Κυριακή 17 Οκτωβρίου 2021

Ο Σημαδιακός


Το διήγημα δημοσιεύτηκε το 1889
➖➖➖
Τη μετατροπή του κειμένου στην
καθομιλουμένη δημοτική
έκανε ο
Ιωάννης Δ. Γιαννούκος
⭐⭐⭐

Από το μικρό νησί του Δασκαλειού ή από κάποια λέμβο, στο λιμάνι κοιτάζοντας κάποιος, το βράδυ της 5 Ιανουαρίου του έτους 1867, θα έβλεπε ποικίλα φώτα, να διασχίζουν προς όλες τις διευθύνσεις τους δρόμους της πολίχνης της Σκιάθου.
Δεν ήταν τίποτε έκτακτο. Ζεύγη παιδιών, με φανάρια και δάδες, γυρνούσαν  στα σπίτια, το βράδυ της παραμονής και έψαλλαν τα Φώτα.
Δυο παιδιά, πρωτεξάδελφοι από μητέρα, ο Σωτήρος και ο Αλέκος, ανέβαιναν το λιθόστρωτο του παραθαλάσσιου δρόμου, που περνούσε πάνω από απότομο κρημνώδη βράχο και οδηγούσε στην πάνω ενορία.
Ο Σωτήρος ήταν δώδεκα ετών, ο Αλέκος δέκα ετών. 
Ο πρώτος φορούσε το νησιώτικο ένδυμα, ο δεύτερος ήταν «φράγκος», δηλαδή φορούσε κακόζηλα στενά από εγχώριο ύφασμα και κασκέτο. Αυτός κρατούσε μόνο λεπτή ράβδο, ο δε Σωτήρος ήταν κάσσα, κρατούσε δε και το φανάρι.
Όλο το χρόνο, οι δυο εξάδελφοι ήταν πάντοτε μαλωμένοι μεταξύ τους.
Τις παραμονές των Χριστουγέννων όμως επήρχετο η συνδιαλλαγή, περιέρχονταν κατά τις τρεις εορτές «τις συγγενικές οικίες», τραγουδούσαν τα συνηθισμένα τραγούδια, μάζευαν λίγα λεπτά, έκαμναν μερίδιο... και πάλι μετά τα Φώτα μάλωναν.
Και το βράδυ εκείνο, είχαν περάσει όλες τις «συγγενικές οικίες», δηλαδή το μισό της πολίχνης και σαν τελευταία δε διαδρομή, επέλεγαν πάντοτε να ανεβούν από τον ολισθηρό λιθόστρωτο δρόμο.
Ήταν ήδη οκτώ η ώρα το βράδυ. 
Απ΄ την άνοδο εκείνη, κατέβαιναν πάντοτε με βαρύτερες τις τσέπες. Γιατί ο καπετάν-Θανασός, ο θείος τους, ήταν μεν απαιτητικός, ιδιότροπος, αλλά και πολύ κουβαρντάς.
Ο καπετάν-Θανασός, εύπορος ναυτικός, πενήντα πέντε ετών, απολάμβανε ήδη τα θέλγητρα της εστίας, έχοντας παραχωρήσει την πλοιαρχία στους δυο μεγαλύτερους γιούς του.
Κατοικούσε στο μεγάλο σχετικά σπίτι του, με το ευρύχωρο προαύλιο και τον κήπο, στον οποίο επρόκειτο να εισέλθουν ήδη οι δυο νέοι.
Μόλις απείχαν δέκα βήματα από την αυλόπορτα και κάποια σκιά  προβάλλει από μια γωνιά του γειτονικού σπιτιού, του συνεχόμενου με το προαύλιο του σπιτιού του καπετάν-Θανασού
Ένα χέρι άρπαξε το Σωτήρο από το βραχίονα.
- Τι θέλεις, μπάρμπα; φώναξε έντρομος ο νέος.
Τα λεπτά μας... πάρε τα...
-Δεν θέλω λεπτά, βρε άτιμε!... απάντησε βραχνή και λαρυγγώδης φωνή.
Ο Αλέκος με τη ράβδο του, είχε τραπεί, εννοείται, σε φυγή.
Αλλά μόλις απομακρύνθηκε λίγα βήματα και στάθηκε, αμφιβάλλοντας αν έπρεπε να βάλει τις φωνές ή να πάρει μάλλον πέτρες να ρίξει κατά του επιδρομέα.
- Στοπ! μωρέ... του φωνάζει ο παράδοξος άνθρωπος, όταν είχε σταματήσει ήδη.
- Άφσε τον, μπάρμπα! τι σου κάνει;... φώναζε από μακριά ο Αλέκος.
Ο αλλόκοτος άνθρωπος, φορούσε ιδιόρρυθμο ολοκόκκινο σαρίκι γύρω απ΄ το κεφάλι, το οποίο τρόμαξε τους δυο νέους και δεν τον αναγνώρισαν κατ’ αρχάς.
Έτσι του κατέβηκε το βράδυ εκείνο να φορέσει το ζωνάρι του σαρίκι.
Άλλοτε πάλι είχε άλλες ιδιοτροπίες. 
Φορούσε τις κάλτσες ως γάντια.
Απ΄ τη φωνή όμως, τον αναγνώρισαν αμέσως και οι δυο.
Ήταν ο «Ελόγου του».
Τέτοιο κοροϊδευτικό παρατσούκλι έφερε, ο είκοσι οκτώ ετών νέος Μανουήλ Προυσαλής, άκομψος, αντιπαθητικός εργολάβος, στη μικρή εκείνη φιλοπαίγμονα κοινωνία, όπου κάθε ανθρώπου το οικογενειακό όνομα, μόνο στους επίσημους καταλόγους της δημαρχίας απαντάται, προικίζεται δε τουλάχιστον με δυο ή τρία παρατσούκλια.
***
- Δεν θέλω τα λεπτά σου, βρε... επανέλαβε ο «Ελόγου του», στρίβοντας περήφανα το μικρό ξανθοκόκκινο μουστάκι του...
Μη φοβάσαι, άκουσε... να, τι θέλω.
Και του έδωσε μικρή επιστολή, από χρυσίζοντα διανθισμένο φάκελο.
- Να το δώσεις, επάνω που θα πας, είπε.
- Τίνος να το δώσω;
- Στο Μπραϊνάκι, βρε... δεν ξέρεις που μ᾿ αγαπάει;
- Αλήθεια; είπε με προσποιητό θαυμασμό ο Αλέκος, ο οποίος είχε πλησιάσει εντωμεταξύ.
- Σένα δεν σου μιλώ, είπε αυστηρά  ο Ελόγου του.
- Καλά, το δίνω, απάντησε ο Σωτήρος ευχαριστημένος γιατί  θα γλύτωνε.
- Μα θέλω να μου φέρεις και σημάδι, πρόσθεσε ο Ελόγου του.
- Τί σημάδι;
- Αυτή ξέρει.
Και επανέλαβε.
-Το διαβάσει δεν το διαβάσει, θέλω να μου φέρεις σημάδι απόψε.
-Καλά.
-Κρατώ αμανάτι το φέσι σου και σε περιμένω εδώ τριγύρω. Ακούς;
Και άρπαξε αυθαίρετα το φέσι από το κεφάλι του Σωτήρου.
- Δως του το φέσι του! ανέκραξε ο Αλέκος.
- Σουτ, εσύ!...
Ο Σωτήρος δεν παραπονέθηκε καθόλου και έκανε νόημα προς τον σύντροφό του, να τον ακολουθήσει μέσα στο προαύλιο.
***
- Τώρα πως θα πάω απάνω χωρίς φέσι; είπε ο Σωτήρος μέσα στην αυλή.
- Φορεί ο Σπύρος φέσι; παρατήρησε ο Αλέκος.
Ο Σπύρος ήταν συνομήλικος και αχώριστος φίλος του Σωτήρου, φιλομαθέστατος, ευφυής, πρωτόσχολος της εποχής του, ο οποίος αρέσκετο τότε να μη έχει άλλο κάλυμμα στο κεφάλι του, παρά μόνο την πλούσια λινόχρωμη και φαιά κόμη του.
Αλίμονο! οι δυο εκείνοι συμμαθητές, τους οποίους όχι χωρίς παιδική κακεντρέχεια προσέγγιζε έτσι ο Αλέκος, έμελλαν μετά δεκαετία να έρθουν απ΄ τη Γερμανία με ψηλά καπέλα και με ξένα έξοδα doctores philosophiae et omnium rerum... και ο πτωχός Αλέκος, ο οποίος ούτε διδάσκαλος κατόρθωσε να γίνει, αν και ενεγράφη κάποτε στη Φιλοσοφική σχολή, έμελλε να μείνει ξεσκούφωτος και άσημος... συρράπτης
επιφυλλίδων!...
- Ο Σπύρος, απάντησε ο Σωτήρος, δε φορεί πάντοτε.
- Και συ μη φορείς μια φορά.
Έπειτα αμέσως του ήλθε άλλη ιδέα.
- Στάσου, βάζω κι εγώ το κασκέτο μου στην τσέπη και παρουσιαζόμαστε και οι δύο ξεσκούφωτοι.
Και έκαμε όπως είπε.
- Τώρα, θα το δώσεις το ραβασάκι; ρώτησε και πάλι ο Αλέκος.
- Αυτό δεν το κάνω εγώ ποτέ, απάντησε ο φρόνιμος Σωτήρος.
- Αυτό ήθελα να σου πω κι εγώ, για να διαβάσουμε τι γράφει μέσα.
- Όχι δα... κι αυτό δεν πρέπει... είπε αυστηρά ο Σωτήρος.
- Γιατί;
- Και τι θα διαβάσεις; Δεν ξέρεις τι γράφει μέσα; Δεν διάβασες ποτέ σου τον «Σκανδαλώδη Έρωτα» και την «Φιλομειδή Αφροδίτη»;
-Ναι.
- Εγώ να σου πω τι θα γράφει. «Ψυχή μου, μάτια μου, καρδιά μου, συκώτι μου» και ύστερα θα έχει κάτι στίχους από τα βιβλία που σου είπα:
«Είσαι καρπός του Έρωτος, παιδί της Αφροδίτης» ή «Έχεις ανάστημα μικρόν, αλλά ψυχή μεγάλη, ως άρωμα πολύτιμο σε πάγχρυσο φιάλη» και ύστερα θα λέγει: «Από τα μπεντένια πέφτω, πέφτω για να σκοτωθώ κι η αγάπη μου φωνάζει, πιάστε τον, για το Θεό!». Αυτά θα γράφει.
Ο Σωτήρος μνημόνευσε εδώ δυο συλλογές του Γαλατά, από εκείνες οι οποίες τέτοια δίστιχα περιέχουν πράγματι, απ΄τα οποία πολλά μεν ήταν κακόζηλα, πολλά δε, ανόητα και όλα γελοία.
Και όμως η περιέργεια του Αλέκου δεν αναπαυόταν.
***
Κοντά στο τζάκι, καθόταν πατριαρχικά ο μπαρμπα-Θανασός, έχοντας αντίκρυ την πιστή συμβία του και περιστοιχισμένος από τις τέσσερις θυγατέρες του και τους τέσσερις νεότερους γιους του, γιατί οι δυο μεγαλύτεροι έλειπαν με το καράβι, όπως είπαμε ανωτέρω και απολάμβανε τη μακάρια ηδονή του σπιτιού, την οποία μόνο όποιος την έχει στερηθεί για πολύ καιρό, είναι δυνατόν να εκτιμήσει.
Ο καπετάν-Θανασὸς, δεν είχε μέτριες απαιτήσεις.
Ήθελε, εκτός από το συνηθισμένο τραγούδι των Φώτων, ένα για τον εαυτό του, ένα για τη σύζυγό του, ένα για το καράβι, ανά ένα για τους έξι γιους του, ανά ένα για τις τρεις θυγατέρες του και δυο για την τρίτη κόρη του, το Μπραϊνάκι, το όλον δεκαπέντε τραγούδια.
Που να τα αρμαθιάσουν τόσα οι δυο αυτοσχέδιοι μελωδοί;
Εφέτος είχαν αντλήσει απ΄ τις ακένωτες πηγές της μνήμης της γριάς μάμμης τους και κατόρθωσαν σχεδόν να φθάσουν τον αριθμό.
Είναι αλήθεια, ότι ο καπετάν-Θανασὸς έβαζε πάνω στο τζάκι τόσα εικοσιπενταράκια τούρκικα ή ελληνικά του Όθωνος, όσα ήταν και τα απ΄ αυτόν απαιτούμενα τραγούδια και έλεγε: «Αυτό για μένα, αυτό για την καπετάνισσα, αυτό για το καράβι... αυτό για τον Κωνσταντή, για το Γιάννη, για τον Παναγή, για το Βασίλη, για τον Ανδρέα, για το Γιωργή... αυτό για τη Φλωρού, για τη Σινιωρίτσα... αυτά τα δυο για το Μπραϊνάκι... κι αυτό για το Γηρακώ...»
Η σύζυγος του καπετάν-Θανασού, ρέμβαζε στην άκρη του τζακιού.
Οι λογισμοί της πετούσαν προς τους δυο γιους της, οι οποίοι ταξίδευαν φέτος «χειμωνιάτικα». Όλα σχεδόν τα πλοία ήταν δεμένα, περιμένοντας την αύριον «να φωτισθούν τα νερά» και έπειτα να αποπλεύσουν. Το δικό τους το πλοίο ήταν «πρωτοτάξιδο», είχε καθελκυσθεί τον περασμένο Αύγουστο, το Σεπτέμβριο είχε εκπλεύσει και φυσικά δεν εδύνατο να παραχειμάσει στο λιμάνι «πρώτη χρονιά».
Αλλά εκείνο το οποίο έφερε στα μάτια της δάκρυα, ήταν το εξής τραγούδι, το οποίο οφειλόταν στη μνήμη της μάμμης τους και το οποίο τραγούδησαν οι δυο νέοι
"Κυρά μου, τα παιδάκια σου, κυρά μου, τ᾿ ακριβά σου,
καράβι τριοκάταρτο στο πέλαγο αρμενίζουν
και με τ᾿ αφέντη την ευχή γρόσα πολλά θα φέρουν
κι ο κυρ Βοριάς τα κύματα φυσάει και τα σπρώχνει.
Σπρώχνε, Βοριά, τα κύματα, να μόρθει το παιδί μου,
τ’ αγαπημένο μου πουλὶ και το ξεπεταρούδι,
ανάθρεμμα της αγκαλιάς, της ξενιτιάς λουλούδι!"
Ενθουσιασμένος ο καπετάν-Θανασὸς, σηκώθηκε αμέσως και πλησιάζοντας, προσκόλλησε σφάντζικο στο μέτωπο του Σωτήρου, ο οποίος το ανέχθηκε χαμογελώντας, το ίδιο θέλησε να κάμει και στον Αλέκο, αλλά αυτός μορφάζοντας, απέστρεψε το πρόσωπο και είπε.
- Δεν είμ᾿ εγώ βιολιτζής, μπάρμπα.
***
Αφού καληνύχτισαν την οικογένεια, το Μπραϊνάκι πήρε το λύχνο και θέλησε να τους συνοδεύσει μέχρι την αυλόπορτα τους δυο εξαδέλφους της.
Πίσω απ΄ αυτούς, έτρεχε και η οκτώ ετών Γηρακώ.
- Μη μας πας απ᾿την έξω σκάλα, της είπε τότε μυστηριωδώς ο Σωτήρος, μη μας πας απ᾿ τη μεγάλη πόρτα.
- Γιατί;
- Άνοιξε την γκλαβανή που σου λέγω.
Είχαν βγει στον προθάλαμο. Το Γηρακώ, στο νεύμα της αδελφής της, άνοιξε την καταπακτή και κατέβηκαν στο ισόγειο.
- Τί τρέχει; γιατί αλήθεια, είσαι χωρίς φέσι;...
- Τ᾿ άφησα στο σπίτι.
- Του πήραν το φέσι του! φώναξε χωρίς να κρατηθεί ο Αλέκος.
Ο Σωτήρος συνοφρυώθηκε.
- Γηρακώ, είπε, ξέχασα να ρωτήσω τον πατέρα σου, σύρε μια στιγμή... να τον ρωτήσεις τι ώρα συνεννοήθηκαν οι πίτροποι με τους παπάδες να σημάνουν το πρωί.
- Και τι ώρα θ᾿ απολύσει η λειτουργία... και τι ώρα θα ψαλεί ο αγιασμός... και τι ώρα θα ρίξουν το Σταυρό στη θάλασσα... είπε ο Αλέκος.
Όλα αυτά τα «τι ώρα» ήταν τόσο δύσκολα για τη μικρή Γηρακώ, όσο και τα δεκαπέντε τραγούδια για τους δυο νέους.
- Πώς να πω; πώς να πω; ρώτησε το Γηρακώ.
- Τρέξε γλήγορα! επανέλαβε κτυπώντας με το πόδι το έδαφος η αδελφή της.
Η Γηρακὼ ανέβηκε τη σκάλα.
Το Μπραϊνάκι έμεινε μόνη με τους δυο νέους.
Το Μπραϊνάκι ήταν κόρη δεκατεσσάρων ετών, αρκετά ανεπτυγμένη ήδη στο ανάστημα, ξανθή, λίγο ωχρή και λεπτοφυής. Οι δυο μακριές κοτσίδες της, κρεμάμενες στην πλάτη, έφθαναν κάτω απ΄ τη μέση. Φορούσε λευκότατο πάντοτε φουστάνι, με τόση ιδιόρρυθμη χάρη, ώστε δεν υπήρχε ναύτης που επέστρεφε από μακρινό ταξίδι, που να μην της κάμει πατινάδα και δεν υπήρχε μαθητής του ελληνικού σχολείου, ο οποίος εν μέσω των τετραδίων και των βιβλίων του, να μην αναπολεί την εικόνα της.
- Θα μου πεις τι τρέχει; επανέλαβε αυτή.
- Να, μας βρήκε ο Ελόγου του, είπε ο Σωτήρος.
- Ποιος; ο Διπλοκαημός;
Διπλοκαημὸς, ήταν το δεύτερο παρατσούκλι του Ελόγου του, που του το είχαν δώσει τα κορίτσια, γιατί αυτός πάντοτε ξημέρωνε μέχρι τα χαράματα, τραγουδώντας κάτω από τα παράθυρά τους, τη γνωστή επωδό: «Ξύπνα, που δεν εχόρτασες - διπλὸς καημός - αχ! τον ύπνο να κοιμάσαι» και είχε την καλοσύνη να τις ξυπνά πάντοτε το πρωί με την παραπλήσια με γκάϊδα φωνή του...
- Και τι σας είπε; επανέλαβε το Μπραϊνάκι.
Ο Σωτήρος διηγήθηκε εν ολίγοις τη σκηνή, φυλάχθηκε μόνο να μην αναφέρει κάτι περί της ερωτικής επιστολής.
- Μας είπε ότι καίεται ο άνθρωπος για σένα.
Κάγχασαν και οι τρεις.
- Και μας είπε να του στείλεις και σημάδι, πρόσθεσε ο Σωτήρος.
- Σημάδι; Γουού!
Και έπειτα επανέλαβε:
- Σημάδι έχει απ᾿ το θεό και σημαδιακός κι αταίριαστος είναι.
Υπαινισσόταν τη βλάβη, την οποία είχε εκ γενετής ο Ελόγου του στο αριστερό μάτι του.
Και πάλι πρόσθεσε με τόση χάρη, ώστε δε φαινόταν καν το χυδαίο της εικόνας.
- Δεν έχω δω το γάιδαρό μου, να βγάλω καμπόσες τρίχες απ᾿ την ουρά του, να του στείλω σημάδι.
- Εκείνος δε χρειάζεται τρίχες, χρειάζεται τριχιές, είπε ο Αλέκος, ο οποίος θα είχε ακούσει από μεγαλύτερους το δημώδες τούτο λογοπαίγνιο.
- Γι’ αυτό ήθελα να του στείλω τρίχες, για να κάμει τριχιές, απάντησε με ετοιμότητα η νέα.
- Μας είπε πως τον αγαπάς, είπε πάλι ο Αλέκος.
- Πα να χαθεί! ο στερεμένος, ο λοχεμένος, άρχισε να καταριέται το Μπραϊνάκι στο γυναικείο ιδίωμα.
Κακό χρόνο νά ΄χει, δυο ναν᾿ οι ώρες του!..
Αποτεινόμενη δε προς το Σωτήρο ρώτησε.
- Τώρα πώς θα πας, αρέ, στην εκκλησιά χωρίς φέσι;
- Στην εκκλησιά θα είναι χωρίς φέσι, είπε ο Αλέκος.
- Να σου φέρω ένα παλιό του Παναγή, σου κάνει τάχα;
Ο Σωτήρος δεν το ήθελε.
Επέστρεψε τότε και το Γηρακώ. Κανείς δεν πρόσεξε στις απαντήσεις, τις οποίες έφερε.
- Να σας βγάλω απ᾿ τη μικρή πόρτα.
Βγήκαν μέσω του ισογείου αθόρυβα, αφού το Μπραϊνάκι έσβησε το λύχνο και ο Σωτήρος κρατούσε το φανάρι κάτω από το επανωφόρι του. 
Τούτο το έκανε για να είναι απαρατήρητος απ΄έξω.
Η νέα κόρη άνοιξε αθόρυβα τη μικρή πόρτα της αυλής.
- Ήσυχα κάμετε, να κοιτάξω, μην το πήρε πονηρά ο Διπλοκαημός και κάνει καρτέρι από κάτω.
Οι δυο δρομίσκοι οδηγούσαν πράγματι προς μικρό όχθο γης, κάτω απ΄ τον οποίο σχηματιζόταν απότομος κατηφορικός χείμαρρος. Περπατώντας κάποιος στο μέρος εκείνο, μπορούσε να επιτηρεί και τις δυο πόρτες.
- Να σας δώσω συνοδεία; είπε το Μπραϊνάκι.
Θέλετε να ΄ρθούν μαζί και τ᾿ αδέρφια μου;
- Δεν είν᾿ ανάγκη, είπε ο Σωτήρος. Δεν πρέπει να γίνει λόγος στο σπίτι.
Και ποιος τον φοβάται!
Το Μπραϊνάκι πρόβαλε το κεφάλι από την πόρτα, μόλις άνοιξε.
Πράγματι ο Ελόγου του το πήρε πονηρά, καθώς είπε η νέα.
Σουλατσάριζε ο Ελόγου του κάτω από τους τοίχους του διπλανού σπιτιού, επιβλέποντας και τις δύο πόρτες της αυλής.
- Γηρακώ, είπε τότε το Μπραϊνάκι, πάρε το φανάρι, σήκωσέ το ψηλά, να πας να χτυπήσεις με βρόντο τη μεγάλη πόρτα και να φωνάξεις τρεις φορές: Καληνύχτα, καληνύχτα, καληνύχτα σας!
Το Γηρακώ, χωρίς να καταλαβαίνει τίποτε, εκτέλεσε πιστά την παντομίμα και το λογύδριο.
Ο Ελόγου του, εξαπατήθηκε και έτρεξε προς τη μεγάλη πόρτα, βέβαιος περί του θηράματος.
- Τώρα άμοιρος να γένεις, αρέ! είπε στο γυναικείο ιδίωμα το Μπραϊνάκι.
Οι δυο νέοι τράπηκαν από τη μικρή πόρτα σε φυγή, κερδίζοντας εκατό βήματα τουλάχιστον με το στρατήγημα τούτο και έχοντες ασυγκρίτως ελαφρότερα τα πόδια από τον Ελόγου του.
***
Το πρωί ο Αλέκος, που ήταν υπνοφάγος, πήγε αργά στην εκκλησία, αλλά ο Σωτήρος, «της ευχής το παιδί», όπως τον αποκαλούσε η μητέρα του, πήγε, συγχρόνως με το νεωκόρο και πριν από τους ψάλτες και τον καπετάν-Θανασό, που ήταν επίτροπος.
Μετά τη λειτουργία και τον αγιασμό, η ιερά πομπή εξήλθε προς την αποβάθρα, όπου επρόκειτο να τελεσθεί η κατάδυση του Τίμιου Σταυρού.
Μεγάλο ενδιαφέρον ενέπνεε η γιορτή αυτή. Όχι τόσο για το μεγαλείο της ιεράς πομπής, όχι τόσο για το ποιος θα πιάσει το Σταυρό από τη θάλασσα, όσο για το... ποιος θ᾿ αρπάξει το Σταυρό από τα χέρια του πρώτου λαβόντος, διότι αυτός μεν αποκλειόταν, εκείνος δε, ο ευτυχής, έμελλε να αργυρολογήσει και να μεθοκοπήσει επὶ δυο ημέρες.
Δύο ήταν οι ήρωες της ημέρας. Ο Φτίκας και ο Σοροκάς.
Αυτοί διαγωνίζονταν κάθε χρόνο για το έπαθλο.
Και έφεραν πασίδηλα τα ίχνη της πολυετούς αυτής πάλης.
Ο μεν Φτίκας είχε επτά δάκτυλα στα δυο χέρια του, ο δε Σοροκάς, ένα μάτι λιγότερο από τους λοιπούς ανθρώπους.
Μία δωδεκάδα λέμβων ήταν κοντά στην αποβάθρα.
Σ΄ αυτές ήταν το πλήρωμα των δυο μπουλουκιών, γιατί ο Φτίκας και ο Σοροκάς είχαν μπουλούκια, σχεδόν πολέμαρχοι.
Άλλες πολυάριθμοι λέμβοι ήταν μακρύτερα, έχοντας μόνο θεατές.
Και όλη η αποβάθρα και όλη η παραθαλάσσια αγορά και όλοι οι εξώστες και τα παράθυρα, ήταν γεμάτα κόσμο. 
Μιλούμε σχετικά, γιατί η πολίχνη μας δεν έχει περισσότερους από τέσσερις χιλιάδες κατοίκους.
Ο Σωτήρος και ο Αλέκος, στέκονταν πλάι στον ιερέα και κοίταζαν να δουν τον Ελόγου του.
***
Ο Τίμιος Σταυρός έπεσε τέλος στο κύμα και η μάχη άρχισε.
Ευτυχώς υπήρξε σύντομη κατά το έτος τούτο.
Ο μπουλουκτσής του Φτίκα, ο οποίος άρπαξε πρώτος το Σταυρό, βρισκόταν αρκετά κοντά στη λέμβο του και είχε αρκετή επιδεξιότητα, ώστε κανείς απ΄ τους ανθρώπους του Σοροκά πρόφθανε να του κόψει τα δάκτυλα ή να του δοκιμάσει τον γρόνθο, για να του τον αποσπάσει.
Άμα πάτησε στη λέμβο, βρισκόταν σε ουδέτερο έδαφος ή μάλλον βρισκόταν στο σπίτι του και δεν επιτρεπόταν πλέον μάχη.
Το μπουλούκι του Φτίκα αλάλαξε θριαμβευτικά. 
Ήταν τέταρτο έτος τούτο, αφότου κατά σειρά νικούσε. 
Ο Φτίκας ήταν άνθρωπος ευτυχής την ημέρα εκείνη.
***
Και όμως, κάποιος ήταν ευτυχέστερος του Φτίκα, επὶ δέκα λεπτά της ώρας τουλάχιστον. Ήταν ο Ελόγου του. 
Όταν επέστρεφε στο ναό η πομπή, ο Σωτήρος, όσο και αν βάδιζε πλησίον του ιερέα, βρέθηκε αντιμέτωπος με τον νυκτερινό επιδρομέα του.
Ο Σωτήρος είχε σχεδιάσει να κλείσει το επιστόλιο του Ελόγου του, το οποίο δεν καταδέχθηκε ν᾿ ανοίξει, σε άλλο φάκελο, να κάμει επιγραφή προς τον Διπλοκαημό, με λεπτή επιτηδευμένη γραφή, η οποία να φαίνεται σαν γραφή κοριτσιού, να τον εξαπατήσει δίνοντας σ΄ αυτόν το φάκελο ως απάντηση τάχα της νεαρής κόρης και να πάρει πίσω το φέσι του.
Αυτά σκεπτόταν να πράξει, μετά το τέλος της ιεράς πομπής.
Όταν όμως βρέθηκαν κοντά-κοντά, ο Αλέκος, που έβλεπε την τσέπη του μικρού μασσαλιώτικου επενδύτη του Ελόγου του κάπως φουσκωμένη, ψιθύρισε προς το Σωτήρο.
- Στην τσέπη το έχει το φέσι σου.
Ο Σωτήρος σκέφθηκε, ότι αυτή ήταν η καλύτερη ευκαιρία και ας έλειπε ο δεύτερος φάκελος, διότι μέσα σε τόσο κόσμο, ο Διπλοκαημὸς δεν θα άνοιγε αμέσως το γράμμα.
Ο Ελόγου του κοίταζε προκλητικά το Σωτήρο.
Φαινόταν να περιμένει ακόμη το σημάδι.
Ο Σωτήρος έβγαλε από τον κόρφο του το ερωτικό επιστόλιο, το δίπλωσε με τέχνη, με την επιγραφή από μέσα, το σκέπασε καλά με την παλάμη και είπε στον Ελόγου του.
- Να, πάρε την απάντηση. Δώσ’ μου το φέσι μου.
Ο Ελόγου του άρπαξε το επιστόλιο, το έβαλε αμέσως στην τσέπη του περιστηθίου και του έδωσε το φέσι.
Και έτσι έλαβε ο καθένας το ίδιο δικό του πράγμα.
Ο Σωτήρος το φέσι του και ο Διπλοκαημὸς την επιστολή του.
Μετά λίγες ημέρες, τώρα μετά την κατάδυση του Σταυρού, θα απέπλεε ο Ελόγου του και ο Σωτήρος δεν τον φοβόταν πλέον.
 
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.

TO ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΩΝ ΔΙΡΦΕΩΝ 2