Τετάρτη 5 Ιανουαρίου 2022

Φώτα – Ολόφωτα


Το διήγημα δημοσιεύτηκε το 1894
➖➖➖
Τη μετατροπή του κειμένου στην
καθομιλουμένη δημοτική
έκανε ο
Ιωάννης Δ. Γιαννούκος
⭐⭐⭐

Κινδύνευε να βυθισθεί στο κύμα η μικρή βάρκα του Κωνσταντή του Πλαντάρη, που έπλεε ανάμεσα σε βουνά από κύματα, καθένα από τα οποία αρκούσε για να ανατρέψει πολλά και δυνατά σκάφη.
Λίγο ακόμη και θα καταποντιζόταν. 
Άγριος φυσούσε βοριάς, οργώνοντας βαθιά τα κύματα και η μικρή φελούκα, για να μην αρμενίζει κατεπάνω στον αέρα, είχε μαϊνάρει το πανί της και είχε μείνει ξυλάρμενη και ορτσάριζε και δοκίμαζε να κάμει βόλτες.
Του κάκου. Μετά από λίγο, η θάλασσα πήρε τη μικρή βάρκα στην εξουσία της και ο άνεμος την έσυρε εδώ κι εκεί και ο Κωνσταντής ο Πλαντάρης, ξέμαθε στη στιγμή όσες βλαστήμιες ήξερε και ασχολούταν να κάμει την προσευχή του, ενώ ο μικρός σύντροφός του, ο ναύτης Τσότσος, νέος δεκαεπτά χρόνων, γδυνόταν και ετοιμαζόταν να πέσει στη θάλασσα, ελπίζοντας να σωθεί κολυμπώντας και ο μόνος επιβάτης τους, ο ζωέμπορος Πραματής, έκλαιε και εύρισκε ότι δεν άξιζε τον κόπο να αρμενίσει κανείς τόση θάλασσα για να πνιγεί, αφού η γη ήταν ικανή να σκεπάσει με το χώμα της τόσους και τόσους.
* * *
Κινδύνευε να πεθάνει από τους πόνους η Μαχώ, η γυναίκα του Κωσταντή του Πλαντάρη, νεόγαμη, πρωτάρα.
Η Πλανταρού,  η πεθερά της, είχε καλέσει από το βράδυ της προηγούμενης ημέρας τη μαμή τη Μπαλαλίνα και τη
Μπροστινή τη Σωσάννα.
Οι δύο γυναίκες, τεχνίτισσες στο είδος τους και η μητέρα του συζύγου της κοιλοπονούσας, φιλόστοργη, όπως κάθε πεθερά η οποία δεν επιθυμεί το θάνατο της νύφης της, όταν αυτή είναι πρωτάρα, πριν βεβαιωθεί ότι θα επιζήσει το παιδί, για να ασφαλισθεί η κληρονομιά της προίκας, προσπαθούσαν, όσο το δυνατόν, να ανακουφίσουν τους πόνους της ετοιμόγεννης.
Και είχε ανατείλει ήδη η άλλη μέρα και ακόμη η γυναίκα κοιλοπονούσε και η μαμή, η Μπροστινή και η πεθερά, συμπονούσαν με αυτήν και ο καλογερόπαπας του Μετοχίου του Αγίου Σπυρίδωνος είχε πάρει εντολή να ψάλει μικρή και μεγάλη Παράκληση προς βοήθεια της ετοιμόγεννης.
Το σπιτάκι βρισκόταν πάνω στην κορυφή του μικρού νησιού προς τα νότια.
Το πρωί της Παρασκευής, η βάρκα του Πλαντάρη είχε φανεί αντίκρυ, να αγωνιά στα κύματα και δύο παιδιά του γιαλού, από εκείνα που περνούν τον καιρό τους κάτω από τον αρσανά, που δε γνώριζαν επί της ξηράς άλλη ασχολία από τις συρμένες έξω φελούκες, ούτε άλλο παιγνίδι από τη θάλασσα, ήλθαν να πάρουν τα συχαρίκια της Πλανταρούς, όταν άκουσαν την είδηση από πορθμείς, οι οποίοι είχαν αναγνωρίσει από μακριά τη βάρκα.
Και τότε η Πλανταρού, είδε και κατάλαβε, από την τρικυμία που ήταν στο πέλαγος, ότι η βάρκα ανεβοκατέβαινε στα κύματα και κινδύνευε να βουλιάξει και τότε κατάλαβε τι θα ’πει να ’χει κανείς «δυο χαρές και τρεις τρομάρες».
Γιατί διπλή μεν χαρά θα ήταν να έφτανε αισίως ο γιος της, να γεννούσε με το καλό και η νύφη της, τριπλή δε τρομάρα ήταν ο κίνδυνος του γιου της, ο κίνδυνος της νύφης της και ο κίνδυνος του προσδοκώμενου νεογνού. 
Ίσως δε θα ήταν τετραπλή η τρομάρα, αν προστεθεί και ο φόβος μήπως τυχόν και η νύφη της γεννήσει …θήλυ.
* * *
Επάνω στην κορυφή του λόφου, βρισκόταν μόνο το σπιτάκι και κάτω στην ακρογιαλιά, ήταν κτισμένο το χωριό. 
Διακόσια σπίτια αλιέων, πορθμέων και ναυτών. 
Ένα μίλι απείχε το σπιτάκι από το χωριό.
Υπήρχε μικρός επισφαλής όρμος, αλλά δεν ήταν λιμάνι.
Έβλεπε μόνο προς νότο. Η αγωνία της βάρκας του Πλαντάρη ήταν ορατή από την πολίχνη, ορατή και από το μεμονωμένο σπιτάκι.
Η Πλανταρού άρχισε τότε να κατηγορεί πικρά το γιο της, για την τόλμη και την αποκοτιά του. Τι ήθελε, τι γύρευε τέτοιες μέρες να κάμει ταξίδι;
Δεν άκουε, ο βαρυκέφαλος, τη μάννα του, τι του έλεγε;
Ακόμη τα Φώτα δεν είχαν έλθει.
Ο Σταυρός δεν είχε πέσει στο γιαλό. Τον αβάσταχτο είχε;
Δεν καρτερούσε, ο απόκοτος, δύο τρεις ημέρες, να φωτισθούν τα νερά, να αγιασθούν οι βρύσες και τα ποτάμια, να φύγουν τα σκαλικαντζούρια; 
Καλά να πάθει, γιατί δεν την άκουσε.
Όσο υψωνόταν ο ήλιος προς το μεσουράνημα, τόσο αύξανε και η αγωνία της Πλανταρούς. Η νύφη της, υποστηριζόμενη από πίσω από την Μπαλαλού και κρεμάμενη μπροστά από τον τράχηλο της Σωσάννας, μούγκριζε σαν αγελάδα.
Ο άνεμος εκεί κάτω στο πέλαγος, φαινόταν ότι απομάκρυνε το πλοιάριο αντί να το προσεγγίσει στην ακτή.
Η βάρκα ολοένα ξέπεφτε μακρύτερα, αισθητά στο βλέμμα.
Στη νύφη της η Πλανταρού φυλάχθηκε να πει τίποτα.
Μόνο έβγαινε συχνά στον εξώστη, προσποιούμενη ότι ήθελε να κουβαλήσει το ένα και το άλλο και έμενε επί πολύ ώρα και κοίταζε.
Δεν ξαναγύριζε, εκτός αν την καλούσε η μαμή, η Μπαλαλού.
Πλησίαζε ήδη μεσημέρι και η αγωνία της Πλανταρούς έφθασε στο κατακόρυφο. Δε φαινόταν πλέον να υπάρχει ελπίδα.
Ο γιος της θα πνιγόταν εκεί στο άσπλαχνο πέλαγος και τη νύφη της μαζί με το έμβρυο, θα τη σκέπαζε η «μαύρη γης».
Τέλος, η γριά απέκαμε. Η βάρκα έγινε άφαντη… 
Και η σύζυγος του γιου της γέννησε ….άρρεν.
Ω! το στρίγλικο, το κακοπόδαρο, ω! το γρουσούζικο, που ψωμόφαγε τον πατέρα του! Πνίξτε το! Σκοτώστε το! Τι το φυλάτε; Πετάτε το στο γιαλό, να πα να βρει τον πατέρα του!
Κι αυτή, η γουρουνοποδαρούσα η μάννα του, αυτή η πρωτάρα, η στερεμένη, αυτή η λεχώνα η λοχεμένη!...
Μπορείς, μαμή, να την καρυδοπνίξεις, κειδά που θα ψοφολογήσει, στο κρεβάτι της, να στραμπουλήξεις με τη χεράρα σου και της κλήρας το λαιμό, να πούμε πως γεννήθηκε παθημένο το παιδί και πως η μάννα ετελείωσε, καθώς κάθισε στα σκαμνιά, μπορείς;
* * *
Δεν την σκέπασε η μαύρη γης την ταλαίπωρη μητέρα μαζί με τον καρπό των σπλάχνων της και το πέλαγος φιλάνθρωπο, δεν έπνιξε τον πατέρα.
Ο Πλαντάρης είχε τελειώσει προ πολλού την προσευχή του και ο μικρός ναύτης, ο Τσότσος, είχε φορέσει εκ νέου το πουκάμισο και την περισκελίδα του. 
Ο ζωέμπορος ο Πραματής πείσθηκε ότι ήταν καλός χριστιανός και ότι ήταν προορισμένος να ταφεί σε ευλογημένο χώμα.
Ο άνεμος είχε κοπάσει περί το δειλινό και ο κυβερνήτης ανέλαβε τη διακυβέρνηση του μικρού σκάφους. 
Έπιασε δυνατά το τιμόνι και με τα πολλά ορτσαρίσματα ήλθε 
η φελούκα σε μέρος απαγγερό, δίπλα στην ξηρά, λίγα μίλια μακρύτερα από τον μικρό όρμο.
Για τούτο η βάρκα είχε γίνει άφαντη από τα μάτια της Πλανταρούς, η οποία δεν είχε πάψει να αγναντεύει από το ύψος του εξώστη. Έφθασε δε με ασφάλεια στον όρμο, αμέσως μόλις έπεσε εντελώς ο άνεμος, βασίλευμα ηλίου.
Δεύτερα συχαρίκια πήραν της Πλανταρούς.
Ο γιος της, αποστάζοντας άλμη, κατάκοπος,
θαλασσοπνιγμένος, έφθασε στο σπιτάκι άμα νύχτωσε κι εκεί μόνο έμαθε την ευτυχή είδηση, ότι η συμβία του, του είχε γεννήσει κληρονόμο.
* * *
Την επόμενη ήταν Φώτα. Την άλλη ημέρα Ολόφωτα.
Το βράδυ της μεγάλης γιορτής, άμα τριημέρευσε η λεχώνα και το παιδί, έβαλαν τη σκαφίδα κάτω στο πάτωμα και τη γέμισαν με χλιαρό νερό βρασμένο με δάφνες και με μυρτιές.
Επρόκειτο να τελέσουν τα «κολυμπίδια» του παιδιού.
Η καλή μαμή, η Μπαλαλού, ξάπλωσε το βρέφος μαλακά στις απλωμένες κνήμες της και άρχισε να λύνει τα σπάργανα.
Είχε νυχτώσει.
Ένας λύχνος και δύο κεριά έκαιγαν πάνω στο χαμηλό τραπέζι.
Το παιδί, παχύ, μεγαλοπρόσωπο, με αόριστο ροδίζον χρώμα, με βλέμμα προς το γαλανό και κατάπληκτο, ανέπνεε και αισθανόταν άνεση, καθόσον απαλλασσόταν από τα σπάργανα.
Χαμογελούσε προς το φως, το οποίο έβλεπε κι άπλωνε το μικρό χέρι του για να πιάσει τη φλόγα. Το άλλο χέρι το είχε βάλει στο στόμα του κι επιπίλιζε, επιπίλιζε. 
Τι αισθανόταν; 
Απερίγραπτο.
Η καλή μαμή αφαίρεσε όλα τα σπάργανα, απέσπασε αβρά την φουστίτσα και το πουκάμισο του βρέφους και το έριξε απαλά στη σκαφίδα.
Άρχισε να το πλένει και να αφαιρεί τα αλάτια, με τα οποία το είχε πιτυρίσει κατά τη στιγμή της γεννήσεως, αφού το είχε αφαλοκόψει.
Αφαίρεσε και το βαμβάκι, με το οποίο είχε περιβάλει τα μάγουλα και το σαγόνι του παιδιού, για να κάμει άσπρα γένια.
Πήρε τη «μασά», τη σιδερένια λαβίδα, από την παραστιά και την έβαλε μέσα στη σκάφη, για να γίνει το παιδί σιδεροκέφαλο.
Το βρέφος άρχισε να κλαυθμυρίζει, ενώ η μαμή εξακολουθούσε να το πλένει μαλακά και να το υποκορίζει συγχρόνως:
«Όχι, χαδούλη μ’, όχι, χαδιάρη μ’! όχι κεφαλά μ’, πάπο μ’, χήνο μ’!»
Και συγχρόνως ο πατέρας, η μητέρα, η μαμή, η Πλανταρού και άλλοι συγγενείς και φίλοι που ήταν παρόντες, έριχναν αργυρά νομίσματα, για να ασημώσουν το παιδί. 
Τα απέθεταν μαλακά στο στήθος και την κοιλιά του βρέφους και γλιστρώντας έπεφταν στον πάτο της σκάφης.
Το παιδί δεν έπαυε να κλαίει και η μαμή το κολύμπιζε ακόμη, το κολύμπιζε. 
Κολύμπα, τέκνο μου, στη σκάφη σου, Κολύμπα και απόβαλε την άλμη σου στο γλυκό νερό.
Θα έλθει καιρός που θα κολυμπάς στο αλμυρό κύμα, καθώς κολύμπησε όλος, χθες ακόμη, ο πατέρας σου με τη σκάφη του. «Φωνή Κυρίου επί των υδάτων, ο Θεός της δόξης εβρόντησε, Κύριος επί των υδάτων πολλών».
* * *
Την επομένη, εορτή της Συνάξεως του Αγίου Ιωάννου του Βαπτιστού, επρόκειτο να βαπτισθεί το παιδί, επειδή είχε συμβεί να γεννηθεί τις παραμονές της εορτής, πριν περάσουν τελείως τα Φώτα.
Αλλά το βράδυ, μετά τα κολυμπίδια, παρατέθηκε δείπνο στο σπίτι.
Η μαμή, μάζωξε με προσοχή όλα τα αργυρά κέρματα, ημιτάλληρα και σβάντζικα και δραχμές, τα κομπόδεσε στο μανδήλι της, ενώ οι παριστάμενοι φώναζαν: «Να ζήσει! σιδεροκέφαλος!» και εύχονταν στη μαμή «καλή ψυχή». 
Έπειτα η Μπαλαλού, σπόγγισε καλά το παιδί με μεγάλο λευκό προσόψιο, του φόρεσε καινούργιο καθαρό πουκάμισο και ποδίτσα, το ξάπλωσε στις κνήμες της και άρχισε να το περιβάλλει με τα σπάργανα.
Ο ζωέμπορος, ο Πραματής, είχε έλθει στα κολυμπίδια και δήλωσε ότι επιθυμούσε να γίνει ανάδοχος του βρέφους, σε μνήμη του προχθεσινού στη θάλασσα κινδύνου και της διάσωσης.
Ο μικρός ναύτης, ο Τσότσος, είχε έλθει μέχρι την πόρτα και στεκόταν κοιτάζοντας από μακριά την τελετή του κολυμβήματος. 
Ο γείτονας, ο Δημήτρης ο Σκιαδερός, πρωτοξάδελφος του Κωνσταντή του Πλαντάρη, δεν είχε φανεί στο σπίτι από πέρυσι, από την ημέρα του γάμου. Αλλά το βράδυ αυτό, πήρε τη γυναίκα του τη Δελχαρώ και τα παιδιά του, από τα οποία δύο κρατούσε αυτός αρμαθιαστά από το ένα χέρι, το ένα πέντε ετών και το άλλο τεσσάρων, ένα τρίτο δύο ετών, έφερε υπό τη μασχάλη, ένα πενταμηνίτικο βρέφος το βύζαινε στους κόλπους της η γυναίκα του και δύο άλλα επτά και οκτώ ετών την ακολουθούσαν κρατούμενα από το φουστάνι της και παρουσιάσθηκε χαμογελώντας, χαίροντας για τη χαρά του συγγενούς του, γεμάτος ευχές και συγχαρητήρια.
Κάθισαν όλοι στο τραπέζι. 
Δεξιά η Μπαλαλού η μαμή, αριστερά η Μπροστινή η Σωσάννα, καταμεσής ο πατέρας του νεογνού.
Δεξιά της Σωσάννας η Πλανταρού, κατόπιν ο ζωέμπορος 
ο Πραματής και δύο τρεις άλλοι. Το υπόλοιπο του χώρου το κατείχε ο Δημήτρης ο Σκιαδερός με τη φαμελιά του.
Άρχισαν να τρώνε. Τα παιδιά του Δημήτρη του Σκιαδερού δεν ταιριάζονταν εύκολα. Φώναζαν, γκρίνιαζαν και θορυβούσαν.
Το ένα ήθελε τσιτσί, δεν ήθελε μαμά. 
Το τρίτο, κλαυθμηρίζοντας, ζητούσε βρυ. Το τέταρτο ήθελε γλυκό, δεν του άρεσε το τυρί.
Η ταλαίπωρη η λεχώνα υπέφερε κάπως από το θόρυβο.
Άρχισαν οι προπόσεις. Εύχονταν στον πατέρα να του ζήσει και στη λεχώνα «καλή σαράντιση». Πρώτη ήπιε η μαμή, δεύτερος ο πατέρας, τρίτη η γριά Σωσάννα η Μπροστινή.
Όταν ήλθε η σειρά της Πλανταρούς να πιει στην υγεία της νύφης της, ευχήθηκε με τρεις διαφορετικούς τόνους φωνής.
– Εβίβα νύφη, με το καλό να σαραντίσεις…
Κι ότι είπα, παιδάκι μ’… αστοχιά στο λόγο μου!
 
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.

TO ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΩΝ ΔΙΡΦΕΩΝ 2