Σάββατο 6 Νοεμβρίου 2021

Ποία εκ των δύο

Το διήγημα δημοσιεύτηκε το 1906
➖➖➖
Τη μετατροπή του κειμένου στην
καθομιλουμένη δημοτική
έκανε ο
Ιωάννης Δ. Γιαννούκος
⭐⭐⭐

Τον Ιούνιο αναχώρησα στην πατρίδα μου, αποκομίζοντας την πεποίθηση, ότι τα ισχυρά νικούν πάντοτε σε αυτόν τον πλάνο κόσμο και τα ωραία, τα νεαρά και τα υγιή. 
Και λυπόμουν για την τύχη της πτωχής Ευθυμίας.
Έτσι την έλεγαν, ναι. Και τη μικρή αδελφή της, την έλεγαν Βάσω.
Η Βάσω ήταν νεαρότατη, μόλις 17 ετών.
Ωραία, δροσερή και τόσο ροδοκόκκινη στα μάγουλα, ώστε νόμιζε κανείς, ότι τώρα βγήκε μόλις από το βαφείο της κομμώτριας και ότι το χρώμα δεν είχε στεγνώσει ακόμη επάνω της.
Εντούτοις, με όλο αυτό το ρόδινο κάλλος της, αυτή εργαζόταν καθημερινά στο εργαστήριο υποδηματοποιού της πολυτελείας, στην οδό Σταδίου.
Ήταν βιοπαλαίστρια, «εξ απαλών ονύχων», η πτωχή κόρη.
Ήταν θυγατέρες του σπιτονοικοκύρη μου, σε ένα δρομίσκο προς το Γεράνι. 
Η Ευθυμία δεν έπαυε να εργάζεται κατ᾿ οίκον. 
Αδελφό δεν είχαν, μόνο μία μεγαλύτερη αδελφή πανδρεμένη και τους γονείς τους. Όλοι ήσαν εργατικοί. Μόνο η Ευθυμία ήταν χλωμή, η δυστυχής και ασθενική στην κράση της και επιπλέον κάπως κουτσή, με το γόμφο να προεξέχει κατά το δεξί ισχίο. Ήταν αξιολύπητο πλάσμα.
Αλλά επιπλέον, η μικρή αδελφή της, η Βάσω, την είχε προσπεράσει και ήταν αρραβωνιασμένη ήδη. 
Ένας απὸ τη συντεχνία νέος, ψηλός, χλωμός, Σταύρο τον λέγανε, την είχε ερωτευτεί, ως φαίνεται – ή τουλάχιστον, καθώς είχα αντιληφθεί εγώ και νομίζω ότι ήμουν βέβαιος γι αυτό - και την είχε ζητήσει σε γάμο.
Τελέσθηκε η μνηστεία, αλλά ο γάμος έμελλε να αργήσει, για να πάρει καιρό η φιλόπονη μέλισσα, η νύφη, να εργαστεί και να μπορέσει να συμπληρώσει την προίκα της.
Τόσο βέβαιος ήμουν για τον αρραβώνα, ώστε είχα ακούσει τη Βάσω, η οποία πολλές φορές συνήθιζε να κελαηδεί το πρωί έξω από το παράθυρό μου, στην αυλή, πριν κινήσει να πάει στην εργασία της, την είχα δει, λέγω, πως ήταν αυτή και την είχα ακούσει να ομιλεί περί του μνηστήρα, να εκφράζεται έτσι: «ο Σταύρος μου».
Δεν υπήρχε άρα αμφιβολία, ότι η αρραβωνιασμένη ήταν η Βάσω.
Και καθώς πάντοτε συνηθίζω, πλανώμενος συχνά περὶ προσώπων και πραγμάτων, φιλοσοφούσα μέσα μου κι έλεγα:
Βεβαίως, έτσι είναι, «τα κρείττω νικά.»
Τι λέγει λοιπόν ο θείος Όμηρος, «επεὶ τα χερείονα νικά».
Εκτός αν στο επίθετο αποδώσουμε τελείως ηθική και βεβιασμένη έννοια, ταλανίζοντες πικρά σαν κλαυσίνοι Ηράκλειτοι, την αδικία της φύσεως και της λεγόμενης τύχης.
Ιδοὺ η καημένη η Ευθυμία - οποία ειρωνεία στο όνομά της! - Χλωμή, ασχημούτσικη, κουτσή, βασανισμένη, άτυχη, καταδικασμένη σε αναγκαστικὴ αγαμία, σε αστοργία και μόνωση, για όλη τη ζωή της, μέλλουσα εντὸς ολίγου να μείνει έρημη, άχαρη!…
Αλλά η μικρή Βάσω, ελαφρή, ροδοκόκκινη, δροσερή.
Ιδού! προσπέρασε τη μεγαλύτερη αδελφή και τον "άρπαξε!…" τον αρραβωνιαστικό, εννοείται, δεν ξέρω αν πέτυχε το ιδανικό της ή όχι, αδιάφορο, εργάζεται, κάμνει την προίκα της, αύριο θα πανδρευτεί και θα ζήσει όπως όλος ο κόσμος, με όλες τις άφευκτες κοινοτοπίες, «όπως κουτσαίνει όλος ο κόσμος, θα κουτσαίνει κι αυτή», (μόνο η πτωχή αδελφή της κουτσαίνει κατὰ ιδιάζοντα τρόπο!) με όλες τις εναλλαγές της λύπης και της χαράς, θα ζήσει στον κόσμο και μπορεί, αν θέλει, να ζήσει κατὰ Θεόν.
Αλλά η Ευθυμία, η ταλαίπωρη!…
***
Όμως εγώ πήγα στον τόπο της γεννήσεώς μου και διέμεινα εκεί περί τους 17 μήνες. 
Επέστρεψα στην Αθήνα το φθινόπωρο του μεθεπόμενου έτους.
Μετά λίγες εβδομάδες, συνέβη μία εσπέρα, πριν νυχτώσει - αν και δεν θα ήθελα ποτὲ να περάσω απ’ εκεί, για να μη νομίσουν, ότι πήγα για να ζητήσω ένα τραπέζι και κρεβάτι και δεν ξέρω τι άλλο, τα οποία είχα εγκαταλείψει αναχωρώντας - συνέβη να περάσω απὸ την πάροδο εκείνη του Γερανίου.
Αλλά ιδού, η Ευθυμία ήταν στο παράθυρο του ισογείου.
Όταν είχα αναχωρήσει, το δωμάτιο αυτό, το προς το δρόμο, το κατείχε μία γριά νοικάρισσα με την κόρη της, η δε οικογένεια του σπιτονοικοκύρη κατοικούσε στο βάθος της αυλής. 
Για τούτο δεν περίμενα να δω εκεί την Ευθυμία.
Με είδε και με κοίταξε. Έδειξε μάλιστα, μετά από μικρό δισταγμό, ότι ετοιμαζόταν να με φωνάξει. 
Τότε πρόλαβα εγώ και της φώναξα μία καλησπέρα. 
Εδέησε να σταθώ προς στιγμή επὶ του πεζοδρομίου.
Μου παραπονέθηκε γιατί δεν πήγα απ’ εκεί, με ρωτούσε που είχα κατοικήσει, κτλ.
― Και κάθεστε τώρα εδώ; είπα. Πού είν᾿ η μητέρα σας;
― Η μητέρα κάθονται απὸ μέσα.
― Πώς; Δεν μένετε μαζί;
― Όχι, εμείς επήραμε αυτήν την κάμερα προς το δρόμο.
― Εσείς, δηλαδή με ποιον άλλον;
― Με το σύζυγό μου.
― Αλήθεια!… έχετε πανδρευτεί; Καλορίζικη…
― Ευχαριστώ.
― Και ποιον επήρατε;
― Τον Σταύρο. Δεν το ξέρατε;
― Τον Σταύρο;… Μα, παρακαλώ, με συγχωρείτε…
Ο Σταύρος δεν είχε αρραβωνιασθεί τη Βάσω;
― Όχι.
― Μα εγὼ είχα υποθέσει…
― Λάθος επήρατε.
― Έχετε στεφανωθεί λοιπόν τώρα;
― Μάλιστα, κοντεύει χρόνος.
― Θα έχετε ίσως και παιδί.
― Ναι, ένα αγοράκι.
― Να σας ζήσει!… Κι η Βάσω τώρα τί γίνεται;
― Πηγαίνει κάθε μέρα στου Ζ…
Ονόμασε το υποδηματοποιείο της οδού Σταδίου.
Την αποχαιρέτησα κι έφυγα, παύοντας να φιλοσοφώ περί
των εγκοσμίων.
 
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.

TO ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΩΝ ΔΙΡΦΕΩΝ 2