Δευτέρα 16 Αυγούστου 2021

Η Βλαχοπούλα

 ➖
Το διήγημα δημοσιεύτηκε το 1892

Τη μετατροπή του κειμένου στην
καθομιλουμένη δημοτική
έκανε ο
Ιωάννης Δ. Γιαννούκος
⭐⭐⭐

Θα πανδρευτείτε παιδιά ή να πανδρευτώ;
Τέτοια νουθεσία συγχρόνως και απειλή, απηύθυνε επανειλημμένα στους γιους του ο γερό-Σαράντος, πάρεδρος του ωραίου και μαγευτικού χωριού, γέροντας εξήντα πέντε ετών, με κόκκινα μάγουλα και με σιδερένια υγεία.
Και ήταν ικανός, αν δεν τον άκουγαν, να το κάμει.
Στα σπίτια των χωριών, βλέπεις, η γυναίκα δε χρησιμεύει μόνο σαν γυναίκα, σαν νοικοκυρά και σαν μητέρα, αλλά ο προορισμός της ευρύνεται, όσο είναι ευρύς ο ορίζοντας του δροσερού χωριού, που βρίσκεται στο κέντρο γοητευτικού οροπεδίου, ανάμεσα σε τέσσερις εξέχουσες ράχες, όπου ευωδιάζει το θυμάρι, η φασκομηλιά και η μαντζουράνα και όπου τα πεύκα, σαν παιδιά που χειροκροτούν, σείονται όλα μαζί, με μία ομοιόμορφη κίνηση από τη ριπή του βοριά, που κατεβαίνει από το ύψος της επιβλητικής Πεντέλης.
Εκεί, η γυναίκα τρέχει πίσω από τον άνδρα στο χωράφι, τον βοηθάει σε όλες τις εργασίες, με το αριστερό χέρι να κρατάει στην αγκαλιά το τελευταίο της τρίμηνο νεογνό, με το δεξί να μαζεύει χόρτα για την προβατίνα ή λάχανα για το βραδινό δείπνο και πολλές φορές, να αποκοιμίζει το βρέφος πάνω στη χλόη, κάτω απ’ την ανθισμένη αμυγδαλιά ή κάτω από τη φυλλορροούσα μηλιά, για να ασχολείται, να βοτανίζει, να σκαλίζει ή και να σκάβει ενίοτε.
Χωριάτικο σπίτι χωρίς γυναίκα, θα ήταν σαν έρημος χωρίς όαση.
Άκουγαν τη νουθεσία του γέροντα ο Στάμος και ο Ζήσος, οι δύο αδελφοί και δεν πίστευαν ότι ήταν ικανός να πραγματοποιήσει την απειλή του και ανέβαλλαν από μέρα σε μέρα τη σκέψη περί γάμου.
Αλλά ο Ζήσος, ο νεότερος, κλήθηκε κατά το έτος εκείνο να υπηρετήσει στο στρατό, ο δε Στάμος, μένοντας στο χωριό και ασχολούμενος με τη γεωργία, υποσχόταν στον πατέρα του ότι, άμα αφεθεί ο Ζήσος και επιστρέψει, τότε αυτός θα πανδρευτεί.
Αλλά λόγω της απουσίας του Ζήσου, η μοναξιά του σπιτιού φαινόταν μεγαλύτερη και η ανάγκη του βοηθού ήταν μάλλον αισθητή. Κατά δε τη Μεγάλη Εβδομάδα, όταν πήρε άδεια απουσίας ο Ζήσος και ήλθε να τους δει, παραδόξως ο γέροντας είχε πάψει να μιλάει για γάμο στο Στάμο.
Ο Στάμος, εικοσιτεσσάρων ετών, ήταν ψηλός, ευτραφής, με αφρόξανθα μαλλιά, ήσυχος, απονήρευτος, με αόριστο βλέμμα και με άχρωμη την έκφραση του προσώπου.
Ο Ζήσος είκοσι δύο ετών, ήταν λίγο  κοντύτερος στο ανάστημα, λιγνός, με καστανά μαλλιά, πονηρός στο βλέμμα, γοργός κι ευκίνητος.
Το βράδυ της Μεγάλης Πέμπτης, τρεις μέρες μετά την άφιξη του Ζήσου, που είχε έρθει με άδεια, είχαν καθίσει γύρω απ’ το τραπέζι, σταυροπόδι και οι τρεις επί του εδάφους της καλύβας, που είχε να ασβεστωθεί από το θάνατο της γριά-Σαράνταινας (ήταν καλή νοικοκυρά και προκομμένη πολύ, η μακαρίτισσα, Θεός σχωρέσ’ την!) και συνομιλούσαν για τους αγρούς, για τις τελευταίες βροχές, που προμηνούσαν ευφορία για το έτος εκείνο.
***
Ξαφνικά, μπαίνει στο σπίτι η γριά Σιδερή, χωρική χήρα, με δύο γιους έγγαμους, οι οποίοι την είχαν αφήσει στην τύχη της και με κόρη άγαμη και καλησπερίζει τους τρεις άνδρες.
Ο γέροντας της έδειξε σκαμνί να καθίσει και η γριά, εξήντα ετών, εύρωστη, με στητά στήθη, διατηρούσα ίχνη καλλονής, άρχισε, θαρρετή, να ομιλεί ελληνοαλβανικά προς το μπαρμπα-Σαράντη.
- Η Φλώρα της, είχε μείνει ορφανή σε ηλικία οκτώ ετών και ο μεγάλος ο γιος της, για να την ξεφορτωθεί, χωρίς να ρωτήσει τη μητέρα του, την έδωσε ως ψυχοπαίδα, τάχα, στην πραγματικότητα σαν δούλα, σε ένα σπίτι μέσα στην Αθήνα. Εκεί εκπολιτίσθηκε και άλλαξε τη φορεσιά της και ξέχασε να μιλάει αρβανίτικα κι έμαθε να μιλάει ελληνικά.
Στα χέρια εκείνης της οικογένειας, μεγάλωσε κι έγινε δεκαεπτά χρονών και τότε πέθανε η κυρά της.
Σαν πέθανε η κυρά της και είχε μεγαλώσει κι αυτή, δεν μπορούσε «να κάμει χωριό» με τον αφέντη της, γιατί δεν ήταν, αν και με κατάλαβες, από ’κείνες που ξέρεις κι έτσι ένα πρωί, σηκώνεται και παίρνει τα ρουχαλάκια της και φεύγει.
Της είπαν να πάει σ’ ένα άλλο σπίτι τίμιο, να υπηρετεί, μα αυτή δεν έστερξε κι έβαλε τα πράματά της μέσα στο πρώτο κάρο που έφευγε για τα Μεσόγεια, μπήκε κι αυτή μέσα κι επήγε στο Χαλάνδρι, που ήταν πανδρεμένος ο μικρότερος αδελφός της, ο άλλος, όχι εκείνος που την έβαλε ψυχοπαίδα στ’ Αθηναίικο σπίτι.
Γιατί πρώτα, όσο ήταν ανύπανδρος ο δεύτερος ο γιος της, τα είχαν κι οι δύο αμοίραστα τα πατρογονικά τους και μάλωναν κάθε μέρα, ως που τό ’ριξαν έξω και δεν τα κοίταζαν καλά κι έτσι τ’ αμπέλια απόμειναν κλάρες και χέρσωσαν και δεν έκαναν πια ούτε για «μισό καιρό» το κρασί της χρονιάς τους.
Και τα ποτιστικά πάλι, τα μοίρασαν κι είχαν συμφωνία για το νερό, «ήλιο-μπήλιο»  ο ένας, «ήλιο-μπήλιο» ο άλλος. 
Κι ύστερα, σαν πανδρεύτηκε ο δεύτερος ο γιος της στο Χαλάνδρι, τράβηξε χέρι και τα μοίρασαν όλα κι έτσι βρήκε κι αυτή την ησυχία της, οπού δεν πρόκανε πρώτα να τους μονοιάζει, που μάλωναν κάθε λίγο.
Τώρα, σαν πήγε η Φλώρα στο Χαλάνδρι, έμεινε στο σπίτι του αδερφού της δυο-τρεις βδομάδες, ως που τα χάλασαν με τη νύφη της – νύφη κι ανδραδέλφη δεν κάνουν, βλέπεις, σ’ ένα σπίτι – κι έτσι η Φλώρα σηκώθηκε και πήρε τα ρουχάκια της και τα φόρτωσε σ’ ένα κάρο κι ανέβηκε κι αυτή απάνου στο κάρο κι ήρθε στο χωριό, στη μητέρα της.
Είναι τρεις βδομάδες που ήρθε, μα κρύβεται μες στο σπιτάκι και κανείς δεν την είδε. Μόνο μια φορά την είχε καταφέρει, εψές, να βγει να πάρει λίγο τον αέρα της και την έστειλε να αλλάξει την προβατίνα, που την είχε δεμένη έξω στο χωράφι.
«Είναι μια κοπέλα ως κει επάνου και δε θα την αφήσει με τις φούστες που φορεί. Θα την φορέσει “τσεμπέρ ε ποδέ  έδε γγούνε εδέ κεμίσι νε κεντήμ εδέ πεσκούλια”. 
Έχει αυτή μπόλιες να της φορέσει.
Είναι απ’ τα μικρά της χρόνια δουλευτάρισσα και γλήγορα πάλι θα συνηθίσει στα όξου.
Ο μεγάλος ο γιος της, δέχθηκε να της δώσει τρία στρέμματα χωράφι και δυο προβατίνες και τον άλλον το μικρό, αυτή, η γριά Σιδερή, θα τον καταφέρει να της δώσει κάτι τι της Φλώρας, για να την πανδρέψουνε.
Ο άνδρας της ο συχωρεμένος (τον θυμάται καλά ο κυρ Σαράντης), δεν ήταν ζευγολάτης σαν τους γιους του, ήταν βλάχος, τσοπάνης στο βουνό και της βρίσκονται ακόμη κάτι φλωριά για να στολίσει την ποδιά της Φλώρας.
Κάνει να της δίνει κι ο αφεντικός της, στην Αθήνα, απάνου από πεντακόσιες δραχμές για τους μισθούς της και στο δικαστήριο, αν χρειασθεί, θα πάνε για να βρουν το δίκιο τους.
Πιστεύει πως η Φλώρα της θα γίνει καλή νοικοκυρά, γιατί φύλαξε την τιμή της και κοντά στις δουλειές του χωραφιού, έμαθε μες στην Αθήνα και τις δουλειές του σπιτιού καλύτερα από κάθε μία.
Αυτά είχε να πει.»
- Ο γέρο-Σαράντης, άκουσε ψυχρά την εξήγηση αυτή της γριάς Σιδερής, στο τέλος της οποίας, υπονοείτο πρόταση περί γάμου.
Ο Στάμος άκουγε σχεδόν αλλόφρων, σαν να μην καταλάβαινε τι ήθελε να πει η γριά χωρική. Μόνο ο Ζήσος άκουσε με προσοχή κι έδειξε κάποια συγκίνηση, όταν άκουσε το όνομα της ηρωῒδας και τον υπαινιγμό, τον οποίο έκαμε η γριά μιλώντας περί της φυγής της κόρης της απ’ το αθηναϊκό σπίτι, μετά το θάνατο της κυρίας της.
Στην πρόταση, απάντησε ο γέρος πάρεδρος με αοριστίες και  αναβολές, λέγοντας ότι δεν έκαμε ακόμη σκέψη με τους γιους του περί γάμου (εδώ ο Ζήσος στράφηκε και κοίταξε επιτιμητικά τον πατέρα του) ότι τα παιδιά του είν’ ελεύθερα να παντρευτούν ή όχι και ότι έχουν καιρό.
Η γριά Σιδερή έφυγε κάπως στενοχωρημένη.
***
Μόλις κρύφτηκε, στρίβοντας την προς τα δεξιά πρώτη γωνία και πίσω από το φράκτη αριστερά, ενώ νύχτωνε ήδη, βγήκε η γειτόνισσα η Γιωργούλα. Αυτή είχε δει τη γριά να μπαίνει στο σπίτι  του μπαρμπα-Σαράντου και καθισμένη πίσω από το φράκτη, παραμόνευε εκεί στο προαύλιο.
Ίσως να άκουγε, τι έλεγαν μέσα στο σπίτι.
Μπήκε ξυπόλυτη, με τη μπόλια της, ορμητική, σαν θύελλα και αμέσως μετά την καλησπέρα, άρχισε, χωρίς να παίρνει ανασασμό, να λέει:
-Τι σας είπ’ αυτή; Μην ήρθε να σας φορτώσει την τσούπα της;
Τα μάτια σου τέσσερα, Στάμο!
Την ξέρετε τι παστρικιά είναι η κόρη της; Η πομπεμένη, που κυλιότανε τόσα χρόνια στα ξένα σπίτια, μες στην Αθήνα και ποιος ξέρει τι μπομπές, τι ρεζιλίκια έπαθε, που την έκαναν και την έδειχναν τ’ αφεντικά της, ως που την έδιωξαν απ’ το σπίτι (ποιος ξέρει αν δεν την έπιασαν κλέφτρα;) και τώρα θέλει να μας κάμει την τίμια, να νοικοκυρευτεί κιόλας! Το νου σου, Στάμο! Κοίταξε, μη σε καταφέρουν και σου τήνε φορτώσουνε! Δεν έχουμε τάχα κορίτσια να σου δώσουμε κι είναι καμιά ανάγκη να ξεπέσεις σ’ αυτή;
Να σε δω, Στάμο!
Αυτά και πολλά άλλα είπε με βία και ορμή παράφορη η Γιωργούλα, σαν να πηδούσαν οι λέξεις συνωθούμενες και διαγκωνιζόμενες από το στόμα της. 
Ο γέρος πάρεδρος έκανε νεύματα απελπιστικά, χωρίς να μπορεί να ανακόψει το χείμαρρο των λόγων της, θέλοντας να βεβαιώσει, ότι η γριά Σιδερή τίποτε τέτοιο πρότεινε αλλά δεν έβρισκε στιγμή για να το πει.
Τέλος η ροή των λόγων έγινε βραδύτερη και ο γέρος πρόφτασε να πει:
-Δεν είναι τίποτε κυρά-Γιωργούλα, ησύχασε.
Ξέρω εγώ τι θα κάμω.
-Αν ήταν καθαρή, επανέλαβε με νέα ορμή η Γιωργούλα, χωρίς να δώσει προσοχή στη διακοπή του γέρο-Σαράντου, έπρεπε να βγαίνει στον κόσμο να τήνε βλέπουνε. Γιατί κρύβεται και δε βγαίνει από το σπίτι και ψυχή δεν την είδε, που έχει ένα μήνα στο χωριό; Άνθρωπος που έχει καθαρό αυτό (και χτύπησε το μέτωπο) δε φοβάται, δεν κρύβεται. Έχει μπομπές καμωμένες και για δαύτο κρύβεται και δε βγαίνει στον κόσμο.
Πρόσθεσε πολλά άλλα η Γιωργούλα και έπειτα, με ελαφρό βήμα, τρέχοντας, ξυπόλυτη, με την ποδιά να ανεμίζει, έφυγε λέγοντας: «έχω τις αυγοκουλούρες φουρνισμένες και πάω να ξεφουρνίσω.
Να με συμπαθάτε για το θάρρος!».
***
Μετά το δείπνο, βγήκε ο Ζήσος και πήγε στο μαγαζί του χωριού, όπου αντάμωσε δύο ή τρεις φίλους του και ρωτώντας τους αυτούς με επιτήδειο τρόπο, έμαθε γιατί η Γιωργούλα μιλούσε με τόσο θάρρος στον πατέρα του και γιατί ο γέρος, έπαψε να κάνει λόγο στο Στάμο περί γάμου.
Η Γιωργούλα είχε μία αδελφή χήρα, η οποία, μετά το θάνατο του συζύγου της, που συνέβη πριν από λίγους μήνες, ήρθε και κατοίκησε στο χωριό της γεννήσεώς της, κοντά στην αδελφή της.
Τη χήρα αυτή αδελφή, μεσόκοπη, καλοκαμωμένη, προξένευε η Γιωργούλα στο μπαρμπα-Σαράντο τον ίδιο.
Και στο γέροντα, φαίνεται ότι του άρεσαν οι προτάσεις.
Η Γιωργούλα λογικά σκεπτόταν, ότι όσο έμεναν άγαμοι οι δύο νέοι, ευκολότερα θα ήταν να καταφέρει το γέροντα να παντρευτεί αυτός.
Και για τούτο αντιδρούσε, σε κάθε πρόταση που γινόταν για το Στάμο κι έτρεχε να «βάλει μαναφούκια», οσάκις παρουσιαζόταν προξενιά για το νέο.
Ο Στάμος, αν και έμενε διαρκώς στο χωριό, φαινόταν να έχει πλήρη άγνοια, για ότι συνέβαινε γύρω-γύρω απ΄ το πατρικό του σπίτι.
Ο Ζήσος όμως τα ανακάλυψε όλα «μονοβραδιά».
***
Ο Πάνος ο Δημούλης, κοιμόταν ακόμη στο παχύ στρώμα του αναπαυτικού κρεβατιού, σε ένα δωμάτιο του εξοχικού μεγάρου, με ραθυμία απολαυστική και φαινόταν ότι δεν είχε κοιμηθεί ποτέ του σε παρόμοιο κρεβάτι.
Είχε κατεβάσει τα παντζούρια και τις κουρτίνες των παραθύρων και είχε σχηματίσει τεχνητή νύκτα, για να παρατείνει για λίγες ακόμη ώρες τον απολαυστικό ύπνο.
Ο ήλιος, ήταν ήδη δύο κοντάρια ψηλά στον ορίζοντα.
Ο Πάνος ο Δημούλης το ήξερε, αλλά προσποιούταν στον εαυτό του ότι δεν το ξέρει. Είχε απόφαση να ψευσθεί περί τούτου και προς τον εαυτό του και προς τους άλλους και αισθανόταν κρυφή χαρά, γιατί η συντροφιά του, είχε βγει για πρωινή εκδρομή γύρω στο χωριό, χωρίς αυτόν.
Ένας απ’  τη συντροφιά, ο οικειότερος προς αυτόν, είχε τολμήσει να μπει την αυγή στον κοιτώνα, προσπαθώντας  να τον ξυπνήσει.
Ήταν ο σπουδαστής της φιλολογίας, ο Παύλος ο Βαλέντιος, που έτρεφε ιδιάζουσα στοργή προς την αλβανική γλώσσα και ισχυριζόταν ότι όλες οι ρίζες των αλβανικών λέξεων ανευρίσκονται στις αρχαίες ελληνικές λέξεις.
-Γκρου, ρε Πάνο! του φώναξε αλβανίζοντας. Πάνο, γκρου!
Και έπειτα πρόσθεσε:
-Δεν ξέρεις καημένε, ότι το γκρου (σηκώσου) είναι το ομηρικό έγρεο;
Ο Πάνος είχε μεγάλη διάθεση να τον στείλει στο διάβολο και αυτόν και τα ομηρικά του και τη γλωσσολογία του. Αλλά όπως ο μετά την ήττα τραυματίας, που έχει συμφέρον να κάνει τον ψόφιο, για να μην τον αποτελειώσουν οι εχθροί, είχε και αυτός συμφέρον να κάνει τον κοιμώμενο, για να μην αναγκασθεί να χάσει όλη τη γλύκα του πρωινού ύπνου.
Γύρισε λοιπόν από το άλλο πλευρό, ξηροτανύσθηκε ψελλίζοντας ακατανόητες συλλαβές προς τον Παύλο το Βαλέντιο, ο οποίος τον άφησε ήσυχο και έφυγε.
***
Μετά την επιστροφή από τον περίπατο, ο Παύλος πήγε κατ’ ευθείαν στο δωμάτιο όπου κοιμόταν ο Δημούλης. 
Τότε ο νέος σηκώθηκε, νίφθηκε, ντύθηκε και κατηγορούσε τον υπηρέτη, ότι είχε κλείσει όλα τα παράθυρα και έτσι «εβγήκε ο ήλιος, χωρίς να το καταλάβει».
Προγευμάτισαν με καφέ, με βρούβες, σπαράγγια, εκλεκτές ελιές και μαύρο κρασί και σχεδίαζαν να πάνε όλοι σε μακρινή εκδρομή, με τα δίκαννά τους, αλλά ο Πάνος ο Δημούλης, που βαριόταν και τις εκδρομές και τις θορυβώδεις κοινοτοπίες των συντρόφων του, «ξεκλέφθηκε» και βγήκε μόνος, χωρίς να τον παρατηρήσει κανείς. 
Βγήκε έξω απ’ την αρχοντική έπαυλη, που ανήκε σε πλούσιο κτηματία, όπου φιλοξενούταν λόγω των εορτών του Πάσχα και ανέβηκε στο λόφο, πατώντας στην άκρη του όχθου του χωραφιού και σαν να μην είχε χορτάσει τον ύπνο, κάθισε στη χλόη και ξαπλώθηκε εκεί στο προσήλιο.
Το κατηφορικό χωράφι, ήταν σπαρμένο κριθάρι και τα στάχυα (ήταν περί τις 20 Απριλίου), ψηλά ήδη ως το γόνατο, κυμάτιζαν με την πνοή της αύρας του βουνού, με χρυσοπράσινες εναλλαγές γλυκύτατων αποχρώσεων υπό τις ακτίνες του ήλιου. Το οροπέδιο όλο ηλιοφεγγές ευωδίαζε άνοιξη και ζωή, τα δένδρα όλα και οι θάμνοι ανθισμένοι, στεφάνωναν λόφους και κοιλάδες, το χόρτο αύξανε στον ήλιο, τα αρνάκια περιχαρή έτρεχαν χαρούμενα ακούοντας τα βελάσματα των αμνάδων και μυριάδες πουλιά κελαηδούν χαρμόσυνα στα δάση.
Ο Πάνος ο Δημούλης, είχε το σκίνο ως προσκέφαλο, τη χλόη ως στρώμα κι έλεγε: 
«Τι γλυκά μπορεί να κοιμηθεί κανείς εδώ!»
Εκείνη τη στιγμή, φάνηκε στην άλλη άκρη του αγρού, μία κόρη να ανεβαίνει στον όχθο, απ’ τον οποίο και αυτός είχε ανέβει στο ύψος του λόφου.
Ήταν χωριατοπούλα, φορούσε την μπόλια, την ποδιά και τη μαντήλα της, με τις πλεξίδες μακριές κρεμάμενες ως τη μέση, συμπλεγμένες με ταινία κόκκινη μεταξωτή, με τα στήθη αρμονικά σχηματισμένα πίσω απ’ το λευκό πουκάμισό της.
Περπατούσε με ελαφρό αλλά και δειλό βήμα, σαν μια κόρη που είχε ξεμάθει προ πολλού τη συνήθεια του να βαδίζει στα λιβάδια και δεν είχε παρατηρήσει τον Πάνο το Δημούλη, 
ο οποίος, ήταν ξαπλωμένος στη χλόη δίπλα σ΄ ένα θάμνο.
Ήταν ψηλή, λιγνή και καθ’ όσον ανέβαινε το λόφο, ο Πάνος 
ο Δημούλης έβλεπε το πρόσωπό της ως σύνολο και χωρίς να διακρίνει τους χαρακτήρες, μάντευε ότι ήταν ωραία.
Α! οποία ποιητική εμφάνιση!
Ο Πάνος ο Δημούλης, αισθανόταν τη στιγμή εκείνη, να επανέρχονται στη μνήμη του όλα τα όνειρα, όλες οι μυστηριώδεις τέρψεις, όλα τα ανεξήγητα ρίγη της πρώτης νεότητος, της ώρας κατά την οποία εξεγείρεται το πρώτον η καρδιά και η ζωή γίνεται ένα με τον έρωτα και η ποίηση υποκαθιστά την πραγματικότητα στο πνεύμα.
Α! περικαλλής μορφή! Α! όνειρο! Α! οπτασία!
Ω! καλλίμορφος χωριατοπούλα.
Η νεάνιδα, ανέβηκε μέχρι τα  μισά του ανηφορικού όχθου, έπειτα έσκυψε κατά γης. 
Εκεί, κοντά στο σύνορο, που χώριζε το μεγάλο κριθαρόσπαρτο χωράφι από άλλους πλησίον αγρούς, ήταν δεμένη μία αμνάδα με το αρνάκι της και έβοσκε.
Φαίνεται ότι η χωρική νεάνιδα είχε έλθει «για ν’ αλλάξει την προβατίνα».
Έσκυψε, ξέχωσε το παλούκι και σέρνοντας με το σχοινί την αμνάδα, τη μετέφερε λίγο πιο πέρα, πίσω από τους θάμνους κι εκεί εκ νέου έσκυψε, έμπηξε κτυπώντας με μια πέτρα το παλούκι στη γη κι εκεί την άφησε να βόσκει.
Α! η προβατίνα! Α! το μικρό αρνάκι! Τι τρυφερό, τι λευκόμαλλο που ήταν και πόσο γλυκά βέλαζε!
Τι ήλθες, ω Βλαχοπούλα!
Τι θέλεις από μένα; (έλεγε στον εαυτό του σε έξαρση βρισκόμενος ο Πάνος ο Δημούλης). 
Φύγε, ω Βλαχοπούλα. Μη με κολάζεις, χωρίς να με συμπονείς! Μη με ενοχλείς, χωρίς να με γνωρίζεις!  
Πώς να καταπραΰνω τη φαντασία μου σήμερα, Μέγα Σάββατο; Πώς να πάω να μεταλάβω, τη νύκτα, στην Ανάσταση, ω Βλαχοπούλα; 
Αλλά εγώ για τούτο ήλθα στο χωριό, αφού εξομολογήθηκα χθες, για να μη προλάβω να κάμω άλλα «κρίματα», ώσπου να αξιωθώ να μεταλάβω αύριο.
Και τώρα, πώς να μεταλάβω, ω Βλαχοπούλα!
***
Η νέα, αφού άλλαξε την προβατίνα, στάθηκε όρθια για λίγες στιγμές, ρίχνοντας βλέμματα τριγύρω στους λόφους.
Τι σκεπτόταν άραγε; 
Αισθανόταν πόσο ισχυρή είναι η φύση, η οποία δεν εξαντλείται από καταβολής κόσμου, μετά τόση και τόση παραγωγή και πόσο ευμενής η άνοιξη, που δε βαρέθηκε να επανέρχεται κανονικά κάθε χρόνο, με τόση μονοτονία και τόση ομορφιά;
Ή εννοούσε τι θα πει το «ως εμεγαλύνθη τα έργα σου, Κύριε!» και είχε ακούσει ποτέ το «ουκ ελάτρευσαν τη κτίσει παρά τον Κτίσαντα»;
Ήταν χριστιανή; Ήταν ειδωλολάτρης; Τι ήταν;
Τίποτε απ’ όλα αυτά. Ήταν Βλαχοπούλα.
Τη στιγμή εκείνη, ενώ ο Πάνος ο Δημούλης έκανε τις άκαιρες και υπερβολικές αυτές σκέψεις και η νέα στεκόταν, κοιτάζοντας αόριστα τριγύρω, τρίτο πρόσωπο εμφανίσθηκε στη σκηνή.
Ήταν ένας στρατιώτης του πεζικού, λιγνός, καλοκαμωμένος, με καστανά μαλλιά και λεπτό μουστάκι.
Πλησίασε τη νέα, που κατ’ αρχάς θέλησε να τραπεί σε φυγή, έπειτα άφησε κραυγή εκπλήξεως αναγνωρίζοντάς τον.
-Συ είσαι Φλώρα! φώναξε ο στρατιώτης.
Α! η Βλαχοπούλα έχασε δια μιας όλη την ποίησή της για τον Πάνο Δημούλη.
Ήταν λοιπόν ανάγκη να κάμει εξοχική εκδρομή, να δεχθεί τη φιλοξενία του πλούσιου ιδιοκτήτη της επαύλεως, να έλθει να κάμει Πάσχα στο χωριό, να κοιμηθεί σχεδόν ως το μεσημέρι το Μέγα Σάββατο, γιατί; για να γίνει μάρτυρας των ερώτων ενός στρατιώτη; 
Αλλά δεν συναντούσε κάθε μέρα στη λεωφόρο του Πανεπιστημίου και στην πλατεία του Συντάγματος τόσους και τόσους φαντάρους, που παρακολουθούσαν βήμα προς βήμα τις τροφούς με τα λευκόπεπλα βρέφη των κυριών τους, που με ναζιάρικα καμώματα στρέφονταν πίσω ανταλλάσσοντας φιλικές λέξεις ή πυροσβέστες που επιδίδονταν σε ατελείωτες συζητήσεις με τις μαγείρισσες, στο παράθυρο του ισογείου, σε όλες τις συνοικίες των Αθηνών;
Και οι φαντάροι δεν αρκούνταν λοιπόν πλέον στις παραμάνες και στα δουλικά της πρωτεύουσας, αλλά έβγαιναν και στα χωριά κυνηγώντας  χωριατοπούλες;
***
Τη νύχτα εκείνη της Μεγάλης Πέμπτης, η Φλώρα, η πτωχή κόρη, χωρίς να υποπτεύεται το διάβημα στο οποίο είχε προβεί η μητέρα της προς τον μπαρμπα-Σαράντο, μήτε τα «μαναφούκια», τα οποία έσπευσε να βάλει η φουρνάρισσα 
η Γιωργούλα στο σπίτι του παρέδρου, είχε ζαρώσει, όπως συνήθιζε, σε μία γωνία του πτωχού σπιτιού, μεταξύ δέσμης καυσόξυλων και της γάτας, που κοιμόταν παραπλεύρως, χωμένη στο πενιχρό σκέπασμα με το οποίο ήταν τυλιγμένη 
η νέα. 
Η μάννα της ροχάλιζε, ξαπλωμένη κοντά στο τζάκι, όπου και άνδρες ακόμη, λίγοι μπορούν να ροχαλίσουν.
Η απλοϊκή γυναίκα φανταζόταν, ότι η Φλώρα της, μόλις επιστρέψει στο χωριό, θα εύρισκε πολλούς και πρόθυμους γαμπρούς. Και δεν αισθάνθηκε καν απογοήτευση μετά δύο ή τρία ανωφελή διαβήματα, όσα είχε κάμει πλησίον σε κάποιες οικογένειες και σήμερα ακόμη, προς τον μπαρμπα-Σαράντο.
Η φήμη που είχε φτάσει στο χωριό, έλεγε ότι η Φλώρα διώχθηκε, όχι ότι έφυγε οικειοθελώς από το σπίτι στην Αθήνα και καλοθελήτρες χωρικές, δεν παρέλειπαν πρόθυμα να ρίχνουν εναύσματα στη φλόγα της δυσφημίας, με την ίδια ευκολία, με την οποία έριχναν ξηρά κλαδιά στο φούρνο, όταν ήθελαν να τον ανάψουν.
Η γριά κοιμόταν και ονειρευόταν τη Φλώρα της, στολισμένη κι όμορφη νύφη, να φοράει «τσεμπέρι και ποδιά και σιγκούνι και πουκάμισο κεντητό και πεσκούλια και κολλαΐναν με φλωριά».
Και μιλώντας στον ύπνο της ψιθύριζε:
«Τσεμπέρ ε ποδέ εδέ γγούνε εδέ κεμίσι νε κεντήμ εδέ φλουρέ!»
Η Φλώρα όμως δεν είχε ύπνο και συλλογιζόταν πικρά τη φτώχεια της, την κακομοιριά της, την ατυχία της. 
Και η ζωή της όλη, επανερχόταν στη μνήμη της πένθιμη, θλιβερή, σαν ερημιά άβατη και άνυδρη, σαν ένα τέλος γεμάτο ερείπια καπνίζοντα και αποτεφρωμένα κορμιά.
Χάνοντας τον πατέρα της οκτώ ετών, δόθηκε, χάρις στη σκληρότητα του αδελφού της, ως θεραπαινίδα σε ξένο σπίτι.
Και κατ’ αρχάς περνούσε καλά, διότι η κυρία της έτυχε να είναι διακριτική και φιλάνθρωπη.
Στα χέρια αυτής μεγάλωσε και πόνεσε το σπίτι με την καρδιά της.
Αλλά όταν άρχισε να μεγαλώνει, ο αφέντης της, πλούσιος ιδιοκτήτης στην Αθήνα, πενήντα ετών, ψηλός, ευτραφής, μελαψός στο πρόσωπο, μαύρος στα χείλη, άρχισε να της ρίχνει ερωτικά βλέμματα και μία ή δύο φορές ζήτησε να τη θωπεύσει. Αυτή αντιστάθηκε άγρια και τον απείλησε ότι θα τον καταγγείλει στην κυρία της. Εκείνος τότε περιμαζεύτηκε και της ορκίσθηκε ότι δεν θα το ξανακάμει.
Και άλλωστε, η κόρη ντρεπόταν να μιλήσει για τέτοιο πράγμα στην κυρία της. Αλλά όταν, μετά λίγο χρόνο, η δύστυχη γυναίκα πέθανε, η Φλώρα, καταλήφθηκε από αόριστο φόβο και ετοιμαζόταν να φύγει αυθημερόν από το σπίτι.
Αλλά η αδελφή της αποθανούσης, σύζυγος λοχαγού, που κατοικούσε σε παρακείμενη οικία (οι δύο οικίες δίδυμοι, απαράλλακτοι στην αρχιτεκτονική, είχαν την ίδια αυλή και την ίδια είσοδο απ’ το δρόμο) την παρακάλεσε και την εξόρκισε στην προσφιλή μνήμη της νεκρής, χάριν των ορφανών της, τεσσάρων τον αριθμό, όλων μικρότερα των δέκα ετών, να μείνει για λίγο χρόνο.
Η Φλώρα πείσθηκε και υπάκουσε.
***
Την ίδια περίοδο, ο λοχαγός είχε προσλάβει κατ’ οίκον ως υπηρέτη, κάποιον στρατιώτη του λόχου του, ονόματι Ζήσο.
Ο νέος φαινόταν χωρικός και ήταν αφελής στους τρόπους.
Δεν κοίταζε τη Φλώρα (η οποία είχε γίνει ωραιοτάτη κοπέλα πράγματι, με ρόδινα μάγουλα, με γλυκύτατο ήθος και με λιγυρό ανάστημα), καθώς την κοίταζαν άλλοι, με αναίδεια και επίμονα.
Την κοίταζε κρυφά, γλυκά, ήσυχα και η κόρη άρχισε να συγκινείται.
Ο νέος δεν της είπε ποτέ απρεπή λόγο, δεν της έκαμε άσχημη κίνηση.
Όταν δε τυχόν τα βλέμματά τους συναντώταν, ο Ζήσος κατέβαζε το δικό του.
Μία μέρα, ένα μήνα μετά το θάνατο της κυρίας της, ενώ ο χηρεύσας κτηματίας ανέβαινε για να γευματίσει, αντιλήφθηκε το Ζήσο να κοιτάζει τη Φλώρα, από το δικό του παράθυρο στο δικό της και του φάνηκε ότι η Φλώρα απαντούσε χαμογελαστή στα βλέμματά του. Τότε, ο άνθρωπος με τα μαύρα χείλη, που είχε αφήσει να κοιμηθεί προς το παρόν το προς τη χωριατοπούλα πάθος του, το αισθάνθηκε απότομα να ξυπνά. Στην καρδιά του ο έρωτας ζευγαρώθηκε με τη ζηλοτυπία. Σκέφτηκε δε να μεταχειρισθεί την ανταλλαγή των βλεμμάτων, την οποία του φάνηκε ότι είδε, ως όπλο κατά της Φλώρας.
Ήταν περί το πρώτο λάλημα του πετεινού και η Φλώρα κοιμόταν στο μικρό της δωμάτιο, το συνεχόμενο με το μαγειρείο, όταν ακούσθηκε σιγανό βήμα στο διάδρομο και ελαφρό τρίξιμο στην πόρτα του δωματίου της, σαν να δοκίμαζε κάποιος να την ανοίξει.
Η πόρτα δεν έκλεινε καλά με το μάνταλο και η κόρη είχε βάλει μία καρέκλα σαν στήριγμα από πίσω και ένα σιδερένιο μοχλό σαν υποστήριγμα.
Όλα αυτά, γιατί έχοντας παλιές αφορμές, δεν είχε πάψει ποτέ να δυσπιστεί προς τον κύριό της. Αλλά το ένα τζάμι, του προς το διάδρομο μικρού παραθύρου, που απείχε τρεις σπιθαμές μόλις από την πόρτα, βρέθηκε το βράδυ εκείνο μισοσπασμένο.
Η Φλώρα δεν είχε μάθει ποτέ ποιος το είχε σπάσει. Ίσως ο μικρός του κυρίου της να το είχε σπάσει εκείνη τη μέρα και αυτή δεν το είχε παρατηρήσει, εκτός αν το έσπασε ο ίδιος ο αφέντης της, ποιος ξέρει;
Η Φλώρα δεν ήθελε να κολασθεί άδικα και όμως το υποψιάστηκε.
Το χέρι αυτού που προσπαθούσε απ’ έξω να παραβιάσει την πόρτα, μπήκε σιγά-σιγά από το σπασμένο τζάμι. Το χέρι στράφηκε προς το μέρος της πόρτας, έπειτα σταμάτησε πάλι, σαν να φοβήθηκε τον κρότο τον οποίο προξένησε. Έπειτα και πάλι απλώθηκε κοντύτερα προς την πόρτα.
Η κοιμώμενη κόρη άφησε στεναγμό και κινήθηκε στο κρεβάτι.
Επί πέντε λεπτά, ο άνθρωπος που είχε βάλει το χέρι του μέσα από το τζάμι, στάθηκε κρατώντας την αναπνοή του, κοιτάζοντας προσεκτικά την κοιμώμενη.
Έπειτα, σιγά-σιγά, αθόρυβα και με μεγάλη προφύλαξη, όλος ο πήχης μέχρι τον αγκώνα, έπειτα και ο βραχίονας, εισχώρησε στο εσωτερικό του δωματίου. Έφθασε την καρέκλα, την έπιασε και την έσπρωξε αθόρυβα προς τα μέσα. Η καρέκλα απομακρύνθηκε δύο σπιθαμές, αλλά η πόρτα δεν άνοιγε.
Τότε αυτός, τράβηξε την πόρτα προς τα μέσα, αλλά αυτή πάλι δεν άνοιγε. Φαινόταν να έχει και άλλο στήριγμα εκτός της καρέκλας. Πράγματι είχε το μοχλό, τον οποίο ο βιαστής της πόρτας δεν έβλεπε στο ασθενές φως της με νερό και λάδι καντήλας, την οποία είχε η νεάνιδα στο δωμάτιό της.
Τέλος ο σιδερένιος μοχλός έπεσε με κρότο και η πόρτα άνοιξε.
Ο άνθρωπος με τα μελανά χείλη, έσπευσε να μπει. Αλλά εκεί βρέθηκε αντιμέτωπος της Φλώρας, η οποία ξύπνησε απότομα, αναταράχθηκε, πήδησε περίτρομη από το κρεβάτι, έριξε κραυγή και σκύβοντας άρπαξε από το δάπεδο το σιδερένιο μοχλό…
Ο πλούσιος ιδιοκτήτης, χωρίς να πτοηθεί, άρχισε να ψιθυρίζει προς τη νέα «άσχημα λόγια».
-Σώπα, Φλώρα, ησύχασε, καημένη, Φλώρα!…
Αχ! πώς σε λαχταρώ… Φλώρα μου! Φλώρα μου!
-Φεύγ’ απ’ εδώ! έκραξε αγριεμένη εκείνη.
Ο μελαψός άνθρωπος, θέλησε να την αγκαλιάσει, αλλά εκείνη πρότεινε το μοχλό.
-Φεύγα! Το βλέπεις αυτό; Θα σε χτυπήσω… θα φωνάξω τους γειτόνους σου… θα κράξω το λοχαγό…
-Ξέρω γιατί θα τον φωνάξεις το λοχαγό, είπε με λύσσα ο χήρος… τα ’χεις φτιαγμένα με τον υπηρέτη του και καλοπερνάς, σκύλα!…
Σας είδα εγώ…
-Ψέματα! Ψέματα! έκραξε με αγανάκτηση η Φλώρα.
Είσαι ψεύτης, άτιμος!…
-Βρίσε με, Φλώρα, βρίσε με, δείρε με, κάμε με ότι θέλεις… μόνον άφες με να…
Και άπλωσε το χέρι να την πιάσει. 
Αλλά η Φλώρα, γρήγορη σαν αστραπή, ύψωσε το σιδερένιο μοχλό και του ξέρανε τα χέρια.
-Ωχ! σκύλα…
-Φεύγα, φεύγα! θα φας κι άλλη…
-Αχ! άθλια! βρώμα!... αλλού ξέρεις να κάνεις ψυχικά… σε μένα, τον αφέντη σου, που σε πήρα στο σπίτι μου και σε ανάστησα, κάνεις την τίμια… ωχ! ωχ!
Έτριβε τον πληγωμένο αριστερό του βραχίονα με το δεξιό του χέρι.
-Φεύγα, τώρα!
Ο άνθρωπος με τον πληγωμένο βραχίονα, έψαξε στην τσέπη του κι έβγαλε το ρεβόλβερ γεμάτο. 
Αλλά μόλις ύψωσε την παλάμη και η Φλώρα αντιλήφθηκε τον κίνδυνο, του κατάφερε με το σιδερένιο μοχλό σφοδρότατη πληγή στο δεξιό βραχίονα.
Το χέρι του κατέπεσε αδρανές και το ρεβόλβερ κυλίστηκε στα πόδια της Φλώρας. Ο άνθρωπος έφυγε γογγύζοντας και βλασφημώντας, με τους δύο βραχίονες χτυπημένους.
Η Φλώρα έκλεισε ξανά την πόρτα, οχύρωσε το παράθυρο με το τραπέζι, με τις καρέκλες, με προσκέφαλα και ότι άλλο βρήκε και κατεβάζοντας το στρώμα της από το κρεβάτι, τις μεν σανίδες και τα στρίποδα τα έβαλε επικουρία στην οχύρωση της πόρτας και του παραθύρου, αυτή δε ξάπλωσε κάτω στο πάτωμα, χωρίς να κοιμηθεί.
Με το που ξημέρωσε, ετοίμασε την αποσκευή της και αναχώρησε για το χωριό, χωρίς να διηγηθεί ούτε στη σύζυγο του λοχαγού, τι είχε συμβεί.
Ο άνθρωπος με τα μελανά χείλη, νοσηλεύθηκε κρυφά στο σπίτι του και στην γυναικαδέλφη του διηγήθηκε, ότι η Φλώρα του έκλεψε ασημένια κουτάλια και χρήματα κι έφυγε.
***
-Συ είσαι, Φλώρα! είπε ο ωραίος στρατιώτης αναγνωρίζοντας τη νέα.
Και πώς εδώ;
-Εδώ είναι το χωριό μου! απάντησε η Φλώρα.
-Δε μου είπες ποτέ πως είσαι χωριανή μου, είπε ο στρατιώτης.
-Κι ελόγου σου δε μου είπες ποτέ πως είσαι χωριανός μου.
Τώρα αφέθηκες;
-Επήρα άδεια κι ήρθα. 
Και συ πώς έφυγες απ’ το σπίτι του αφεντικού σου, Φλώρα;
Η νεάνιδα κοκκίνισε, αλλά κοκκίνισμα οργής και μίσους, όχι αισχύνης.
Μην τα ρωτάς αυτά, είπε.
-Πες μου εμένα την αλήθεια Φλώρα, γιατί σου θέλω το καλό σου, είπε ο Ζήσος
-Και τι σ’ έχω, να σου την πω; απάντησε χαμογελώντας η κόρη.
-Ήθελα να ξέρω τα όσα έπαθες, γιατί η μάννα σου προχθές το βράδυ μας είπε, στο σπίτι μας, τα μισά.
-Και πώς ήρθε η μάννα μου στο σπίτι σας; ρώτησε ανήσυχη η νέα.
-Ήρθε να σε προξενέψει στον αδερφό μου, για γυναίκα του, μα ο Στάμος δε σε θέλει.
-Ας είναι καλά το γινάτι του, είπε η Φλώρα, εγώ δεν ήξερα χαμπάρι.
-Εγώ όμως σε θέλω, Φλώρα, είπε με αφέλεια ο νεαρός χωρικός.
Και αν δεν σε θέλει ο αδελφός μου, τόσο καλύτερα, γιατί θα σε πάρω εγώ.
Η Φλώρα χαμογέλασε κοκκινίζοντας.
-Και για να σε πάρω, είναι καλά να ξέρω το τι έτρεξε, εξακολούθησε ο νέος. 
Ο αφέντης σου όταν έφυγες, ξέρεις τι της είπε της γυναίκας του λοχαγού, της κυράς μου;
-Τι θα της είπε; είπε πικρογελώντας η Φλώρα, χωρίς άλλο θα είπε πως τού ’κλεψα τίποτε.
-Αυτό είπε ότι τού ’κλεψες ασημένια, και λεφτά.
Η Φλώρα στέναξε και σήκωσε πάνω τα μάτια.
-Δε μου λες, είπε, τον είδες τον αφέντη μου διόλου, τότε κοντά που έφυγα;
-Όχι, ήταν άρρωστος από πυρετό κι έμεινε ένα μήνα στα ρούχα…
-Τι πυρετό! τα μπράτσα του τα δυο το ξέρουνε κι η βέργα η σιδερένια η χοντρή κι ο Θεός που μας είδε.
Και διηγήθηκε με λίγα λόγια, πως ο κύριός της ζήτησε να την βιάσει και πως αυτή τον χτύπησε με το σιδερένιο μοχλό.
***
Όλο σχεδόν τον ανωτέρω διάλογο, τον άκουγε ο Πάνος ο Δημούλης, ξαπλωμένος στη χλόη στην κορυφή του λόφου και έχοντας πίσω από τους θάμνους το κεφάλι του.
Όπως κατάλαβε ο αναγνώστης, η γριά Σιδερή είχε φορέσει στην κόρη της, τις μπόλιες και τις ποδιές και όλα όσα ονειροπολούσε, εκτός από τα φλουριά, τα οποία ήταν προορισμένα για τις νύφες.
Την είχε καταφέρει δε, δεύτερη ή τρίτη φορά μετά τον ερχομό της, να βγει από το σπίτι και να πάει λίγα βήματα έξω απ’ το χωριό, για να αλλάξει την προβατίνα της.
Κι εκεί που άλλαζε την προβατίνα, ανέλπιστα συνάντησε το Ζήσο, τον παλιό γνώριμό της στην πόλη και παλιότερο χωριανό της στα Μεσόγεια.
- Την επόμενη ήταν Πάσχα, μεγάλη ημέρα, κατά την οποία πάμπολλες σούβλες, περιστρέφονταν με τα σφαχτά στη φωτιά και αμέτρητες κανάτες με αφρίζουσα ρετσίνα, έφεραν πολλές γύρες με κοινό ποτήρι, από στόμα σε στόμα, στα σπίτια των χωρικών.
Και κατά το βράδυ, ο Πάνος ο Δημούλης, με τον Παύλο το Βαλέντιο και με όλη τη συντροφιά του, επανήλθε μελαγχολικός στην πόλη, φθονώντας ολοψύχως το Ζήσο, τον εν αδεία στρατιώτη, το γιο του παρέδρου Σαράντη, ο οποίος έμελλε, μετά μία εβδομάδα, να παντρευτεί με την ωραία λιγυρή Βλαχοπούλα, αποκαθιστώντας, με την πράξη αυτή, τη νέα στην υπόληψή της, εξασφαλίζοντας την ίδια του ευτυχία, αφήνοντας στα κρύα τον αναποφάσιστο Στάμο, ματαιώνοντας τις ραδιουργίες της γειτόνισσας της Γιωργούλας και απαλλάσσοντας το γέροντα πατέρα του, από τη φροντίδα του να ζητεί στα γεράματά του να παντρευτεί ο ίδιος, λόγω των διπλών αναγκών του σπιτιού και του αγρού.

 Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.

TO ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΩΝ ΔΙΡΦΕΩΝ 2