Την
τελευταία φορά που γεύθηκα την ευτυχία, ήταν το καλοκαίρι εκείνο του έτους
187...
Ήμουν
ωραίος έφηβος κι έβλεπα το πρώιμα στρυφνό, ηλιοκαμένο πρόσωπό μου να γυαλίζεται
στα ρυάκια και τις βρύσες και γύμναζα το ευλύγιστο, ψηλό ανάστημά μου στους
βράχους και τα βουνά.
Το
χειμώνα που άρχισε αμέσως μετά, με πήρε κοντά του ο γηραιός πάτερ Σισώης, ή
Σισώνης, όπως τον ονόμαζαν οι χωρικοί μας και μ' έμαθε γράμματα.
Ήταν
πρώην διδάσκαλος και μέχρι τέλους τον προσαγόρευαν όλοι στην κλητική,
“δάσκαλε”.
Στους χρόνους της Επανάστασης ήταν μοναχός και διάκονος. Έπειτα
αγάπησε μία Τουρκοπούλα, καθώς έλεγαν, την έκλεψε, από ένα χαρέμι της Σμύρνης,
τη βάπτισε και την παντρεύτηκε.
Ευθύς
μετά την αποκατάσταση των πραγμάτων, επί Καποδίστρια κυβερνήτη, δίδασκε σε
διάφορα σχολεία ανά την Ελλάδα και είχε όχι μικρή φήμη, με το όνομα, “ο
Σωτηράκης ο δάσκαλος”.
Αργότερα,
αφού εξασφάλισε την οικογένειά του, θυμήθηκε την παλαιά υποχρέωσή του, φόρεσε
και πάλι τα ράσα, σαν απλός μοναχός τη φορά αυτή, κωλυόμενος να ιερατεύει κι εγκατεβίωσε
εν μετανοία, στο Κοινόβιο του Ευαγγελισμού.
Εκεί
έκλαψε για το αμάρτημά του, το οποίο συμπεριλάμβανε γενναία αγαθοεργία ως
εξόχως ελαφρυντική περίσταση και λέγουν ότι σώθηκε.
-
Αφού έμαθα τα πρώτα γράμματα κοντά στο γηραιό Σισώη, στάλθηκα ως υπότροφος της
Μονής σε κάποια επαρχιακή ιερατική σχολή, όπου κατατάχτηκα αμέσως στην ανώτερη
τάξη, έπειτα στην Αθήνα, στη Ριζάρειο. Τέλος, άρχισα τις σπουδές μου σχεδόν
είκοσι ετών, τελείωσα τριάντα ετών από το Πανεπιστήμιο, εξήλθα δικηγόρος με
δίπλωμα προλύτου (έχοντας συμπληρώσει το προτελευταίο έτος των σπουδών...)
Μεγάλη
προκοπή, εννοείται, δεν έκαμα. Σήμερα εξακολουθώ να εργάζομαι ως βοηθός ακόμη
στο γραφείο κάποιου επιφανούς δικηγόρου και πολιτευτή στην Αθήνα, τον οποίο
μισώ, αγνοώ από ποια σκοτεινή αφορμή, αλλά πιθανώς επειδή τον έχω ως προστάτη
και ευεργέτη.
Και
είμαι περιορισμένος και ανεπιτήδειος, ούτε μπορώ να ωφεληθώ από τη θέση την
οποία κατέχω πλησίον του δικηγόρου μου, θέση κατά κάποιον τρόπο αυλικού.
Όπως
ο σκύλος, ο δεμένος με χοντρό σχοινί στην αυλή του αφέντη του, δεν μπορεί να
γαυγίζει ούτε να δαγκάσει έξω από την ακτίνα και το τόξο τα οποία διαγράφει το
κοντό σχοινί, παρομοίως κι εγώ δεν δύναμαι ούτε να πω, ούτε να πράξω τίποτε
περισσότερο, από όσο μου επιτρέπει η στενή δικαιοδοσία, την οποία έχω στο
γραφείο του προϊσταμένου μου.
* * *
Η
τελευταία χρονιά που ήμουν ακόμη φυσικός άνθρωπος, ήταν το καλοκαίρι εκείνο του
έτους 187... Ήμουν ωραίος έφηβος, καστανόμαλλος, βοσκός κι έβοσκα τις κατσίκες
της Μονής του Ευαγγελισμού στα βουνά τα παραθαλάσσια, που ανέβαιναν απότομα
μέσω κρημνώδους ακτής, πάνω από το κράτος του Βορρά και του πελάγους. Όλο το
κατάμερο εκείνο, το καλούμενο Ξάρμενο, από τα πλοία τα οποία κατέπλεαν ξάρμενα
ή ξυλάρμενα, εξωθούμενα από τις τρικυμίες, ήταν δικό μου.
Η
πετρώδης απότομη ακτή μου, η Πλατάνα, ο Μέγας Γιαλός, το Κλήμα, έβλεπε προς
βορειοανατολικά και ήταν εκτεταμένη προς το Βορρά. Φαινόμουν κι εγώ σαν να είχα
μεγάλη συγγένεια με τους δύο τούτους ανέμους, οι οποίοι ανέμιζαν τα μαλλιά μου
και τα έκαναν να είναι σγουρά, όπως οι θάμνοι κι οι αγριελιές, οι οποίες
κύρτωναν με το ακούραστο φύσημα τους, με το αιώνιο της πνοής τους φραγγέλιο.
Όλα
εκείνα ήταν δικά μου. Οι λόγγοι, τα φαράγγια, οι κοιλάδες, όλος ο γιαλός και τα
βουνά. Το χωράφι ήταν του γεωργού μόνο στις ημέρες που ερχόταν να οργώσει ή να
σπείρει κι έκαμνε τρεις φορές το σημείο
του σταυρού, κι έλεγε:
«Εις
το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, σπέρνω αυτό το
χωράφι, για να φάνε όλοι οι ξένοι κι οι διαβάτες και τα πετεινά τ' ουρανού και
να πάρω κι εγώ τον κόπο μου!»
Εγώ,
χωρίς ποτέ να οργώσω ή να σπείρω, το θέριζα εν μέρει. Μιμούμουν τους
πεινασμένους μαθητές του Σωτήρος κι έβαλλα σε εφαρμογή τις διατάξεις του
Δευτερονομίου χωρίς να τις γνωρίζω.
Της
φτωχής χήρας ήταν το αμπέλι, μόνο στις ώρες που ερχόταν η ίδια για να
θειαφίσει, ν' αργολογήσει, να γεμίσει ένα καλάθι σταφύλια ή να τρυγήσει, αν
έμενε τίποτε για τρύγημα. Όλο τον άλλο καιρό ήταν κτήμα δικό μου.
Μόνους
αντίζηλους στη νομή και την κάρπωση αυτή, είχα τους μισθωτούς της δημαρχίας,
τους αγροφύλακες, οι οποίοι με την
πρόφαση ότι φύλαγαν τα περιβόλια του κόσμου, εννοούσαν να διαλέγουν
αυτοί τα καλύτερα φρούτα.
Αυτοί πράγματι δεν μου ήθελαν το καλό μου. Ήταν τρομεροί ανταγωνιστές για μένα.
Το
κυρίως κατάμερό μου ήταν ψηλότερα, έξω από την ακτίνα των ελαιώνων και
αμπελιών, εγώ όμως συχνά πατούσα τα σύνορα.
Εκεί
παραπαίω, ανάμεσα σε δύο φαράγγια και τρεις κορυφές, γεμάτους άγριους θάμνους,
χόρτα και χαμόκλαδα, έβοσκα τα γίδια του Μοναστηριού.
Ήμουν
“παραγιός”, αντί μισθού πέντε δραχμών το μήνα, τις οποίες ακολούθως μου αύξησαν
σε έξι. Σιμά στο μισθό τούτο, το Μοναστήρι μου έδιδε και φασκιές για τσαρούχια
και άφθονα μαύρα ψωμιά ή πίττες, καθώς τα ονόμαζαν οι καλόγηροι.
Μόνο
διαρκή γείτονα, όταν κατέβαινα κάτω, στην άκρη της περιοχής μου, είχα τον
κυρ-Μόσχο, έναν μικρό άρχοντα πολύ ιδιότροπο.
Ο
κυρ-Μόσχος κατοικούσε στην εξοχή, σε ένα ωραίο μικρό πύργο μαζί με
την ανεψιά του τη Μοσχούλα, την οποία είχε υιοθετήσει, επειδή ήταν χηρευμένος
και άτεκνος. Την είχε πάρει κοντά του, μονογενή, ορφανή εκ κοιλίας μητρός και
την αγαπούσε σαν να ήταν θυγατέρα του.
Ο
κυρ-Μόσχος, είχε αποκτήσει περιουσία σε επιχειρήσεις και ταξίδια. Έχοντας
εκτεταμένο κτήμα στη θέση εκείνη, έπεισε μερικούς πτωχούς γείτονες να του
πουλήσουν τους αγρούς τους, αγόρασε έτσι οκτώ η δέκα συνεχόμενα χωράφια, τα
περιτείχισε όλα μαζί και απετέλεσε ένα μεγάλο για τον τόπο μας κτήμα, με πολλών
εκατοντάδων στρεμμάτων έκταση.
Ο
περίβολος για να κτισθεί στοίχισε πολλά, ίσως περισσότερα από όσα άξιζε το
κτήμα, αλλά δεν τον έμελλε γι’ αυτά τον κυρ-Μόσχο, ο οποίος ήθελε να έχει
χωριστό κατά κάποιον τρόπο βασίλειο για τον εαυτό του και για την ανεψιά του.
Έκτισε
στην άκρη πυργοειδή υψηλό σπίτι, με δύο πατώματα, καθάρισε και περιμάζεψε τους
σκορπισμένους κρουνούς του νερού, άνοιξε και πηγάδι προς κατασκευή μαγγάνου για
το πότισμα. Διαίρεσε το κτήμα σε τέσσερα μέρη, σε αμπέλι, ελαιώνα, αγροκήπιο με
πλήθος οπωροφόρων δένδρων και κήπους με αιμασιές ή μποστάνια.
Εγκαταστάθηκε
εκεί και ζούσε διαρκώς στην εξοχή, σπάνια κατέβαινε στην πολίχνη. Το κτήμα ήταν
πολύ κοντά στο χείλος της θάλασσας κι ενώ, ο
επάνω τοίχος έφθανε ως την κορυφή του μικρού βουνού, ο κάτω τοίχος, όταν έπνεε
σφοδρός βορράς, σχεδόν βρεχόταν από το κύμα.
* * *
Ο
κυρ-Μόσχος είχε για συντροφιά το τσιμπούκι του, το κομπολόγι του, το σκαλιστήρι
του και την ανιψιά του τη Μοσχούλα. Η παιδίσκη θα ήταν ως δύο έτη νεότερή μου.
Μικρή,
πηδούσε από βράχο σε βράχο, έτρεχε από κολπίσκο σε κολπίσκο, κάτω στο γιαλό,
έβγαζε κοχύλια και κυνηγούσε τα καβούρια.
Ήταν
θερμόαιμη και ανήσυχη σαν πτηνό του γιαλού.
Ήταν ωραία, μελαχρινή και θύμιζε τη
νύμφη του άσματος την ηλιοκαμένη, την οποία οι
γιοι της μητέρας της είχαν βάλει να φυλάει τ' αμπέλια.
«Ιδού
ει καλή, η πλησίον μου, ιδού ει καλή, οφθαλμοί σου περιστεραί...».
Ο
λαιμός της, καθώς έφεγγε και αχνόφεγγε κάτω από την τραχηλιά της, ήταν πολύ
λευκότερος από το χρώμα του προσώπου της.
Ήταν
ωχρή, ρόδινη, χρυσαυγίζουσα και μου φαινόταν να μοιάζει με τη μικρή στέρφα
γίδα, τη μικρόσωμη και λεπτοφυή, με κατάστιλπνο τρίχωμα, την οποία εγώ την είχα
ονομάσει Μοσχούλα.
Το
παράθυρο του πύργου το δυτικό, ανοιγόταν προς το λόγγο, ο οποίος άρχιζε να
βαθύνεται πέραν της κορυφής του βουνού, όπου ήταν χαμόκλαδα, ευώδεις θάμνοι και
αργιλώδης γη τραχιά.
Εκεί
άρχιζε η περιοχή μου. Έως εκεί κατέβαινα συχνά κι έβοσκα τις γίδες των
καλόγηρων, των πνευματικών πατέρων μου.
Μία
μέρα, δεν ξέρω πως, ενώ μετρούσα καθώς συνήθιζα τις γίδες μου (ήταν όλες
πενήντα έξι κατ’ εκείνο το χρόνο, άλλοτε ανεβοκατέβαινε ο αριθμός τους μεταξύ
εξήντα και σαράντα πέντε), η Μοσχούλα, η ευνοούμενή μου κατσίκα, είχε μείνει
πίσω και δεν βρέθηκε στο μέτρημα.
Τις
εύρισκα όλες 55. Εάν έλειπε άλλη κατσίκα, δεν θα παρατηρούσα αμέσως την
ταυτότητα, αλλά μόνο τη μονάδα που έλειπε, αλλά η απουσία της Μοσχούλας ήταν
επαισθητή. Τρόμαξα. Τάχα ο αετός μου την πήρε;
Στα
μέρη εκείνα, τα κάπως χαμηλότερα, οι αετοί δεν καταδέχονταν να μας
επισκέπτονται συχνά. Το μέγα ορμητήριο τους ήταν ψηλά προς δυσμάς, στο
κατάλευκο πετρώδες βουνό, το καλούμενο Αετοφωλιά φερωνύμως. Αλλά δεν μου
φαινόταν τελείως παράδοξο ή ανήκουστο πράγμα, ο αετός να κατέβηκε εκτάκτως,
κτυπημένος από τα κάλλη της Μοσχούλας, της μικρής κατσίκας μου.
Εφώναζα
σαν τρελός:
—
Μοσχούλα!... πού ειν' η Μοσχούλα;
Ούτε
είχα παρατηρήσει την παρουσία της Μοσχούλας, της ανεψιάς του κυρ
Μόσχου εκεί σιμά. Αυτή έτυχε να έχει ανοικτό το παράθυρο.
Ο
τοίχος του περιβόλου του κτήματος και το σπίτι που ακουμπούσε επάνω σ΄ αυτόν,
απείχαν περί τα πεντακόσια βήματα από τη θέση που βρισκόμουν εγώ με τις γίδες
μου. Καθώς άκουσε τις φωνές μου, η παιδίσκη ανορθώθηκε, εμφανίστηκε στο
παράθυρο και φώναξε:
—
Τι έχεις και φωνάζεις;
Εγώ
δεν ήξερα τι να πω, εν εντούτοις απάντησα:
—
Φωνάζω εγώ την κατσίκα μου, τη Μοσχούλα!... Με σένα δεν έχω να κάμω.
Καθώς
άκουσε τη φωνή μου, έκλεισε το παράθυρο κι έγινε άφαντη.
Μία
άλλη μέρα με είδε πάλι από το παράθυρό της, σε εκείνη την ίδια θέση. Ήμουν
πλαγιασμένος σε έναν ίσκιο, άφηνα τις γίδες μου να βόσκουν και σφύριζα ένα ήχο,
ένα άσμα του βουνού αιπολικό.
Δεν
ξέρω πως της ήλθε να μου φωνάξει:
—
Έτσι όλο τραγουδείς;.. Δε σ' άκουσα ποτέ μου να παίζεις το σουραύλι!... Βοσκός
και να μην έχει σουραύλι, σαν παράξενο μου φαίνεται!...
Είχα
εγώ σουραύλι (δηλαδή φλογέρα), αλλά δεν είχα αρκετό θράσος ώστε να παίζω εν
γνώσει ότι θα με άκουε αυτή...
Τη φορά αυτή φιλοτιμήθηκα να παίξω προς χάριν
της, αλλά δεν ξέρω πως της φάνηκε η τέχνη μου η αυλητική. Μόνο ξέρω ότι μου
έστειλε για αμοιβή λίγα ξηρά σύκα κι ένα τάσι γεμάτο πετμέζι.
* * *
Ένα
απόγευμα, καθώς είχα κατεβάσει τα γίδια μου κάτω στο γιαλό, ανάμεσα στους
βράχους, που σχημάτιζε χίλιους γλαφυρούς κολπίσκους και
αγκαλίτσες το κύμα, όπου αλλού κυρτώνονταν οι βράχοι σε προβλήτες και αλλού
κοιλαίνονταν σε σπήλαια και ανάμεσα στους τόσους ελιγμούς και δαιδάλους του
νερού, το οποίο εισχωρούσε μουρμουρίζοντας, χορεύοντας με άτακτους φλοίσβους
και αφρούς, όμοιο με το βρέφος που ψελλίζει, που αναπηδά στο λίκνο του και
λαχταρεί να σηκωθεί και να χορέψει στα χέρια της μητέρας που το έψαυσε. Καθώς
είχα κατεβάσει, λέγω, τα γίδια μου για να “αρμυρίσουν” στη θάλασσα, όπως συχνά
συνήθιζα, είδα την ακρογιαλιά που ήταν μεγάλη χαρά και μαγεία και την
“ελιμπίστηκα” και λαχτάρησα να πέσω να κολυμπήσω.
Ήταν τον Αύγουστο μήνα.
Ανέβασα
το κοπάδι μου λίγο παραπάνω από το βράχο, ανάμεσα σε δύο κρημνούς και σε ένα
μονοπάτι το οποίο χαρασσόταν πάνω στη ράχη. Μέσω αυτού είχα κατέβει και μέσω
αυτού επρόκειτο πάλι να επιστρέψω στο βουνό τη νύκτα στη στάνη μου.
Άφησα
εκεί τα γίδια μου για να βοσκήσουν στα κρίταμα και τις αρμυρήθρες, αν και δεν
πεινούσαν πλέον. Τα σφύριξα σιγά για να καθίσουν να ησυχάσουν και να με
περιμένουν. Με άκουσαν και κάθισαν ήσυχα.
Επτά
ή οκτώ απ΄ αυτά, τράγοι, ήταν κωδωνοφόροι και θα άκουγα από μακριά τους
κωδωνισμούς τους, αν τυχόν έδειχναν συμπτώματα ανησυχίας.
Γύρισα
πίσω, κατέβηκα πάλι το γκρεμό κι έφθασα κάτω στη θάλασσα.
Την
ώρα εκείνη είχε βασιλέψει ο ήλιος και το φεγγάρι σχεδόν ολόγιομο άρχισε να
λάμπει χαμηλά, ως δύο καλαμιές ψηλότερα από τα βουνά του αντικρινού νησιού.
Ο
βράχος ο δικός μου, έτεινε προς βορρά και πέρα από τον άλλο κάβο προς δυσμάς,
αριστερά μου, έβλεπα μία πτυχή από την πορφύρα του ήλιου, που είχε βασιλέψει
εκείνη τη στιγμή.
Ήταν
η ουρά της βασιλικής πορφύρας που σύρεται πίσω ή ήταν ο τάπητας που του
έστρωνε, καθώς λέγουν, η μάννα του, για να καθίσει να δειπνήσει.
Δεξιά
από το μεγάλο κυρτό βράχο μου, σχηματιζόταν μικρό άντρο θαλάσσιο,
στρωμένο με άσπρα κρυσταλλοειδή κοχύλια και λαμπρά ποικιλόχρωμα χαλίκια, που
φαινόταν πως το είχαν ευπρεπίσει και στολίσει οι νύμφες των θαλασσών.
Από
το άντρο εκείνο άρχιζε ένα μονοπάτι, από το οποίο ανέβαινε κανείς πλαγίως την
απότομη ακρογιαλιά κι έφθανε στην κάτω πόρτα του τοιχογυρίσματος του κυρ
Μόσχου, του οποίου ο ένας τοίχος έζωνε σε μήκος εκατοντάδων μέτρων όλο το γιαλό.
Πέταξα
αμέσως το πουκάμισό μου, την περισκελίδα μου κι έπεσα στη θάλασσα.
Πλύθηκα,
λούστηκα, κολύμπησα για λίγα λεπτά της ώρας.
Αισθανόμουν
γλύκα, μαγεία ανείπωτη, φανταζόμουν τον εαυτό μου σαν να ήμουν ένα με το κύμα,
σαν να μετείχα της φύσεως αυτού, της υγρής και αλμυρής και δροσερής. Δεν θα μου
έκανε ποτέ καρδιά να βγω από τη θάλασσα, δε θα χόρταινα ποτέ το κολύμπημα, αν
δεν είχα την έννοια του κοπαδιού μου.
Όση
υπακοή και αν είχαν προς εμένα τα ερίφια και αν άκουαν τη φωνή μου για να
καθίσουν ήσυχα, ερίφια ήταν, δυσάγωγα και άπιστα, όσο και τα μικρά παιδιά.
Φοβόμουν μήπως κάποια αποσκιρτήσουν και μου φύγουν και τότε έπρεπε να τρέχω να
τα ζητώ τη νύκτα στους λόγγους και τα βουνά, οδηγούμενος μόνο από τον ήχο των
κωδωνίσκων των τράγων.
Όσον
αφορά τη Μοσχούλα, για να είμαι βέβαιος, ότι δε θα μου φύγει πάλι, καθώς μου
είχε φύγει την άλλη φορά, οπότε ο άγνωστος κλέπτης (ω να τον έπιανα) της είχε
κλέψει, ο ανόητος, τον επίχρυσο κωδωνίσκο με το κόκκινο περιδέραιο από το
λαιμό, φρόντισα να τη δέσω με ένα σχοινάκι στη ρίζα ενός θάμνου λίγο παραπάνω
από το βράχο, στη βάση του οποίου είχα αφήσει τα ρούχα μου πριν ριχτώ στη
θάλασσα.
Πήδησα
γρήγορα έξω, φόρεσα το πουκάμισό μου, την περισκελίδα μου, έκαμα ένα βήμα για
να ανέβω. Πάνω από την κορυφή του βράχου, του οποίου η βάση βρεχόταν από τη
θάλασσα, θα έλυνα τη Μοσχούλα, τη μικρή γίδα μου και με διακόσια ή περισσότερα
βήματα, θα επέστρεφα κοντά στο κοπάδι μου.
Ο
μικρός εκείνος ανήφορος, ο ολισθηρός γκρεμός ήταν για μένα παιχνίδι, όσο ένα
σκαλοπάτι μαρμάρινης σκάλας, το οποίο φιλοτιμούνται να πηδήσουν από κάτω προς
τα πάνω αμιλλώμενα τα παιδιά της γειτονιάς.
Τη
στιγμή εκείνη, ενώ έκαμα το πρώτο βήμα, ακούω σφοδρό πλατάγισμα στη θάλασσα,
σαν σώματος που έπεφτε στο κύμα.
Ο
κρότος ερχόταν από δεξιά, από το μέρος του άντρου του
κογχυλόστρωτου
και νυμφοστόλιστου, όπου ήξερα, ότι ενίοτε κατέβαινε η
Μοσχούλα, η ανεψιά του κυρ Μόσχου και λουζόταν στη θάλασσα.
Δεν
θα ριψοκινδύνευα να έλθω τόσο σιμά στα σύνορά της, εγώ ο
σατυρίσκος του βουνού, να λουστώ, εάν ήξερα ότι συνήθιζε να λούζεται και τη
νύκτα με το φως της σελήνης. Γνώριζα ότι το πρωί, με την ανατολή του ήλιου,
συνήθως λουζόταν.
—
Έκαμα δύο-τρία βήματα χωρίς τον ελάχιστο θόρυβο, αναρριχήθηκα προς τα πάνω,
έσκυψα με άκρα προφύλαξη προς το μέρος του άντρου, κρυπτόμενος πίσω από ένα
σκίνο και καλυπτόμενος από την κορυφή του βράχου και είδα πράγματι ότι η Μοσχούλα
είχε πέσει μόλις στο κύμα γυμνή και λουζόταν...
* * *
Την
αναγνώρισα αμέσως στο μελιχρό φως του φεγγαριού, που περιαργύρωνε όλη την
άπειρη οθόνη του γαληνεμένου πελάγους και έκανε να χορεύουν φωσφορίζοντα τα
κύματα.
Είχε
βυθισθεί μία φορά καθώς ρίχτηκε στη θάλασσα, είχε βρέξει τα μαλλιά της, από
τους βοστρύχους τους οποίους σαν ποταμός από μαργαρίτες έρρεε το νερό και είχε
αναδυθεί, κοιτάζοντας κατά τύχη προς το μέρος όπου ήμουν εγώ και κινείτο εδώ κι
εκεί προσπαίζοντας και πλέοντας.
Ήξερε
καλά να κολυμπά.
Για
να φύγω, έπρεπε εξάπαντος να πατήσω για μια στιγμή όρθιος στην κορυφή του
βράχου, έπειτα να σκύψω πίσω από θάμνους, να λύσω τη γίδα μου και να γίνω
άφαντος κρατώντας την αναπνοή μου, χωρίς τον ελάχιστο κρότο ή θόρυβο.
Αλλά
η στιγμή κατά την οποία θα περνούσα από την κορυφή του βράχου, αρκούσε για να
με δει η Μοσχούλα.
Ήταν αδύνατο, καθώς εκείνη έβλεπε προς το μέρος μου, να φύγω
αόρατος.
Το
ανάστημά μου θα διαγραφόταν για μία στιγμή ψηλό και δεχόμενο άφθονο το φως του
φεγγαριού, επάνω στο βράχο. Εκεί η κόρη θα με έβλεπε, καθώς ήταν στραμμένη προς
τα εδώ.
Ω!
πως θα ξαφνιαζόταν. Θα τρόμαζε εύλογα, θα φώναζε, έπειτα θα με κατηγορούσε για
σκοπούς αθέμιτους και τότε αλλοίμονο στο μικρό βοσκό!
Η
πρώτη ιδέα μου ήταν να βήξω, να της δώσω αμέσως είδηση και να
φωνάξω: «Βρέθηκα εδώ, χωρίς να ξέρω...
Μην τρομάζεις!... φεύγω αμέσως, κοπέλα
μου!»
Αλλά,
δεν ξέρω πως, υπήρξα σκαιός και άτολμος.
Κανείς
δεν με είχε διδάξει μαθήματα κοσμιότητας στα βουνά μου.
Ντράπηκα,
κατέβηκα πάλι κάτω στη ρίζα του βράχου και περίμενα.
«Αυτή
δεν θ' αργήσει, έλεγα μέσα μου, τώρα θα κολυμπήσει, θα ντυθεί και
θα φύγει... θα τραβήξει αυτή το μονοπάτι της κι εγώ τον κρημνό μου!...»
Και
θυμήθηκα τότε το Σισώη και τον πνευματικό του μοναστηριού, τον παπα-Γρηγόριο,
οι οποίοι πολλές φορές με είχαν συμβουλεύσει να αποφεύγω πάντοτε, τον γυναικείο
πειρασμό!
Απ΄
την ιδέα του να περιμένω, δεν υπήρχε άλλο μέσον, παρά να αποφασίσω να ριχτώ στη
θάλασσα, με τα ρούχα, όπως ήμουν, να κολυμπήσω στα βαθιά άπατα νερά, όλο το
προς δυσμάς διάστημα, το από την ακτή όπου βρισκόμουν, από δω από το μέρος όπου
λουζόταν η νέα, μέχρι τον κυρίως όρμο και την άμμο, επειδή σε όλο εκείνο το
διάστημα, ως μισό μίλι,
η ακρογιαλιά ήταν άβατη, απάτητη, όλη βράχος και
κρημνός. Μόνο στο μέρος όπου ήμουν σχηματιζόταν το λίκνο εκείνο του θαλάσσιου
νερού, μεταξύ σπηλαίων και βράχων.
Θα
άφηνα τη Μοσχούλα μου, τη γίδα, στην τύχη της, δεμένη εκεί επάνω, πάνω από το
βράχο και άμα έφθανα στην άμμο με βρεγμένα τα ρούχα μου (γιατί ήταν ανάγκη να κολυμπήσω
με τα ρούχα), στάζοντας άλμη και αφρό, θα βάδιζα δύο χιλιάδες βήματα για να
επιστρέψω από άλλο μονοπάτι πάλι κοντά στο κοπάδι μου, θα κατέβαινα τον κρημνό
παρακάτω για να λύσω τη Μοσχούλα τη γίδα μου, οπότε η ανεψιά του κυρ- Μόσχου θα
είχε φύγει χωρίς ν' αφήσει βεβαίως κανένα ίχνος στο γιαλό.
Το
σχέδιο τούτο αν το εκτελούσα, θα ήταν μεγάλος κόπος, αληθινός άθλος, θα
χρειαζόταν δε και μία ώρα και πλέον. Ούτε θα ήμουν πλέον βέβαιος για την
ασφάλεια του κοπαδιού μου.
Δεν
υπήρχε άλλη επιλογή, παρά να περιμένω. Θα κρατούσα την αναπνοή μου. Η κόρη
εκείνη δεν θα υποπτευόταν την παρουσία μου.
Άλλωστε
ήμουν στη συνείδησή μου αθώος.
Παρόλα
αυτά, όσο αθώος και αν ήμουν, η περιέργεια δεν μου έλειπε, και αναρριχήθηκα
πάλι σιγά-σιγά προς τα επάνω και στην κορυφή του βράχου, καλυπτόμενος πίσω από
τους θάμνους, έσκυψα να δω τη νέα που κολυμπούσε.
Ήταν
απόλαυση, όνειρο, θαύμα. Είχε απομακρυνθεί ως πέντε οργιές από το άντρο και
έπλεε κι έβλεπε τώρα προς ανατολάς, έχοντας στρέψει τα νώτα προς το μέρος μου.
Έβλεπα
τη μαύρη και όμως χρυσίζουσα αμυδρά κόμη της, τον τράχηλό της τον εύγραμμο, τις
λευκές σαν γάλα ωμοπλάτες, τους βραχίονες τους τορνευτούς, όλα συγχεόμενα,
μελιχρά και ονειρώδη στο φως του φεγγαριού. Διέβλεπα την οσφύ της την
ευλύγιστη, τα ισχία της, τις κνήμες, τα πόδια της, μεταξύ σκιάς και φωτός,
βαπτιζόμενα στο κύμα.
Μάντευα
το στέρνο της, τους κόλπους της, γλαφυρούς, προέχοντες, δεχόμενους όλες τις
αύρες τις ριπές και της θάλασσας το θείο άρωμα.
Ήταν
πνοή, ίνδαλμα αφάνταστο, όνειρο που επέπλεε στο κύμα, ήταν Νηρηίδα, σειρήνα,
πλέουσα, όπως πλέει πλοίο μαγικό, πλοίο των ονείρων...
Ούτε
μου ήλθε τότε η ιδέα ότι, αν πατούσα πάνω στο βράχο, όρθιος ή σκυφτός, με σκοπό
να φύγω, ήταν σχεδόν βέβαιο, ότι η νέα δεν θα με έβλεπε και θα μπορούσα να
αποχωρήσω ασφαλής.
Εκείνη
έβλεπε προς ανατολάς, εγώ βρισκόμουν προς δυσμάς πίσω της. Ούτε η σκιά μου δε
θα την τάρασσε. Αυτή, επειδή η σελήνη ήταν στα ανατολικά, θα έπεφτε προς το δυτικό
μέρος, πίσω από το βράχο μου κι εντεύθεν του άντρου στο οποίο ήμουν.
Είχα
μείνει χάσκοντας, σε έκσταση, και δε σκεπτόμουν πλέον τα επίγεια.
* * *
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.