δε θέλεις να σκύψεις να δεις τι όμορφα είναι κάτω!
Η Αρετούλα άρχισε τα κλάματα.
Μετά λίγα δευτερόλεπτα, αφού ο πατέρας της κωπηλάτησε με μεγάλη βία και ορμή, σαν να μην ήξερε τι έκανε ή να ήταν θυμωμένος με τον ίδιο τον εαυτό του, η πτωχή παιδίσκη, με τα μάτια θολωμένα από τα δάκρυά της, παύοντας πλέον να κοιτάζει οπουδήποτε και να κλαίει χωρίς να ξέρει γιατί, αισθάνθηκε ελαφρό τίναγμα.
Η βάρκα έφθασε στην Καναπίτσα, τη μικρή αγκάλη του γιαλού και η πρώρα της προσώκειλε μαλακά στην άμμο. Ανασήκωσε την ξανθόμαλλη, αχτένιστη μικρή κεφαλή της, είδε ότι έφθασαν, θέλησε να σηκωθεί και να πηδήσει έξω.
Ο πατέρας της την πρόλαβε. Την άρπαξε βάναυσα από την μασχάλη, την ταλάντευσε επί μία στιγμή και την έριξε έξω στην άμμο, σαν μικρό σάκο με φρύγανα. Το γδούπο της πτώσεώς της, αυτός μόνο τον άκουσε να αντηχεί στα σπλάγχνα του.
Έπειτα σήκωσε το ένα κουπί, αβαράρισε την άμμο και απομακρύνθηκε, σαν να άλλαξε σχέδιο. Ίσως δεν ήθελε πλέον να κόψει ξύλα.
Αφού απομακρύνθηκε πολλές οργιές, πήρε το καμάκι ή την απόχη και στάθηκε όρθιος, σκύβοντας στην πρώρα, για να αρχίσει να ψαρεύει.
Η Αρετούλα έπαψε να κλαίει. Δε φώναξε τον πατέρα της να έλθει να την πάρει στη βάρκα πίσω. Από ένστικτο αισθανόταν ότι θα ήταν καλά εκεί. Βάδισε λίγα βήματα και κάθισε πίσω από ψηλούς θάμνους, κοντά σε ένα ερείπιο παλιάς καλύβας, που κρυβόταν από το βουνό.
Σε κανένα απ΄ τους σπάνιους διαβάτες όσοι βάδιζαν προς τους αγρούς ή επέστρεφαν, δεν έδωκε σημείο ζωής και κανείς δεν την ανακάλυψε. Κοντά στο ερείπιο υπήρχε μικρή χαράδρα, όπου ίδρωνε λίγο νερό.
Εκεί έσκυψε η Αρετούλα και ήπιε, έφαγε τρέφλα, είδος τριφυλλιών ή άγριας αντράκλας, τα οποία φύτρωναν σιμά στη μικρή φλέβα του νερού. Εκεί έμεινε κρυμμένη όλη την ημέρα.
Άρχισε να νυχτώνει ήδη. Μικρή, πτωχή, πεινασμένη, γύρισε προς ανατολάς, εκεί όπου έβλεπε τα σπιτάκια του χωριού, βρήκε το δρόμο και άρχισε να βαδίζει, να σύρεται μάλλον προς τα εκεί.
Δύο καλοί ζευγολάτες, πατέρας και γιος, επιστρέφοντες από τους αγρούς τους οι τελευταίοι, νυχτώνοντας, την είδαν να μαυρίζει και να έρπει στην άκρη του δρόμου και την πήραν μαζί τους στο μικρό δυτικό προάστιο, τα Γελαδάδικα, στην άκρη της πολίχνης.
Στις ερωτήσεις τους απάντησε, ότι ο πατέρας της την είχε πάρει το πρωί με τη βάρκα και την άφησε προς ώραν στην αμμουδιά  και αυτή ήλπιζε ότι θα γυρίσει να την πάρει, αλλά δε γύρισε.
Τόσα μόνο είπε.
Η Αρετούλα, δε θέλησε πλέον να ξαναπατήσει στο σπίτι της μητριάς της. Στις επιπλήξεις των από τη μητέρα συγγενών της, απάντησε ότι «η μάννα της η Καραμσαλίνα» δεν τη θέλει και ότι δασκαλεύει τη μικρή Μαριώ πως να την τσιμπά και να της τραβά τα μαλλιά.
Οι συγγενείς της μητέρας της, πτωχές όπως αυτή, θέλοντας μη θέλοντας, την κράτησαν κοντά τους, την έμαθαν όσο μεγάλωνε, να πλένει, να σφουγγαρίζει, να ασβεστώνει σε ξένα σπίτια, επίσης να βοτανίζει, να θερίζει, να μαζεύει ελιές, κατά εποχές και να τρέφει «καματερό», δηλαδή μεταξοσκώληκες, το θέρος.
***
Όταν έγινε δεκατριών χρόνων, την πάντρεψαν. Τον καιρό εκείνο οι κόρες του πτωχού λαού, πανδρεύονταν ταχύτερα και ευκολότερα παρ΄όσον στις μέρες μας.
Και όμως, η μητριά της την κατάτρεχε ακόμη. Ενώ επρόκειτο να παντρευτεί η κόρη, ο πατέρας της μία ημέρα της «έριξε αβανιά», όσο απίστευτο και αν φανεί τούτο.
Προφανώς, «τον είχε βάλει και πάλι στα λόγια, η Καραμσαλίνα, η μάννα της».
Πώς έγινε τούτο, ακριβώς δεν ξέρουμε. Φαίνεται ότι η μητριά λογάριαζε ότι, εάν είχε λείψει εγκαίρως από τη μέση η προγονή της, το σπιτάκι και τ΄ αμπέλι και το μικρό ελαιώνα της μακαρίτισσας, θα τα κληρονομούσε αυτοδικαίως ο Κουμενής και έπειτα με τον καιρό, θα τα αποκτούσαν το Μαριώ και το Λενιώ, οι δύο θυγατέρες της, οι οποίες άλλωστε δεν είχαν να πάρουν μεγάλη προίκα.
Ο πατέρας της, αλίμονο! την διέβαλε με έναν άνθρωπο, που ήταν απλώς διαβάτης και ξένος, γυρολόγος και τυχαία περνούσε από τη γειτονιά.
Οι γειτόνισσες προς καιρόν το πίστεψαν. Αλλά μετά από λίγο βγήκε «ως φως και ως μεσημβρία το κρίμα της» της Αρετώς και αποδείχθηκε η αθωότητά της. Και ο γάμος δε ματαιώθηκε.
Είχαν περάσει είκοσι χρόνια και παραπάνω από τότε.
Ο γέρο-Νικόλας ο Κουμενής ψυχομαχούσε και σκυλογαύγιζε και δεν ήθελε να βγει η ψυχή του.
-Σχώρα με, Αρετώ, σχώρα με!
-Σχωρεμένος να ΄σαι, πατέρα μου! απαντούσε με δάκρυα στα ματια η Αρετώ.
-Με όλη την καρδιά σ΄, Αρετώ!
-Με όλη την καρδιά μ΄, πατέρα! φώναζε η μαρτυρική και πραεία γυναίκα.
Και τέλος, μετά πολλές ημέρες και νύκτες φρικώδους βασάνου, ξεψύχησε ο άθλιος πατέρας, ο οποίος είχε θελήσει κάποτε να ρίξει τη μικρή κόρη του στον πυθμένα της θάλασσας, ως δια να την στοιχειώσει.
«Κι εμένα, την κυρ΄ Αρετή, δεξά ΄πο την καμάρα.»
 
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης

Δευτέρα 30 Αυγούστου 2021

Η Σταχομαζώχτρα


Το διήγημα δημοσιεύτηκε το 1889

Τη μετατροπή του κειμένου στην
καθομιλουμένη δημοτική
έκανε ο
Ιωάννης Δ. Γιαννούκος
⭐⭐⭐

Μεγάλη έκπληξη εξέφρασε η γειτόνισσα, το Ζερμπινιώ, βλέποντας την ημέρα των Χριστουγέννων του 1878, τη θεια-Αχτίτσα, να φορεί καινούρια μαντήλα και το Γέρο και την Πατρώνα, με καθαρά πουκαμισάκια και με καινούρια παπούτσια.
Τούτο δε, γιατί ήταν γνωστότατο, ότι η θεια -Αχτίτσα είχε δει την προίκα της κόρης της να πουλιέται σε δημοπρασία, για πληρωμή των χρεών του ανάξιου γαμβρού της, γιατί ήταν έρημη και χήρα και γιατί ανέτρεφε τα δύο ορφανά εγγόνια της, κάνοντας διάφορα επαγγέλματα.
Ήταν (ας είναι μοναχή της!) απ’ εκείνες που δεν έχουν στον ήλιο μοίρα.
Η γειτόνισσα, το Ζερμπινιώ, λυπόταν για τις στερήσεις της γριάς και των δυο ορφανών, αλλά μήπως ήταν και αυτή πλούσια, για να έλθει σ΄ αυτούς αρωγός και παρήγορος;
Ευτυχής ο μακαρίτης, ο μπάρμπα–Μιχαλιός, ο οποίος προηγήθηκε στον τάφο από τη συμβία του Αχτίτσα, χωρίς να δει αυτά που επρόκειτο να συμβούν σ΄ αυτή, μετά το θάνατό του.
Ήταν καλής ψυχής, - ας είχε ζωή! - ο συχωρεμένος.
Τα δύο παιδιά «τα αδιαφόρετα», ο Γιώργης και ο Βασίλης, πνίγηκαν όταν βυθίσθηκε η βρατσέρα τους, το χειμώνα του έτους 1864.
Η βρατσέρα εκείνη βυθίστηκε αύτανδρος. Τι φρίκη! τι καημός!
Τέτοια τρομάρα, καμιάς καλής χριστιανής να μην της μέλλει.
Ο τρίτος ο γιος της, ο σουρτούκης, το χαμένο κορμί, ξενιτεύτηκε και βρισκόταν, έλεγαν, στην Αμερική. Πέτρα έριξε πίσω του.
Μήπως τον είδε; Μήπως τον άκουσε; Άλλοι πάλι πατριώτες είπαν ότι παντρεύτηκε σε εκείνα τα χώματα και πήρε, λέει, μια φράγκα, μια εγγλεζοπούλα, ένα ξωτικό, που δεν ήξερε να μιλήσει ρωμέικα.
Μη χειρότερα! Τι να πει κανείς!
Μπορεί να καταραστεί το παιδί του, τα σωθικά του, τα σπλάχνα του;
Η κόρη της πέθανε στο δεύτερο τοκετό, αφήνοντας σ΄ αυτήν τα δύο ορφανά κληρονομιά. Ο πατεριασμένος τους, ζούσε ακόμα (που να φτάσουν τα μαντάτα του ώρα την ώρα!), μα τι νοικοκύρης, το πρόκοψε αλήθεια! 
Χαρτοπαίκτης, μέθυσος και με άλλες αρετές ακόμη.
Είπαν, πως ξαναπαντρεύτηκε αλλού, για να πάρει και άλλον κόσμο στο λαιμό του, ο ασυνείδητος! Τέτοιοι άντρες!
Έκαμε δα κι αυτή ένα γαμπρό, μα γαμπρό (το λαμπρό τ’ να βγει!).
Τι να κάνει; έβαλε τα δυνατά της και προσπαθούσε όπως-όπως να ζήσει τα δύο ορφανά. Τι αξιολύπητα, τα καημένα!
Κατά τις διάφορες εποχές του έτους, βοτάνιζε, κορφολογούσε, μάζευε ελιές, ξενοδούλευε. Μάζευε κούμαρα και τα έβγαζε ρακί. Μερικά στέμφυλα από δω, κάμποσα βότσια αραβόσιτο από κει, όλα τα χρησιμοποιούσε. Έπειτα, κατά τον Οκτώβριο, άμα άνοιγαν τα λιοτρίβια, έπαιρνε ένα είδος πήχη, ένα πενηντάρι από λευκοσίδηρο, μία στάμνα μικρή και γύριζε στα ποτόκια, όπου καταστάλαζαν τα κατακάθια του λαδιού και μάζωνε τη μούργα. Με τη μέθοδο αυτή, οικονομούσε όλο το λάδι της χρονιάς για το λυχνάρι της.
Αλλά το πρώτιστο εισόδημα της θεια-Αχτίτσας προερχόταν από το σταχομάζωμα. Τον Ιούνιο, κάθε χρόνο, επιβιβαζόταν σε πλοίο, έπλεε υπερπόντια και πήγαινε στην Εύβοια. Περιφρόνησε το ντροπιαστικό επίθετο της «καραβωμένης», το οποίο εκσφενδόνιζαν άλλα γύναια εναντίον της, γιατί ντροπή εθεωρείτο το να πλέει γυναίκα στα πελάγη. Εκεί, μαζί με άλλες φτωχές γυναίκες, ασχολείτο μαζεύοντας τα στάχυα, που έπεφταν από τα δεμάτια και τα χερόβολα των θεριστών και από τα φορτώματα των κάρων. Κάθε χρόνο, οι χωρικοί της Εύβοιας και τα χωριατόπουλα, τους έριχναν κατά πρόσωπο την κοροϊδία:
«Να! οι φ’ στάνες! μας ήρθαν πάλι οι φ’ στάνες!».
Αλλά αυτή έσκυβε υπομονητική, σιωπηλή, μάζευε τα ψιχία εκείνα της πλούσιας συγκομιδής του τόπου, συγκέντρωνε τρεις ή τέσσερις σάκους, σοδειά για ολόκληρο το χρόνο γι’ αυτήν και για τα δυο ορφανά, τα οποία είχε εμπιστευθεί εντωμεταξύ στις φροντίδες της Ζερμπινιώς και απέπλεε, επιστρέφοντας στο παραθαλάσσιο χωριό της.
***
Όμως εφέτος, δηλαδή το έτος εκείνο, αφορία είχε μαστίσει την Εύβοια. Αφορία στον ελαιώνα του μικρού νησιού που κατοικούσε η θεια-Αχτίτσα. Αφορία στα αμπέλια και στα καλαμπόκια, αφορία σχεδόν και σ΄ αυτά τα κούμαρα, αφορία παντού.
Έπειτα, επειδή «ουδέν κακόν έρχεται μόνον», βαρύς χειμώνας ενέσκηψε στα βορειότερα εκείνα μέρη. Από το Νοέμβριο μήνα, χωρίς σχεδόν να πνεύσει νοτιάς και να πέσει βροχή, άρχισε να χιονίζει. Μόλις έπαυε μια χιονοθύελλα και ερχόταν άλλη.
Ενίοτε έπνεε ξηρός βοριάς, σφίγγοντας περισσότερο τα χιόνια, τα οποία δεν έλιωναν στα βουνά. «Επερίμεναν άλλα».
Η γριά, μόλις είχε προλάβει να μεταφέρει στους ώμους της, από τα φαράγγια και τους δρυμούς, μερικές αγκαλιές ξερά ξύλα, όσα μόλις θα αρκούσαν για δύο βδομάδας ή τρεις, αλλά ο χειμώνας ενέσκηψε βαρύς.
Περί τα μέσα Δεκεμβρίου, μόλις επήλθε μια μικρή διακοπή και κάποιες δειλές ακτίνες ήλιου φάνηκαν, να επιχρυσώνουν τις ψηλότερες στέγες.
Η θεια-Αχτίτσα, έτρεξε στα «ρουμάνια» για να προλάβει να φέρει μερικά καυσόξυλα. Την επομένη ο χειμώνας επανήρθε αγριότερος. Μέχρι τα Χριστούγεννα, καμία μέρα ασυννέφιαστη, καμία γωνιά ουρανού ορατή, καμία ακτίδα ήλιου.
Κραταιός και βαρύπνοος βοριάς, «χιονιστής», φυσούσε κατά τις παραμονές της άγιας ημέρας. Οι στέγες των σπιτιών ήταν κατάφορτες από σκληρό χιόνι. Τα συνηθισμένα παιχνίδια στους δρόμους και τα χιονοβολήματα έπαψαν. Ο χειμώνας εκείνος δεν ήταν φιλοπαίγμων. Από τα κεραμίδια των στεγών κρέμονταν σαν ώριμοι καρποί σπιθαμιαία κρύσταλλα, τα οποία οι μάγκες της γειτονιάς δεν είχαν πλέον όρεξη να τρώνε.
Το απόγευμα στις 23 Δεκεμβρίου, ο Γέρος είχε έλθει από το σχολείο περιχαρής, γιατί από αύριο έπαυαν τα μαθήματα. Πριν ξεκρεμάσει τη σάκα με τα βιβλία από τη μασχάλη του, ο Γέρος, πεινασμένος άνοιξε το ντουλάπι, αλλά ούτε ψίχα ψωμιού βρήκε εκεί. Η γριά είχε βγει, ίσως για να αναζητήσει ψωμί. Η άτυχη Πατρώνα καθόταν ζαρωμένη κοντά στο τζάκι, αλλά το τζάκι ήταν σβηστό. Σκάλιζε τη στάχτη, νομίζοντας με την παιδική της αφέλεια (ήταν μόλις τεσσάρων ετών το πτωχό κορίτσι,) ότι η εστία είχε πάντοτε την ιδιότητα να θερμαίνει και ας μην καίει.
Αλλά η στάχτη ήταν υγρή. Σταλαγμοί νερού, από λιωμένο χιόνι, ίσως από κάποια λαθραία και παροδική ακτίνα ήλιου, είχαν ρεύσει από την καπνοδόχο. Ο Γέρος, ο οποίος ήταν επτά ετών μόλις, έτοιμος να κλάψει γιατί δεν εύρισκε ούτε μία ψίχα ψωμί για να ξεγελάσει την πείνα του, άνοιξε το μόνο παράθυρο, που είχε τρεις σπιθαμές μήκος.
Το σπιτάκι όλο, χαμηλό, είχε ύψος δύο ίσως οργιές από το πάτωμα μέχρι την οροφή.
Ο Γέρος ανέβασε ένα σκαμνί πάνω στην πέτρινη βάση του παραθύρου, ανέβηκε πάνω στο σκαμνί, στηρίχθηκε με το αριστερό του χέρι στο ανοιχτό παραθυρόφυλλο, στυλώθηκε με τόλμη προς την οροφή, άπλωσε το δεξιό του χέρι και απέσπασε ένα κρύσταλλο, απ’ αυτά που κοσμούσαν τους «σταλαμούς» της στέγης. Άρχισε να το εκμυζά αργά και ηδονικά και έδινε και στην Πατρώνα να φάει. 
Πεινούσαν τα κακόμοιρα.
***
Η γριά Αχτίτσα επέστρεψε μετά από λίγο, φέρνοντας κάποιο πράγμα τυλιγμένο στον κόρφο της. Ο Γέρος, ο οποίος γνώριζε απ’ την παιδική του πείρα, ότι ποτέ χωρίς αιτία δε φούσκωνε ο κόρφος της μάμμης του, αναπηδώντας έτρεξε στο στήθος της, έβαλε το χέρι του και άφησε κραυγή χαράς. Τεμάχιο άρτου είχε «οικονομήσει» και το απόγευμα εκείνο η καλή, καίτοι λίγο αυστηρή μάμμη, ποιος ξέρει αντί ποιων εξευτελισμών και διά πόσων εκλιπαρήσεων!
Και τι δεν μπορούσε να υποστεί, προ ποιας θυσίας ήταν δυνατόν να οπισθοχωρήσει, για την αγάπη των δύο τούτων παιδιών, τα οποία ήταν δυο φορές παιδιά γι’ αυτήν, καθόσον ήταν παιδιά του παιδιού της! Εν τούτοις, δεν ήθελε να τους δείχνει μεγάλη αδυναμία και «ήμερο μάτι δεν τους έδιδε». Αποκαλούσε το αγόρι «Γέρο», γιατί είχε το όνομα του αληθινού γέρου της, του μακαρίτη μπάρμπα–Μιχαλιού, του οποίου το όνομα την πονούσε να ακούσει ή να προφέρει.
Το ταλαίπωρο το κορίτσι το αποκαλούσε Πατρώνα, θωπευτικά και λίγο «σαν αρχοντοξεπεσμένη που ήταν», μη ανεχόμενη να ακούει το Αργυρώ, το όνομα της κόρης της, το οποίο δόθηκε ως κληρονομιά στο ορφανό, όταν πέθανε λεχώνα ακόμα εκείνη.
Εκτός από τον υποκορισμό τούτο, καμία  άλλη επιδεικτική τρυφερότητα απεδείκνυε στα δύο πτωχά πλάσματα, αλλά περισσότερο πρακτική αγάπη και προστασία.
Η ταλαίπωρη γριά, έστρωσε για τα δύο ορφανά να κοιμηθούν, ξάπλωσε και αυτή δίπλα τους, τους είπε να φυσήξουν κάτω από τα σκεπάσματά τους για να ζεσταθούν, τους υποσχέθηκε ψευδόμενη, αλλά ελπίζοντας να επαληθεύσει, ότι αύριο, ο Χριστός θα φέρει ξύλα και ψωμί και μία χύτρα να κοχλάζει στη φωτιά και έμεινε άυπνη έως μετά τα μεσάνυκτα, αναλογιζόμενη την πικρή τύχη της.
***
Το πρωί, μετά τη λειτουργία (ήταν παραμονή των Χριστουγέννων), ο παπα–Δημήτρης, ο ενορίτης της, παρουσιάσθηκε ξαφνικά στην πόρτα του φτωχικού σπιτιού.
– Καλώς τα δέχθηκες, της είπε χαμογελώντας.
«Καλώς τα δέχθηκε» αυτή! και από ποιον περίμενε τίποτε;
– Έλαβα ένα γράμμα δια σε, Αχτίτσα, πρόσθεσε ο γέρων ιερέας, τινάσσοντας τα χιόνια από το ράσο και το σάλι του.
– Ορίστε, δέσποτα! Και μακάρι έχω τη φωτιά, ψιθύρισε προς τον εαυτό της ή το γλυκό και το ρακί να τον φιλέψω;
Ο ιερέας ανέβηκε την αποτελούμενη από τέσσερα σκαλοπάτια σκάλα και μπαίνοντας κάθισε στο σκαμνί.
Έψαξε στον κόρφο του και έβγαλε ένα μεγάλο φάκελο με πολλές και ποικίλες σφραγίδες και γραμματόσημα.
– Γράμμα, είπες παπά, επανέλαβε η Αχτίτσα, που μόλις τότε άρχισε να καταλαβαίνει τι της έλεγε ο ιερέας.
Ο φάκελος, τον οποίο είχε βγάλει από τον κόρφο του, φαινόταν ανοικτός από το ένα μέρος.
– Απόψε έφθασε το βαπόρι, επανέλαβε ο εφημέριος. Εμένα μου το έφεραν τώρα, μόλις έβγαινα από την εκκλησία.
Και βάζοντας το χέρι του μέσα στο φάκελο, έβγαλε ένα διπλωμένο χαρτί.
– Το γράμμα είναι προς εμένα, πρόσθεσε, αλλά εσένα αφορά.
– Εμένα; εμένα; επανέλαβε έκπληκτη η γριά.
Ο παπα–Δημήτρης ξεδίπλωσε το χαρτί.
– Είδε ο Θεός τον πόνο σου και σου στέλνει μικρή βοήθεια, είπε ο αγαθός ιερέας. Ο γιος σου, σου γράφει από την Αμερική.
– Απ' την Αμέρικα; ο Γιάννης! ο Γιάννης με θυμήθηκε; ανέκραξε περιχαρής, κάνοντας το σημείο του Σταυρού η γριά.
Και έπειτα πρόσθεσε
– Δόξα σοι ο Θεός!
Ο ιερέας έβαλε τα γυαλιά του και δοκίμασε να διαβάσει.
– Είναι κακογραμμένα κι εγώ δυσκολεύομαι να διαβάζω αυτές τις τζίφρες που έβγαλαν τώρα, αλλά θα προσπαθήσουμε να βγάλουμε νόημα.
Και άρχισε με δυσκολία, και σκοντάφτοντας συχνά, να διαβάζει:
💧💧💧💧💧
 «Παπα–Δημήτρη, το χέρι σου φιλώ.
Πρώτον ερωτώ δια το αίσιον κτλ. κτλ. Εγώ λείπω πολλά χρόνια και δεν ξέρω αυτού τι γίνονται, ούτε αν ζουν ή πέθαναν. Είμαι σε μακρινό μέρος, πολύ βαθιά, στον Παναμά και δεν έχω καμιά επικοινωνία με άλλους πατριώτες που βρίσκονται στην Αμερική. Προ τριών χρόνων αντάμωσα τον (δείνα) και τον (δείνα), αλλά και αυτοί έλειπαν χρόνους πολλούς και δεν ήξεραν τι γίνεται στο σπίτι μας.
Εάν ζει ο πατέρας ή η μητέρα μου, πες τους να με συγχωρήσουν, διότι για καλό πάντα πασχίζει ο άνθρωπος και σε κακό πολλές φορές βγαίνει. Εγώ αρρώστησα δύο φορές, από κακές ασθένειες του τόπου εδώ και έκαμα πολύ καιρό στα σπιτάλια. Τα ότι είχα και δεν είχα, πήγαν και μόλις γλύτωσα τη ζωή μου. Είχα πανδρευτεί προ δέκα χρόνων κατά τη συνήθεια του τόπου εδώ, αλλά τώρα είμαι απόχηρος και άλλο καλύτερο δε ζητώ, παρά να πιάσω λίγα χρήματα, να έλθω στην πατρίδα, αν προφτάσω τους γονείς μου να μ' ευλογήσουν.
Και να μην έχουν παράπονο από μένα, γιατί έτσι θέλει ο Θεός και δεν μπορούμε εμείς να πάμε κόντρα. Και να μη βαρυγγωμούν, αν δεν είναι θέλημα Θεού, δεν μπορεί άνθρωπος να προκόψει.
-Σου στέλνω εδώ εσωκλείστως ένα συνάλλαγμα επ' ονόματί σου, να υπογράψεις η αγιοσύνη σου και να φροντίσουν να το εξαργυρώσουν ο πατέρας ή η μητέρα αν ζουν.
Και αν, ο μοι γένοιτο, είναι πεθαμένοι, να το εξαργυρώσεις η αγιοσύνη σου, να δώσεις σε κανένα αδελφό μου, αν είναι αυτού, ή σε κανένα ανίψι μου και σε άλλα φτωχά. Και να κρατήσεις και η αγιοσύνη σου, εάν οι γονείς μου είναι πεθαμένοι, ένα μέρος του ποσού αυτού, για τα σαρανταλείτουργα...».
                                            💧💧💧💧💧

Πολλά έλεγε η επιστολή αυτή και ένα σπουδαίο παρέλειπε.
Δεν ανέφερε το ποσό των χρημάτων, για πόσα ήταν η συναλλαγματική.
Ο παπα–Δημήτρης, το παρατήρησε αυτό και εξέφρασε τη γνώμη, ότι ο αποστολέας το λησμόνησε, νομίζοντας ότι είχε ορίσει το ποσό των χρημάτων παραπάνω, θεώρησε περιττό να το επαναλάβει παρακάτω, γι’ αυτό και επαναλάμβανε: «του ποσού αυτού».
Εντούτοις, ανείπωτη ήταν η χαρά της Αχτίτσας, που έλαβε μετά από τόσα χρόνια ειδήσεις για το γιο της.
Σαν κάτω από στάχτη κοιμώμενος από τόσα έτη ο σπινθήρας της μητρικής στοργής, ανέβηκε από τα σπλάγχνα στο πρόσωπό της και η γεροντική, ρικνή, και ρυτιδωμένη όψη της, λαμπρύνθηκε με ακτίνα νεότητας και ομορφιάς.
Τα δύο παιδιά, αν και δεν καταλάβαιναν περί τίνος επρόκειτο, βλέποντας τη χαρά της μάμμης τους, άρχισαν να χοροπηδούν.
***
Ο κυρ-Μαργαρίτης, δεν ήταν ιδίως προεξοφλητής ή τοκιστής ή έμπορος, ήταν όλα αυτά μαζί.
Ένα φόρο επιτηδεύματος πλήρωνε, αλλά έκανε τρεις τέχνες.
Η γριά–Αχτίτσα, που περνούσε μεγάλη φτώχεια, πήρε το από το γιο της σταλμένο γραμμάτιο, πάνω στο οποίο φαινόντουσαν γράμματα κόκκινα και μαύρα, άλλα έντυπα και άλλα χειρόγραφα, απ’ τα οποία δεν εννοούσε τίποτε, ούτε ο γηραιός εφημέριος, ούτε αυτή και μετέβη στο μαγαζί του 
κυρ-Μαργαρίτη.
Ο κυρ-Μαργαρίτης ρούφηξε λίγο ταμπάκο, τίναξε τη βράκα του, στην οποία έπεφτε πάντοτε μέρος ταμπάκου, κατέβασε μέχρι τα φρύδια τη σκούφια του, έβαλε τα γυαλιά του και άρχισε να εξετάζει για αρκετή ώρα το γραμμάτιο.
– Έρχεται απ' την Αμέρικα; είπε. Σε θυμήθηκε βλέπω, ο γιος σου. Μπράβο, χαίρομαι. Έπειτα επανέλαβε:
– Έχει τον αριθμό 10, αλλά δεν ξέρομε τι είδους μονέδα να είναι, δέκα σελίνια, δέκα ρουπίες, δέκα κολονάτα ή δέκα...
Διεκόπη, παρ' ολίγον να έλεγε «δέκα λίρες».
– Να φωνάξουμε το δάσκαλο, μουρμούρισε ο κυρ-Μαργαρίτης, ίσως εκείνος ξέρει να το διαβάσει. 
Τι γλώσσα να είναι τάχα;
Ο ελληνοδιδάσκαλος, ο οποίος καθόταν βλέποντας αυτούς που έπαιζαν το κιάμο σε παράπλευρο καφενείο, αφού τον κάλεσαν, μετέβη στο μαγαζί του κυρ-Μαργαρίτη. 
Εισήρθε ορθός, δύσκαμπτος, πήρε το γραμμάτιο, παρακάλεσε τον κυρ-Μαργαρίτη να του δανείσει τα γυαλιά του και άρχισε να συλλαβίζει τους λατινικούς χαρακτήρες.
– Πρέπει να είναι αγγλικά, είπε, εκτός αν είναι γερμανικά.
Από πού έρχεται αυτό το δελτάριο;
– Απ' την Αμέρικα, κυρ δάσκαλε, είπε η θεια Αχτίτσα.
– Από την Αμερική; τότε θα είναι αγγλικά.
Και αυτά λέγοντας, προσπαθούσε να συλλαβίσει τις λέξεις:
ten pounds sterling, τις οποίες έφερε χειρόγραφες η επιταγή.
– Sterling, είπε, sterling θα σημαίνει τάλιρο, πιστεύω. 
Η λέξη φαίνεται να είναι της αυτής ετυμολογίας, αποφάνθηκε δογματικώς.
Και επέστρεψε το γραμμάτιο στα χέρια του κυρ-Μαργαρίτη.
– Αυτό θα είναι, είπε και επειδή υπάρχει επί της κεφαλίδας
ο αριθμός 10, θα είναι χωρίς άλλο γραμμάτιο για δέκα τάλιρα.
Στο κάτω–κάτω, οφείλω να σας πω, ότι δε γνωρίζω από χρηματιστικά.
Εις άλλα ημείς ασχολούμεθα, οι άνθρωποι των γραμμάτων.
Και αφού είπε αυτά, επειδή αισθάνθηκε ψύχος στο πλακόστρωτο και κατάψυχρο μαγαζί του κυρ-Μαργαρίτη, επέστρεψε στο καφενείο, για να ζεσταθεί.
***
Ο κυρ-Μαργαρίτης, είχε αρχίσει να τρίβει τα χέρια και κάτι φαινόταν να σκέπτεται.
–Τώρα, τι τα θέλεις, είπε στραφείς προς τη γριά. 
Οι καιροί είναι δύσκολοι, μεγάλα κεσάτια. 
Να το πάρω, να σου το εξαργυρώσω, ξέρω πως είναι σίγουρος ο παράς μου, ξέρω αν δεν είναι και ψεύτικο; 
Από κει κάτω, απ' το χαμένο κόσμο περιμένεις αλήθεια; 
Όλες οι ψευτιές, οι καλπουζανιές, από  κει μας έρχονται. Γυρίζουν τόσα χρόνια οι σουρτούκηδες (με συγχωρείς, δε λέω για το γιο σου), εκεί που ψένει ο ήλιος το ψωμί και δε νοιάζονται να στείλουν έναν παρά, ένα σωστό παρά, μοναχά στέλνουν παλιόχαρτα.
Έφερε δύο βόλτες γύρω από το τεράστιο λογιστήριό του και επανέλαβε.
–Και δεν είναι μικρό πράγμα αυτό να σε χαρώ, είναι δέκα τάλαρα.
Να είχα δέκα τάλαρα εγώ, παντρευόμουνα.
Έπειτα εξακολούθησε:
– Μα τι να σου πω; σε λυπούμαι, που είσαι καλή γυναίκα κι έχεις και κείνα τα ορφανά. Να κρατήσω εγώ ενάμισι τάλαρο για τους κινδύνους που τρέχω και για τα οχτώμισι πλιά ... 
Και για νάμαστε σίγουροι, μη γυρεύεις κολονάτα, να σου δώσω πεντόφραγκα, για νάμαστε μέσα… Οχτώμισυ πεντόφραγκα λοιπόν … Α!.. ξέχασα...
Τουναντίον, δεν είχε ξεχάσει, απ' την αρχή της συζήτησης, αυτό σκεφτόταν.
– Ο συχωρεμένος ο Μιχαλιός, κάτι έκανε να μου δίνει, δεν θυμούμαι τώρα... Και επέστρεψε στο λογιστήριό του.
– Μα κι εκείνος ο ντερμπεντέρης ο γαμπρός σου, μου έφαγε δυο τάλαρα θαρρώ...
Και οπλίσθηκε με το πελώριο κατάστιχό του.
– Είναι δίκιο να τα κρατήσω... εσένα, όσα σου δώσω, θα σου φανούν χάρισμα.
Άνοιξε το κατάστιχο.
Οι κατάπυκνες και μυροβολούσες σελίδες του κατάστιχου τούτου, έμοιαζαν με αγρούς σε γόνιμη γη. Ότι έσπειρε κανείς σ΄ αυτό, καρποφορούσε πενταπλάσια. Ήταν, σαν να έκοβε κανείς τα φύλλα του δένδρου, εκάστοτε όταν γινόταν εξόφληση κάποιου χρέους, αλλά η ρίζα έμενε κάτω από τη γη, μέλλουσα και πάλι να αναβλαστήσει.
Ο κυρ-Μαργαρίτης βρήκε αμέσως τους δύο λογαριασμούς.
– Εννιά και δεκαπέντε, μου χρωστούσε ο μακαρίτης ο άντρας σου, είπε και δυο τάλαρα δανεικά κι' αγύριστα του γαμπρού σου, γίνονται...
Και παίρνοντας μολύβι άρχισε να εκτελεί την πρόσθεση πρώτον και την αναγωγή των τάλιρων σε δραχμές, έπειτα την αφαίρεση από του ποσού των δέκα γαλλικών τάλιρων.
 – Κάνει να σου δίνω... άρχισε να λέει ο κυρ-Μαργαρίτης.
***
Τη στιγμή εκείνη μπήκε στο μαγαζί νέο πρόσωπο.
Ήταν έμπορος Συριανός, περαστικός για υποθέσεις του στο νησί.
Άμα μπήκε διευθύνθηκε με μεγάλη ελευθερία και θάρρος στο λογιστήριο, που ήταν ο κυρ-Μαργαρίτης.
– Τι έχουμε, κυρ-Μαργαρίτη; Τ' είν' αυτό; είπε, βλέποντας πρόχειρο πάνω στο λογιστήριο το γραμμάτιο της πτωχής γριάς.
Και παίρνοντάς το στα χέρια του:
– Συναλλαγματική για δέκα αγγλικές λίρες από την Αμερική, είπε με καθαρή τη φωνή, πού ευρέθη εδώ; Κάμνεις και τέτοιες δουλειές, κυρ- Μαργαρίτη;
– Για δέκα λίρες! επανέλαβε αυθόρμητα η Αχτίτσα, ακούγοντας ευκρινώς τη λέξη.
– Ναι, για δέκα αγγλικές λίρες, είπε και πάλι στραφείς προς αυτήν ο Ερμουπολίτης. Μήπως είναι δικό σου;
– Μάλιστα.
Η θεια-Αχτίτσα, όταν ήθελε να απαντήσει καταφατικά, έλεγε πάντοτε «ναι», αλλά τώρα απορούσε και αυτή πώς είπε «μάλιστα» και που βρήκε τη λέξη αυτή.
– Για δέκα ναπολεόνια, θα είναι ίσως, είπε δαγκώνοντας τα χείλη του ο κυρ- Μαργαρίτης.
– Σου λέω διά δέκα αγγλικές λίρες, επανέλαβε ο Συριανός έμπορος. Παίρνεις από λόγια;
Και κοίταξε για δεύτερη φορά εξεταστικά το γραμμάτιο.
– Είναι σίγουρος παράς, αρζάν-κοντάν, σου λέγω.
Θα το εξοφλήσεις ή το εξοφλώ αμέσως.
Και έκαμε κίνημα να βγάλει το χρηματοφυλάκιό του.
– Μπορεί να το πάρει κανείς για εννέα λίρες. ..γαλλικές, είπε διστάζοντας ο κυρ-Μαργαρίτης.
– Γαλλικές; ... το παίρνω εγώ για εννέα αγγλικές.
Και γυρίζοντας από πίσω το φύλλο του χαρτιού, είδε την υπογραφή που είχε βάλει ο αγαθός ιερέας, παρέβαλε αυτήν με το όνομα που αναφερόταν στο κείμενο και τη βρήκε σύμφωνη και ανοίγοντας το χρηματοφυλάκιο, μέτρησε στο χέρι της θεια-Αχτίτσας και μπροστά στα έκθαμβα μάτια της, εννέα στιλπνότατες αγγλικές λίρες.
Και να γιατί η φτωχή γριά φορούσε την ημέρα των Χριστουγέννων καινούργια «πρωτοφόρετη» μαντήλα, τα δε δύο ορφανά είχαν καθαρά πουκαμισάκια για τα ισχνά μέλη τους και θερμή υπόδεση για τα παγωμένα πόδια τους.
 
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης

Κυριακή 29 Αυγούστου 2021

Η Πιτρόπισσα

 ➖
Το διήγημα δημοσιεύτηκε το 1909

Τη μετατροπή του κειμένου στην
καθομιλουμένη δημοτική
έκανε ο
Ιωάννης Δ. Γιαννούκος
⭐⭐⭐

Όχι μικρό θαύμα υπήρξε στο χωριό μας, το βορεινό και ορεινό, το οποίο όμως μυρίζει θάλασσα, γιατί βλέπει προς τη θάλασσα και απέχει μόνο ένα μικρό ανήφορο από το γιαλό, ο γάμος της Ακριβούλας του Ζαχαράκη υπό τις περιστάσεις, τις οποίες έγινε.
Διότι η νέα ήταν πράγματι ήδη, σχεδόν γεροντοκόρη και όλη η γειτονιά είχε απελπισθεί γι’ αυτήν. Μόνο αυτή δεν απελπιζόταν.
Οι καλοθελητές και οι συμβουλάτορες - οι «κακών παρακλήτορες», όπως λέγει η βίβλος του Ιώβ - από ποιο μέρος του κόσμου έλειψαν ποτέ, για να λείπουν και από το βορεινό, που αντικρίζει όμως θάλασσα χωριό μας;
Και με τη γλώσσα, πράγματι τη λυπούνταν - ω, η λύπη, ο οίκτος αυτός, ο υβριστικότερος πάσης ύβρεως! - την κόρη της χήρας Ζαχαράκη, όλες οι καλές ψυχές του Επάνω Μαχαλά και κάθε γειτόνισσα και γειτονοπούλα.
Γιατί η νέα είχε φθείρει τα νιάτα της, μέρα νύκτα σκυφτή στο εργόχειρο, κεντώντας συνεχώς, κεντώντας τα προικιά της.
Είχε κατασκευάσει όλα τα χιτώνια, όλα τα φουστάνια και τα ποδογύρια της, με χρυσοΰφαντο, πέντε σπιθαμές το πλάτος και με χρυσάλινο περίτεχνα κεντητό.
Κι έσκυβε αδιάκοπα και πονούσε το στήθος της και κεντούσε και τι κεντούσε: Τον ουρανό με τ' άστρα, τη γης με τα λουλούδια, τη θάλασσα με τα ψάρια.
Είχε ήδη απλώσει σε τρεις σχεδόν σπιθαμές το χρυσό ποίκιλμα των χειρίδων και της τραχηλιάς της, εργαζόμενη από χρόνια πολλά, αναπτύσσοντας και τελειοποιώντας και κάποτε επινοώντας νέα κεντήματα, για να ετοιμάσει τα ατελείωτα νυφικά της στολίδια.
Αλλά γιατί κοπίαζε;
Γαμπρός δε φαινόταν  πουθενά! Αλλά, «μάτην ταράττεται πας γηγενής,» όπως είπε η Γραφή. Εάν μάταια αυτή κοπίαζε, μάταια ανησυχούσαν και οι καλές γειτόνισσές της.
Μία μάλιστα φαρμακερή γλώσσα, συρίζοντας, είχε τολμήσει να πει γι’ αυτήν: «Θα της τα βάλουν στον τάφο! . . .»
Αλλά αυτή κεντούσε ακόμη και κεντούσε και περίμενε να γίνει νύφη μια μέρα, στον επάνω κόσμο, να τα φορέσει, να σκάσουν οι εχθροί της
*  *  *
Ο καπετάν Πανάγος ο Φερτουδάκης, συνήθιζε πάντοτε «σίγουρες δουλειές». Όπως τον παλιό καιρό, όταν ταξίδευε Ανατολή και Δύση με το καράβι του, τον «Τριτώνε» (το είχε αγοράσει από τα μέρη της Φραγκιάς, μπακερωμένο, τρικάταρτο), οπού ήθελε όλα τα φορτία του καπαρωμένα και όλους τους ναύτες του με «πλάτικα» και με προκαταβολές, έτσι και τώρα, στα γεράματά του (είχε φθάσει τα εξήντα, αλλά μόλις φαινόταν σαραντάρης, ήταν ακμαίος, καλοκαμωμένος πολύ) όπου για θεραπεία της δικαιολογημένης φιλοδοξίας του, επειδή είχαν πάψει πλέον στο βόρειο θαλασσινό χωριό να εκλέγουν τους γηραιούς εμποροπλοιάρχους ως δημάρχους του τόπου - καθότι, όπως ήταν φυσικό, είχαν αναδειχθεί πλέον άφθονοι δικηγόροι και άλλοι γραμματοσοφιστές - όπως είχαν καλή συνήθεια να κάμνουν τον παλιό καιρό, είχε αρκεσθεί να είναι επίτροπος, κατ' ουσία ισόβιος, της εκκλησίας του Αγίου Νικολάου, έτσι και τώρα, λέγω, ήθελε σε όλα να είναι σίγουρος και να δένει καλά τις δουλειές του.
Γι’ αυτό, μόλις είχε πεθάνει η πρώτη του γυναίκα, αφήνοντας σ΄αυτόν γιο και θυγατέρα κι έσπευσε να καπαρώσει, να αρραβωνιασθεί θέλω να πω, μία κάπως ηλικιωμένη κόρη ως δεύτερη σύζυγο.
Όλη τη μέρα φορούσε μαύρα για το πένθος, αλλά όταν νύχτωνε, οπότε τα χρώματα δεν διακρίνονται πλέον - οπόταν η νύκτα είναι αρκετό πένθος αυτή καθ' εαυτή – με τη βοήθεια του σκοταδιού, ανά τα στενά σοκάκια, σύρριζα στους συρτούς ή ιδιότροπα προεξέχοντες τοίχους των παλαιών σπιτιών, χωνόταν στο παράμερο σπιτάκι της μελλόνυμφης κι εκεί έτρωγε τα «κρυφά» λεγόμενα - όχι τα επίσημα -  ζαχαροχαμαλιά και διάφορα άλλα, που συνηθίζονταν στους γαμπρούς!
Έπειτα, αφού πέρασε κάποιο χρονικό διάστημα, στεφανώθηκε.
Αλλά αυτός, δεν είχε προλήψεις και φάνηκε σε όλα διαφορετικός από τους άλλους ανθρώπους. Είχε ζήσει χρόνους στην Εσπερία. Είχε ζήσει με Φράγκους και στην Ανατολή ακόμη. Άλλοι έλεγαν πως ήταν Μασώνος. Άλλοι έλεγαν πως υπήρξε προστατευόμενος από τους μάλλον ευνοουμένους του Λεσσέψ στην Αίγυπτο.
Αφού είχε ξαναπαντρευτεί αυτός, σε  λίγα χρόνια, πάντρεψε και την κόρη του, προτού να μεγαλώσει ακόμα. Έπειτα η νέα στην πρώτη γέννα, πέθανε κι αυτή. Επήγε να βρει τη μάννα της, καθώς έλεγαν οι γριές.
Ο γαμπρός έμεινε χήρος, με το τέκνο που επέζησε.
Μόλις πέρασαν τρεις μήνες, όταν μία μέρα, ο πεθερός του, του λέγει:
— Δεν πρέπει νά ’χουμε προλήψεις. Σου βρήκα μία.
Οι πεθαμένοι με τους πεθαμένους. Θα σε παντρέψω.
Έχεις μωρό παιδί.
Πάντοτε το μωρό παιδί χρησιμεύει για να ξαναπαντρεύεται γλήγορα ο πατέρας. Τέλος τον πάντρεψε. Αλλά στην ίδια του γυναίκα, τη μητρυιά της θανούσης, είπε·
— Δεν πρέπει νά ’χουμε προλήψεις. Θα πάμε στο γάμο.
Θα τους στεφανώσεις εσύ.
— Εγώ; είπε η γυναίκα του.
— Ναι. Οι «φρόνιμοι» θα μας επαινέσουν.
Για τους άλλους δεν μας μέλει.
— Μα, πάει;
— Το κάνουμ' εμείς και πάει. Του βάζουμε άλειμμα.
Το υλικό της παροιμίας είναι παρμένο απ΄ τα ναυπηγεία και τους ναύσταθμους και αποτελεί μέρος του μεγάλου, όχι σκουριασμένου, οπλοστασίου, της νεότερης ανατρεπτικής λογικής.
Η γυναίκα συμμορφώθηκε. Οι παπάδες γόγγυσαν, αλλά ούτε βιβλία είχαν πολλά, ούτε συνήθιζαν να διαβάζουν, ούτε γράμματα ήξεραν.
Δε βρήκαν καμία ρητή απαγορευτική διάταξη. Αλλά ένας, που δεν ήταν ούτε παπάς ούτε δάσκαλος, σε κάποιους κύκλους, είπε:
— Η τοπική συνήθεια είναι νόμου κεφάλαιον, πόσο μάλλον η συνήθεια η καθολική! Ο ορθός λόγος και το πρέπον είναι ο άγραφος νόμος του Θεού, τον οποίον Αυτός είπε διά του Προφήτου ότι έμελλε να εγγράψει εις τας καρδίας μας.
Η θέση μιμείται τη φύση, άλλωστε δεν θα είχε που να σταθεί. Καλή μητρυιά, οφείλει να μιμείται ότι θα έπραττε η μητέρα. Καλή μητέρα δεν θα καταριόταν, δεν θα μισούσε το χηρεύσαντα γαμπρό της, διότι φυσικά ο άνθρωπος υπέκυψε στην ανάγκη να έλθει σε δεύτερο γάμο.
Αλλά θα ήταν απρεπές, αφύσικο και άστοργο, να παρευρεθεί η ίδια στο γάμο και ποτέ δεν θα γινόταν κουμπάρα να στεφανώσει την διάδοχο της κόρης της.
Αλλά, βλέπετε, μερικοί άνθρωποι «δεν έχουν προλήψεις»!
Τέλος, μετά λίγο καιρό από το δεύτερο γάμο του γαμπρού, ο πεθερός χήρεψε ξανά. Η γυναίκα, στείρα και ηλικιωμένη, πάσχουσα από χρόνια, πέθανε!
Τη φορά τούτη, ο καπετάν Πανάγος, είχε φροντίσει να σιγουράρει τη δουλειά και προ της ώρας ακόμη, «με διπλές γούμενες».
Εσκάρωνε το νέο καράβι, πριν βουλιάξει ακόμα το παλιό, έδενε πρυμνήσια πριν εισπλεύσει στο λιμάνι.
Δεν είχε πλέον ανάγκη της φρασεολογίας αυτής στην κυριολεξία.
Είχε πουλήσει το τρίτο καράβι του, αποσύρθηκε και διορίστηκε τελευταία Επίτροπος στην εκκλησία. Και η γυναίκα, φθισιούσα, ψυχομαχούσε και ακόμη δεν πέθαινε. Και αυτός, από καιρό είχε αρχίσει να επισκέπτεται συχνά μία μακρινή συγγενή του εβδόμου βαθμού, στον Επάνω Μαχαλά, τη Ζαχαράκαινα.
***
Και η Ακριβούλα έσκυβε και κεντούσε κι ακόμη κεντούσε τα προικιά της.
Και ήταν ωραία, θαλερή γεροντοκόρη. Κι ο καπετάν Πανάγος, καθώς την κοίταζε κι έβλεπε τη χωρίστρα της καστανής κόμης κάτω από τη λευκή μανδήλα, σκεφτόταν κι έλεγε μέσα του, ότι θα γινόταν πολύ καλή νοικοκυρά και με μεγαλοπρεπή μάλιστα στολίδια.
Και η γυναίκα, η καπετάνισσα η δεύτερη, αδυνάτιζε όλο ένα κι έβηχε και ψυχορραγούσε.
Τέλος έσβησε ένα πρωί πριν φέξει, ανέβηκε στον απάνω κόσμο.
Λίγες εβδομάδες πέρασαν κι ετελείτο ο γάμος. Βαθιά τη νύκτα, στο σκοτάδι, αλλά με πυροβολισμούς και με πομπή και με πολλούς καλεσμένους.
Τώρα η Ακριβούλα, η Πιτρόπισσα, με τις τραχηλιές και τις χειρίδες της, τρεις σπιθαμές το κέντημα - και με τα χρυσά ποδογύρια της, ένα πήχη το πλάτος - κάθε Κυριακή και κάθε εορτή, συνδιαπρέπει μαζί με το σύζυγό της και συμπαρίσταται στο παγκάρι της εκκλησίας του Αγίου Νικολάου.
Και σε όλα τα πανηγύρια και σε όλες τις μνήμες των Αγίων όπου υπάρχουν επισκέψεις και ονόματα, περιφέρει από οικία σε οικία, από δρόμο σε πλατεία και από το χωριό στην εξοχή, τους μεγαλοπρεπείς στολισμούς, έργο των χειρών της μακράς καρτερίας και υπομονής,  στο πείσμα των εχθρών της!
 
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης

Σάββατο 28 Αυγούστου 2021

Η Πεποικιλμένη

 ➖
Το διήγημα δημοσιεύτηκε το 1909

Τη μετατροπή του κειμένου στην
καθομιλουμένη δημοτική
έκανε ο
Ιωάννης Δ. Γιαννούκος
⭐⭐⭐

Είχα τάξιμο να πάω στην Κεχριά, να ψάλω το «Πεποικιλμένη», στα Εννιάμερα, στις 23 Αυγούστου.

Απὸ δέκα χρόνων δεν είχα επισκεφθεί την Παναγία την Κεχριά.
Δέκα χρόνια είχα να ασπασθώ τη σεβάσμια παλαιὰ εικόνα της Κοιμήσεως, όπου είναι ζωγραφισμένοι, επάνω σε δύο υπερώα, από τη μία και από την άλλη μεριά, ο ιερός Κοσμάς (αυτός ο θεσπέσιος ποιητής της Πεποικιλμένης) και ο θείος Δαμασκηνός, τείνοντες δύο τόμους κάτω προς τη σύνθεση της εικόνας, επί των οποίων είναι γραμμένα δύο τροπάρια, το «Γυναίκα σε θνητήν, αλλ’ υπερφυώς και Μητέρα Θεού» και το «Αξίως ως έμψυχόν σε ουρανὸν υπεδέξαντο…»
Και δεν είχα αγναντέψει, ούτε από μακριά τον εξαιρετικού κάλλους θόλο του σεμνού ναΐσκου, όπου αστράπτει στον ήλιο, όλος ποικιλμένος απὸ τα ωραία παλαιό πινάκια, που ήταν εγκολλημένα στο κτίριο σαν όστρακα μαργαριτοφόρα.
Και παραμέλησα το τάξιμό μου και δεν αποφάσιζα να πάω.
- Νύχτωνε και καθόμουν έξω από το μαγαζί του αγαπητού νεαρού φίλου μου, του Κωστή του Τσαμασφύρου, ρεμβάζοντας και χωρίς να σκέπτομαι.
Ο Κωστάκης μου έφερε ποτήρι ρακιού να με κεράσει και μου είπε:
― Δεν πήγες, μπάρμπ᾿ Αλέξανδρε, στην Παναγιά την Κεχριά;
Εγὼ θα πάω.
― Τώρα που νύχτωσε; Τι λες!
― Έχει φεγγαράκι.
Ήπια και ξαναμπήκε στο μαγαζί του κρατώντας το δίσκο.
Μόλις αυτός μπήκε και αμέσως εισόρμησα κι εγώ μέχρι το κυλικείο, όπου απέθετε το δίσκο με τα ποτά.
― Θα πας σίγουρα, Κωνσταντή;… Πως σου ήρθε;…
Έχεις συντροφιά;
―Έχω, αν δεν με γελάσει.
― Ποιόν;
― Τον Αργύρη τον Τσαλαβούτη.
Έτρεξα έξω, πήγα σε ένα υποδηματοποιείο, δύο ή τρεις πόρτες παρέκει, για να βρω το μικρό ανεψιό μου το Διαμαντή, που εργαζόταν ως κάλφας στην τέχνη αυτή. Δυστυχώς το υποδηματοποιείο είχε κλείσει.
Πλησίαζε οκτώ η ώρα, δύο ώρες νύκτα.
Επέστρεψα προς του Τσαμασφύρου.
― Κωσταντή, δεν βρήκα τον ανιψιό μου.
Ο μάστορής του έκλεισε απὸ νωρίς.
Ήθελα να του πω, να πει χαμπάρι στο σπίτι.
Δε συμφέρει να πάω ο ίδιος εκεί. Θα φωνάζουν οι αδελφές μου. «Πού θα πας τέτοιαν ώρα;» και τα λοιπά. Μιζέριες γυναικών…
Ακούς να σου πω;
― Λέγε.
―Αναλαμβάνεις να στείλεις είδηση στο σπίτι μου, για να μη με γυρεύουν και ανησυχούν όλη νύχτα;
Στείλε έναν, όποιον βρεις, ή ένα παιδί… ή ένα πουλί.
― Καλά.
― Μην ξεχάσεις.
― Όχι.
―Εγὼ θα πάω πεζός και μοναχός μου. Εσὺ έλα με το άλογό σου και με την παρέα σου. Θα πάρεις και κουμπάνια;
― Θα πάρω.
― Σε περιμένω στον Αι-Λιά. Εκεί θα σμίξουμε.
― Καλά.
* * *
Ο Κωστής, ο νεαρός φίλος μου, μου είχε κάμει αληθινή υποβολή, αν όχι υπενθύμιση του ταξίματός μου. Δεν κρατιόμουν και κίνησα αμέσως.
Το φεγγάρι ήταν εννέα ή δέκα ημερών.
Λογάριαζα, μιας ώρας ανήφορο ως τον Άγιο Ηλία, μιας ώρας συνάντηση και διαμονή με πρόχειρο δείπνο στην τοποθεσία αυτή και τριών τετάρτων περίπου κατήφορο ως την Παναγία.
Η σελήνη θα μας έφεγγε ακριβώς ως να φτάσουμε στο τέρμα.
Πήρα τον ανήφορο, βαδίζοντας φράχτη-φράχτη, ανάμεσα από αμπέλια και ελαιώνες, ανέβηκα στο Κοτρονάκι, στους «Σακαλάρους», έφθασα στου Βαραντά το ρέμα, όπου «κρότιζε» ο τόπος, αλλά εγὼ δεν κροτιζόμουν, δεν είχα στο νου μου στοιχειά και φαντάσματα, αλλά προαπολάμβανα το «Πεποικιλμένη». Διέσχισα πέρα-πέρα το ρέμα, μπήκα στον Μεγάλο Ανήφορο, στο Μεροβίλι και τέλος, με πολὺ άσθμα και ιδρώτα, έφθασα στον Αι-Λιά. Αντίκρυ στο πελώριο κτίριο, το κελί του παπα-Ιερεμία, δύο ή τρία σκυλιά με γαύγισαν, αλλά όταν πάτησα στο οροπέδιο, όπου είναι ο ναΐσκος του Προφήτου, παραδόξως σιώπησαν και κρύφτηκαν σε δύο ή τρεις καλύβες, που φαίνονταν ανάμεσα στους κήπους.
Ψυχή δεν είχα συναντήσει. Γλυκός ζέφυρος φυσούσε στους πελώριους πλάτανους, τριγύρω στη μεγάλη δίκρουνη βρύση, όπου κελάρυζε τα νερά της στ᾿ αυλάκια, το ρέμα-ρέμα, τον κατήφορο.
Έκαμα το σταυρό μου, έξω απ΄ το παράθυρο, στο γλυκό φως των κανδηλιών, που έφεγγαν μπρος στο Χριστό και την Παναγία και τον Πρόδρομο και τον Προφήτη Ηλία με τη μάχαιρα και με τη μηλωτή. Έψαλα «ο ένσαρκος άγγελος».
Κάθισα στην πεζούλα. Αγνάντευα, στο μελαγχολικό φως της σελήνης το χωριό μας, κάτασπρο, κτισμένο σε δύο λόφους με κοιλάδα στη μέση, παραθαλάσσιο και το λιμάνι το τρίκολπο με τα τρυφερά νησάκια, που φαίνονται σαν να πρωτοεμφανίζονταν στα φωσφορίζοντα νερά.
Μετά ένα τέταρτο της ώρας, άκουσα κρότο και βάδισμα αλόγου. Σηκώθηκα. Ερχόταν ο Κωνσταντής.
―Εδώ είσαι, μπάρμπ᾿ Αλέξανδρε;
―Εδώ. Μοναχός σου ήρθες; Που είναι η παρέα σου;
―Με γέλασε… Μην τα ρωτάς, μπάρμπ᾿ Αλέξανδρε.
Όσα τροπάρια ήξερα… και ξέρω πολύ λίγα… όλα τα είπα στο δρόμο.
― Γιατί; Φοβήθηκες;
― Κρότιζε ο τόπος. Εσένα δε σ᾿ έμελλε;
― Όχι τόσο. Απ᾿ του Βαραντά ήρθες;
― Απ᾿ το Πετράλωνο. Εσύ, απ᾿ του Βαραντά;
― Ναι.
― Δεν φοβήθηκες εκεί, στο ρέμα;
― Δεν έβαλα στο νου μου… τίποτε.
* * *
Πέζεψε. Ξεφόρτωσε το ζεμπίλι με τα τρόφιμα και τη φλάσκα με το κρασί. Έβγαλε απὸ το ζεμπίλι ένα κερί σπαρματσέτο, έτριψε πυρείο και το άναψε. Έως να καθίσουμε μπροστά στο κατώφλι της μικρής εκκλησίας και να στρώσουμε το τραπέζι, αισθανθήκαμε ότι ο Μπαλής, το άλογο, που το είχε αφήσει λυτό ο Κωσταντής, μας έφυγε. Πριν κάνουμε το σταυρό μας, σηκώθηκε ο Κωστής.
Αλλά το υποζύγιο θα πήγε εκεί, προς ανατολάς, στο σύσκιο μέρος, ανάμεσα σε λόχμες και φράκτες και δεν το βλέπαμε.
Ήταν ανάγκη να τρέξει ο Κωστής, για να το ανακαλύψει κάπου.
Αλλά θα ήταν μεγαλύτερη ευκολία, ένας να κρατεί το κερί και άλλος να έχει τα χέρια ελεύθερα, για να συλλάβει το ζώο, άμα θα το εύρισκε.
Ο Κωσταντὴς ήταν ο μόνος αρμόδιος προς το τελευταίο τούτο, εγὼ σε τι άλλο θα χρησίμευα, παρά μόνο για να κρατώ το κερί.
Δυστυχώς, είχα βγάλει το παπούτσι μου το αριστερό, πριν καθίσουμε στο δείπνο, επειδή με ενοχλούσε ο κάλος μετά την οδοιπορία και βρέθηκα μονοπέδιλος, την ώρα που είχε γίνει άφαντο το ζώο.
Και όμως ήταν ανάγκη να συμμορφωθώ.
Επήγα μαζὶ μὲ τον Κωσταντή πολλά βήματα, πέρα από το ιερό της εκκλησίας, με ένα παπούτσι, χωλαίνοντας και πατώντας στα αγκάθια.
Ευτυχώς, ο Μπαλής δεν είχε πάει μακριά, ήταν διακριτικό άλογο.
Είχε απομακρυνθεί απλώς για να βοσκήσει και δεν είχε βάλει κακό με την κεφαλή του.
Όταν γυρίσαμε πίσω, εγὼ κρατώντας το κερί, ο Κωσταντὴς σύροντας τον Μπαλή, τον οποίον και έδεσε πρόχειρα στη ρίζα ενός θάμνου αντίκρυ μας, ο Κωστής ξέχασε που είχε βάλει το μαχαίρι, καθώς το είχε βγάλει απὸ το ζεμπίλι, για να κόψει ψωμί και ψωμί δεν έκοψε, αλλά τρέξαμε αποτόμως προς ανεύρεση του Μπαλή.
Ο Κωστής το αναζητούσε τώρα στο ζεμπίλι, αλλά στο ζεμπίλι δεν ήταν, ούτε πήδησε μοναχό του πίσω, αφού το είχε βγάλει από κει. Ψάξαμε πολλή ώρα με το κερί, τέλος το βρήκαμε κοντά στη βορειοδυτική γωνία του εκκλησιδίου, κοντά στις ανθοδόχες, όπου ευωδίαζαν εκεί βασιλικά και ροσμαρὶ και δενδρολίβανα.
Φάγαμε το λιτό δείπνο μας, ήπιαμε, εδευτερώσαμε και ετριτώσαμε με τη φλάσκα.
―Όλα καλά, μπάρμπ᾿ Αλέξανδρε, μα έλα που ξέχασα να στείλω χαμπάρι στο σπίτι σας…
―Αλήθεια;… Επόμενο ήταν. Δεν πειράζει, Κωσταντή.
Την επόμενη μέρα έμαθα, ότι η αδελφή μου η νεότερη, πήγε μεσάνυχτα, μαζί με τον ανεψιό μου, μ᾿ ένα φανάρι και ξύπνησε τη νεαρή γυναίκα του Κωσταντή, που ήταν έγκυος στο μήνα της, για να πληροφορηθεί.
Τέλος έμαθαν ότι είχα πάει στο πανηγύρι και ησύχασαν.
― Σήκω τώρα να πηγαίνουμε. Θα είναι παραπάνω από δέκα η ώρα…
Το φεγγάρι όσο πάει και γέρνει εκεί κάτω και θα τα βρούμε σκούρα τον κατήφορο, ανάμεσα στα ρέματα και στον ελαιώνα.
― Πάμε, μπαρμπ᾿ Αλέξανδρε.
Σηκώθηκε και φόρτωσε τα πράγματα στο ζώο. Αλλά την τελευταία στιγμή, αναζητούσε το ψάθινο καπέλο του και δε θυμόταν που το είχε πετάξει. Τέλος το βρήκαμε, με τη βοήθεια του κεριού.
Εγὼ είχα φορέσει το παπούτσι μου.
Σβήσαμε το κερί και το έβαλα εγὼ στην τσέπη μου.
Ανεβήκαμε τη μικρή ανηφόρα, έως το ζυγό των δύο βουνών, μεταξύ των δύο υψωμάτων του Αγίου Αθανασίου και του Αγίου Κωνσταντίνου.
Εκεί κατηφορίσαμε, για να φθάσουμε στην Κεχριά.
Το φεγγάρι, μισό και κάτι, έγερνε προς τον Αραδιά, το δρυμώνα και χαμήλωνε, χαμήλωνε. Αντίκρυ στο Πήλιο, έμελλε να κρυφτεί μετά μία ώρα το πολύ, αλλά πριν να κρυφτεί, θα έχανε σχεδόν το φέγγος του, όσο θα κοντοζύγωνε στο μεγάλο βουνό.
Οι δρύες του Αραδιά φαίνονταν, σαν να έριχναν τη σκιά τους προς τον ουρανό και το φεγγάρι θόλωνε, θόλωνε.
Εγὼ είχα την ιδέα, ότι ο Κωστὴς θα ήξερε καλύτερα απὸ μὲνα το δρόμο, ως νέος που κατοικούσε διαρκώς στον τόπο. Εκείνος νόμιζε, ότι εγὼ θα θυμόμουν καλύτερα τα κατατόπια, σαν παλιός που αγαπούσε τα εξωκλήσια. Αλλά είχα δέκα χρόνια να πάω στην Κεχριά, ο δε Κωστής, αν και κτηματίας, δεν είχε ελαιώνα προς αυτό το μέρος και δε σύχναζε εκεί.
Οι δρομίσκοι της εξοχής, είναι δύστροποι και άτακτοι.
Άλλος καταπατεί του γείτονα το κτήμα ή το δημοτικό ή το μοναστηριακό και σπρώχνει το δρόμο πάρα έξω, άλλος ανοίγει μονοπάτι όπου φθάσει, μέσα στους αγρούς και συντομεύει το δρόμο, άλλος κτίζει καλύβα, στρώνει αλώνια και κατασκευάζει φράκτη προς το συμφέρον του.
Και το φεγγάρι χαμήλωνε.
Τέλος χάσαμε, όπως ήταν φυσικό, το δρόμο. Έβγαλα το σπαρματσέτο και το άναψα. Στρίβαμε δεξιά και αριστερά, γυρίζαμε από δω κι από κει, εκείνος καβάλα, εγὼ πεζός. (Ο Κωστὴς μου πρότεινε φιλόφρονα να κατέβει και να ιππεύσω, αλλά εγὼ δεν το συνηθίζω ποτὲ αυτό στη μικρή νήσο μου.)
Τέλος, ο Κωσταντὴς κατέβηκε απ΄ το υποζύγιό του, μου πήρε το κερί και κοίταζε να βρει το δρόμο. Ύστερα είπε ότι τον βρήκε, έσβησε το κερί, το έβαλε δεν ξέρω που και ίππευσε πάλι.
Και πάλι αποπλανηθήκαμε. Κοντεύαμε ωστόσο να φθάσουμε στην Παναγία. Μας φαινόταν ότι βλέπαμε κάτι να ασπρίζει κάτω εκεί, στο βάθος της κοιλάδας, κάτι σαν κτίριο, σαν εκκλησία, σαν μοναστηράκι, μία ακτίνα σαν απὸ φωτιά καταυλισμού ανθρώπων που αγρυπνούσαν, αλλά το δρόμο δεν τον βρίσκαμε, πώς να κατεβούμε εκεί; Αισθανθήκαμε, ότι πέσαμε δέκα πήχεις κάτω απὸ το επίπεδο, όπου ήταν το μικρό παλαιό μονύδριο. Φθάσαμε σε άβατο. Ούτε μπρος ούτε πίσω.
Ο Κωσταντὴς πέζεψε και πάλι απὸ το ύψος του σαμαριού και μου ζητούσε το κερί, για να ανάψει να βρει το δρόμο. Αλλά εγὼ θυμόμουν ότι δεν μου είχε δώσει το κερί. Τέλος έψαξε στον κόρφο του, στις τσέπες του, στο ζεμπίλι και το βρήκε, δεν ξέρω που.
Έτριψε ένα πυρείο, δύο, τρία, πέντε, αλλά τέτοιο αεράκι απόγειο ερχόταν απὸ το βουνό, ώστε τα σπίρτα έσβηναν πριν να ανάψουν.
Τέλος κατόρθωσε να ανάψει το κερί, αλλά μετὰ μία στιγμή το έσβησε το αεράκι. Τέλος, ο Παπάς - τέτοιο παρατσούκλι έφερε ένας κηπουρός, που ήταν σε εκείνο το μέρος, δεν ξέρω γιατί ο ίδιος εκκαλείτο και Σκαρλάτος, αλλά το καθ΄ αυτό όνομά του δεν κατόρθωσα να το μάθω - μας αισθάνθηκε ότι βρισκόμασταν προς εκείνο το μέρος και ήλθε σε βοήθειά μας, προτού να φωνάξουμε, γιατί ντρεπόμασταν να φωνάξουμε. Ήλθε και μας ανέβασε προς τα επάνω και μας οδήγησε στην Παναγία την Κεχριά.
* * *
Ο Γούμενος, νεαρός ρασοφόρος τον οποίο είχε στείλει ο νεοχειροτόνητος Επίσκοπος, είχε κοιμηθεί, αφού είχε κάμει εσπερινό, που διήρκεσε ως τις δέκα η ώρα. Ήταν παρά λίγο μεσάνυχτα, όταν φτάσαμε.
Ο Γούμενος, δε γνώριζε τα παλαιὰ έθιμά μας και δεν τα ασπαζόταν.
Τα κελιά κατερειπωμένα, ένα μόνο είχε ανακαινισθεί τελευταία, με δαπάνη ενός κοσμικού χριστιανού. Ο λίγος κόσμος, που είχε οδοιπορήσει προς τα εκεί για να εορτάσει τα Εννιάμερα της Παναγίας  - τριάντα περίπου ευλαβείς νοικοκυράδες και άνδρες δέκα ή δεκαπέντε και άλλα τόσα παιδιά, είχαν πάει για να αγρυπνήσουν -  άλλωστε, ποιος θα έφερνε ρούχα για να κοιμηθεί; Και ποιος θα πήγαινε για να κοιμηθεί στο ύπαιθρο;
Ο Γούμενος είχε κοιμηθεί στο κελί.
Ο Γιώργης το Μπονακάκι, ψάλτης, που είχε πάει από το βράδυ, με πληροφόρησε, ότι ο πάτερ Γεράσιμος, είχε υποσχεθεί να σηκωθεί μετά μία ώρα και να αρχίσει τον όρθρο. Καλά. Να σημειώσουμε ότι το παλαιό μονύδριο της Κεχριάς ήταν προσκολλημένο ως Μετόχι στο πάλαι ποτὲ σεβάσμιο κοινόβιο του Ευαγγελισμού κι από εκεί είχε έλθει για να τελέσει την πανήγυρη ο παπα-Γεράσιμος.
Φωτιά ήταν αναμμένη στο προαύλιο. Γυναίκες και παιδιά ζεσταίνονταν στη φωτιά. Έκανε ψύχρα.
― Πέτε μας καμιά ιστορία για κανένα στοιχειό, χριστιανοί, είπα εγώ και κάθισα κοντά στη φωτιά. Εδώ στο ρέμα, τον κατήφορο, πόσα στοιχειά έβλεπαν, τον παλαιό καιρό. Που κείνα τα χρόνια!
Άρχισε το Μαριὼ του Μουσκαδού κι η γριά-Αγάλλαινα κι η παππαδιά του Μπονάκη η χήρα, η μητέρα του ιεροψάλτη, να μας διηγούνται για στοιχειά. Αλλά διαφώνησε ο κυρ Μενέλαγος, που δε λείπει απ᾿ όλα τα πανηγύρια κι ο Στέργιος της Μαλαματίνας, λέγοντες ότι αυτοὶ δεν πιστεύουν τα στοιχειά.
Παντού παρουσιάζονται Ρωμιοὶ για συζήτηση, περὶ του αν υπάρχουν στοιχειά.
Εγώ σε αυτούς τους ανθρώπους, αν είχα εξουσία, θα έβαζα φίμωτρο.
Έγινε δύο η ώρα κι ο Ηγούμενος κοιμόταν κι ο κόσμος κρύωνε.
Ο Γιώργης τα Μπονακόπουλο, μου προσφέρθηκε να πάει να ξυπνήσει τον Ηγούμενο.
― Όχι, μην τον ξυπνάς. Δεν έχομε θάρρος στον άνθρωπο.
Πάμε μέσα κι εγώ θ᾿ αρχίσω τον Πολυέλεο, για να πάρω τη μπόρα… δηλαδή, για να αναλάβω την ευθύνη. Και συ, άνοιξε το βιβλίο σου το μουσικό και κελάηδα το. Εγὼ θ᾿ αρχίσω το «Δούλοι Κύριον». Κατόπιν εσύ αρχινάς το «Λόγον αγαθόν». Εγὼ δεν ήρθα για τον Πολυέλεο, ήρθα για το «Πεποικιλμένη».
* * *
Μπήκαμε μέσα στο σεπτό ναΐσκο. Βυζαντινό, με χιβάδες και με τοιχογραφίες και αρχίσαμε τον Πολυέλεο. Ο κόσμος έτρεξε κατόπιν μας, άναψαν πολλά κεριά οι γυναίκες και βρήκαμε θάλπος και παραμυθία.
Μετά είκοσι λεπτά, ο Ηγούμενος παρουσιάστηκε.
Είτε η ψαλμωδία μας τον ξύπνησε ή θέλησε να ξυπνήσει.
Πλησίασα προς την πύλη του ιερού τη βόρεια και του εξηγήθηκα:
― Πάτερ, για να μαζωχτεί ο κόσμος και να ζεσταθεί, κρίναμε καλόν να αρχίσουμε τον Πολυέλεο, χωρὶς να σας βιάσουμε σε τίποτε.
Πιστεύω ότι δεν ενοχληθήκατε.
― Καλά, καλά.
Τέλος, αξιώθηκα να ψάλω το «Πεποικιλμένη» και τούτο αρκεί.
Όταν βγήκαμε απὸ τη λειτουργία, περὶ το λυκαυγές, ο Ηγούμενος χαμογελώντας μας προσέφερε πάνω στην πεζούλα έξω από το ναό, όπου καθίσαμε, ροδάκινα και ρακί, ευλογία του Μοναστηριού.
Είχα αρνηθεί να πιώ καφέ, όταν μου πρόσφεραν οι γυναίκες
οι πανηγυρίστριες, αλλά όταν ο Ηγούμενος έστειλε τον πάτερ Παφνούτιον, πρώην υπενωμοτάρχη, ο οποίος είχε καλογερέψει στο κελί και μου έφερε μεγάλη κούπα καφέ, μοναστηριακό θαυμάσιο, δεν μπόρεσα να αρνηθώ.
Ύστερα έμαθα ότι, την ώρα που είχε κατεβεί «μαχμουρλής» ο Ηγούμενος από το κελί, μία των γυναικών, η Μαριὼ του Μουσκαδού, τον πλησίασε και του είπε:
― Γέροντα, να μου κάμεις μια παράκληση, σαν απολύσει η λειτουργία.
― Δεν λες αυτουνού που είναι μέσα να σου την κάμει;
απάντησε ο Ηγούμενος.
Εννοούσε εμένα.
 
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης

Παρασκευή 27 Αυγούστου 2021

Η ξομπλιαστήρα

 ➖
Το διήγημα δημοσιεύτηκε το 1906

Τη μετατροπή του κειμένου στην
καθομιλουμένη δημοτική
έκανε ο
Ιωάννης Δ. Γιαννούκος  

                         ⭐⭐⭐                         

Όταν γύριζαν το βράδυ απὸ τη βρύση, φορτωμένες τις στάμνες τους, το Ορσάκι, η ωραία μελαχρινή κόρη του καπετὰν Λιμπέριου και το Μορφούλι, συνομήλική της ορφανή ξαδέλφη, την οποία είχαν στο σπίτι τους και ανάτρεφαν και το Μονεβασώ, ωραία γειτονοπούλα, κόρη του Αποστόλη του πρωτομάστορη, συνήθως μόλις κρατούμενες και μόλις δυνάμενες να βαστάνε τις στάμνες τους απὸ τα γέλια, έκαμναν και όλες τις ηλικιωμένες του σπιτιού και της γειτονιάς να ξεκαρδίζονται, με τις φαιδρές ιστορίες τους.
Διηγούνταν όλα τα συναπαντήματα του δρόμου, του Λιβαδιού και της βρύσης, όσα τις είχαν συμβεί απὸ τη στιγμή που είχαν ξεκινήσει απὸ το σπίτι, ως τη στιγμή που έφθασαν γυρνώντας από την ευχάριστη αγγαρεία τους.
Πως στο δρόμο το Μορφάκι, με μία τολμηρή για την ηλικία και το φύλο της κίνηση, έτρεψε σε άτακτη φυγή μία ολόκληρη συμμορία από μάγκες, στην άκρη του χωριού, στα Λιβάδια, οι οποίοι επέμεναν να τις πετροβολούν, βρίσκοντας διασκέδαση αν κατόρθωναν, να σπάσουν τις στάμνες τους, τότε η μεγαλόσωμη και μόλις έφηβη παιδίσκη με το ρωμαλέο βραχίονά της, ξάμωνε και κουνούσε τη στάμνα εναντίον τους, προσποιούμενη ότι την θυσίαζε και ήταν έτοιμη να τη ρίξει στα κεφάλια τους.
Η διήγηση, φάνηκε στη γριά Μορισίνα, τη μητέρα της Μονεβασώς, σαν σύμβολο πράγματι της πρώιμης αλκής της ορφανής κόρης και σαν χαρακτηριστικό, ότι αυτή η αδυναμία της γυναίκας, εύθραυστη όπως η στάμνα της, αυτή γίνεται φοβερό όπλο κατὰ της κεφαλής του άνδρα, όταν εκείνη θελήσει.
Πως στη βρύση, δύο γυναίκες καυγαδίζουν, περὶ του ποια είχε σειρά να γεμίσει απὸ τον έναν κρουνό της βρύσης, πιάστηκαν χέρια με χέρια, μαλλιά με μαλλιά, με κίνδυνο να σπάσουν και τις δύο στάμνες τους, τότε, με πλατιά γέλια, βρήκαν ευκαιρία τα τρία κορίτσια, γέμισαν, χωρὶς να έχουν αράδα τις στάμνες τους, η μία μετά την άλλη κι έφυγαν τρέχοντας.
Πως στην επιστροφή, ένας ερωτοχτυπημένος νέος τις παρακολούθησε, ενώ νύχτωνε ήδη, δείχνοντας σημεία βαθιάς και δειλής προσήλωσης, ποιος ξέρει προς ποια εκ των τριών.
Τότε το Μονεβασώ, σε κάποια ερημική καμπή του δρόμου, στράφηκε ήρεμα προς το μέρος του νέου και με ένα ειρωνικό «αχ! πουλάκι μου,» τον έκαμε να χάσει ο δυστυχής τα μυαλά απὸ τη χαρά του.
* * *
Αλλά, πολύ μεγάλη διασκέδαση εύρισκαν οι τρεις ζωηρές κόρες, στο να παρενοχλούν πολὺ συχνά, σχεδόν κάθε μέρα, στο σπιτάκι της, μία πολύ παράξενη γερόντισσα, τη γριά-Καντούσαινα.
Η γριά-Καντούσαινα, χήρα απ΄ τα  νεανικά της χρόνια, χωρὶς θυγατέρα, με δύο γιους ξενιτεμένους απὸ χρόνια στους ωκεανούς, οι οποίοι εδώ και καιρό είχαν ξεχάσει τη μητέρα τους - πήγαν, όπως αυτή έλεγε καταριόντας, «στην αγυρισιά» και είχαν ρίξει πέτρα πίσω τους - ζούσε σε μικρή καλύβα, στην άκρη του χωριού, με μία αυτοσχέδια αυλή ξερολίθι, ασκώντας το επάγγελμα, ενίοτε της μαμής, στις λίγες εγκύους, όσες αποφάσιζαν να την καλέσουν, μη φοβούμενες τη μετέπειτα κακολογία της (διότι συνήθιζε να ξαναλέγει μεγαλοφώνως όλα τα ψεγάδια, όσα θα έβλεπε τυχόν στη Λεχώνα και στο περιβάλλον) και ασχολείταν από το πρωί μέχρι το βράδυ, να διώχνει με μία καλαμιά τις ξένες κότες απὸ την αυλή της, αναθεματίζοντας και καταβλαστημώντας όλες τις γειτόνισσες.
Η καλύβα και η μικρή περιοχή της Καντούσαινας, εξείχε απὸ την ευθεία γραμμή κι έκοβε απότομα το δρόμο, αναγκάζοντας το διαβάτη να περπατήσει μεγάλη καμπύλη.
Τώρα, τα τρία κορίτσια, η Όρσα, το Μορφούλι και το Μονεβασώ, επειδή ήταν ο δρόμος τους, άρεσε και σ΄αυτές «να κόφτουν δρόμο» και όταν έβλεπαν, ότι η γριά δε βρισκόταν τη στιγμή εκείνη έξω στην αυλή, αδιάφορο αν ήταν μέσα στην καλύβα, όπως φανέρωνε ο καπνός, που ανέβαινε απὸ τη μικρή καπνοδόχο της στέγης και ας ήταν και η πόρτα της καλύβας ανοικτή, υπερπηδούσαν τολμηρά τον σπιθαμιαίο τοίχο της αυλής, διασκέλιζαν τον περίβολο, πατούσαν στη μικρή πρασιά την οποία καλλιεργούσε η γριά - το Μορφάκι συνήθως έσκυβε κι έκοβε κλωνάρι απὸ την πιπερόριζα ή απὸ το δυόσμο που ευωδίαζε εκεί σε δύο ή τρεις γλάστρες - και με κρότο και με πνιγμένα γέλια έφευγαν θριαμβευτικά από τον αντικρινό τοίχο.
* * *
Λοιπόν, η μικρή Μόρφω, που κατὰ βάθος έμοιαζε πολὺ στην ιδιοσυγκρασία με τη γριά-Καντούσαινα - τούτο έμελλε να φανεί, αν είχε τύχη η κόρη να ζήσει και να γεράσει, όπως εκείνη - και ήταν «ξομπλιαστήρα» όσο ήταν αυτή, προκειμένου για τις μικρές ελλείψεις των λεχώνων, όσες είχε ξεγεννήσει, άμα επέστρεφαν στο σπίτι, δεν παρέλειπε να αναπαριστά ζωντανά όλες τις θύελλες και τους κεραυνούς, όσους εκσφενδόνιζε τότε η γριά-Καντούσαινα εναντίον τους, πως εξορμούσε απὸ την πόρτα της καλύβας, κρατώντας πάντοτε την καλαμιά της, σαν να ήταν αυτές κότες για να τις διώξει.
―Μωρὴ σεις, τρελοξούδες! Μωρή, ξιφοστλιάρες!
Μωρή, μαυραγκαθιές! Που να κοπούν τα ποδαράκια σας!
Που να πιαστούν τα χεράκια σας!
Μωρή, δεν ντρέπεστε να πηδάτε μες στην αυλή, να μου πατάτε τα χορταράκια, να μου κόβετε τα βλασταράκια μου;
Που να κοπεί η μεσίτσα σας! Που να πέσουν οι ποδιές σας! Που να καούν τα φουστανάκια σας! Δεν έχετε πόνο, δεν έχετε αίστημα, να με συχύζετε, γριά γυναίκα; Δεν έχετε ντροπή, κοτζάμ μαλλιαρομούστακες… πολυποδαρούσες!
* * *
Λοιπόν, μετά καιρό, η γριά-Καντούσαινα αποφάσισε να ξοδέψει όλο το κομπόδεμά της – που ανερχόταν περίπου σε σαράντα ρηγίνες, δηλαδή γερμανικά τάλιρα - για να κτίσει έναν καλό περίβολο γύρω στην αυλή της, ώστε να απαλλαγεί συνάμα απὸ τις κότες και απὸ την καλαμιά, απὸ τις έριδες με τις γειτόνισσες και απὸ τις κατάρες, απὸ τις ενοχλήσεις των μαγκών του δρόμου και απὸ τις επιθέσεις των
νεροκουβαλητριών κορασίδων, που τολμούσαν να καταπατούν την περιοχή της.
Ένα φθινοπωρινό δειλινό, την ώρα που άναβαν τους λύχνους, ανέβηκε με όλα τα γεράματά της στον Επάνω Μαχαλά και ήλθε στο σπίτι του καπεταν Λιμπέριου. Τα δύο κορίτσια, η Όρσα και το Μορφούλι, άμα την είδαν έξαφνα, νόμισαν ότι ήλθε να τις μαρτυρήσει στον πατέρα τους, να παραπονεθεί για τις ενοχλήσεις, όσες της είχαν προξενήσει κατά καιρούς στην αυλή της.
Η Όρσα, κατέβηκε κάτω στο κατώγι και προσπάθησε να κρυφθεί πίσω από δύο πιθάρια λαδιού και πλησίον στην καρούτα, όπου πατούσαν τα σταφύλια στον καιρό του τρύγου.
Η Μόρφω, βγήκε έξω στο μπαλκόνι που έβλεπε προς το γιαλό, πάνω από το βράχο, έκλεισε την πόρτα απ΄έξω κι έμεινε κοιτάζοντας στο κύμα και ρεμβάζοντας και σκεπτόμενη, αν δε θα ήταν καλό, να είχαν και τα κορίτσια φτερά για να πετούν, όπως οι καλλικατζούνες, οι καρακάξες, οι κουκουβάγιες και τόσα άλλα όρνεα.
Αλλά ήταν μακριά απ’ την αλήθεια και οι δύο. Η γριά-Καντούσαινα ήταν προφανές, ότι δεν ήξερε καν τίνος ήταν τα τρελοκόριτσα που την ενοχλούσαν στην αυλή της, ούτε τις είχε δει ποτὲ κατὰ πρόσωπο, κατὰ τις ώρες εκείνες του σουρουπώματος.
Η Μόρφω τέντωσε τα αυτιά έξω απ΄ την πόρτα του εξώστη και άκουσε.
* * *
Η Σεραϊνώ, χήρα Θεοδώρου Καντούσου, μαία το επάγγελμα, είχε έλθει για να παρακαλέσει τον καπετὰν Λιμπέριο, επειδή και του περνά απ᾿ το χέρι, ως μέλος της Δωδεκάδας όπου ήταν, να παρακαλέσει προς χάριν της το Δήμαρχο και όλη τη δωδεκάδα - είχε πάει η ίδια και σε άλλους απ΄ τη Δωδεκάδα για τον ίδιο σκοπό - ως χήρα γυναίκα που ήταν και δεν είχε κανένα να την υπερασπισθεί, επειδή θέλησε στα τόσα χρόνια να χτίσει ένα ντουβάρι γύρω στην αυλή της, για να γλυτώσει απὸ τα βάσανα και τους μπελάδες της γειτονιάς και είχε αποφασίσει να θυσιάσει όλο το μικρό της κομπόδεμα προς το σκοπό τούτο. Τώρα λοιπόν, όλοι οι γειτόνοι και οι γειτόνισσες σηκώθηκαν στο ποδάρι και ζητούν να την πνίξουν, με πρόφαση ότι δεν είναι τάχα δικός της ο τόπος τον οποίο αυτή ως αυλή της διεκδικεί (που να μη βρεθεί τόπος να τις θάψουν!).
Και πώς αυτή, χήρα γυναίκα, χωρὶς άνδρα και υπερασπιστή, θα κατείχε τόσα χρόνια τον τόπο, με κείνο το πρόχειρο ξερολίθι που είχε για περίβολο, ανίσως ο τόπος δεν ήταν δικός της;
Ο καπετὰν Λιμπέριος απάντησε ότι, καθώς ξέρει και καθώς έμαθε τώρα στα τελευταία, που είχε πάθει απὸ τα πόδια και αναγκάσθηκε να μείνει έξω απὸ το καράβι και οι πατριώτες του τον είχαν εκλέξει δημοτικό σύμβουλο, αυτά τα πράγματα λέγονται δικαστικά και το Συμβούλιο, δεν έχει μεγάλη δικαιοδοσία στα τοιαύτα, αλλά η θεια-Σειραϊνώ, ως πρωτινή όπου είναι, φαντάζεται ότι είναι όλα το ίδιο - δικαστικά και διοικητικά - όπως ήταν στα παλαιὰ χρόνια.
Μ᾿ όλα ταύτα, ότι περνά απ᾿ τα χέρια τους, θα φροντίσουν για το δίκαιό της, αυτός και οι άλλοι σύμβουλοι.
* * *
Η γριά-Καντούσαινα τους καληνύχτισε και κατέβαινε τη σκάλα.
Η μικρή Μόρφω, είχε ανοίξει την πόρτα του μπαλκονιού, διέσχισε τη σάλα κι έφθασε μπροστά της στο κεφαλόσκαλο, όπου πήρε και το λύχνο του μαγειρείου, για να της φέξει. Τότε γελώντας της είπε:
― Μας θυμήθηκες, βλέπω, θεια-Σειραϊνώ, εμάς τις… πολυποδαρούσες;…
Η γριά στάθηκε χωρὶς να δείξει ότι εκπλήσσεται ή πτοείται και απάντησε:
―Α! εσείς ήσαστε, πουλάκια μου, που περνούσατε απ᾿ την αυλή;…
Δεν έρχεσαι να σε φιλέψω όσο θέλεις δυόσμο και ταμπαρόριζα και βασιλικό;… να ζήσεις, πουλάκι μου!
 
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης

TO ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΩΝ ΔΙΡΦΕΩΝ 2