Σάββατο 14 Αυγούστου 2021

Έρημο μνήμα

 


Το διήγημα δημοσιεύτηκε το 1910
➖➖
Τη μετατροπή του κειμένου στην καθομιλουμένη δημοτική 
έκανε ο 
Ιωάννης Δ. Γιαννούκος
⭐⭐⭐

«Έρημο μνήμα κι άχαρο…», έτσι άρχιζε το μοιρολόγι της μικρής Κατερίνας, της νεότερης κόρης του Χρήστου του Σαρρή, όταν βγήκε από το σεμνό ναΐσκο, το μικρό πλήθος αυτών που ανέβηκαν για την εξοχική κηδεία, από την παραθαλάσσια μεσημβρινή πολίχνη.
Ο μικρός τάφος, είχε σκαφθεί ανατολικά της εκκλησίας, σύρριζα  στη χιβάδα του ιερού κι ο παπ᾿ Αποστόλης με το θυμιατό, έλεγε την τελευταία ευχή του Τρισάγιου και το Κουκλί και το Μπονακί, τα δύο αγαπημένα ψαλτουδάκια της Παναγίας από την Επάνω Ενορία, έψελναν σιγά και βαθιά, το «ρώντές με άφωνον» κι ο παπα-Στάμος αφού έσκυψε, είχε πάρει ένα σπασμένο κεραμίδι από την παμμήτορα γη και προσπαθούσε με το μαχαιράκι του να χαράξει επάνω ένα σταυρό με τὸ ΙΣ. ΧΣ. ΝΙ-ΚΑ χιαστί ολόγυρα.
Κι η γριά-Φλωροὺ, ξέχυνε με λόγια και με δάκρυα τον πόνο της, ότι, αφού είχε θάψει προ πέντε ετών το μοναχογιό της, είχε επιζήσει ακόμη, για να νεκρασπασθεί και τον εγγονό της τον πρωτογέννητο.
Κι η μικρή Κατερίνα άρχιζε και δεν τελείωνε το μοιρολόγι της:
«Έρημο μνήμα κι άχαρο στα χόρτα τ᾿ ανθισμένα,
 πες μου, που πήγε το πουλί που πέταξε στα ξένα.»
* * *
Είχε μισέψει ο νέος πριν τέσσερα χρόνια, μόλις 17 ετών τότε, για την Αμερική, όπως όλοι. Τον είχε κολλήσει από τους άλλους η μανία της μετανάστευσης, αν και θα ήταν χρήσιμος στον τόπο, όπου ο πατέρας του διατηρούσε καλό μαγαζί.
Ο μικρός Νίκος, είχε φύγει σχεδόν χωρίς τη συναίνεση του πατέρα του. Έζησε πάνω από τρία χρόνια εργαζόμενος εκεί. Τέλος, αυτή τη χρονιά, μία Κυριακή μετά το μεσοσαράκοστο, έφτασε απροσδόκητα στο μικρό νησί. Ήταν άρρωστος, ισχνός και σκελετώδης.
Έζησε πέντε εβδομάδες. Νοσηλευόταν με άπειρες τρυφερές περιποιήσεις στο σπίτι. Έπειτα, περί τις τελευταίες μέρες του Απριλίου, τον είχε πιάσει στενοχώρια αφόρητη και ακράτητη ανάγκη αλλαγής περιβάλλοντος.
-Πατέρα, στον Αι-Λια να με πας. Εκεί θα γέννω καλά.
-Δεν είναι καιρός ακόμα παιδί μου.
Είναι ψύχρες κι υγρασία πολύ έξω.
-Και πότε θα με πας;
-Ας περάσουν ακόμα δύο μέρες.
-Την άλλη μέρα ο ασθενής πάλι.
-Πατέρα, πότε θα με πας στον Αι-Λια; Κοντά στη βρύση, από  κάτ΄ απ΄ τα πλατάνια, εκεί θα δω την υγειά μου.
-Να σιάσει ο καιρός Νίκο μου. Βλέπεις, τώρα βρέχει ο ουρανός.
-Πότε θα σιάσει;
-Σα μπει ο Μάης.
-Πότε μπαίνει;
-Μεθαύριο, το Σάββατο.
-Καλύτερα να πάμε πάνω στο κελί του γέρο-Πέτρου, να κάμουμε την Πρωτομαγιά. Δεν είναι καλά να πάμε αύριο αποβραδίς μάνα;
Επικαλέστηκε σε βοήθεια το μητρικό πόνο.
Η πονεμένη γυναίκα συμφώνησε.
Είχε σταματήσει μια μέρα η βροχή και την παραμονή της Πρωτομαγιάς, ανέβασαν καβάλα σε ένα γαϊδουράκι τον ασθενή με τις αποσκευές και πήγαν στο κελί του γέρο-Πέτρου.
Το ασκηταριό τούτο, ιδιόρρυθμα κτισμένο, είχε στεγάσει δύο ερημίτες πνευματικούς, προ χρόνων πεθαμένους και τελευταίος διάδοχός τους ζούσε ο γέρο-Πέτρος, ιδιώτης μοναχός και κηπουρός της μικρής περιοχής. Ήταν μεγάλο κτίριο ημιτελές, ακαλλώπιστο, με ολόγυμνα δωμάτια και η στέγη να στάζει.
Διάλεξαν ένα δωμάτιο, το ευπρέπισαν πρόχειρα, έστρωσαν σεντόνια και άναψαν με πελώρια ξύλα φωτιά στο τζάκι. Αλλά η καπνοδόχος, κακοκτισμένη και ανεπιμέλητη, γύριζε τον καπνό κάτω και το δωμάτιο είχε φλομώσει αποβραδίς, όταν κάθισαν στο δείπνο.
Ο γέρο-Πέτρος συμμετείχε στο δείπνο κι άρχισε να διηγείται στις τρεις γυναίκες, τη μητέρα, την κόρη και τη μάμμη και στον πατέρα του ασθενούς, διάφορα συναξάρια.
Πως τα άκακα βρέφη, όσα έκοψε άωρα ο άγγελος του θανάτου, απαιτούν δικαιωματικά από τον Χριστόν: «Μας εστέρησες τα επίγεια αγαθά, Βασιλεύ Άγιε Κύριε, δος μας τα ουράνια».
Πως ο άγιος Κλήμης διατήρησε ζωντανό επί ένα χρόνο, κάτω στο βυθό της θάλασσας, το παιδί το οποίο είχαν χάσει οι γονείς του.
Πως μία οικοδέσποινα, είχε φιλοξενήσει παλιά έναν όσιο αββά, εντωμεταξύ ενώ αυτή τον υπηρετούσε στην τράπεζα το παιδί της  είχε πέσει στο πηγάδι της αυλής.
Αυτή το στοχάστηκε, το πίστεψε για πνιγμένο, έσφιξε τα χείλη, κατάπιε τον πόνο της και δεν είπε τίποτα στον ξένο για να μην τον λυπήσει.
Ο αββάς τη ρώτησε:  Πού είναι το παιδί;
Αυτή προφασίστηκε ότι είχε αποκοιμηθεί, όπως κοιμόνται νωρίς  τα παιδιά. Όταν έφυγε ο αββάς, η φτωχή μάνα, άφησε να τρέξουν ραγδαία τα για πολύ ώρα κρατηθέντα δάκρυά της και έσκυψε στο πηγάδι, προσπαθώντας να βρει το πτώμα του παιδιού της.
Ω θείον θαύμα! Το παιδί ήταν ζωντανό. Επέπλεε στον αφρό  του νερού, χαμογελούσε και φώναζε τη μητέρα του: Μαμά! Μαμά!
Όταν τέλος το ανέσυρε, το παιδί διηγήθηκε, ότι εκείνος ο γέρος με τα μαύρα ράσα και με τα άσπρα γένια, που είχε έλθει και άλλοτε στο σπίτι τους, το κρατούσε όλη τη νύχτα στον αφρό του νερού για να μη βυθιστεί και του έδειχνε ωραίους κήπους και λιβάδια και το αποκοίμιζε με ήρεμα τροπάρια και το παρηγορούσε και το εμψύχωνε.
- Τέλος περί τα  μεσάνυχτα, ο ουρανός ξανάρχισε να βρέχει.
Έσταξε πολύ η καπνοδόχος, έσβησε η φωτιά και έφυγε ο καπνός από το δωμάτιο. Το πρωί ο ασθενής, ο οποίος δεν κοιμόταν και οι οικείοι του που μόλις είχαν λαγοκοιμηθεί λίγο, όλοι σηκώθηκαν παγωμένοι. Ήταν Πρωτομαγιά.
Πέρασε η μέρα με λίγα άνθη άγρια και κρύα στεφάνια από αγραμπελιές και ο άνεμος φύσηξε σφοδρά στα βαθύφυλλα πλατάνια κι έπαψε η βροχή. Την άλλη μέρα ήταν Κυριακή των Μυροφόρων, ο παπα-Στάμος είχε έλθει να λειτουργήσει τον Αι-Λια κατά πρόσκληση της πονεμένης και χειμαζόμενης οικογένειας.
Τη νύχτα της Κυριακής, ο μικρός Νίκος, απαίτησε αναγκαστικά από τη μητέρα του να του πει ένα τραγούδι κι επέβαλλε στη μάμμη του να του διηγηθεί ένα παραμύθι, σαν παρηγοριά της μοναξιάς και της μονοτονίας.
Ενώ η γριά Φλωρού είχε προχωρήσει στη διήγηση κι έλεγε:
«Καθώς έτρεξε η βασιλοπούλα, η όμορφη του κόσμου, σαστισμένη από τη βία και τη χαρά της, να ανοίξει την πόρτα στο βασιλόπουλο, το Γιαννάκη, όπου είχε αποκοιμίσει τους Σαράντα Δράκους, για να της φέρει το χρυσό πουλί στην αγκαλιά της, καθώς έτρεξε  η βασιλοπούλα, πέταξε το πουλί από τον κόρφο της…»
Αίφνης ο μικρός Νίκος άνοιξε πολύ το στόμα, γύρισε απότομα πίσω την κεφαλή του κι η ψυχή του έφυγε. Η γερόντισσα αμέσως το κατάλαβε. Σφράγισε με τρεις σταυρούς το στόμα του, έπιασε τα βλέφαρά του ζεστά και τα κατέβασε. Έκλεισε τα μάτια τα βασιλεμένα.
Ο γέρο-Πέτρος ήλθε βοηθός και παρήγορος. Τον άλλαξαν και τον ξάπλωσαν καταμεσής επί του δαπέδου, με σταυρωμένα τα χέρια και τον κήρινο σταυρό στο στόμα.
* * *
Το πρωί της Δευτέρας, όλο το χωριό το είχε μάθει κάτω. Χωρίς πρόσκληση και αναγγελία, χωρίς να χτυπήσουν οι καμπάνες, μέχρι της εννέα η ώρα, πολλοί άνθρωποι του τόπου, άνδρες και γυναίκες, φίλοι και άλλοι και ξένοι ακόμη και εχθροί, ανέβηκαν τον «μεγάλον ανήφορον», όπως αποκαλούταν ο δρόμος προς τον προφήτη Ηλία  και ανέβηκαν στο βουνό, για να παρευρεθούν στην εκφορά του άτυχου νέου.
Ήταν ωραία, σεμνή και περιπαθής η εξοχική κηδεία. Άνθη και κεριά, στεναγμοί και μοσχολίβανο, τροπάρια και μοιρολόγια, του ανέμου το φύσημα στους πελώριους κλώνους των πλατάνων, των αναδενδράδων το σείσιμο και της μεγάλης βρύσης ο ρόχθος με  το κελάρυσμα των ρυακιών και το αμυδρό μακρινό μινύρισμα των αηδονιών, όλα συναποτέλεσαν έναν «θρήνον και μέλος και ουαί», για να κλάψουν ένα άμοιρο νέο, ο οποίος είχε διέλθει τον κόσμο σαν σκιά καπνού και σαν όνειρο αγουροξυπνημένου και σαν πέταλο ρόδου όπου το πήρε στα αόρατα φτερά της και το πήγε μακριά, μια θυελλώδης ριπή ανέμου.
Και το «έρημο μνήμα κι άχαρο» σιωπούσε και δεν ήθελε να πει που βρήκε φωλιά το πουλί, που είχε πετάξει κι είχε φύγει για πάντα.
 
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.

TO ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΩΝ ΔΙΡΦΕΩΝ 2