Κυριακή 27 Σεπτεμβρίου 2020

Η Παρασκευή του ψωμιού στη Στενή

Το ψωμί είναι ένα απ΄ τα βασικότερα είδη διατροφής. «Όλα είναι φάδια της κοιλιάς και το ψωμί στημόνι», λέει η λαϊκή παροιμία, τονίζοντας έτσι την ξεχωριστή θέση που έχει το ψωμί, αλλά και τα αρτοσκευάσματα γενικώς στη ζωή του ανθρώπου, σ΄ ότι αφορά τη διατροφή του, αλλά και το συμβολισμό του στην Ελληνική παραδοσιακή κοινότητα.
Η σπουδαιότητα του άρτου, ως βασικού, από παλιά, μέσου της διατροφής του λαού και η ανεπαρκής στους Ελληνικούς τόπους παραγωγή δημητριακών (σιταριού, κριθαριού κ.λπ.) για τις ανάγκες του, συνετέλεσαν, ώστε από την κοινωνία ήδη του Ομήρου, να έχει αποβεί ιερός.
Η ιδέα της ιερότητας του σιταριού, διατηρήθηκε ζωηρή και κατά τους κατόπιν αιώνες, ώστε να περιληφθεί και υπό της εκκλησίας στην «Κυριακή Προσευχή», ως αίτημα παρακλήσεως προς το Θεό, υπέρ του επιουσίου άρτου. «Δως ημίν σήμερον, τον άρτον ημών τον επιούσιον…».
Θεωρείται αμαρτία, αν από το τραπέζι του φαγητού, πέσει στο έδαφος, έστω και μια μικρή ψίχα ψωμιού και από απροσεξία την πατήσουμε. Όρκοι προφέρονται για επιβεβαίωση κάποιου γεγονότος. «Στο ψωμί των παιδιών μου». Για δεσμούς φιλίας «μα το ψωμί που φάγαμε» ή «φάγαμε ψωμί κι αλάτι μαζί».
Από τις τροφές, ο άρτος για την ιερότητα και την βασική του σημασία στην διατροφή του λαού, χρησιμοποιείται και με λατρευτική ή συμβολική σημασία, όπως η γαμήλια πίτα, η βασιλόπιτα της Πρωτοχρονιάς, η πίτα στον Άγιο Φανούριο, αλλά και άλλα παρασκευάσματα, όπως τα κόλλυβα για τους νεκρούς.
Η ιερή και συμβολική σημασία του άρτου, ενισχύεται στην πίστη του λαού και ένεκα της χρήσης του από την εκκλησία, ως «προσφορά» για την Θεία ευχαριστία και της διανομής του υπολοίπου ως «αντίδωρο».
Η παρασκευή του ψωμιού, ήταν μια χρονοβόρα διαδικασία, που ξεκινούσε από το κοσκίνισμα του αλευριού.
Επειδή οι μύλοι όταν άλεθαν το σιτάρι, δεν είχαν τις απαραίτητες υποδομές, να διαχωρίσουν το πίτουρο από το αλεύρι, οι νοικοκυρές ήταν υποχρεωμένες να το κοσκινίσουν πριν αρχίσουν τη διαδικασία της ζύμωσης.
Αφού κοσκίνιζαν, έπαιρναν το προζύμι, που ήταν ζύμη από το προηγούμενο ζύμωμα και το κρατούσαν μέσα σε ειδικό πήλινο δοχείο, που το ονόμαζαν «προζμά» ή μέσα στο αλεύρι, το οποίο ξίνιζε και τότε ήταν κατάλληλο για να χρησιμοποιηθεί.
Ο «προζμάς» ήταν μικρό πήλινο δοχείο, που προς τη μέση του άνοιγε και προς τα πάνω στένευε και είχε και καπάκι.

Ψυχοκέρι

Το ψυχοκέρι το έφτιαχναν για να το ανάβουν στην εκκλησία τα ψυχοσάββατα, τα οποία είναι τρία. Την παραμονή της κρεατινής, των Αγίων Θεοδώρων και την παραμονή της Πεντηκοστής.
Έβαζαν σε μία κατσαρόλα κερί και την έβαζαν στη φωτιά για να λιώσει.
Εντωμεταξύ είχαν προμηθευτεί βαμβακερό νήμα, το πιο χοντρό και το περνούσαν μέσα από το κερί, με τη βοήθεια ενός μικρού ξύλου που κατέληγε σε διχάλα, που είχαν βάλει μέσα στην κατσαρόλα με το κερί και μέσα από τη διχάλα του ξύλου πέρναγε η κλωστή. ‘Όταν περνούσε η κλωστή από το κερί, την τύλιγαν γύρω από μία σήτα ή κόσκινο ή οτιδήποτε στρογγυλό. Κατόπιν έκοβαν τις κερωμένες κλωστές στο μήκος που ήθελαν, ένα ή δύο μέτρα και αφού μελετούσαν τις ψυχές που ήθελαν να μνημονεύσουν, έπαιρναν τόσες κλωστές, όσες και οι ψυχές, τις ένωναν, τις έσφιγγαν και τις έστριβαν λίγο, ώστε να γίνει ένα σώμα.
Το τεράστιο αυτό λεπτοκαμωμένο κερί, το τύλιγαν, όσο ήταν ακόμα ζεστό, σα να ήταν σύρμα ώστε να μπορούν να το μεταφέρουν. Κατά τα Ψυχοσάββατα το κερί αυτό το κρατούσαν στα χέρια τους, καθ όλη την διάρκεια της λειτουργίας και το ξετύλιγαν σιγά-σιγά μέχρι να καεί όλο.
 
Γιάννης Γιαννούκος

Ψ. Παλιές λέξεις της Στενής


Ψαλίδα:.
α ) Ισχυρό και μεγάλο ψαλίδι. β.)Έλικας της κληματαριάς που είναι χρήσιμος για την αναρρίχηση του φυτού. γ ) Πάθηση της τρίχας του κεφαλιού η οποία σκίζεται στα δύο και δεν μεγαλώνει άλλο. δ ) Είδος ερπετού (η σκολόπεντρα).
Ψαλίδια:. Δοκάρια που χρησιμοποιούσαν για την κατασκευή της οροφής των σπιτιών.
Ψαλιδόκωλος ή ψαλιδοκώλης:. Αυτός που φορεί επίσημο ένδυμα (κυρίως φράκο) σκιστό πίσω. Και κατ΄ επέκταση αυτός που είναι ντυμένος πολύ προσεκτικά και «κυριλέ», όπως θα λέγαμε σήμερα.
Ψαρή:. Η γκρίζα γίδα.
Ψαρός:. Ο γκριζομάλλης (ψαρής).
Ψαρούδα:. Την έφτιαχναν με Αλεύρι, νερό, αλάτι και την έβαζαν μέσα στη στάχτη. Σκούπιζαν καλά ένα μέρος στο τζάκι και αφού τοποθετούσαν εκεί την ψαρούδα, τη σκέπαζαν με κάρβουνα και στάχτη. Είχε το σχήμα «πταλιάς».
Ψαχνό:. Κρέας άπαχο χωρίς κόκαλα και μεταφορικά η ουσία, το βασικό μέρος μιας υπόθεσης. «έλα στο ψαχνό», προχώρησε στο ουσιαστικό μέρος και «βαράει στο ψαχνό», πυροβολεί, βαράει αλύπητα με σκοπό να σκοτώσει.
Ψείρας:. Αυτός που λεπτολογεί. Ο μικροπρεπής, ο οχληρός. Και ψειριάρης, αυτός που έχει γεμίσει ψείρες. Μεταφορικά ο βρωμιάρης, αλλά και ο φτωχός και περήφανος συγχρόνως.
Ψευδός:. Αυτός που δεν αρθρώνει καθαρά ορισμένα σύμφωνα, αυτός που ψευδίζει (τραυλός).
Ψιμοκρίθια:. Ήταν  η σπορά του όψιμου κριθαριού. Η πρώτη σπορά γινόταν το Νοέμβριο-Δεκέμβριο και ή όψιμη (ψιμοκρίθια), τον Γενάρη-Φλεβάρη.
Ψιψιρίζω:. Εξετάζω κάτι, προσέχοντας υπερβολικά τις λεπτομέρειες. Ψιλοκοσκινίζω, λεπτολογώ.
Ψυχαδέρφια:. Τα παιδιά που είχαν τον ίδιο νονό. Τα πνευματικά αδέλφια, τα όποια δεν μπορούσαν να παντρευτούν μεταξύ τους.
Ψυχικό:. Πράξη που βοηθά, αγαθοεργία, ευεργεσία, ελεημοσύνη. Αλλά και ειδική φράση ειρωνικά για γυναίκες «κάνει ψυχικά» αυτή που εύκολα ενδίδει σε ερωτικές προτάσεις.
Ψυχογιός:. Θετός γιος. Μικρός που δουλεύει σε καταστήματα και κάνει θελήματα.
Ψυχοκέρι:. Το ψυχοκέρι το έφτιαχναν για να το ανάβουν στην εκκλησία τα ψυχοσάββατα, τα οποία είναι τρία. Την παραμονή της κρεατινής, των Αγίων Θεοδώρων και την παραμονή της Πεντηκοστής.
Έβαζαν σε μία κατσαρόλα κερί και την έβαζαν στη φωτιά για να λιώσει.
Εντωμεταξύ είχαν προμηθευτεί βαμβακερό νήμα, το πιο χοντρό και το περνούσαν μέσα από το κερί, με τη βοήθεια ενός μικρού ξύλου που κατέληγε σε διχάλα, που είχαν βάλει μέσα στην κατσαρόλα με το κερί και μέσα από τη διχάλα του ξύλου πέρναγε η κλωστή. ‘Όταν περνούσε η κλωστή από το κερί, την τύλιγαν γύρω από μία σήτα ή κόσκινο ή οτιδήποτε στρογγυλό. Κατόπιν έκοβαν τις κερωμένες κλωστές στο μήκος που ήθελαν, ένα ή δύο μέτρα και αφού μελετούσαν τις ψυχές που ήθελαν να μνημονεύσουν, έπαιρναν τόσες κλωστές, όσες και οι ψυχές, τις ένωναν, τις έσφιγγαν και τις έστριβαν λίγο, ώστε να γίνει ένα σώμα.
Ψυχοκόρη και ψυχοπαίδα:. Υιοθετημένη κόρη, παρακόρη, ψυχοπαίδα ή υπηρέτρια
Ψυχομάνα:. Θετή μάννα. Η γυναίκα που μας υιοθέτησε.
Ψυχοπατέρας:. Θετός πατέρας.
Ψυχοπονιάρης:. Ο λυπησιάρης, ο συμπονετικός, που συμπαραστέκεται στον πόνο των άλλων.
Ψυχοχάρτι:. Χαρτί στο οποίο αναγράφονται τα ονόματα των νεκρών από τους συγγενείς τους και δίνεται στον παπά για να τα μνημονεύσει στη λειτουργία.
Ψωμίζω:. α ) Ταΐζω κάποιον, του δίνω ψωμί. β )διατρέφω κάποιον, του εξασφαλίζω τα απαραίτητα για να συντηρηθεί (τι καλό είδα που ψώμιζα το σόι σου τόσον καιρό;)
Ψωμώλυσας:. Ο πεινασμένος, ο φτωχός.
Ψωμώνω:. Ωριμάζω, μεστώνω (ψωμωμένο στάχυ). Αλλά και δυναμώνω (ψωμωμένος άντρας).
 
Γιάννης Γιαννούκος

Το χώρισμα του μούστου και οι μουσταλευριές.

Μετά τον τρύγο και το πάτημα των σταφυλιών, πολλοί κρατούσαν μούστο για να φτιάξουν μ΄ αυτόν μουστοκούλουρα, μουσταλευριά, μουστόπιτες, σουτζούκια ή ακόμα και πετιμέζι.
Το μούστο όμως που κρατάνε, πρέπει πρώτα να τον «χωρίσουν».
Για να γίνει αυτό χρειάζεται η παρακάτω διαδικασία.
Βράζουν το μούστο μέσα στο καζάνι ή σε μικρότερο δοχείο, ανάλογα με την ποσότητα του μούστου που θα χρειαστούν. Μέσα στο καζάνι με το μούστο, ρίχνουν λίγη μαρμαρόσκονη. Παλιότερα στη Στενή έριχναν μέσα ένα ασπρόχωμα, που υπήρχε στην τοποθεσία «Κούκος», ανάμεσα στα σπίτια σήμερα του Δικηγόρου Θανάση Σπύρου (πρώην Χουλιάρα) και της οικίας της Σταμάτως Σπυριδάκη, αλλά και στη θέση «Ανήλιος». Στην Κάτω Στενή το ασπρόχωμα αυτό, το προμηθεύονταν από την θέση «στου Ανδρίτσα το κοτρόνι», που είναι στην περιοχή προς τη διασταύρωση των Καμπιών. Σαφώς όμως υπήρχαν και άλλα μέρη που έβγαινε το ασπρόχωμα. Μερικοί επίσης χρησιμοποιούσαν και στάχτη.
Αφού βράσει ο μούστος, κατεβάζουν το καζάνι από τη φωτιά να κρυώσει λίγο και εκεί γίνεται και το «χώρισμα», δηλαδή κατακάθεται στον πάτο του δοχείου όλη η «λάσπη» που έχει δημιουργηθεί και πάνω μένει ο καθαρός μούστος.
Αφού πάρουν τον καθαρό μούστο και πετάξουνε τα κατακάθια, τον ξαναβράζουνε, γιατί έτσι–λένε–ο μούστος συντηρείται περισσότερο καιρό.
Αν πάλι θέλουν, αφήνουν ένα μέρος του μούστου να βράσει για πάρα πολύ ώρα, μέχρι που να αρχίσει να γίνεται παχύρρευστος–να μελώνει – και να γίνει πετιμέζι.
 
Μουσταλευριά, μουστόπιτα, σουτζούκι.
 
Μουσταλευριά.
Έβαζαν στην κατσαρόλα το μούστο για να βράσει. Στη συνέχεια έπαιρναν λίγο από τον βρασμένο μούστο, τον έβαζαν σε ένα άλλο δοχείο και εκεί έριχναν λίγο-λίγο αλεύρι και το ανακάτευαν, ώστε να γίνει ένας παχύρρευστος χυλός.
Ύστερα τον χυλό αυτό τον έριχναν στην κατσαρόλα, όπου συνέχιζε να βράζει ο μούστος, το ανακάτευαν συνέχεια και όταν έβλεπαν ότι είχε αρχίσει να πήζει, έσβηναν τη φωτιά και έριχναν τη μουσταλευριά σε πιάτα ή μπολ διάφορα, την άφηναν λίγο να κρυώσει και ήταν έτοιμη να φαγωθεί.
 
Μουστόπιτα.
Έφτιαχναν τη μουσταλευριά με τον τρόπο που προαναφέραμε και την έβαζαν μέσα σε ένα ταψί. Το ταψί αυτό το άφηναν για αρκετές μέρες έξω στον ήλιο, μέχρι που η μουσταλευριά ξεραινόταν.
Την έβγαζαν τότε από το ταψί και την έκοβαν σε κομμάτια. Τα κομμάτια αυτά τα άφηναν στον ήλιο 2-3 μέρες ακόμα και το γλυκό ήταν έτοιμο. Μπορούσαν να τρώνε όλο το χειμώνα και ήταν από τα πιο περιζήτητα γλυκά, ειδικά από τα νεαρά μέλη της οικογένειας.
 
Σουτζούκι.
Έσπαζαν τα καρύδια (κοκόσες) και στην ψίχα (σουμπράδες), πέρναγαν με το βελόνι κλωστή, που έπρεπε να ήταν γερή, γιαυτό την έκαναν διπλή και τριπλή, ίσως και περισσότερο και με ένα χοντρό βελόνι τις έκαναν αρμαθιά.
Προηγουμένως όμως, την ψίχα του καρυδιού την είχαν βάλει στο νερό, για να μαλακώσει και να μην διαλύεται από το πέρασμα του βελονιού. Να σημειώσουμε ότι κάθε κομμάτι ψίχας, το διαπερνούσαν δύο φορές με το βελόνι για να μην χαλάει η σειρά των καρυδιών, έτσι όπως τα είχανε τοποθετήσει.
Φτιάχνανε τη μουσταλευριά και εμβαπτίζανε την αρμαθιά με τα καρύδια. Η μουσταλευριά κολλούσε πάνω στα καρύδια και τότε κρεμούσαν την αρμαθιά για να στεγνώσει. Τις πρώτες εμβαπτίσεις τις κάνανε σε πιο αραιή μουσταλευριά, μετά τα εμβαπτίζανε σε πιο πηκτή. Την άλλη μέρα γινόταν το ίδιο και το σουτζούκι όλο και χόντρυνε. Όταν έβλεπαν ότι είχε πάρει το επιθυμητό πάχος, σταματούσαν τη διαδικασία, το κρεμούσαν για πολλές μέρες έξω στο χαγιάτι εκτεθειμένο στον αέρα και στον ήλιο και το σουτζούκι μας ήταν έτοιμο.
Ένα υπέροχο χειμωνιάτικο γλυκό.


Γιάννης Γιαννούκος

Χτίστες

Στα μέσα του Θεριστή κι αφού είχαν μισοτελειώσει τις γεωργικές εργασίες ξεκίναγαν τα συνεργεία των χτιστάδων να παίρνουν δουλειές έως το φθινόπωρο. Από πέντε έως δέκα άτομα το κάθε συνεργείο με τον εργολάβο επικεφαλής, έκαναν τη συμφωνία τους και ξεκίναγαν. Πρώτα από όλα ήταν το τραπέζι με κρέας που τους έκανε ο ιδιοκτήτης, το οποίο ήταν συνήθως η κότα που είχε σφάξει για τα θεμέλια. Τα συνεργεία αναλάμβαναν σχεδόν τα πάντα, ακόμα και να κουβαλήσουν την πέτρα αν αυτό ήταν μέσα στην συμφωνία, αν κι αυτή συνήθως ήταν δουλειά του ιδιοκτήτη. Είχαν τον αρχιμάστορα, τον πελεκητή της πέτρας, τους μαστόρους, τους λασπιάδες. Το συνεργείο αναλάμβανε να τελειώσει το σπίτι ακόμα να τοποθετήσει την ξυλεία και τα κεραμίδια.
Μόλις έμπαινε και το τελευταίο κεραμίδι, ακολουθούσε τρικούβερτο γλέντι και τα χαρίσματα στο συνεργείο.
Συνήθως πετσέτες και για τον αρχιμάστορα πουκάμισο.
Στη Στενή δυο ήταν τα σόγια των χτιστάδων μετά την απελευθέρωση από Τούρκους. Οι Μαστρογιανναίοι οι οποίοι ήταν όλοι χτίστες και οι Χαλκιάδες. Και τα δυο αυτά σόγια είχαν έρθει από την Ήπειρο και από εκεί έφεραν την τέχνη του χτισίματος αλλά και της επεξεργασίας της πέτρας. Τέσσερα είναι τα συνεργεία που δούλεψαν τελευταία την πέτρα στη Στενή. Δυο Μαστρογιανναίικα, του Γιάννη και του Τζώρτζη, ένα του Κοντούλα κι ένα των Βασιλείου (Γκράδες). Περισσότερο οικογενειακές επιχειρήσεις μιας που τα περισσότερα μέλη των συνεργείων ήταν από την οικογένεια του εργολάβου. Στο συνεργείο του ο Γιάννης Μαστρογιάννης γεννηθείς το 1884 είχε μαζί τα παιδιά του, ένας εκ των οποίων ο Αλέκος ο οποίος είχε τη φήμη πολύ σπουδαίου χτίστη και αναλάμβαναν δουλειές σε όλη σχεδόν την Εύβοια μιας και είχαν φθάσει έως τη μονή Γαλατάκι.
 
Γιάννης Μητάκης

Χριστουγεννιάτικη ιστορία από τη Στενή

Το τζάκι στο σπίτι του Θοδωρή τ΄ Γιαννιού (Θεόδωρου Σιμιτζή), είχε
πολύ δουλειά εκείνο το βράδυ του Δεκέμβρη του 193….στην Κάτω Στενή, την προπαραμονή των Χριστουγέννων.
Οι ανταύγειες της φωτιάς χόρευαν ασταμάτητα κι έκαναν τα τρελά παιχνίδια τους, πάνω στους τοίχους του δωματίου.
Πάνω στην τζιροστιά, μια κατσαρόλα ετοίμαζε κάποιο όσπριο για το
δείπνο.
Οι τρεις κόρες του Θοδωρή, η Ελένη (Λαναρίτσα), η Βαγγελιώ και η Κατίνα, ζεσταίνονταν κοντά στη φωτιά ρίχνοντας κλεφτές ματιές στην κατσαρόλα.
Έξω το χιονόνερο ράπιζε σαν μαστίγιο τα πρόσωπα των ανθρώπων, που
βιαστικά γυρνούσαν στα σπίτια τους, ενώ ο δυνατός άνεμος πάγωνε περισσότερο την ατμόσφαιρα.
Ξάφνου η πόρτα άνοιξε και στο άνοιγμά της εμφανίστηκε με μια αγκαλιά ξύλα στα χέρια που έφερνε από το κατώι, η Παναγιού η Μπουζούλα,
σύζυγος του Θοδωρή.
«Πόψι Θουδουρή, είνι Κριτσμάς» είπε και γυρνώντας στα παιδιά, λέει.
«Ιλάτι να βάνου να φάτι κι ύστιρα να πέσιτ΄ να λαγάσιτι».
Την άλλη μέρα το πρωί ο καιρός ήταν κάπως πιο μαλακός.
Η οικογένεια είχε ξυπνήσει, όταν φωνές ακούστηκαν από την αυλή.
«Θουδουρή ε Θουδουρή».
Στην αυλή, ταλαιπωρημένος, παγωμένος και με εμφανή τα σημάδια της
κούρασης και της αϋπνίας ήταν ο Θανάσης Πισινάρας (Σιτιμπούρας).
«Άντι Θουδουρή, τράβα κάτ΄στουν Αι Γιώρ΄ να φέρς΄ τα πιδιά ».
Και αφού μπήκε μέσα στο σπίτι, εξήγησε επιτροχάδην τι είχε συμβεί
την προηγούμενη βραδιά.
Ο Σιτιμπούρας -απ΄ ότι είπε- ερχόταν από τη Χαλκίδα μαζί με τη γυναίκα του Μαρία και την κουνιάδα του Παναγιού (Μύξινα).
Βλέποντας τον καιρό να χειροτερεύει, μπήκαν μέσα στο εξωκκλήσι του
Αι Γιώργη, μήπως και φτιάξει ο καιρός, αλλά αυτός χειροτέρεψε ακόμα
πιο πολύ.
Όταν είχε νυχτώσει, βλέπουν να μπαίνουν μέσα στο εξωκλησάκι οι τρεις φίλοι, που ήταν μαθητές γυμνασίου στη Χαλκίδα και ερχόντουσαν στο χωριό για τις γιορτές. Ήταν ο Απόστολος Σιμιτζής του Θοδωρή, ο Τάσος Εμμανουήλ και ο Στέφανος Μπεληγιάννης (Κούτσουνος).
Ο Θοδωρής μόλις άκουσε όλα αυτά, ετοίμασε τη Μούλα, πήρε μαζί του και μια καπότα και ξεκίνησε να φέρει τα παιδιά. Τα έβαλε όλα πάνω στη Μούλα, τα τύλιξε με την καπότα και τα έφερε στην Κάτω Στενή.
-Και να τι είχε συμβεί. Οι τρεις φίλοι και συμμαθητές στο Γυμνάσιο Χαλκίδας, λόγω των γιορτών των Χριστουγέννων, αποφάσισαν να έρθουν στη Στενή, με τα πόδια φυσικά, μια και τότε δεν υπήρχε συγκοινωνία.
Ήταν ο Αποστόλης Σιμιτζής, ο Τάσος Εμμανουήλ και ο Στέφανος Μπεληγιάννης, μαζί με δύο παιδιά από τις Γίδες (Αμφιθέα).
Ξεκίνησαν με βροχή και φορτωμένοι τα ταγάρια τους, γεμάτα με βιβλία, ρούχα άπλυτα κλπ. πήραν το δρόμο για το χωριό.
Όσο προχωρούσαν η βροχή γινόταν χιονόνερο κι ο άνεμος δυνάμωνε. Φτάνοντας στις Γίδες, οι καιρικές συνθήκες ήταν στο πιο επικίνδυνό τους σημείο.
Τα παιδιά από τις Γίδες πρότειναν στους τρεις φίλους μας, να μείνουν εκείνη τη βραδιά να τους φιλοξενήσουν, αλλά δεν το δέχτηκαν.
Φτάνοντας στον «Κατακλυδάρη», διαπίστωσαν ότι η διέλευση ήταν
αδύνατη γιατί από την πολύ βροχή το ποτάμι είχε «κατεβασιά».
Άρχισαν λοιπόν να περπατούνε το ποτάμι δίπλα-δίπλα, με κατεύθυνση
το χωριό. Όμως οι δυσκολίες μεγάλες. Το χιονόνερο τους ράβδιζε τα πρόσωπα, ο αέρας έκανε δύσκολο το περπάτημά τους και στα οργωμένα χωράφια τα πόδια τους χώνονταν μέχρι το γόνατο.
Σε κάποια στιγμή ο Αποστόλης «κιότεψε» και «κωλόκατσε» πάνω στο
οργωμένο, λέγοντας στους άλλους να τον παρατήσουν και να φύγουν.
Όμως αυτοί επέμεναν και με «τα χίλια στανιά» τον έπεισαν να τους ακολουθήσει και κρατώντας τον κάπου-κάπου, έφτασαν στον Αι Γιώργη νύχτα και μουσκεμένοι ως το κόκαλο, όπου βρήκαν τον Σιτιμπούρα.
Αλλά και εκεί τα πράγματα ήταν «σκούρα». Με μουσκεμένα ρούχα, χωρίς κλινοσκεπάσματα και χωρίς φωτιά. Κάπου-κάπου άναβαν κάποιο κερί για να ζεσταθούν.
Την άλλη μέρα, όπως είπαμε, ο καιρός ήταν καλύτερος. Μέχρι να έρθουν οι γονείς του Τάσου και του Στεφανή από την Πάνω Στενή για να τους
πάρουν, οι τρεις φίλοι άλλαξαν, ζεστάθηκαν και έφαγαν.
Μπροστά στο τζάκι, γύρω απ΄ το σοφρά, με τα καβάθια γεμάτα αχνιστά
όσπρια, πριν αρχίσει το φαγητό, ο Θοδωρής τ΄ Γιαννιού και οι υπόλοιποι
έκαναν «σταυρό», που για εκείνη τη μέρα είχε διπλή σημασία. Πρώτον
για τον άρτον τον επιούσιον και δεύτερον για το αίσιον τέλος της περιπέτειας του γιού τους.
Το γουρούνι ήδη κρεμόταν από το τσιγκέλι και μετά το φαγητό έπρεπε να τεμαχιστεί από τον Θοδωρή, να ξεχωριστούν τα έντερα, τα συκώτια
κλπ. για να αρχίσει η Παναγιού η Μπουζούλα, να φτιάχνει τα λουκάνικα,
τις οματιές τον πασπαλά κ.α.
Έξω είχε αρχίσει να ψιλοβρέχει και τα βουνά δεν φαινόντουσαν από
την ομίχλη.
Μέσα στο δωμάτιο το τζάκι έκαιγε.
----------
Το περιστατικό αυτό δεν είναι το μοναδικό. Όλα τα παιδιά που πήγαιναν στο Γυμνάσιο, ερχόντουσαν στις γιορτές με τα πόδια από τη Χαλκίδα.
Οι γονείς τους πήγαιναν με τα ζώα στην αρχή της σχολικής χρονιάς, για
να τους βρουν σπίτι και να μεταφέρουν κάποια πράγματα, όπως κλινοσκεπάσματα και διάφορα χρηστικά αντικείμενα για τη διαβίωσή τους. Την επόμενη φορά που κατέβαιναν, ήταν με τη λήξη της σχολικής χρονιάς για να «ξενοικιάσουν» και να μεταφέρουν τα πράγματα στο χωριό.
Όλες τις άλλες φορές έρχονταν με τα πόδια και αν ο καιρός ήταν καλός, ήταν μια διασκέδαση, αν όμως είχε κακοκαιρία ήταν δύσκολα έως
επικίνδυνα.
Αλλά και οι μαθητές πως να χάσουν το ψητό αρνί το Πάσχα, το χοιρινό
τα Χριστούγεννα και τα φτιαχτά μακαρόνια τις απόκριες;
Σκληρή και βασανισμένη ήταν η ζωή τους.
 
Γιάννης Γιαννούκος

Τα Χριστούγεννα στη Στενή και στη γύρω περιοχή, στα παλιά χρόνια της αθωότητας και της νοσταλγίας.

Από τις παραμονές αρχίζουν οι προετοιμασίες για την καθαριότητα και τον στολισμό του σπιτιού.
Από τη Χαλκίδα καταφθάνουν τα «Γυμνασιόπαιδα», αλλά και πολλοί ξενιτεμένοι σε άλλες περιοχές της πατρίδας μας.
Σφαζόταν το γουρούνι κάθε οικογένειας. Επειδή όμως η δουλειά αυτή είχε αρκετή δυσκολία, βοηθούσε ο ένας τον άλλον, αλλά μαζεύονταν γύρω και πολλοί περίεργοι, για να παρακολουθήσου και να δώσουν και συμβουλές, για το πώς πρέπει να γίνει το σφάξιμο.
Όπου ακούγονταν τα διαπεραστικά μουγκρητά απ΄τα σφαζόμενα γουρούνια, έτρεχαν και τα παιδιά για να πάρουν τη φούσκα του γουρουνιού, να την καθαρίσουν και να την κάνουν μπαλόνι για τα παιχνίδια τους.
Αφού έγδερναν το γουρούνι και ξεχώριζαν όλα εκείνα με τα οποία θα έφτιαχναν τα λουκάνικα, τις οματιές, τον πασπαλά και την πηχτή, το υπόλοιπο το κρεμούσαν από το τσιγκέλι, σε κάποιο χώρο του σπιτιού, αφού προηγουμένως το αλάτιζαν καλά..
Την παραμονή των Χριστουγέννων, γυρίζουν στα σπίτια συντροφιές από αγόρια και λένε τα κάλαντα. Ξεκινούσαν χαράματα το πρωί, για να προφτάσουν τα σπίτια που είχαν στο πρόγραμμά τους, προτού περάσουν απ΄αυτά τα άλλα παιδιά.
Σήμερα στα κάλαντα τραγουδάνε το:
«Καλήν ημέρα άρχοντες κι αν είναι ο ορισμός σας.
Χριστού τη Θεία γέννηση να πω στ΄ αρχοντικό σας…..»
Παλιότερα τα περισσότερα παιδιά, ειδικά τα μικρότερα, που δεν είχαν μάθει ακόμα τα επίσημα κάλαντα, έλεγαν το:
«Χριστούγεννα, πρωτούγεννα, πρώτη γιορτή του χρόνου.
Για βγάτε για να μάθετε πόψε Χριστός γεννάτε     »
Όμως στη Στενή το λέγανε με το δικό τους ιδιόμορφο τρόπο:
«Προυτουγιννού, προυτουχριτού, πρώτη γιουρτή του χρόνου
Βγηκάτι δέτι μάθητι, πόψι Χριστός γιννιέτι
Γιννιέτι κι ανατρέφιτι, στου μέλι κι στου γάλα.
Του μέλ΄ του τρώνι οι Άρχοντις, του γάλα οι αφιντάδις
Κι όσα καρφιά κι πέταλα, στους Τούρκους τα κιφάλια
Κι όσις λαμπάδις κι κυριά στις Παναγιάς τα χέρια.
…….κι απού τ΄ χρόν΄»
Νύχτα το πρωί χτυπούσαν οι καμπάνες. Μικροί και μεγάλοι ετοιμάζονται και πηγαίνουν στην εκκλησία. Το σχόλασμα της εκκλησίας γίνεται λίγο μετά τα χαράματα (θαμπά) και τρέχουν όλοι για την πρωινή Χριστουγεννιάτικη «τηγανιά», ή αν προτιμάτε «σχαριά» του χοιρινού.
Το μεσημέρι, το Χριστουγεννιάτικο τραπέζι παίρνει ιδιαίτερη επισημότητα, με τα πλούσια φαγητά, το καλό κρασί και τις πολλές ευχές. Το κατ΄εξοχήν φαγητό της ημέρας είναι το χοιρινό με χορταρικά (σέλινο) Σπάνια υπήρχε σπίτι που να μην φιλοξενούσε κάποιους ξενιτεμένους συγγενείς ή φίλους.
Το βραδινό φαγητό είναι συνήθως «κοντοσούφλι», χοιρινό δηλαδή κομμένο σε μικρά κομματάκια, περασμένα σε μικρή σούβλα και ψημένα στη «θράκα» του τζακιού, που τρώγεται σε δόσεις, καυτό όπως βγαίνει από τη φωτιά και ενώ τρωγόντουσαν τα πρώτα κομμάτια, άλλα κομμάτια έμπαιναν στη θράκα για να ετοιμαστούν.
Απόθεμα χοιρινού κρέατος υπάρχει για κάμποσες μέρες, σε κάθε οικογένεια και το «κοντοσούφλι» γίνεται σε κάθε στιγμή που θα περάσουν φίλοι από το σπίτι.
Αυτές τις μέρες κάνουν την εμφάνισή τους, κατά τη λαϊκή πίστη, και οι καλικάντζαροι.
Στο διάστημα αυτό, από τα Χριστούγεννα μέχρι την Πρωτοχρονιά, φτιάχνουν τα γλυκά, που συνήθως είναι μπακλαβάδες, μελομακάρονα, και δίπλες. Όλα τα σπίτια φτιάχνανε βασιλόπιτα, που ήταν στολισμένη με «κεντίδια», που είχαν «ζωγραφιστεί επάνω με το πιρούνι και πάνω της είχαν τοποθετηθεί πέντε καρύδια (κοκόσες), ένα στη μέση και τα άλλα τέσσερα στις τέσσερις άκρες, ώστε να φαίνεται σαν σταυρός. Μέσα όμως στην πίτα ήταν κρυμμένο το πρωτοχρονιάτικο όνειρο κάθε παιδιού, το «φλουρί». Τι πονηριές σκαρφιζόμασταν για να πέσει σ΄εμάς.
Το βράδυ της παραμονής οι άντρες παίζουν το πατροπαράδοτο «τριανταένα». Οι γυναίκες πήγαιναν στη βρύση και έριχναν χρήματα ή διάφορα δημητριακά, για να έχουν οικονομική άνεση και καλή σοδειά στο χρόνο που θα ΄ρθει.
Όταν άλλαζε ο χρόνος,- μετά τις δώδεκα,- η μητέρα της οικογένειας έπαιρνε ένα σίδερο, συνήθως το συνδαύλιστρο (ζντράφτο) και έκανε μ΄ αυτό το σημείο του σταυρού στο μέτωπο, στα χέρια κ.λ.π. σ΄ όλα τα μέλη της οικογένειας, για να ΄ναι όλοι «σιδερένιοι» με τη νέα χρονιά.
Εμείς οι μικροί είχαμε και τα δώρα μας. Βέβαια σε τίποτα δεν θύμιζαν τα σημερινά δώρα που κάνουμε στα παιδιά, όμως και ΄μεις λαχταρούσαμε να φάμε καρύδια, μύγδαλα, ρόδια, σύκα ξερά, τσίτζιφα και τόσες άλλες παρόμοιες απαγορευμένες λιχουδιές. Ξυπνώντας το πρωί της Πρωτοχρονιάς, βλέπαμε δίπλα μας, μέσα σ΄ ένα σακουλάκι, λίγα απ΄ όλα αυτά κι αν τύχαινε να ήταν μέσα στη «συσκευασία» και κανένα πορτοκάλι, τότε η ευτυχία μας ήταν απερίγραπτη. Άλλωστε για να φάμε πορτοκάλι έπρεπε να ήταν Χριστουγεννιάτικες μέρες ή να ήμασταν….άρρωστοι.
Το πρωί χτυπούσε η καμπάνα για την εκκλησία πολύ νωρίς, όπως και τα Χριστούγεννα και τελείωνε με το χάραγμα της μέρας (θαμπά).
Σημαντικό ήταν και το «καλημέρισμα». Όποιος σε επισκεπτόταν στο σπίτι πρώτος, ήταν ο αποκλειστικός «υπεύθυνος» για ότι καλό ή κακό σου τύχαινε εκείνη τη χρονιά.
Το φαγητό ήταν κόκορας ή κότα που είχαν θρέψει και φυλάξει για τούτη τη μέρα, ενώ παράλληλα υπήρχε και χοιρινό που είχε μείνει απ΄τα Χριστούγεννα.
Στο τραπέζι βάζανε λίγα απ΄όλα τα γλυκά και φαγητά που υπήρχαν στο σπίτι, για να έχουν απ΄αυτά όλο το χρόνο και άφηναν το τραπέζι «στρωμένο» όλη τη μέρα, για να περάσει να φάει ο Αι Βασίλης.
Την παραμονή των Φώτων τα παιδιά λένε τα κάλαντα:
«Σήμερα είν΄τα Φώτα και ο φωτισμός
και χαρές μεγάλες τ΄ αφέντη μας…»
Λίγο πριν ξημερώσει, οι κοπέλες πήγαιναν στη βρύση κι έπαιρναν το αμίλητο νερό
Ανήμερα, στην εκκλησιά, ο παπάς αγίαζε τα νερά και ο κόσμος έπαιρνε σε μπουκάλια ή ποτήρια τον αγιασμό και γυρνώντας στο σπίτι, ράντιζαν τα μέλη της οικογένειας, το σπίτι, τα ζώα, τους κήπους τα αμπέλια και τα σπαρτά στα χωράφια, ενώ χύνουν όλα τα νερά που υπάρχουν στο σπίτι.
Την παραμονή των Φώτων φεύγουν και οι καλικάντζαροι «τα σκαρκατζούλια», φοβούμενα να μην τους προλάβει η Αγιαστούρα» του παπά
Όταν φεύγανε οι καλικάντζαροι, η μάνα μας, μας έλουζε γιατί μας είχαν – λέει – κατουρήσει (μαγαρίσει) τα «σκαρκατζούλια».(Ήταν το δεύτερο λούσιμο που κάναμε μετά τις παραμονές των Χριστουγέννων).
 
Γιάννης Γιαννούκος

Η Στενή χιονισμένη

 














































TO ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΩΝ ΔΙΡΦΕΩΝ 2