Σάββατο 21 Αυγούστου 2021

Η Κλεφτοπαρέα

 ➖
Το διήγημα δημοσιεύτηκε το 1925

Τη μετατροπή του κειμένου στην
καθομιλουμένη δημοτική
έκανε ο
Ιωάννης Δ. Γιαννούκος
⭐⭐⭐

Α´
Ο Αναγνώστης ο Τσίντζουρας, ο επικαλούμενος και «το Π᾿λάκι», κατοικούσε στο μικρό χαμόγειο της γριά-Λιγνίνας, δωμάτιο με τζάκι προς τη γωνία τη βορειανατολική, με πόρτα προς το δρόμο, απὸ τον οποίο χωριζόταν από μικρό προαύλιο και με παράθυρο δυτικό προς το στενό, το οποίο σχημάτιζε η παρακείμενη ανώγεια οικία του καπετὰν Μελαχρινού, με ένα τοίχο επιχρισμένο με αμμοκονία ριχτή, τοίχος ο οποίος φαινόταν τυφλός και κωφός, μη έχοντας παράθυρο προς το μέρος εκείνο.
Το πέρασμα ήταν μόλις ἑνα πήχη το πλάτος και δύο άνθρωποι δε χωρούσαν να περάσουν κατὰ μέτωπο.
Ο Αναγνώστης ο Τσίντζουρας, δεν καταγόταν απὸ τον τόπο, αλλά είχε εγκατασταθεί εδώ πριν απὸ χρόνια και ήταν ήδη σαραντάρης, χωρὶς να έχει σκεφθεί ποτὲ να παντρευτεί.
Ήταν μάστορης κι έπαιρνε σπίτια, κουτουράδα ή μεροκάματο να τα ξανασύρει, κατασκεύαζε πόρτες, παράθυρα, περνούσε τζάμια, σοβάντιζε και χρωμάτιζε.
Αλλά είχε συνήθεια σπανιότατα, αν όχι ποτέ, να φέρνει μία δουλειά σε πέρας. Ήταν «ντελμπεντέρης» κι αγαπούσε πολὺ το «ραχάτι». Ήταν Τουρκομερίτης και γνώριζε καλά τις λέξεις αυτές και τη σημασία τους.
Συνήθως δούλευε ένα ημερομίσθιο, ενίοτε δύο, συχνά τη δεύτερη ημέρα ή ανελλιπώς την τρίτη, αφού δούλευε δύο ή τρεις ώρες το πρωί, πήγαινε να κολατσίσει.
Αλλά εύρισκε τόσο ορεκτικούς μεζέδες στο φούρνο της κυρά-Κοντούλας ή δίπλα στην ταβέρνα του Μπεκιάρη, ώστε με το δεύτερο ποτήρι ή το τρίτο, θυμόταν την έλλειψή του, ότι αν και Αναγνώστης, είχε από τα μικρά του χρόνια να πατήσει στην εκκλησία και άρχιζε να ψάλλει χαμηλόφωνα κανένα αναβαθμό ή καταβασία, τότε αισθανόταν ευάρεστη ρέμβη και γλυκασμό, έπειτα έπινε ακόμη δύο ποτήρια, έπειτα νύσταζε, ύστερα πήγαινε στην κάμαρά του και το έπαιρνε δίπλα ως το βράδυ.
Ίσως για να μην τον ενοχλούν στους ύπνους του αυτοὺς, τους απογευματινούς και για να μη λαβαίνουν τον κόπο όσοι τον χρειάζονταν να τρέχουν να τον γυρεύουν, με την ελπίδα ότι θα τον βρουν ποτέ, είχε αποκτήσει την αλλόκοτη συνήθεια, να έχει πάντοτε την πόρτα του κλειδωμένη απ᾿ έξω και όταν έλειπε και όταν βρισκόταν μέσα στο δωμάτιο. Έτρεχε ο ιδιοκτήτης του σπιτιού, τον οποίο είχε ζεματίσει ή τον είχε αφήσει «στ᾿ ανοιχτά» - του είχε αφήσει δηλαδή μισή τη δουλειά, ενώ όχι σπανίως είχε λάβει μικρές προκαταβολές για υλικά και ημερομίσθια - ερχόταν, λέγω, να τον ζητήσει, μήπως ήταν στο σπίτι του έβλεπε κλειδωμένη την πόρτα, το λουκέτο κρεμασμένο εκεί και που να φαντασθεί και πως να πιστέψει, ότι ο μάστρ᾿ Αναγνώστης ήταν μέσα και κοιμόταν;
Αλλά ο Τσίντζουρας, έμπαινε κι έβγαινε απὸ το παράθυρο, το προς το στενό, κατὰ τον τοίχο του Μελαχρινού κι έκλεινε από μέσα ασφαλώς όταν έμπαινε, (αεριζόταν ψηλά απὸ ένα διαρκώς ανοικτό φεγγίτη), το ασφάλιζε όπως αυτός ήξερε όταν έβγαινε κι έτσι ο μάστρ᾿ Αναγνώστης φαινόταν να λείπει πάντοτε απὸ την κατοικία του. Και πού ήταν; Πουθενά.

* * *
Ένα καλοκαιρινό απόγευμα, ο Τσίντζουρας, σε κάποια εκδρομή την οποία έτυχε να κάμει - ίσως και άλλοτε έκανε - λίγο έξω απὸ το χωριό, προς τους Κήπους,

συνέβη να του πέσει «στην πλώρη του» ένα κοπάδι παπιά, τρυφερά, αλλά ήδη ώριμα και, δεν ξέρω πως το χώνεψε η συνείδηση του
κι έκλεψε δύο απ΄ αυτά χωρίς θόρυβο.
Τα έσφαξε, τα μάδησε και τα έφερε στο σπίτι του, το οποίο συνήθιζε να ονομάζει μεγαλοπρεπώς «κονάκι του».
Την αυγή, αφού χόρτασε τον ύπνο, σηκώθηκε, άναψε φωτιά στο τζάκι, έβαλε τα παπιά στη χύτρα, κανόνισε τη φωτιά, την περιόρισε με συνδαύλιστρα και άλλα σιδηρά εργαλεία και βγήκε έξω από το σπίτι για λίγο.
Στη γειτονιά βρίσκονταν πολὺ κοντά, ένα βαφείο και ένα σιδηρουργείο.
Ο βαριὸς του γύφτου είχε ακουσθεί βαρύγδουπος κι εκείνο το πρωί και ο  Τσίντζουρας είχε δει την αναλαμπή και τον σπινθηρισμό του καμινιού πριν να φέξει, όταν είχε βγει προς στιγμήν για να βγάλει νερό απὸ το πηγάδι της μικρής αυλής.
Το βαφείο βρισκόταν επίσης ανοικτό, αλλά ο Αρούμης, φίλος του μάστρ᾿ Αναγνώστη, ο οποίος εργαζόταν ως βοηθός στο εργαστήριο, καθόταν το πρωί εκείνο αργός πάνω σε ένα κούτσουρο, έξω από την πόρτα.
― Καλημέρα.
― Καλημέρα.
― Δουλειά όχι;
― Τίποτα, μικρά πράγματα.
O Τσίντζουρας πλησίασε σιμότερα και του μίλησε με χαμηλή φωνή.
Το πρόσωπο του Αρούμη, σκαιό και ωχρό, φαιδρύνθηκε.
― Α, έτσι; είπε.
― Και, πού ᾽σαι, ξανάπε ο Αναγνώστης, ήθελα να κάμουμε ένα τσιμπούσι σωστό κλέφτικο… Εσὺ να πας στης Κοντούλας, κοντά το μεσημέρι… και κοίταξε, αν μπορέσεις να σαλπάρεις κανένα καρβέλι.
― Θα πασκίσω.
Ο Τσίντζουρας έκαμε να απομακρυνθεί, έπειτα πάλι στράφηκε και του λέγει:
― Το σιγουρότερο είναι να πάρουμε τη δουλειά συντροφικά… εγὼ θα μιλώ του Στέργιου της Κοντούλας και συ… δούλευέ τα, σβέλτα!
― Καλά.
Στράφηκε και μπήκε στο γυφταριό.
― Καλημέρα, μαστρο-Νικόλα. Έχεις βλέπω, δουλειά.
― Ω, καν τίποτε! Θα σκολάσω σε δυο ώρες. Ένα μερεμέτι μου δώκανε, κάτι παλιοτζαβέτες, τζάνουμ. Καθισιό ως το βράδυ.
― Θα αδειάσεις κοντά το μεσημέρι;
― Και νωρίτερα.
Έσκυψε και του ψιθύρισε στο αυτί, ίσως για να μην ακούσει η μαστόρισσα, η οποία δούλευε τους φυσητήρες.
Ο μαστρο-Νικόλας χαμογέλασε.
― Πώς τα κατάφερες; είπε.
― Και, για να σ᾿ πω, μαστρο-Νικόλα… Πρέπει να γίνει σωστό κλέφτικο…
―Λένε πως έχει μεγάλη γλύκα, είπε παίζοντας τα μάτια ο Νικόλας.
―Εσὺ θα ξέρεις!… Μπορούσες να γεμίσεις ένα μπουκάλι από το βαρέλι του Μπεκιάρη, χωρὶς να σε καταλάβει;
― Θα δοκιμάσω, είπε ο Γύφτος.
― Μπορεί και μαζί… εγὼ να τον κουβεντιάζω και συ να μαντζαρευτείς…
―Ακόμα καλύτερα.
― Καλά. Σε περιμένω.
Και βγήκε.
* * *
Ο Στέργιος της Κοντούλας, ο σύζυγος της φουρνάρισσας, όρθιος μπροστά από τον ψηλό σοφά, στον οποίο έβαζε τα ζεστά ψωμιά, ανάμεσα στο καίων στόμιο του φούρνου και το πελώριο παράθυρο προς την προκυμαία της αγοράς, φορώντας τα γυαλιά του, μετρούσε και σημείωνε στις τσέτουλες τα καρβέλια, όσα έδινε βερεσέ σε ξένους μαστόρους, σε υπαλλήλους και άλλους παροίκους που δεν είχαν οικογένεια.
Κόντευε μεσημέρι, η ώρα που περίμενε να κάμει την κυριότερη κατανάλωση.
Μπήκε ο μάστρο-Αρούμης και χαιρέτησε το φούρναρη.
― Δεν ήρθε από δω ο μάστρ᾿ Αναγνώστης το Π᾿λάκι, κυρ Στέργιο;
― Ο μάστρ᾿ Αναγνώστης; Όπου είναι έφτασε, απάντησε ο Στέργιος. Πού αλλού θα πάει; Η εδώ θα το στρώσει ή από κει στου Μπεκιάρη. Δεν ξέρω αν θ᾿αφήσει πάλι καμιά δουλειά μισή, για νά ᾽χουμε πάλι ν᾿ ακούμε λόγια, εγὼ κι ο Μπεκιάρης, πως εμείς τάχα τον μεθύσαμε και δεν πήγε να τελειώσει τη δουλειά.
Ο Αρούμης είπε μέσα του, ενώ κοίταζε με προσοχή το Στέργιο:
«Τάχα δεν μπορώ και μοναχός μου, τώρα που είναι ο νους του
στις τσέτουλες, ν᾿ αρπάξω ένα ψωμί;»
Καθώς άπλωσε το χέρι, ο φούρναρης απότομα στράφηκε προς αυτόν. Εντούτοις, εκείνος έδραξε αφελώς ένα ψωμί και το ζύγισε στο χέρι, παρ᾿ ολίγο δε θα το έβαζε στη μασχάλη του και φανταζόταν ήδη πως θα περπατούσε στο δρόμο, σαν άνθρωπος, ο οποίος ψώνισε τοις μετρητοίς για το μεσημβρινό γεύμα του. Αλλά το βλέμμα του αρτοπώλη τον πρόλαβε.
Ψάχθηκε και προσποιήθηκε πως ξέχασε να πάρει λεπτά μαζί του, είπε ότι θα ξαναέλθει κι έφυγε.
Μόλις απομακρύνθηκε αυτός κι εμφανίσθηκε ο Αναγνώστης ο Τσίντζουρας. Ερχόταν τώρα απὸ το «κονάκι», όπου είχε ανάψει τη φωτιά εκ νέου και είχε βάλει τη χύτρα στη φωτιά, για να αποβράσουν τα παπιά, επειδή λίγες ώρες πρωτύτερα, μετά τις δύο πρωινές συναντήσεις, είχε πάει να κατεβάσει τη χύτρα προς ώρα, για να μη παραβράσει το φαγί και για να είναι ζεστό κατὰ την ώρα του γεύματος.
― Γεια σου, μαστρο-Στέργιο. Τι κάνεις, τ᾿ αδέρφι; Πώς παν τα καρβέλια; Βγαίνουν σωστὲς οι τσέτουλες;
― Τώρα δα πέρασε από δω ο μπογιατζής και ρωτούσε για σένα.
― Ποιος μπογιατζής;
― Κείνος οπού ᾽ναι πάντα… τα χέρια του βαμμένα μαύρα.
― Μα ολονώνε των μπογιατζήδων έτσι είναι.
― Να, ο Γιαρούμπης, πώς τόνε λένε.
― Ο Αρούμης; Και τι με ήθελε;
― Κείνος ξέρει.
Ο Αναγνώστης το Π᾿λάκι άρχισε να λέγει μέσα του: «Θα μπορέσω τάχα… αν μου έρθει βολικά… να σαλπάρω ένα καρβέλι, γιατὶ κείνος ο Αρούμης, βέβαια, δεν θα κατάφερε τίποτε…»
Και ήταν έτοιμος να απλώσει το χέρι.
Την ίδια στιγμή φάνηκε στην πόρτα ο Μπεκιάρης, ο κάπηλος.
―Α, εδώ είσαι, μάστρ᾿ Αναγνώστη; είπε, έλα δω, σε θέλω… Είναι κι ο φίλος σου, ο γυφτο-Νικόλας, από κει στο μαγαζί.
Ο Αναγνώστης κινήθηκε προς την πόρτα χαμογελώντας, αισθανόμενος απορία και μη θέλοντας να τη δείξει.
Ο Μπεκιάρης τον ώθησε προς τη γειτονική πόρτα.
Τα δύο μαγαζιά, ο φούρνος κι η ταβέρνα, ήταν κολλητά, χωρισμένα με ένα μεσότοιχο.
* * *
Μόλις έγινε άφαντος ο Τσίντζουρας και ο Μπεκιάρης, σκύβοντας προς το Στέργιο, του είπε τα εξής:
―Έλα δω, Στέργιο… εσένα γύρευα. Τον Τσίντζουρα δεν τον ήθελα ούτε ζωγραφιστό στον τοίχο κολλημένο, όπως ούτε το γύφτο το Νικόλα. Είναι από κει… Τον είδα που έχει ένα μπουκάλι κρυμμένο μες στον κόρφο του.
Έχει σκοπό να μου κλέψει κρασί. Κι άλλες φορὲς μου το κατάφερε… Είναι το παιδί, το ανίψι μου, μονάχο του από κει, τι να σε κάμει όμως; Κοιμισμένο, ανήλικο και δε νοιώθει… Φώναξε την Κοντούλα. Άφησέ την να φυλάει το μαγαζί.
Έλα από κει εσὺ, να φυλάξεις το δικό μου.
― Τι λες;
― Αυτό που σου λέω… Πρέπει να είμαστε πιο κλέφτες εμείς για να μη μας κλέφτουνε. Θα πάω να καταπατήσω κάτι. Έχω εκστρατεία.
― Για που;
―Ύστερα σου λέω. Αυτοὶ έχουν τσιμπούσια απὸ κλεψιμιά. Είναι κλεφτοπαρέα. Έλα από κει, τρέχα. Μην τους αφήνεις να κάμουν βήμα. Κράτησέ τους με κάθε τρόπο, όσο θα λείπω εγώ. Φώναξε την Κοντούλα να φυλάει τα καρβέλια. 
Έλα, κουνήσου, γλήγορα.
Β´
Ένα λεπτό φτερό, ένα πούπουλο, είναι ίχνος στον άνεμο, χέρι που αόρατα γράφει στον αέρα. Όσο εντελώς και να ήταν μαδημένα, έξω στους Κήπους τα παπιά, ένα λεπτό φτερό είχε μείνει, για να φύγει από το μυστηριώδες κλεισμένο παράθυρο και αφού είχε ταξιδέψει στον άνεμο, πήγε το πρωί κι έπεσε στον ώμο του Γιάννη του Μπεκιάρη.
Αυτός μη έχοντας εργασία, αλλά πολὺ ήλιο από την πρόσοψη του καπηλειού, την προς την παραθαλάσσια αγορά, πήρε ένα σκαμνί και βγήκε απὸ τη βόρεια πόρτα, που έβλεπε προς το δρομίσκο της συνοικίας το σκιερό και δροσερό κι εκεί κάθισε επὶ ώρα καπνίζοντας την πίπα του.
Ο δρομίσκος αυτός, αντίκριζε τη μικρή αυλή του σπιτιού της γριά-Λιγνίνας.
Το πρωί εκείνο, ο Μπεκιάρης είχε ακούσει από τους πρώτους στο χωριό, ότι είχε γίνει μία κλοπή τη νύκτα στους Κήπους, κοντά στους Λάκκους του Λιβαδιού, απὸ ένα κοπάδι πάπιες. Άλλοι έλεγαν ότι εκλάπη μόνο μισή ντουζίνα παπιά και άλλοι έλεγαν ένα ολόκληρο κοπάδι.
Όπως και αν είχε, ήταν βέβαιο ότι είχε γίνει κλοπή.
Εκείνες τις ώρες, είχε δει ο Μπεκιάρης τον Τσίντζουρα να πηγαίνει προς το βαφείο, να σκύβει και να συνεννοείται με τον Αρούμη, έπειτα να πηγαίνει στο σιδηρουργείο, να μπαίνει και μετά από λίγο να βγαίνει πάλι με ύφος μυστηριώδες.
Αλλά το σπουδαιότερο, τον είδε 3 ή 4 φορές από το πρωί, να μπαινοβγαίνει από το στενό, όπου ήταν το μυστηριώδες παράθυρο. Και άλλοτε είχε δει πολλές φορές ο Μπεκιάρης τον Αναγνώστη να μπαίνει απὸ το στενό εκείνο, αλλά δεν είχε δώσει προσοχή.
Σήμερα όμως, η προκατάληψη τον έκανε να δίνει σημασία σε όλα όσα έβλεπε.
Απὸ εκείνο το μέρος, συνέβη να φέρει ο άνεμος το ταξιδιάρικο φτερό του αέρα, το οποίο ήλθε κι έπεσε πάνω του, γύρω απ΄ το λαιμό και το αυτί του, σαν να ήθελε κάτι να πει. Ο Μπεκιάρης άπλωσε το χέρι, το πήρε, το περιεργάστηκε, το μυρίσθηκε και ήταν υγρό, νωπό, σαν απὸ σφαγή ή κυνήγι.
Τι συνέβαινε πίσω από το στενό εκείνο και γιατί ο μάστρ᾿ Αναγνώστης από κει έβγαινε πάντοτε; Αν προερχόταν απὸ άλλο μέρος και όχι απὸ το δωμάτιό του, γιατί δεν ερχόταν από τον παρακείμενο δρόμο αλλά έβγαινε επανειλημμένα απὸ το στενό;
Είναι αλήθεια, ότι ο Τσίντζουρας πολλές φορές έμπαινε κι έβγαινε στο οίκημα από την πόρτα, στο φανερό και ο Μπεκιάρης συχνά τον είχε δει.
Για τούτο ούτε ιδέα δεν είχε περὶ του άλλου μηχανισμού και της χρήσης του παραθύρου.
Έβγαινε μάλιστα, ο μάστρ᾿ Αναγνώστης, φανερά απὸ την πόρτα και μετά λίγη ώρα έμπαινε κρυφά απὸ το παράθυρο όταν ήθελε, ώστε τα ίχνη του να είναι προς ώρα χαμένα.
* * *
Οι διαλογισμοί και οι απορίες τις οποίες πριν αναφέραμε, δεν βγήκαν όλο το πρωί απὸ το μυαλό του κάπηλου.
Περί τις ένδεκα και μισή ήλθε ο μαστρο-Νικόλας, ο Γύφτος.
Ο Μπεκιάρης ήξερε και προτού, ότι είχαν φιλία οι δύο με τον Τσίντζουρα.
Θυμήθηκε την πρωινή επίσκεψη τούτου στο σιδηρουργείο του Νικόλα. Γεμάτος υπόνοιες, τον περιεργάστηκε, τον κοίταξε καλά και είδε φουσκωμένο τον κόρφο του. Έπειτα, το βλέμμα του εισέδυσε μέσα από τα ενδύματα και είδε φιάλη να μαυρίζει κάτω από το μισοκουμπωμένο σταυρωτό γελέκι, μεταξὺ της χρωματιστής φανέλας και του υποκάμισου του Γύφτου.
Πήγε να φωνάξει το γείτονά του, το Στέργιο, για να του πει τις υποψίες του και να γελάσουν μαζί. Αλλά η παρουσία του Αναγνώστη στο αρτοποιείο, τον έκαμε να αποφασίσει αμέσως και μάλλον του ήλθε ως έμπνευση, ότι έπρεπε να καταφέρει, ώστε να κρατηθούν μέσα στην ταβέρνα ο Τσίντζουρας και ο Γύφτος και αυτός τότε να πάει να καταπατήσει, καθώς είπε, για να δει τι κρυβόταν στο μυστηριώδες εκείνο στενό.
Γ´
Ο Γιάννης ο Μπεκιάρης πήγε απὸ τον επάνω δρόμο, από μια καμπή, έφθασε στο στενό του Μελαχρινού και μπήκε από την αντίθετη είσοδο. Αισθάνθηκε κνίσα, λεπτή οσμή, σαν βραζόμενα πουλερικά.
Μυρίσθηκε καλά. Του φάνηκε ότι η οσμή ήταν ισχυρότερη προς το μέρος του κλεισμένου παραθύρου.
Πλησίασε το πρόσωπο, τη μύτη, προς τα εκεί και αισθάνθηκε ακόμη ισχυρότερη την οσμή. Κοίταξε καλά το παράθυρο και είδε ότι, αν και φαινόταν κανονικά κλεισμένο, δεν προσαρμοζόταν εντελώς. Έσπρωξε το μονοκόμματο παραθυρόφυλλο. Τούτο αντιστάθηκε, αλλά σείσθηκε όλο.
Δεν υπήρχε σύρτης από μέσα. Μόνο ένα σιδερένιο εργαλείο λεπτουργού το υπεστήριζε στη βάση. Το έσπρωξε ξανά δυνατά. Ανοίχθηκε.
Ο Μπεκιάρης σήκωσε το ένα πόδι, έπειτα το άλλο, διασκέλισε το παράθυρο και μπήκε. Η χύτρα κόχλαζε πάνω στη φωτιά στο τζάκι.
Από κει ερχόταν η κνίσα.
Ο κάπηλος ξεσκέπασε τη χύτρα, κοίταξε μέσα και είδε τα δύο παπιά να πλέουν ή μάλλον να είναι μισοσκεπασμένα από το ζωμό. Δε δίστασε. Κατέβασε τη χύτρα, έβγαλε με την κουτάλα που βρισκόταν εκεί τα δύο παπιά, τα τύλιξε στην ποδιά του, χαμογέλασε και βγήκε από το παράθυρο.
Τη στιγμή που πατούσε το πόδι έξω στο στενό, νέα κωμική ιδέα του ήλθε και τον έκαμε να γελάσει δυνατά.
Βγήκε από το πάνω άνοιγμα του στενού, στράφηκε προς τη δυτική καμπή του γιαλού, όπου ήταν τα κρεοπωλεία. Αγόρασε δύο μικρές κοιλιές σφαγίων, ακαθάριστες, κρεμασμένες εκεί από μία αρπάγη.
Τις πήρε, έδεσε τα στόμιά τους πρόχειρα με σπάγγο και ξαναγύρισε στο στενό. Από το παράθυρο μπήκε και πάλι, έριξε τις δύο κοιλιές μέσα στο ζωμό, ανέβασε τη χύτρα στην πυροστιά, (όλα αυτά εξακολουθώντας να κρατάει σφιχτά, περὶ τη μέση του, τυλιγμένες στην ποδιά τις δύο πάπιες), βγήκε, έσπρωξε το παραθυρόφυλλο, φρόντισε να βάλει πάλι στη θέση του σαν στήριγμα το σιδερένιο εργαλείο κι επανήλθε από την ίδια πάλι είσοδο του στενού, κυκλοτερώς προς τον κάτω δρόμο.
Μπήκε στο αρτοποιείο πρώτα, απὸ την επάνω πόρτα.
― Γριά-Κοντούλα, τι κάνεις; Από κει είν᾿ ο Στέργιος;
― Από κει… Και τι μ᾿ άφησε, να σε χαρώ; Εσὺ του εφώναξες; Πες του νά ᾽ρθει, έτσι νά ᾽χεις καλή ψυχή. Και τι ξέρω εγώ, να σε χαρώ, απ᾿ αυτὲς τις τσέτουλες; Και που να δώσω βερεσέ και σε ποιόν τζερεμὲ να δώσω και σε ποιόν να μη δώσω;… Μπορώ εγώ, μια γυναίκα, να βαστάξω λογαριασμό; Ηύρε την ώρα να φύγει… Πες του νά ᾽ρθει, να ζήσεις!… Έτσι νά ᾽χεις καλή ψυχή!
― Πάρε αυτά τα παπιά, είπε ο Μπεκιάρης και μη μου παραπονιέσαι, γριά-Κοντούλα. Έχουμε καλό μεζὲ σήμερα…
Μου τά ᾽βρασε η αδερφή μου στο σπίτι… και της είπα να μου τα στείλει έτσι σκέτα, για να λείπουν τα ζουμιά. Βάλ᾿ τα σε μια άκρη.
― Θέλεις να τα βάλω στο φούρνο να στεγνώσουν… και να μοσκοβολήσουν λιγάκι;
Ο Μπεκιάρης συλλογίσθηκε ότι, αφού είχε ακουσθεί η κλοπή των παπιών το πρωί, δεν έπρεπε το κελεπούρι να φανεί σε ξένα μάτια. Το λιγότερο, θα χρειαζόταν εν τοιαύτη περιπτώσει, να δώσουν μεζὲ στους χωροφύλακες, οι οποίοι περιστρέφονταν πάντοτε γύρω στους φούρνους και τα καπηλειά της αγοράς και πάλι δεν θα ήταν βέβαιοι ότι θα τηρούταν το μυστικό.
―Όχι, είπε, βάλ᾿ τα απὸ μέσα, στην κάμαρά σας καλύτερα!
* * *
Στο καπηλειό βρίσκονταν ακόμη ο Στέργιος, ο Νικόλας ο Γύφτος και ο Τσίντζουρας.
― Καλώς τα κάνετε είπε μπαίνοντας με γέλια ο Μπεκιάρης.
Τι καλὲς κουβέντες έχετε, βρε παιδιά;
― Κάτι λέμε δω.
― Σήμερα απὸ το πρωί σας βλέπω κι όλο τα λέτε οι δυο σας εσείς.
Μην έχετε κανένα ζέφκι;
― Μακάρι να είχαμε! είπε με απελπισία ο Γύφτος, σφίγγοντας κενή τη φιάλη στον κόρφο του. Που να βρεθεί για μας, τους χασομέρηδες;
―Όλο να μας πειράζεις θέλεις, Μπεκιάρη, είπε πικρά γελώντας ο Τσίντζουρας.
― Μωρὲ παιδιά, σήμερα απὸ το πρωί, πιστεύετε, μου μυρίζει
ένας καλός μεζές. Μην έχεις κανένα παπὶ στο φούρνο, Στέργιο;
― Εγώ; Όχι.
― Τότες, τι μου μυρίζει; Κάτι σαν μπεκρομεζὲς χασάπικος.
Μην είναι τίποτε «χαμόκοτες»;
Και γέλασε. Ομοίως και οι άλλοι.
― Σε θέλ᾿ η Κοντούλα, Στέργιο, είπε έπειτα. Κείνη η χριστιανή, δε μπορεί ποτὲ ν᾿ αφήσει τη γκρίνια της.
― Τώρα πηγαίνω, είπε ο Στέργιος.
― Λοιπόν φεύγετε; Καλή σας όρεξη παιδιά, είπε ο κάπηλος προς τους άλλους δύο, οι οποίοι αργά-αργά ξεκόλλησαν.
―Ομοίως σας.
* * *
Μετά μισή ώρα, στο κρυφό δωμάτιο το πίσω από τον κυρίως φούρνο, ο Μπεκιάρης κι ο Στέργιος της Κοντούλας ξεφάντωναν τα δύο παπιά.
Οι τρεις φίλοι, αναγκάστηκαν εκ των πραγμάτων, να αγοράσουν ψωμὶ και κρασί και διευθύνθηκαν στο γυφταριὸ του Νικόλα.
Εκεί επρόκειτο να παρατεθεί το γεύμα, γιατί ο Αναγνώστης το Π᾿λάκι δεν ήθελε να βάλει και άλλους από το παράθυρο στο άσυλό του.
Οι δύο περίμεναν τον Τσίντζουρα, αυτός βγήκε κρατώντας μυστηριωδώς τη χύτρα, τυλιγμένη σε χονδρά παλιόπανα.
Σε μία στιγμή την είχε ξεσκεπάσει, καθώς την κατέβασε απὸ την σιδεροστιά και η οσμή του φάνηκε άλλη και κάπως μεικτή. Αλλά στο σκιόφως του δωματίου δεν είδε καλά, δεν εννόησε τίποτε, αλλά απέδωσε την ατελή αντίληψη στην δυσθυμία του.
― Και δεν φαίνεται να μυρίζει καλά, βρε παιδιά, τους είπε άμα μπήκε στο σιδηρουργείο. Σαν να έχει τσικνίσει.
Την ξεσκέπασε ενώπιόν τους. Τότε με απορία και φρίκη ανακάλυψαν τις δύο «χαμόκοτες».
 
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.

TO ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΩΝ ΔΙΡΦΕΩΝ 2