Κυριακή 3 Οκτωβρίου 2021

Ο Έρωτας στα χιόνια


Το διήγημα δημοσιεύτηκε το 1896
➖➖➖
Τη μετατροπή του κειμένου στην
καθομιλουμένη δημοτική
έκανε ο
Ιωάννης Δ. Γιαννούκος
⭐⭐⭐

Καρδιά του χειμώνα. Χριστούγεννα, Άις-Bασίλης, Φώτα.
Kαι αυτός σηκωνόταν το πρωί, έριχνε στους ώμους την παλιά πατατούκα του, το μόνο ρούχο που σωζόταν ακόμη από τα χρόνια της ευτυχίας και κατέβαινε στην παραθαλάσσια αγορά μουρμουρίζοντας, ενώ κατέβαινε από το παλιό μισογκρεμισμένο σπίτι, με τρόπο ώστε να τον ακούει η γειτόνισσα:
― Σεβντάς είν’ αυτός, δεν είναι τσορβάς..., έρωντας είναι, δεν είναι γέροντας.
Το έλεγε τόσο συχνά, ώστε όλες οι γειτονοπούλες που τον άκουγαν, του το κόλλησαν τέλος ως παρατσούκλι:
«O μπαρμπα-Γιαννιός ο Έρωντας».
Γιατί δεν ήταν πλέον νέος, ούτε όμορφος, ούτε άσπρα είχε.
Όλα αυτά τα είχε φθείρει προ χρόνων πολλών, μαζί με το καράβι, στη θάλασσα, στη Μασσαλία.
Είχε αρχίσει τη σταδιοδρομία του με αυτήν την πατατούκα, όταν πρωτομπαρκάρησε ναύτης στη βομβάρδα του ξαδέλφου του.
Είχε αποκτήσει από τα μερτικά του, όσα λάμβανε από τα ταξίδια, μετοχή επί του πλοίου, έπειτα είχε αποκτήσει πλοίο δικό του και είχε κάμει καλά ταξίδια.
Είχε φορέσει αγγλικές τσόχες, βελούδινα γελέκα, ψηλά καπέλα, είχε κρεμάσει καδένες χρυσές με ρολόγια, είχε αποκτήσει χρήματα, αλλά τα έφαγε όλα εγκαίρως, με τις Φρύνες στη Μασσαλία και άλλο δεν του έμεινε παρά η παλιά πατατούκα, την οποία φορούσε πεταχτή στους ώμους, ενώ κατέβαινε το πρωί στην παραλία, για να μπαρκάρει σύντροφος με καμιά βρατσέρα με μικρό ναύλο ή για να πάει με ξένη βάρκα να βγάλει κανένα χταπόδι μέσα στο λιμάνι.
Κανένα δεν είχε στον κόσμο, ήταν έρημος.
***
Είχε παντρευτεί και είχε χηρέψει, είχε αποκτήσει τέκνο και είχε ατεκνωθεί. Και αργά το βράδυ, τη νύχτα, τα μεσάνυκτα, αφού έπινε λίγα ποτήρια για να ξεχάσει ή για να ζεσταθεί, ξαναγύριζε στο παλιόσπιτο το μισογκρεμισμένο, εκχύνοντας σε τραγούδια τον πόνο του:
«Σοκάκι μου μακρύ-στενό, με την κατεβασιά σου,
κάμε κι εμένα γείτονα με τη γειτόνισσά σου.»
Άλλοτε παραπονούμενος εύθυμα:
«Γειτόνισσα, γειτόνισσα, πολυλογού και ψεύτρα,
δεν είπες μια φορά κι εσύ, Γιαννιό μου έλα μέσα».
Χειμώνας βαρύς, επί ημέρες ο ουρανός κλειστός.
Πάνω στα βουνά χιόνια, κάτω στον κάμπο χιονόνερο.
Το πρωί θύμιζε το δημώδες:
«Βρέχει, βρέχει και χιονίζει,
κι ο παπάς χειρομυλίζει.»
Δεν εχειρομύλιζε ο παπάς, εχειρομύλιζε η γειτόνισσα, η πολυλογού και ψεύτρα, του τραγουδιού του μπαρμπα-Γιαννιού. Γιατί τέτοιο πράγμα ήταν, μυλωνού εργαζόμενη με το χέρι, γυρίζοντας το χειρόμυλο.
Σημειώστε ότι, τον καιρό εκείνο, το αρχοντολόι του τόπου το είχε σε κακό να φάει ψωμί ζυμωμένο με αλεύρι από νερόμυλο ή ανεμόμυλο και προτιμούσε το αλεσμένο με χειρόμυλο.
Και είχε πελατεία μεγάλη η Πολυλογού.
Γυάλιζε, είχε μάτια μεγάλα, είχε βερνίκι στα μάγουλά της. 
Είχε έναν άνδρα, τέσσερα παιδιά και ένα γαϊδουράκι μικρό για να κουβαλάει τα αλέσματα.
Όλα τα αγαπούσε, τον άνδρα της, τα παιδιά της, το γαϊδουράκι της.
Μόνο τον μπαρμπα-Γιαννιό δεν αγαπούσε.
***
Ποιος να τον αγαπήσει αυτόν; Ήταν έρημος στον κόσμο.
Και είχε πέσει στον έρωτα με τη γειτόνισσα την Πολυλογού, για να ξεχάσει το καράβι του, τις Λαΐδες της Μασσαλίας, τη θάλασσα και τα κύματά της, τα βάσανά του, τις ασωτίες του, τη γυναίκα του, το παιδί του.
Kαι είχε πέσει στο κρασί, για να ξεχάσει τη γειτόνισσα.
Συχνά όταν γυρνούσε το βράδυ, νύκτα, μεσάνυκτα και η σκιά του, μακριά, ψηλή, λιγνή, με την πατατούκα να φεύγει και να γλιστράει από τους ώμους του, περπατούσε στο μακριό, στενό δρομάκι και οι νιφάδες, σαν μύγες λευκές, τουλούπες από βαμβάκι, στροβιλίζονταν στον αέρα και έπεφταν στη γη και έβλεπε το βουνό να ασπρίζει στο σκοτάδι, έβλεπε το παράθυρο της γειτόνισσας κλειστό, βουβό και το φεγγίτη να λάμπει θαμπά, θολά και άκουγε το χειρόμυλο να τρίζει ακόμη και ο χειρόμυλος έπαυε και άκουγε τη γλώσσα της να αλέθει και θυμόταν τον άνδρα της, τα παιδιά της, το γαϊδουράκι της, οπού αυτή όλα τα αγαπούσε, ενώ αυτόν δε γύριζε μάτι να τον δει, καπνιζόταν, όπως το μελίσσι, φλομωνόταν, όπως το χταπόδι και παραδίδεται σε σκέψεις φιλοσοφικές και σε ποιητικές εικόνες.
― Να είχε ο έρωτας σαΐτες!... να είχε βρόχια... να είχε φωτιές...
Να τρυπούσε με τις σαΐτες του τα παραθύρια... να ζέσταινε τις καρδιές... να έστηνε τα βρόχια του απάνω στα χιόνια...
Ένας γέρο-Φερετζέλης, πιάνει με τις θηλιές του χιλιάδες κοτσύφια.
Φανταζόταν τον έρωτα σαν ένα είδος γέρο-Φερετζέλη, ο οποίος να διημερεύει πέρα, στον ψηλό, πευκόισκιο λόφο και να ασχολείται στο να στήνει βρόχια πάνω στα χιόνια, για να συλλάβει τις αθώες καρδιές, από τα μισοπαγωμένα κοτσύφια, τα οποία ψάχνουν μάταια, για να ανακαλύψουν και την τελευταία χαμάδα που έμεινε στον ελαιώνα. 
Εξαφανίσθηκαν οι μικροί μακρουλοί καρποί από τις αγριελιές στο βουνό του Bαραντά, εξαφανίστηκαν τα μύρτα από τις ευώδεις μυρσίνες στης Mαμούς το ρέμα και τώρα τα κοτσυφάκια τα λάλα με το μαυριδερό φτέρωμα, οι κηρομύτες
οι γλυκείς και οι τσίχλες οι εύθυμες, πέφτουν θύματα της θηλιάς του γέρο-Φερετζέλη.
***
Την άλλη βραδιά ξαναγύριζε, όχι πολύ μεθυσμένος, έριχνε βλέμμα στα παράθυρα της πολυλογούς, ύψωνε τους ώμους, και μουρμούριζε:
― Ένας Θεός θα μας κρίνει... κι ένας θάνατος θα μας ξεχωρίσει.
Kαι έπειτα με στεναγμό προσέθετε:
― Kι ένα κοιμητήρι θα μας σμίξει.
Αλλά δεν μπορούσε, πριν πάει να κοιμηθεί, να μην ψιθυρίσει το συνηθισμένο τραγούδι του:
«Σοκάκι μου μακρύ-στενό, με την κατεβασιά σου,
κάμε κ’ εμένα γείτονα με την γειτόνισσά σου.»
Την άλλη βραδιά, το χιόνι είχε στρωθεί σαν σεντόνι, σε όλο το μακρύ, στενό δρομάκι.
― Άσπρο σεντόνι... να μας ασπρίσει όλους στο μάτι του Θεού... ν’ ασπρίσουν τα σωθικά μας... να μην έχουμε κακή καρδιά μέσα μας.
Φανταζόταν αμυδρά μία εικόνα, μία οπτασία, ένα ξυπνητό όνειρο.
Σαν-λέει- το χιόνι να ισοπεδώσει και να ασπρίσει όλα τα πράγματα, όλες τις αμαρτίες, όλα τα περασμένα:
Το καράβι, τη θάλασσα, τα ψηλά καπέλα, τα ρολόγια, τις αλυσίδες τις χρυσές και τις αλυσίδες τις σιδερένιες, τις πόρνες της Μασσαλίας, την ασωτία, τη δυστυχία, τα ναυάγια, να τα σκεπάσει, να τα εξαγνίσει, να τα σαβανώσει, για να μην παρασταθούν όλα γυμνά και ακάλυπτα, στα μάτια του Kριτού, του Τρισάγιου.
Nα ασπρίσει και να σαβανώσει το δρομάκι το μακρό και το στενό με την κατεβασιά του και με τη δυσωδία του και το σπιτάκι το παλαιό και καταρρέοντα και την πατατούκα τη λερή και κουρελιασμένη.
Nα σαβανώσει και να σκεπάσει τη γειτόνισσα την πολυλογού και ψεύτρα και το χειρόμυλό της και τη φιλοφροσύνη της, την ψευτοπολιτική της, τη φλυαρία της και το γυάλισμά της, το βερνίκι και το κοκκινάδι της και το χαμόγελό της και τον άνδρα της, τα παιδιά της και το γαϊδουράκι της.
Όλα, όλα να τα καλύψει, να τα ασπρίσει, να τα αγνίσει!
Την άλλη βραδιά, την τελευταία, νύκτα, μεσάνυκτα, επέστρεψε μεθυσμένος περισσότερο παρά ποτέ.
Δεν έστεκε πλέον στα πόδια του, δεν κινούταν, ούτε ανέπνεε πλέον.
Χειμώνας βαρύς, σπίτι ετοιμόρροπο, καρδιά ρημαγμένη. Μοναξιά, ανία, κόσμος βαρύς, κακός, ανάλγητος. Υγεία κατεστραμμένη. Σώμα βασανισμένο, φθαρμένο, σωθικά λιωμένα. Δε μπορούσε πλέον να ζήσει, να αισθανθεί, να χαρεί. Δε μπορούσε να βρει παρηγοριά, να ζεσταθεί.
Ήπιε για να σταθεί, ήπιε για να πατήσει, ήπιε για να γλιστρήσει.
Δεν πατούσε πλέον με ασφάλεια στο έδαφος.
Βρήκε το δρόμο, τον αναγνώρισε. Πιάστηκε απ’ το αγκωνάρι. Κλονίσθηκε. Ακούμπησε τις πλάτες, στύλωσε τα πόδια.
Μουρμούρισε:
― Nα είχαν οι φωτιές έρωτα!... Nα είχαν οι θηλιές χιόνια...
***
Δεν μπορούσε πλέον να σχηματίσει λογική πρόταση.
Συνέχεε λέξεις και έννοιες.
Πάλι κλονίσθηκε. Πιάστηκε από τον παραστάτη μιας πόρτας.
Κατά λάθος άγγιξε το πόμολο. Το πόμολο ήχησε δυνατά.
― Ποιος είναι;
Ήταν η πόρτα της Πολυλογούς, της γειτόνισσας.
Εύλογα θα μπορούσε κανείς να του αποδώσει πρόθεση, ότι επιχείρησε να ανεβεί, καλώς ή κακώς, στο σπίτι της. Γιατί όχι;
Επάνω κινούνταν φώτα και άνθρωποι. Ίσως γίνονταν ετοιμασίες. Χριστούγεννα, Άις-Bασίλης, Φώτα, παραμονές.
Καρδιά του χειμώνα.
― Ποιος είναι; είπε πάλι η φωνή.
Το παράθυρο έτριξε. O μπαρμπα-Γιαννιός ήταν ακριβώς κάτω από τον εξώστη, αόρατος από πάνω. Δεν είναι τίποτε. 
Το παράθυρο κλείσθηκε σπασμωδικά. 
Μία στιγμή ας αργοπορούσε!
O μπαρμπα-Γιαννιός, στηριζόταν όρθιος στον παραστάτη. Δοκίμασε να πει το τραγούδι του, αλλά στο πνεύμα του το υποβρύχιο, του έρχονταν ως ναυάγια οι λέξεις:
«Γειτόνισσα πολυλογού, μακρύ-στενό σοκάκι!...»
Μόλις άρθρωσε τις λέξεις, που σχεδόν δεν ακούστηκαν.
Χάθηκαν στο βόμβο του ανέμου και στο στρόβιλο του χιονιού.
― Και εγώ σοκάκι είμαι, μουρμούρισε... ζωντανό σοκάκι.
Ξεπιάστηκε από τη λαβή του. Κλονίσθηκε, γκρεμίστηκε, έκλινε και έπεσε. Ξαπλώθηκε πάνω στο χιόνι και κατέλαβε με το μακρύ του ανάστημα όλο το πλάτος του μακρού στενού δρομίσκου.
Μια φορά δοκίμασε να σηκωθεί και έπειτα ναρκώθηκε.
Εύρισκε φρικώδη ζέστη στο χιόνι.
«Είχαν οι φωτιές έρωτα!... Είχαν οι θηλιές χιόνια!»
Και το παράθυρο πριν μια στιγμή είχε κλεισθεί. 
Και αν μία μόνο στιγμή αργοπορούσε ο σύζυγος της Πολυλογούς, θα έβλεπε τον άνθρωπο να πέφτει στο χιόνι.
Αλλά δεν τον είδε ούτε αυτός, ούτε κανείς άλλος. 
Κι επάνω στο χιόνι έπεσε χιόνι. Και το χιόνι στοιβάχθηκε, σωρεύθηκε δύο πιθαμές, κορυφώθηκε.
Και το χιόνι έγινε σεντόνι, σάβανο.
Και ο μπαρμπα-Γιαννιός άσπρισε όλος και κοιμήθηκε κάτω από  το χιόνι, για να μη παρασταθεί γυμνός και ακάλυπτος, αυτός και η ζωή του και οι πράξεις του, ενώπιον του Kριτού, του Τρισάγιου.
 
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.

TO ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΩΝ ΔΙΡΦΕΩΝ 2