Σάββατο 4 Σεπτεμβρίου 2021

Η τύχη απ΄ την Αμέρικα


Το διήγημα δημοσιεύτηκε το 1901
➖➖➖
Τη μετατροπή του κειμένου στην
καθομιλουμένη δημοτική
έκανε ο
Ιωάννης Δ. Γιαννούκος
⭐⭐⭐

Τη φτωχή την Ασημίνα, σύζυγο του βαρελά του χωριού, όλοι οι συγγενείς της τη λυπόνταν και την εκαίονταν, πως θα κατόρθωνε να αποκαταστήσει και να παντρέψει τις τέσσερις κόρες, τις οποίες της έδωκε ο Θεός, ύστερα από δύο γιους, τους οποίους της είχε χαρίσει και αφού τα έξι αυτά παιδιά
με κόπο και πολύ καημό τα είχε αναθρέψει.
Το επάγγελμα του συζύγου της, είχε, στην πραγματικότητα, μόνο δύο μήνες δουλειά για όλο το χρόνο, όλο δε τον άλλον καιρό ήταν σε απραξία, με λίγες κουτσοδουλειές και «μερεμέτια». Και πάλι οι δύο εκείνοι μήνες έφεραν περισσότερα παράπονα και δυσαρέσκειες, παρά κέρδη και εισπράξεις.
Καθ’ όλον τον Αύγουστο και το Σεπτέμβριο, στην εποχή του τρύγου των πρώιμων και των όψιμων, μοσχάτων και μαύρων, έτρεχαν όλοι και όλες μαζί οι αμπελοκτήμονες, στο μαστρο-Στεφανή, μεταφέροντας κυλιστά από το σπίτι τις κάδες και τα βυτία τους και τα βαρέλια τους, για να τους τα διορθώσει. Ο μαστρο-Στεφανής, αγαπώντας τα αστεία, συνήθιζε να λέγει.
― Μα όλοι μαζί, χριστιανοί μου;… Τα ίδια που παθαίνει ο παπα-Μακάριος, ο πνεμματικός, τις παραμονές των Χριστουγέννων και τη Μεγάλη Βδομάδα… Ολονών τα κρίματα προφταίνει ένας παπάς, όσο κι αν πιάνει η ευκή του, να τα σχωρέσει μονοκοπανιά;…
Τι να κάμει κι εκείνος, το λοιπόν;…
«Βαφτίζω και μυρώνω…»
Πράγματι, πώς θα μπορούσε ποτέ ο μαστρο-Στεφανής να τους ευχαριστήσει όλους, τόσους πελάτες δια μιας; Όσο καλή θέληση και αν είχε, αδύνατον. Σπεύδοντας να τους ευχαριστήσει όλους, σχεδόν κανένα δεν ευχαριστούσε. 
Κι εκείνοι των οποίων τα αγγεία πρώτα επισκεύαζε κι εκείνοι έφευγαν δυσαρεστημένοι, ισχυριζόμενοι ότι «απ’ τη βία του δεν τους έκανε παστρική δουλειά».
Κι εκείνοι, όσων τα βαρέλια τελευταία έμεναν, ακόμη πικρότερα γόγγυζαν, επειδή έμεινε πίσω η δουλειά τους.
Ο καθένας είχε το παράπονό του.
Οι χήρες γερόντισσες έλεγαν.
― Α! γιατί εμείς είμαστε γυναίκες έρημες και δεν έχουμε κανένα να μας βοηθήσει, μας παραβλέπουνε.
Εμείς δεν έχουμε ψυχή;…
Και μερικοί άνδρες έλεγαν.
― Α! να είναι καμιά όμορφη, να γυαλίζει, έχει χατίρι…
Το ξέρω κι εγώ.
Οι γείτονες έλεγαν.
― Εμάς που έχουμε όλο το χρόνο το μπελά σου και το φοβερό σαματά σου, μας αφήνεις τα βαρέλια άφτιαστα. Εμείς δεν έχουμε στον ήλιο μοίρα… Σε άλλους κάνει τα χατίρια.
Και οι από μακριά ερχόμενοι έλεγαν.
― Εμάς που είμαστε απ’ τον άλλο μαχαλά, που κάνουμε τόσο κόπο να σου κουβαλούμε τα βαρέλια απ’ την άλλη άκρη, μας αφήνεις στα κρύα…
Εμάς οι δεκάρες μας δεν έχουν νούμερο…
Τέλος, των περισσότερων τα βαρέλια επισκευάζονταν, κάποιοι λίγοι ανυπόμονοι τα απέσυραν πριν της ώρας τους αδιόρθωτα και μερικοί πολεμούσαν μόνοι τους να τα διορθώσουν. Κι ενώ ένας μόνο βαρελάς βασίλευε στην πολίχνη, από πολλά χρόνια, κανείς δεν αποφάσιζε να μάθει την τέχνη. Μόνο ένας γηραιός άνθρωπος, εξηντάρης, ο μπαρμπα-Δημητρός ο Τσουμπός, παρουσιάσθηκε ζητώντας να τη μάθει. Αλλά ήταν τόσο οκνός και τόσο κοιμισμένος απ’ τα νιάτα του ακόμη, ώστε και αν κατόρθωνε να μάθει κάτι, θα το λησμονούσε πριν το μάθει, όπως λέγει ο αρχαίος κωμικός.
Ήταν δε τόσο πολυάσχολος κατά τους δύο μήνες του φθινοπώρου ο μαστρο-Στεφανής, ώστε από πολύ πρωί μέχρι τη νύκτα, δεν ευκαιρούσε να λείψει ούτε στιγμή από το εργαστήρι του και από το «τσαρδί» του, το από ξύλα και κλαδιά παράπηγμα, το οποίο είχε κατασκευάσει με τα χέρια του μπροστά στην πόρτα του εργαστηρίου.
Μόνο στην εκκλησία πήγαινε την Κυριακή πρωί και μόνο μπροστά από την πόρτα του μικρού καφενείου του Γιάννη του Βλάχου, βιαστικά περνούσε, στεκόταν δε τότε για μια στιγμή και φώναζε στον Αντώνη το γιο του καφετζή.
― Πάτερ Αβραάμ!... Πέμψον Λάζαρον!...
Το «πέμψον Λάζαρον», σήμαινε, να τον δροσίσει με ένα ποτηράκι ρακί το θέρος, ή ρούμι το χειμώνα, το οποίο είχε κανονισμένο.
Ένα και μόνο την ημέρα έπινε.
Όταν έγινε δώδεκα χρονών ο Στάθης, ο πρωτότοκος, ο πατέρας του τον απέσυρε από το σχολείο, για να μάθει την πατρώα τέχνη. Αλλά, μόλις έμαθε κάτι τι ο Στάθης και του ήλθε έρωτας να μπαρκάρει με τα καράβια, να γίνει ναυτικός.
Τρία χρόνια μετά, όταν έφθασε στην ίδια με το Στάθη ηλικία ο Θανασάκης, ο δεύτερος γιος, τότε τον σχόλασε και αυτόν από τα γράμματα και τον «έστρωσε» στην τέχνη. Αλλά αυτός δεν είχε υπομονή ούτε τα στοιχεία της τέχνης να μάθει. 
Όταν έγινε δεκατριών ετών πήγαινε καθημερινά με τις βάρκες στους ναύλους και το ψάρεμα και όταν έγινε δεκατεσσάρων ετών, μπαρκάρισε με μία σκούνα κι έφυγε.
Οι νησιώτες μας, δεν απέδιδαν σε άλλο επάγγελμα, παρά μόνο στο ναυτικό. Κανείς απ΄ αυτούς έγινε ποτέ έμπορος της ξηράς ή βιομήχανος ή χειρώνακτας. Και τέχνη αν είχαν διδαχθεί, την εγκατέλειπαν χάριν της άστατης ερωμένης, της θάλασσας.
Ωστόσο, ο πρώτος γιος του μαστρο-Στεφανή, δεν έπαψε ποτέ να είναι και λίγο βαρελάς, αν και τον περισσότερο καιρό ταξίδευε με τα καράβια.
Κατά Ιούλιο ή Αύγουστο, ερχόταν πάντοτε και έμενε για λίγους μήνες βοηθώντας τον πατέρα του. Μεγάλωσε, παντρεύτηκε κι έγινε καλός και φρόνιμος άνθρωπος.
Ο δεύτερος γιος, αφού έκαμε πολλά ταξίδια και αφού επανήλθε δύο ή τρεις φορές, μετά μικρή απουσία, όταν έγινε δεκαοκτώ ετών, μπαρκαρίστηκε με βαπόρια και πήγε στην Αμερική. 
Από εκεί έγραψε δύο ή τρεις επιστολές κατά μακρά διαλείμματα, υποσχόμενος ότι επρόκειτο γρήγορα να στείλει και χρήματα, αλλά δεν έστειλε.
Έπειτα έπαψε να γράφει και δεν ακουγόταν πλέον.
Πέρασαν δέκα χρόνια και δεν έδωκε σημεία ύπαρξης. Μόνο δύο φορές, ο μαστρο-Στεφανής έμαθε εμμέσως από τρίτους, που έλεγαν ότι άκουσαν άλλους, που τον είχαν ανταμώσει, ότι βρισκόταν σε μία των δημοκρατιών της Νοτίου Αμερικής όπου φαίνεται, ότι υπήρχε χρυσό πολύ, αλλά και κακές αρρώστιες περισσότερες και διαφθορά και κακουργία μεγάλη.
Κατά τους πρώτους χρόνους της αποδημίας του νέου, οι γείτονες και οι φίλοι πείραζαν ενίοτε τον πατέρα του.
― Τώρα θα έχει βγάλει μουστάκια ο Θανάσης, μαστρο-Στεφανή.
― Τι θέλατε να βγάλει…. σπανάκια;
Άλλοι πάλι έλεγαν.
― Πώς δεν έστειλε τίποτε λίρες ακόμα ο Θανάσης;
― Μα ας κιτρινίσουν πρώτα οι λίρες… ακόμα δεν ωρίμασαν…
Σημειωτέον ότι «λίρες» έλεγαν στον τόπο και τα όψιμα κολοκύθια, που έπαιρναν τεράστια ανάπτυξη.
Πάντως, αν είχε μέσα του καημό ο μαστρο-Στεφανής για τον ξενιτεμό του γιου εκείνου, αυτός μόνο το ήξερε. Στα τελευταία χρόνια, καθ’ όσον γέραζε, είχε αρχίσει να υπερβαίνει τον κανονισμό και δύο ή τρεις φορές την ημέρα στεκόταν έξω από την πόρτα του καπηλειού του Γιάννη Βλάχου και φώναζε τη φράση τη συνθηματική.
― Ελέησόν με… και πέμψον Λάζαρον!
***
Εντωμεταξύ, οι τέσσερις θυγατέρες εκείνες, για την τύχη των οποίων ανησυχούσαν οι ξαδέλφες της Ασημίνας, έλαβαν διάφορες τύχες.
Η δευτερότοκη απ΄ αυτές, είχε βρει την τύχη της πριν απ΄ την πρωτότοκο όταν ήταν μόνο επτά ετών και πριν αναχωρήσει για την Αμερική ο αδελφός της. Μία εσπέρα, όταν κατόπιν ραγδαίας συνεχούς βροχής είχαν γεμίσει τα πηγάδια, οι λάκκοι και τα κοιλώματα, η μικρή Ροδαυγή (έτσι την είχαν βαπτίσει), ευρισκόμενη στην αυλή μεγάλου γειτονικού σπιτιού, είχε σκύψει στο χείλος βαθιού πηγαδιού για να «καραβίσει» ένα φτερό όρνιθας, θέλοντας να μιμηθεί τ’ αγόρια, τα οποία έβλεπε καθημερινά να καραβίζουν στο γειτονικό ποτάμι, το σχηματιζόμενο στο κοίλο κέντρο της πολίχνης, μετά τις βροχές. Η παιδίσκη έσκυψε λίγο βαθύτερα, γλίστρησε κι έπεσε με το κεφάλι μέσα στο νερό.
Η κραυγή της πνίγηκε, άνθρωπος δεν έτυχε κοντά να τη δει. Μάταια δοκίμασε να πιασθεί από το φρακτό στόμιο του πηγαδιού. Τάραξε, έπλευσε, σπαρτάρησε. 
Μετά λίγα λεπτά την ανέσυραν νεκρή.
Δεύτερη βρήκε την τύχη της η πρωτότοκη, η Ελένη και συγχρόνως με αυτήν η τριτότοκη η Μαργαρώ. Βρήκαν οι δύο μία τύχη, αλλά διφορούμενη και κάπως παράδοξη.
Η Ελένη είχε αρραβωνιασθεί τον Παναγή το Νικούτσικο, λεπτουργό το επάγγελμα, τον οποίο της είχαν εκλέξει οι ξαδέλφες της μητέρας της, σαν καλό νέο και προκομμένο.
Αλλά όταν κατά το έθιμο του τόπου, τελέσθηκαν τα μπασίδια και μπήκε για πρώτη φορά ο γαμβρός στο σπίτι, ο νέος είδε την αρραβωνιαστικιά του, την οποία του είχαν προορίσει, είδε και την μικρότερη αδελφή της, τη Μαργαρώ. Η καλύπτρα, αλίμονο! προ πολλού είχε καταργηθεί στα ήθη μας.
Ο Παναγής δε θέλησε τη Λεία, την Ελενιώ, αλλά θέλησε τη Ραχήλ, τη Μαργαρώ. Την άλλη μέρα δεν δίστασε να εκδηλώσει την προτίμησή του προς την πεθερά του την ίδια.
«Ή μου δίνετε τη Μαργαρώ, είπε, ή σας στέλνω τα σημάδια πίσω».
Να πετάξει ο γαμβρός τα «σημάδια», δηλαδή τους αρραβώνες! κακό και ψυχρό το πράγμα. Τι να κάμει η πτωχή η Ασημίνα, τι να κάμει κι ο μαστρο-Στεφανής, ο σύζυγός της. Μετά πολλούς δισταγμούς και διαβούλια, αλλά και έριδες μεταξύ του παλαιού ανδρόγυνου, αφού η Ασημίνα άκουσε και τις γνώμες των εξαδέλφων της, αναγκάστηκαν να υποκύψουν.
Η Μαργαρώ, όταν άκουσε ότι ο γαμπρός την προτιμά, δε δίστασε να πει ότι κι αυτή τον θέλει. Ήταν, είναι αλήθεια, ανθηρότερη και χαριέστερη της αδελφής της και ήταν μόλις δεκαοκτώ ετών.
Η Λενιώ η άτυχη, που παραγκωνίσθηκε, το πήρε κατάκαρδα.
Φαινόταν λίγο ασχημούτσικη και ήταν χλωμή και κακοπλασμένη εξ αρχής. Είτε έπασχε αρχικά, είτε όχι, το βέβαιον είναι ότι πέθανε φθισική λίγο χρόνο ύστερα, μετά δύο μήνες από το γάμο της Μαργαρώς!
Να πως, αθρόα και χονδρικά, για να το πω έτσι, διασκεδαζόταν η φιλόστοργη ανησυχία των εξαδελφάδων της Ασημίνας.
Έμεινε τώρα μία κόρη, η Αφέντρα, η τελευταία.
Η μητέρα της την είχε πλέον «χαδούλα και χαδιάρα» και οι εξαδέλφες της μητέρας της δεν ανησυχούσαν γι αυτήν.
Η Ασημίνα έτρεφε μητρική φιλοδοξία, την οποία αρέσκετο να σχετίζει με τον καημό της για την αποδημία του γιου κι έβλεπε ξυπνητά όνειρα, σε σχέση προς τη μέλλουσα λαμπρή και ένδοξη απ΄ την Αμερική επάνοδο εκείνου.
― Της Αφέντρας μου η τύχη, έλεγε, θα ’ρθεί απ’ την Αμέρικα.
Και η κόρη μεγάλωνε με την ιδέα αυτή. Αλλά εντωμεταξύ, η τύχη της κινδύνευε να έλθει από πολύ απώτερα, δηλαδή από την ίδια περίπου σφαίρα, απ΄ όπου είχε έλθει της άτυχης Ελένης η τύχη και της μικρής Ροδαυγής.
Μία εξαδέλφη του μαστρο-Στεφανή, είχε συνδεθεί δια του γάμου της με μεγαλύτερο σόι. Εκκαλείτο κοινώς η Επαρχίνα.
Ήταν συνταξιούχος χήρα διοικητικού υπαλλήλου, προ χρόνων αποθανόντος.
Είχε ζήσει σε άλλες πόλεις της Ελλάδος και είχε αποκτήσει ξενίζουσες έξεις και κλίσεις. Μία απ΄ τις ιδιοτροπίες της, η οποία φάνηκε αλλόκοτη στο χωριό, υπήρξε, το να παραγγείλει να της κατασκευάσουν εντός του περιβόλου του κοινού κοιμητηρίου, τον τάφο της κτιστό και να επιγράψουν επί της πλάκας το όνομά της «ενθάδε κείται η αείμνηστος Π. Χ., χήρα του αοιδίμου επάρχου Σ. Χ.», πριν αυτή πεθάνει ακόμη.
Τούτο το είχαν κάμει και άλλοι μερικοί πριν απ΄ αυτή.
Ένα μάλιστα γεροντικό ανδρόγυνο είχε κτίσει δίδυμους τάφους, ανοικτούς, χάσκοντες, με τις επιγραφές των ονομάτων τους, ζώντες ακόμη.
Και το ανδρόγυνο είχε φθάσει σε βαθύ γήρας, 87 ετών ο σύζυγος, 84 η συμβία και οι τάφοι έχασκαν προκλητικά προς τους επισκέπτες και το ανδρόγυνο δεν πέθαινε.
Κάποιοι μάλιστα είπαν, ότι επίτηδες είχαν κτίσει οι δύο σύζυγοι τους τάφους εκείνους τους ανοικτούς, για να ξεγελάσουν το θάνατο και για να εξορκίσουν το χάρο… 
Τούτους είχε μιμηθεί και η χήρα Π. Χ. 
Καθώς ήταν νεόκτιστος, ασβεστωμένος και με υγρή ακόμη κονία, ένα απόγευμα καλοκαιρινό, η συνταξιούχος γερόντισσα, συνοδευόμενη από τη μικρή Αφέντρα, δεύτερη ανεψιά της, δωδεκαετή τότε παιδίσκη, προς την οποία φαινόταν να τρέφει κάποια στοργή, ενώ επέστρεφαν από το αμπέλι, λίγο μετά τη δύση του ήλιου, με τα καλαθάκια τους κρεμασμένα από τους αγκώνες, πέρασαν έξω απ΄ το νεκροταφείο. Μπήκαν στον περίβολο, για να δει η χήρα τον τάφο και να δείξει τούτον, ως κάτι αξιοπερίεργο, στη μικρή ανεψιά της.
― Να, Αφέντρα μου, κοίταξε που θα με βάλουν!...
Η κόρη κοίταξε με άκακη περιέργεια και αφοβία.
― Τι όμορφο ταφάκι που θά ’χεις θεια, είπε, μικρούτσικο, μικρούτσικο.
― Μου πήραν μέτρο, είπε η γριά, μα δεν ξέρω αν θα μού ’ρχεται ίσα-ίσα. Ήθελα να κατεβώ μια κάτω, να ξαπλωθώ, για να δοκιμάσω… πρέπει να τεντωθώ καλά…
Η παιδίσκη ακουσίως γέλασε.
― Πού σ’ αφήνει θεια, είπε, η καμπουρίτσα που έχεις, για να ξαπλωθείς; Να δοκιμάσεις;
Η γριά μόρφασε.
― Μπα! είπε, δεν έχω καμπούρα, πού την ηύρα την καμπούρα;
Κι έφερε το χέρι πίσω στη ράχη της.
― Σαν πεθάνουμε, εξακολούθησε να λέγει κάπως στρυφνά και με πικρία… τότε η καμπούρα φεύγει από πάνω μας, τότε όλα τα κορμιά ισάζουν κι όλοι μας γινόμαστε ίσοι κι όμοιοι, ίσωμα σαν αυτόν τον κάμπο που θα πλαγιάσουμε όλοι μας, σαν αυτό το χώμα που θα μας σκεπάσει.
Αίφνης της γριάς της ήλθε άλλη μια ιδέα.
― Θέλεις, Αφέντρα μου να μπεις εδώ μέσα, να ξαπλωθείς όμορφα-όμορφα, να καμαρώνεις, για να ιδώ πως θα φαίνουμε, όταν με βάλουν μέσα… ίσα κοντεύουμε να είμαστε στο μπόι, γιατί εσύ ψηλώνεις γλήγορα… Να τεντωθείς λίγο συ, να ξεδιπλωθώ λίγο εγώ, ίσα θα είμαστε πάνω-κάτω.
Η παιδίσκη χαμογελώντας, άκακα, άφοβα, άφησε το καλαθάκι της και κατέβηκε στον κενό λάκκο. Κάθισε κάτω, περιμαζεύοντας τις άκρες του φορέματός της, έπειτα ξαπλώθηκε, σταύρωσε τα χεράκια της, έκλεισε τα μάτια της και καμάρωνε όμορφα-όμορφα, καθώς έλεγε η γριά θεία της.
― Φτάνει τώρα, φώναξε η χήρα του Έπαρχου, σήκω απάνω, μη μας ιδούν και λένε τι πάθανε αυτές;…
Τι όμορφα που κάνεις την πεθαμένη! Ανέβα γρήγορα και πάμε.
Η Αφέντρα, το ίδιο βράδυ διηγήθηκε το πράγμα σε δύο συνομήλικες φίλες της. Απ΄αυτές η μία, μεγαλύτερη κατά δύο χρόνια από την Αφέντρα, έβαλε φωνή τρόμου, και καταφόβισε την κορασίδα.
― Πω πω! Έκαμες την πεθαμένη! και το λες κι όλα;
― Γιατί;
― Οι βρυκολάκοι θα σε κυνηγούν!... και θα γυρεύουν να σε πάρουν μαζί τους…
Τότε η Αφέντρα τρόμαξε. Τη νύκτα πλάγιασε με πονοκέφαλο.
Της ήρθε πυρετός. Έβλεπε όλη τη νύκτα νεκρούς και τάφους και βρικόλακες στον ταραγμένο ύπνο της. Η ίδια η θεία της, της φαινόταν, ότι είχε πεθάνει, ότι βρυκολάκιασε και ζητούσε να της πιεί το αίμα. Ξύπνησε παγωμένη και την κατέλαβε κάτι σπασμώδες και νεκροπαθές.
Είχε πάρει «φρίξιν», καθώς έλεγε η μητέρα της. Το απόγευμα προσκάλεσαν έναν ιερέα και άρχισε να της διαβάζει, πάνω απ΄το κεφάλι της, τα Τετραβάγγελα. Η χήρα η Επαρχίνα κατεθλίβει και προσπαθούσε με κάθε τρόπο να εγκαρδιώσει τη νέα και να παρηγορήσει τη μητέρα, η οποία όμως έκανε μορφασμούς δυσμένειας προς την ανδρεξαδέλφη της.
― Είδες την Επαρχίνα! έλεγε κατ’ ιδίαν η Ασημίνα η πτωχή. Να μου τρελάνει το κορίτσι μιαν ώρα, μιαν ωρίτσα! Τι ήθελε να την πάει στα Μνημούρια, θα πω, τι ήθελε; Και την έβαλε, λέει, να πέσει μες στον τάφο που είχε κτίσει, για να δοκιμάσει το μπόι της!... Κορίτσι απάρθενο, αγουρίδα, άκακο, μούστο πράμα! Και να ξαπλωθεί στο λάκκο μέσα, ακούς! Για να σκιάξει, μαθές, τους πεθαμένους;…
Για να την αφήσει ο Χάρος, γριά κακόγρια, κακομαγειρεμένη, να μην την πάρει και σωθούν οι αμαρτίες της!...
Και την έσπρωξε μέσα στο λάκκο, ακούς! Και σταύρωσε τα χέρια και σφάλισε τα μάτια της, τ’ ακούς! Κι έκανε την πεθαμένη, τ’ ακούς!... Ποιος ξέρει αν δεν της έριξε και χώματα απάνω της;… κι αν δεν την κακομελέτησε, τάχα; Και τώρα που ήρθε άτυχα του κοριτσιού μου… Και πώς να τό ’χω ένα παλαβό, ένα σκιασμένο, ένα ριμωμένο, Θε μου!... Κορίτσι μυριάκριβο, που ήταν σαν το κρύο νερό… Που μου το γύρευαν οι γαμπροί από τώρα… Κι εγώ έλεγα, η καημένη, νά ’ρθει ο Θανάσης απ’ την Αμέρικα, να μου φέρει πολλές-πολλές λίρες, να το παντρέψω, να το νοικοκυρέψω, να ευφρανθώ, να χαρώ!... Και τώρα η Επαρχίνα μου το βόλεψε καλά!... Απ’ το Θεό ας τό ’βρει!...
Αφού ο ιερέας τελείωσε διαβάζοντάς της όλα τα Τετραβάγγελα, η Αφέντρα έδειξε σημεία βελτιώσεως. Μετά τρεις εβδομάδες, οι πένθιμες εικόνες εξαλείφονταν σιγά-σιγά από το νου της.
Η μητέρα προσπαθούσε να την κάμει να είναι χαρούμενη.
― Δεν έχεις τίποτε, Αφέντρα μου, τώρα είσαι καλά…
Και που νά ’ρθει απ’ την Αμέρικα ο Θανάσης μας!... Να σου φέρει όλα τα καλούδια… και θα φέρει λίρες, λίρες με την ουρά… να σε στολίσω, να σε κάμω νύφη… Εκατό λίρες θα βάλω κολλαΐνα πάνω στα στήθια σου, στο γάμο, που θα φορείς το στεφάνι… να καμαρώνεις, να σε ζηλεύουν όλοι!
***
Κατ’ εκείνες τις ημέρες έφθασε επιστολή απ την Αμερική.
Ο Θανάσης έγραφε ότι είναι καλά και ότι λίγο ακόμα θ’ αργήσει να έλθει, για να φέρει πολλές λίρες.
Πέρασαν χρόνια. Ο Θανάσης έλειπε ήδη δεκαεπτά χρόνια στην Αμερική και θα ήταν πλέον  35 ετών. Η αδελφή του είχε υπερβεί τα είκοσι. Και τέλος δεν είχε μεγαλώσει πολύ και η μητέρα της έτρεφε πεποίθηση, ότι δεν θα αργούσε πολύ η τύχη της κόρης να έλθει.
Μόνο, αν συνέβαινε ποτέ να πειραχθεί με καμία συνομήλικη η Αφέντρα, έμενε η παλαιά ηχώ, που κάνει όλους και όλες να φέρουν σε όλη τη ζωή τους ένα παραγκώμι, στους μικρούς τόπους, οπού τίποτε δεν κρύπτεται από κανέναν και όπου η μετάβαση από τη φιλία στην έχθρα είναι τόσο εύκολη και ταχεία.
Και τότε η παλαιά ηχώ, δια στόματος της φίλης της χθες, της εχθράς της σήμερον, επανέλεγε:
«Παλαβή!... σκιασμένη!... φριμμένη!... που την πιάνει…».
Και τούτο θα έφθανε ακόμη και στα αυτιά παντός υποψήφιου μνηστήρα… Αλλά, αν ερχόταν ο Θανάσης από την Αμερική κι έφερνε τόσο χρυσό, όσο ονειροπολούσε η μητέρα, το προηγούμενο εκείνο θα ήταν πολύ μικρό εμπόδιο για τους επίδοξους γαμπρούς.
Τέλος, ένα πρωί, ήλθε γράμμα, με μεγάλο χρωματιστό φάκελο, με πολλές σφραγίδες και γραμματόσημα όχι λίγα.
― Καλώς τα δέχτεις, καλώς τα δέχτεις, γειτόνισσα.
― Καλώς τα δέχτεις, εξαδέλφη!
― Φχαριστώ, καλό να ’χετε.
Η Ασημίνα είχε μεγάλες χαρές, ομοίως και η Αφέντρα η κόρη της.
Το γράμμα εκείνο φάνηκε στη νέα, ότι περιέκλειε την τύχη της, την οποία από τόσο χρόνο περίμενε πότε να έλθει.
― Έλα να μας ξαναγλώσεις το γράμμα, παπά!
Ο παπάς, ο γείτονας, ανέβηκε στο σπίτι του μαστρο-Στεφανή και «ξανάγλωσε» το γράμμα. Η επιστολή ήταν πράγματι από τον Θανάση κι έγραφε, ότι μετά από ένα μήνα έρχεται. Είχε πάθει ολίγον την υγείαν, έγραφε κι έχει πεποίθηση ότι το αέρι της πατρίδος θα τον κάμει καλά.
Θα έφερνε μαζί του και όλες τις μικρές οικονομίες του.
Δεν κιτρίνισαν μόνες οι λίρες, τόσα χρόνια, στα κλίματα της Νοτίου Αμερικής, όπως έλεγε άλλοτε ο μαστρο-Στεφανής, κιτρίνισε κι ο ίδιος ο Θανάσης ο γιος του. 
Κατά Μάρτιο μήνα έφθασε αυτός στον  Πειραιά, ανέβηκε δε στην Αθήνα, για να τον δουν οι γιατροί.
Και αυτοί τον βρήκαν φθισικό.
Είχε παρουσιασθεί στους γιατρούς με όλα τα δαχτυλίδια του, τις καδένες και τις καρφίτσες του. Του πήραν μερικές λίρες, του έδωκαν πολλές συνταγές, διάφορα φιαλίδια με χρωματιστά νερά και κάτι σκόνες, με οσμή φαρμακείου και τον συμβούλευσαν να πάει στην πατρίδα του.
Κι’ εκείνος για εκεί πήγαινε.
Άμα ακούστηκε στο χωριό, ότι έρχεται με το βαπόρι ο Θανάσης, φέροντας και λίρες μαζί του, πέντε προξενιές έστειλαν δια μιας στη μητέρα του για την κόρη της, την Αφέντρα. Περισσότεροι ετοιμάζονταν να στείλουν προξενιά για το Θανάση τον ίδιο, αλλά ήξεραν, ότι ο νέος δεν θα παντρευόταν πριν εξασφαλίσει την αδελφή του και αυτοί που τον ήθελαν για γαμπρό, φιλοτιμούνταν να προσφέρουν εκδουλεύσεις, κάνοντας τον προξενητή και να την παντρολογήσουν, όλοι και όλες, συντελώντας έτσι, στην αποκατάσταση της κόρης το ταχύτερο.
Άμα έφθασε ο Θανάσης και τον είδαν και ήταν ισχνός και κάτωχρος, κατάλαβαν πως δεν έμελλε να παντρευτεί σε αυτόν τον κόσμο ο Θανάσης και παραιτήθηκαν.
***
Μεταξύ των γαμπρών, όσοι παρουσιάστηκαν, προκρίθηκε ένας νέος που είχε μικρό εμπορικό. Τον αποκαλούσαν, ο Γρηγόρης της Μονεβασώς. Αυτός σκέφθηκε, ότι τα χρήματα τα οποία έφερε απ΄ την Αμερική ο φθισικός νέος, θα ήσαν καλά για να αυξήσει το εμπόριό του, για να πληρώσει τα χρέη του και να ανοίξει περισσότερες πιστώσεις.
Οι εξαδέλφες της Ασημίνας σκέφτηκαν, ότι καλό θα ήταν να συγγενεύσουν με την εμπορική τάξη, η οποία εξασκούσε επιρροή στο χωριό κι εξευγένιζε με τα χρήματα, πλάθοντας δημάρχους, συμβούλους, κ.τ.λ.
Τέλος ταίριασαν και έγινε ο αρραβώνας.
Ο μεγάλος γιος του Στεφανή, ο Στάθης, πήρε το τσέκι, το οποίο έφερε απ΄ την Αμερική ο αδελφός του, πήγε στο Βόλο και το εξαργύρωσε.
Ήταν περίπου για πεντακόσιες αγγλικές λίρες.
Επιστρέφοντας απ΄ το Βόλο έφερε περί τις 18 ή 19 χιλιάδες χάρτινες δραχμές. Τόση ήταν η περιουσία του Θανάση.
Το φθισικό νέο, τον πήγαν μετά το Πάσχα, στο μονύδριο του Αγίου Χαραλάμπους, μία ευχάριστη και ωφέλιμη εξοχή. 
Ο νέος γαμπρός, ο οποίος ήταν πολιτισμένος, απαίτησε να βγάλει η αρραβωνιαστικιά του τα εγχώρια φορέματα και να φορέσει ευρωπαϊκά.
Η Αφέντρα, ήθελε κι αυτή να ντυθεί ξενικά, γιατί ότι σωζόταν ακόμη από τη νυφική στολή της μακαρίτισσας Ελένης, με της οποίας το κυριότερο μέρος είχαν ντύσει τη νεκρή, δεν ήθελε να το φορέσει, λόγω προλήψεων.
Η άλλη πανδρεμένη αδελφή, η Μαργαρώ, απότομα όπως έγινε ο γάμος της, είχε κάμει πρόχειρα νυφικά φορέματα, επειδή ούτε η Ελένη θα της παραχωρούσε τα δικά της στολίδια, για να στεφανωθεί μ’ αυτά, ούτε η Μαργαρώ θα τα δεχόταν.
Τα ενδύματα της Ελένης, όσα βρίσκονταν ακόμη μέσα στο κιβώτιο, αρχαιοπρεπέστερα, ήσαν εν μέρει αυτά τα νυφικά φορέματα της μητέρας τους, λίγο τροποποιημένα, για τις απαιτήσεις της εποχής.
Η δε Αφέντρα ήταν πολύ νεότερη, της είχε έλθει η τύχη της από την Αμέρικα και ήθελε να συμβαδίσει με την εποχή.
Ο Θανάσης, ο φθισικός νέος, ο οποίος ήταν γεμάτος ελπίδες και θάρρος, ότι θα ανακτούσε την υγεία του, τώρα που ήλθε στην πατρίδα, είχε πει στη μητέρα του μετά τους αρραβώνες της αδελφής.
― Να γίνω κι εγώ καλά, μητέρα και να γίνει  ο γάμος.
― Έννοια σου παιδί μου, θα γένεις καλά, πρώτα ο Θεός.
Σα δε γένεις καλά, πού κάνουμε εμείς γάμο!...
Και τώρα που θ’ αρχίσουν να μας έρχονται οι νυφάδες να μας στέλνουν προξενιές για τ’ εσένα, Θανασάκη μου. Μου είπαν, πέντε έξη πεθεράδες είν’ έτοιμες για να μου στείλουν προξενιά, ακούς… Τρελλαθήκανε, ζουρλαθήκανε, τ’ ακούς. Χαρά σε μένα!... Ποια κι άλλη θα ’χει την τύχη μου… Και τάζουν και τι δεν τάζουν!... Μα έννοια σου, εμείς θα διαλέξουμε και θα πάρουμε, Θανασάκη… Έτσι κι έτσι δε μας γελούν εμάς… Κουράγιο… κάμε, να γένεις καλά, παιδάκι μου!
Η προθεσμία δεν άρεσε στο Γρηγόρη, το γιο της Μονεβασώς, ούτε ίσως σε αυτήν την Αφέντρα. Κατά σύμπτωση δε, εκείνες τις ημέρες αρρώστησε και αυτή η μητέρα του γαμπρού, η γριά Μονεβασώ.
Κατά μια στιγμή, στο τέλος μιας επίσκεψης του μνηστήρα, ενώ αυτός έβγαινε από το σπίτι, μεταξύ της πόρτας και της σκάλας, η Αφέντρα σιγά-σιγά ψιθύρισε στον αρραβωνιαστικό της.
― Πες της μάνας σου, είναι φόβος μην πεθάνει ο Θανάσης κι ύστερα, το πένθος θα μας κάμει να αναβάλουμε τα στέφανα…
Κι εγώ θα πω του Θανάση, πως είναι φόβος μη πεθάνει η μητέρα σου κι απ’ τη λύπη μας, θ’ αναγκαστούμε ν’ αφήσουμε το γάμο για του χρόνου.
― Έννοια σου! είπε με αληθινό θαυμασμό ο γαμπρός.
Ο Θανάσης ενέδωσε στο επιχείρημα της αδελφής του. Αλλά της Μονεβασώς δεν το χωρούσε ο νους της να γίνει ο γάμος του γιου της και να μην παρευρεθεί για να δώσει την ευχή της.
Ευτυχώς, αυτή ήταν καλύτερα και σηκώθηκε σε λίγες μέρες.
Αλλά ενώ γίνονταν οι ετοιμασίες του γάμου και είχαν κατεβάσει τον άρρωστο από την εξοχή του Αγίου Χαραλάμπους στην πολίχνη, ο γαμπρός και ο Στάθης διαφώνησαν ως προς το ποσόν της μετρητής προίκας.
Ο γαμπρός ισχυριζόταν, ότι πέντε χιλιάδες είχαν συμφωνήσει και χωριστά το σπίτι, το αμπέλι, το μικρό ελαιώνα και τα ρούχα.
Ο Στάθης ισχυριζόταν, ότι τεσσερισήμισι χιλιάδες το όλον, μαζί με τα ρούχα, τα έπιπλα, τα σκεύη και τα λοιπά.
Και οι δύο έλεγαν την αλήθεια, επειδή ο καθένας είχε πει άλλον αριθμό, όταν έδωσαν τα χέρια…
Επειδή δε τώρα, ο γαμβρός θέλησε ευρωπαϊκά φορέματα για τη νύφη, όλη η σκευή θα κόστιζε περίπου χίλιες δραχμές και άλλες τέσσερις χιλιάδες με τρόπο συμβιβαστικό και χωρίς ξεσυνέρια, ήθελε να μετρήσει για την αδελφή του.
Στα παράπονα της Αφέντρας και της μητέρας, ο Θανασάκης συγκατένευσε και είπε να δώσουν ακόμη χίλιες δραχμές του γαμπρού, αλλά ο Στάθης, είχε το λύειν και το δεσμείν και δεν επείθετο να τις δώσει. 
Ο Στάθης και ο γαμπρός άλλαξαν δριμείες φράσεις.
― Σε ξένο βιο κάνεις κουμάντο εσύ;
Άλλος τα καζάντισε αυτά τα γρόσα.
― Και συ με τ’ αδερφού μου τα γρόσα, που έχασε την υγειά του για να τ’ αποχτήσει, θέλεις ν’ ανοίξεις μεγάλο μαγαζί;
Πού είναι τα καζάντια σου εσένα;
Ο γέρο-Στεφανής, που μπήκε τη στιγμή εκείνη, επιστρέφοντας από την αγορά, όπου είχε περάσει από το καπηλειό του Γιάννη του Βλάχου, θυμήθηκε την παροιμία.
― Ε! τώρα, ησυχάζετε και σεις; Μοιάζετε με τους δυο, που μάλωναν σε ξένον αχ…
Ο γέρο-Στεφανής δεν τελείωσε τη φράση. Η Αφέντρα είχε στραφεί προς τον πατέρα της κι επειδή γνώριζε τις παροιμίες του, του έκανε νόημα, φέροντας ζωηρά το δάκτυλο στα χείλη. Φοβόταν μη προσβληθεί ο μνηστήρας της.
Ο Στάθης όμως ήξερε, φαίνεται, τον άνθρωπό του και ήταν βέβαιος περί της ανοχής και της πραότητας του γαμπρού. Πράγματι, αυτός είχε λάβει, την προτεραία ήδη, τις τέσσερις χιλιάδες, καίτοι επέμενε να λάβει άλλες χίλιες και είχε διαθέσει μεγάλο μέρος του ποσού εκείνου σε εξόφληση εμπορικών υποχρεώσεων.
Ο ασθενής Θανάσης, τον οποίον είχαν φέρει πίσω στην πόλη, δεν κατοίκισε πλέον στην πατρώα οικία, την οποία είχαν γράψει ως προίκα στο συμβόλαιο και σ΄ αυτήν θα γίνονταν οι εορτές και τα δείπνα του γάμου.
Προς ανατολάς αυτής, ήταν μικρή πλατεία και πέραν της πλατείας ήταν άλλες οικίες.
Μεταξύ τούτων, νοίκιασαν τον οικίσκο μιας πτωχής γυναίκας, για να κατοικήσει ο άρρωστος, έπειτα και οι γονείς του.
Ο φθισικός και αν δεν μπορούσε να σηκωθεί για να παρευρεθεί στο γάμο, θα έβλεπε από το παράθυρο το μεγάλο χορό, που θα γινόταν στην πλατεία, στο ύπαιθρο, μετά το γαμήλιο γεύμα. Ήταν ήδη περί τις αρχές του καλοκαιριού. 
Ο νεαρός γαμπρός αγαπούσε, φαίνεται, την επίδειξη και ήθελε να καλέσει πολλούς και δικούς και ξένους στους γάμους του.
Όμως η απαίτηση των χιλίων δραχμών δεν είχε διευθετηθεί ακόμη.
Ο Θανάσης είπε, να δώσει ο Στάθης τις χίλιες δραχμές από τα χρήματα όσα είχε στα χέρια του, μιας και είχε τη διαχείριση των εξόδων.
Ο Στάθης μόρφασε, έγρυξε και είπε: «Καλά!».
Αλλά δεν έδωκε τα χρήματα.
Την άλλη ημέρα, που ήταν η παραμονή του γάμου, ο γαμπρός υπενθύμισε και πάλι την απαίτηση. Τότε ο Στάθης είπε ότι δεν έχει πλέον χρήματα, επειδή όσα είχε στα χέρια του πήγαν όλα στα έξοδα και ας δώσει τα χρήματα ο Θανάσης, αν θέλει.
Αυτά είπε στο γαμπρό. Στο δε Θανάση είπε.
― Αυτά να του τα δώσουμε για πανωπροίκι, να στεφανωθεί κι ύστερα, τι λες και συ;
― Ναι, είπε ο Θανάσης, ο οποίος επείθετο εύκολα σε ότι του έλεγαν όλοι και μάλιστα ο Στάθης.
― Βέβαια, ξανάπε ο Στάθης, με αυτόν τον τρόπο θα αποδείξει κι αυτός πως μας εμπιστεύεται, όπως τον εμπιστευτήκαμε κι εμείς…
Άμα βγήκε ο πρωτότοκος αδελφός, μπήκε η Αφέντρα. Αυτή πλησίασε στο κρεβάτι του Θανάση και άρχισε να τον χαϊδεύει και να του γλυκομιλεί.
― Να, τώρα, που λες, Θανασάκη μου, επειδή πάτησε ποδάρι αυτή η γριά, η πεθερά μου, που φοβάται μην πεθάνει κι ήθελε να γένει ο γάμος τώρα… Εγώ είπα, να γένεις πρώτα καλά εσύ κι ύστερα να μας βάλουν στέφανα… Μόλις σηκώθηκε στα πόδια της και βιάζεται να δώσει την ευκή της, φοβάται μην ξανακυλήσει… ως τόσο είσαι και συ καλύτερα, Θανάση, δεν είσαι;
― Σαν καλύτερα είμαι, είπε ο Θανάσης, που εύκολα επείθετο, ότι είναι καλύτερα, άμα του το έλεγαν. Αισθανόταν δε ενίοτε και ψευδοβελτιώσεις της νόσου.
― Μακάρι ο Θεός να δώσει να είσαι καλά! Θα σηκωθείς Θανασάκη μου; Θα κάμεις κουράγιο να ’ρθείς στο γάμο, να με καμαρώσεις, που θα φορώ το στεφάνι;
― Να ιδώ… σαν μπορέσω… Όπως πει ο γιατρός.
― Αν δεν έλθεις, δε βάζουν στέφανα, είπε η Αφέντρα.
Εσύ είσαι δεύτερος πατέρας για μας, θα σου φιλήσουμε το χέρι κι εγώ κι ο Γρηγόρης… ως τόσο, δε δίνεις μόνος σου κείνα δα τα λεπτά;…
Χίλιες δραχμές του έχουνε τάξει ακόμα… Δεν τα δίνεις με το χεράκι σου; Αποκάτ’ από το προσκέφαλό σου τα ’χεις;
Και λέγοντας έριχνε βλέμματα γεμάτα απληστία κάτω από το προσκέφαλο, σαν να ήθελε να δει μέσω του λινομέταξου περιβλήματος και κάτω από τον πατημένο μάλλινο όγκο, τι κρυβόταν. Έκαμε δε κίνημα, σαν για να χώσει το χέρι της κάτω απ΄ το προσκεφάλι.
Ο Θανάσης είχε όντος κάτω από το προσκέφαλό του, μέσα σε χαρτοφυλάκιο, το μεγαλύτερο μέρος των χάρτινων νομισμάτων, τα οποία είχε φέρει ο Στάθης από το Βόλο, περί τις ένδεκα χιλιάδες δραχμές.
― Δεν τα δίνεις, επανέλαβε η κόρη, για να μη βρει καμιά πρόφαση ο γαμπρός; Τώρα πλια, Θανασάκη, δεν είμαστε για ν΄ απομείνουμε…
Τι θα πει ο κόσμος; Αν μου κάμει τίποτε, Θεός να φυλάει και πει πως δε στεφανώνεται!... Κάλλιο έχω να…
Και δάκρυα έπνιξαν τη φωνή της.
Την ίδια στιγμή μπήκε ο Στάθης, που φαίνεται ότι ήταν απ’ έξω και ίσως είχε βάλει το αυτί ή τυχαίως άκουσε.
Ο Στάθης άρχισε άλλη ομιλία, μιλούσε για τα καθέκαστα του γάμου, για τους καλεσμένους, οι οποίοι ήσαν τόσοι πολλοί, ώστε δεν θα τους χωρούσε το σπίτι… Είναι πράγματι φαντασμένος, αυτός ο γαμπρός.
― Μην το λες, και κακιών’ η αδερφή μας, είπε χαμογελώντας ο Θανάσης.
― Εμένα μ’ έχει αδερφό, είπε ο Στάθης, τον Γρηγόρη, δεν τον έχει ακόμα τίποτε.
Η Αφέντρα είχε χαμηλωμένα τα μάτια και σιωπούσε.
Μπήκε και η Ασημίνα, που στεκόταν προ μικρού στον προθάλαμο και είχε ακούσει το Στάθη.
― Τώρα πλια έχουμε χαρές… Θα κάμουμε γάμο, που να δώσει νάμι… Δημάρχους, λιμενάρχους, ντελεγραφιστάδες, νεροδίκη, τελώνη, αστρονόμο, όλους τους εκκάλεσε ο γαμπρός μας… Θα στήσουμε αύριο ένα χορό, που θα δώσει κρότο, τι λες καλέ!.. Θα κάμει χαρά λέει, που να βαστάξει τρεις βδομάδες. Παράγγειλε στον μπάρμπα μας τον Κοψιδάκη, να του σφάξει τέσσερ’ αρνιά, τρία πρόβατα, δυο κατσίκια, θυσία…
Και χωριστά ο κουμπάρος που θα σφάξει δυο τραγιά και θα κουβαλήσει πίττες και μπακλαβάδες.
Και βιολιά και λαούτα, ακούς και λογιών λογιών λαλούμενα, 
τ’ ακούς και όλ’ οι βιολιτζήδες οι ντόπιοι τρεις ξένοι, οι τουρκόγυφτοι με τα κλαρινέτα, ακούς… Και θα χορέψουν όλοι, που να πηδήσουν μεσούρανα, τ’ ακούς… Και που είσ’ ακόμα ν’ αρχίσουν να μας έρχονται οι νυφάδες για το Θανάση κι οι πεθεράδες που θα μας κουβαλούν ζαχαροχαμαλιά και κουραμπιέδες και λογιών, λογιών καλούδια… ως το χειμώνα, φέτος, άλλο γάμο θά ’χουμε…
Και ποια μάννα είναι σαν εμένα;… Πως έχω το νου, δε λέτε;…
Τη στιγμή εκείνη, επήλθε παροξυσμός βήχα, μετά διαταραχής του στομάχου, στον φθισικό.
Στην παραζάλη και το θόρυβο κι ενώ οι δύο γυναίκες προσπαθούσαν να ανακουφίσουν τον πάσχοντα, ο Στάθης έβαλε το χέρι κάτω από το προσκέφαλο, άρπαξε το χρηματοφυλάκιο, χωρίς κανείς να τον παρατηρήσει και το έβαλε ήρεμα στον κόρφο του.
Έπειτα ο Θανάσης ησύχασε. Η μητέρα έκλεισε καλά την πόρτα του δωματίου και είπε σε όλους, καθώς είχαν εξέλθει στον προθάλαμο.
― Αφήστε τον να κοιμηθεί… Είναι κρίμα απ’ το Θεό… Τις χίλιες δραχμές θα τις δώσει αύριο… ας είναι καλά το παιδάκι μου… Μακάρι να είχατε να λαβαίνετε… Έχασε τα νιάτα του, αρρώστησε το παιδί μου… Τόσα χρόνια ήτανε βαθιά στη γης, εκεί που βγάζουν τ’ ασήμι, ακούς! Βαθειά κάτω, σαν τυφλοπόντικας να σκάφτει μεσ’ τα λαγούμια, τ’ ακούς! Αφήστε τον ν’ ανασάνει, να πάρει αέρα, που έλιωσε στον απάν’ κόσμο κι ανάλυσε, σαν το κερί, το παιδάκι μου!... Ας ησυχάσει καλά τη νύχτα…
***
Την επομένη, όλες οι ετοιμασίες για το γάμο ήσαν συμπληρωμένες…
Τη νύχτα η Αφέντρα, κατά τη στιγμή που ο μνηστήρας τους καληνύχτιζε, είχε ψιθυρίσει προς αυτόν κατ’ ιδίαν.
― Θα μου τις δώσει αύριο τις χίλιες δραχμές…
Υποσχέθηκε κι η μητέρα.
Την ώρα που πήγαν τα βιολιά κι έφεραν τον κουμπάρο μπροστά από την πατρική οικία του γαμπρού, ο Γρηγόρης, μη έχοντας ποιον άλλον να ρωτήσει, ρώτησε κρυφά το Στάθη, που στολισμένος, συνόδευε με πολλούς απ΄ τους καλεσμένους τον κουμπάρο, που είχε έρθει να παραλάβει το γαμπρό.
― Οι χίλιες δραχμές τι γίνονται;
― Θαρρώ πως τις έδωκε ο Θανάσης της Αφέντρας, απάντησε βιαστικά ο Στάθης.
Η πομπή των καλεσμένων, με βιολιά και λαγούτα, συνοδεύοντες τον κουμπάρο και το γαμπρό, κατήλθε μέχρι την οικία της νύφης. Ανέβηκαν στην οικία ο γαμβρός, ο σύντεκνος και οι οικείοι.
Οι περισσότεροι περίμεναν στα πρόθυρα της οικίας.
Μετά λίγα λεπτά κατέβηκαν όλοι, φέρνοντας και τη νύφη, στολισμένη με φορέματα της προτελευταίας μόδας και με καπέλο με τεχνητά άνθη πορτοκαλιάς, συνοδευόμενη από τη μητέρα της την Ασημίνα, που φορούσε το σαλομέταξο φουστάνι της και γουνάκι και κουζούκα από βελούδο, αμαυρού χρώματος και από τις θείες της, όλες αναλόγως στολισμένες.
Ο γέρο-Στεφανής, φορούσε πανωβράκι τσόχινο, το οποίο είχε από τριακονταετίας και δεν το είχε φορέσει περισσότερο από πέντε φορές σε όλη τη ζωή του. 
Έφερε φέσι κατακόκκινο, με φούντα κυανή, το οποίο του είχε φέρει από το Τούνεζι κατά την εποχή των Κριμαϊκών ο κουμπάρος, που τον είχε στεφανώσει, εμποροπλοίαρχος, προ χρόνων αποθαμένος τώρα, είχε δε κρεμασμένο από την τσέπη της τζάκας του την εσωτερική, κατερχόμενο έως το γόνα του, μακρότατο μεταξωτό μαντήλι, κόκκινο, διανθές.
Πριν κατεβούν από την οικία, ο γαμβρός, καθώς είχε πλησιάσει τη νύφη, τη ρώτησε με πολύ χαμηλή φωνή, για να μην ακούσουν ο σύντεκνος και άλλοι οικείοι που ήταν πλησίον.
― Σου τις έδωκε ο Θανάσης;
Η Αφέντρα, μη τολμώντας να αρθρώσει φωνή, καθώς ένευε την κεφαλή κάτω, κατένευσε ακόμη χαμηλότερα, κοκκινίζοντας.
― Τις έχεις; ρώτησε πάλι ο Γρηγόρης.
Δεύτερο νεύμα ακόμα ασθενέστερο έκαμε η νέα.
Ήταν Κυριακή πρωί, ώρα δέκα, απολείτουργα.
Η πομπή διευθύνθηκε στο ναό, όπου τελέσθηκε ο γάμος.
Γάμος έγινε επίσημος. Μετά το γεύμα, όλοι οι καλεσμένοι, ο δήμαρχος, ο λιμενάρχης, ο ειρηνοδίκης, ο υποτελώνης και οι λοιποί, όσους είχε καταριθμήσει η Ασημίνα, όλοι με τις συζύγους τους έλαβαν μέρος στο χορό - μερικοί ως απλοί θεατές - που είχε στηθεί στη μικρή πλατεία, εκείθεν της οικίας.
Πολλοί χόρεψαν, όλοι σχεδόν ευφράνθηκαν και κανείς δεν μελαγχόλησε.
Ο δυστυχής ο φθισικός, που είχε σηκωθεί μετά βίας από την κλίνη και τον είχαν καθίσει σε έναν καναπέ πλησίον του παραθύρου, έβλεπε το χορό και αισθανόταν ηθική ευχαρίστηση.
― Αν δεν ερχόμουν εγώ απ’ την Αμέρικα, έλεγε μέσα του και δεν έφερνα αυτούς τους παράδες, όλα αυτά θα έλειπαν…
Γάμος μπορούσε να γίνει, αλλά θα ήταν φτωχικότερος… και τέτοιος χορός δε θα γινόταν.
Κι εκείνη τη στιγμή, αισθάνθηκε την ανάγκη να θωπεύσει με τα χέρια του το χρηματοφυλάκιο, το οποίο είχε κάτω από το προσκέφαλό του. Από τριών ή τεσσάρων ημερών δεν είχε σηκώσει το προσκεφάλι να το δει.
Ήταν στον τελευταίο βαθμό της νόσου και μόλις μπορούσε να στέκεται στα πόδια του. Ανασηκώθηκε κι έκαμε τρία βήματα, για να πλησιάσει στο κρεβάτι.
Σήκωσε το προσκέφαλο και βλέπει ότι η θέση ήταν κενή.
Το πορτοφόλι έλειπε.
Ανασήκωσε την προσκεφαλάδα ή μαξιλάρα, την από κάτω.
Έψαξε τα σεντόνια. Τίποτε. Το χρηματοφυλάκιο είχε γίνει άφαντο.
Κρύος ιδρώτας τον περιέχυσε και βήχας αγωνίας τον έπνιξε.
― Μάννα μου! Μάννα!
Η μικρή Ανθούσα, φτωχή κορασίδα, συγγενής της οικογένειας, την οποία είχαν προσλάβει εκείνες τις ημέρες για να υπηρετεί τον ασθενή, στεκόταν στην πόρτα του σπιτιού και κοίταζε με έκσταση το μεγάλο χορό, που ήταν σαν τεράστιος ορμαθός ανθρώπων πολύχρωμος και αεικίνητος. Με όλο το θόρυβο, που ερχόταν απ΄ έξω, άκουσε την κραυγή και το βήμα του Θανάση κι έτρεξε επάνω.
― Τι έχεις, Θανάση;
― Αθουσώ!... Αθουσώ!... Τρέξε γλήγορα, φώναξε τη μάννα μου…
― Είναι πιασμένη στο χορό…
― Να ξεπιασθεί… και να τρέξει!
Μετά από λίγο ήλθε πράγματι η Ασημίνα.
― Ω! Καλά έκαμε τ’ Αθουσώ κι ήρθε και μ’ έκαμε να ξεπιαστώ απ’ το χορό. Μπαΐλντισα, παιδάκι μου! Με τις νιες αυτουνού του καιρού, με δημαρχίνες, νεροδικήνες, λιμεναρχήνες, ντεληγραφιστίνες, ξέρω εγώ να χορεύω!... Όχι άλλο!... Ας είναι στεριωμένα, καλορίζικα, παιδάκι μου…
Τι με φώναξες, Αθούσα; Με θέλεις τίποτε, Θανάση;
― Μάννα, ποιος μου πήρε το πορτοφόλι μου;
― Ποιο; Τι είπες;
― Το πορτοφόλι, που είχα τους παράδες μέσα…
― Ε;
― Λείπει… Μου το κλέψαν, μάννα…
― Τι λες παιδί μου;
Την ίδια στιγμή ακούσθηκε η φωνή του Στάθη, που φώναζε έξω απ΄ την πόρτα.
― Μάννα… Μάννα!
― Ποιος φωνάζει; Εσύ είσαι, Στάθη;
Και η Ασημίνα εμφανίστηκε στο παράθυρο.
― Πες του Θανάση, εγώ τό ’χω το πορτοφόλι και να ησυχάσει.
Και αφού είπε τούτο, ο Στάθης απομακρύνθηκε.
Ο Θανάσης εν μέρει μόνον καταπραΰνθηκε.
― Γιατί δεν ήρθε μέσα;
― Έχει δουλειές, παιδί μου… Αυτός έχει όλη τη φροντίδα του χορού, των παιγνιδιών και τα κεράσματα, Πηρετεί όλους τους καλεσμένους.
Ακολούθως η μητέρα κατέβηκε στην πλατεία και περνώντας πλησίον του Στάθη, του έριξε βλέμμα ερωτηματικό.
― Σύρε να πεις του Θανάση, είπε αυτός, ο Στάθης, πες, τό ’χει το πορτοφόλι και θα του το δώσει, πες… Το πήρα, γιατί φοβήθηκα μην τ’ αρπάξ’ η θυγατέρα σου, την ώρα που τον έπιασε ο βήχας… κι αυτή πολεμούσε να τόνε καταφέρει για να της δώσει τις χίλιες δραχμές, τα παραπανισμένα που μας γύρευε ο γαμπρός…
Τώρα πια η πόρτα έκλεισε… Πανωπροίκια δεν έχει.
Όλη την ημέρα και μέχρι τη βαθιά νύχτα, διήρκεσε η ευθυμία και ο χορός διακοπτόμενος, επαναλαμβανόταν πάλι.
Έπειτα οι καλεσμένοι, λίγοι-λίγοι, σκορπίστηκαν. Τελευταίοι έμειναν ο κουμπάρος και οι στενότεροι οικείοι με τα βιολιά, με τα λαγούτα. Μετά τα μεσάνυκτα έφαγαν νέο δείπνο.
Τα γλυκοχαράματα, αφού έφεραν γύρο με τα βιολιά, 
ο κουμπάρος και οι οικείοι, γύρισαν πίσω κάτω από την οικία και τραγούδησαν τα πιστρόφια.
Όλη την εσπέρα και μέχρι τη βαθιά νύχτα και το πρωί της επομένης ακόμη, ο Στάθης δεν ανέβηκε στη μικρή οικία, όπου βρισκόταν ο ασθενής αδελφός του.
Αυτός, ενώ τη νύκτα της παραμονής του γάμου είχε κοιμηθεί καλά κι επί πολλές ώρες φαινόταν ησυχότερος, τη νύκτα την μετά το γάμο και κατόπιν της ανακαλύψεως της απουσίας του χρηματοφυλακίου, την πέρασε άυπνος και με φοβερές εκρήξεις βήχα.
Την ώρα του μεταμεσονύκτιου δείπνου, ενώ ο κουμπάρος με τους στενότερους απ΄ τους καλεσμένους ευφραίνονταν, 
ο γαμπρός θυμήθηκε να ρωτήσει τη νεόνυμφο.
― Πού τις έχεις τις χίλιες; Απάνω σου;
Η Αφέντρα έκαμε αδιόρατο νεύμα.
― Και δεν μου λες, είπε ο Γρηγόρης, γιατί δε σου έβαλε η μάννα σου, την κολλαΐνα με τις λίρες, που μου ’λεγες, πως θα σου βάλει;
Πού να τις βρούμε τις λίρες, είπε τότε η Αφέντρα, λύνοντας τη γλώσσα της, επειδή η μοδίστρα της είχε πει, ότι οι νύφες που φορούν ευρωπαϊκά δεν είναι ανάγκη να σιωπούν, ούτε να καμαρώνουν, καθώς συνήθιζαν οι πρωτινές, που φορούσαν καβούκες κεντητές και χρυσοΰφαντα ποδογύρια και μάλιστα έμοιαζαν πολύ με αχελώνες, καθώς έλεγε η μοδίστρα.
Πού να τις βρούμε τις λίρες, ο Στάθης μόνο συχνάτσες έφερε απ’ το Βόλο…
Κι’ έπειτα, η κολλαΐνα, που έλεγε η μητέρα, θα ταίριαζε αν φορούσα νυφιάτικα ντόπια…
Μ’ αυτά που φόρεσα τώρα, δεν πάει.
Το πρωί, καθώς ο Στάθης επέστρεψε στο σπίτι του και όλοι οι καλεσμένοι πήγαν τέλος να κοιμηθούν, ο γέρος πατέρας ήλθε, φώναξε το Στάθη και του είπε.
― Σύρε να δεις τον αδερφό σου… Σε θέλει.
Ο Στάθης ήταν πλαγιασμένος, πήρε έναν ύπνο και αργοπόρησε.
Μετά από λίγο, η Ασημίνα έτρεξε και φώναξε τη νύφη της.
― Γερακίνα, πού είν’ ο Στάθης; Μην κοιμάται;… Δεν είναι καλά ο Θανάσης, πες του να φθάσει γλήγορα!
Λίγο πιο ύστερα ήλθε η Μαργαρώ, η άλλη πανδρεμένη αδελφή!...
― Στάθη! Έλα γλήγορα!... Πεθαίνει ο Θανάσης!...
Ο Στάθης είχε σηκωθεί και νιβόταν και κτενιζόταν κι αργοπορούσε.
Ευθύς κατόπιν, έφθασε μία θεία.
― Στάθη! Έλα γρήγορα!... Σε γυρεύει ο Θανάσης… την ψυχή στα δόντια!...
Τελευταίος και πάλι ήλθε ο γέρο-Στεφανής.
― Τρέξε γλήγορα!... Τον αδερφό σου τον μεταλαβαίνουνε.
Τέλος ξεκίνησε ο Στάθης. Συνάντησε τον ιερέα, ασκεπή, με το Άγιον Ποτήριον, κατερχόμενο από τον οικίσκο του ασθενούς.
Ο Στάθης έβγαλε το καπέλο του, προσκύνησε βαθιά και τέλος ανέβηκε στη μικρή οικία.
Ο Θανάσης ήταν στα τελευταία του.
Ο Στάθης πλησίασε εγκάρδια, του έδωσε το πορτοφόλι στα χέρια.
Εκείνος το πήρε και χαμογέλασε.
― Σχώρεσέ με, αδελφέ μου, για καλό τό ’καμα, να μη σε γδύσουν… Σου χρειάζονται τα λεπτά για να κοιταχθείς, να γένεις καλά… να ζήσεις ακόμα, πολύ, πολύ!...
Ο φθισικός είπε «ευχαριστώ», έσφιξε το πορτοφόλι στην παλάμη του κι εξέπνευσε.
Μόλις άφησε την τελευταία πνοή ο Θανάσης και ο Στάθης πήρε πάλι το πορτοφόλι και το έβαλε στον κόρφο του.
Η Ασημίνα έριξε μία κραυγή, έπειτα, μετά τη συστολή του νεκρού, απαγόρευσε τα μοιρολόγια.
Είχαν χαρά στη φαμίλια της και το σπίτι της νεονύμφου ήταν εκατό βήματα παρέκει, αντίκρυ εκεί. Δεν άρμοζε ν’ αμαυρωθεί με θρήνους η πρώτη ημέρα του γάμου της θυγατέρας της.
Ο μαστρο-Στεφανής, ο οποίος δεν είχε μάθει, ότι ο Στάθης είχε πάρει το πορτοφόλι με τα χαρτονομίσματα και δεν ήξερε αν το επέστρεψε στο Θανάση, ούτε ότι το έλαβε πίσω πάλι, μόλις έμαθε το τέλος του Θανάση, έφερε μία γύρα στην αγορά, πέρασε από το καπηλειό και φώναξε τον Αντώνη του Βλάχου.
― Πάτερ Αβραάμ! Ελέησόν με και πέμψον Λάζαρον!
Τα μελίμηνα του ανδρογύνου πικράθηκαν από το θάνατο του αδελφού, του προικοδότη και χορηγητή. 
Ο Γρηγόρης εξακολουθούσε επί πολύ καιρό ακόμη να ζητεί τις χίλιες δραχμές και να παραπονείται κατά της συζύγου του, ότι αυτή του είχε ειπεί ψέματα. Αλλά η Αφέντρα ισχυριζόταν, ότι δεν του είπε ποτέ, με το στόμα, ότι είχε λάβει τα χρήματα εκείνα.
Ο Στάθης, υποσχέθηκε να γηροκομήσει τους γονείς του, αλλά ουδέποτε πείσθηκε να δώσει το «πανωπροίκι» στο γαμπρό.
Είχε βρει τώρα και άλλο επιχείρημα, ότι και ο άλλος γαμβρός, ο σύζυγος της μεγαλύτερης αδελφής, της Μαργαρώς, έγειρε απαίτηση, ζητώντας κι αυτός «πανωπροίκια», επειδή η προίκα την οποίαν είχε λάβει αυτός ήταν πολύ ευτελέστερη.
― Και με τα πανωπροίκια, πού πάμε και τι θα γίνουμε; είπε ο Στάθης.
Ο γέρο-Στεφανής, πρόσθεσε μελαγχολικά.
― Άλλοι σπέρνανε κι άλλοι θερίζουνε.
 
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.

TO ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΩΝ ΔΙΡΦΕΩΝ 2