➖
Το διήγημα δημοσιεύτηκε το 1903
➖ ➖ ➖
Τη μετατροπή του κειμένου στην
καθομιλουμένη δημοτική
έκανε ο
Ιωάννης Δ. Γιαννούκος
⭐⭐⭐
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ΠΡΩΤΟΜισοπλαγιασμένη
κοντά στο τζάκι, με κλειστά τα μάτια, το κεφάλι να ακουμπά στο κράσπεδο της
παραστιάς, το λεγόμενο «φουγοπόδαρο», η θεια-Χαδούλα, η κοινώς Γιαννού η
Φράγκισσα, δεν κοιμόταν, αλλά θυσίαζε τον ύπνο κοντά στο κρεβατάκι της
ασθενούσας μικρής εγγονής της.
Όσο
για τη λεχώνα, τη μητέρα του πάσχοντος βρέφους, αυτή προ ολίγου είχε
αποκοιμηθεί στο χαμηλό, φτωχικό κρεβάτι της.
Ο
μικρός λύχνος, κρεμαστός, τρεμόσβηνε κάτω από το φάτνωμα της εστίας.
Έριχνε σκιά
αντί φωτός στα λίγα φτωχικά έπιπλα, τα οποία φαίνονταν καθαρότερα και
κοσμιότερα τη νύκτα.
Οι
τρεις μισοκαμμένοι δαυλοί και το μεγάλο ορθό κούτσουρο του τζακιού, έριχναν
πολλή στάχτη, λίγη ανθρακιά και σπάνια τρεμάμενη φλόγα, κάνοντας τη γριά να
θυμάται μέσα στη νύστα της, την απούσα μικρότερη κόρη της, την Κρινιώ, η οποία
αν βρισκόταν τώρα μέσα στο δωμάτιο, θα ψιθύριζε σε κάτι μεταξύ πεζού και
ποιήματος:
«Αν είναι φίλος, να χαρεί, αν είν' εχθρός, να
σκάσει...»Η
Χαδούλα, η λεγομένη Φράγκισσα ή αλλιώς Φραγκογιαννού, ήταν γυναίκα σχεδόν
εξήντα ετών, καλοκαμωμένη, με αδρούς χαρακτήρες, με ήθος ανδρικό και με δύο
μικρές άκρες μύστακος πάνω απ΄ τα χείλη της.
Στις
σκέψεις της, συγκεφαλαιώνοντας όλη τη ζωή της, έβλεπε ότι ποτέ δεν είχε κάμει
άλλο τίποτε, παρά να υπηρετεί τους άλλους.
Όταν
ήταν παιδίσκη, υπηρετούσε τους γονείς της.
Όταν πανδρεύτηκε, έγινε σκλάβα του
συζύγου της.
Και όμως, λόγω του χαρακτήρα της και της αδυναμίας εκείνου, ήταν
συγχρόνως και κηδεμόνας αυτού.
Όταν
απέκτησε παιδιά, έγινε δούλα των παιδιών της, όταν τα παιδιά της απέκτησαν παιδιά,
έγινε πάλι δουλεύτρα των εγγόνων της.
Το
νεογνό είχε γεννηθεί πριν δύο εβδομάδες. Η μητέρα του είχε κάμει βαριά λεχωσιά.
Ήταν αυτή που κοιμόταν στο κρεβάτι της, η πρωτότοκος κόρη της Φραγκογιαννούς, η
Δελχαρώ η Τραχήλαινα.
Είχαν
βιασθεί να το βαπτίσουν τη δέκατη ημέρα, επειδή έπασχε πολύ, είχε κακό βήχα,
κοκίτη, συνοδευόμενο με σπασμωδικά σχεδόν συμπτώματα.
Καθώς βαπτίσθηκε το
νήπιο, φάνηκε να καλυτερεύει λίγο την πρώτη βραδιά και ο βήχας κόπασε για λίγο.
Επί
πολλές νύκτες, η Φραγκογιαννού δεν είχε δώσει ύπνο στα μάτια της, ούτε στα βλέφαρά
της νυσταγμό, αγρυπνούσε πλάι στο μικρό πλάσμα, το οποίο ούτε φανταζόταν ποιους
κόπους προξενούσε στους άλλους, ούτε πόσα βάσανα έμελλε να υποφέρει, εάν
επιζούσε και αυτό. Και δεν ήταν ικανό να αισθανθεί καν την απορία, την οποία
μόνο η γιαγιά διατύπωνε κρυφά μέσα της:
«Θε μου, γιατί να έλθει στον κόσμο κι
αυτό;»
Η
γριά το νανούριζε και θα ήταν ικανή να πει «τα πάθη της τραγούδια» από πάνω από
την κούνια του μικρού.
Κατά
τις προηγούμενες νύκτες, πράγματι, είχε «παραλογίσει» αναπολώντας όλα αυτά τα
πάθη της στο πεζό.
Σε
εικόνες, σε σκηνές και σε οράματα, της είχε επανέλθει στο νου όλος ο βίος της,
ο ανωφελής και μάταιος και βαρύς.
* * *Ο
πατέρας της ήταν οικονόμος και εργατικός και φρόνιμος.
Η
μάννα της ήταν κακή, βλάσφημη και φθονερή.
Ήταν
μία από τις στρίγγλες της εποχής της. Ήξερε μάγια.
Την
είχαν κυνηγήσει δύο-τρεις φορές οι κλέφτες, τα παλληκάρια του Καρατάσου και του
Γάτσου και των άλλων οπλαρχηγών της Μακεδονίας. Έπραξαν τούτο για να την
εκδικηθούν, επειδή τους είχε κάμει μάγια και δεν πήγαιναν καλά οι δουλειές
τους.
Επί
τρεις μήνες «σχόλαζαν εν αργία» και δεν μπόρεσαν να κάμουν τίποτε πλιάτσικο,
ούτε από Τούρκους, ούτε από χριστιανούς. Ούτε η Κυβέρνηση της Κορίνθου τους
είχε στείλει κανένα βοήθημα.
Την
είχαν κυνηγήσει τον κατήφορο, από την κορυφή τ' Άι-Θανασού, στο οροπέδιο του
Προφήτη Ηλία, με τους πελώριους πλάτανους και την πλούσια βρύση κι απ΄ εκεί στο
Μεροβίλι, στο πλάγι του βουνού, ανάμεσα στα ορμάνια και τους λόγγους. Αυτή
δοκίμασε να κρυφθεί σε μία λόχμη βαθιά, αλλά εκείνοι δε γελάστηκαν. Ο θρους των
φύλλων και των κλαδιών, ο ίδιος τρόμος της, που μετέδιδε τρομώδη κίνηση σε
κλώνους και θάμνους, την πρόδωσε.
Άκουσε
τότε άγρια φωνή:
—
Αχ! μωρή τσούπα, και σ' επιάσαμε!
Αυτή
αναπήδησε τότε μέσα από τους θάμνους κι έτρεξε σαν φοβισμένη τρυγόνα, με το
φτερούγισμα των λευκών πλατιών μανικιών της.
Δεν
ήταν πλέον ελπίδα να γλυτώσει. Άλλοτε, την πρώτη φορά όταν την είχαν κυνηγήσει,
είχε κατορθώσει να κρυφθεί κάτω στο Πυργί, επειδή το μέρος εκείνο είχε πολλά
μονοπάτια.
Εδώ,
στο Μεροβίλι, δεν υπήρχαν δρομίσκοι και λαβύρινθοι, αλλά μόνο συστάδες δένδρων
και λόχμες απάτητοι.
Η τότε νεαρή Δελχαρώ, η μητέρα της Φραγκογιαννούς, πηδούσε
σα ζαρκάδι από θάμνο σε θάμνο, ξυπόλυτη, επειδή προ πολλού είχε πετάξει τα
παπούτσια από τα πόδια της, πίσω της, - το ένα των οποίων είχε αναλάβει σαν
λάφυρο ο ένας από τους διώκτες - και τα αγκάθια χώνονταν στις φτέρνες της, της
έσχιζαν και της μάτωναν τους αστραγάλους και τους ταρσούς.
Τότε,
στην απελπισία, της ήλθε μια έμπνευση.
Από
κει από το λόγγο, στο πλάγι του βουνού, ήταν ένας και μόνος καλλιεργημένος
ελαιώνας, καλούμενος ο Πεύκος του Μωραΐτη.
Ο
γέρο-Μωραΐτης, ο παππούς του κτήτορα, είχε μεταναστεύσει από το Μιστρά στον
τόπον αυτόν, περί τα τέλη του άλλου αιώνα - κατά την εποχή της Αικατερίνης και
του Ορλώφ. - Ο φημισμένος πεύκος στεκόταν στο μέσον των ελαιών, σαν γίγαντας
μεταξύ νάνων.
Το
χιλιετές δένδρο, ήταν σκαφιδιασμένο κοντά στη ρίζα, κάτω στο γιγαντιαίο κορμό,
τον οποίο δεν μπορούσαν να αγκαλιάσουν πέντε άνδρες. Οι βοσκοί και οι αλιείς
τον είχαν σκαφιδιάσει, του είχαν σκάψει την καρδιά, του είχαν κοιλάνει τα
έγκατα, για να πάρουν από κει άφθονο δαδί. Και με τη φοβερή πληγή στις ίνες,
στα σπλάχνα του, ο πεύκος επέζησε άλλα τρία τέταρτα αιώνος, μέχρι το 1871.
Κατά
τον Ιούλιο του έτους εκείνου, μεγάλο τοπικό σεισμό αισθάνθηκαν αυτοί που
κατοικούσαν, σε απόσταση μιλίων, κάτω στα παραθαλάσσια.
Τη
νύκτα εκείνη κατέρρευσε ο γίγαντας.Στο
κοίλωμα εκείνο, μέσα στο οποίο μπορούσαν να καθίσουν άνετα δύο άνθρωποι, έτρεξε
να κρυφτεί η τότε νεόνυμφη Δελχαρώ, η μητέρα της σημερινής Φραγκογιαννούς.
Το
μέσον ήταν χωρίς ελπίδα και σχεδόν παιδαριώδες. Εκεί δεν κρυβόταν αλλιώς, ειμή
κατά φαντασία, με παιδικό τρόπο, όπως παίζουν το κρυφτό.
Οι
διώκτες βεβαίως θα την έβλεπαν, θα ανακάλυπταν το καταφύγιό της. Μόνο εκ των
νώτων ήταν αόρατη, αλλά όχι κατά πρόσωπο.
Άμα
οι τρεις κλέφτες έφταναν πέραν του πεύκου, θα την έβλεπαν σαν
καρφωμένη εκεί.
Οι
τρεις άνδρες έτρεξαν, το προσπέρασαν κι εξακολούθησαν να τρέχουν. Οι δύο απ’ αυτούς
ούτε εστράφησαν πίσω να δουν. Φαντάζονταν ότι η «τσούπα» έτρεχε εμπρός. Μόνο
την τελευταία στιγμή, ο τρίτος στράφηκε, κάπως σκοτισμένος προς τα πίσω και
κοίταξε παντού αλλού, όχι όμως στον κορμό του πεύκου. Έβλεπε και τον πεύκο
συλλήβδην, με τα άλλα αντικείμενα, χωρίς να φαντάζεται ότι ο κορμός του είχε
κοιλιά και ότι μέσα στην κοιλιά κρυβόταν άνθρωπος. Και αν γνώριζε και αν
αγνοούσε το κοίλωμα του γιγαντιαίου κορμού, εκείνη τη στιγμή δεν πέρασε από το
νου του. Κοίταζε να δει μην ανακαλύψει κάπου το χάσμα της γης, το οποίο θα την
είχε καταπιεί εξάπαντος, διότι καμία πτυχή γης ορατή δεν υπήρχε όπου να κρυφτεί
κανείς.
Οι Δρυάδες, οι νύμφες των δασών, τις οποίες αυτή ίσως επικαλείτο στις
μαγείες της, την προστάτευσαν, τύφλωσαν τους διώκτες της, έριξαν πρασινωπή
αχλή, χλοερό σκότος, στους οφθαλμούς τους και δεν την είδαν.
Η
νεαρή γυναίκα σώθηκε από τα νύχια τους. Και όλο τον καιρό ύστερα εξακολούθησε
να κάνει μάγια, μάγια εναντίον των κλεφτών και να φέρνει σ΄
αυτούς πολλά «κεσάτια», ώστε πουθενά πλέον δεν υπήρχε πλιάτσικο. έως ότου,
έδωκε ο Θεός και ησύχασαν τα πράγματα και ο Σουλτάνος Μαχμούτ, χάρισε, καθώς
λέγουν, τα «Διαβολονήσια» στην Ελλάδα κι έκτοτε έπαψαν να είναι ασύδοτα.
Την
πλιατσικολογία διαδέχθηκε η φορολογία και έκτοτε όλος
ο περιούσιος λαός,
εξακολουθεί να δουλεύει για τη μεγάλη κεντρική γαστέρα, την «ώτα ουκ έχουσαν».
* * *Η
Χαδούλα η Φράγκισσα, αν και πολύ μικρή, ήταν γεννημένη τότε και τα θυμόταν όλα
αυτά, τα οποία διηγείτο αργότερα η μάννα της.
Ύστερα,
όταν μεγάλωσε κι έγινε δεκαεπτά χρόνων και ειρήνευσαν κάπως τα πράγματα, κατά
τους χρόνους του Κυβερνήτη, την πάνδρεψαν οι γονείς της και της έδωκαν άνδρα το
Γιάννη το Φράγκο, εκείνον τον οποίον η σύζυγος του επονόμασε αργότερα, «τον
Σκούφον» και «τον Λογαριασμόν».
Τα
δύο τούτα παρατσούκλια, δεν του τα είχε δώσει χωρίς λόγο η σύζυγός του, η
Χαδούλα. "Σκούφο" τον είχε ονομάσει, ακόμη πριν τον πανδρευτεί, όταν
τον ειρωνευόταν συνήθως, με την παρθενική πονηρία της - χωρίς να προγνωρίζει,
ότι αυτός θα ήταν η τύχη της και ο καλός της - επειδή, αντί για φέσι, φορούσε
είδος μακρού σκούφου, τεφροκόκκινου, με κοντή φούντα. "Λογαριασμό"
τον ονόμασε αργότερα, αφού τον πανδρεύτηκε, επειδή συνήθιζε πολλές φορές τη
φράση, «αυτός, είν' ο λογαριασμός» και γιατί, αλλιώς, δεν μπορούσε σωστά να
λογαριάσει ούτε ποσόν για λίγους παράδες, ούτε δυο μεροκάματα.
Αν έλειπε αυτή,
θα τον γελούσαν καθημερινά, ποτέ δεν θα του έδιδαν σωστό τον κόπο του στα
πλοία, στο καρνάγιο ή στον αρσανά, όπου εργαζόταν ως μαραγκός ή ως καλαφάτης.
Είχε
υπάρξει για πολύ καιρό μαθητής και κάλφας του πατέρα της, που εξασκούσε την
ίδια τέχνη.
Όταν
τον είδε ο γέρος τόσο απλοϊκό, ολιγαρκή και μετριόφρονα, τον εξετίμησε και
αποφάσισε να τον κάμει γαμπρό.
Ως
προίκα του έδωκε ένα σπίτι έρημο, ετοιμόρροπο, στο παλαιό Κάστρο, όπου
κατοικούσαν ένα καιρό οι άνθρωποι, προ του ΄21.
Του
έδωκε κι ένα ονόματι Μποστάνι, το οποίο βρισκόταν ακριβώς έξω από το έρημο
Κάστρο, πάνω σε μια κρημνώδη ακτή και απείχε τρεις ώρες από τη σημερινή
πολίχνη. Επίσης κι «ένα πινάκι χωράφι», ένα αγριοχώραφο, το οποίο αμφισβητούσε
ο γείτονας ως δικό του, οι δε άλλοι γείτονες έλεγαν, ότι και τα δύο χωράφια για
τα οποία μάλωναν οι δύο, ήταν καταπατημένα και ήταν «καλογερικά» και ανήκαν σε
μία διαλυθείσα Μονή.
Τέτοια
προίκα έδωκε ο γέρο-Σταθαρός στη θυγατέρα του. Άλλωστε αυτή ήταν μοναχοκόρη.
Για τον εαυτό του, τη συμβία και το γιο του, είχε κρατήσει τις δύο νεόδμητες
οικίες στη νέα πόλη, τα δύο αμπέλια πλησίον αυτής, δύο ελαιώνες και λίγα
χωράφια και όσα μετρητά είχε.
* * *Έως
εδώ είχαν φθάσει οι αναμνήσεις της Φραγκογιαννούς, τη νύκτα εκείνη. Ήταν η
ενδέκατη νύκτα από τον τοκετό της κόρης της.
Το
θυγάτριο είχε υποτροπιάσει πάλι κι έπασχε δεινώς.
Είχε
έλθει άρρωστο στον κόσμο. Από την κοιλιά της μητέρας του, η φθορά το
είχε παρακολουθήσει...
Τη στιγμή εκείνη, σπασμωδικός βήχας ακούσθηκε και τα
ξυπνητά όνειρα, οι αναμνήσεις, διεκόπησαν.
Κινήθηκε
προς την πενιχρή στρωμνή, όπου ήταν ξαπλωμένη, έσκυψε πάνω απ΄ το παιδί και
προσπάθησε να δώσει σ΄ αυτό πρόχειρη βοήθεια. Πλησίασε στο φως του λύχνου,
μικρή φιάλη. Δοκίμασε να δώσει μία κουταλιά, στα χείλη του μωρού. Το μικρό
γεύτηκε το ρευστό και μετά μία στιγμή πάλι το ξέρασε.
Η
λεχώνα κινήθηκε πάνω στο χαμηλό και στενό κρεβάτι της.
Φαίνεται
ότι δεν κοιμόταν καλά. Ήταν μόνο ναρκωμένη και είχε κλειστά τα βλέφαρα. Άνοιξε
τα μάτια, ανασηκώθηκε δυο ή τρία δάκτυλα πάνω από το προσκέφαλο και ρώτησε:
—
Πώς πάει, μάννα;
—
Πως να πάει!... είπε αυστηρά η γριά, ησύχασε τώρα και συ!...
Τι
θα κάμει!... δε θα βήξει;
—
Πώς το βλέπεις, μάννα;
—
Πως να το δω;... Μωρό παιδί είναι... να, που ήρθε στον κόσμο κι αυτό!...
πρόσθεσε με στρυφνό και αλλόκοτο ύφος η γριά.
Και
μετά από λίγο, η λεχώνα αποκοιμήθηκε ησυχότερα.
Η
γριά, μόλις έκλεισε λίγο τα μάτια την ώρα του όρθρου, μετά το τρίτο λάλημα του
πετεινού.
Ξύπνησε από τη φωνή της κόρης της, της Αμέρσας, η
οποία ήλθε πολύ πρωί από το μικρό σπίτι το γειτονικό, ανυπομονώντας να μάθει
πώς είναι η λεχώνα και το μωρό και πως είχε περάσει τη νύκτα η μάννα της.
Η
Αμέρσα, η δευτερότοκος, ήταν ανύπανδρη, γεροντοκόρη ήδη, αλλά προκομμένη πολύ,
«μορφοδούλα», ονομαστή δε υφάντρια. Ήταν μελαψή, ψηλή, ανδρώδης και τα προικιά
της και τα στολίδια τα κεντητά, τα οποία μόνη της είχε κατασκευάσει, βρίσκονταν
κλεισμένα από χρόνων πολλών σε μεγάλη άκομψη κασέλα, και τα έτρωγε ο σκόρος και
το σαράκι.
—
Καλημέρα!... Πώς είστε;... Πώς περάσατε;
—
Εσύ ΄σαι, Αμέρσα;... Να, πέρασε κι αυτή η νύχτα.
Η
γριά μόλις είχε ξυπνήσει κι έτριβε τα μάτια τραυλίζουσα. Ακούσθηκε θόρυβος στο
πλαγινό μικρό χώρισμα. Ήταν ο Νταντής ο Τραχήλης, ο σύζυγος της λεχώνας, που
κοιμόταν πίσω από το λεπτό ξυλότοιχο, παραπλεύρως ενός άλλου κοριτσιού κι ενός
παιδιού μικρής ηλικίας και είχε ξυπνήσει τη στιγμή εκείνη.
Μάζευε
τα εργαλεία του, σκεπάρνια, πριόνια, ροκάνια και ετοιμαζόταν να πάει στον
ταρσανά, να αρχίσει το μεροκάματο.
—
Ακούς, τι σαμαντά κάνει! είπε η γριά. Δε μπορεί να μαζώξει τα σιδερικά του,
χωρίς ν' ακουστεί. Όποιος τον ακούει, θαρρεί τι γίνεται!...
—
«Γύφτικο σπίτι καίεται», είπε γελώντας ειρωνικά η Αμέρσα.
Ο
θόρυβος των εργαλείων, τα οποία ο Νταντής, χωρίς να φαίνεται, πίσω από τον
ξυλότοιχο, έριχνε ανά ένα μέσα στο ζεμπίλι του –σκεπάρνια, πριόνια, τριβέλια,
κτλ.– ξύπνησε και τη λεχώνα, τη γυναίκα του.
—
Τι είναι, μάννα;
—
Τί να είναι!... Ο Κωνσταντής ρίχνει τα σύνεργά του μες στο ζεμπίλι!... είπε με
στεναγμό η γριά.
—
«Και βιο λογαριάζεις;»... συμπλήρωσε την παροιμία η Αμέρσα.
Ακούσθηκε
τότε η φωνή του Κωνσταντή πίσω από το μικρό διάφραγμα.
—
Ξυπνήσατε, πεθερά;... έλεγε, πώς περάσατε;
—
Πώς να περάσουμε!... «Σαν την κότα στο μύλο...»
Έλα
να πιεις το ρακί σου.
Ο
Νταντής φάνηκε στην πόρτα του χειμερινού δωματίου.
Ήταν
ευρύστερνος, με άχαρο το κορμί, «αΐσκιωτος», όπως έλεγε η γριά πεθερά του και
σχεδόν σπανός. Η γριά έδειξε στην Αμέρσα τη μικρή φιάλη με το ρακί, στο μικρό
ράφι πάνω απ’ την εστία και της ένευσε να βάλει στο ποτηράκι, για να πιει ο
Κωνσταντής.
—
Δεν έχει κανένα σύκο;... ρώτησε αυτός, άμα πήρε το ρακοπότηρο από το χέρι της
γυναικαδέλφης του.
—
Που να βρεθεί τέτοιο πράμα!... είπε η γριά Χαδούλα. «Σαράντα σταχτοκούλουρα»
μας χρειάζοντ' εδώ, πρόσθεσε, εννοούσα την σπατάλη η οποία συνήθως γίνεται και
στα πτωχότερα σπίτια, εν καιρώ ενσκήψεως τέτοιου «αισίου γεγονότος», το οποίο
είναι και η γέννηση κόρης.
—
Θέλεις εσύ γαμπρό με μάτια; είπε ενθυμηθείσα άλλη παροιμία η
γυναικαδέλφη του, η Αμέρσα.
—
Τουλόου σ' μην τον θέλεις τον σαστικό σου να' ναι στραβός; είπε χωρίς να
πειραχθεί, ο Νταντής...
Εβίβα! Καλή σαράντιση!
Κι
ήπιε απνευστί το μικρό ποτήρι.
—
Καλό σας βράδυ!
Φορτώθηκε
τη ζεμπίλα και πήγε για τον ταρσανά.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ΔΕΥΤΕΡΟΗ
φωτιά λιγόστευε στο τζάκι, ο λύχνος τρεμόφεγγε στο μικρό φάτνωμα, η λεχώνα
λαγοκοιμόταν στο κρεβάτι, το βρέφος έβηχε στην κούνια του και η γριά
Φραγκογιαννού, όπως και τις προηγούμενες νύχτες, αγρυπνούσε στο στρώμα της.Ήταν
περί το πρώτο λάλημα του πετεινού, οπότε οι αναμνήσεις έρχονται σαν φαντάσματα.
Αφού
την πάντρεψαν και την «εκουκούλωσαν» και την προίκισαν με το σπίτι το
ετοιμόρροπο, στο παλαιό ακατοίκητο Κάστρο και με το μποστάνι το χέρσο στην
άγρια βορεινή εσχατιά και με το αγριοχώραφο το διαφιλονικούμενο από το γείτονα
και από το Μοναστήρι, η νεόνυμφη με το σύζυγό της, κατοίκησε στο σπίτι της
ανδραδέλφης της, της χήρας και άνοιξε νοικοκυριό με μικρά πράγματα.Το
προικοσύμφωνό της, ως τόσο, έγραφε λεπτομερώς ότι της είχαν δώσει τόσες
φορεσιές ρούχα, τόσα πουκάμισα, τόσες προσκεφαλάδες, όπως και δύο χαλκώματα,
ένα τηγάνι, μία πυροστιά, κ.τ.λ. Ακόμη
και μαχαιροπίρουνα και κουτάλια ανέγραφε το προικοσύμφωνο.Η
ανδραδέλφη, αμέσως τη Δευτέρα, την επομένη του γάμου, τα έλεγξε όλα και βρήκε
ότι έλειπαν απ΄ τα γραμμένα στον κατάλογο δύο σεντόνια, δύο μαξιλάρια, ένα
χάλκωμα, καθώς και μία πλήρης φορεσιά. Την ίδια μέρα δε, παρήγγειλε της πεθεράς
να φέρει αυτά που λείπουν. Η ιδιοτελής γριά απάντησε ότι «τα όσα έδωσε, είναι
καλώς δοσμένα και είναι αρκετά». Τότε
η ανδραδέλφη έβαλε στα λόγια τον αδελφό της, αυτός παραπονέθηκε στη νεόνυμφη,
εκείνη δε του απάντησε: «Αν αγροικούσε το συφέρο του, δε θα δεχόταν να του
γράψουν σπίτι στο Κάστρο, όπου μόνον τα στοιχειά κατοικούν και τι τον ωφελούν
τα σεντόνια και τα πουκάμισα, αφού δεν ήταν ικανός να πάρει σπίτι κι αμπέλι κι
ελιώνα;»Κατά
την εποχή του αρραβώνα, η Χαδούλα είχε δοκιμάσει πράγματι να σφυρίξει κάτι
τέτοιο στ' αυτιά του γαμπρού. Αν και νέα πολύ ήταν, αλλά, χάρις στη φύση και
στα μαθήματα της μητέρας της, τα εκούσια και τα ακούσια, είχε γίνει πολύ
πονηρή, αναλόγως την ηλικία της. Αλλά η μάννα της, μυρίσθηκε το πράγμα και
φοβούμενη μήπως αυτή, η μικρή Στριγλίτσα, καθώς ονόμαζε συνήθως την κόρη της,
του σηκώσει τα μυαλά του γαμπρού, ώστε να πονηρέψει αυτός να ζητεί προικιά
περισσότερα, εξάσκησε τυραννική επιτήρηση επί της κόρης και του
αρραβωνιαστικού, μη επιτρέποντας την ελάχιστη ιδιαίτερη συνομιλία μεταξύ των
δύο. Τούτο
το έκανε, προσχηματικά μεν για τη σεμνότητα:—
Δεν έχω.... να μου σκαρώσει κανένα πρωιμάδι... αυτή η Στριγλίτσα! είχε
πει.Βλέπετε,
τη μεταφορά του ρήματος τη λάβαινε από το επάγγελμα της συντεχνίας. («Σκαρώνω
καράβι» ισοδυναμεί με το «ναυπηγώ ναυν»), αλλά πράγματι το έκανε, για να μη
αναγκασθεί να δώσει μεγαλύτερη προίκα.Ένα
βράδυ, την παραμονή του αρραβώνα, όταν ο γαμπρός με την αδελφή του είχαν έλθει
στο σπίτι να συζητήσουν τα περί προικός, ενώ ο γέροντας ναυπηγός υπαγόρευε το
προικοσύμφωνο στον Αναγνώστη το Συβία, ψάλτη της εκκλησίας, ο οποίος είχε
βγάλει το ορειχάλκινο καλαμάρι του από τη ζώνη, την από πτερό χήνας πέννα από
τη μακρά θήκη του καλαμαριού, που έμοιαζε πολύ με πιστόλα και βάζοντας στα γόνατά
του το βιβλίο του Αποστόλου κι επάνω στο βιβλίο τεμάχιο χονδρού χαρτιού, είχε
γράψει καθ' υπαγόρευση του γέροντα. «Εις τ' όνομα του Πατρός και του Υιού και
του Αγίου Πνεύματος... υπανδρεύω την κόρην μου Χαδούλαν με τον Ιωάννην Φράγκον
και της δίνω πρώτον την ευχήν μου...», η Χαδούλα στεκόταν αντίκρυ απ΄την εστία,
δίπλα στην τέμπλα - τη στήλη τουτέστι των στρωμάτων, παπλωμάτων και προσκέφαλων,
τη σκεπαστή με μεταξωτό σεντόνι και επιστρεφόμενη με δύο τεράστιες
προσκεφαλάδες - ακίνητη και καμαρώνοντας, κατά το φαινόμενο, όπως η τέμπλα... αλλά
όμως ένευε κρυφά, ανυπόμονα, καίτοι με μεγάλη προφύλαξη, ένευε στον
αρραβωνιαστικό, ένευε στην ανδραδέλφη, να μη δεχθούν ως προίκα «σπίτι στο
Κάστρο» και «χωράφι στο Στοιβωτό», αλλά να απαιτήσουν σπίτι στη νέα πόλη και
αμπέλι κι ελαιώνα, στην περιοχή της νέας πόλης.Μάταια.
Ούτε ο γαμπρός, ούτε η ανδραδέλφη είδαν τα απελπισμένα νεύματα. Μόνο η γριά, η
μητέρα της, η οποία, αν και ήταν αναγκασμένη να στρέφει τα νώτα προς την κόρη,
για να αντιμετωπίζει φιλοφρόνως τη συμπεθέρα και το γαμπρό, είχε καθίσει όμως
με τέτοιον τρόπο, ώστε να έχει μόνο τη μία πλάτη γυρισμένη προς τη νέα, αίφνης,
σαν να την πληροφόρησε αόρατο πνεύμα ότι κάτι έτρεχε, στράφηκε απότομα προς την
θυγατέρα της και είδε τα απαγορευμένα «καμώματά» της.Αμέσως
εκτόξευσε βλέμμα φοβερής απειλής προς αυτήν.—
Ε! μωρή Στριγλίτσα! ψιθύρισε μέσα της. Έννοια σου!... κι εγώ σε σώζω.Αμέσως
όμως κατόπιν, σκέφθηκε ότι δεν θα συνέφερε να κάμει λόγο γι'
αυτό το πράγμα στην κόρη της. Γιατί φοβήθηκε μην της δώσει αφορμή να
παραπονεθεί στον πατέρα της. Και τότε τα πράγματα θα γίνονταν χειρότερα
βεβαίως. Ο γέρος πιθανώς θα εκάμπτετο στις ικεσίες και τα κλάματα της
μοναχοκόρης και θα έδιδε περισσότερη προίκα.Οπότε
σιώπησε.* * *Η
Χαδούλα απόρησε, πως ενώ η μητέρα της ολοφάνερα την είχε δει να κάνει τα
ριψοκίνδυνα εκείνα νεύματα, για πρώτη φορά στη ζωή της, όταν βρέθηκαν μόνες,
δεν της έδωκε ούτε νυχιές, ούτε τσιμπιές, ούτε δαγκωματιές, πράγμα το οποίο,
άλλωστε, συχνά συνήθιζε. Σημειωτέον
ότι η προικοδοσία του σπιτιού στο παλαιό ακατοίκητο χωριό, είχε τούτο το
ευλογοφανές, ότι πολλά σπίτια σώζονταν ακόμα στο Κάστρο, ότι μερικές
οικογένειες συνήθιζαν να διαμένουν το καλοκαίρι εκεί και ότι στη φαντασία των
ανθρώπων υπήρχε προκατάληψη υπέρ του «Παλαιού Χωριού», το οποίο πονούσαν οι
γεροντότεροι και δεν είχαν συνηθίσει ακόμα ούτε στη νέα τάξη των πραγμάτων,
ούτε σε βίο ειρηνικό, χωρίς επιδρομές κλεφτών και πειρατών και της Τουρκικής
αρμάδας και η εγκατάσταση στη νέα πόλη δεν ενομίζετο οριστική, αλλά υπήρχε
προσδοκία ότι οι άνθρωποι θα βιάζονταν και πάλι να επανέλθουν στα παλαιά, τα
«μαθημένα» τους. Κι ενώ όλο το Κάστρο αναπολούσαν και το Κάστρο λυπόνταν και το
ρέμβαζαν και το είχαν στο στόμα, δεν έπαυαν όμως να κτίζουν οικοδομές στο νέο
συνοικισμό. Για να αποδειχτεί για μυριοστή φορά ότι οι άνθρωποι συνήθως άλλα
σκέπτονται και άλλα κάνουν και ότι μιμούνται αλλήλους μηχανικά.Έτσι
λοιπόν, μετά δύο εβδομάδες από τον αρραβώνα τελέσθηκε ο γάμος. Έτσι θέλησε η
πεθερά. Δεν της άρεσκε, όπως έλεγε, να έχει γαμπρό αστεφάνωτο να συχνάζει στο
σπίτι, αφού είχε θάρρος από πριν, ως συντεχνίτης και παραγιός του ανδρός της. Και
η ανδραδέλφη, χήρα, ηλικιωμένη, με ένα παιδί έφηβο, εργαζόμενο επίσης στο
ναυπηγείο και ένα άλλο παιδί κι ένα κορίτσι ανήλικα, δέχθηκε στο σπίτι το νέο ανδρόγυνο. Έπειτα, μετά ένα χρόνο, γεννήθηκε το πρώτο παιδί, ο Στάθης και δεύτερη η
Δελχαρώ, ακολούθως ο Γιαλής, κατόπιν ο Μιχάλης, ακολούθως η Αμέρσα, μετά απ΄
αυτήν ο Μητράκης, και τελευταία η
Κρινιώ. Κατά τους πρώτους χρόνους φαινόταν να βασιλεύει ειρήνη στο σπίτι.
Έπειτα, όταν άρχισαν να μεγαλώνουν τα δύο πρώτα παιδιά της νύφης, είχαν δε μεγαλώσει
αρκετά και τα δύο τελευταία της ανδραδέλφης, άρχισε πόλεμος μέσα στο σπίτι.Τότε
η Φραγκογιαννού, που με την ηλικία και την πείρα του κόσμου γινόταν πολύ
σοφότερη, είχε αξιωθεί, όπως έλεγε μετριόφρονα, να αποκτήσει κι αυτή ένα
σπιτάκι δικό της, χάρη στην επιδεξιότητά της και την οικονομία της. Τη
μία χρονιά μπόρεσε μόνο να κτίσει τέσσερις τοίχους λασπόκτιστους, μικρούς και
χαμηλούς και να τους στεγάσει, τη δεύτερη χρονιά κατόρθωσε να πετσώσει κατά τα
τρία τέταρτα το σπίτι, δηλαδή να κατασκευάσει μικρό πάτωμα, με διάφορα σανίδια,
ανόμοια παλαιά και νέα και, χωρίς να χάσει καιρό, ανυπομονώντας, πότε να
«ξελευθερωθεί» από την τυραννία της ανδραδέλφης, η οποία γέραζε και γινόταν
παράξενη, κουβαλήθηκε κι επήγε να εγκατασταθεί, μαζί με το σύζυγο και τα τέκνα,
στην «γωνίαν» της, στην «φωλιάν» της, στην «άκρην» της. Την
ημέρα εκείνη, όπως έλεγε η ίδια, αισθάνθηκε τη μεγαλύτερη χαρά στην «ζήσην»
της.Όλα
αυτά τα θυμόταν και κατά κάποιον τρόπο τα ξαναζούσε η Φραγκογιαννού, κατά τις μακρές εκείνες
άυπνες νύκτες του Ιανουαρίου, ενώ ο βοριάς ακουγόταν κατά διαλείμματα να
συρίζει έξω, χτυπώντας τα κεραμίδια και κάνοντας να ηχούν τα παράθυρα, όποτε
αγρυπνούσε πλάι στο λίκνο της μικρής εγγονής της. Ήταν
ήδη τρεις η ώρα μετά τα μεσάνυκτα και ο πετεινός λάλησε και πάλι.* * *Το
κορίτσι, το οποίο μόλις είχε ησυχάσει προ ολίγου, άρχισε να βήχει εκ νέου
οδυνηρά. Είχε έλθει ασθενικό στον κόσμο και επίσης, φαίνεται ότι είχε κρυώσει
την τρίτη ημέρα, στα «κολυμπίδια», όταν το είχαν λούσει μέσα στη σκάφη και
κακός βήχας το είχε κολλήσει.Η
Φραγκογιαννού άπληστα από ημερών, παραμόνευε να δει συμπτώματα σπασμών στο
μικρό ασθενές πλάσμα - επειδή τότε ήξερε, ότι αυτό δε θα σωζόταν - πλην ευτυχώς
τέτοιο πράγμα δεν έβλεπε. «Είναι
για να βασανίζεται και να μας βασανίζει», είχε σιγοψιθυρίσει, χωρίς κανείς να
την ακούσει, μέσα της.Τη
στιγμή αυτή, η Φραγκογιαννού άνοιξε τα κλειστά αγρυπνούντα μάτια και κούνησε το
κρεβατάκι. Συγχρόνως θέλησε να δώσει το σύνηθες ρευστό στο πάσχον μωρό.—
Ποιος βήχει; ακούσθηκε μία φωνή πίσω από το μεσότοιχο.Η
γριά δεν απάντησε. Ήταν Σάββατο βράδυ και ο γαμπρός της είχε πιει ένα ρακί
παραπάνω, πριν δειπνήσει, ομοίως είχε πιει, μετά το δείπνο κι ένα μεγάλο ποτήρι
από λάκυρο κρασί, για να ξεκουραστεί από τα μεροκάματα όλης της εβδομάδας. Λοιπόν, ο Νταντής, επειδή είχε πιει αρκετά, αναλόγως, μιλούσε μέσα στον ύπνο
του ή μάλλον παραμιλούσε.Το
μωρό δε δέχθηκε τη ρανίδα του ρευστού στο στόμα, αλλά την έδιωξε με τη
γλωσσίτσα του και την ορμή του βήχα, που είχε αυξηθεί πάρα πολύ.—
Σκασμός!... είπε πάλι ο Κωνσταντής, ο πατέρας του βρέφους, μέσα στον ύπνο του.—
Και πλαντασμός!... πρόσθεσε με
ειρωνεία η Φραγκογιαννού.Η
λεχώνα ξαφνίστηκε μέσα στον ύπνο της, ακούγοντας ίσως το βήχα του μικρού και
συγχρόνως τον αλλόκοτο σύντομο διάλογο, που διαμείφθηκε μέσω του ξυλότοιχου
μεταξύ του κοιμώμενου και της αγρυπνούσας.—
Τι είναι, μάννα; Είπε, αφού ανασηκώθηκε η Δελχαρώ.Δεν
είναι καλά το παιδί;Η
γριά χαμογέλσασε στρυφνά στο τρομώδες φως του μικρού λύχνου.—
Σα σ' ακούω, δυχατέρα!...Αυτό
το «σα σ' ακούω, δυχατέρα», ειπώθηκε με τόνο πολύ αλλόκοτο. Άλλωστε δεν ήταν η
πρώτη φορά, κατά την οποία η νεαρή μητέρα άκουγε κάτι τέτοιο εκ μέρους της
μητέρας της. Θυμόταν ότι και άλλοτε συνέβη, η γριά μεταξύ γυναικών και γραϊδίων
της γειτονιάς, να εκφράσει, μετά από εκφραστικό σείσιμο της κεφαλής, σε ώρες
κατά τις οποίες γινόταν λόγος περί της μεγάλης πληθώρας των νεαρών κοριτσιών,
περί της σπανιότητας, περί του ξενιτεμού και των υπέρμετρων απαιτήσεων των γαμπρών,
περί των βασάνων όσα υπέφερε μία χριστιανή για να αποκαταστήσει «τ'
αδύνατα μέρη», δηλαδή τα θήλεα, να εκφράσει, λέγω, παραπλήσια αισθήματα.Όταν
μάλιστα η μητέρα της άκουγε περί αρρώστιας μικρών κορασίδων είχε ακουσθεί, σείοντας
την κεφαλή, να λέγει:—
Σα σ' ακούω γειτόνισσα!... «Δεν είναι χάρος, δεν είναι βράχος;» επειδή συνήθιζε
πολύ συχνά να εκφράζεται με παροιμίες πολύ εκφραστικές. Και
άλλοτε πάλι, την άκουσαν να δογματίζει ότι ο άνθρωπος δεν συμφέρει να κάνει
πολλά κορίτσια και ότι το καλύτερο είναι να μη πανδρεύεται κανείς. Η δε συνήθης
ευχή της προς τα μικρά κορίτσια ήταν «να μη σώσουν!... Να μην πάνε παραπάνω!»Και
άλλοτε είχε πει:—
Τι να σας πω!... Έτσι του 'ρχεται τ' ανθρώπου, την ώρα που γεννούνται, να τα
καρυδοπνίγει!...Ναι
μεν το είπε, αλλά βεβαίως δεν θα ήταν ικανή να το κάμει ποτέ... Και
η ίδια δεν το πίστευε.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ΤΡΙΤΟΈτσι,
είχαν περάσει πολλές νύκτες από τον τοκετό της Δελχαρώς της Τραχήλαινας.
Αφού
το μικρό βαπτίσθηκε και ονομάστηκε Χαδούλα, με
τ'
όνομα της μάμμης του - το οποίο έκαμε εκείνη να μορφάζει σείοντας την κεφαλή
και να ψιθυρίζει «μην τύχη και χαθεί τ' όνομα!» - πάλι η γριά αγρυπνούσε, αν
και το μωρό φαινόταν να είναι κάπως καλύτερα.
Άλλωστε
η αγρυπνία ήταν στη φύση και την ιδιοσυγκρασία της Φραγκογιαννούς, η οποία
σκεπτόταν χίλια πράγματα και είχε τον ύπνο δύσκολο. Οι σκέψεις και οι αναμνήσεις
της, μαύρες εικόνες του παρελθόντος, έρχονταν αλλεπάλληλες σαν κύματα μέσα στο
νου της, μπροστά στα μάτια της ψυχής της.
Είχε
καρπογονήσει λοιπόν η Χαδούλα τόσα τέκνα και είχε κτίσει μικρό σπίτι για να
κατοικήσει. Όταν αύξανε η οικογένεια, τόσο αύξαναν και τα «φαρμάκια».
Ναι, από
τις ίδιες οικονομίες της είχε αποκτήσει το μικρό σπίτι η Γιαννού και όχι από τα
περισσεύματα του συζύγου της.
Ο
μαστρο-Γιάννης ο "Σκούφος", ή ο "Λογαριασμός", δεν ήξερε,
πράγματι, να λογαριάσει καλά ούτε πόσα μεροκάματα είχε δουλέψει, ούτε πόσα
κάνουν τέσσερα ή πέντε ή έξι μεροκάματα της εβδομάδας προς μία και 75 ή μία και
80, διότι τόσα έπαιρνε ως τρίτης τάξεως μαραγκός.
Όταν
ενίοτε, ως καλαφάτης, πληρωνόταν προς 2.35 ή 2.40, πάλι δεν ήξερε να τα
λογαριάσει.
Μόνο
του άρεσε να τα πίνει, σχεδόν όλα, την Κυριακή.
Αλλά ευτυχώς η σύζυγός του είχε
λάβει τα μέτρα της κι έπαιρνε αυτή τα λεπτά στα χέρια της το Σάββατο το βράδυ, ή τα εισέπραττε κατ' ευθείαν από τον πρωτομάστορη, όχι χωρίς τσακωμούς και
δυσκολίες, επειδή ο πρωτομάστορης δεν ήθελε να της τα δώσει προτιμώντας να τα
δώσει στο μαστρο-Γιάννη τον ίδιον, από τον οποίο μάλιστα κρατούσε, καθώς και
απ' όλους τους άλλους, δέκα ή δεκαπέντε λεπτά ως έκτακτα ποσοστά, λέγοντας «έχω
κορίτσια, βρε αδερφέ, έχω κορίτσια!».
Αλλά
η Φραγκογιαννού που να γελαστεί! Αυτή του έδιδε τη μόνη λογική και τη μόνη
πρέπουσα απάντηση:
«Εσύ
μονάχα έχεις κορίτσια μάστορη; Ο άλλος κόσμος δεν έχουν;»
Ή,
αν δεν κατόρθωνε να τα πάρει η ίδια από τον αρχιναυπηγό, η Γιαννού τα άρπαζε,
«σα χωρατά, σαν αλήθεια», από τα χέρια του συζύγου της, αφού φρόντιζε πρώτα να
τον «καλοκαρδίσει» και να τον φέρει στην κατάλληλη ψυχολογική θέση.
Ή, τέλος,
τον άφηνε να κοιμηθεί μισοζαλισμένος και τα έκλεβε από τα ρούχα του, τη νύκτα
του Σαββάτου.
Μόνο
την Κυριακή πρωί, του έδινε για «χαρτζιλίκι» σαράντα ή πενήντα λεπτά.
* * *
Λοιπόν, είχε κτίσει το σπιτάκι από τις οικονομίες της, αλλά ποια ήταν η πρώτη βάση του
μικρού εκείνου κεφαλαίου;
Την ώρα αυτή, κατά τη νύκτα της αγρυπνίας, για πρώτη
φορά το εξομολογείτο στον εαυτό της. Ποτέ δεν το είχε πει ούτε στον πνευματικό
της, στον οποίον άλλωστε πολύ μικρά πράγματα έλεγε, ακριβώς εκείνα μόνο τα
συνήθη αμαρτήματα, όσα εκείνος ήξερε προτού να τα πει αυτή, δηλαδή κακολογία,
θυμούς, γυναικείες κατάρες και τα τοιαύτα.
Ποτέ
δεν το είχε ομολογήσει στην μητέρα της, εφ' όσον ζούσε εκείνη, η οποία άλλωστε
ήταν η μόνη που το υποπτευόταν και το ήξερε χωρίς να της τα πει αυτή. Ναι,
είναι αλήθεια, ότι μελετούσε και είχε απόφαση να της τα πει κατά τις τελευταίες
στιγμές της.
Αλλά
δυστυχώς η γριά, πριν πεθάνει, συνέβη να βουβαθεί και να κουφαθεί και να μείνει
αναίσθητη «σαν πράμα», όπως περιέγραφε την κατάσταση αυτήν η κόρη της κι έτσι
δεν δόθηκε ευκαιρία να της ομολογήσει το πταίσμα της.
Ακόμη
λιγότερο, δεν το είπε ποτέ στον πατέρα της, ούτε στο σύζυγό της.
Ιδού ποιο ήταν
το μυστικό τούτο.
Προ
του γάμου της η Χαδούλα, είχε αρχίσει να κλέβει από λίγα-λίγα από τα χρήματα
του πατέρα της, από λίγους παράδες, από μισό γρόσι.
Τόσο
λίγα, ώστε σχεδόν δεν το αισθάνθηκε ούτε το υποπτεύθηκε εκείνος. Μόνο δύο φορές
είχε εννοήσει ο ίδιος, ότι είχε κάμει εσφαλμένο το λογαριασμό του μικρού
θησαυρού του.
Το
θησαυρό τούτο τον απέθετε σε μία κρύπτη, την οποία προ πολλού είχε ανακαλύψει η
γριά, μετά καιρό δε ανακάλυψε και η κόρη.
Τότε
προσωρινά, η Χαδούλα διέκοψε τις κλοπές, για να μη δώσει αφορμή μεγαλύτερης
υποψίας στον πατέρα της. Αργότερα, πάλι ξανάρχισε να κλέβει περισσότερα, αλλά
δεν «έπιανε χαρτωσιά» εμπρός στις κλοπές της μητέρας της.
Αυτή
είχε κλέψει πολλά, αλλά με τέχνη και μέθοδο.
Έκλεβε τα περισσότερα από τις
άλλες επιχειρήσεις, στις οποίες είχε κατά μεγάλο μέρος τη διαχείριση, καθώς από
πώληση ελαίου και οίνου, προϊόντων των κτημάτων της οικογένειας και λίγα,
σχεδόν όσα και η κόρη τους, από τα μεροκάματα του γέρου.
Μετά από χρόνια, όταν
άνοιξαν οι δουλειές κι ο γέρο-Στάθης έγινε μικροαρχιναυπηγός - σκάρωνε βάρκες
και καΐκια μοναχός του, βοηθούμενος από το γιο και από τον παραγιό του, στο
προαύλιο του σπιτιού - τότε η γριά μπόρεσε να κλέψει αρκετά και από τα κέρδη
της ναυπηγικής τέχνης.
Τελευταία,
λίγους μήνες προ του γάμου της, η Χαδούλα είχε κατορθώσει να ανακαλύψει την
κρύπτη όπου είχε το κομπόδεμα η μητέρα της.
Σε
μία τρύπα του κατωγιού, ανάμεσα στα πιθάρια τα μισογεμάτα και τα βαρέλια τ'
αδειανά, βρισκόταν μία πλατιά και μακριά λωρίδα μαύρης μαντήλας, όπου η γριά
είχε δεμένα «σαν σκυλιά» εκατόν εβδομήντα τόσα αργυρά τάλιρα, άλλα κολονάτα,
άλλα ρηγίνες και άλλα τουρκικά, όλα κλεμμένα από τα κέρδη του γέρου και τα
προϊόντα των κτημάτων.
Η
κόρη, με ευχάριστη έκπληξη και με συγκίνηση τρομώδη, μέτρησε τα τάλιρα, τα
σκυλοδεμένα και έπειτα τα έβαλε πάλι στην τρύπα, χωρίς να τολμήσει να τα
πειράξει.
Αλλά
την παραμονή του γάμου, το βράδυ, την ώρα που νύχτωνε - όταν είδε την επιμονή
των γονέων της, να μη θέλουν να της δώσουν αρκετή προίκα και είδε την απονιά
της μητέρας της - παραφύλαξε την ώρα που η γριά βγήκε προς στιγμήν από το σπίτι
για ένα θέλημα, κατέβηκε με παλμό καρδιάς κρυφά στο κατώγι, έψαξε και βρήκε το
κομπόδεμα το σκυλοδεμένο και το έλυσε. Αυτή τη φορά της φάνηκαν σαν λίγα. Καιρό
δεν είχε να τα μετρήσει. Ίσως η γριά να είχε αφαιρέσει μερικά από τα τάλιρα και
είχε κάμει χρήση για άγνωστους σκοπούς.
Της
ήλθε η ιδέα να πάρει το κομπόδεμα όλο, αυτούσιο μαζί με τη λωρίδα της παλιάς
μαντήλας της μητέρας της, αλλά φοβήθηκε, πήρε μόνο οκτώ ή εννέα τάλιρα
καταρχάς, τόσα, όσα φανταζόταν ότι η απουσία τους δε θα επέφερε μεγάλη διαφορά
στον όγκο και δε θα ήταν αμέσως αισθητή, έπειτα έκαμε να το δέσει, ακολούθως
πάλι το άνοιξε, πήρε άλλα πέντε ή έξι, το όλον δεκαπέντε. Κατόπιν πάλι, ενώ το
έδενε, εκ νέου έκαμε κίνημα να το λύσει, με σκοπό να πάρει άλλα δύο ή τρία
ακόμη. Αίφνης τότε άκουσε το βήμα της μητέρας της έξω. Βιαστικά έδεσε το
κομπόδεμα και το έβαλε στη θέση του.
Λίγες
μέρες μετά το γάμο, η γριά ανακάλυψε την κλοπή.
Αλλά δεν θέλησε να πει τίποτε
στην κόρη της.
Έμεινε ευχαριστημένη διότι εκείνη δεν τα πήρε όλα. «Στραβωμάρα
είχε!» είπε ανάμεσα στα δόντια της.
* * *Το
ποσό εκείνο, το οποίο η Χαδούλα είχε κλέψει κατά καιρούς από τους γονείς της,
ανερχόμενο περίπου σε τετρακόσια γρόσια, το νόμισμα της εποχής εκείνης, έκρυβε
επί τόσα χρόνια επιμελώς. Αλλά για να κτίσει το σπίτι, το αύξησε με την
ικανότητά της. Ήταν βεβαίως εργατική και επιδέξια. Όσο της επέτρεπαν οι
φροντίδες της ανατροφής τόσων αλλεπάλληλων τέκνων, ξενοδούλευε.
Αλλά στους
μικρούς τόπους «δεν υπάρχουν ειδικοί, αλλά πολυτεχνίτες» και όπως ένας μπακάλης
μιας κωμόπολης είναι συγχρόνως και έμπορος ψιλικών και φαρμακοπώλης, αλλά και
τοκογλύφος, έτσι και μία καλή υφάντρια, όπως ήταν η Φραγκογιαννού, τίποτα δεν
την εμπόδιζε να κάνει συγχρόνως και τη μαμή ή την ψευδογιάτρισσα και άλλα
επαγγέλματα ακόμη να εξασκεί, αρκεί να είναι επιτήδεια.
Και
η Φραγκογιαννού ήταν πολύ επιτήδεια μεταξύ όλων των γυναικών.
Έδινε
βότανα, έκανε κηραλοιφές, έκανε εντριβές, θεράπευε τη βασκανία, παρασκεύαζε
φάρμακα για τις πάσχουσες, για τις χλωρωτικές και αναιμικές κόρες, για τις
εγκύους και τις λεχώνες και για τις πάσχουσες από μητρικούς πόνους.
Με το
καλάθι υπό τον αγκώνα του αριστερού χεριού, ακολουθούμενη από τα δύο τελευταία
παιδιά της, το Δημητράκη, οκτώ ετών και την Κρινιώ, έξι ετών, έβγαινε στους
αγρούς, ανέβαινε στα βουνά, διέτρεχε φαράγγια, κοιλάδες και ρέματα, έψαχνε να
βρει τα βότανα, όσα αυτή γνώριζε - την αγριοκρομμύδα, τη δρακοντιά, το τρίμερο
και άλλα ακόμη - τα έκοβε ή τα ξερίζωνε, γέμιζε το καλάθι της κι επέστρεφε το βράδυ
στο σπίτι.
Με
αυτά τα βότανα κατασκεύαζε διάφορα μαντζούνια, τα οποία σύσταινε ως αλάνθαστα γιατρικά κατά των χρόνιων πόνων, του στήθους, της κοιλιάς, των εντέρων κτλ. Με
τη βοήθεια όλων αυτών των μέσων, λίγα κέρδιζε, αλλά ήταν οικονόμος και
κατόρθωσε, με τον καιρό, να κτίσει τη μικρή φωλιά της.
Αλλά οι νεοσσοί είχαν
αρχίσει να ξεπετούν ήδη, να φεύγουν στα ξένα!
Κατά
την εποχή εκείνη, ο πρώτος γιος της, είκοσι ετών ήδη, ο Σταθαρός, είχε
ξενιτευτεί στην Αμερική, αφού δε έστειλε ένα ή δύο γράμματα, σιώπησε και έκτοτε
δεν είχε δώσει σημείο ζωής. Μετά τρία χρόνια, ο δεύτερος γιος της, ο Γιαλής,
είχε μεγαλώσει κι αυτός και μπαρκάρισε.
Και
οι δύο, στα μικρά τους χρόνια, είχαν δοκιμάσει την τέχνη του πατέρα τους, αλλά
ούτε ο ένας ούτε ο άλλος πρόκοψαν πολύ, ούτε αρκέσθηκαν σ΄
αυτήν.
Ο Γιαλής, ως φιλόστοργος γιος και αδελφός, έγραψε προς την μητέρα του
από τη Μασσαλία, όπου είχε πάει με ένα πατριώτικο καράβι, ότι
αποφάσισε κι αυτός να πάει στην Αμερική, να δει τι γίνεται ο μεγάλος αδερφός
του, ίσως τον ανακαλύψει κάπου. Αλλά πέρασαν καιροί και χρόνια έκτοτε και ούτε
ο ένας ούτε ο άλλος ακούστηκαν πλέον.
Τότε
πήρε αφορμή η μητέρα τους, να θυμηθεί ένα παραμύθι του λαού από τα αστειότερα, στο οποίο γίνεται λόγος για ένα
στρώμα από μέλι, στο οποίο κόλλησαν διαδοχικά και ο πρώτος αποσταλείς γιος της
γριάς, για να συλλέξει και να φέρει από κει το μέλι και ο δεύτερος γιος, που
είχε σταλεί για να ξεκολλήσει τον πρώτο και ο τρίτος, που στάλθηκε για να φέρει
πίσω και τους δύο και ο γέρος, ο οποίος πήγε να δει τι γίνονται οι γιοι του.
Τέλος,
αυτή η γριά, η οποία τελικά αποφάσισε να πάει να δει, από μακριά όμως - γιατί,
ως γριά, είχε τόση πονηριά - τι έγιναν ο Γέρος και τα παιδιά και
δεν γύρισαν πίσω από το «θέλημα», στο οποίο τους είχε στείλει, μόλις αυτή
γλύτωσε και δεν κόλλησε.
Τότε
στράφηκε προς τους τέσσερις, κολλημένους τους είπε:
«Α!
αυτό σας μέλει; Εμένα δεν με μέλει!»
Εν
τω μεταξύ, ενώ ο Σταθαρός κι ο Γιαλής είχαν ξενιτευτεί στην Αμερική και είχαν
φάει λωτό ή είχαν πιει την Λήθη, η Δελχαρώ, η πρώτη κόρη, πρωτότοκος μετά τους
ξενιτεμένους αδελφούς της, μεγάλωνε, ολοένα μεγάλωνε.
Κι η Αμέρσα, σχεδόν
τέσσερα χρόνια μικρότερη από την αδελφή της, μεγάλωνε κι αυτή παράλληλα με την
Δελχαρώ κι «έριχνε μπόι», γινόταν ανδρώδης, μελαψή και ζωηρή κι οι γειτόνισσες
την ονόμαζαν «το
σερνικοθήλυκο». Κι εκείνη η μικρή, το Κρινάκι, η οποία δεν είχε αλίμονο! του
κρίνου το χρώμα, αν και φυσικά ισχνή, έδειχνε ήδη συμπτώματα ανάπτυξης.
Πως
μεγαλώνουν, Θεέ μου! σκέπτεται η Φραγκογιαννού. Ποιος κήπος, ποιο λιβάδι, ποια
άνοιξη παράγει αυτό το φυτό! Και πως βλαστάνει και θάλλει και φυλλομανεί και
φουντώνει! Και όλοι αυτοί οι βλαστοί, όλα τα νεόφυτα, θα γίνουν μία ημέρα
πρασιές, λόχμες, κήποι; Και έτσι θα εξακολουθεί; Και κάθε οικογένεια στη
γειτονιά και στη συνοικία και στην πόλη, είχαν από δύο έως τρία κορίτσια.
Μερικές είχαν τέσσερα, άλλες πέντε. Μία μητέρα είχε έξι θυγατέρες χωρίς κανένα
γιο, άλλη μία είχε επτά κι έναν γιο, ο οποίος φαινόταν προορισμένος να φανεί
άχρηστος.
Λοιπόν
όλοι αυτοί οι γονείς, όλα τα ανδρόγυνα, όλες οι χήρες, ανάγκη πάσα και χρέος
απαραίτητο, να παντρέψουν όλες αυτές τις κόρες - και τις πέντε και τις έξι και
τις επτά! Και να δώσουν σε όλες προίκα. Κάθε πτωχή οικογένεια, κάθε μητέρα χήρα,
με δύο στρέμματα αγρούς, με ένα φτωχικό σπιτάκι, ταλαιπωρούμενη, ξενοδουλεύοντας
- είτε κολλήγισα άλλων ευπορότερων οικογενειών στα κτήματα, στις συκές και τις
μουριές – να συλλέγει φύλλα, να παράγει λίγο μετάξι ή να τρέφει δύο ή τρεις
αίγες ή αμνάδες - γινόμενη κακή με όλους τους γείτονες, πληρώνοντας πρόστιμα
για μικρές ζημιές - φορολογουμένη άσπλαχνα, να τρώει κριθαρένιο ψωμί ποτισμένο
με ιδρώτα αλμυρό - όφειλε εξάπαντος «να αποκαταστήσει» όλα τα θήλεα τούτα και
να δώσει πέντε, έξι ή επτά προίκες!
Ω
Θεέ μου!
Και
ποιες προίκες, κατά τα νησιώτικα έθιμα.
«Σπίτι στα Κοτρώνια, αμπέλι στην
Αμμουδιά, ελιώνα στο Λεχούνι, χωράφι στο Στροφλιά». Αλλά κατά τους τελευταίους
χρόνους, περί τα μέσα του αιώνα, είχε κολλήσει και άλλη ψώρα. Το «μέτρημα»,
εκείνο το οποίο στην Κωνσταντινούπολη ονομαζόταν «τράχωμα», συνήθεια την οποία,
αν δεν απατώμαι, είχε αφορίσει η Μεγάλη Εκκλησία.
Όφειλε έκαστος να δώσει και
μετρητή προίκα. Δύο χιλιάδες, χίλιες, πεντακόσιες, αδιάφορο. Αλλιώς, ας είχε
τις κόρες του να τις καμαρώνει.
Ας
τις έβαζε στο ράφι. Ας τις έκλεινε στο ντουλάπι.
Ας
τις έστελνε στο Μουσείο.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ΤΕΤΑΡΤΟΈως
εδώ είχαν φθάσει οι αναμνήσεις και οι λογισμοί της αγρυπνούσας γριάς. Ελάλησε
για δεύτερη φορά ο πετεινός.Θα
είχαν περάσει δύο μετά τα μεσάνυχτα. Ιανουάριος ο μήνας. Χρόνος
η νύκτα. Βοριάς φυσούσε. Η φωτιά στο τζάκι έσβηνε.Η
Φραγκογιαννού αισθάνθηκε ρίγος στη ράχη και παγωμένα τα
πόδια της. Ήθελε να σηκωθεί να φέρει λίγα ξύλα έξω από τον
πρόδομο, για να τα ρίξει στην εστία, να ξανάψει τη φωτιά. Αλλά
αργοπορούσε και αισθανόταν μικρή νάρκη, ίσως το πρώτο σύμπτωμα του επερχόμενου
ύπνου.Τη
στιγμή εκείνη, τόσο παράωρα, ενώ είχε κλειστά τα μάτια, χτύπησε απρόσμενα η
πόρτα. Η γριά ξαφνίστηκε. Δεν ήθελε να φωνάξει «ποιος είναι», για να μην
ξυπνήσει τη λεχώνα, αλλά απετίναξε τη νάρκη της, η οποία είχε διακοπεί ήδη
απότομα από τον κρότο της πόρτας τον οποίο είχε ακούσει, σηκώθηκε σιγά και
βγήκε απ΄το δωμάτιο. Πριν
φθάσει στην έξω πόρτα, άκουσε διακριτική, ψιθυριστή φωνή:—
Μάννα!Αναγνώρισε
τη φωνή της Αμέρσας. Ήταν η δευτερότοκος κόρη της.—
Τί έπαθες, αρή;... Τί σου ήρθε, τέτοια ώρα;Και
άνοιξε την πόρτα.—
Μάννα, επανέλαβε με ασθμαίνουσα φωνή η Αμέρσα.Τί
κάνει το κορίτσι;... μην πέθανε;—
Όχι... κοιμάται, τώρα ησύχασε, είπε η γριά. Πώς σου ήρθε;—
Είδα στον ύπνο μου πως πέθανε, είπε με πάλλουσα ακόμη φωνή η
ψηλή γεροντοκόρη.—
Αμ' σαν είχε πεθάνει, τάχα τί; είπε
κυνικά η γριά...Και
σηκώθηκες... κι ήρθες να δεις;Το
σπίτι της Γιαννούς, όπου αυτή συνήθως κατοικούσε με τις δύο άγαμες θυγατέρες
της - γιατί προσωρινά τώρα διανυκτέρευε πλησίον της λεχώνας - βρισκόταν λίγες
δεκάδες βήματα βορεινότερα, παρέκει. Αυτό το σπίτι της Δελχαρώς είχε δοθεί
προίκα σ΄ αυτήν, ήταν δε αυτό το παλαιό σπίτι, που κτίστηκε από τις οικονομίες
της Χαδούλας και από τον πρώτον πυρήνα τον οποίον είχε σχηματίσει από το
κομπόδεμα των αείμνηστων γονέων της. Ύστερα από λίγα χρόνια μετά το γάμο της
Δελχαρώς, είχε κατορθώσει η μητέρα της να αποκτήσει και δεύτερη φωλεά,
μικρότερη και φτωχότερη από την πρώτη, στην ίδια συνοικία. Δύο
ή τρία σπίτια χώριζαν το δεύτερο από το πρώτο.Από
εκείνο λοιπόν το νεόκτιστο σπίτι είχε έλθει τόσο παράωρα η Αμέρσα, που δε
φοβόταν τα στοιχειά τη νύκτα, ήταν δε τολμηρή και αποφασιστική κόρη.—
Κι εσηκώθεις;... κι ήρθες να δεις;—
Ξαφνίστηκα μες τον ύπνο μου, μανούλα. Είδα πως πέθανε το κορίτσι και πως εσύ
είχες ένα μαύρο σημάδι στο χέρι σου.—
Μαύρο σημάδι;...—
Ήθελες τάχα, να σαβανώσεις το κορίτσι. Και την ώρα που το σαβάνωνες, μαύρισε το
χέρι σου... και πως έβαλες, τάχα, το χέρι σου στη φωτιά, για να ξεμαυρίσει.—
Μπα! αλαφροΐσκιωτη! είπε η γριά Χαδούλα... Κι έκαμες κουτουράδα κι ήρθες, τέτοιαν
ώρα...—
Δεν μπορούσα να ησυχάσω, μάννα.—
Και δεν σ' ένοιωσε το Κρινιώ, που έφυγες;—
Όχι, κοιμάται.—
Κι αν ξυπνήσει και δει να λείπεις από κοντά της, πώς θα της φανεί;... Δε
θα βάλει τις φωνές;... Θα τρελαθεί, το κορίτσι!Οι
δύο αδελφές κοιμόνταν πράγματι μόνες στο μικρό σπίτι.Η
Αμέρσα ήταν άφοβη κι ενέπνεε πεποίθηση, σαν να ήταν άντρας.Ο
πατέρας τους είχε πεθάνει προ πολλού, οι δε επιζώντες γιοι διαρκώς έλειπαν στα
ξένα.—
Πάω πίσω μάννα, είπε η Αμέρσα... Αλήθεια, δεν συλλογίστηκα πως μπορεί να ξυπνήσει
το Κρινιώ αυτή την ώρα, να τρομάξει, που θα λείπω.—
Μπορούσες να μείνεις κι εδώ, είπε η μητέρα, μόνο, μη ξυπνήσει άξαφνα το Κρινιώ
και πάρει φόβο.Η
Αμέρσα κοντοστάθηκε προς στιγμή.—
Μάννα, είπε, θέλεις να καθίσω εγώ εδώ, να πας εσύ στο σπίτι;... για να
ξεκουραστείς, να ησυχάσεις.—
Όχι, είπε, αφού σκέφθηκε προς στιγμή η γριά. Τώρα κι η νύχτα αυτή πέρασε. Αύριο
βράδυ, πηγαίνω εγώ στο σπίτι και κάθεσαι συ εδώ. Μόνο,
τώρα πήγαινε. Καλό ξημέρωμα!Όλος
ο διάλογος γινόταν στο μικρό στενό πρόδομο, μπροστά απ΄ το δωμάτιο, όπου
ακούονταν ηχηροί και πολύχορδοι οι ροχαλισμοί του Κωνσταντή. Η Αμέρσα, που είχε
έλθει ξυπόλητη, με ελαφρότατο αθόρυβο βήμα, έφυγε και η μητέρα της κλείδωσε από
μέσα την πόρτα.* * *Η
Αμέρσα έφυγε τρέχοντας. Αυτή να φοβηθεί τα στοιχειά, που δεν είχε φοβηθεί τον
αδερφό της το Μιχάλη, τον κοινώς καλούμενο Μώρο ή Μούρο ή Μούτρο - τον σκιά
εκείνον, τον τρίτο γιο της μητέρας της, τον οποίον η μητέρα ονόμαζε συνήθως «το
σκυλί τ' Αγαρηνό!» - τον κατά τρία χρόνια μεγαλύτερο αδελφό της, που την είχε
μαχαιρώσει ήδη μια φορά - αλλά αυτή τον είχε σώσει, μη θέλοντας να τον
παραδώσει στην εξουσία - και θα την μαχαίρωνε βεβαίως και δεύτερη φορά, αν
έμενε έκτοτε ελεύθερος. Ευτυχώς, είχε αλλού εξασκήσει τις φονικές ορμές του
εντωμεταξύ και είχε κλεισθεί εγκαίρως στις Βενετικές φυλακές του παλαιού
φρουρίου, στη Χαλκίδα.Ιδού
πως συνέβη το πράγμα.
Ο Μώρος ή Μούρος, ήταν φύσει ορμητικός και παράφορος, αν
και είχε πολύ δεξιό, θηλυκό νου, όπως έλεγε η μάννα του, νου ο οποίος γεννούσε.
Από παιδί ήταν ικανός μόνος του, να πλάθει, αυτοδίδακτος, πολλά ωραία μικρά
πράγματα, καραβάκια, προσωπίδες, αγαλμάτια, κούκλες και άλλα ακόμη. Ήταν
σκιάς της γειτονιάς, ο σημαιοφόρος όλων των μαγκών και είχε στους ορισμούς του
όλους τους αγυιόπαιδες, όλα τα ξυπόλυτα του δρόμου. Είχε
συνηθίσει νωρίς τη μέθη και την ασωτία, έκανε θορυβώδεις εκδηλώσεις,
διαδηλώσεις, παιδικές οχλαγωγίες, μαζί με τους μικρούς φίλους του, προκαλούσε
καυγάδες στο δρόμο, πετροβολούσε όσους συναντούσε, γέροντες και γριές, όσους
πτωχούς και αδυνάτους. Δεν
άφηνε σχεδόν κανένα άνθρωπο απείρακτο.Είχε
κλέψει με το μάτι, από έναν διαβατικό μαχαιροποιό, την τέχνη του. Προσπαθούσε
ατελώς να κατασκευάζει μαχαίρια. Είχε μεγάλο τροχό στην αυλή, την σκεπαστή από
το μεγάλο χαγιάτι και το κατώγι του σπιτιού, σχεδόν το είχε μεταβάλει σε
εργοστάσιο και τρόχιζε όλα τα μαχαίρια και τους ξυραφάδες των αγυιόπαιδων και
όταν δεν είχε άλλα να τροχίσει, τρόχιζε το δικό του. Ήθελε να το κάμει δίκοπο,
αν και εξ αρχής δεν ήταν έτσι σχεδιασμένο. Επίσης δοκίμαζε να κατασκευάζει κουμπούρες,
πιστόλια, μικρά κανονάκια και άλλα φονικά όργανα.Όλα
τα λεπτά, όσα κέρδιζε από τις κούκλες, τ' αγαλμάτια και τις προσωπίδες και δεν
τα έπινε, τα αγόραζε πυρίτιδα. Και ο ίδιος είχε δοκιμάσει να κατασκευάσει ένα
τέτοιο προϊόν. Τις ημέρες του Πάσχα και δύο εβδομάδες ακόμη οψιμότερα, ήταν
φόβος και τρόμος να τολμήσει κάποιος να περάσει από την γειτονιά, στην οποία
βασίλευε διά του τρόμου ο Μούτρος. Οι πιστολισμοί έπεφταν αδιάλειπτοι.Μία
Κυριακή, ο Μούρος μεθυσμένος είχε κάμει πάρα πολλές αταξίες στο δρόμο.Δύο
χωροφύλακες που άκουσαν τα παράπονα πολλών ανθρώπων, τον κυνήγησαν για να τον
πιάσουν και να τον πάρουν «μέσα» ή «στην καζάρμα». Αλλά ο Μώρος, πολύ
ευκίνητος, τους έφυγε, γύρισε και τους περιγελούσε από μακριά και πάλι τραπείς
σε φυγή, κρύφτηκε σε μέρος απρόσιτο, στο μέσα μέρος του υπόστεγου ταρσανά ενός
ναυπηγού, εξαδέλφου του.Έπειτα,
επειδή οι δύο άνδρες παράτησαν την καταδίωξη, πήρε θάρρος και βγήκε στο δρόμο.Την
ημέρα εκείνη, ο Μώρος, επειδή δεν είχε ξεμεθύσει ακόμα, κατάντησε να κυνηγήσει
στο δρόμο και την ίδια τη μητέρα του, απειλώντας να τη σφάξει. Παραπονιόταν,
ότι η γριά του είχε κλέψει λεπτά από την τσέπη. Την
έφτασε στην αυλή του σπιτιού, όπου έτρεχε αυτή για να κρυφθεί, την άρπαξε από
τα μαλλιά και την έσυρε στο έδαφος του δρόμου, σε διάστημα πενήντα βημάτων.Αυτή
είχε βάλει τις φωνές και βγήκαν οι γείτονες. Ήταν ώρα εσπερινού, λίγο πριν τη δύση του ήλιου. Στις φωνές των γειτόνων, έφθασαν οι δύο χωροφύλακες, οι
οποίοι από πριν καταζητούσαν τον Μούρο και μόνο κατά το φαινόμενο είχαν
παρατήσει το κυνήγημα, απεναντίας μάλιστα ήταν πολύ εξοργισμένοι εναντίον του
ταραξία.Ο
Μούρος, άμα τους είδε, άφησε τη μητέρα του και τράπηκε σε φυγή. Έτρεξε να
κρυφθεί στο σπίτι, εξ ανάγκης, επειδή βρέθηκε «στα στενά», και δεν έβλεπε άλλο
άσυλο πλέον μακρυσμένο αλλά ασφαλέστερο.Η
γριά, άμα σηκώθηκε, καταμωλωπισμένη, γεμάτη σκόνη, είδε τους χωροφύλακες κι
άρχισε να τους ικετεύει.Τούτο
το είπε, διότι είδε τον ένα χωροφύλακα εξαγριωμένο, να κρατά στο χέρι φοβερό
μαστίγιο. Οι δύο άνδρες δεν έδωκαν προσοχή στα παρακάλια της, αλλά
εξακολούθησαν να τρέχουν προς καταδίωξη του Μώρου. Παραβίασαν το άσυλο, το
κατώγι της οικίας, όπου είχε το εργοστάσιό του ο Μώρος. Εκεί είχε τρέξει για να
κρυφτεί και μόλις πρόφθασε να μανταλώσει την πόρτα. Αλλά η σανίδα ήταν σάπια,
κακώς προσαρμοσμένη και ο Μώρος δεν είχε αγαπήσει τις ειρηνικές τέχνες για να
φροντίσει να τη διορθώσει. Εκείνοι έσπασαν το μικρό σύρτη και μπήκαν.Ο
Μούρος, ταχύς σαν αίλουρος, αναρριχήθηκε στην κλαβανή, στο πάτωμα. Η κλαβανή
ήταν σιμά στο βόρειο τοίχο, ο δε βόρειος τοίχος ήταν εν μέρει θεμελιωμένος στο
βράχο, ο βράχος εξείχε και παρείχε πάτημα στα πόδια του Μώρου τα γοργά και
άλλες εσοχές επί του τοίχου είχε σκάψει ο ίδιος κατά καιρούς, με τα πόδια του.
Επειδή φαίνεται ότι συνήθιζε πολύ συχνά το είδος τούτο της γυμναστικής.Η
σανίδα της καταπακτής ήταν κλειστή. Ο Μώρος την άνοιξε με ένα κτύπο του
κεφαλιού του και με μία προσπάθεια του αριστερού του βραχίονα. Έπειτα όπως ο
κολυμβητής, ο αναδυόμενος από το κύμα, πήδησε επάνω στο πάτωμα, έκλεισε με
κρότο την κλαβανή και φάνηκε ότι τοποθέτησε ένα βάρος, ίσως κάποια μικρή
κασέλα, πάνω στη σανίδα.Οι
δύο χωροφύλακες, με οργή και με πολλές βλασφημίες, άρχισαν να
ψάχνουν στο ισόγειο. Κατέσχαν όσα μαχαίρια και κουμπούρια βρήκαν εκεί, όπως και
τον τροχό και δύο άλλες μικρές ακόνες και ετοιμάζονταν να εξέλθουν ίσως για να
φύγουν, ίσως και για να ανέβουν επάνω στο σπίτι.Ο
Μούτρος ή Μούρτος, επάνω στο πάτωμα, ήταν γεμάτος οργή, μεθυσμένος
ακόμη και αφρισμένος. Φυσούσε από μανία και λύσσα. Εκεί επάνω βρέθηκε μόνη η
αδελφή του η Αμέρσα, παιδίσκη δεκαεπτά ετών τότε, που τρόμαξε άμα τον είδε να
αναρριχάται στην κλαβανή με τέτοιο αλλόκοτο τρόπο. Είχε ακούσει κάτω τα βήματα
και τις βλαστήμιες των δύο χωροφυλάκων. Έσκυψε σε μικρή σχισμάδα, μεταξύ δύο
σανίδων του κακώς αρμοσμένου πατώματος, ή σε ένα ρόζο μιας σανίδας, χάσκοντα,
κενό και είδε κάτω τους δύο ανθρώπους της εξουσίας, στο φως που εισέδυε από την
πόρτα του κατωγιού, την οποία είχαν ανοίξει εκείνοι.—
Μωρή! σ' έφαγα... τώρα θα πιω το αίμα σου! έκραξε ο Μούτρος, μη έχοντας που
αλλού να ξεθυμάνει και απειλώντας χωρίς αιτία την αδελφή του.—
Σώπα!... σώπα! ψιθύρισε η Αμέρσα. Πω πω, Θεέ μου! Δυο «ταχτικοί»! κάτω στο
κατώι... ψάχνουν... ψάχνουν... Τι γυρεύουν;Έβλεπε
τους δύο χωροφύλακες να παίρνουν τα μικρά, άξεστα όπλα, τα έργα του αδελφού
της, ως και τον τροχό και τις ακόνες. Έπειτα αίφνης τους είδε να σκύβουν προς
τη γωνία, όπου ήταν ο αργαλειός της μητέρας της και είδε τον ένα χωροφύλακα να
παίρνει στα χέρια του τη σαΐτα ή κερκίδα, που θα του φάνηκε ίσως και αυτή ως
όπλο, αφού μάλιστα καλείται και σαΐτα. Ο
άλλος δοκίμασε να αποσπάσει από τον αργαλειό το αντί, το μεγάλο κυλινδροειδές
ξύλο, περί το οποίο τυλίγεται το νεοΰφαντο πανί, ίσως δεν είχε δει παρόμοιο
πράγμα στη ζωή του και φανταζόταν ότι και αυτό ίσως θα ήταν καλό για να
χρησιμεύσει ως όπλο.Η
Αμέρσα, βλέποντας, αφήκε κραυγή πνιγμένη. Θέλησε
να φωνάξει να αφήσουν το αντί και τη σαΐτα, αλλά ο ήχος εξέπνευσε στο στόμα
της.—
Σκάσε, μωρή! έγρυξε ο Μούρτος. Τι λογιάζεις; Τι γλέπεις και γελάς;Ο
Μούρτος, πάνω στη μέθη του, είχε νομίσει ότι ήταν γέλιο η άναρθρη εκείνη κραυγή
της αδελφής του.Μετά
λίγα λεπτά, οι δύο χωροφύλακες, αφού έριξαν τελευταίο βλέμμα προς την κλαβανή -
την οποία είχαν δει να κλείνεται ακριβώς κατά τη στιγμή που εισέρχονταν στο
ισόγειο - εξήλθαν. Η Αμέρσα ανασηκώθηκε. Της φάνηκε ότι άκουσε τριγμό στο κάτω
σκαλοπάτι της εξωτερικής σκάλας, που ήταν ξύλινη, σκεπαστή κάτω από το ευρύχωρο
χαγιάτι, το υπόστεγο. Έτρεξε
προς την πόρτα.Φαντάσθηκε
ότι οι δύο «ταχτικοί», όπως τους ονόμαζε, ανέβαιναν τη σκάλα και ίσως θα
παραβίαζαν και την πόρτα του σπιτιού. Έσκυψε στην κλειδαρότρυπα και προσπαθούσε
να δει και να εννοήσει τα συμβαίνοντα από τη μικρή οπή, επειδή το μόνο παράθυρο
της προσόψεως ήταν κλεισμένο και δεν είχε άλλο μέσον για να δει.Ο
Μούρος, βλέποντας την Αμέρσα να τρέχει προς την πόρτα, φαντάσθηκε, στον
παραλογισμό της μέθης του, ότι η αδελφή του ήθελε να ανοίξει την πόρτα και να
τον παραδώσει στους χωροφύλακες.
Τότε, τυφλός από μανία, έσυρε πίσω από τα νώτα
της οσφύος του τροχισμένο μαχαίρι, το οποίο είχε και ορμώντας κτύπησε την
αδελφή του στο πλευρό πίσω, κατά τη δεξιά μασχάλη.* * *Αισθανθείσα
το ψυχρό σίδερο η Αμέρσα, άφησε σπαρακτική κραυγή.Οι
δύο χωροφύλακες δεν είχαν ακόμη απομακρυνθεί, αλλά είχαν κοντοσταθεί έξω από την
πόρτα του ισογείου, σαν να συμβουλεύονταν τι να κάμουν. Άκουσαν την κραυγή
εκείνη του τρόμου, κοίταξαν επάνω, κι έτρεξαν.Τότε
ανέβηκαν με κρότο τη σκάλα κι έφθασαν στο χαγιάτι. Έσεισαν
βίαια την πόρτα.—
Εν ονόματι του Νόμου! Ανοίξατε!Τη
στιγμή εκείνη, ήλθε στον ένα των χωροφυλάκων η υπόνοια, ότι ο
ένοχος θα μπορούσε ίσως να δραπετεύσει διά του καταρράκτη και του ισογείου. Στραφείς στο δεύτερο χωροφύλακα του λέγει.—
Έχε το νου σου, συ! Μη μας το στρίψει από κατ' απ' το καταχυτό, απ'
την καταρρήχωση!... Κι ύστερις που να τον χαλεύουμε;—
Τί κρένεις; είπε ο δεύτερος, που δεν κατάλαβε αμέσως.—
Αυτό που σου κρένω! επέμενε ο πρώτος... Κάμε κείνο που σε χουιάζουνε!Ο
δεύτερος χωροφύλακας, καίτοι νωθρός λίγο, έτρεξε κάτω όσο ταχύτερα μπόρεσε, για
να κλείσει την πόρτα του ισογείου ή για να παραμονεύσει. Αλλά ήταν ήδη αργά. Ο
Μούρτος εντωμεταξύ είχε ανοίξει την κλαβανή, αποσύροντας τη μικρή κασέλα την
οποία είχε βάλει επάνω της και είχε πηδήσει κάτω. Ήταν πάνω από δύο μέτρα το
ύψος, αλλά ο Μούρτος ήταν ελαφρός, ευκίνητος, κάτω δε το έδαφος ήταν στρωμένο
με πελεκούδια και πριονίδια κι έφθασε κάτω όρθιος και αβλαβής.Τρέχοντας
σαν άνεμος, ανέτρεψε τον χωροφύλακα, ο οποίος έπεσε βαρύς μπροστά στην
εξωτερική σκάλα κι έφυγε ο Μούρτος, σαν αστραπή. Έτρεξε
επάνω στα Κοτρόνια, εκεί που ζούσαν οι κουκουβάγιες. Ήταν
βραχώδης λόφος υψούμενος πάνω, από τα νότια του σπιτιού, όπου ήξερε όλα τα
«κατατόπια» ο Μούρτος. Ούτε κατόρθωσε ποτέ, χωροφύλακας ή άλλος να τον
συλλάβει.Την
ώρα που είχε πηδήσει ο Μούτρος από την καταπακτή, παραδόξως είχε θυμηθεί - ίσως
διότι είχε ξεμεθύσει ήδη από τα συμβάντα ή είχε «ξεμουστώσει» όπως θα έλεγε ο
ίδιος - είχε θυμηθεί, λέγω, ότι αφού μαχαίρωσε την αδελφή του, το μαχαίρι του
έπεσε από το χέρι στο πάτωμα. Τούτο συνέβη ίσως, γιατί του είχαν έλθει τύψεις
και φόβος τη στιγμή εκείνη, γι’ αυτό και επιφανειακά μόνο είχε θίξει με τη
λεπίδα τη σάρκα της αδελφής του.Καθώς
του ήλθε η ιδέα να φύγει κι έτρεξε να ανοίξει την κλαβανή, επειδή κατάλαβε
πλέον ότι οι χωροφύλακες ανέβαιναν στο πάτωμα, μη έχοντας καιρό να επανέλθει
προς το μέρος της πόρτας, για να σκύψει και να πάρει το μαχαίρι, έτοιμος να
πηδήσει κάτω, φώναξε προς την αδελφή του:—
Το «χαμπέρ'», μωρή!... Κοίταξε να κρύψεις εκείνο το «χαμπέρι»!Την
έκφραση αυτή προτίμησε, για να μη ακούσουν οι χωροφύλακες το ομοιοτέλευτο
«μαχαίρι». Κατά τη φοβερή στιγμή, φταίχτης και ένοχος, επικαλείτο τη
φιλοστοργία της αδελφής του για να τον σώσει, καθότι είχε πεποίθηση σ΄ αυτήν.
Το μαχαίρι θα ήταν ματωμένο και θα έβλεπαν το αίμα οι διώκτες. Και συνιστώντας
την απόκρυψη του οργάνου, έλπιζε στην απόκρυψη του εγκλήματος.Πράγματι
η Αμέρσα, ενώ το αίμα έρρεε ήδη απ΄ την πληγή της, βλέποντας ότι εξάπαντος θα
παραβιαζόταν η πόρτα, από παλαιά λεπτή σανίδα, με σκουριασμένους σύρτες και
μάνδαλο, σχεδόν λιποθυμούσα ήδη, έσκυψε και πήρε το μαχαίρι. Έπειτα σύρθηκε
μέχρι τη γωνία που ήταν μικρή τέμπλα, δηλαδή σωρός από διπλωμένα σεντόνια,
προσκέφαλα και στρωμνές.Έκρυψε
το ματωμένο μαχαίρι κάτω από όλο αυτό το σωρό των ρούχων, τυλίχθηκε αυτή με
παλαιό, μπαλωμένο, αλλά καθαρό πάπλωμα και κάθισε απάνω στο χαμηλό σωρό, ο
οποίος βυθίσθηκε ακόμη χαμηλότερα. Έφερε το αριστερό χέρι στη μασχάλη της και
προσπαθούσε να σταματήσει το αίμα. Παραδόξως δεν είχε δειλιάσει όταν είχε δει
το αίμα, αν και πρώτη φορά της συνέβαινε το πάθημα. Το όλον της φαινόταν σαν
όνειρο. Μόνο έσφιγγε τα δόντια και απορούσε, πως δεν αισθανόταν ακόμη πόνο.
Αλλά μετά λίγα δευτερόλεπτα, αισθάνθηκε οξείς πόνους.Την
ίδια στιγμή, η πόρτα σπρώχθηκε προς τα μέσα. Ο
ένας χωροφύλακας εισπήδησε με κρότο στο πάτωμα.Η
Αμέρσα δεν ανασήκωσε το κεφάλι, έσκυβε και ήταν τυλιγμένη ως τη μύτη στο
πάπλωμα.—
Πού είν' αυτός, ο σκιάς; έκραξε απειλητικά ο χωροφύλακας.Η
Αμέρσα δεν απάντησε.Ο
στρατιωτικός, που δεν είχε αντιληφτεί ούτε τη φυγή του Μούρου, ούτε την
ανατροπή και πτώση του ίδιου συστρατιώτη του, ίσως γιατί η στιγμή εκείνη,
συνέπεσε ακριβώς με την παραβίαση της πόρτας και ο ένας κρότος έπνιγε και
βώβαινε τον άλλον, εξέτασε όλον τον πρόδομο όπου βρισκόταν η Αμέρσα, έπειτα
μετέβη δρομαίως στο χειμερινό δωμάτιο, έπειτα στο μικρό δωμάτιο. Κανένα δε
βρήκε. Μόνο η κλαβανή ήταν ανοικτή.Μετά
μία στιγμή, ανέβαινε και ο δεύτερος σύντροφός του.—
Το 'στριψε;—
Τό ΄δωκε απ' την καταρρήχωση, χάμου...—
Και τον εχούιαξες;... Δεν τον επρόκαμες;—
Έφαγα κατραπακιά!... Α! μα φευγάλα... Εφτά μίλια την ώρα!...—
Αχ! έκαμνε ο πρώτος χωροφύλακας, κάμπτοντας τον δείκτη του δεξιού χεριού και φέροντας
αυτόν στο στόμα, σαν για να τον δαγκώσει, με βίαιο σείσιμο της κεφαλής.Μας
πρέπει για να μας τα ξηλώσουνε!Ο
δεύτερος χωροφύλακας, θέλοντας να κάμει τον αυστηρό, απέτεινε τον λόγο προς την
κόρη:—
Για πού το 'βαλε ο αδερφός σου, μωρή; της είπε.Η
Αμέρσα δεν απάντησε. Αλλά μέσα της με ακούσια ειρωνεία ίσως θα ψιθύρισε με όλον
τον δεινό πόνο και την αγωνία που αισθανόταν: «Εσύ
ξέρεις».—
Τί κάθεσαι αυτού κορίτσι μου; είπε ο ημερότερος ο πρώτος χωροφύλακας. Μη σε
χτύπησε, τίποτα;Η
Αμέρσα ανένευσε.—
Τι είχε και σ' εχάλευε;... Γύρευε να σε μαχαιρώσει;—
Γιατί φώναξες; πρόσθεσε ο δεύτερος.Η
Αμέρσα απάντησε στην ερώτηση του πρώτου χωροφύλακα:—
Όχι!—
Αλήθεια, μη σε μαχαίρωσε; επέμενε ο άνθρωπος.Η
Αμέρσα με φυσική επιφώνηση, είπε:—
Ο αδελφός μου, θελά με μαχαιρώσει!—
Γιατί κάθεσ' αυτού, τί έχεις; Είσαι άρρωστη;—
Έχω θέρμη!Η
Αμέρσα δεν είχε συλλογιστεί, ότι το πάτωμα και η ψάθα, θα είχαν ίσως κηλιδωθεί
με αίμα. Ήδη είχε δύσει ο ήλιος και δεν έβλεπες πολύ καθαρά μέσα στο σπίτι.
Εκτός τούτου, το μέρος όπου είχε πέσει το ματωμένο μαχαίρι, βρισκόταν τη στιγμή
αυτή στη σκιά, πίσω από την μονόφυλλη πόρτα, ανοικτής κατά τα δύο τρίτα
φτάνοντας μέχρι τον τοίχο, ώστε οι δύο άνδρες δεν είδαν τις κηλίδες τις
κόκκινες.—
Γιατί είχες βάλει μια φωνή; επέμενε ο πρώτος χωροφύλακας.—
Είχα πόνο και ζάλη, είπε η Αμέρσα.Και
την ιδία στιγμή, σαν για να επικυρωθεί ο λόγος της, της ήλθε πράγματι
λιποθυμία. Έκαμνε ωχ! σφίγγοντας τα δόντια κι έσκυψε κάτω. Οι
δύο άνθρωποι της εξουσίας, συγκινήθηκαν, κοιτάχθηκαν και ο πρώτος είπε:—
Μα, πού είν' η μάννα της;Σαν
να υπάκουσε στην πρόσκληση αυτή, έφθασε τρέχοντας η Φραγκογιαννού.—
Να εκεί είναι η γριά, που την τράβηξ' απ' τα μαλλιά ο γιος της, μες
στο σοκάκι! είπε ο δεύτερος χωροφύλακας.Έπειτα
πρόσθεσε:—
Δεν μ' κρένεις, γερόντισσα, πού είν' ο γιόκας σου;Η
Φραγκογιαννού δεν απάντησε κι έτρεξε κοντά στην Αμέρσα. Ήταν
επιτήδεια γιάτρισσα και ήταν ικανή να περιποιηθεί την κόρη της.* * *Όλα
αυτά έρχονταν συχνά στη μνήμη της Αμέρσας κι επανήλθαν ακόμη και κατά τις μακρές
ώρες της νύκτας, τις νυχτερινές και τα χαράματα, οπότε αυτή έχανε τον ύπνο της
στο σπιτάκι, πλησίον της κοιμώμενης Κρινιώς, της μικρής αδελφής, ενώ η μητέρα
τους απούσα κατά τις αυτές ώρες, αγρυπνούσε επί νύκτες τώρα, στο δωμάτιο της
λεχώνας, στο σπίτι της άλλης, της μεγάλης κόρης της και όταν επέστρεψε στο
σπιτάκι μετά τη νυκτερινή έξοδο, την οποία είχε επιχειρήσει, σαν
«αλαφροΐσκιωτη» που ήταν, κατ' ακολουθία του ονείρου εκείνου, είδε στο αμυδρό
φως της κανδήλας, της καίουσας εμπρός στη μικρή παλαιά και μαυρισμένη εικόνα
της Παναγίας, είδε ότι η μικρή αδελφή της, το Κρινιώ, κοιμόταν ακόμη και δε
φαινόταν να είχε σεισθεί από τη θέση της. Μόνο,
άμα μπήκε η Αμέρσα, η Κρινιώ, σαν να άκουσε το μικρό θόρυβο αμυδρά μέσα στον
ύπνο της, κινήθηκε ήρεμα, στέναξε και γύρισε από το άλλο πλευρό, χωρίς να
ξυπνήσει.Αλαφροΐσκιωτη!
πράγματι. Η λέξη την οποίαν είχε προφέρει πρόσφατα η μητέρα της, της επανήλθε
πράγματι στο νου, την ώρα κατά την οποία, με το τρίτο λάλημα του πετεινού,
επέστρεψε στο σπίτι, πλησίον της κοιμώμενης μικρής αδελφής της. Αλλά ήταν άρα
αυτή πράγματι «αλαφροΐσκιωτη»; Αυτή της οποίας τα όνειρα, οι πλάνες και οι
παρακρούσεις πολλές φορές συνέβη να σημαίνουν, ή να δηλώνουν κάτι ή να αφήνουν
παράδοξη εντύπωση. Και αυτά τα ψέματα της, όσα έλεγε, γίνονταν ακούσιες
αλήθειες γι' αυτήν. Όπως, φέρ' ειπείν, όταν, μετά το μαχαίρωμα το οποίο είχε υποστεί
από τον αδελφό της, απαντώντας στις ερωτήσεις του χωροφύλακα, έλεγε: «Είχα πόνο
και ζάλη!» Και συγχρόνως άμα είπε το λόγο αυτό, της ήρθε αληθινή λιποθυμία, σαν
κάποια ανώτερη δαιμόνια θέληση, να ήθελε να καλύψει το ψεύδος της.Η
Αμέρσα, κατακλίθηκε εκ νέου πλησίον της αδελφής της και δεν κοιμήθηκε. Οι
αναμνήσεις εξακολουθούσαν να της έρχονται ραγδαία, καίτοι λιγότερο τυραννικές
και μελανότερες παρά όσο στη μητέρα της. Και κατά τις μακρές εκείνες ώρες, δεν
έπαψε να αναλογίζεται μέσα της την τύχη του αδελφού της, του Μούρτου, που
βρισκόταν τώρα, στις φυλακές της Χαλκίδος.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ΠΕΜΠΤΟΆμα
έφυγε η Αμέρσα, η Φραγκογιαννού, ζαρωμένη κοντά στη γωνία, μεταξύ της παραστιάς
και του κρεβατιού, έχασε εκ νέου τον ύπνο της και άρχισε να συνεχίζει τους
πικρούς και πολύ πλανεμένους διαλογισμούς της. Όταν
λοιπόν ξενιτεύτηκαν στην Αμερική οι δύο μεγαλύτεροι γιοι και η
Δελχαρώ μεγάλωσε, ανάγκη ήταν αυτή, η
μητέρα, να φροντίσει για την αποκατάσταση της κόρης, καθότι ο γέρος, ο
«Λογαριασμός», δεν διέπρεπε σε δραστηριότητες. Λοιπόν, ξέρει όλος ο κόσμος τι
σημαίνει μία μητέρα να είναι συγχρόνως και πατέρας για τις κόρες της και να μην
είναι τουλάχιστον μήτε χήρα. Οφείλει η ίδια και να πανδρέψει και να προικίσει
και προξενήτρα και παντρολόγησα να γίνει. Ως άνδρας οφείλει να δώσει οικία,
αμπέλι, αγρό, ελαιώνα, να δανειστεί μετρητά, να τρέξει στο συμβολαιογράφο, να
υποθηκεύσει. Ως γυναίκα, πρέπει να κατασκευάσει ή να προμηθευθεί «προίκα»,
τουτέστι παράφερνα, δηλαδή σεντόνια, χιτώνια κεντητά, μεταξωτές εσθήτες με
χρυσοΰφαντα ποδογύρια. Ως προξενήτρα πρέπει να ψάξει για γαμπρό, να τον
κυνηγήσει, να τον αλιεύσει, να τον ζωγρήσει.Και
ποιον γαμπρό!Ένα
σαν τον Κωνσταντή, ο οποίος ροχάλιζε τώρα, πίσω απ΄το μεσότοιχο, στο πλαγινό
δωματιάκι, άνθρωπο σπανό, «αΐσκιωτον», άγαρμπο. Και ο τοιούτος να έχει
«καπρίτσια», απαιτήσεις, πείσματα, σήμερα να ζητεί τούτο και αύριο εκείνο, τη
μία μέρα να ζητεί τόσα, την άλλη περισσότερα και συχνά «να τον βάζουν στα
λόγια» άλλοι ιδιοτελείς ή φθονεροί, να ακούει εντεύθεν κι εκείθεν διαβολές,
ραδιουργίες, «μαναφούκια» και να μη θέλει «να ταιριασθεί». Και να εγκαθίσταται
μετά τον αρραβώνα στης πεθεράς το σπίτι και να «σκαρώνει» έξαφνα «πρωιμάδι». Κι
όλον τον καιρό «κότα-πίττα».Κι
αυτόν το γαμπρό, με μύριους κόπους, με ανεκδιήγητα βάσανα, μόλις, μετά πολύ
καιρό, να τον πείθει κανείς να στεφανωθεί επιτέλους. Κι η νύφη να καμαρώνει,
φέροντας στολισμό πολυτελή, καρπό πολλής νηστείας και οικονομίας κι η νύφη να
μην έχει πλέον μέση, για να αναδεικνύεται το κάποτε λιγυρό ανάστημά της.Και
τρεις μήνες μετά το γάμο, να γεννά κόρη - μετά τρία ακόμη έτη έναν γιο, μετά
δύο έτη πάλι κόρη – αυτή τη νεογέννητη, χάριν της οποίας αγρυπνούσε
τώρα τόσες νύκτες η γηραιά μάμμη.Και
για όλ' αυτά τα θυγάτρια, να μέλλει να υποφέρει η μητέρα τους τόσα - κι άλλα
τόσα - κι άλλα τόσα, από όσα έχει υποφέρει η μάννα της γι΄ αυτήν.Έμεινε
η καημένη, η ανδροκόρη, η Αμέρσα, ανύπανδρη (ας έχει την ευχή της). Είδε τη
γλύκα. Πράγματι, φρόνιμη νέα. Τι θα απολάμβανε από τα βάσανα του κόσμου; Και
ούτε ζήλευε καν! Τι να ζηλέψει; Έβλεπε τη μεγάλη αδελφή της και τη λυπόταν, την
εκαίγετο.Όσο
για τη μικρή, την Κρινιώ, άμποτε κι αυτή ο Θεός να τη φωτίσει!Όπως
και αν έχει, η μάννα της δεν έχει σκοπό - δε βαστά πλέον, δεν αντέχει - να
υποφέρει για να την παντρέψει και το πολλοστημόριο όσων για τη μεγάλη αδελφή
της υπέφερε. Αλλά σας ερωτώ, έπρεπε πράγματι να γεννώνται τόσα κορίτσια; Και αν
γεννώνται, αξίζει τον κόπο να ανατρέφονται; «Δεν είναι», έλεγε η Φραγκογιαννού,
«δεν είναι χάρος, δεν είναι βράχος;» Καλύτερα «να μη σώνουν να πάνε παραπάνω».
«Σα σ' ακούω γειτόνισσα!»Μεγάλη
και ιερή ανακούφιση αισθανόταν η πολύπαθη γυναίκα, όταν συνέβαινε, μετά τη μικρή πομπή του ιερέα, προπορευόμενου του Σταυρού, να ακολουθεί βαστάζουσα
στα χέρια της η ίδια, ως φιλεύσπλαχνος και συμπονετική οπού ήταν, το εν είδη
λίκνου μικρό φέρετρο. Προέπεμπε το θυγάτριο μιας γειτόνισσας ή μακρινής
συγγενούς, μέχρι του τάφου. Δεν μπορούσε να καταλαβαίνει τι μουρμούριζε ο
ιερεύς μασώντας τις λέξεις με τους οδόντας του. «Ουδέν
εστί πατρός συμπαθέστερον, ουδέν εστί μητρός αθλιώτερον... Πολλάκις γαρ του
μνήματος έμπροσθεν τους μαστούς συγκροτούσι και λέγουσιν. Ω υιέ μου και τέκνον
γλυκύτατον, ουκ ακούεις μητρός σου τι φθέγγεται; Ιδού και η γαστήρ η βαστάσασά
σε. Ίνα τι ου λαλείς ως ελάλεις ημίν. Αλληλούια!» Και
πάλι. «Ω τέκνον, τις ποτέ μη θρηνήσει βλέπων σου το εμφανές, πρόσωπον
ευμάραντον, το πριν ως ρόδον τερπνόν!»Αλλά
πολύ ευφραινόταν, όταν η μικρή πομπή, μετά δέκα λεπτών της
ώρας δρόμο, έφθανε στα «Μνημούρια». Ωραία εξοχή, παντοτινή άνοιξη, θάλλουσα
βλάστηση, αγριολούλουδα, μύριζε κήπος. Ιδού ο περίβολος των νεκρών! Ω! ο
Παράδεισος, απ' αυτόν τον κόσμο ήδη, άνοιγε τις πύλες για να δεχθεί το μικρό
άκακο πλάσμα, το οποίον ευτύχησε να λυτρώσει τους γονείς του από τόσα βάσανα.Χαρείτε
αγγελούδια, που πετάτε γύρω-τριγύρω με τα φτερά σας τα
χρυσόλευκα και σεις, ψυχές των Αγίων, υποδεχθείτε το!Όταν
επέστρεφε στην νεκρώσιμη οικία η γριά Χαδούλα, για να παρευρεθεί την εσπέρα
στην παρηγοριά, παρηγοριά καμία δεν εύρισκε να πει, μόνον ήταν χαρωπή όλη και
μακάριζε το αθώο βρέφος και τους γονείς του. Και η λύπη ήταν χαρά και ο θάνατος
ήταν ζωή και όλα ήταν άλλα εξ άλλων.Α!
ιδού... Κανένα πράγμα δεν είναι ακριβώς ότι φαίνεται, αλλά παν άλλο, μάλλον το
αντίθετο.Αφού
η λύπη είναι χαρά και ο θάνατος είναι ζωή και ανάσταση, τότε και η συμφορά
ευτυχία είναι και η νόσος υγεία. Άρα όλες οι μάστιγες εκείνες, οι κατά το
φαινόμενο τόσο άσχημες, όσες θερίζουν τα άωρα βρέφη, η ευλογιά κι η οστρακιά κι
η διφθερίτιδα και άλλες νόσοι, δεν είναι μάλλον ευτυχήματα, δεν είναι θωπεύματα
και πλήγματα των πτερών των μικρών Αγγέλων, που χαίρουν στους ουρανούς όταν
υποδέχονται τις ψυχές των νηπίων; Και εμείς οι άνθρωποι, μέσα στην τύφλωσή μας, νομίζομε αυτά ως δυστυχήματα, ως
πληγές, ως κακό πράγμα.Και
χάνουν τον νου τους οι ταλαίπωροι γονείς και πληρώνουν τόσο ακριβά τους
ημιαγύρτες γιατρούς και τα τριωβολιμαία φάρμακα, για να σώσουν το παιδί τους.
Δεν υποπτεύονται ότι, όταν νομίζουν ότι «σώζουν», τότε πράγματι «χάνουν» το
τέκνο. Και ο Χριστός είπε, όπως είχε ακούσει η Φραγκογιαννού να της εξηγεί ο
πνευματικός της, ότι όποιος αγαπά την ψυχή του, θα την χάσει κι όποιος μισεί
την ψυχή του, εις ζωή αιώνιον θα την φυλάξει.Δεν
έπρεπε πράγματι, αν δεν ήταν τυφλοί οι άνθρωποι, να βοηθούν τη μάστιγα, που
χτυπά με φτερά Αγγέλων, αντί να ζητούν να την εξορκίσουν; Αλλά να, τ'
Αγγελούδια δεν μεροληπτούν ούτε χαρίζονται και παίρνουν αδιακρίτως στον
Παράδεισο αγόρια και κορίτσια. Περισσότερα μάλιστα αγόρια, πόσα χαϊδεμένα και
μοναχογέννητα! πεθαίνουν άγουρα. Τα κορίτσια είναι εφτάψυχα, φρονούσε η γριά.
Δύσκολα αρρωσταίνουν και σπάνια πεθαίνουν.Δεν
έπρεπε εμείς, ως καλοί χριστιανοί, να βοηθάμε το έργο των Αγγέλων; Ω, πόσα
αγόρια και αρχοντόπουλα μάλιστα, αρπάζονται άωρα. Ακόμη και τ'
αρχοντοκόριτσα ευκολότερα πεθαίνουν, αν και τόσο σπάνια μεταξύ του φύλου, παρ'
όσον τα απειράριθμα θηλυκά της φτωχολογιάς.Τα
κορίτσια της τάξεως αυτής, είναι τα μόνα εφτάψυχα! Φαίνονται σαν να πληθύνονται
επίτηδες, για να κολάζουν τους γονείς τους, απ' αυτόν τον κόσμο ήδη. Α! όσο το
συλλογίζεται κανείς, «ψηλώνει ο νους του»!* * *Τη
στιγμή εκείνη, άρχισε το κορίτσι να βήχει και να κλαίει.Η
γριά, αφού είχε συλλογισθεί όλα τ' ανωτέρω, όσο και αν είχε εξαφτεί από τα
κύματα των αναμνήσεων, αισθάνθηκε αίφνης ζάλη, από το σάλο και τη ναυτία της
ζωής της και άρχισε να ναρκώνεται και νύσταζε ακράτητα.Το
μικρό κορίτσι έβηχε κι έκλαιγε και θορυβούσε «σαν να ήταν μεγάλος άνθρωπος». Η
μάμμη του σκίρτησε, στράφηκε κι έχανε πάλι τον ύπνο της.Η
λεχώνα κοιμόταν βαθιά και ούτε άκουσε το βήχα και τα κλάματα.Η
γριά άνοιξε βλοσυρά τα μάτια κι έκαμε χειρονομία ανυπομονησίας και απειλής.—
Ε! θα σκάσεις; είπε.Της
Φραγκογιαννούς, άρχισε πράγματι «να ψηλώνει ο νους της». Είχε
«παραλογίσει» επιτέλους. Επόμενο ήταν, διότι είχε εξαρθεί σε
ανώτερα ζητήματα. Έσκυψε πάνω από το λίκνο. Έχωσε τα δύο μακρά και σκληρά
δάκτυλα μέσα στο στόμα του μικρού, για να «το σκάσει».Ήξερε
ότι δεν ήταν τόσο συνήθεια «να σκάζουν» τα πολύ μικρά παιδιά. Αλλά είχε
«παραλογίσει» πλέον. Δεν εννοούσε καλά τι έκανε και δεν ομολογούσε στον εαυτό
της τι ήθελε να κάνει.Και
παρέτεινε το σκάσιμο επί μακρόν, έπειτα βγάζοντας τα δάκτυλά της από το μικρό
του οποίου είχε κοπεί η αναπνοή, έδραξε απ΄ έξω το
λαιμό του βρέφους και τον έσφιξε για λίγα δευτερόλεπτα.Αυτό
ήταν όλο.Η
Φραγκογιαννού δεν είχε θυμηθεί τη στιγμή εκείνη το όνειρο της Αμέρσας, το οποίο
αυτή ερχόμενη προ μιας ώρας, μεταξύ του δεύτερου και του τρίτου λαλήματος του
πετεινού, είχε διηγηθεί στη μητέρα της!Είχε
«ψηλώσει» ο νους της!
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ΕΚΤΟΑφού
η Αμέρσα είχε χάσει τον ύπνο της, μετά την επιστροφή της από το σπίτι της λεχώνας
και είχε πλαγιάσει πάλι, χωρίς να κοιμηθεί, στο πλάι της μικρής αδελφής της,
για πολύ ώρα εξακολούθησε να σκέπτεται και πάλι τον αδελφό της, τον δυστυχή και
ένοχο εκείνο. Έκτοτε,
μετά το πήδημα από την κλαβανή και την απόδρασή του, δεν τον είχε δει πλέον. Οι
χωροφύλακες τον καταζητούσαν επί ημέρες, αλλά πουθενά δεν τον βρήκαν.Ευθύς
τότε, μετά τις ερωτήσεις των χωροφυλάκων, στις οποίες απάντησε όπως απάντησε η Αμέρσα,
άμα έφτασε η μητέρα στο σπίτι, βρήκε την κόρη τυλιγμένη στο πάπλωμα, με το
κεφάλι κάτω και πολύ χλωμή απ΄ τη λιποθυμία την οποία είχε φέρει η ροή του
αίματος.Στην
ερώτηση του ενός χωροφύλακα, εκείνου τον οποίον είχε ανατρέψει φεύγοντας ο
Μούρος, «γερόντισσα, που είν' ο γιόκας σου», δεν είχε απαντήσει η
Φραγκογιαννού. Αλλά ο άλλος, ο οποίος φαινόταν ανθρωπινότερος, με ήρεμο τόνο
είπε:—
Κοίταξε, κυρά, τι έχ' η κόρη σου. Μας λέει πως είναι άρρωστη.—
Άρρωστη είναι! Πως να μην είναι! απάντησε με ετοιμότηταη
Φραγκογιαννού. Επήρε φρίξη απ' τα καμώματα εκείνου του προκομμένου, του γιου
μου... Κοιτάξτε, παιδιά!... ανίσως τον πιάσετε, να μην τον τυραγνήσετε πολύ...—
Τον είδες πουθενά να τρέχει; Κατά πού έκαμε;—
Τον είδα απ' αλάργα!... Έκαμε κατά τα Πηγάδια, πέρα στ' Αλώνια.Η
Φραγκογιαννού εψεύδετο διπλά. Δεν είχε δει τον Μούρο, αλλά ήταν βέβαιη ότι
αυτός θα τράπηκε κατά την διεύθυνση την αντίθετη απ΄ αυτή που έλεγε, κατά τα
Κοτρόνια, άνωθεν της οικίας, προς ανατολάς, εκεί όπου ήταν μαθημένος απ' τα
μικρά του χρόνια να κυνηγά τις κουκουβάγιες.Οι
δύο άνδρες έφυγαν τρέχοντας. Ο ένας, φεύγοντας, έριξε τελευταίο φιλύποπτο
βλέμμα πίσω από τη μισάνοιχτη πόρτα.Η
Χαδούλα έκλεισε την πόρτα. Συγχρόνως δε άνοιξε το παράθυρο.—
Μ' εμαχαίρωσε, μάννα! στέναξε με
πόνο η Αμέρσα, αισθανθείσα το ρεύμα του
αέρα να μπαίνει από το ανοιχτό παράθυρο πλησίον της και συνερχόμενη απ΄ τη
λιποθυμία.Συγχρόνως
δε, σήκωσε το πάπλωμα και φάνηκε ματωμένη η φανέλα την οποία φορούσε έξω
απ το πουκάμισο.—
Ω! αχ! ο φονιάς!... ο Θεός κι η γης να τον εύρει!καταταράσθηκε βλέποντας το
αίμα η μάννα της.Και
άρχισε να ψαχουλεύει την κόρη και να ζητά να σταματήσει το αίμα και να επιδέσει
την πληγή. Αφαίρεσε τη φανέλα, ξέσυρε το μανίκι του υποκαμίσου και φάνηκε ο
δεξιός βραχίονας της Αμέρσας, ισχνός και ύπωχρος αλλά καλοδεμένος και νευρώδης.Το
τραύμα ήταν μάλλον επιπόλαιο, αλλά παρόλαυτα το αίμα έρρεε.Η
Χαδούλα μεταχειρίστηκε ότι γιατρικό γνώριζε, ίσως τον «αιμοστάτην» αν
είχε κι επέδεσε την πληγή.Μετά
από λίγο έπαψε το αίμα.Η
Αμέρσα είχε αδυνατήσει κάπως, αλλά ήταν ισχυρή, θαρραλέα και δε φοβόταν.
Πράγματι, μετά λίγες ημέρες, χάρις στις φροντίδες της μητέρας της, επουλώθηκε
το τραύμα.Η
Φραγκογιαννού, ποτέ δεν θα καλούσε το γιατρό. Δεν ήθελε να μαθευτεί ότι ο γιος
της είχε μαχαιρώσει την αδελφή του. Σε όλες τις καλοθελήτρες μεταξύ των
γειτονισσών, όσες την ρωτούσαν, πότε με προσποιητή αγανάκτηση, πότε με γέλιο
βεβιασμένο, διέψευσε ότι ο Μούρος είχε τραυματίσει την κόρη της. Ενδιαφερόταν
προ πάντων να μάθει αν ο Μιχάλης θα γλύτωνε από τα χέρια των χωροφυλάκων και ας
πήγαινε στο έλεος του Θεού!* * *Πράγματι,
μετά λίγες μέρες, βεβαιώθηκε ότι ο γιος της μπαρκάρισε κρυφά τη νύκτα, με ένα
πλοίο, ως ναύτης κι έφυγε από το νησί.Ο
γραμματεύς του Λιμεναρχείου ήταν βολικός και καλοπροαίρετος άνθρωπος και δεν
δίστασε να τον ναυτολογήσει. Ήταν δε τότε ο Μούρος σχεδόν εικοσαετής, η δε
Αμέρσα ήταν μόλις δεκαεπτά ετών.Πέρασε
χρόνος εωσότου η οικογένεια λάβει ειδήσεις περί του φυγάδα. Τέλος, μετά έτος
και πλέον, ακούσθηκε μία αόριστη φήμη, ότι ο Μώρος διέπραξε φόνο μέσα στο πλοίο,
με το οποίο αρμένιζε. Οι αδελφές του, όταν το άκουσαν, στον κόσμο είπαν ότι δεν
ξέρουν τίποτε και ολοψύχως εύχονταν να ήταν ψευδής η φήμη. Αλλά η μητέρα ενδομύχως
πίστευε στο αληθές της είδησης.Λίγες
ημέρες ύστερα, έλαβαν επιστολή που έφερε την ταχυδρομική σφραγίδα Χαλκίδος. Ο
Μιχάλης έγραφε από τις φυλακές της πόλεως εκείνης. Κατά σχήμα πρωθύστερο,
διεκτραγωδούσε εν πρώτοις τα βάσανα του και τα πάθη του στα μπουντρούμια του βενετικού
φρουρίου. Έπειτα, με συντριβή καρδιάς, αλλά με διφορούμενες φράσεις και κατά
κάποιον τρόπο μεταξύ των γραμμών, εξομολογείτο ότι ίσως να φόνευσε πράγματι τον άνθρωπο,
τον γέρο-Πορταΐτη, το λοστρόμο του πλοίου, αλλά χωρίς καλά να το καταλάβει και
χωρίς να το θέλει. (Πράγματι, δεν θα ήθελε να τον είχε φονεύσει). Ο εχθρός τον
έβαλε, αυτός δεν έπταιε τίποτε, το φονικό έγινε στον καυγά επάνω. Αυτός είχε
βρεθεί «εις βρασμόν ψυχής». Αποδείχθηκε μάλιστα ότι το μαχαίρι ήταν «του
παθόν». Ίσως να το είχε αποσπάσει, αλλά δεν θυμόταν πως, το μαχαίρι από τη μέση
του θύματος. Αυτός πίστευε ότι του το είχε αρπάξει μάλλον από το χέρι.Έπειτα
και πάλι αναφερόταν στα βάσανά του, όσα υπέφερε δύο μήνες τώρα, στις φυλακές.
Ακολούθως επικαλούταν τη φιλοστοργία της μητέρας του και την εξόρκιζε «να
σηκωθεί, –το δίχως άλλο– να πάει να βρει την Πορταΐτινα», τη χήρα του
φονευθέντος και τη θυγατέρα του και να τις παρακαλέσει μετά δακρύων, «να κάμει
νόμο-τρόπο», να τις καταφέρει όπως οι ίδιες ζητήσουν την αθώωση του φονέως!«Να
σηκωθείς, μάννα, να μπαρκάρεις, να πας πέρα, στην Πλατάνα, να την περικαλέσεις,
την Πορταΐτινα, ως καθώς και την κόρη της, την Καρίκλεια, να τις καταφέρεις να
ζητήσουν να βγω αθώος κι εγώ να γίνω παιδί τους, να πάρω και την Καρίκλεια
γυναίκα μου, χωρίς προίκα και να ζήσουμε καλά κι αγαπημένα όλοι μας... Και να
δουν πως εγώ θα την αγαπώ την Καρίκλεια και πως θα την έχω την πεθερά μου, να
δουλεύω σα σκλάβος να τις ζωοθρέφω, με πολλά καλά, γιατί εγώ είμαι άξιος και
μπορώ να βγάλω λεπτά...». Τελειώνοντας ο φονιάς, επανερχόταν ξανά στα βάσανα του
και υποσχόταν ότι, άμα βγει από τη φυλακή, θα φέρει πολλά ωραία πράγματα και
στολίδια, για να προικίσει τις δύο αδελφές του, ακόμη και κούκλες και παιγνίδια
για τα μικρά κορίτσια της μεγάλης αδελφής του, της Δελχαρώς.Λοιπόν,
δεν είναι παράδοξο αν η Φραγκογιαννού δεν δίστασε. Χρεώθηκε
λίγα χρήματα, δίνοντας ενέχυρο ότι ασημικό είχε και μπαρκάρισε και πέρασε πέρα
στο αντικρινό νησί, στο χωριό Πλατάνα και πήγε να βρει την Πορταΐταινα.* * *Αλλά το παράδοξο είναι ότι, με την την περιπαθή ευγλωττία της , με τη γυναικεία στωμυλία της, με τα χίλια ψέματα όσα ήξερε –ήταν δε τότε η Φραγκογιαννού 55 ετών,
αλλά ακμαία γυναίκα και με ζωηρούς χαρακτήρες– κατόρθωσε να πείσει τη γριά, τη
χήρα του φονευθέντος (σημειώσατε ότι η μητέρα και η κόρη έδωκαν και φιλοξενία
ακόμη στη μητέρα του φονιά), να την πείσει, λέγω, καταβάλλοντας τα έξοδα του
ταξιδίου αυτή, να μεταβούν μαζί στη Χαλκίδα, με σκοπό να ενεργήσουν από κοινού
πλησίον της Εισαγγελίας, του Δικαστηρίου και των Ενόρκων, υπέρ της απαλλαγής ή
της αθωώσεως του υπόδικου. Όσον
αφορά την κόρη, «την Καρίκλειαν», αυτή δήλωσε ότι εκδίκηση δεν επιζητεί, επειδή
«ο πατέρας της δεν έρχεται πίσω», μόνο ποτέ δε θα θελήσει τον φονέα ως άνδρα
της, προτιμά να μένει ανύπανδρη στον αιώνα.Πήγαν
μαζί οι δύο γριές κι έμειναν στη Χαλκίδα τρεις μήνες, κατοικώντας σε τρώγλη, σε
ένα τουρκόσπιτο, κοντά στα Εβραίικα, προς την Άνω Πύλη του φρουρίου. Και
καθημερινά η Χαδούλα πήγαινε στις φυλακές, τις πρωινές ώρες, κατά την έξοδο των
φυλακισμένων, συνοδευόμενη συνήθως από την Πορταΐταινα, η οποία όμως καθόταν
αντίκρυ απ΄τη φυλακή και περίμενε, μη θέλοντας να δει κατά πρόσωπο το φονέα. Περνώντας έξω από το μεγάλο και άκομψο παλαιό ναό της Αγίας Παρασκευής,
έκαναν το σταυρό τους και η μητέρα έφερνε στον υπόδικο σιμίτια και σύκα και
σαρδέλες και καπνό για την πίπα του. Και μέσα στη βαθιά τσέπη του φουστανιού
της, κρυφά, είχε χωμένη μικρή φιαλη με ρούμι ή ρακί, προς παρηγοριά του
φυλακισμένου.Αλλά
δύο ή τρεις φορές την εβδομάδα από την Άνω Πύλη του φρουρίου εξέρχονταν κι
έβλεπαν κρεμάμενα εκεί, στο σκοτεινό πυλώνα, την κνήμη του «Έλληνος γίγαντος»
και το «τσαρούχι του», τεραστίου μεγέθους, επιφυλασσόμενες, όταν θα επέστρεφαν
με το καλό στην πατρίδα, να διηγούνται κι οι δύο το πράγμα στα εγγόνια τους. Έπειτα
διευθύνονταν κατά τη συνοικία Σουβάλα ή κατά τον Άγιον Δημήτριον κι
επισκέπτονταν τον Εισαγγελέα, ο οποίος διά του
γραφέα του τις έδιωχνε και τους δικαστές, οι οποίοι ενίοτε καταδέχονταν να
γελούν μαζί τους.Τέλος
όταν ορίσθηκε η δίκη, ζήτησαν να πλησιάσουν τους ενόρκους, που είχαν έλθει,
άλλοι φουστανελάδες, από τα ορεινά χωριά, άλλοι βρακάδες, από τα νησιά και τα
παραθαλάσσια. Η
Φραγκογιαννού υποσχόταν χιλίων λογιών δώρα σε όλους και θα ήταν ικανή να τα
δώσει, αν είχε, μοσχάτα κρασιά, ωραία λάδια «κεχριμπάρι», αστακοουρές, παστά
κεφαλόπουλα, αυγοτάραχα, ξεροχτάποδα, εκλεκτά σύκα και παν ότι εδύνατο να
παράγει το νησί της.Σε
ένα των ενόρκων, άνθρωπο κίτρινο και βήχοντα, ο οποίος φαινόταν να πάσχει,
υποσχέθηκε αυτή να τον γιατρέψει, με ένα μαντζούνι που ήξερε. Όλα αυτά δεν
ίσχυσαν και ο φονιάς καταδικάστηκε σε εικοσαετή δεσμά. Ναυάγησαν όλα τα σχέδια,
ως και αυτή η συμπεθεριά μεταξύ της μητέρας του φονιά και της χήρας του
θύματος.* * *Τώρα
ήταν ανάγκη να επιστρέψουν στην πατρίδα, αλλά τα λίγα χρήματά τους είχαν
εξαντληθεί και όσα είχαν πάρει μαζί τους και όσα είχε στείλει εντωμεταξύ η
Αμέρσαξενοδουλεύοντας και υφαίνοντας στην πατρίδα. Αφού η Φραγκογιαννού μάταια
παρεκάλεσε όσα πλοία έβλεπε που ετοιμάζονταν να πλεύσουν προς το Μαλιακό κόλπο
ή προς την Ιστιαία, να παραλάβουν τουλάχιστον την Πορταΐταινα, ως γεροντότερη
και ασθενέστερη - αυτή για τον εαυτό της είχε το σχέδιό της - όταν είδε ότι οι
διάφοροι κυβερνήτες απαιτούσαν όχι μόνο το ναύλο, αλλά να έχει και τρόφιμα η
επιβάτης και αν την άφηναν στη Στυλίδα ή στους Ωρεούς, ας κάμει καλά να βρει
πλοίο για την πατρίδα της, εκμυστηρεύτηκε το σχέδιό της στην Πορταΐταινα.—
Εγώ, είπε, είμαι ικανή να πάω στεριά με τα ποδάρια μου, από δω ως την Αγία
Άννα - λένε πως είναι δυο μέρες δρόμος - κι εκεί θα βρούμε το ταχύπλοο, το δικό
μας που θα μας γνωρίσει ο καπετάν Πετσερέλος, ο ταχυδρόμος και θα μας πάρει. Τα
έξοδά μου στο δρόμο θα τα οικονομήσω, μαζεύοντας βότανα, χορτάρια κι
αγριολάχανα κι όποια χριστιανή βρω κι έχει το παιδί της άρρωστο ή τον άνδρα
της, θα της κάμω ψευτογιατρικά να βοηθήσω τον άνθρωπό της, να την υποχρεώσω... —
Τί θα κάμω; μπορώ, δεν μπορώ, απάντησε η Πορταΐταινα. Καλύτερα να πάμε
συντροφιά, όπως ήρθαμε.Και
ξεκίνησαν. Η
Χαδούλα έκαμε όπως είπε, μόνο πως αργοπόρησαν περισσότερο στο δρόμο, ένεκα της
βραδυπορίας της Πορταΐταινας. Κι επέτυχε μάλιστα περισσότερο απ΄ όσο ήλπιζε. Όταν, μετά μία εβδομάδα, έφτασε στην πατρίδα, είχε και περίσσευμα από την
επιχείρηση. Έφερε στο σπίτι της, από όσα της έδιναν για αμοιβή των εκδουλεύσεών
της, ένα σάκο με σιτάρι, ως μία οκά τυρί, δύο όρνιθες, ένα μάλλινο χράμι, το
οποίο της χάρισαν και λίγες δραχμές μετρητά. Απ΄ αυτά πλήρωσε γενναιόφρονα και
το ναύλο της Πορταΐταινας, για να πάει κι αυτή στο σπίτι της.Όλα
αυτά τα θυμόταν καλά η Αμέρσα, επειδή η μάννα της δεν είχε πάψει να τα διηγείται
έκτοτε. Τώρα, είχαν περάσει δώδεκα χρόνια, ο αδελφός της βρισκόταν ακόμη στη
φυλακή, ο πατέρας της προ πολλού είχε πεθάνει, ο Σταθαρός κι ο Γιαλής δεν
επανήλθαν ποτέ από την Αμερική, ο μικρός ο Δημητράκης κι εκείνος είχε πάρει
μεγάλα πέλαγα, η Κρινιώ κι αυτή είχε μεγαλώσει, η Δελχαρώ είχε γεννήσει και
πάλι κόρη κι αυτή, η Αμέρσα, είχε μείνει γεροντοκόρη.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ΠΡΩΤΟΜισοπλαγιασμένη
κοντά στο τζάκι, με κλειστά τα μάτια, το κεφάλι να ακουμπά στο κράσπεδο της
παραστιάς, το λεγόμενο «φουγοπόδαρο», η θεια-Χαδούλα, η κοινώς Γιαννού η
Φράγκισσα, δεν κοιμόταν, αλλά θυσίαζε τον ύπνο κοντά στο κρεβατάκι της
ασθενούσας μικρής εγγονής της.
Όσο
για τη λεχώνα, τη μητέρα του πάσχοντος βρέφους, αυτή προ ολίγου είχε
αποκοιμηθεί στο χαμηλό, φτωχικό κρεβάτι της.
Ο
μικρός λύχνος, κρεμαστός, τρεμόσβηνε κάτω από το φάτνωμα της εστίας.
Έριχνε σκιά
αντί φωτός στα λίγα φτωχικά έπιπλα, τα οποία φαίνονταν καθαρότερα και
κοσμιότερα τη νύκτα.
Οι
τρεις μισοκαμμένοι δαυλοί και το μεγάλο ορθό κούτσουρο του τζακιού, έριχναν
πολλή στάχτη, λίγη ανθρακιά και σπάνια τρεμάμενη φλόγα, κάνοντας τη γριά να
θυμάται μέσα στη νύστα της, την απούσα μικρότερη κόρη της, την Κρινιώ, η οποία
αν βρισκόταν τώρα μέσα στο δωμάτιο, θα ψιθύριζε σε κάτι μεταξύ πεζού και
ποιήματος:
«Αν είναι φίλος, να χαρεί, αν είν' εχθρός, να
σκάσει...»Η
Χαδούλα, η λεγομένη Φράγκισσα ή αλλιώς Φραγκογιαννού, ήταν γυναίκα σχεδόν
εξήντα ετών, καλοκαμωμένη, με αδρούς χαρακτήρες, με ήθος ανδρικό και με δύο
μικρές άκρες μύστακος πάνω απ΄ τα χείλη της.
Στις
σκέψεις της, συγκεφαλαιώνοντας όλη τη ζωή της, έβλεπε ότι ποτέ δεν είχε κάμει
άλλο τίποτε, παρά να υπηρετεί τους άλλους.
Όταν
ήταν παιδίσκη, υπηρετούσε τους γονείς της.
Όταν πανδρεύτηκε, έγινε σκλάβα του συζύγου της.
Και όμως, λόγω του χαρακτήρα της και της αδυναμίας εκείνου, ήταν συγχρόνως και κηδεμόνας αυτού.
Όταν
απέκτησε παιδιά, έγινε δούλα των παιδιών της, όταν τα παιδιά της απέκτησαν παιδιά,
έγινε πάλι δουλεύτρα των εγγόνων της.
Το
νεογνό είχε γεννηθεί πριν δύο εβδομάδες. Η μητέρα του είχε κάμει βαριά λεχωσιά.
Ήταν αυτή που κοιμόταν στο κρεβάτι της, η πρωτότοκος κόρη της Φραγκογιαννούς, η
Δελχαρώ η Τραχήλαινα.
Είχαν
βιασθεί να το βαπτίσουν τη δέκατη ημέρα, επειδή έπασχε πολύ, είχε κακό βήχα,
κοκίτη, συνοδευόμενο με σπασμωδικά σχεδόν συμπτώματα.
Καθώς βαπτίσθηκε το
νήπιο, φάνηκε να καλυτερεύει λίγο την πρώτη βραδιά και ο βήχας κόπασε για λίγο.
Επί
πολλές νύκτες, η Φραγκογιαννού δεν είχε δώσει ύπνο στα μάτια της, ούτε στα βλέφαρά
της νυσταγμό, αγρυπνούσε πλάι στο μικρό πλάσμα, το οποίο ούτε φανταζόταν ποιους
κόπους προξενούσε στους άλλους, ούτε πόσα βάσανα έμελλε να υποφέρει, εάν
επιζούσε και αυτό. Και δεν ήταν ικανό να αισθανθεί καν την απορία, την οποία
μόνο η γιαγιά διατύπωνε κρυφά μέσα της:
«Θε μου, γιατί να έλθει στον κόσμο κι αυτό;»
Η
γριά το νανούριζε και θα ήταν ικανή να πει «τα πάθη της τραγούδια» από πάνω από
την κούνια του μικρού.
Κατά
τις προηγούμενες νύκτες, πράγματι, είχε «παραλογίσει» αναπολώντας όλα αυτά τα
πάθη της στο πεζό.
Σε
εικόνες, σε σκηνές και σε οράματα, της είχε επανέλθει στο νου όλος ο βίος της,
ο ανωφελής και μάταιος και βαρύς.
* * *Ο
πατέρας της ήταν οικονόμος και εργατικός και φρόνιμος.
Η
μάννα της ήταν κακή, βλάσφημη και φθονερή.
Ήταν
μία από τις στρίγγλες της εποχής της. Ήξερε μάγια.
Την
είχαν κυνηγήσει δύο-τρεις φορές οι κλέφτες, τα παλληκάρια του Καρατάσου και του
Γάτσου και των άλλων οπλαρχηγών της Μακεδονίας. Έπραξαν τούτο για να την
εκδικηθούν, επειδή τους είχε κάμει μάγια και δεν πήγαιναν καλά οι δουλειές
τους.
Επί
τρεις μήνες «σχόλαζαν εν αργία» και δεν μπόρεσαν να κάμουν τίποτε πλιάτσικο,
ούτε από Τούρκους, ούτε από χριστιανούς. Ούτε η Κυβέρνηση της Κορίνθου τους
είχε στείλει κανένα βοήθημα.
Την
είχαν κυνηγήσει τον κατήφορο, από την κορυφή τ' Άι-Θανασού, στο οροπέδιο του
Προφήτη Ηλία, με τους πελώριους πλάτανους και την πλούσια βρύση κι απ΄ εκεί στο
Μεροβίλι, στο πλάγι του βουνού, ανάμεσα στα ορμάνια και τους λόγγους. Αυτή
δοκίμασε να κρυφθεί σε μία λόχμη βαθιά, αλλά εκείνοι δε γελάστηκαν. Ο θρους των
φύλλων και των κλαδιών, ο ίδιος τρόμος της, που μετέδιδε τρομώδη κίνηση σε
κλώνους και θάμνους, την πρόδωσε.
Άκουσε
τότε άγρια φωνή:
—
Αχ! μωρή τσούπα, και σ' επιάσαμε!
Αυτή
αναπήδησε τότε μέσα από τους θάμνους κι έτρεξε σαν φοβισμένη τρυγόνα, με το
φτερούγισμα των λευκών πλατιών μανικιών της.
Δεν
ήταν πλέον ελπίδα να γλυτώσει. Άλλοτε, την πρώτη φορά όταν την είχαν κυνηγήσει,
είχε κατορθώσει να κρυφθεί κάτω στο Πυργί, επειδή το μέρος εκείνο είχε πολλά
μονοπάτια.
Εδώ,
στο Μεροβίλι, δεν υπήρχαν δρομίσκοι και λαβύρινθοι, αλλά μόνο συστάδες δένδρων
και λόχμες απάτητοι.
Η τότε νεαρή Δελχαρώ, η μητέρα της Φραγκογιαννούς, πηδούσε
σα ζαρκάδι από θάμνο σε θάμνο, ξυπόλυτη, επειδή προ πολλού είχε πετάξει τα
παπούτσια από τα πόδια της, πίσω της, - το ένα των οποίων είχε αναλάβει σαν
λάφυρο ο ένας από τους διώκτες - και τα αγκάθια χώνονταν στις φτέρνες της, της
έσχιζαν και της μάτωναν τους αστραγάλους και τους ταρσούς.
Τότε,
στην απελπισία, της ήλθε μια έμπνευση.
Από
κει από το λόγγο, στο πλάγι του βουνού, ήταν ένας και μόνος καλλιεργημένος
ελαιώνας, καλούμενος ο Πεύκος του Μωραΐτη.
Ο
γέρο-Μωραΐτης, ο παππούς του κτήτορα, είχε μεταναστεύσει από το Μιστρά στον
τόπον αυτόν, περί τα τέλη του άλλου αιώνα - κατά την εποχή της Αικατερίνης και
του Ορλώφ. - Ο φημισμένος πεύκος στεκόταν στο μέσον των ελαιών, σαν γίγαντας
μεταξύ νάνων.
Το
χιλιετές δένδρο, ήταν σκαφιδιασμένο κοντά στη ρίζα, κάτω στο γιγαντιαίο κορμό,
τον οποίο δεν μπορούσαν να αγκαλιάσουν πέντε άνδρες. Οι βοσκοί και οι αλιείς
τον είχαν σκαφιδιάσει, του είχαν σκάψει την καρδιά, του είχαν κοιλάνει τα
έγκατα, για να πάρουν από κει άφθονο δαδί. Και με τη φοβερή πληγή στις ίνες,
στα σπλάχνα του, ο πεύκος επέζησε άλλα τρία τέταρτα αιώνος, μέχρι το 1871.
Κατά
τον Ιούλιο του έτους εκείνου, μεγάλο τοπικό σεισμό αισθάνθηκαν αυτοί που
κατοικούσαν, σε απόσταση μιλίων, κάτω στα παραθαλάσσια.
Τη
νύκτα εκείνη κατέρρευσε ο γίγαντας.Στο
κοίλωμα εκείνο, μέσα στο οποίο μπορούσαν να καθίσουν άνετα δύο άνθρωποι, έτρεξε
να κρυφτεί η τότε νεόνυμφη Δελχαρώ, η μητέρα της σημερινής Φραγκογιαννούς.
Το
μέσον ήταν χωρίς ελπίδα και σχεδόν παιδαριώδες. Εκεί δεν κρυβόταν αλλιώς, ειμή
κατά φαντασία, με παιδικό τρόπο, όπως παίζουν το κρυφτό.
Οι
διώκτες βεβαίως θα την έβλεπαν, θα ανακάλυπταν το καταφύγιό της. Μόνο εκ των
νώτων ήταν αόρατη, αλλά όχι κατά πρόσωπο.
Άμα
οι τρεις κλέφτες έφταναν πέραν του πεύκου, θα την έβλεπαν σαν
καρφωμένη εκεί.
Οι
τρεις άνδρες έτρεξαν, το προσπέρασαν κι εξακολούθησαν να τρέχουν. Οι δύο απ’ αυτούς
ούτε εστράφησαν πίσω να δουν. Φαντάζονταν ότι η «τσούπα» έτρεχε εμπρός. Μόνο
την τελευταία στιγμή, ο τρίτος στράφηκε, κάπως σκοτισμένος προς τα πίσω και
κοίταξε παντού αλλού, όχι όμως στον κορμό του πεύκου. Έβλεπε και τον πεύκο
συλλήβδην, με τα άλλα αντικείμενα, χωρίς να φαντάζεται ότι ο κορμός του είχε
κοιλιά και ότι μέσα στην κοιλιά κρυβόταν άνθρωπος. Και αν γνώριζε και αν
αγνοούσε το κοίλωμα του γιγαντιαίου κορμού, εκείνη τη στιγμή δεν πέρασε από το
νου του. Κοίταζε να δει μην ανακαλύψει κάπου το χάσμα της γης, το οποίο θα την
είχε καταπιεί εξάπαντος, διότι καμία πτυχή γης ορατή δεν υπήρχε όπου να κρυφτεί
κανείς.
Οι Δρυάδες, οι νύμφες των δασών, τις οποίες αυτή ίσως επικαλείτο στις
μαγείες της, την προστάτευσαν, τύφλωσαν τους διώκτες της, έριξαν πρασινωπή
αχλή, χλοερό σκότος, στους οφθαλμούς τους και δεν την είδαν.
Η
νεαρή γυναίκα σώθηκε από τα νύχια τους. Και όλο τον καιρό ύστερα εξακολούθησε
να κάνει μάγια, μάγια εναντίον των κλεφτών και να φέρνει σ΄
αυτούς πολλά «κεσάτια», ώστε πουθενά πλέον δεν υπήρχε πλιάτσικο. έως ότου,
έδωκε ο Θεός και ησύχασαν τα πράγματα και ο Σουλτάνος Μαχμούτ, χάρισε, καθώς
λέγουν, τα «Διαβολονήσια» στην Ελλάδα κι έκτοτε έπαψαν να είναι ασύδοτα.
Την πλιατσικολογία διαδέχθηκε η φορολογία και έκτοτε όλος
ο περιούσιος λαός,
εξακολουθεί να δουλεύει για τη μεγάλη κεντρική γαστέρα, την «ώτα ουκ έχουσαν».
* * *Η
Χαδούλα η Φράγκισσα, αν και πολύ μικρή, ήταν γεννημένη τότε και τα θυμόταν όλα
αυτά, τα οποία διηγείτο αργότερα η μάννα της.
Ύστερα,
όταν μεγάλωσε κι έγινε δεκαεπτά χρόνων και ειρήνευσαν κάπως τα πράγματα, κατά
τους χρόνους του Κυβερνήτη, την πάνδρεψαν οι γονείς της και της έδωκαν άνδρα το
Γιάννη το Φράγκο, εκείνον τον οποίον η σύζυγος του επονόμασε αργότερα, «τον
Σκούφον» και «τον Λογαριασμόν».
Τα
δύο τούτα παρατσούκλια, δεν του τα είχε δώσει χωρίς λόγο η σύζυγός του, η
Χαδούλα. "Σκούφο" τον είχε ονομάσει, ακόμη πριν τον πανδρευτεί, όταν
τον ειρωνευόταν συνήθως, με την παρθενική πονηρία της - χωρίς να προγνωρίζει,
ότι αυτός θα ήταν η τύχη της και ο καλός της - επειδή, αντί για φέσι, φορούσε
είδος μακρού σκούφου, τεφροκόκκινου, με κοντή φούντα. "Λογαριασμό"
τον ονόμασε αργότερα, αφού τον πανδρεύτηκε, επειδή συνήθιζε πολλές φορές τη
φράση, «αυτός, είν' ο λογαριασμός» και γιατί, αλλιώς, δεν μπορούσε σωστά να
λογαριάσει ούτε ποσόν για λίγους παράδες, ούτε δυο μεροκάματα.
Αν έλειπε αυτή,
θα τον γελούσαν καθημερινά, ποτέ δεν θα του έδιδαν σωστό τον κόπο του στα
πλοία, στο καρνάγιο ή στον αρσανά, όπου εργαζόταν ως μαραγκός ή ως καλαφάτης.
Είχε
υπάρξει για πολύ καιρό μαθητής και κάλφας του πατέρα της, που εξασκούσε την
ίδια τέχνη.
Όταν
τον είδε ο γέρος τόσο απλοϊκό, ολιγαρκή και μετριόφρονα, τον εξετίμησε και
αποφάσισε να τον κάμει γαμπρό.
Ως
προίκα του έδωκε ένα σπίτι έρημο, ετοιμόρροπο, στο παλαιό Κάστρο, όπου
κατοικούσαν ένα καιρό οι άνθρωποι, προ του ΄21.
Του
έδωκε κι ένα ονόματι Μποστάνι, το οποίο βρισκόταν ακριβώς έξω από το έρημο
Κάστρο, πάνω σε μια κρημνώδη ακτή και απείχε τρεις ώρες από τη σημερινή
πολίχνη. Επίσης κι «ένα πινάκι χωράφι», ένα αγριοχώραφο, το οποίο αμφισβητούσε
ο γείτονας ως δικό του, οι δε άλλοι γείτονες έλεγαν, ότι και τα δύο χωράφια για
τα οποία μάλωναν οι δύο, ήταν καταπατημένα και ήταν «καλογερικά» και ανήκαν σε
μία διαλυθείσα Μονή.
Τέτοια
προίκα έδωκε ο γέρο-Σταθαρός στη θυγατέρα του. Άλλωστε αυτή ήταν μοναχοκόρη.
Για τον εαυτό του, τη συμβία και το γιο του, είχε κρατήσει τις δύο νεόδμητες
οικίες στη νέα πόλη, τα δύο αμπέλια πλησίον αυτής, δύο ελαιώνες και λίγα
χωράφια και όσα μετρητά είχε.
* * *Έως
εδώ είχαν φθάσει οι αναμνήσεις της Φραγκογιαννούς, τη νύκτα εκείνη. Ήταν η
ενδέκατη νύκτα από τον τοκετό της κόρης της.
Το
θυγάτριο είχε υποτροπιάσει πάλι κι έπασχε δεινώς.
Είχε
έλθει άρρωστο στον κόσμο. Από την κοιλιά της μητέρας του, η φθορά το
είχε παρακολουθήσει...
Τη στιγμή εκείνη, σπασμωδικός βήχας ακούσθηκε και τα
ξυπνητά όνειρα, οι αναμνήσεις, διεκόπησαν.
Κινήθηκε
προς την πενιχρή στρωμνή, όπου ήταν ξαπλωμένη, έσκυψε πάνω απ΄ το παιδί και
προσπάθησε να δώσει σ΄ αυτό πρόχειρη βοήθεια. Πλησίασε στο φως του λύχνου,
μικρή φιάλη. Δοκίμασε να δώσει μία κουταλιά, στα χείλη του μωρού. Το μικρό
γεύτηκε το ρευστό και μετά μία στιγμή πάλι το ξέρασε.
Η
λεχώνα κινήθηκε πάνω στο χαμηλό και στενό κρεβάτι της.
Φαίνεται
ότι δεν κοιμόταν καλά. Ήταν μόνο ναρκωμένη και είχε κλειστά τα βλέφαρα. Άνοιξε
τα μάτια, ανασηκώθηκε δυο ή τρία δάκτυλα πάνω από το προσκέφαλο και ρώτησε:
—
Πώς πάει, μάννα;
—
Πως να πάει!... είπε αυστηρά η γριά, ησύχασε τώρα και συ!...
Τι
θα κάμει!... δε θα βήξει;
—
Πώς το βλέπεις, μάννα;
—
Πως να το δω;... Μωρό παιδί είναι... να, που ήρθε στον κόσμο κι αυτό!...
πρόσθεσε με στρυφνό και αλλόκοτο ύφος η γριά.
Και
μετά από λίγο, η λεχώνα αποκοιμήθηκε ησυχότερα.
Η
γριά, μόλις έκλεισε λίγο τα μάτια την ώρα του όρθρου, μετά το τρίτο λάλημα του
πετεινού.
Ξύπνησε από τη φωνή της κόρης της, της Αμέρσας, η
οποία ήλθε πολύ πρωί από το μικρό σπίτι το γειτονικό, ανυπομονώντας να μάθει
πώς είναι η λεχώνα και το μωρό και πως είχε περάσει τη νύκτα η μάννα της.
Η
Αμέρσα, η δευτερότοκος, ήταν ανύπανδρη, γεροντοκόρη ήδη, αλλά προκομμένη πολύ,
«μορφοδούλα», ονομαστή δε υφάντρια. Ήταν μελαψή, ψηλή, ανδρώδης και τα προικιά
της και τα στολίδια τα κεντητά, τα οποία μόνη της είχε κατασκευάσει, βρίσκονταν
κλεισμένα από χρόνων πολλών σε μεγάλη άκομψη κασέλα, και τα έτρωγε ο σκόρος και
το σαράκι.
—
Καλημέρα!... Πώς είστε;... Πώς περάσατε;
—
Εσύ ΄σαι, Αμέρσα;... Να, πέρασε κι αυτή η νύχτα.
Η
γριά μόλις είχε ξυπνήσει κι έτριβε τα μάτια τραυλίζουσα. Ακούσθηκε θόρυβος στο
πλαγινό μικρό χώρισμα. Ήταν ο Νταντής ο Τραχήλης, ο σύζυγος της λεχώνας, που
κοιμόταν πίσω από το λεπτό ξυλότοιχο, παραπλεύρως ενός άλλου κοριτσιού κι ενός
παιδιού μικρής ηλικίας και είχε ξυπνήσει τη στιγμή εκείνη.
Μάζευε
τα εργαλεία του, σκεπάρνια, πριόνια, ροκάνια και ετοιμαζόταν να πάει στον
ταρσανά, να αρχίσει το μεροκάματο.
—
Ακούς, τι σαμαντά κάνει! είπε η γριά. Δε μπορεί να μαζώξει τα σιδερικά του,
χωρίς ν' ακουστεί. Όποιος τον ακούει, θαρρεί τι γίνεται!...
—
«Γύφτικο σπίτι καίεται», είπε γελώντας ειρωνικά η Αμέρσα.
Ο
θόρυβος των εργαλείων, τα οποία ο Νταντής, χωρίς να φαίνεται, πίσω από τον
ξυλότοιχο, έριχνε ανά ένα μέσα στο ζεμπίλι του –σκεπάρνια, πριόνια, τριβέλια,
κτλ.– ξύπνησε και τη λεχώνα, τη γυναίκα του.
—
Τι είναι, μάννα;
—
Τί να είναι!... Ο Κωνσταντής ρίχνει τα σύνεργά του μες στο ζεμπίλι!... είπε με
στεναγμό η γριά.
—
«Και βιο λογαριάζεις;»... συμπλήρωσε την παροιμία η Αμέρσα.
Ακούσθηκε
τότε η φωνή του Κωνσταντή πίσω από το μικρό διάφραγμα.
—
Ξυπνήσατε, πεθερά;... έλεγε, πώς περάσατε;
—
Πώς να περάσουμε!... «Σαν την κότα στο μύλο...»
Έλα
να πιεις το ρακί σου.
Ο
Νταντής φάνηκε στην πόρτα του χειμερινού δωματίου.
Ήταν
ευρύστερνος, με άχαρο το κορμί, «αΐσκιωτος», όπως έλεγε η γριά πεθερά του και
σχεδόν σπανός. Η γριά έδειξε στην Αμέρσα τη μικρή φιάλη με το ρακί, στο μικρό
ράφι πάνω απ’ την εστία και της ένευσε να βάλει στο ποτηράκι, για να πιει ο
Κωνσταντής.
—
Δεν έχει κανένα σύκο;... ρώτησε αυτός, άμα πήρε το ρακοπότηρο από το χέρι της
γυναικαδέλφης του.
—
Που να βρεθεί τέτοιο πράμα!... είπε η γριά Χαδούλα. «Σαράντα σταχτοκούλουρα»
μας χρειάζοντ' εδώ, πρόσθεσε, εννοούσα την σπατάλη η οποία συνήθως γίνεται και
στα πτωχότερα σπίτια, εν καιρώ ενσκήψεως τέτοιου «αισίου γεγονότος», το οποίο
είναι και η γέννηση κόρης.
—
Θέλεις εσύ γαμπρό με μάτια; είπε ενθυμηθείσα άλλη παροιμία η
γυναικαδέλφη του, η Αμέρσα.
—
Τουλόου σ' μην τον θέλεις τον σαστικό σου να' ναι στραβός; είπε χωρίς να
πειραχθεί, ο Νταντής...
Εβίβα! Καλή σαράντιση!
Κι
ήπιε απνευστί το μικρό ποτήρι.
—
Καλό σας βράδυ!
Φορτώθηκε
τη ζεμπίλα και πήγε για τον ταρσανά.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ΔΕΥΤΕΡΟΗ
φωτιά λιγόστευε στο τζάκι, ο λύχνος τρεμόφεγγε στο μικρό φάτνωμα, η λεχώνα
λαγοκοιμόταν στο κρεβάτι, το βρέφος έβηχε στην κούνια του και η γριά
Φραγκογιαννού, όπως και τις προηγούμενες νύχτες, αγρυπνούσε στο στρώμα της.Ήταν
περί το πρώτο λάλημα του πετεινού, οπότε οι αναμνήσεις έρχονται σαν φαντάσματα.
Αφού
την πάντρεψαν και την «εκουκούλωσαν» και την προίκισαν με το σπίτι το
ετοιμόρροπο, στο παλαιό ακατοίκητο Κάστρο και με το μποστάνι το χέρσο στην
άγρια βορεινή εσχατιά και με το αγριοχώραφο το διαφιλονικούμενο από το γείτονα
και από το Μοναστήρι, η νεόνυμφη με το σύζυγό της, κατοίκησε στο σπίτι της
ανδραδέλφης της, της χήρας και άνοιξε νοικοκυριό με μικρά πράγματα.Το
προικοσύμφωνό της, ως τόσο, έγραφε λεπτομερώς ότι της είχαν δώσει τόσες
φορεσιές ρούχα, τόσα πουκάμισα, τόσες προσκεφαλάδες, όπως και δύο χαλκώματα,
ένα τηγάνι, μία πυροστιά, κ.τ.λ. Ακόμη
και μαχαιροπίρουνα και κουτάλια ανέγραφε το προικοσύμφωνο.Η
ανδραδέλφη, αμέσως τη Δευτέρα, την επομένη του γάμου, τα έλεγξε όλα και βρήκε
ότι έλειπαν απ΄ τα γραμμένα στον κατάλογο δύο σεντόνια, δύο μαξιλάρια, ένα
χάλκωμα, καθώς και μία πλήρης φορεσιά. Την ίδια μέρα δε, παρήγγειλε της πεθεράς
να φέρει αυτά που λείπουν. Η ιδιοτελής γριά απάντησε ότι «τα όσα έδωσε, είναι
καλώς δοσμένα και είναι αρκετά». Τότε
η ανδραδέλφη έβαλε στα λόγια τον αδελφό της, αυτός παραπονέθηκε στη νεόνυμφη,
εκείνη δε του απάντησε: «Αν αγροικούσε το συφέρο του, δε θα δεχόταν να του
γράψουν σπίτι στο Κάστρο, όπου μόνον τα στοιχειά κατοικούν και τι τον ωφελούν
τα σεντόνια και τα πουκάμισα, αφού δεν ήταν ικανός να πάρει σπίτι κι αμπέλι κι
ελιώνα;»Κατά
την εποχή του αρραβώνα, η Χαδούλα είχε δοκιμάσει πράγματι να σφυρίξει κάτι
τέτοιο στ' αυτιά του γαμπρού. Αν και νέα πολύ ήταν, αλλά, χάρις στη φύση και
στα μαθήματα της μητέρας της, τα εκούσια και τα ακούσια, είχε γίνει πολύ
πονηρή, αναλόγως την ηλικία της. Αλλά η μάννα της, μυρίσθηκε το πράγμα και
φοβούμενη μήπως αυτή, η μικρή Στριγλίτσα, καθώς ονόμαζε συνήθως την κόρη της,
του σηκώσει τα μυαλά του γαμπρού, ώστε να πονηρέψει αυτός να ζητεί προικιά
περισσότερα, εξάσκησε τυραννική επιτήρηση επί της κόρης και του
αρραβωνιαστικού, μη επιτρέποντας την ελάχιστη ιδιαίτερη συνομιλία μεταξύ των
δύο. Τούτο
το έκανε, προσχηματικά μεν για τη σεμνότητα:—
Δεν έχω.... να μου σκαρώσει κανένα πρωιμάδι... αυτή η Στριγλίτσα! είχε
πει.Βλέπετε,
τη μεταφορά του ρήματος τη λάβαινε από το επάγγελμα της συντεχνίας. («Σκαρώνω
καράβι» ισοδυναμεί με το «ναυπηγώ ναυν»), αλλά πράγματι το έκανε, για να μη
αναγκασθεί να δώσει μεγαλύτερη προίκα.Ένα
βράδυ, την παραμονή του αρραβώνα, όταν ο γαμπρός με την αδελφή του είχαν έλθει
στο σπίτι να συζητήσουν τα περί προικός, ενώ ο γέροντας ναυπηγός υπαγόρευε το
προικοσύμφωνο στον Αναγνώστη το Συβία, ψάλτη της εκκλησίας, ο οποίος είχε
βγάλει το ορειχάλκινο καλαμάρι του από τη ζώνη, την από πτερό χήνας πέννα από
τη μακρά θήκη του καλαμαριού, που έμοιαζε πολύ με πιστόλα και βάζοντας στα γόνατά
του το βιβλίο του Αποστόλου κι επάνω στο βιβλίο τεμάχιο χονδρού χαρτιού, είχε
γράψει καθ' υπαγόρευση του γέροντα. «Εις τ' όνομα του Πατρός και του Υιού και
του Αγίου Πνεύματος... υπανδρεύω την κόρην μου Χαδούλαν με τον Ιωάννην Φράγκον
και της δίνω πρώτον την ευχήν μου...», η Χαδούλα στεκόταν αντίκρυ απ΄την εστία,
δίπλα στην τέμπλα - τη στήλη τουτέστι των στρωμάτων, παπλωμάτων και προσκέφαλων,
τη σκεπαστή με μεταξωτό σεντόνι και επιστρεφόμενη με δύο τεράστιες
προσκεφαλάδες - ακίνητη και καμαρώνοντας, κατά το φαινόμενο, όπως η τέμπλα... αλλά
όμως ένευε κρυφά, ανυπόμονα, καίτοι με μεγάλη προφύλαξη, ένευε στον
αρραβωνιαστικό, ένευε στην ανδραδέλφη, να μη δεχθούν ως προίκα «σπίτι στο
Κάστρο» και «χωράφι στο Στοιβωτό», αλλά να απαιτήσουν σπίτι στη νέα πόλη και
αμπέλι κι ελαιώνα, στην περιοχή της νέας πόλης.Μάταια.
Ούτε ο γαμπρός, ούτε η ανδραδέλφη είδαν τα απελπισμένα νεύματα. Μόνο η γριά, η
μητέρα της, η οποία, αν και ήταν αναγκασμένη να στρέφει τα νώτα προς την κόρη,
για να αντιμετωπίζει φιλοφρόνως τη συμπεθέρα και το γαμπρό, είχε καθίσει όμως
με τέτοιον τρόπο, ώστε να έχει μόνο τη μία πλάτη γυρισμένη προς τη νέα, αίφνης,
σαν να την πληροφόρησε αόρατο πνεύμα ότι κάτι έτρεχε, στράφηκε απότομα προς την
θυγατέρα της και είδε τα απαγορευμένα «καμώματά» της.Αμέσως
εκτόξευσε βλέμμα φοβερής απειλής προς αυτήν.—
Ε! μωρή Στριγλίτσα! ψιθύρισε μέσα της. Έννοια σου!... κι εγώ σε σώζω.Αμέσως
όμως κατόπιν, σκέφθηκε ότι δεν θα συνέφερε να κάμει λόγο γι'
αυτό το πράγμα στην κόρη της. Γιατί φοβήθηκε μην της δώσει αφορμή να
παραπονεθεί στον πατέρα της. Και τότε τα πράγματα θα γίνονταν χειρότερα
βεβαίως. Ο γέρος πιθανώς θα εκάμπτετο στις ικεσίες και τα κλάματα της
μοναχοκόρης και θα έδιδε περισσότερη προίκα.Οπότε
σιώπησε.* * *Η
Χαδούλα απόρησε, πως ενώ η μητέρα της ολοφάνερα την είχε δει να κάνει τα
ριψοκίνδυνα εκείνα νεύματα, για πρώτη φορά στη ζωή της, όταν βρέθηκαν μόνες,
δεν της έδωκε ούτε νυχιές, ούτε τσιμπιές, ούτε δαγκωματιές, πράγμα το οποίο,
άλλωστε, συχνά συνήθιζε. Σημειωτέον
ότι η προικοδοσία του σπιτιού στο παλαιό ακατοίκητο χωριό, είχε τούτο το
ευλογοφανές, ότι πολλά σπίτια σώζονταν ακόμα στο Κάστρο, ότι μερικές
οικογένειες συνήθιζαν να διαμένουν το καλοκαίρι εκεί και ότι στη φαντασία των
ανθρώπων υπήρχε προκατάληψη υπέρ του «Παλαιού Χωριού», το οποίο πονούσαν οι
γεροντότεροι και δεν είχαν συνηθίσει ακόμα ούτε στη νέα τάξη των πραγμάτων,
ούτε σε βίο ειρηνικό, χωρίς επιδρομές κλεφτών και πειρατών και της Τουρκικής
αρμάδας και η εγκατάσταση στη νέα πόλη δεν ενομίζετο οριστική, αλλά υπήρχε
προσδοκία ότι οι άνθρωποι θα βιάζονταν και πάλι να επανέλθουν στα παλαιά, τα
«μαθημένα» τους. Κι ενώ όλο το Κάστρο αναπολούσαν και το Κάστρο λυπόνταν και το
ρέμβαζαν και το είχαν στο στόμα, δεν έπαυαν όμως να κτίζουν οικοδομές στο νέο
συνοικισμό. Για να αποδειχτεί για μυριοστή φορά ότι οι άνθρωποι συνήθως άλλα
σκέπτονται και άλλα κάνουν και ότι μιμούνται αλλήλους μηχανικά.Έτσι
λοιπόν, μετά δύο εβδομάδες από τον αρραβώνα τελέσθηκε ο γάμος. Έτσι θέλησε η
πεθερά. Δεν της άρεσκε, όπως έλεγε, να έχει γαμπρό αστεφάνωτο να συχνάζει στο
σπίτι, αφού είχε θάρρος από πριν, ως συντεχνίτης και παραγιός του ανδρός της. Και
η ανδραδέλφη, χήρα, ηλικιωμένη, με ένα παιδί έφηβο, εργαζόμενο επίσης στο
ναυπηγείο και ένα άλλο παιδί κι ένα κορίτσι ανήλικα, δέχθηκε στο σπίτι το νέο ανδρόγυνο. Έπειτα, μετά ένα χρόνο, γεννήθηκε το πρώτο παιδί, ο Στάθης και δεύτερη η
Δελχαρώ, ακολούθως ο Γιαλής, κατόπιν ο Μιχάλης, ακολούθως η Αμέρσα, μετά απ΄
αυτήν ο Μητράκης, και τελευταία η
Κρινιώ. Κατά τους πρώτους χρόνους φαινόταν να βασιλεύει ειρήνη στο σπίτι.
Έπειτα, όταν άρχισαν να μεγαλώνουν τα δύο πρώτα παιδιά της νύφης, είχαν δε μεγαλώσει
αρκετά και τα δύο τελευταία της ανδραδέλφης, άρχισε πόλεμος μέσα στο σπίτι.Τότε
η Φραγκογιαννού, που με την ηλικία και την πείρα του κόσμου γινόταν πολύ
σοφότερη, είχε αξιωθεί, όπως έλεγε μετριόφρονα, να αποκτήσει κι αυτή ένα
σπιτάκι δικό της, χάρη στην επιδεξιότητά της και την οικονομία της. Τη
μία χρονιά μπόρεσε μόνο να κτίσει τέσσερις τοίχους λασπόκτιστους, μικρούς και
χαμηλούς και να τους στεγάσει, τη δεύτερη χρονιά κατόρθωσε να πετσώσει κατά τα
τρία τέταρτα το σπίτι, δηλαδή να κατασκευάσει μικρό πάτωμα, με διάφορα σανίδια,
ανόμοια παλαιά και νέα και, χωρίς να χάσει καιρό, ανυπομονώντας, πότε να
«ξελευθερωθεί» από την τυραννία της ανδραδέλφης, η οποία γέραζε και γινόταν
παράξενη, κουβαλήθηκε κι επήγε να εγκατασταθεί, μαζί με το σύζυγο και τα τέκνα,
στην «γωνίαν» της, στην «φωλιάν» της, στην «άκρην» της. Την
ημέρα εκείνη, όπως έλεγε η ίδια, αισθάνθηκε τη μεγαλύτερη χαρά στην «ζήσην»
της.Όλα
αυτά τα θυμόταν και κατά κάποιον τρόπο τα ξαναζούσε η Φραγκογιαννού, κατά τις μακρές εκείνες
άυπνες νύκτες του Ιανουαρίου, ενώ ο βοριάς ακουγόταν κατά διαλείμματα να
συρίζει έξω, χτυπώντας τα κεραμίδια και κάνοντας να ηχούν τα παράθυρα, όποτε
αγρυπνούσε πλάι στο λίκνο της μικρής εγγονής της. Ήταν
ήδη τρεις η ώρα μετά τα μεσάνυκτα και ο πετεινός λάλησε και πάλι.* * *Το
κορίτσι, το οποίο μόλις είχε ησυχάσει προ ολίγου, άρχισε να βήχει εκ νέου
οδυνηρά. Είχε έλθει ασθενικό στον κόσμο και επίσης, φαίνεται ότι είχε κρυώσει
την τρίτη ημέρα, στα «κολυμπίδια», όταν το είχαν λούσει μέσα στη σκάφη και
κακός βήχας το είχε κολλήσει.Η
Φραγκογιαννού άπληστα από ημερών, παραμόνευε να δει συμπτώματα σπασμών στο
μικρό ασθενές πλάσμα - επειδή τότε ήξερε, ότι αυτό δε θα σωζόταν - πλην ευτυχώς
τέτοιο πράγμα δεν έβλεπε. «Είναι
για να βασανίζεται και να μας βασανίζει», είχε σιγοψιθυρίσει, χωρίς κανείς να
την ακούσει, μέσα της.Τη
στιγμή αυτή, η Φραγκογιαννού άνοιξε τα κλειστά αγρυπνούντα μάτια και κούνησε το
κρεβατάκι. Συγχρόνως θέλησε να δώσει το σύνηθες ρευστό στο πάσχον μωρό.—
Ποιος βήχει; ακούσθηκε μία φωνή πίσω από το μεσότοιχο.Η
γριά δεν απάντησε. Ήταν Σάββατο βράδυ και ο γαμπρός της είχε πιει ένα ρακί
παραπάνω, πριν δειπνήσει, ομοίως είχε πιει, μετά το δείπνο κι ένα μεγάλο ποτήρι
από λάκυρο κρασί, για να ξεκουραστεί από τα μεροκάματα όλης της εβδομάδας. Λοιπόν, ο Νταντής, επειδή είχε πιει αρκετά, αναλόγως, μιλούσε μέσα στον ύπνο
του ή μάλλον παραμιλούσε.Το
μωρό δε δέχθηκε τη ρανίδα του ρευστού στο στόμα, αλλά την έδιωξε με τη
γλωσσίτσα του και την ορμή του βήχα, που είχε αυξηθεί πάρα πολύ.—
Σκασμός!... είπε πάλι ο Κωνσταντής, ο πατέρας του βρέφους, μέσα στον ύπνο του.—
Και πλαντασμός!... πρόσθεσε με
ειρωνεία η Φραγκογιαννού.Η
λεχώνα ξαφνίστηκε μέσα στον ύπνο της, ακούγοντας ίσως το βήχα του μικρού και
συγχρόνως τον αλλόκοτο σύντομο διάλογο, που διαμείφθηκε μέσω του ξυλότοιχου
μεταξύ του κοιμώμενου και της αγρυπνούσας.—
Τι είναι, μάννα; Είπε, αφού ανασηκώθηκε η Δελχαρώ.Δεν
είναι καλά το παιδί;Η
γριά χαμογέλσασε στρυφνά στο τρομώδες φως του μικρού λύχνου.—
Σα σ' ακούω, δυχατέρα!...Αυτό
το «σα σ' ακούω, δυχατέρα», ειπώθηκε με τόνο πολύ αλλόκοτο. Άλλωστε δεν ήταν η
πρώτη φορά, κατά την οποία η νεαρή μητέρα άκουγε κάτι τέτοιο εκ μέρους της
μητέρας της. Θυμόταν ότι και άλλοτε συνέβη, η γριά μεταξύ γυναικών και γραϊδίων
της γειτονιάς, να εκφράσει, μετά από εκφραστικό σείσιμο της κεφαλής, σε ώρες
κατά τις οποίες γινόταν λόγος περί της μεγάλης πληθώρας των νεαρών κοριτσιών,
περί της σπανιότητας, περί του ξενιτεμού και των υπέρμετρων απαιτήσεων των γαμπρών,
περί των βασάνων όσα υπέφερε μία χριστιανή για να αποκαταστήσει «τ'
αδύνατα μέρη», δηλαδή τα θήλεα, να εκφράσει, λέγω, παραπλήσια αισθήματα.Όταν
μάλιστα η μητέρα της άκουγε περί αρρώστιας μικρών κορασίδων είχε ακουσθεί, σείοντας
την κεφαλή, να λέγει:—
Σα σ' ακούω γειτόνισσα!... «Δεν είναι χάρος, δεν είναι βράχος;» επειδή συνήθιζε
πολύ συχνά να εκφράζεται με παροιμίες πολύ εκφραστικές. Και
άλλοτε πάλι, την άκουσαν να δογματίζει ότι ο άνθρωπος δεν συμφέρει να κάνει
πολλά κορίτσια και ότι το καλύτερο είναι να μη πανδρεύεται κανείς. Η δε συνήθης
ευχή της προς τα μικρά κορίτσια ήταν «να μη σώσουν!... Να μην πάνε παραπάνω!»Και
άλλοτε είχε πει:—
Τι να σας πω!... Έτσι του 'ρχεται τ' ανθρώπου, την ώρα που γεννούνται, να τα
καρυδοπνίγει!...Ναι
μεν το είπε, αλλά βεβαίως δεν θα ήταν ικανή να το κάμει ποτέ... Και
η ίδια δεν το πίστευε.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ΤΡΙΤΟΈτσι,
είχαν περάσει πολλές νύκτες από τον τοκετό της Δελχαρώς της Τραχήλαινας.
Αφού
το μικρό βαπτίσθηκε και ονομάστηκε Χαδούλα, με
τ'
όνομα της μάμμης του - το οποίο έκαμε εκείνη να μορφάζει σείοντας την κεφαλή
και να ψιθυρίζει «μην τύχη και χαθεί τ' όνομα!» - πάλι η γριά αγρυπνούσε, αν
και το μωρό φαινόταν να είναι κάπως καλύτερα.
Άλλωστε
η αγρυπνία ήταν στη φύση και την ιδιοσυγκρασία της Φραγκογιαννούς, η οποία
σκεπτόταν χίλια πράγματα και είχε τον ύπνο δύσκολο. Οι σκέψεις και οι αναμνήσεις
της, μαύρες εικόνες του παρελθόντος, έρχονταν αλλεπάλληλες σαν κύματα μέσα στο
νου της, μπροστά στα μάτια της ψυχής της.
Είχε
καρπογονήσει λοιπόν η Χαδούλα τόσα τέκνα και είχε κτίσει μικρό σπίτι για να
κατοικήσει. Όταν αύξανε η οικογένεια, τόσο αύξαναν και τα «φαρμάκια».
Ναι, από
τις ίδιες οικονομίες της είχε αποκτήσει το μικρό σπίτι η Γιαννού και όχι από τα
περισσεύματα του συζύγου της.
Ο
μαστρο-Γιάννης ο "Σκούφος", ή ο "Λογαριασμός", δεν ήξερε,
πράγματι, να λογαριάσει καλά ούτε πόσα μεροκάματα είχε δουλέψει, ούτε πόσα
κάνουν τέσσερα ή πέντε ή έξι μεροκάματα της εβδομάδας προς μία και 75 ή μία και
80, διότι τόσα έπαιρνε ως τρίτης τάξεως μαραγκός.
Όταν
ενίοτε, ως καλαφάτης, πληρωνόταν προς 2.35 ή 2.40, πάλι δεν ήξερε να τα
λογαριάσει.
Μόνο
του άρεσε να τα πίνει, σχεδόν όλα, την Κυριακή.
Αλλά ευτυχώς η σύζυγός του είχε
λάβει τα μέτρα της κι έπαιρνε αυτή τα λεπτά στα χέρια της το Σάββατο το βράδυ, ή τα εισέπραττε κατ' ευθείαν από τον πρωτομάστορη, όχι χωρίς τσακωμούς και
δυσκολίες, επειδή ο πρωτομάστορης δεν ήθελε να της τα δώσει προτιμώντας να τα
δώσει στο μαστρο-Γιάννη τον ίδιον, από τον οποίο μάλιστα κρατούσε, καθώς και
απ' όλους τους άλλους, δέκα ή δεκαπέντε λεπτά ως έκτακτα ποσοστά, λέγοντας «έχω
κορίτσια, βρε αδερφέ, έχω κορίτσια!».
Αλλά
η Φραγκογιαννού που να γελαστεί! Αυτή του έδιδε τη μόνη λογική και τη μόνη
πρέπουσα απάντηση:
«Εσύ
μονάχα έχεις κορίτσια μάστορη; Ο άλλος κόσμος δεν έχουν;»
Ή,
αν δεν κατόρθωνε να τα πάρει η ίδια από τον αρχιναυπηγό, η Γιαννού τα άρπαζε,
«σα χωρατά, σαν αλήθεια», από τα χέρια του συζύγου της, αφού φρόντιζε πρώτα να
τον «καλοκαρδίσει» και να τον φέρει στην κατάλληλη ψυχολογική θέση.
Ή, τέλος,
τον άφηνε να κοιμηθεί μισοζαλισμένος και τα έκλεβε από τα ρούχα του, τη νύκτα
του Σαββάτου.
Μόνο
την Κυριακή πρωί, του έδινε για «χαρτζιλίκι» σαράντα ή πενήντα λεπτά.
* * *
Λοιπόν, είχε κτίσει το σπιτάκι από τις οικονομίες της, αλλά ποια ήταν η πρώτη βάση του μικρού εκείνου κεφαλαίου;
Την ώρα αυτή, κατά τη νύκτα της αγρυπνίας, για πρώτη
φορά το εξομολογείτο στον εαυτό της. Ποτέ δεν το είχε πει ούτε στον πνευματικό
της, στον οποίον άλλωστε πολύ μικρά πράγματα έλεγε, ακριβώς εκείνα μόνο τα
συνήθη αμαρτήματα, όσα εκείνος ήξερε προτού να τα πει αυτή, δηλαδή κακολογία,
θυμούς, γυναικείες κατάρες και τα τοιαύτα.
Ποτέ
δεν το είχε ομολογήσει στην μητέρα της, εφ' όσον ζούσε εκείνη, η οποία άλλωστε
ήταν η μόνη που το υποπτευόταν και το ήξερε χωρίς να της τα πει αυτή. Ναι,
είναι αλήθεια, ότι μελετούσε και είχε απόφαση να της τα πει κατά τις τελευταίες
στιγμές της.
Αλλά
δυστυχώς η γριά, πριν πεθάνει, συνέβη να βουβαθεί και να κουφαθεί και να μείνει
αναίσθητη «σαν πράμα», όπως περιέγραφε την κατάσταση αυτήν η κόρη της κι έτσι
δεν δόθηκε ευκαιρία να της ομολογήσει το πταίσμα της.
Ακόμη
λιγότερο, δεν το είπε ποτέ στον πατέρα της, ούτε στο σύζυγό της.
Ιδού ποιο ήταν
το μυστικό τούτο.
Προ
του γάμου της η Χαδούλα, είχε αρχίσει να κλέβει από λίγα-λίγα από τα χρήματα
του πατέρα της, από λίγους παράδες, από μισό γρόσι.
Τόσο
λίγα, ώστε σχεδόν δεν το αισθάνθηκε ούτε το υποπτεύθηκε εκείνος. Μόνο δύο φορές
είχε εννοήσει ο ίδιος, ότι είχε κάμει εσφαλμένο το λογαριασμό του μικρού
θησαυρού του.
Το
θησαυρό τούτο τον απέθετε σε μία κρύπτη, την οποία προ πολλού είχε ανακαλύψει η
γριά, μετά καιρό δε ανακάλυψε και η κόρη.
Τότε
προσωρινά, η Χαδούλα διέκοψε τις κλοπές, για να μη δώσει αφορμή μεγαλύτερης
υποψίας στον πατέρα της. Αργότερα, πάλι ξανάρχισε να κλέβει περισσότερα, αλλά
δεν «έπιανε χαρτωσιά» εμπρός στις κλοπές της μητέρας της.
Αυτή
είχε κλέψει πολλά, αλλά με τέχνη και μέθοδο.
Έκλεβε τα περισσότερα από τις
άλλες επιχειρήσεις, στις οποίες είχε κατά μεγάλο μέρος τη διαχείριση, καθώς από
πώληση ελαίου και οίνου, προϊόντων των κτημάτων της οικογένειας και λίγα,
σχεδόν όσα και η κόρη τους, από τα μεροκάματα του γέρου.
Μετά από χρόνια, όταν
άνοιξαν οι δουλειές κι ο γέρο-Στάθης έγινε μικροαρχιναυπηγός - σκάρωνε βάρκες
και καΐκια μοναχός του, βοηθούμενος από το γιο και από τον παραγιό του, στο
προαύλιο του σπιτιού - τότε η γριά μπόρεσε να κλέψει αρκετά και από τα κέρδη
της ναυπηγικής τέχνης.
Τελευταία,
λίγους μήνες προ του γάμου της, η Χαδούλα είχε κατορθώσει να ανακαλύψει την
κρύπτη όπου είχε το κομπόδεμα η μητέρα της.
Σε
μία τρύπα του κατωγιού, ανάμεσα στα πιθάρια τα μισογεμάτα και τα βαρέλια τ'
αδειανά, βρισκόταν μία πλατιά και μακριά λωρίδα μαύρης μαντήλας, όπου η γριά
είχε δεμένα «σαν σκυλιά» εκατόν εβδομήντα τόσα αργυρά τάλιρα, άλλα κολονάτα,
άλλα ρηγίνες και άλλα τουρκικά, όλα κλεμμένα από τα κέρδη του γέρου και τα
προϊόντα των κτημάτων.
Η
κόρη, με ευχάριστη έκπληξη και με συγκίνηση τρομώδη, μέτρησε τα τάλιρα, τα
σκυλοδεμένα και έπειτα τα έβαλε πάλι στην τρύπα, χωρίς να τολμήσει να τα
πειράξει.
Αλλά
την παραμονή του γάμου, το βράδυ, την ώρα που νύχτωνε - όταν είδε την επιμονή
των γονέων της, να μη θέλουν να της δώσουν αρκετή προίκα και είδε την απονιά
της μητέρας της - παραφύλαξε την ώρα που η γριά βγήκε προς στιγμήν από το σπίτι
για ένα θέλημα, κατέβηκε με παλμό καρδιάς κρυφά στο κατώγι, έψαξε και βρήκε το
κομπόδεμα το σκυλοδεμένο και το έλυσε. Αυτή τη φορά της φάνηκαν σαν λίγα. Καιρό
δεν είχε να τα μετρήσει. Ίσως η γριά να είχε αφαιρέσει μερικά από τα τάλιρα και
είχε κάμει χρήση για άγνωστους σκοπούς.
Της
ήλθε η ιδέα να πάρει το κομπόδεμα όλο, αυτούσιο μαζί με τη λωρίδα της παλιάς
μαντήλας της μητέρας της, αλλά φοβήθηκε, πήρε μόνο οκτώ ή εννέα τάλιρα
καταρχάς, τόσα, όσα φανταζόταν ότι η απουσία τους δε θα επέφερε μεγάλη διαφορά
στον όγκο και δε θα ήταν αμέσως αισθητή, έπειτα έκαμε να το δέσει, ακολούθως
πάλι το άνοιξε, πήρε άλλα πέντε ή έξι, το όλον δεκαπέντε. Κατόπιν πάλι, ενώ το
έδενε, εκ νέου έκαμε κίνημα να το λύσει, με σκοπό να πάρει άλλα δύο ή τρία
ακόμη. Αίφνης τότε άκουσε το βήμα της μητέρας της έξω. Βιαστικά έδεσε το
κομπόδεμα και το έβαλε στη θέση του.
Λίγες
μέρες μετά το γάμο, η γριά ανακάλυψε την κλοπή.
Αλλά δεν θέλησε να πει τίποτε στην κόρη της.
Έμεινε ευχαριστημένη διότι εκείνη δεν τα πήρε όλα. «Στραβωμάρα
είχε!» είπε ανάμεσα στα δόντια της.
* * *Το
ποσό εκείνο, το οποίο η Χαδούλα είχε κλέψει κατά καιρούς από τους γονείς της,
ανερχόμενο περίπου σε τετρακόσια γρόσια, το νόμισμα της εποχής εκείνης, έκρυβε
επί τόσα χρόνια επιμελώς. Αλλά για να κτίσει το σπίτι, το αύξησε με την
ικανότητά της. Ήταν βεβαίως εργατική και επιδέξια. Όσο της επέτρεπαν οι
φροντίδες της ανατροφής τόσων αλλεπάλληλων τέκνων, ξενοδούλευε.
Αλλά στους
μικρούς τόπους «δεν υπάρχουν ειδικοί, αλλά πολυτεχνίτες» και όπως ένας μπακάλης
μιας κωμόπολης είναι συγχρόνως και έμπορος ψιλικών και φαρμακοπώλης, αλλά και
τοκογλύφος, έτσι και μία καλή υφάντρια, όπως ήταν η Φραγκογιαννού, τίποτα δεν
την εμπόδιζε να κάνει συγχρόνως και τη μαμή ή την ψευδογιάτρισσα και άλλα
επαγγέλματα ακόμη να εξασκεί, αρκεί να είναι επιτήδεια.
Και
η Φραγκογιαννού ήταν πολύ επιτήδεια μεταξύ όλων των γυναικών.
Έδινε
βότανα, έκανε κηραλοιφές, έκανε εντριβές, θεράπευε τη βασκανία, παρασκεύαζε
φάρμακα για τις πάσχουσες, για τις χλωρωτικές και αναιμικές κόρες, για τις
εγκύους και τις λεχώνες και για τις πάσχουσες από μητρικούς πόνους.
Με το
καλάθι υπό τον αγκώνα του αριστερού χεριού, ακολουθούμενη από τα δύο τελευταία
παιδιά της, το Δημητράκη, οκτώ ετών και την Κρινιώ, έξι ετών, έβγαινε στους
αγρούς, ανέβαινε στα βουνά, διέτρεχε φαράγγια, κοιλάδες και ρέματα, έψαχνε να
βρει τα βότανα, όσα αυτή γνώριζε - την αγριοκρομμύδα, τη δρακοντιά, το τρίμερο
και άλλα ακόμη - τα έκοβε ή τα ξερίζωνε, γέμιζε το καλάθι της κι επέστρεφε το βράδυ
στο σπίτι.
Με
αυτά τα βότανα κατασκεύαζε διάφορα μαντζούνια, τα οποία σύσταινε ως αλάνθαστα γιατρικά κατά των χρόνιων πόνων, του στήθους, της κοιλιάς, των εντέρων κτλ. Με
τη βοήθεια όλων αυτών των μέσων, λίγα κέρδιζε, αλλά ήταν οικονόμος και
κατόρθωσε, με τον καιρό, να κτίσει τη μικρή φωλιά της.
Αλλά οι νεοσσοί είχαν
αρχίσει να ξεπετούν ήδη, να φεύγουν στα ξένα!
Κατά
την εποχή εκείνη, ο πρώτος γιος της, είκοσι ετών ήδη, ο Σταθαρός, είχε
ξενιτευτεί στην Αμερική, αφού δε έστειλε ένα ή δύο γράμματα, σιώπησε και έκτοτε
δεν είχε δώσει σημείο ζωής. Μετά τρία χρόνια, ο δεύτερος γιος της, ο Γιαλής,
είχε μεγαλώσει κι αυτός και μπαρκάρισε.
Και
οι δύο, στα μικρά τους χρόνια, είχαν δοκιμάσει την τέχνη του πατέρα τους, αλλά
ούτε ο ένας ούτε ο άλλος πρόκοψαν πολύ, ούτε αρκέσθηκαν σ΄
αυτήν.
Ο Γιαλής, ως φιλόστοργος γιος και αδελφός, έγραψε προς την μητέρα του
από τη Μασσαλία, όπου είχε πάει με ένα πατριώτικο καράβι, ότι
αποφάσισε κι αυτός να πάει στην Αμερική, να δει τι γίνεται ο μεγάλος αδερφός
του, ίσως τον ανακαλύψει κάπου. Αλλά πέρασαν καιροί και χρόνια έκτοτε και ούτε
ο ένας ούτε ο άλλος ακούστηκαν πλέον.
Τότε
πήρε αφορμή η μητέρα τους, να θυμηθεί ένα παραμύθι του λαού από τα αστειότερα, στο οποίο γίνεται λόγος για ένα
στρώμα από μέλι, στο οποίο κόλλησαν διαδοχικά και ο πρώτος αποσταλείς γιος της
γριάς, για να συλλέξει και να φέρει από κει το μέλι και ο δεύτερος γιος, που
είχε σταλεί για να ξεκολλήσει τον πρώτο και ο τρίτος, που στάλθηκε για να φέρει
πίσω και τους δύο και ο γέρος, ο οποίος πήγε να δει τι γίνονται οι γιοι του.
Τέλος,
αυτή η γριά, η οποία τελικά αποφάσισε να πάει να δει, από μακριά όμως - γιατί,
ως γριά, είχε τόση πονηριά - τι έγιναν ο Γέρος και τα παιδιά και
δεν γύρισαν πίσω από το «θέλημα», στο οποίο τους είχε στείλει, μόλις αυτή
γλύτωσε και δεν κόλλησε.
Τότε
στράφηκε προς τους τέσσερις, κολλημένους τους είπε:
«Α!
αυτό σας μέλει; Εμένα δεν με μέλει!»
Εν
τω μεταξύ, ενώ ο Σταθαρός κι ο Γιαλής είχαν ξενιτευτεί στην Αμερική και είχαν
φάει λωτό ή είχαν πιει την Λήθη, η Δελχαρώ, η πρώτη κόρη, πρωτότοκος μετά τους
ξενιτεμένους αδελφούς της, μεγάλωνε, ολοένα μεγάλωνε.
Κι η Αμέρσα, σχεδόν
τέσσερα χρόνια μικρότερη από την αδελφή της, μεγάλωνε κι αυτή παράλληλα με την
Δελχαρώ κι «έριχνε μπόι», γινόταν ανδρώδης, μελαψή και ζωηρή κι οι γειτόνισσες
την ονόμαζαν «το
σερνικοθήλυκο». Κι εκείνη η μικρή, το Κρινάκι, η οποία δεν είχε αλίμονο! του
κρίνου το χρώμα, αν και φυσικά ισχνή, έδειχνε ήδη συμπτώματα ανάπτυξης.
Πως
μεγαλώνουν, Θεέ μου! σκέπτεται η Φραγκογιαννού. Ποιος κήπος, ποιο λιβάδι, ποια
άνοιξη παράγει αυτό το φυτό! Και πως βλαστάνει και θάλλει και φυλλομανεί και
φουντώνει! Και όλοι αυτοί οι βλαστοί, όλα τα νεόφυτα, θα γίνουν μία ημέρα
πρασιές, λόχμες, κήποι; Και έτσι θα εξακολουθεί; Και κάθε οικογένεια στη
γειτονιά και στη συνοικία και στην πόλη, είχαν από δύο έως τρία κορίτσια.
Μερικές είχαν τέσσερα, άλλες πέντε. Μία μητέρα είχε έξι θυγατέρες χωρίς κανένα
γιο, άλλη μία είχε επτά κι έναν γιο, ο οποίος φαινόταν προορισμένος να φανεί
άχρηστος.
Λοιπόν
όλοι αυτοί οι γονείς, όλα τα ανδρόγυνα, όλες οι χήρες, ανάγκη πάσα και χρέος
απαραίτητο, να παντρέψουν όλες αυτές τις κόρες - και τις πέντε και τις έξι και
τις επτά! Και να δώσουν σε όλες προίκα. Κάθε πτωχή οικογένεια, κάθε μητέρα χήρα,
με δύο στρέμματα αγρούς, με ένα φτωχικό σπιτάκι, ταλαιπωρούμενη, ξενοδουλεύοντας
- είτε κολλήγισα άλλων ευπορότερων οικογενειών στα κτήματα, στις συκές και τις
μουριές – να συλλέγει φύλλα, να παράγει λίγο μετάξι ή να τρέφει δύο ή τρεις
αίγες ή αμνάδες - γινόμενη κακή με όλους τους γείτονες, πληρώνοντας πρόστιμα
για μικρές ζημιές - φορολογουμένη άσπλαχνα, να τρώει κριθαρένιο ψωμί ποτισμένο
με ιδρώτα αλμυρό - όφειλε εξάπαντος «να αποκαταστήσει» όλα τα θήλεα τούτα και
να δώσει πέντε, έξι ή επτά προίκες!
Ω
Θεέ μου!
Και
ποιες προίκες, κατά τα νησιώτικα έθιμα.
«Σπίτι στα Κοτρώνια, αμπέλι στην
Αμμουδιά, ελιώνα στο Λεχούνι, χωράφι στο Στροφλιά». Αλλά κατά τους τελευταίους
χρόνους, περί τα μέσα του αιώνα, είχε κολλήσει και άλλη ψώρα. Το «μέτρημα»,
εκείνο το οποίο στην Κωνσταντινούπολη ονομαζόταν «τράχωμα», συνήθεια την οποία,
αν δεν απατώμαι, είχε αφορίσει η Μεγάλη Εκκλησία.
Όφειλε έκαστος να δώσει και
μετρητή προίκα. Δύο χιλιάδες, χίλιες, πεντακόσιες, αδιάφορο. Αλλιώς, ας είχε
τις κόρες του να τις καμαρώνει.
Ας
τις έβαζε στο ράφι. Ας τις έκλεινε στο ντουλάπι.
Ας
τις έστελνε στο Μουσείο.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ΤΕΤΑΡΤΟΈως
εδώ είχαν φθάσει οι αναμνήσεις και οι λογισμοί της αγρυπνούσας γριάς. Ελάλησε
για δεύτερη φορά ο πετεινός.Θα
είχαν περάσει δύο μετά τα μεσάνυχτα. Ιανουάριος ο μήνας. Χρόνος
η νύκτα. Βοριάς φυσούσε. Η φωτιά στο τζάκι έσβηνε.Η
Φραγκογιαννού αισθάνθηκε ρίγος στη ράχη και παγωμένα τα
πόδια της. Ήθελε να σηκωθεί να φέρει λίγα ξύλα έξω από τον
πρόδομο, για να τα ρίξει στην εστία, να ξανάψει τη φωτιά. Αλλά
αργοπορούσε και αισθανόταν μικρή νάρκη, ίσως το πρώτο σύμπτωμα του επερχόμενου
ύπνου.Τη
στιγμή εκείνη, τόσο παράωρα, ενώ είχε κλειστά τα μάτια, χτύπησε απρόσμενα η
πόρτα. Η γριά ξαφνίστηκε. Δεν ήθελε να φωνάξει «ποιος είναι», για να μην
ξυπνήσει τη λεχώνα, αλλά απετίναξε τη νάρκη της, η οποία είχε διακοπεί ήδη
απότομα από τον κρότο της πόρτας τον οποίο είχε ακούσει, σηκώθηκε σιγά και
βγήκε απ΄το δωμάτιο. Πριν
φθάσει στην έξω πόρτα, άκουσε διακριτική, ψιθυριστή φωνή:—
Μάννα!Αναγνώρισε
τη φωνή της Αμέρσας. Ήταν η δευτερότοκος κόρη της.—
Τί έπαθες, αρή;... Τί σου ήρθε, τέτοια ώρα;Και
άνοιξε την πόρτα.—
Μάννα, επανέλαβε με ασθμαίνουσα φωνή η Αμέρσα.Τί
κάνει το κορίτσι;... μην πέθανε;—
Όχι... κοιμάται, τώρα ησύχασε, είπε η γριά. Πώς σου ήρθε;—
Είδα στον ύπνο μου πως πέθανε, είπε με πάλλουσα ακόμη φωνή η
ψηλή γεροντοκόρη.—
Αμ' σαν είχε πεθάνει, τάχα τί; είπε
κυνικά η γριά...Και
σηκώθηκες... κι ήρθες να δεις;Το
σπίτι της Γιαννούς, όπου αυτή συνήθως κατοικούσε με τις δύο άγαμες θυγατέρες
της - γιατί προσωρινά τώρα διανυκτέρευε πλησίον της λεχώνας - βρισκόταν λίγες
δεκάδες βήματα βορεινότερα, παρέκει. Αυτό το σπίτι της Δελχαρώς είχε δοθεί
προίκα σ΄ αυτήν, ήταν δε αυτό το παλαιό σπίτι, που κτίστηκε από τις οικονομίες
της Χαδούλας και από τον πρώτον πυρήνα τον οποίον είχε σχηματίσει από το
κομπόδεμα των αείμνηστων γονέων της. Ύστερα από λίγα χρόνια μετά το γάμο της
Δελχαρώς, είχε κατορθώσει η μητέρα της να αποκτήσει και δεύτερη φωλεά,
μικρότερη και φτωχότερη από την πρώτη, στην ίδια συνοικία. Δύο
ή τρία σπίτια χώριζαν το δεύτερο από το πρώτο.Από
εκείνο λοιπόν το νεόκτιστο σπίτι είχε έλθει τόσο παράωρα η Αμέρσα, που δε
φοβόταν τα στοιχειά τη νύκτα, ήταν δε τολμηρή και αποφασιστική κόρη.—
Κι εσηκώθεις;... κι ήρθες να δεις;—
Ξαφνίστηκα μες τον ύπνο μου, μανούλα. Είδα πως πέθανε το κορίτσι και πως εσύ
είχες ένα μαύρο σημάδι στο χέρι σου.—
Μαύρο σημάδι;...—
Ήθελες τάχα, να σαβανώσεις το κορίτσι. Και την ώρα που το σαβάνωνες, μαύρισε το
χέρι σου... και πως έβαλες, τάχα, το χέρι σου στη φωτιά, για να ξεμαυρίσει.—
Μπα! αλαφροΐσκιωτη! είπε η γριά Χαδούλα... Κι έκαμες κουτουράδα κι ήρθες, τέτοιαν
ώρα...—
Δεν μπορούσα να ησυχάσω, μάννα.—
Και δεν σ' ένοιωσε το Κρινιώ, που έφυγες;—
Όχι, κοιμάται.—
Κι αν ξυπνήσει και δει να λείπεις από κοντά της, πώς θα της φανεί;... Δε
θα βάλει τις φωνές;... Θα τρελαθεί, το κορίτσι!Οι
δύο αδελφές κοιμόνταν πράγματι μόνες στο μικρό σπίτι.Η
Αμέρσα ήταν άφοβη κι ενέπνεε πεποίθηση, σαν να ήταν άντρας.Ο
πατέρας τους είχε πεθάνει προ πολλού, οι δε επιζώντες γιοι διαρκώς έλειπαν στα
ξένα.—
Πάω πίσω μάννα, είπε η Αμέρσα... Αλήθεια, δεν συλλογίστηκα πως μπορεί να ξυπνήσει
το Κρινιώ αυτή την ώρα, να τρομάξει, που θα λείπω.—
Μπορούσες να μείνεις κι εδώ, είπε η μητέρα, μόνο, μη ξυπνήσει άξαφνα το Κρινιώ
και πάρει φόβο.Η
Αμέρσα κοντοστάθηκε προς στιγμή.—
Μάννα, είπε, θέλεις να καθίσω εγώ εδώ, να πας εσύ στο σπίτι;... για να
ξεκουραστείς, να ησυχάσεις.—
Όχι, είπε, αφού σκέφθηκε προς στιγμή η γριά. Τώρα κι η νύχτα αυτή πέρασε. Αύριο
βράδυ, πηγαίνω εγώ στο σπίτι και κάθεσαι συ εδώ. Μόνο,
τώρα πήγαινε. Καλό ξημέρωμα!Όλος
ο διάλογος γινόταν στο μικρό στενό πρόδομο, μπροστά απ΄ το δωμάτιο, όπου
ακούονταν ηχηροί και πολύχορδοι οι ροχαλισμοί του Κωνσταντή. Η Αμέρσα, που είχε
έλθει ξυπόλητη, με ελαφρότατο αθόρυβο βήμα, έφυγε και η μητέρα της κλείδωσε από
μέσα την πόρτα.* * *Η
Αμέρσα έφυγε τρέχοντας. Αυτή να φοβηθεί τα στοιχειά, που δεν είχε φοβηθεί τον
αδερφό της το Μιχάλη, τον κοινώς καλούμενο Μώρο ή Μούρο ή Μούτρο - τον σκιά
εκείνον, τον τρίτο γιο της μητέρας της, τον οποίον η μητέρα ονόμαζε συνήθως «το
σκυλί τ' Αγαρηνό!» - τον κατά τρία χρόνια μεγαλύτερο αδελφό της, που την είχε
μαχαιρώσει ήδη μια φορά - αλλά αυτή τον είχε σώσει, μη θέλοντας να τον
παραδώσει στην εξουσία - και θα την μαχαίρωνε βεβαίως και δεύτερη φορά, αν
έμενε έκτοτε ελεύθερος. Ευτυχώς, είχε αλλού εξασκήσει τις φονικές ορμές του
εντωμεταξύ και είχε κλεισθεί εγκαίρως στις Βενετικές φυλακές του παλαιού
φρουρίου, στη Χαλκίδα.Ιδού
πως συνέβη το πράγμα.
Ο Μώρος ή Μούρος, ήταν φύσει ορμητικός και παράφορος, αν
και είχε πολύ δεξιό, θηλυκό νου, όπως έλεγε η μάννα του, νου ο οποίος γεννούσε.
Από παιδί ήταν ικανός μόνος του, να πλάθει, αυτοδίδακτος, πολλά ωραία μικρά
πράγματα, καραβάκια, προσωπίδες, αγαλμάτια, κούκλες και άλλα ακόμη. Ήταν
σκιάς της γειτονιάς, ο σημαιοφόρος όλων των μαγκών και είχε στους ορισμούς του
όλους τους αγυιόπαιδες, όλα τα ξυπόλυτα του δρόμου. Είχε
συνηθίσει νωρίς τη μέθη και την ασωτία, έκανε θορυβώδεις εκδηλώσεις,
διαδηλώσεις, παιδικές οχλαγωγίες, μαζί με τους μικρούς φίλους του, προκαλούσε
καυγάδες στο δρόμο, πετροβολούσε όσους συναντούσε, γέροντες και γριές, όσους
πτωχούς και αδυνάτους. Δεν
άφηνε σχεδόν κανένα άνθρωπο απείρακτο.Είχε
κλέψει με το μάτι, από έναν διαβατικό μαχαιροποιό, την τέχνη του. Προσπαθούσε
ατελώς να κατασκευάζει μαχαίρια. Είχε μεγάλο τροχό στην αυλή, την σκεπαστή από
το μεγάλο χαγιάτι και το κατώγι του σπιτιού, σχεδόν το είχε μεταβάλει σε
εργοστάσιο και τρόχιζε όλα τα μαχαίρια και τους ξυραφάδες των αγυιόπαιδων και
όταν δεν είχε άλλα να τροχίσει, τρόχιζε το δικό του. Ήθελε να το κάμει δίκοπο,
αν και εξ αρχής δεν ήταν έτσι σχεδιασμένο. Επίσης δοκίμαζε να κατασκευάζει κουμπούρες,
πιστόλια, μικρά κανονάκια και άλλα φονικά όργανα.Όλα
τα λεπτά, όσα κέρδιζε από τις κούκλες, τ' αγαλμάτια και τις προσωπίδες και δεν
τα έπινε, τα αγόραζε πυρίτιδα. Και ο ίδιος είχε δοκιμάσει να κατασκευάσει ένα
τέτοιο προϊόν. Τις ημέρες του Πάσχα και δύο εβδομάδες ακόμη οψιμότερα, ήταν
φόβος και τρόμος να τολμήσει κάποιος να περάσει από την γειτονιά, στην οποία
βασίλευε διά του τρόμου ο Μούτρος. Οι πιστολισμοί έπεφταν αδιάλειπτοι.Μία
Κυριακή, ο Μούρος μεθυσμένος είχε κάμει πάρα πολλές αταξίες στο δρόμο.Δύο
χωροφύλακες που άκουσαν τα παράπονα πολλών ανθρώπων, τον κυνήγησαν για να τον
πιάσουν και να τον πάρουν «μέσα» ή «στην καζάρμα». Αλλά ο Μώρος, πολύ
ευκίνητος, τους έφυγε, γύρισε και τους περιγελούσε από μακριά και πάλι τραπείς
σε φυγή, κρύφτηκε σε μέρος απρόσιτο, στο μέσα μέρος του υπόστεγου ταρσανά ενός
ναυπηγού, εξαδέλφου του.Έπειτα,
επειδή οι δύο άνδρες παράτησαν την καταδίωξη, πήρε θάρρος και βγήκε στο δρόμο.Την
ημέρα εκείνη, ο Μώρος, επειδή δεν είχε ξεμεθύσει ακόμα, κατάντησε να κυνηγήσει
στο δρόμο και την ίδια τη μητέρα του, απειλώντας να τη σφάξει. Παραπονιόταν,
ότι η γριά του είχε κλέψει λεπτά από την τσέπη. Την
έφτασε στην αυλή του σπιτιού, όπου έτρεχε αυτή για να κρυφθεί, την άρπαξε από
τα μαλλιά και την έσυρε στο έδαφος του δρόμου, σε διάστημα πενήντα βημάτων.Αυτή
είχε βάλει τις φωνές και βγήκαν οι γείτονες. Ήταν ώρα εσπερινού, λίγο πριν τη δύση του ήλιου. Στις φωνές των γειτόνων, έφθασαν οι δύο χωροφύλακες, οι
οποίοι από πριν καταζητούσαν τον Μούρο και μόνο κατά το φαινόμενο είχαν
παρατήσει το κυνήγημα, απεναντίας μάλιστα ήταν πολύ εξοργισμένοι εναντίον του
ταραξία.Ο
Μούρος, άμα τους είδε, άφησε τη μητέρα του και τράπηκε σε φυγή. Έτρεξε να
κρυφθεί στο σπίτι, εξ ανάγκης, επειδή βρέθηκε «στα στενά», και δεν έβλεπε άλλο
άσυλο πλέον μακρυσμένο αλλά ασφαλέστερο.Η
γριά, άμα σηκώθηκε, καταμωλωπισμένη, γεμάτη σκόνη, είδε τους χωροφύλακες κι
άρχισε να τους ικετεύει.Τούτο
το είπε, διότι είδε τον ένα χωροφύλακα εξαγριωμένο, να κρατά στο χέρι φοβερό
μαστίγιο. Οι δύο άνδρες δεν έδωκαν προσοχή στα παρακάλια της, αλλά
εξακολούθησαν να τρέχουν προς καταδίωξη του Μώρου. Παραβίασαν το άσυλο, το
κατώγι της οικίας, όπου είχε το εργοστάσιό του ο Μώρος. Εκεί είχε τρέξει για να
κρυφτεί και μόλις πρόφθασε να μανταλώσει την πόρτα. Αλλά η σανίδα ήταν σάπια,
κακώς προσαρμοσμένη και ο Μώρος δεν είχε αγαπήσει τις ειρηνικές τέχνες για να
φροντίσει να τη διορθώσει. Εκείνοι έσπασαν το μικρό σύρτη και μπήκαν.Ο
Μούρος, ταχύς σαν αίλουρος, αναρριχήθηκε στην κλαβανή, στο πάτωμα. Η κλαβανή
ήταν σιμά στο βόρειο τοίχο, ο δε βόρειος τοίχος ήταν εν μέρει θεμελιωμένος στο
βράχο, ο βράχος εξείχε και παρείχε πάτημα στα πόδια του Μώρου τα γοργά και
άλλες εσοχές επί του τοίχου είχε σκάψει ο ίδιος κατά καιρούς, με τα πόδια του.
Επειδή φαίνεται ότι συνήθιζε πολύ συχνά το είδος τούτο της γυμναστικής.Η
σανίδα της καταπακτής ήταν κλειστή. Ο Μώρος την άνοιξε με ένα κτύπο του
κεφαλιού του και με μία προσπάθεια του αριστερού του βραχίονα. Έπειτα όπως ο
κολυμβητής, ο αναδυόμενος από το κύμα, πήδησε επάνω στο πάτωμα, έκλεισε με
κρότο την κλαβανή και φάνηκε ότι τοποθέτησε ένα βάρος, ίσως κάποια μικρή
κασέλα, πάνω στη σανίδα.Οι
δύο χωροφύλακες, με οργή και με πολλές βλασφημίες, άρχισαν να
ψάχνουν στο ισόγειο. Κατέσχαν όσα μαχαίρια και κουμπούρια βρήκαν εκεί, όπως και
τον τροχό και δύο άλλες μικρές ακόνες και ετοιμάζονταν να εξέλθουν ίσως για να
φύγουν, ίσως και για να ανέβουν επάνω στο σπίτι.Ο
Μούτρος ή Μούρτος, επάνω στο πάτωμα, ήταν γεμάτος οργή, μεθυσμένος
ακόμη και αφρισμένος. Φυσούσε από μανία και λύσσα. Εκεί επάνω βρέθηκε μόνη η
αδελφή του η Αμέρσα, παιδίσκη δεκαεπτά ετών τότε, που τρόμαξε άμα τον είδε να
αναρριχάται στην κλαβανή με τέτοιο αλλόκοτο τρόπο. Είχε ακούσει κάτω τα βήματα
και τις βλαστήμιες των δύο χωροφυλάκων. Έσκυψε σε μικρή σχισμάδα, μεταξύ δύο
σανίδων του κακώς αρμοσμένου πατώματος, ή σε ένα ρόζο μιας σανίδας, χάσκοντα,
κενό και είδε κάτω τους δύο ανθρώπους της εξουσίας, στο φως που εισέδυε από την
πόρτα του κατωγιού, την οποία είχαν ανοίξει εκείνοι.—
Μωρή! σ' έφαγα... τώρα θα πιω το αίμα σου! έκραξε ο Μούτρος, μη έχοντας που
αλλού να ξεθυμάνει και απειλώντας χωρίς αιτία την αδελφή του.—
Σώπα!... σώπα! ψιθύρισε η Αμέρσα. Πω πω, Θεέ μου! Δυο «ταχτικοί»! κάτω στο
κατώι... ψάχνουν... ψάχνουν... Τι γυρεύουν;Έβλεπε
τους δύο χωροφύλακες να παίρνουν τα μικρά, άξεστα όπλα, τα έργα του αδελφού
της, ως και τον τροχό και τις ακόνες. Έπειτα αίφνης τους είδε να σκύβουν προς
τη γωνία, όπου ήταν ο αργαλειός της μητέρας της και είδε τον ένα χωροφύλακα να
παίρνει στα χέρια του τη σαΐτα ή κερκίδα, που θα του φάνηκε ίσως και αυτή ως
όπλο, αφού μάλιστα καλείται και σαΐτα. Ο
άλλος δοκίμασε να αποσπάσει από τον αργαλειό το αντί, το μεγάλο κυλινδροειδές
ξύλο, περί το οποίο τυλίγεται το νεοΰφαντο πανί, ίσως δεν είχε δει παρόμοιο
πράγμα στη ζωή του και φανταζόταν ότι και αυτό ίσως θα ήταν καλό για να
χρησιμεύσει ως όπλο.Η
Αμέρσα, βλέποντας, αφήκε κραυγή πνιγμένη. Θέλησε
να φωνάξει να αφήσουν το αντί και τη σαΐτα, αλλά ο ήχος εξέπνευσε στο στόμα
της.—
Σκάσε, μωρή! έγρυξε ο Μούρτος. Τι λογιάζεις; Τι γλέπεις και γελάς;Ο
Μούρτος, πάνω στη μέθη του, είχε νομίσει ότι ήταν γέλιο η άναρθρη εκείνη κραυγή
της αδελφής του.Μετά
λίγα λεπτά, οι δύο χωροφύλακες, αφού έριξαν τελευταίο βλέμμα προς την κλαβανή -
την οποία είχαν δει να κλείνεται ακριβώς κατά τη στιγμή που εισέρχονταν στο
ισόγειο - εξήλθαν. Η Αμέρσα ανασηκώθηκε. Της φάνηκε ότι άκουσε τριγμό στο κάτω
σκαλοπάτι της εξωτερικής σκάλας, που ήταν ξύλινη, σκεπαστή κάτω από το ευρύχωρο
χαγιάτι, το υπόστεγο. Έτρεξε
προς την πόρτα.Φαντάσθηκε
ότι οι δύο «ταχτικοί», όπως τους ονόμαζε, ανέβαιναν τη σκάλα και ίσως θα
παραβίαζαν και την πόρτα του σπιτιού. Έσκυψε στην κλειδαρότρυπα και προσπαθούσε
να δει και να εννοήσει τα συμβαίνοντα από τη μικρή οπή, επειδή το μόνο παράθυρο
της προσόψεως ήταν κλεισμένο και δεν είχε άλλο μέσον για να δει.Ο
Μούρος, βλέποντας την Αμέρσα να τρέχει προς την πόρτα, φαντάσθηκε, στον
παραλογισμό της μέθης του, ότι η αδελφή του ήθελε να ανοίξει την πόρτα και να
τον παραδώσει στους χωροφύλακες.
Τότε, τυφλός από μανία, έσυρε πίσω από τα νώτα
της οσφύος του τροχισμένο μαχαίρι, το οποίο είχε και ορμώντας κτύπησε την
αδελφή του στο πλευρό πίσω, κατά τη δεξιά μασχάλη.* * *Αισθανθείσα
το ψυχρό σίδερο η Αμέρσα, άφησε σπαρακτική κραυγή.Οι
δύο χωροφύλακες δεν είχαν ακόμη απομακρυνθεί, αλλά είχαν κοντοσταθεί έξω από την
πόρτα του ισογείου, σαν να συμβουλεύονταν τι να κάμουν. Άκουσαν την κραυγή
εκείνη του τρόμου, κοίταξαν επάνω, κι έτρεξαν.Τότε
ανέβηκαν με κρότο τη σκάλα κι έφθασαν στο χαγιάτι. Έσεισαν
βίαια την πόρτα.—
Εν ονόματι του Νόμου! Ανοίξατε!Τη
στιγμή εκείνη, ήλθε στον ένα των χωροφυλάκων η υπόνοια, ότι ο
ένοχος θα μπορούσε ίσως να δραπετεύσει διά του καταρράκτη και του ισογείου. Στραφείς στο δεύτερο χωροφύλακα του λέγει.—
Έχε το νου σου, συ! Μη μας το στρίψει από κατ' απ' το καταχυτό, απ'
την καταρρήχωση!... Κι ύστερις που να τον χαλεύουμε;—
Τί κρένεις; είπε ο δεύτερος, που δεν κατάλαβε αμέσως.—
Αυτό που σου κρένω! επέμενε ο πρώτος... Κάμε κείνο που σε χουιάζουνε!Ο
δεύτερος χωροφύλακας, καίτοι νωθρός λίγο, έτρεξε κάτω όσο ταχύτερα μπόρεσε, για
να κλείσει την πόρτα του ισογείου ή για να παραμονεύσει. Αλλά ήταν ήδη αργά. Ο
Μούρτος εντωμεταξύ είχε ανοίξει την κλαβανή, αποσύροντας τη μικρή κασέλα την
οποία είχε βάλει επάνω της και είχε πηδήσει κάτω. Ήταν πάνω από δύο μέτρα το
ύψος, αλλά ο Μούρτος ήταν ελαφρός, ευκίνητος, κάτω δε το έδαφος ήταν στρωμένο
με πελεκούδια και πριονίδια κι έφθασε κάτω όρθιος και αβλαβής.Τρέχοντας
σαν άνεμος, ανέτρεψε τον χωροφύλακα, ο οποίος έπεσε βαρύς μπροστά στην
εξωτερική σκάλα κι έφυγε ο Μούρτος, σαν αστραπή. Έτρεξε
επάνω στα Κοτρόνια, εκεί που ζούσαν οι κουκουβάγιες. Ήταν
βραχώδης λόφος υψούμενος πάνω, από τα νότια του σπιτιού, όπου ήξερε όλα τα
«κατατόπια» ο Μούρτος. Ούτε κατόρθωσε ποτέ, χωροφύλακας ή άλλος να τον
συλλάβει.Την
ώρα που είχε πηδήσει ο Μούτρος από την καταπακτή, παραδόξως είχε θυμηθεί - ίσως
διότι είχε ξεμεθύσει ήδη από τα συμβάντα ή είχε «ξεμουστώσει» όπως θα έλεγε ο
ίδιος - είχε θυμηθεί, λέγω, ότι αφού μαχαίρωσε την αδελφή του, το μαχαίρι του
έπεσε από το χέρι στο πάτωμα. Τούτο συνέβη ίσως, γιατί του είχαν έλθει τύψεις
και φόβος τη στιγμή εκείνη, γι’ αυτό και επιφανειακά μόνο είχε θίξει με τη
λεπίδα τη σάρκα της αδελφής του.Καθώς
του ήλθε η ιδέα να φύγει κι έτρεξε να ανοίξει την κλαβανή, επειδή κατάλαβε
πλέον ότι οι χωροφύλακες ανέβαιναν στο πάτωμα, μη έχοντας καιρό να επανέλθει
προς το μέρος της πόρτας, για να σκύψει και να πάρει το μαχαίρι, έτοιμος να
πηδήσει κάτω, φώναξε προς την αδελφή του:—
Το «χαμπέρ'», μωρή!... Κοίταξε να κρύψεις εκείνο το «χαμπέρι»!Την
έκφραση αυτή προτίμησε, για να μη ακούσουν οι χωροφύλακες το ομοιοτέλευτο
«μαχαίρι». Κατά τη φοβερή στιγμή, φταίχτης και ένοχος, επικαλείτο τη
φιλοστοργία της αδελφής του για να τον σώσει, καθότι είχε πεποίθηση σ΄ αυτήν.
Το μαχαίρι θα ήταν ματωμένο και θα έβλεπαν το αίμα οι διώκτες. Και συνιστώντας
την απόκρυψη του οργάνου, έλπιζε στην απόκρυψη του εγκλήματος.Πράγματι
η Αμέρσα, ενώ το αίμα έρρεε ήδη απ΄ την πληγή της, βλέποντας ότι εξάπαντος θα
παραβιαζόταν η πόρτα, από παλαιά λεπτή σανίδα, με σκουριασμένους σύρτες και
μάνδαλο, σχεδόν λιποθυμούσα ήδη, έσκυψε και πήρε το μαχαίρι. Έπειτα σύρθηκε
μέχρι τη γωνία που ήταν μικρή τέμπλα, δηλαδή σωρός από διπλωμένα σεντόνια,
προσκέφαλα και στρωμνές.Έκρυψε
το ματωμένο μαχαίρι κάτω από όλο αυτό το σωρό των ρούχων, τυλίχθηκε αυτή με
παλαιό, μπαλωμένο, αλλά καθαρό πάπλωμα και κάθισε απάνω στο χαμηλό σωρό, ο
οποίος βυθίσθηκε ακόμη χαμηλότερα. Έφερε το αριστερό χέρι στη μασχάλη της και
προσπαθούσε να σταματήσει το αίμα. Παραδόξως δεν είχε δειλιάσει όταν είχε δει
το αίμα, αν και πρώτη φορά της συνέβαινε το πάθημα. Το όλον της φαινόταν σαν
όνειρο. Μόνο έσφιγγε τα δόντια και απορούσε, πως δεν αισθανόταν ακόμη πόνο.
Αλλά μετά λίγα δευτερόλεπτα, αισθάνθηκε οξείς πόνους.Την
ίδια στιγμή, η πόρτα σπρώχθηκε προς τα μέσα. Ο
ένας χωροφύλακας εισπήδησε με κρότο στο πάτωμα.Η
Αμέρσα δεν ανασήκωσε το κεφάλι, έσκυβε και ήταν τυλιγμένη ως τη μύτη στο
πάπλωμα.—
Πού είν' αυτός, ο σκιάς; έκραξε απειλητικά ο χωροφύλακας.Η
Αμέρσα δεν απάντησε.Ο
στρατιωτικός, που δεν είχε αντιληφτεί ούτε τη φυγή του Μούρου, ούτε την
ανατροπή και πτώση του ίδιου συστρατιώτη του, ίσως γιατί η στιγμή εκείνη,
συνέπεσε ακριβώς με την παραβίαση της πόρτας και ο ένας κρότος έπνιγε και
βώβαινε τον άλλον, εξέτασε όλον τον πρόδομο όπου βρισκόταν η Αμέρσα, έπειτα
μετέβη δρομαίως στο χειμερινό δωμάτιο, έπειτα στο μικρό δωμάτιο. Κανένα δε
βρήκε. Μόνο η κλαβανή ήταν ανοικτή.Μετά
μία στιγμή, ανέβαινε και ο δεύτερος σύντροφός του.—
Το 'στριψε;—
Τό ΄δωκε απ' την καταρρήχωση, χάμου...—
Και τον εχούιαξες;... Δεν τον επρόκαμες;—
Έφαγα κατραπακιά!... Α! μα φευγάλα... Εφτά μίλια την ώρα!...—
Αχ! έκαμνε ο πρώτος χωροφύλακας, κάμπτοντας τον δείκτη του δεξιού χεριού και φέροντας
αυτόν στο στόμα, σαν για να τον δαγκώσει, με βίαιο σείσιμο της κεφαλής.Μας
πρέπει για να μας τα ξηλώσουνε!Ο
δεύτερος χωροφύλακας, θέλοντας να κάμει τον αυστηρό, απέτεινε τον λόγο προς την
κόρη:—
Για πού το 'βαλε ο αδερφός σου, μωρή; της είπε.Η
Αμέρσα δεν απάντησε. Αλλά μέσα της με ακούσια ειρωνεία ίσως θα ψιθύρισε με όλον
τον δεινό πόνο και την αγωνία που αισθανόταν: «Εσύ
ξέρεις».—
Τί κάθεσαι αυτού κορίτσι μου; είπε ο ημερότερος ο πρώτος χωροφύλακας. Μη σε
χτύπησε, τίποτα;Η
Αμέρσα ανένευσε.—
Τι είχε και σ' εχάλευε;... Γύρευε να σε μαχαιρώσει;—
Γιατί φώναξες; πρόσθεσε ο δεύτερος.Η
Αμέρσα απάντησε στην ερώτηση του πρώτου χωροφύλακα:—
Όχι!—
Αλήθεια, μη σε μαχαίρωσε; επέμενε ο άνθρωπος.Η
Αμέρσα με φυσική επιφώνηση, είπε:—
Ο αδελφός μου, θελά με μαχαιρώσει!—
Γιατί κάθεσ' αυτού, τί έχεις; Είσαι άρρωστη;—
Έχω θέρμη!Η
Αμέρσα δεν είχε συλλογιστεί, ότι το πάτωμα και η ψάθα, θα είχαν ίσως κηλιδωθεί
με αίμα. Ήδη είχε δύσει ο ήλιος και δεν έβλεπες πολύ καθαρά μέσα στο σπίτι.
Εκτός τούτου, το μέρος όπου είχε πέσει το ματωμένο μαχαίρι, βρισκόταν τη στιγμή
αυτή στη σκιά, πίσω από την μονόφυλλη πόρτα, ανοικτής κατά τα δύο τρίτα
φτάνοντας μέχρι τον τοίχο, ώστε οι δύο άνδρες δεν είδαν τις κηλίδες τις
κόκκινες.—
Γιατί είχες βάλει μια φωνή; επέμενε ο πρώτος χωροφύλακας.—
Είχα πόνο και ζάλη, είπε η Αμέρσα.Και
την ιδία στιγμή, σαν για να επικυρωθεί ο λόγος της, της ήλθε πράγματι
λιποθυμία. Έκαμνε ωχ! σφίγγοντας τα δόντια κι έσκυψε κάτω. Οι
δύο άνθρωποι της εξουσίας, συγκινήθηκαν, κοιτάχθηκαν και ο πρώτος είπε:—
Μα, πού είν' η μάννα της;Σαν
να υπάκουσε στην πρόσκληση αυτή, έφθασε τρέχοντας η Φραγκογιαννού.—
Να εκεί είναι η γριά, που την τράβηξ' απ' τα μαλλιά ο γιος της, μες
στο σοκάκι! είπε ο δεύτερος χωροφύλακας.Έπειτα
πρόσθεσε:—
Δεν μ' κρένεις, γερόντισσα, πού είν' ο γιόκας σου;Η
Φραγκογιαννού δεν απάντησε κι έτρεξε κοντά στην Αμέρσα. Ήταν
επιτήδεια γιάτρισσα και ήταν ικανή να περιποιηθεί την κόρη της.* * *Όλα
αυτά έρχονταν συχνά στη μνήμη της Αμέρσας κι επανήλθαν ακόμη και κατά τις μακρές
ώρες της νύκτας, τις νυχτερινές και τα χαράματα, οπότε αυτή έχανε τον ύπνο της
στο σπιτάκι, πλησίον της κοιμώμενης Κρινιώς, της μικρής αδελφής, ενώ η μητέρα
τους απούσα κατά τις αυτές ώρες, αγρυπνούσε επί νύκτες τώρα, στο δωμάτιο της
λεχώνας, στο σπίτι της άλλης, της μεγάλης κόρης της και όταν επέστρεψε στο
σπιτάκι μετά τη νυκτερινή έξοδο, την οποία είχε επιχειρήσει, σαν
«αλαφροΐσκιωτη» που ήταν, κατ' ακολουθία του ονείρου εκείνου, είδε στο αμυδρό
φως της κανδήλας, της καίουσας εμπρός στη μικρή παλαιά και μαυρισμένη εικόνα
της Παναγίας, είδε ότι η μικρή αδελφή της, το Κρινιώ, κοιμόταν ακόμη και δε
φαινόταν να είχε σεισθεί από τη θέση της. Μόνο,
άμα μπήκε η Αμέρσα, η Κρινιώ, σαν να άκουσε το μικρό θόρυβο αμυδρά μέσα στον
ύπνο της, κινήθηκε ήρεμα, στέναξε και γύρισε από το άλλο πλευρό, χωρίς να
ξυπνήσει.Αλαφροΐσκιωτη!
πράγματι. Η λέξη την οποίαν είχε προφέρει πρόσφατα η μητέρα της, της επανήλθε
πράγματι στο νου, την ώρα κατά την οποία, με το τρίτο λάλημα του πετεινού,
επέστρεψε στο σπίτι, πλησίον της κοιμώμενης μικρής αδελφής της. Αλλά ήταν άρα
αυτή πράγματι «αλαφροΐσκιωτη»; Αυτή της οποίας τα όνειρα, οι πλάνες και οι
παρακρούσεις πολλές φορές συνέβη να σημαίνουν, ή να δηλώνουν κάτι ή να αφήνουν
παράδοξη εντύπωση. Και αυτά τα ψέματα της, όσα έλεγε, γίνονταν ακούσιες
αλήθειες γι' αυτήν. Όπως, φέρ' ειπείν, όταν, μετά το μαχαίρωμα το οποίο είχε υποστεί
από τον αδελφό της, απαντώντας στις ερωτήσεις του χωροφύλακα, έλεγε: «Είχα πόνο
και ζάλη!» Και συγχρόνως άμα είπε το λόγο αυτό, της ήρθε αληθινή λιποθυμία, σαν
κάποια ανώτερη δαιμόνια θέληση, να ήθελε να καλύψει το ψεύδος της.Η
Αμέρσα, κατακλίθηκε εκ νέου πλησίον της αδελφής της και δεν κοιμήθηκε. Οι
αναμνήσεις εξακολουθούσαν να της έρχονται ραγδαία, καίτοι λιγότερο τυραννικές
και μελανότερες παρά όσο στη μητέρα της. Και κατά τις μακρές εκείνες ώρες, δεν
έπαψε να αναλογίζεται μέσα της την τύχη του αδελφού της, του Μούρτου, που
βρισκόταν τώρα, στις φυλακές της Χαλκίδος.
Ο Μώρος ή Μούρος, ήταν φύσει ορμητικός και παράφορος, αν και είχε πολύ δεξιό, θηλυκό νου, όπως έλεγε η μάννα του, νου ο οποίος γεννούσε. Από παιδί ήταν ικανός μόνος του, να πλάθει, αυτοδίδακτος, πολλά ωραία μικρά πράγματα, καραβάκια, προσωπίδες, αγαλμάτια, κούκλες και άλλα ακόμη.
Τότε, τυφλός από μανία, έσυρε πίσω από τα νώτα της οσφύος του τροχισμένο μαχαίρι, το οποίο είχε και ορμώντας κτύπησε την αδελφή του στο πλευρό πίσω, κατά τη δεξιά μασχάλη.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ΠΕΜΠΤΟΆμα
έφυγε η Αμέρσα, η Φραγκογιαννού, ζαρωμένη κοντά στη γωνία, μεταξύ της παραστιάς
και του κρεβατιού, έχασε εκ νέου τον ύπνο της και άρχισε να συνεχίζει τους
πικρούς και πολύ πλανεμένους διαλογισμούς της. Όταν
λοιπόν ξενιτεύτηκαν στην Αμερική οι δύο μεγαλύτεροι γιοι και η
Δελχαρώ μεγάλωσε, ανάγκη ήταν αυτή, η
μητέρα, να φροντίσει για την αποκατάσταση της κόρης, καθότι ο γέρος, ο
«Λογαριασμός», δεν διέπρεπε σε δραστηριότητες. Λοιπόν, ξέρει όλος ο κόσμος τι
σημαίνει μία μητέρα να είναι συγχρόνως και πατέρας για τις κόρες της και να μην
είναι τουλάχιστον μήτε χήρα. Οφείλει η ίδια και να πανδρέψει και να προικίσει
και προξενήτρα και παντρολόγησα να γίνει. Ως άνδρας οφείλει να δώσει οικία,
αμπέλι, αγρό, ελαιώνα, να δανειστεί μετρητά, να τρέξει στο συμβολαιογράφο, να
υποθηκεύσει. Ως γυναίκα, πρέπει να κατασκευάσει ή να προμηθευθεί «προίκα»,
τουτέστι παράφερνα, δηλαδή σεντόνια, χιτώνια κεντητά, μεταξωτές εσθήτες με
χρυσοΰφαντα ποδογύρια. Ως προξενήτρα πρέπει να ψάξει για γαμπρό, να τον
κυνηγήσει, να τον αλιεύσει, να τον ζωγρήσει.Και
ποιον γαμπρό!Ένα
σαν τον Κωνσταντή, ο οποίος ροχάλιζε τώρα, πίσω απ΄το μεσότοιχο, στο πλαγινό
δωματιάκι, άνθρωπο σπανό, «αΐσκιωτον», άγαρμπο. Και ο τοιούτος να έχει
«καπρίτσια», απαιτήσεις, πείσματα, σήμερα να ζητεί τούτο και αύριο εκείνο, τη
μία μέρα να ζητεί τόσα, την άλλη περισσότερα και συχνά «να τον βάζουν στα
λόγια» άλλοι ιδιοτελείς ή φθονεροί, να ακούει εντεύθεν κι εκείθεν διαβολές,
ραδιουργίες, «μαναφούκια» και να μη θέλει «να ταιριασθεί». Και να εγκαθίσταται
μετά τον αρραβώνα στης πεθεράς το σπίτι και να «σκαρώνει» έξαφνα «πρωιμάδι». Κι
όλον τον καιρό «κότα-πίττα».Κι
αυτόν το γαμπρό, με μύριους κόπους, με ανεκδιήγητα βάσανα, μόλις, μετά πολύ
καιρό, να τον πείθει κανείς να στεφανωθεί επιτέλους. Κι η νύφη να καμαρώνει,
φέροντας στολισμό πολυτελή, καρπό πολλής νηστείας και οικονομίας κι η νύφη να
μην έχει πλέον μέση, για να αναδεικνύεται το κάποτε λιγυρό ανάστημά της.Και
τρεις μήνες μετά το γάμο, να γεννά κόρη - μετά τρία ακόμη έτη έναν γιο, μετά
δύο έτη πάλι κόρη – αυτή τη νεογέννητη, χάριν της οποίας αγρυπνούσε
τώρα τόσες νύκτες η γηραιά μάμμη.Και
για όλ' αυτά τα θυγάτρια, να μέλλει να υποφέρει η μητέρα τους τόσα - κι άλλα
τόσα - κι άλλα τόσα, από όσα έχει υποφέρει η μάννα της γι΄ αυτήν.Έμεινε
η καημένη, η ανδροκόρη, η Αμέρσα, ανύπανδρη (ας έχει την ευχή της). Είδε τη
γλύκα. Πράγματι, φρόνιμη νέα. Τι θα απολάμβανε από τα βάσανα του κόσμου; Και
ούτε ζήλευε καν! Τι να ζηλέψει; Έβλεπε τη μεγάλη αδελφή της και τη λυπόταν, την
εκαίγετο.Όσο
για τη μικρή, την Κρινιώ, άμποτε κι αυτή ο Θεός να τη φωτίσει!Όπως
και αν έχει, η μάννα της δεν έχει σκοπό - δε βαστά πλέον, δεν αντέχει - να
υποφέρει για να την παντρέψει και το πολλοστημόριο όσων για τη μεγάλη αδελφή
της υπέφερε. Αλλά σας ερωτώ, έπρεπε πράγματι να γεννώνται τόσα κορίτσια; Και αν
γεννώνται, αξίζει τον κόπο να ανατρέφονται; «Δεν είναι», έλεγε η Φραγκογιαννού,
«δεν είναι χάρος, δεν είναι βράχος;» Καλύτερα «να μη σώνουν να πάνε παραπάνω».
«Σα σ' ακούω γειτόνισσα!»Μεγάλη
και ιερή ανακούφιση αισθανόταν η πολύπαθη γυναίκα, όταν συνέβαινε, μετά τη μικρή πομπή του ιερέα, προπορευόμενου του Σταυρού, να ακολουθεί βαστάζουσα
στα χέρια της η ίδια, ως φιλεύσπλαχνος και συμπονετική οπού ήταν, το εν είδη
λίκνου μικρό φέρετρο. Προέπεμπε το θυγάτριο μιας γειτόνισσας ή μακρινής
συγγενούς, μέχρι του τάφου. Δεν μπορούσε να καταλαβαίνει τι μουρμούριζε ο
ιερεύς μασώντας τις λέξεις με τους οδόντας του. «Ουδέν
εστί πατρός συμπαθέστερον, ουδέν εστί μητρός αθλιώτερον... Πολλάκις γαρ του
μνήματος έμπροσθεν τους μαστούς συγκροτούσι και λέγουσιν. Ω υιέ μου και τέκνον
γλυκύτατον, ουκ ακούεις μητρός σου τι φθέγγεται; Ιδού και η γαστήρ η βαστάσασά
σε. Ίνα τι ου λαλείς ως ελάλεις ημίν. Αλληλούια!» Και
πάλι. «Ω τέκνον, τις ποτέ μη θρηνήσει βλέπων σου το εμφανές, πρόσωπον
ευμάραντον, το πριν ως ρόδον τερπνόν!»Αλλά
πολύ ευφραινόταν, όταν η μικρή πομπή, μετά δέκα λεπτών της
ώρας δρόμο, έφθανε στα «Μνημούρια». Ωραία εξοχή, παντοτινή άνοιξη, θάλλουσα
βλάστηση, αγριολούλουδα, μύριζε κήπος. Ιδού ο περίβολος των νεκρών! Ω! ο
Παράδεισος, απ' αυτόν τον κόσμο ήδη, άνοιγε τις πύλες για να δεχθεί το μικρό
άκακο πλάσμα, το οποίον ευτύχησε να λυτρώσει τους γονείς του από τόσα βάσανα.Χαρείτε
αγγελούδια, που πετάτε γύρω-τριγύρω με τα φτερά σας τα
χρυσόλευκα και σεις, ψυχές των Αγίων, υποδεχθείτε το!Όταν
επέστρεφε στην νεκρώσιμη οικία η γριά Χαδούλα, για να παρευρεθεί την εσπέρα
στην παρηγοριά, παρηγοριά καμία δεν εύρισκε να πει, μόνον ήταν χαρωπή όλη και
μακάριζε το αθώο βρέφος και τους γονείς του. Και η λύπη ήταν χαρά και ο θάνατος
ήταν ζωή και όλα ήταν άλλα εξ άλλων.Α!
ιδού... Κανένα πράγμα δεν είναι ακριβώς ότι φαίνεται, αλλά παν άλλο, μάλλον το
αντίθετο.Αφού
η λύπη είναι χαρά και ο θάνατος είναι ζωή και ανάσταση, τότε και η συμφορά
ευτυχία είναι και η νόσος υγεία. Άρα όλες οι μάστιγες εκείνες, οι κατά το
φαινόμενο τόσο άσχημες, όσες θερίζουν τα άωρα βρέφη, η ευλογιά κι η οστρακιά κι
η διφθερίτιδα και άλλες νόσοι, δεν είναι μάλλον ευτυχήματα, δεν είναι θωπεύματα
και πλήγματα των πτερών των μικρών Αγγέλων, που χαίρουν στους ουρανούς όταν
υποδέχονται τις ψυχές των νηπίων; Και εμείς οι άνθρωποι, μέσα στην τύφλωσή μας, νομίζομε αυτά ως δυστυχήματα, ως
πληγές, ως κακό πράγμα.Και
χάνουν τον νου τους οι ταλαίπωροι γονείς και πληρώνουν τόσο ακριβά τους
ημιαγύρτες γιατρούς και τα τριωβολιμαία φάρμακα, για να σώσουν το παιδί τους.
Δεν υποπτεύονται ότι, όταν νομίζουν ότι «σώζουν», τότε πράγματι «χάνουν» το
τέκνο. Και ο Χριστός είπε, όπως είχε ακούσει η Φραγκογιαννού να της εξηγεί ο
πνευματικός της, ότι όποιος αγαπά την ψυχή του, θα την χάσει κι όποιος μισεί
την ψυχή του, εις ζωή αιώνιον θα την φυλάξει.Δεν
έπρεπε πράγματι, αν δεν ήταν τυφλοί οι άνθρωποι, να βοηθούν τη μάστιγα, που
χτυπά με φτερά Αγγέλων, αντί να ζητούν να την εξορκίσουν; Αλλά να, τ'
Αγγελούδια δεν μεροληπτούν ούτε χαρίζονται και παίρνουν αδιακρίτως στον
Παράδεισο αγόρια και κορίτσια. Περισσότερα μάλιστα αγόρια, πόσα χαϊδεμένα και
μοναχογέννητα! πεθαίνουν άγουρα. Τα κορίτσια είναι εφτάψυχα, φρονούσε η γριά.
Δύσκολα αρρωσταίνουν και σπάνια πεθαίνουν.Δεν
έπρεπε εμείς, ως καλοί χριστιανοί, να βοηθάμε το έργο των Αγγέλων; Ω, πόσα
αγόρια και αρχοντόπουλα μάλιστα, αρπάζονται άωρα. Ακόμη και τ'
αρχοντοκόριτσα ευκολότερα πεθαίνουν, αν και τόσο σπάνια μεταξύ του φύλου, παρ'
όσον τα απειράριθμα θηλυκά της φτωχολογιάς.Τα
κορίτσια της τάξεως αυτής, είναι τα μόνα εφτάψυχα! Φαίνονται σαν να πληθύνονται
επίτηδες, για να κολάζουν τους γονείς τους, απ' αυτόν τον κόσμο ήδη. Α! όσο το
συλλογίζεται κανείς, «ψηλώνει ο νους του»!* * *Τη
στιγμή εκείνη, άρχισε το κορίτσι να βήχει και να κλαίει.Η
γριά, αφού είχε συλλογισθεί όλα τ' ανωτέρω, όσο και αν είχε εξαφτεί από τα
κύματα των αναμνήσεων, αισθάνθηκε αίφνης ζάλη, από το σάλο και τη ναυτία της
ζωής της και άρχισε να ναρκώνεται και νύσταζε ακράτητα.Το
μικρό κορίτσι έβηχε κι έκλαιγε και θορυβούσε «σαν να ήταν μεγάλος άνθρωπος». Η
μάμμη του σκίρτησε, στράφηκε κι έχανε πάλι τον ύπνο της.Η
λεχώνα κοιμόταν βαθιά και ούτε άκουσε το βήχα και τα κλάματα.Η
γριά άνοιξε βλοσυρά τα μάτια κι έκαμε χειρονομία ανυπομονησίας και απειλής.—
Ε! θα σκάσεις; είπε.Της
Φραγκογιαννούς, άρχισε πράγματι «να ψηλώνει ο νους της». Είχε
«παραλογίσει» επιτέλους. Επόμενο ήταν, διότι είχε εξαρθεί σε
ανώτερα ζητήματα. Έσκυψε πάνω από το λίκνο. Έχωσε τα δύο μακρά και σκληρά
δάκτυλα μέσα στο στόμα του μικρού, για να «το σκάσει».Ήξερε
ότι δεν ήταν τόσο συνήθεια «να σκάζουν» τα πολύ μικρά παιδιά. Αλλά είχε
«παραλογίσει» πλέον. Δεν εννοούσε καλά τι έκανε και δεν ομολογούσε στον εαυτό
της τι ήθελε να κάνει.Και
παρέτεινε το σκάσιμο επί μακρόν, έπειτα βγάζοντας τα δάκτυλά της από το μικρό
του οποίου είχε κοπεί η αναπνοή, έδραξε απ΄ έξω το
λαιμό του βρέφους και τον έσφιξε για λίγα δευτερόλεπτα.Αυτό
ήταν όλο.Η
Φραγκογιαννού δεν είχε θυμηθεί τη στιγμή εκείνη το όνειρο της Αμέρσας, το οποίο
αυτή ερχόμενη προ μιας ώρας, μεταξύ του δεύτερου και του τρίτου λαλήματος του
πετεινού, είχε διηγηθεί στη μητέρα της!Είχε
«ψηλώσει» ο νους της!
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ΕΚΤΟΑφού
η Αμέρσα είχε χάσει τον ύπνο της, μετά την επιστροφή της από το σπίτι της λεχώνας
και είχε πλαγιάσει πάλι, χωρίς να κοιμηθεί, στο πλάι της μικρής αδελφής της,
για πολύ ώρα εξακολούθησε να σκέπτεται και πάλι τον αδελφό της, τον δυστυχή και
ένοχο εκείνο. Έκτοτε,
μετά το πήδημα από την κλαβανή και την απόδρασή του, δεν τον είχε δει πλέον. Οι
χωροφύλακες τον καταζητούσαν επί ημέρες, αλλά πουθενά δεν τον βρήκαν.Ευθύς
τότε, μετά τις ερωτήσεις των χωροφυλάκων, στις οποίες απάντησε όπως απάντησε η Αμέρσα,
άμα έφτασε η μητέρα στο σπίτι, βρήκε την κόρη τυλιγμένη στο πάπλωμα, με το
κεφάλι κάτω και πολύ χλωμή απ΄ τη λιποθυμία την οποία είχε φέρει η ροή του
αίματος.Στην
ερώτηση του ενός χωροφύλακα, εκείνου τον οποίον είχε ανατρέψει φεύγοντας ο
Μούρος, «γερόντισσα, που είν' ο γιόκας σου», δεν είχε απαντήσει η
Φραγκογιαννού. Αλλά ο άλλος, ο οποίος φαινόταν ανθρωπινότερος, με ήρεμο τόνο
είπε:—
Κοίταξε, κυρά, τι έχ' η κόρη σου. Μας λέει πως είναι άρρωστη.—
Άρρωστη είναι! Πως να μην είναι! απάντησε με ετοιμότηταη
Φραγκογιαννού. Επήρε φρίξη απ' τα καμώματα εκείνου του προκομμένου, του γιου
μου... Κοιτάξτε, παιδιά!... ανίσως τον πιάσετε, να μην τον τυραγνήσετε πολύ...—
Τον είδες πουθενά να τρέχει; Κατά πού έκαμε;—
Τον είδα απ' αλάργα!... Έκαμε κατά τα Πηγάδια, πέρα στ' Αλώνια.Η
Φραγκογιαννού εψεύδετο διπλά. Δεν είχε δει τον Μούρο, αλλά ήταν βέβαιη ότι
αυτός θα τράπηκε κατά την διεύθυνση την αντίθετη απ΄ αυτή που έλεγε, κατά τα
Κοτρόνια, άνωθεν της οικίας, προς ανατολάς, εκεί όπου ήταν μαθημένος απ' τα
μικρά του χρόνια να κυνηγά τις κουκουβάγιες.Οι
δύο άνδρες έφυγαν τρέχοντας. Ο ένας, φεύγοντας, έριξε τελευταίο φιλύποπτο
βλέμμα πίσω από τη μισάνοιχτη πόρτα.Η
Χαδούλα έκλεισε την πόρτα. Συγχρόνως δε άνοιξε το παράθυρο.—
Μ' εμαχαίρωσε, μάννα! στέναξε με
πόνο η Αμέρσα, αισθανθείσα το ρεύμα του
αέρα να μπαίνει από το ανοιχτό παράθυρο πλησίον της και συνερχόμενη απ΄ τη
λιποθυμία.Συγχρόνως
δε, σήκωσε το πάπλωμα και φάνηκε ματωμένη η φανέλα την οποία φορούσε έξω
απ το πουκάμισο.—
Ω! αχ! ο φονιάς!... ο Θεός κι η γης να τον εύρει!καταταράσθηκε βλέποντας το
αίμα η μάννα της.Και
άρχισε να ψαχουλεύει την κόρη και να ζητά να σταματήσει το αίμα και να επιδέσει
την πληγή. Αφαίρεσε τη φανέλα, ξέσυρε το μανίκι του υποκαμίσου και φάνηκε ο
δεξιός βραχίονας της Αμέρσας, ισχνός και ύπωχρος αλλά καλοδεμένος και νευρώδης.Το
τραύμα ήταν μάλλον επιπόλαιο, αλλά παρόλαυτα το αίμα έρρεε.Η
Χαδούλα μεταχειρίστηκε ότι γιατρικό γνώριζε, ίσως τον «αιμοστάτην» αν
είχε κι επέδεσε την πληγή.Μετά
από λίγο έπαψε το αίμα.Η
Αμέρσα είχε αδυνατήσει κάπως, αλλά ήταν ισχυρή, θαρραλέα και δε φοβόταν.
Πράγματι, μετά λίγες ημέρες, χάρις στις φροντίδες της μητέρας της, επουλώθηκε
το τραύμα.Η
Φραγκογιαννού, ποτέ δεν θα καλούσε το γιατρό. Δεν ήθελε να μαθευτεί ότι ο γιος
της είχε μαχαιρώσει την αδελφή του. Σε όλες τις καλοθελήτρες μεταξύ των
γειτονισσών, όσες την ρωτούσαν, πότε με προσποιητή αγανάκτηση, πότε με γέλιο
βεβιασμένο, διέψευσε ότι ο Μούρος είχε τραυματίσει την κόρη της. Ενδιαφερόταν
προ πάντων να μάθει αν ο Μιχάλης θα γλύτωνε από τα χέρια των χωροφυλάκων και ας
πήγαινε στο έλεος του Θεού!* * *Πράγματι,
μετά λίγες μέρες, βεβαιώθηκε ότι ο γιος της μπαρκάρισε κρυφά τη νύκτα, με ένα
πλοίο, ως ναύτης κι έφυγε από το νησί.Ο
γραμματεύς του Λιμεναρχείου ήταν βολικός και καλοπροαίρετος άνθρωπος και δεν
δίστασε να τον ναυτολογήσει. Ήταν δε τότε ο Μούρος σχεδόν εικοσαετής, η δε
Αμέρσα ήταν μόλις δεκαεπτά ετών.Πέρασε
χρόνος εωσότου η οικογένεια λάβει ειδήσεις περί του φυγάδα. Τέλος, μετά έτος
και πλέον, ακούσθηκε μία αόριστη φήμη, ότι ο Μώρος διέπραξε φόνο μέσα στο πλοίο,
με το οποίο αρμένιζε. Οι αδελφές του, όταν το άκουσαν, στον κόσμο είπαν ότι δεν
ξέρουν τίποτε και ολοψύχως εύχονταν να ήταν ψευδής η φήμη. Αλλά η μητέρα ενδομύχως
πίστευε στο αληθές της είδησης.Λίγες
ημέρες ύστερα, έλαβαν επιστολή που έφερε την ταχυδρομική σφραγίδα Χαλκίδος. Ο
Μιχάλης έγραφε από τις φυλακές της πόλεως εκείνης. Κατά σχήμα πρωθύστερο,
διεκτραγωδούσε εν πρώτοις τα βάσανα του και τα πάθη του στα μπουντρούμια του βενετικού
φρουρίου. Έπειτα, με συντριβή καρδιάς, αλλά με διφορούμενες φράσεις και κατά
κάποιον τρόπο μεταξύ των γραμμών, εξομολογείτο ότι ίσως να φόνευσε πράγματι τον άνθρωπο,
τον γέρο-Πορταΐτη, το λοστρόμο του πλοίου, αλλά χωρίς καλά να το καταλάβει και
χωρίς να το θέλει. (Πράγματι, δεν θα ήθελε να τον είχε φονεύσει). Ο εχθρός τον
έβαλε, αυτός δεν έπταιε τίποτε, το φονικό έγινε στον καυγά επάνω. Αυτός είχε
βρεθεί «εις βρασμόν ψυχής». Αποδείχθηκε μάλιστα ότι το μαχαίρι ήταν «του
παθόν». Ίσως να το είχε αποσπάσει, αλλά δεν θυμόταν πως, το μαχαίρι από τη μέση
του θύματος. Αυτός πίστευε ότι του το είχε αρπάξει μάλλον από το χέρι.Έπειτα
και πάλι αναφερόταν στα βάσανά του, όσα υπέφερε δύο μήνες τώρα, στις φυλακές.
Ακολούθως επικαλούταν τη φιλοστοργία της μητέρας του και την εξόρκιζε «να
σηκωθεί, –το δίχως άλλο– να πάει να βρει την Πορταΐτινα», τη χήρα του
φονευθέντος και τη θυγατέρα του και να τις παρακαλέσει μετά δακρύων, «να κάμει
νόμο-τρόπο», να τις καταφέρει όπως οι ίδιες ζητήσουν την αθώωση του φονέως!«Να
σηκωθείς, μάννα, να μπαρκάρεις, να πας πέρα, στην Πλατάνα, να την περικαλέσεις,
την Πορταΐτινα, ως καθώς και την κόρη της, την Καρίκλεια, να τις καταφέρεις να
ζητήσουν να βγω αθώος κι εγώ να γίνω παιδί τους, να πάρω και την Καρίκλεια
γυναίκα μου, χωρίς προίκα και να ζήσουμε καλά κι αγαπημένα όλοι μας... Και να
δουν πως εγώ θα την αγαπώ την Καρίκλεια και πως θα την έχω την πεθερά μου, να
δουλεύω σα σκλάβος να τις ζωοθρέφω, με πολλά καλά, γιατί εγώ είμαι άξιος και
μπορώ να βγάλω λεπτά...». Τελειώνοντας ο φονιάς, επανερχόταν ξανά στα βάσανα του
και υποσχόταν ότι, άμα βγει από τη φυλακή, θα φέρει πολλά ωραία πράγματα και
στολίδια, για να προικίσει τις δύο αδελφές του, ακόμη και κούκλες και παιγνίδια
για τα μικρά κορίτσια της μεγάλης αδελφής του, της Δελχαρώς.Λοιπόν,
δεν είναι παράδοξο αν η Φραγκογιαννού δεν δίστασε. Χρεώθηκε
λίγα χρήματα, δίνοντας ενέχυρο ότι ασημικό είχε και μπαρκάρισε και πέρασε πέρα
στο αντικρινό νησί, στο χωριό Πλατάνα και πήγε να βρει την Πορταΐταινα.* * *Αλλά το παράδοξο είναι ότι, με την την περιπαθή ευγλωττία της , με τη γυναικεία στωμυλία της, με τα χίλια ψέματα όσα ήξερε –ήταν δε τότε η Φραγκογιαννού 55 ετών,
αλλά ακμαία γυναίκα και με ζωηρούς χαρακτήρες– κατόρθωσε να πείσει τη γριά, τη
χήρα του φονευθέντος (σημειώσατε ότι η μητέρα και η κόρη έδωκαν και φιλοξενία
ακόμη στη μητέρα του φονιά), να την πείσει, λέγω, καταβάλλοντας τα έξοδα του
ταξιδίου αυτή, να μεταβούν μαζί στη Χαλκίδα, με σκοπό να ενεργήσουν από κοινού
πλησίον της Εισαγγελίας, του Δικαστηρίου και των Ενόρκων, υπέρ της απαλλαγής ή
της αθωώσεως του υπόδικου. Όσον
αφορά την κόρη, «την Καρίκλειαν», αυτή δήλωσε ότι εκδίκηση δεν επιζητεί, επειδή
«ο πατέρας της δεν έρχεται πίσω», μόνο ποτέ δε θα θελήσει τον φονέα ως άνδρα
της, προτιμά να μένει ανύπανδρη στον αιώνα.Πήγαν
μαζί οι δύο γριές κι έμειναν στη Χαλκίδα τρεις μήνες, κατοικώντας σε τρώγλη, σε
ένα τουρκόσπιτο, κοντά στα Εβραίικα, προς την Άνω Πύλη του φρουρίου. Και
καθημερινά η Χαδούλα πήγαινε στις φυλακές, τις πρωινές ώρες, κατά την έξοδο των
φυλακισμένων, συνοδευόμενη συνήθως από την Πορταΐταινα, η οποία όμως καθόταν
αντίκρυ απ΄τη φυλακή και περίμενε, μη θέλοντας να δει κατά πρόσωπο το φονέα. Περνώντας έξω από το μεγάλο και άκομψο παλαιό ναό της Αγίας Παρασκευής,
έκαναν το σταυρό τους και η μητέρα έφερνε στον υπόδικο σιμίτια και σύκα και
σαρδέλες και καπνό για την πίπα του. Και μέσα στη βαθιά τσέπη του φουστανιού
της, κρυφά, είχε χωμένη μικρή φιαλη με ρούμι ή ρακί, προς παρηγοριά του
φυλακισμένου.Αλλά
δύο ή τρεις φορές την εβδομάδα από την Άνω Πύλη του φρουρίου εξέρχονταν κι
έβλεπαν κρεμάμενα εκεί, στο σκοτεινό πυλώνα, την κνήμη του «Έλληνος γίγαντος»
και το «τσαρούχι του», τεραστίου μεγέθους, επιφυλασσόμενες, όταν θα επέστρεφαν
με το καλό στην πατρίδα, να διηγούνται κι οι δύο το πράγμα στα εγγόνια τους. Έπειτα
διευθύνονταν κατά τη συνοικία Σουβάλα ή κατά τον Άγιον Δημήτριον κι
επισκέπτονταν τον Εισαγγελέα, ο οποίος διά του
γραφέα του τις έδιωχνε και τους δικαστές, οι οποίοι ενίοτε καταδέχονταν να
γελούν μαζί τους.Τέλος
όταν ορίσθηκε η δίκη, ζήτησαν να πλησιάσουν τους ενόρκους, που είχαν έλθει,
άλλοι φουστανελάδες, από τα ορεινά χωριά, άλλοι βρακάδες, από τα νησιά και τα
παραθαλάσσια. Η
Φραγκογιαννού υποσχόταν χιλίων λογιών δώρα σε όλους και θα ήταν ικανή να τα
δώσει, αν είχε, μοσχάτα κρασιά, ωραία λάδια «κεχριμπάρι», αστακοουρές, παστά
κεφαλόπουλα, αυγοτάραχα, ξεροχτάποδα, εκλεκτά σύκα και παν ότι εδύνατο να
παράγει το νησί της.Σε
ένα των ενόρκων, άνθρωπο κίτρινο και βήχοντα, ο οποίος φαινόταν να πάσχει,
υποσχέθηκε αυτή να τον γιατρέψει, με ένα μαντζούνι που ήξερε. Όλα αυτά δεν
ίσχυσαν και ο φονιάς καταδικάστηκε σε εικοσαετή δεσμά. Ναυάγησαν όλα τα σχέδια,
ως και αυτή η συμπεθεριά μεταξύ της μητέρας του φονιά και της χήρας του
θύματος.* * *Τώρα
ήταν ανάγκη να επιστρέψουν στην πατρίδα, αλλά τα λίγα χρήματά τους είχαν
εξαντληθεί και όσα είχαν πάρει μαζί τους και όσα είχε στείλει εντωμεταξύ η
Αμέρσαξενοδουλεύοντας και υφαίνοντας στην πατρίδα. Αφού η Φραγκογιαννού μάταια
παρεκάλεσε όσα πλοία έβλεπε που ετοιμάζονταν να πλεύσουν προς το Μαλιακό κόλπο
ή προς την Ιστιαία, να παραλάβουν τουλάχιστον την Πορταΐταινα, ως γεροντότερη
και ασθενέστερη - αυτή για τον εαυτό της είχε το σχέδιό της - όταν είδε ότι οι
διάφοροι κυβερνήτες απαιτούσαν όχι μόνο το ναύλο, αλλά να έχει και τρόφιμα η
επιβάτης και αν την άφηναν στη Στυλίδα ή στους Ωρεούς, ας κάμει καλά να βρει
πλοίο για την πατρίδα της, εκμυστηρεύτηκε το σχέδιό της στην Πορταΐταινα.—
Εγώ, είπε, είμαι ικανή να πάω στεριά με τα ποδάρια μου, από δω ως την Αγία
Άννα - λένε πως είναι δυο μέρες δρόμος - κι εκεί θα βρούμε το ταχύπλοο, το δικό
μας που θα μας γνωρίσει ο καπετάν Πετσερέλος, ο ταχυδρόμος και θα μας πάρει. Τα
έξοδά μου στο δρόμο θα τα οικονομήσω, μαζεύοντας βότανα, χορτάρια κι
αγριολάχανα κι όποια χριστιανή βρω κι έχει το παιδί της άρρωστο ή τον άνδρα
της, θα της κάμω ψευτογιατρικά να βοηθήσω τον άνθρωπό της, να την υποχρεώσω... —
Τί θα κάμω; μπορώ, δεν μπορώ, απάντησε η Πορταΐταινα. Καλύτερα να πάμε
συντροφιά, όπως ήρθαμε.Και
ξεκίνησαν. Η
Χαδούλα έκαμε όπως είπε, μόνο πως αργοπόρησαν περισσότερο στο δρόμο, ένεκα της
βραδυπορίας της Πορταΐταινας. Κι επέτυχε μάλιστα περισσότερο απ΄ όσο ήλπιζε. Όταν, μετά μία εβδομάδα, έφτασε στην πατρίδα, είχε και περίσσευμα από την
επιχείρηση. Έφερε στο σπίτι της, από όσα της έδιναν για αμοιβή των εκδουλεύσεών
της, ένα σάκο με σιτάρι, ως μία οκά τυρί, δύο όρνιθες, ένα μάλλινο χράμι, το
οποίο της χάρισαν και λίγες δραχμές μετρητά. Απ΄ αυτά πλήρωσε γενναιόφρονα και
το ναύλο της Πορταΐταινας, για να πάει κι αυτή στο σπίτι της.Όλα
αυτά τα θυμόταν καλά η Αμέρσα, επειδή η μάννα της δεν είχε πάψει να τα διηγείται
έκτοτε. Τώρα, είχαν περάσει δώδεκα χρόνια, ο αδελφός της βρισκόταν ακόμη στη
φυλακή, ο πατέρας της προ πολλού είχε πεθάνει, ο Σταθαρός κι ο Γιαλής δεν
επανήλθαν ποτέ από την Αμερική, ο μικρός ο Δημητράκης κι εκείνος είχε πάρει
μεγάλα πέλαγα, η Κρινιώ κι αυτή είχε μεγαλώσει, η Δελχαρώ είχε γεννήσει και
πάλι κόρη κι αυτή, η Αμέρσα, είχε μείνει γεροντοκόρη.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ΕΒΔΟΜΟΆκρα
σιγή και ησυχία επικράτησε μέσα στο σκοτεινό δωμάτιο, μετά τον τελευταίο βήχα
και τον κλαυθμυρισμό του κοριτσιού, τα οποία τόσο απότομα διεκόπησαν. Η
Φραγκογιαννού είχε σκύψει το πρόσωπό της και
είχε στηρίξει με τα δύο χέρια το μέτωπο και είχε πάψει να σκέπτεται. Της
φαινόταν ότι δε ζούσε πλέον. Ούτε η πνοή της ακουγόταν. Κάθε θόρυβος είχε πάψει.
Ούτε η φλόγα ακουγόταν στο τζάκι, ούτε βόμβος ακουγόταν και το ημίκαυστο φιτίλι
του λύχνου έφεγγε θλιβερά. Η μικρή κανδήλα προ πολλού είχε σβήσει στο
εικονοστάσιο και οι μορφές των αγίων δεν φαίνονταν πλέον.Αίφνης
η λεχώνα ξύπνησε μετά τιναγμού, εν μέσω, της άκρας ηρεμίας.—
Τι είναι μάννα; είπε.Η
μητέρα της βλοσυρή και σαν σε παραίσθηση, την κοίταξε στο φως του λυχναριού.—
Τι είναι! είπε, τίποτα. Ξύπνησες;—
Μου φάνηκε πως κάτι είπες... πως μ' εφώναξες, μες στον ύπνο μου.—
Εγώ;... όχι. Τ' αυτιά σου κάμανε.—
Τι ώρα να είναι, μάννα;—
Τι ώρα; ξέρω 'γω;... Τόσες φορές λάλησε και ξαναλάλησε τ' ορνίθι.—
Και συ δεν κοιμήθηκες, μάννα;—
Εχόρτασα τον ύπνο καλά... Τρύπησε το πλευρό μου, είπε η Φραγκογιαννού, η οποία
δεν είχε κλείσει μάτι. Όπου είναι θα φέξει.Η
λεχώνα χασμουρήθηκε κι έκαμε το σημείο του σταυρού επί του στόματος. Συγχρόνως
δε ύψωσε το βλέμμα προς το μικρό εικονοστάσι, το οποίο αντίκριζε.—
Έχει σβήσει το καντήλι, μάννα, δεν το άναβες;—
Δεν το αγροίκησα, θυγατέρα, είπε η γριά, κοιμόμουν βαθιά.—
Και το παιδί κοιμάται βλέπω, ήσυχα. Πώς το 'παθε;—
Ησύχασε κι αυτό τώρα πλια, είπε η γριά.—
Κι εμένα μου πονεί το βυζί μου, είπε η λεχώνα, άρχισε να κατεβάζει πολύ τώρα.
Ήθελα να ήταν ξυπνητό να το βύζαινα.—
Ε! τι να γίνει... Θα βρούμε κανένα παιδί, είπε η γριά.—
Τι λες, μάννα;Η
γριά δεν απάντησε. Ήθελε κάτι να πει. Δεν ήξερε τι να πει.—
Δεν κάνεις τον κόπο ν' ανάψεις το καντήλι, μάννα;—
Αν θέλεις, σηκώσου συ κι άναψέ το, δεν έχω χέρια...—
Πώς!—
Πιάστηκε πλια το χεράκι μου.—
Τι λες; Σε καλό σου, μάννα, εγώ που δεν έχω πάρει ευχή, κάνει ν'
ανάψω το καντήλι;Τη
στιγμή εκείνη, καθώς είπε «πιάστηκε το χεράκι μου», επανήλθε πρώτη φορά στο νου
της γριάς το όνειρο της Αμέρσας.Δεν
μπόρεσε να κρατηθεί και έπνιξε στα στήθη της βαθύ λυγμό.—
Τι έχεις, μάννα;Και
η λεχώνα πήδησε κάτω από τη χαμηλή κλίνη.—
Δεν είναι καλά το παιδί;* * *Φωνές
και σπαραγμός και κλάματα ακούστηκαν.Η
μητέρα εύρισκε το κορίτσι της νεκρό μέσα στο λίκνο του.Από
το θόρυβο, ξύπνησε στο διπλανό χώρισμα ο Κωνσταντής, που
είχε χορτάσει καλά τον ύπνο.—
Τι είναι; έκραξε τρίβοντας τα μάτια του.Χασμουρήθηκε,
τανίσθηκε, τινάχθηκε και έτρεξε στην πόρτα του δωματίου.—
Βρε! τι κάνετε σεις;... Θα σηκώσετε τον κόσμο στο ποδάρι... Μήγαρις μας
αφήνετε, μπάρεμ, να πάρουμ' ένα ύπνο απ' τις φωνές σας;Κανείς
δεν απάντησε στις διαμαρτυρίες του Κωνσταντή. Η σύζυγός του έσκυβε, πνίγοντας τους
λυγμούς της, πάνω από το λίκνο. Η πεθερά του καθόταν, συνάπτοντας τα χέρια,
αινιγματώδης, σφίγγοντας τα δόντια, με απλανές το βλέμμα. Μετά τον πρώτον
ακούσιο λυγμό της, δεν είχε εκβάλει πλέον άλλη φωνή.—
Τι! ...πέθανε το παιδί; Βρε!... έκαμε ο Κωνσταντής, μένοντας με ανοικτό το στόμα.Έπειτα
πρόσθεσε:—
Για τούτο έβλεπα κάτι ανάποδα όνειρα, ζάβαλε!...Η
Δελχαρώ, σηκώθηκε προς στιγμήν από το λίκνο του βρέφους και
συνεχίζοντας τους λυγμούς της, είπε:—
Μάννα, δεν θα φέρεις τα ρουχάκια του, να τ' αλλάξουμε;...Πού
είν' η Αμέρσα;Η
Φραγκογιαννού δεν απάντησε.—
Πού είναι η Αμέρσα μάννα; επανέλαβε, ακουμπώντας τον αγκώνα της μητέρας της η
Δελχαρώ.Η
Φραγκογιαννού ανατινάχθηκε σαν να την άγγιξε αγκάθι ή κεντρί εντόμου.—
Η Αμέρσα, πού είναι; στο σπίτι μας... απάντησε.—
Δεν είχε έρθει 'δώ η Αμέρσα; Μου φάνηκε πως άκουσα τη φωνή της μες στον ύπνο
μου, είπε η λεχώνα.—
Ας πάει να τη φωνάξει, είπε η γριά, νεύουσα με τα μάτια προς τον γαμπρό της.—
Κωνσταντή, πας να φωνάξεις την Αμέρσα; είπε η λεχώνα προς το σύζυγό της.—
Πάω. Ακούς, λέει!... Ωχ! κρίμα, ζάβαλε!... Καλά που το βαφτίσαμε κιόλας.Ο
Νταντής έσκυψε στο πάτωμα του μικρού πρόδομου στο σκοτάδι, ψηλαφώντας να βρει
τα παλιοπάπουτσά του να τα φορέσει. Έκανε μικρό θόρυβο, κρούοντας διάφορα ζεύγη
παλαιών τσόκαρων μεταξύ τους και πάνω στις σανίδες του πατώματος.—
Πού είναι τα παλιοκατσάρια μου; είπε.Τέλος
φόρεσε ένα ζευγάρι πατημένα γυναικεία παπούτσια, τα οποία βρήκε και κάλυπταν
μόνο τα δάκτυλα των ποδιών και μέρος του ταρσού, αφήνοντας έξω όλη τη φτέρνα. Άλλο θόρυβο έκαμε για να ανοίξει την πόρτα, μη βρίσκοντας στο σκοτάδι το σύρτη
ούτε το μάνταλο. Αφού
άνοιξε την πόρτα, γύρισε αίφνης πίσω.—
Ακούς, Δελχαρώ, είπε, της Αμέρσας μόνο να πω ή να 'ρθεί και το Κρινιώ μαζί; Τί
λες εσύ, πεθερά;Και
η Φραγκογιαννού ανυπόμονη:—
Πήγαινε τώρα, τι φέρνεις γύρο; Ας ερθεί όποιος ερθεί!Η
Δελχαρώ θρηνούσε ήρεμα σκύβοντας πάνω από το λίκνο. Ο
Νταντής πριν εξέλθει, έριξε βλέμμα στο λίκνο και στη σύζυγό του.—
Αχ! κρίμα, ζάβαλε! είπε... Κι έβλεπα κάτι όνειρα!... βρε παιδιά!Και
βγήκε γρήγορα έξω.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ΟΓΔΟΟΤην
εβδομάδα των Βαΐων, ένα πρωί, πήγε η Φραγκογιαννού ολομόναχη στην εξοχή, προς
της Μαμούς το ρέμα. Ήθελε
να επισκεφθεί το μικρό ελαιώνα, τον οποίο ως «ψυχομοίρι» είχε λάβει από μία
εύπορη κουμπάρα της, που πέθανε άκληρη και στην οποία είχε προσφέρει
εκδουλεύσεις. Το
μισό του ελαιώνα τούτου το είχε δώσει ως προίκα στη Δελχαρώ, το άλλο μισό το
κατείχε ακόμη η γριά.Λίγες
εβδομάδες είχαν περάσει από τα γεγονότα τα οποία διηγηθήκαμε. Κανείς
δυσανάλογος θόρυβος είχε γίνει για το μικρό θυγάτριο της Δελχαρώς της
Τραχήλαινας, το οποίο έθαψαν την ίδια ημέρα. Η
μητέρα του βρέφους, αν και είδε τα μελανά σημεία γύρω από το λαιμό του μικρού
παιδιού, δεν θα τολμούσε ποτέ να κάμει λόγο, ούτε άλλος θα πίστευε το έγκλημα
της μητέρας της. Προφανώς
το παιδί είχε πεθάνει από τον κοκίτη.Ο
μόνος γιατρός που υπήρχε από χρόνια στο χωριό, ο φιλάνθρωπος Βαυαρός Β., έτυχε
να λείπει. Είχε ακουσθεί και πάλι χολέρα στην Αίγυπτο και το υπουργείο των
Εσωτερικών συνήθιζε να αποστέλλει κατ' εκλογήν το γιατρό τούτον στη διεύθυνση
του λοιμοκαθαρτηρίου στη Δήλο.Αντ'
αυτού η Κυβέρνηση είχε στείλει προσωρινά ως υγειονόμο έναν γηραιό γιατρό, τον
κ. Μ., ο οποίος δεν είχε φθάσει ακόμη. Εντωμεταξύ
υπήρχε ένας απόφοιτος της ιατρικής, που διέμενε στο νησί. Αυτός κλήθηκε από τη
δημοτική αστυνομία για να βεβαιώσει το θάνατο, κοίταξε επιπόλαια το πρόσωπο του
νεκρού βρέφους, παραπονέθηκε γιατί να μην τον φωνάξουν ενόσω τούτο ζούσε και έδωκε
το «ενταφιαστήριο», γράφοντας «εκ σπασμώδους βηχός».Η
γριά Χαδούλα, από την ημέρα εκείνη έζησε ζωή τύψεων, ανησυχίας και με εξωτερικό
σχήμα σαν να είχε τέφρα πάνω στα ψαρά της μαλλιά, τόσο ελαφρώς σκυφτή και
ακίνητη τηρούσε την κεφαλή της και σαν να φορούσε τη μακριά μαύρη μανδήλα της
ως σάκο μετανοίας. Όταν
μπήκε η Μεγάλη Σαρακοστή, άρχισε να συχνάζει στην εκκλησία, έκανε πολλές και
βαθιές γονυκλισίες, σκεφτόταν να εξομολογηθεί και το ανέβαλλε. Νήστευε χωρίς
λάδι, με ξηροφαγία τις πέντε ημέρες κάθε εβδομάδας και είχε βαστάξει «τρίμερο»
την πρώτη εβδομάδα και το μεσοσαράκοστο. Ντρεπόταν να βλέπει την κόρη της, τη
Δελχαρώ και απέφευγε να αντικρύσει το βλέμμα της.Την
ημέρα λοιπόν εκείνη, της εβδομάδας των Βαΐων, έφθασε η Φραγκογιαννού πολύ πρωί
στην κορυφή του ψηλού πετρώδους λόφου, που αντίκριζε από δυτικά την πολίχνη και
απ΄ όπου μελαγχολικό πέφτει το βλέμμα στο μικρό κοιμητήριο, που απλώνεται κάτω,
σε ψηλή χαλαζόπληκτη λωρίδα γης, με τα λευκά μνήματα και ευθύς φεύγει ζητώντας
φαιδρότητα και ζωή στα γαλανά κύματα, στον ευρύ τριπλό λιμένα και στα χλοερά,
χαρίεντα νησάκια, που φράσουν τούτον από ανατολάς και νότια. Επάνω
στην κορυφή εκείνη υπήρχε ερημικό, μόλις φαινόμενο, σαν φανός την ημέρα
λάμποντας, το εξωκκλήσι του Αγίου Αντωνίου.Η
Φραγκογιαννού, πέρασε απ΄ έξω, κάνοντας το σημείο του Σταυρού και ενώ είχε
σκοπό να εισέρθει, την τελευταία στιγμή δίστασε κι εξακολούθησε το δρόμο της. «Δεν είμαι άξια», είπε μέσα της, «να μπω σ' ένα ξωκλήσι που τόσο συχνά
λειτουργιέται...Ας
πάω καλύτερα στον Αϊ-Γιάννη τον Κρυφό».Μετά
τούτο έφθασε στον ελαιώνα, επιθεώρησε ένα προς ένα όλα τα ελαιόδεντρα για να
δει αν ήσαν φουσκωμένα ήδη. Ήταν ήδη προς τα μέσα Απριλίου, το δε Πάσχα ερχόταν
όψιμο. Παρακαλούσε μέσα της το Χριστό «να δώσει λαδάκι, για ν' αναπλέψ' η
φτώχεια». Από δύο ετών, πράγματι, δεν είχαν καρπίσει οι ελιές, είχε δε αναφανεί
και μία ύπουλη ασθένεια, που έφθειρε τον καρπό και μαύριζε τους κλώνους των
δένδρων.Αφού
έμεινε για λίγο στον ελαιώνα, σηκώθηκε, στρέφοντας πολλές φορές το κεφάλι πίσω,
σαν για να αποχαιρετίσει τα ελαιόδεντρα και απομακρύνθηκε. Έφθασε κάτω στο ρέμα
και άρχισε να το ανεβαίνει, καθώς πολλές φορές συνήθιζε, φέρουσα το καλάθι της
υπό τον αριστερό αγκώνα, κρατώντας το μαχαιράκι της με το χέρι το δεξιό, έσκυβε
παντού, σε όσα μέρη αυτή γνώριζε κι έψαχνε να
βρει καυκαλήθρες και ζοχάρια και μυρόνια και άνηθο για να γεμίσει το
καλαθάκι της, να κάμει πίττα το Σάββατο του Λαζάρου, να φάει αυτή κι οι
θυγατέρες της, αλλά να προσφέρει και στις γειτόνισσες, από τις οποίες χάσιμο
δεν είχε.Εκτός
από τα αγριολάχανα τούτα, τα οποία όλες γνώριζαν να συλλέγουν, η Χαδούλα ήξερε
κι άλλα βότανα, χρήσιμα ως φάρμακα για τους ασθενείς, το τρίμερο και τη
δρακοντιά και την αγριοκρομμύδα, ανάμεσα στις κουμαριές και τις φτέρες και πλάι
στις ρίζες των άγριων δένδρων και τους μύκητες και τα αγκάθια και τις
τσουκνίδες, καθώς και το πολυτρίχι στους μικρούς καταρράκτες του ρέματος, το
οποίο λένε ότι είναι φάρμακο για τις λεχώνες που έχουν πυρετό.***Αφού
μάζεψε αρκετά βότανα, ιαματικά κυρίως, τα οποία τύλιξε σε ξεχωριστό μαντήλι
μέσα στο καλάθι και η ώρα έκλινε ήδη προς το δειλινό και ο ήλιος πλησίαζε στην
κορυφή του βουνού, μέσα στο ρέμα βαθιά ήταν η σκιά και ο θόρυβος των βημάτων
της, που αντηχούσε σαν γδούπος σκληρός στο βάθος της ψυχής της.Η
γριά ανέβαινε ήδη υψηλότερα, προς την απότομη κορυφή του ρέματος. Κάτω
χαραζόταν βαθύ το ποτάμι, τ' Αχειλά το ρέμα και όλη τη βαθιά κοιλάδα με ήρεμο
μουρμούρισμα διέτρεχε το ρέμα, κατά το φαινόμενο ακίνητο, λιμνάζον, αλλά
πράγματι συνεχώς κινούμενο κάτω από τους μακριούς βαθύκομους πλατάνους, ανάμεσα
σε βρύα και θάμνους και φτέρες, φλοίσβιζε μυστικά, φιλούσε τους κορμούς των
δένδρων, έρποντας οφιοειδώς κατά μήκος της κοιλάδας, πρασινωπό από τις
ανταύγειες τις χλοερές, φιλώντας και συγχρόνως δαγκώνοντας τους βράχους και τις
ρίζες, νάμα που κελαρύζει, αθόλωτο, γεμάτο από μικρά καβουράκια, τα οποία
έτρεχαν να κρυφτούν στο θόλωμα της άμμου, άμα κανένα βοσκόπουλο, αφήνοντας τις
λίγες αμνάδας να βόσκουν στη δροσερή χλόη, ερχόταν να σκύψει στο ρέμα και
ανασήκωνε κάποια πέτρα για να τα κυνηγήσει. Το
λάλο, ασίγητο κελάδημα των κοτσυφιών, αντηχούσε αρμονικά στο δάσος, που
περιέστεφε όλη τη δυτική πλαγιά και ανερχόμενο στην κορυφή του Ανάγυρου, ως την
Αετοφωλιά επάνω, όπου λεγόταν ότι ένας θαλασσαετός είχε κατοικήσει επί τρεις
γενεές ανθρώπων εκεί και τέλος εξέλιπε χωρίς να αφήσει αετόπουλα. Στην
ερημωθείσα φωλιά του βρέθηκε ολόκληρο μουσείο από τεράστια κόκκαλα θαλασσίων
φιδιών, φωκών, καρχαριών και άλλων υποθαλάσσιων θηρίων, τα οποία είχε
ξεφαντώσει κατά καιρούς το μέγα και κραταιό όρνεο των θαλασσών, με το γρυπό
ράμφος του το κυανωπό και με το τεφρό μεγαλοπρεπές πτέρωμα.Επάνω,
στην κορυφή του ρέματος, σε ένα ζυγό σχηματιζόμενο μεταξύ δύο βουνών, ανάμεσα
στου Κονόμου τα ρόγγια και στο Μικρό Ανάγυρο, εκεί βρισκόταν από παλαιό καιρό το αρχαίο, έρημο
μονύδριο, ο Άις Γιάννης ο Κρυφός. Ήταν πράγματι κρυφός, βρισκόμενος πίσω από το
μικρό αυχένα, καλυπτόμενος από τα δύο βουνά και από πυκνή λόχμη. Είτε απ΄ το
βόρειο μέρος ερχόταν κάποιος, όπως τώρα η Φραγκογιαννού από τ' Αχειλά το ρέμα,
είτε απ΄ το νότιο, απ΄ την τοποθεσία την καλούμενη του Κονόμου τα ρόγγια και αν
πολύ κοντά διερχόταν πλησίον του παλαιού σεβάσματος, ήταν αδύνατο να υποπτευθεί
την ύπαρξή του, αν δε γνώριζε καλά τα μέρη, όπως τα γνώριζε η Φραγκογιαννού.Ο
περίβολος και τα λίγα κελιά ήταν ερείπια από πολλού. Ο ναΐσκος υψωνόταν ακόμη,
αλλά ήταν έρημος και αλειτούργητος. Το καθολικό στεγαζόταν ακόμη, αλλά στο
άγιον βήμα η στέγη είχε καταρρεύσει προς το βόρειο, οι δε πλάκες της σκεπής και
τα συντρίμματα είχαν καλύψει το θυσιαστήριο, υπήρχε ξύλινο τέμπλο, πάλαι ποτέ
γλυπτό και χρυσωμένο, φθαρμένο και δυσγνώριστο, αλλά οι εικόνες έλειπαν. Οι
λίγες τοιχογραφίες είχαν φθαρεί από την υγρασία και τα πρόσωπα των Αγίων δεν
διακρίνονται πλέον.Μόνο
δεξιά του χορού υπήρχε μια τοιχογραφία που παριστούσε τον
Άγιον Ιωάννην τον Πρόδρομον μαρτυρούντα τον Χριστόν.«Ίδε
ο Αμνός του θεού, ο αίρων την αμαρτίαν του κόσμου». Το
πρόσωπο και η χείρα του Βαπτιστού, τεινόμενη και δείχνοντας, διακρινόταν
σχετικώς καλά. Το πρόσωπο του Σωτήρος πολύ αμυδρά φαινόταν επί του υγρού
τοίχου.Τον
Αι-Γιάννη τον Κρυφό επικαλούνταν τον παλιό καιρό, όλοι όσοι είχαν «κρυφό πόνο»
ή κρυφή αμαρτία. Η γριά Χαδούλα γνώριζε τη δοξασία ή το έθιμο τούτο και για
τούτο θυμήθηκε να έλθει σήμερα στον παλιό, έρημο ναΐσκο, για να προσφέρει τις
ικεσίες της. Προτίμησε το ναό τον αλειτούργητο, αφού και στην ενοριακή
εκκλησία, όπου σύχναζε όλη τη σαρακοστή, τολμούσε μόνο να εισέρχεται μάλλον
στον νάρθηκα, πίσω από το ένα φύλλο της γυναικείας πύλης, του κλεισμένου με το
σύρτη, σαν να αισθανόταν την ανάγκη να είναι έτοιμη προς φυγή, άμα την έδιωχνε
κανείς! Και
δε φοβόταν τόσο μη την διώξει ο Παπανικόλας, ο αυστηρός και ασκητικός εφημέριος
ή ο κυρ Δημητρός ο επίτροπος, ο οποίος πάντοτε γόγγυζε και ήταν τραχύς προς τις
γριές, που επέμεναν να μη θέλουν να ανέρχονται στο γυναικωνίτη και απαιτούσαν
να έχουν διαρκώς μικρό, περίφρακτο με σειρές στασιδιών διαμέρισμα, στην
βορειοδυτική γωνία του ναού, αλλά φοβόταν τον Αρχάγγελο, τον αγριωπό, που ήταν
ζωγραφισμένος μεγάλος στη βόρεια πύλη του ναού, με τη ρομφαία του τη φλόγινη
στο χέρι.Μπήκε στον έρημο ναΐσκο, άναψε ένα κερί, το οποίο είχε στο καλάθι της μαζί με λίγα
σπίρτα κι έκαμε τρεις στρωτές γονυκλισίες εμπρός στην τοιχογραφία την
ημιφθαρμένη. Έπειτα, ανακυκλώνοντας στο νου, την έμμονη ιδέα που της είχε
κολλήσει, χωρίς να την εκφράζει μεγαλοφώνως, είπε με φωνή, την οποία θα
μπορούσε να ακούσει κανείς, αν παρίστατο μάρτυρας της σκηνής εκείνης: «Αν έκαμα
καλά, Αϊ-Γιάννη μου, να μου δώσεις σημείο σήμερα... να κάμω μία καλή πράξη, ένα
ψυχικό, για να γαληνιάσ' η ψυχή μου κι η καρδούλα μου!...»
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ΕΝΑΤΟΑφού
είχε γεμίσει το καλάθι της και ο ήλιος έκλινε πολύ χαμηλά, καθώς βγήκε απ΄ τον
έρημο ναΐσκο, η γριά Χαδούλα κίνησε να επιστρέψει στην πολίχνη. Κατέβηκε πάλι
το ρέμα-ρέμα προς τα πίσω, στράφηκε δεξιά κι άρχισε να ανηφορίζει προς το λόφο
του Αγίου Αντωνίου, απ΄ όπου είχε έλθει. Μόνο πριν φθάσει ακόμη στην κορυφή του
λόφου, όπου ήταν το παρεκκλήσιο και απ΄ όπου ανοίγεται μεγάλη θέα προς το
λιμάνι και την πόλη, είδε εκεί δεξιά της, χαμηλά στο βάθος μικρής κοιλάδας, η
οποία καλείται της Μαμούς το ρέμα και τέμνει κατά αμβλεία γωνία την άλλη βαθειά
κοιλάδα του Αχειλά, τον ευρύ και καλώς καλλιεργημένο κήπο του Γιάννη του
Περιβολά και είπε μέσα της:«Ας
πάω στον μπαχτσέ του Γιάννη, να του γυρέψω κανένα μάτσο κρομμύδια ή κανένα
μαρούλι, να με φιλέψει... Τι θα χάσω;»Συγχρόνως,
σκέφτηκε τη στιγμή εκείνη, ότι προ ημερών είχε ακούσει, ότι η γυναίκα του
Γιάννη του Περιβολά ήταν άρρωστη.Δεν
ήξερε αν αυτή βρισκόταν τώρα στην καλύβα που ήταν μέσα στον κήπο, κοντά την
είσοδο ή αν νοσηλευόταν στην πόλη. Αλλά επειδή ο κηπουρός ο ίδιος θα βρισκόταν
εξάπαντος εδώ, (συμπέρανε, επειδή έβλεπε από μακριά ανοικτή την πόρτα του
περίβολου) συλλογίσθηκε να του πουλήσει εκδούλευση, με τα βότανα που είχε στο
καλαθάκι της, υποσχόμενη σ΄
αυτόν «μαντζούνια» προς ίαση της γυναίκας του.Έπειτα
ευθύς πάλι είπε στον εαυτό της:«Τι
δούλεψη να κάμει κανείς στη φτώχεια!... Η μεγαλύτερη καλοσύνη που μπορούσε να
τους κάμει θα ήταν να είχε κανείς στερφοβότανο να τους δώσει (Θε μ' σχώρεσέ
με!). Ας ήταν και παλληκαροβότανο! συμπλήρωσε. Γιατί κάνει όλο κοριτσάκια κι
αυτή η φτωχιά!... Θαρρώ
πως έχει πέντ' έξι ως τώρα. Δεν ξέρω αν της έχει πεθάνει κανένα... απ' αυτά τα
εφτάψυχα!»Είχε
ψάξει, πράγματι, επί χρόνους πολλούς στα βουνά και τα φαράγγια, να βρει
«παλληκαροβότανο» για την κόρη της, αλλά εκείνο το οποίο της είχε δώσει δεν
πέτυχε, απεναντίας, ενήργησε μάλλον ως «κοριτσοβότανο». Και
όμως σ΄ αυτήν άλλοτε, όταν της το έδωκε η ανδραδέλφη της, είχε τελεσφορήσει,
διότι έκαμε τέσσερις γιους και μόνο τρεις θυγατέρες. Όσον
αφορά το «στερφοβότανο», ο πνευματικός της είχε πει προ χρόνων ότι είναι μεγάλη
αμαρτία.Πριν
φθάσει στην πόρτα του κήπου, καθώς κατέβαινε το δρομίσκο της πλαγιάς, είδε ότι
ο Γιάννης ο Περιβολάς δεν βρισκόταν μέσα στον κήπο, αλλά ήταν τη στιγμή εκείνη
στον γειτονικό αγρό, τον οποίο είχε φαίνεται νοικιάσει ως κολλήγας από το
γείτονα. Ο αγρός ήταν σπαρμένος κριθάρι που χλόαζε και ήταν μία σπιθαμή ήδη,
βρισκόταν δε σε χαμηλότερο από τον κήπο επίπεδο, σε ύψος γόνατος.Ο
Γιάννης, σκυμμένος σε μία άκρη του αγρού, ως φαίνεται, βοτάνιζε, δηλαδή
ξερίζωνε τα άσχημα χόρτα και τα ζιζάνια ανάμεσα στο σπαρτό, ενόσω ήταν ακόμη
νωρίς και ο ήλιος έδυε ήδη. Βρισκόταν πέρα από την άλλη άκρη του κήπου και όταν
η Γιαννού πλησίασε στην πόρτα του περίβολου, δεν τον έβλεπε πλέον, κρυπτόμενο
πίσω από τον πυκνό φράκτη, σε ικανή απόσταση, ώστε δεν μπόρεσε να του φωνάξει
από μακριά την καλησπέρα. Εκείνος, σκυμμένος και αφοσιωμένος στην εργασία του,
ούτε την είδε.Η
γριά Χαδούλα μπήκε. Κοντά στην πόρτα ήταν η καλύβα, αρκετά λευκάζουσα, με
εξωτερικό όχι πολύ ακμαίο ούτε καθάριο. Φαινόταν ότι προ πολλού χρόνου δεν είχε
ασβεστωθεί και μαρτυρούσε περί της αρρώστιας της οικοκυράς. Αταξία εργαλείων,
χόρτων και δεμάτων υπήρχε μπροστά της. Η πόρτα ήταν κλειστή. Τα δύο παράθυρα
κλειστά. Μόνο ένας φεγγίτης με τζάμι υπήρχε προς τα πάνω, αλλά για να φθάσει ως
εκεί επάνω η Φραγκογιαννού, για να στυλώσει το ανάστημά της και να δει αν ήταν
άνθρωπος μέσα, έπρεπε να ανεβεί τα δύο ή τρία σκαλοπάτια και να φθάσει στο
μικρό, άφρακτο σανίδωμα, το καλούμενο «χαγιάτι».Ενώ
δίσταζε αν έπρεπε έτσι να κάμει ή μάλλον να ανέβει απλώς στο χαγιάτι και να
χτυπήσει την πόρτα, άκουσε φωνές μικρών κοριτσιών. Λίγο παρέκει ήταν το πηγάδι
με το μαγκάνι και δίπλα η στέρνα, χαμηλή, βαθιά, με τις όχθες μόλις λίγο πάνω
από την επιφάνεια της γης. Επάνω σ΄ αυτήν την κτιστή όχθη, παρά το χείλος της
στέρνας, κάθονταν δύο μικρά κορίτσια, το ένα ως πέντε ετών, το άλλο ως τριών
ετών και έπαιζαν με μία καλαμιά και με σπάγκο και ένα καρφί δεμένο στην άκρη,
σαν να ψάρευαν τάχα μέσα στη στέρνα.***—
Να!... μου έδωκε το σημείο ο Άις-Γιάννης, είπε μέσα της, σχεδόν ακούσια η Φραγκογιαννού,
άμα είδε τα δύο κορίτσια... Τι λευθεριά θα της έκαναν της φτωχιάς της
Περιβολούς, ανίσως έπεφταν μες στη στέρνα και κολυμπούσαν!... Να ιδούμε, έχει
νερό;Πλησιάζοντας,
έσκυψε και είδε ότι η στέρνα ήταν σχεδόν γεμάτη, ως δύο τρίτα οργιές νερού.—
Τι τ' αφήνει εδώ, κείνος ο πατέρας τους, μικρά κορίτσια, είπε πάλι η
Φραγκογιαννού. Τάχα δεν μπορούν να πέσουν και μοναχά τους μέσα;Έστρεψε
ανήσυχο βλέμμα προς την καλύβα. Αλλά αυτή είχε την όψη ότι δεν υπήρχε άνθρωπος
μέσα.Κοίταξε
με περιέργεια τα δύο κορίτσια. Το μεγαλύτερο τούτων ωραίο, ξανθό, αν και σχεδόν
άνιπτο, έκαμνε ωραία εντύπωση. Το μικρότερο, χλωμό, κακοντυμένο, φαινόταν
μάλλον να πάσχει από «ζούραν», ήτοι παιδικό μαρασμό.—
Κοριτσάκια, είπε η
Φραγκογιαννού, τι εκάνετ' δω;... Πού
είν' η μάννα σας;Το
μεγαλύτερο κορίτσι απήντησε:—
Πίτι.Στο
σπίτι, ερμήνευσε η γριά. Μα πού στο σπίτι; Εδώ ή στο χωριό;—
Ζεν είναι ζω, είπε πάλι το μικρό.Φαίνεται
ότι εκτελούσε εντολή του πατέρα της, μη θέλοντας να ενοχλούν οι διαβάτες την
άρρωστη. Αυτή άλλωστε, βρισκόταν πράγματι μέσα στην καλύβα, καίτοι τα παράθυρα
ήταν κλειστά, ίσως για να μην τη βλάπτει ο απογευματινός αέρας του ρέματος. Φαίνεται
ότι ο σύζυγός της προ ολίγου μόνον είχε κατέβει στο γειτονικό αγρό, προς μικρή
συμπληρωματική εργασία και είχε αμελήσει ή νομίσει περιττό να κλείσει και την
πόρτα του περίβολου του λαχανόκηπου.Η
γριά Χαδούλα ρώτησε και πάλι:—
Κι είναι στο χωριό, η μάννα σας; Και σεις πώς είστε 'δω μοναχά σας;—
Είναι πατέλας ζω, είπε η μικρή.—
Πού;—
Εκεί κάτω. Έδειξε η μικρή.—
Και τι κάνει;Η
παιδίσκη έσειε τους ώμους. Δεν ήξερε τι να πει. Τέλος πρόφερε:—
Έχει ζ'λειά. (έχει δουλειά)—
Πώς σε λένε, κορίτσι μου;—
Μένα; Μ' σούδα (Μυρσούδα)—
Και την αδερφή σου;—
Τούλα (Αρετούλα).Η
Φραγκογιαννού σκέφθηκε:«Θα
φωνάξουν τάχα;... Θ' ακουστεί; Που ν' ακουστεί!... Πρέπει να κάμω γλήγορα,
πρόσθεσε μέσα της. Αυτός, όπου είναι, τώρα σε λίγο, θά 'ρθει δω, γιατί θα
σουρουπώσει και δεν θα βλέπει να κάνει δουλειά εκεί κάτω... Και πρέπει να φεύγω
το γρηγορότερο, χωρίς να με δει, όπως δεν με είδε ως τώρα».Δίστασε
προς στιγμήν. Αισθάνθηκε μέσα της φοβερή πάλη. Έπειτα είπε, σχεδόν μεγαλοφώνως: Και
πιάνοντας με τα δύο χέρια τα δύο κορίτσια, τα έσπρωξε με μεγάλη βία.Ακούσθηκε
μεγάλος πλαταγισμός.Τα
δύο πλάσματα έπλεαν στο νερό της στέρνας.Η
μεγαλύτερη κορασίδα έριξε οξεία κραυγή, που αντήχησε στην μοναξιά του δειλινού.—
Μα...!Από
έμφυτη ορμή, η Φραγκογιαννού έστρεψε το πρόσωπο προς τη
λευκή καλύβα, που μέχρι τώρα είχε στραμμένα τα νώτα και συγχρόνως ετοιμαζόταν
να φύγει και συνάμα έστρεφε την άκρη του ματιού της προς τη στέρνα, για να δει
αν διαρκούσε η αγωνία.Πήρε
το καλάθι της, το οποίο είχε αποθέσει καταγής και απομακρύνθηκε δύο βήματα.Τα
δύο μικρά πλάσματα σφάδαζαν μέσα στο νερό. Η μικρή είχε βυθισθεί ήδη. Η
μεγαλύτερη πάλευε.Μετά
λίγα δευτερόλεπτα, η γριά άκουσε πίσω της κρότο πόρτας ανοιγόμενης και ασθενή
φωνή.Στράφηκε.
Η θύρα της Καλύβας είχε ανοιχθεί. Η άρρωστη γυναίκα, η
μητέρα των δύο κοριτσιών, ωχρή και τυλιγμένη με μάλλινο σεντόνι, όμοια με
φάντασμα, στεκόταν στο χάσμα της πόρτας.—
Τι είναι; είπε με τρόμο η πάσχουσα γυναίκα.Τότε
η Φραγκογιαννού, με μεγάλη ετοιμότητα, καθώς στεκόταν όρθια, δύο βήματα προς τη
στέρνα, έριξε το καλάθι της κάτω, το οποίο είχε αναλάβει μόλις και άρχισε να
τρέχει, να πηδά και να φωνάζει:—
Τα κορίτσια!... Τα κορίτσια!... Πέσανε
μέσα!... Κοίταξε!... Δεν έχετε το νου σας, χριστιανοί;... Πώς κάμανε;...
Και τ' αφήνετε μοναχά τους, κοντά στη στέρνα, νερό γεμάτη!... Καλά που
βρέθηκα!... Να, τώρα πέρασα κι εγώ... Ο Θεός μ' έστειλε!Κι
ενώ αμέσως έσκυψε και αφαίρεσε αμέσως τη φουστάνα της, μένοντας με τη λεγόμενη
«μαλλίναν», την εν είδει μεσοφοριού, βγάζοντας τα πατημένα χονδρά παπούτσια,
μένοντας με τις κάλτσες τις τρυπημένες στην φτέρνα, ρίχτηκε βαριά, με πάταγο μέσα
στο νερό της στέρνας.Η
γυναίκα η άρρωστη, είχε αφήσει βραχνή κραυγή κι έτρεξε να κατέβει τα δύο ή τρία
λίθινα σκαλοπάτια της εισόδου, παραπατώντας και μόλις δυνάμενη να βαδίζει απ΄
την αδυναμία.Πριν
αυτή φθάσει κοντά στη στέρνα, η Γιαννού είχε πιάσει το μικρότερο κορίτσι, το
οποίο της φαινόταν μάλλον πνιγμένο ήδη και το έσυρε αργά-αργά προς τα έξω, με
την κεφαλή πάντοτε επίστομα στο νερό. Έπειτα σηκώνοντας το μικρό σώμα, αφού απέθεσε
τούτο στη λίθινη κρηπίδα της στέρνας, έσκυψε κι έπιασε το άλλο κορίτσι, το
μεγαλύτερο. Το έδραξε από το κράσπεδο του φορέματός του και από το ένα πόδι κι
ενώ τραβούσε προς τα πάνω το σώμα, το κεφάλι έμενε κάτω, όσο το δυνατόν
περισσότερη ώρα μέσα στο νερό.Τέλος,
η μητέρα είχε φθάσει κοντά στη σκηνή καιη
Φραγκογιαννού έσυρε αποφασιστικά το σώμα προς τα έξω.Το
τοποθέτησε κοντά στο άλλο κορίτσι.Τα
δύο μικρά πλάσματα φαίνονταν αναίσθητα.Η
Φραγκογιαννού μετά από προσπάθεια, ψάχνοντας με τα πόδια στο νερό, βρήκε στη
νότια πλευρά το στόμιο της στέρνας, το φραγμένο με πλατιά σανίδα με ψηλή σαν
κοντάρι λαβή και πατώντας με το ένα πόδι επί της εσοχής εκείνης του τοίχου, ανέβηκε με κόπο στην κρηπίδα στάζοντας όλη από τα νερά.—
Είδες! Δεν το συλλογίστηκα! ανέκραξε επιδεικτικά η Φραγκογιαννού. Τάχα δεν
έπρεπε να τραβήξω τον κόπανο επάνω, να ξεφράξω τη μπούκα, για ν' αδειάσει
μονομιάς η στέρνα, πριν πνιγούν τα κοριτσάκια, τα καημένα!Ήταν
αλήθεια, άλλωστε, ότι δεν το είχε σκεφθεί. Πλην
υπάρχει υποκρισία και στην ειλικρίνεια.Η
Φραγκογιαννού τίναξε τα κράσπεδα των ενδυμάτων της, τα μουσκεμένα και ρίχνοντας
βλέμμα στα δύο αναίσθητα σώματα, άρχισε με βία και σπουδή να λέγει:—
Κρέμασμα ανάποδα θέλουνε... Χτύπημα με το καλάμι, για να ξεράσουν μαθές!...
Καλά που είναι γλυκό το νερό... Πού είναι ο άνδρας σου, χριστιανή μου;... Έτσι
τ' αφήνουν, μικρά κορίτσια, μοναχά τους, να παίζουν με το νερό της στέρνας;...
Καλά που ήρθα! Ο Θεός μ' έστειλε... Από τον Ανάγυρο έρχομαι, απ' τον ελιώνα...
Καλά που ήταν η πόρτα του μπαχτσέ ανοιχτή!... Πού 'ναι ο άνδρας σου; Πού 'ν'
τος; Ότι μπήκα απ' την πόρτα, ακούω μπλουμ! Τρέχω... Τι να δω! Δεν πρόφθασα...
Ούτε ήξερα πως είσ' εδώ. Σε
είχα στο χωριό πως βρίσκεσαι... Είχα μάθει πως ήσουν άρρωστη... Την
τρομάρα που πήρα!... Τώρα, κρέμασμα ανάποδα και γλήγορα...Δεν
πιστεύω να είναι καλά πνιγμένα... Πού 'ναι... τος ο άνδρας σου; Πού
'ν' τος;Και
πιάνοντας μετά βίας το ένα σώμα, το μικρότερο, περί του οποίου ήταν σχεδόν
βεβαία ότι ήταν νεκρό ήδη, το μετέφερε πλησίον ενός δένδρου, για να το κρεμάσει
ανάποδα, όπως έλεγε.—
Πού είναι ένα σκοινάκι;... Να, βλέπω ένα σπάγκο με καλαμιά! Καλά, θα χρειαστεί.Έκανε
νεύμα ανυπόμονα στην άρρωστη γυναίκα, να της φέρει κοντά την
καλαμιά, με την οποία έπαιζαν προ ολίγου τα δύο κορίτσια.Η
γυναίκα, ζαλισμένη, παραλογισμένη, συμπλέκοντας τα χέρια βρισκόμενη σε απορία,
σε τρόμο, σε αγωνία, με ασθενή φωνή είπε:—
Μα πού 'ναι ο πατέρας τους;—
Εμένα ρωτάς; είπε η Γιαννού.—
Δεν φωνάζεις;... Δεν μπορώ να σκούξω, δεν έχω καρδίτσα, χριστιανή μου... Ίσως
να είναι αποκάτω, στο χωράφι.Η
Φραγκογιαννού, αφού απέθεσε προς ώρα το μικρό σώμα καταγής, είχε τρέξει δύο
βήματα και είχε λύσει την καλαμιά με τον σπάγκο και προσπαθούσε να τον λύσει ή
να τον κόψει, για να δέσει μ΄ αυτόν τα πόδια της μικρής πνιγμένης στο κλωνάρι
της κερασιάς και να κρεμάσει το σώμα με κάτω το κεφάλι.Συγχρόνως,
απαντώντας στην επίκληση της γυναίκας, φώναξε με άγρια, αλλόκοτη φωνή:—
Γιάννη!... Γιάννη!Η
κραυγή αντήχησε στην κοιλάδα. Αλλά ο Γιάννης δεν φαινόταν. Η
Γιαννού έδεσε τα πόδια της μικρής και προσπαθούσε να την κρεμάσει, συγχρόνως δε
επανέλαβε την κραυγή της:—
Γιάννη!.. Πού είσαι;... Έλα!... Τα κορίτσια πέσανε μες στην στέρνα!...«Καλύτερα,
που αργεί», έλεγε μέσα της.—
Δεν ακούει, θα πω, αυτός ο χριστιανός; Τόσο ταμάχι, στη δουλειά! Τώρα νύχτωσε
πλια... Γιάννη! Γιάννη!...Συγχρόνως
συναισθάνθηκε ότι σχεδόν προδίδετε, καθότι η γυναίκα ρητώς δεν της είχε πει ότι
ο Γιάννης εργαζόταν στο χωράφι, αλλά μόνον η ίδια τον είχε δει και αν της το
είπε κάποιος, η πνιγείσα παιδίσκη της το είπε. Οπότε ξανάπε:—
Μα πού είναι;... Στο χωράφι, είπες; Και τι κάνει;... Ποιος να τρέξει, χριστιανή
μου, ως εκεί... Συ είσαι άρρωστη γυναίκα... Γιάννη!... Πού είσαι, Γιάννη;Τέλος
ακούσθηκε φωνή, πέρα από τον ακρινό φράκτη, από την εσχατιά ερχόμενη.—
Τί είναι;... Ποιός φωνάζει;—
Τρέξε, Γιάννη!... Τα κορίτσια πνιγήκανε! έκραξε με μεγάλο κόπο η
άρρωστη γυναίκα.Μετά
ένα λεπτό έφθασε τρέχοντας ο Γιάννης.***Η
Φραγκογιαννού εντωμεταξύ είχε κρεμάσει το μικρό σώμα, έπειτα σήκωσε και το σώμα
το άλλο, της μεγαλύτερης παιδίσκης και το ψηλαφούσε με τα δύο χέρια, ζητώντας
να βεβαιωθεί αν ήταν νεκρό ήδη. Και συγχρόνως έριχνε λοξό ύπουλο βλέμμα προς τη
δύστυχη μητέρα, την ωχρή και ριγούσα υπό το λευκό, μάλλινο σεντόνι της κι
έσεισε την κεφαλή, ακουσίως οικτίροντας τη γυναίκα αυτή.Όταν
είδε από μακριά τον πατέρα, τον κηπουρό, να τρέχει προς τα εδώ, γύρισε το σώμα
με την κεφαλή κάτω και το κρατούσε προσωρινά έτσι διστάζουσα και έντρομη.—
Τι είναι;... Τί τρέχει; έκραξε με άκρα απορία ο Γιάννης.—
Να! καλά που βρέθηκα! Φώναξε προς αυτόν η Φραγκογιαννού... Ερχόμουν από τον Ανάγυρο,
με το κοφίνι μου. Έλεγα να σου δώσω κανένα βότανο, απ' αυτά που μάζωξα σήμερα
στο ρέμα, για να κάμετε μαντζούνι για τη γυναίκα σου!... επειδή είχα μάθει πως
ήταν άρρωστη... Καλά που βρέθηκε η πόρτα ανοιχτή!... Μπαίνω μέσα... Ακούω,
μπλουμ! την τρομάρα που πήρα! Τα δύο κορίτσια, καθώς έπαιζαν με την καλαμιά,
έπεσαν στη στέρνα... Κατά πως φαίνεται, όσο μπόρεσα να καταλάβω, είχαν πιάσει
καυγά ποιά να κρατεί την καλαμιά, για να βγάλει τάχα τα ψάρια... Η μικρή ήθελε
ν' αρπάξει την καλαμιά απ' τη μεγάλη... Σπρώχνοντας η μεγάλη τη μικρή, την
έριξε μες στο νερό και πιάνοντας η μικρή τη μεγάλη, κατά πώς φαίνεται, την
τράβηξε μαζί της μες στη στέρνα. (Η
Φραγκογιαννού είχε αυτοσχεδιάσει την ερμηνεία αυτήν εκ του προχείρου και εξ
εμπνεύσεως). Αχ! την τρομάρα που πήρα! Ακούω ένα μπλουμ! Καλά που βρέθηκα! Ο
Θεός μ' έστειλε... Αμμή, έτσι αφήνουνε, χριστιανοί μου, μικρά κορίτσια, να
παίζουν μοναχά τους κοντά στη στέρνα, γεμάτη νερό!...Ο
Γιάννης βλέποντας τα δύο αναίσθητα σώματα στις ωχρές ακτίνες του σουρουπώματος,
τραβώντας τα μαλλιά του, δαγκώνοντας τους αρμούς των δακτύλων του, απάντησε:—
Ω!... τι αμαρτίες!... έχεις δίκιο, χριστιανή μου! Αχ!... και τι ήταν αυτό!...
Κι εγώ ήμουν κάτω στο χωράφι κι έβγαζα τα χορτάρια... και δεν μπορούσα να
ησυχάσω, το έρμο!... Ένα σαράκι μ' έτρωγε!... Και δεν συλλογίστηκα πως η στέρνα
ήταν γεμάτη. Κι είχα ένα φόβο, μιαν υποψία... έλεγα ν' αφήσω το βοτάνισμα, να
'ρθώ, να τρέξω, στον μπαχτσέ πίσω... Κι έλεγα, ο εξαποδώ κάτι μου σκαρώνει,
κάτι μου μαγειρεύει... Και δε μου 'κανε καρδιά, ν' αφήσω τη δουλειά, το έρμο! Ωχ!
δίκιο έχεις, ότι και να πεις, χριστιανή μου. Αχ! αχ! τι αμαρτίες;Και
με πολλή αγωνία, ο κηπουρός συνεργάστηκε στα πρόχειρα εναντίον του πνιγμού
μέσα, τα οποία συνιστούσε η πολύπειρη Φραγκογιαννού.Η
γριά Χαδούλα, εξ ανάγκης έμεινε καθ' όλη εκείνη τη νύκτα στην καλύβα, όπου
δοκίμασε όλα τα σπάνια και απερίγραπτα συναισθήματα της φόνισσας,
μεταβαλλόμενης αίφνης σε γιάτρισσα των ιδίων θυμάτων της. Με
όλα τα κρεμάσματα και τις εντριβές, τα οποία εφήρμοσε αυτή, τα δύο κορίτσια
πέθαναν. Το πρωί έτρεξε ο Γιάννης στην πολίχνη για να δώσει είδηση στις αρχές,
ενώ η Φραγκογιαννού έμεινε πίσω και συντρόφευε την άρρωστη μητέρα, κλαίουσα και
οδυρόμενη, εξασκούσα και το έργο της παρηγορήτριας, σιμά στο επάγγελμα της
γιάτρισσας.Ο
ειρηνοδίκης και ο «εκπληρών τ' αστυνομικά» πάρεδρος, ήλθαν επί τόπου. Η
Φραγκογιαννού ανακρινόμενη διηγήθηκε τη χθεσινή εκδρομή της και την τυχαία
διέλευσή της από το λαχανόκηπο.Έπειτα
επανέλαβε σχεδόν κατά λέξη όσα είχε πει στον πατέρα των δύο κοριτσιών: «Η
μικρότερη ήθελε ν' αρπάξει την καλαμιά απ' την μεγαλύτερη. Σπρώχνοντας η μεγάλη
τη μικρή την έριξε μέσα στο νερό και πιάνοντας η μικρή τη μεγάλη, κατά πως
φαίνεται, την τράβηξε μαζί της μέσα στη στέρνα». Αυτά είπε μάλλον ως
συμπερασμούς η ανακρινόμενη, διότι μόλις πάτησε το κατώφλι της θύρας, έλεγε κι
άκουσε ένα μπλουμ! και δεν πρόφθασε να προλάβει την καταστροφή, μόνον επήρε
«μεγάλη τρομάρα»Ο
παρεπιδημών ιατρός, κ. Μ., ήλθε, είδε τα πτώματα και συνέταξε την έκθεσή του,
απεφάνθη ότι τα δύο κοράσια επνίγησαν "εκ πτώσεως εις το ύδωρ".Ουδεμία
ένδειξη ούτε υποψία υπήρχε κατά της Φραγκογιαννούς.Τα
δυο μικρά πλάσματα τα διάβασε ένας ιερέας, που ήρθε στο ναΐσκο του Αγίου
Αντωνίου και τα έθαψαν εκεί έξω, μεταξύ σκίνων και θάμνων, πλησίον στη βόρεια
πλευρά του ναΐσκου.
Ήταν
αλήθεια, άλλωστε, ότι δεν το είχε σκεφθεί.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.