Δεν
υπήρχε πλέον σπίτι όρθιο, δεν υπήρχε στέγη και άσυλο σε όλο το οροπέδιο εκείνο,
στην απόκρημνη ακτή. Μόνο ο μικρός ναΐσκος υπήρχε και στο προαύλιο του ναΐσκου, ο Φραγκούλης Κ. Φραγκούλας είχε κτίσει μικρό υπόστεγο, καλύβα μάλλον παρά σπίτι,
παίρνοντας την ξυλεία, όση μπόρεσε να βρει και κάποιες πέτρες από τα τόσα
τριγύρω ερείπια, για να στεγάζεται πρόχειρα εκεί και να καπνίζει ελεύθερα το
τσιμπούκι του, με το κεχριμπαρένιο επιστόμιο, έξω απ΄το ναό, ο φιλέρημος γέρος.
Ο
ναΐσκος ήταν ιδιόκτητος, πράγμα σπάνιο στον τόπο, λείψανο παλαιού θεσμού, ήταν
κτήμα αυτού του γέροντα Φραγκούλα.
Ο
αξιότιμος αυτός ηλικιωμένος, είχε όλα τα εξωτερικά γνωρίσματα προεστού,
ωραίο φέσι του Τουνεζίου, πανωβράκι τσόχινο με ζώνη πλατιά κεντητή, μακριά
τσιμπούκα με κεχριμπαρένιο επιστόμιο και κρατώντας με το αριστερό χέρι
κεχριμπαρένιο μακριό κομπολόγι, δεν ήταν και πολύ γέρος, ως πενήντα πέντε
χρόνων άνθρωπος.
Καταγόταν
από την αρχαιότερη και πλέον γνήσια αυτόχθονη οικογένεια του τόπου. Ήταν από
νεαρή ηλικία ευσταλής, ψηλός, λεπτός στη μέση, μελαχρινός,
με αδρούς χαρακτήρες του προσώπου, δασιά φρύδια, μεγάλους
οφθαλμούς, ογκώδη μύτη, χονδρά χείλη προέχοντα.
Αγαπούσε
πολύ τα μουσικά τα εκκλησιαστικά και τα εξωτερικά, υπήρξε δε με τη χονδρή, αλλά
παθητική φωνή του, ψάλτης και τραγουδιστής στον καιρό του, μέχρι τα γεράματά
του.
Τη
Σινιώρα, ωραία νέα, λεπτοφυή, λευκότατη, την είχε παντρευτεί από έρωτα. Ήδη
είχε συζήσει μαζί της πάνω από είκοσι πέντε χρόνια και είχε αποκτήσει τέσσερις
γιους και τρεις θυγατέρες. Αλλά τώρα, στο κατώφλι του γήρατος, δε συζούσε πλέον
μαζί της.
Είχε
χωρίσει μία φορά ήδη, αφού γεννήθηκαν τα τέσσερα πρώτα παιδιά, δύο γιοι και δύο
θυγατέρες. Ο πρώτος αυτός χωρισμός διήρκεσε για λίγους μήνες. Έπειτα επήλθε
συνδιαλλαγή και συμβίωση πάλι. Τότε γεννήθηκαν άλλα δύο τέκνα, γιος και κορίτσι.
Έπειτα επήλθε δεύτερος χωρισμός, που διήρκησε πάνω από χρόνο. Μετά το χωρισμό
δεύτερη συνδιαλλαγή.
Τότε
γεννήθηκε ο τελευταίος γιος. Ακολούθως επήλθε ξανά χωρισμός μεταξύ των συζύγων
που διήρκησε αρκετό καιρό.
Ο
τελευταίος αυτός χωρισμός, μετά πολλές άγονες απόπειρες συνδιαλλαγής,
διαρκούσε ήδη τρεισήμισι χρόνια.
Δεν
υπήρχε πλέον φόβος να γεννηθούν άλλα τέκνα.
Η
Σινιώρα ήταν πάνω από σαράντα χρονών ήδη.
***
Το
δειλινό εκείνο, της 13 Αυγούστου του έτους 186 . . . καθόταν μόνος, ολομόναχος,
έξω από το ναΐσκο, στο προαύλιο, μπροστά από την καλύβα την οποία είχε κτίσει,
κάπνιζε το τσιμπούκι του και ρέμβαζε.
Ο
καπνός από το λουλά ανέθρωσκε και ανέβαινε σε κυανούς κύκλους στο κενό και οι
λογισμοί του ανθρώπου φαίνονταν να παρακολουθούν τους κύκλους του καπνού και να
χάνονται μαζί μ΄αυτούς στο αχανές, το άπειρο.
Τι
σκεπτόταν;
Βεβαίως
τη σύζυγό του, με την οποία ήταν σε διάσταση και τα παιδιά του, τα οποία σπάνια
έβλεπε. Τελευταία του είχαν παρουσιασθεί, πρώτη φορά στη ζωή του και
οικονομικές στενοχώριες.
Ο
Φραγκούλας ήταν μεγαλοκτηματίας. Είχε πάμπολλους ελαιώνες, αμπέλια αρκετά και
χωράφια αμέτρητα. Μόνο από τον αντίσπορο των χωραφιών, μπορούσε να μην αγοράζει
ψωμί για όλο το χρόνο αυτός και η οικογένειά του. Οι δε ελαιώνες, όταν
καρποφορούσαν, έδιναν αρκετό εισόδημα.
Αλλά
επειδή δεν εργαζόταν ποτέ μόνος του, τα έξοδα «τον έτρωγαν!».
Έπειτα,
όσο αύξανε η οικογένεια, αυξάνονταν και οι ανάγκες. Και όσο αύξαναν τα έξοδα,
τόσο τα έσοδα ελαττώνονταν.
Ήλθαν
«δυστυχισμένες χρονιές», αφορίες, συμφορές, θεομηνίες.
Έπειτα,
για πρώτη φορά, του παρουσιάστηκε ανάγκη μικρών δανείων.
Δε
φανταζόταν ποτέ ότι μία μικρή κάμπια αρκεί για να καταστρέψει ολόκληρη φυτεία.
Απευθύνθηκε σε ένα τοκογλύφο του τόπου.
Αυτοί
ήταν άνθρωποι «φερτοί» απ' έξω και όταν κατέφυγαν στον τόπο, εν ώρα συμφοράς
και ανεμοζάλης, κατά τη Μεγάλη Επανάσταση ή κατά τα άλλα κινήματα τα προ αυτής,
στις αρχές της εκατονταετηρίδας, κανείς δεν έδωκε προσοχή και σημασία σ΄
αυτούς.
Αλλά
επειδή οι ντόπιοι είχαν αποκλειστική προσήλωση στα κτήματα, αυτοί, οι
ξενόφερτοι, όπως πράττουν όλοι οι φύσει και θέσει Εβραίοι, έδωκαν όλη τη σημασία
και την προσοχή τους στα χρήματα.
Άνοιξαν
εργαστήρια, μαγαζιά και εμπορεύονταν και χρηματίζονταν.
Έπειτα
ήλθε ώρα, όπως και τώρα και πάντοτε συμβαίνει, οπότε οι
ντόπιοι είχαν ανάγκη από χρήματα και τότε άρχισαν να υποθηκεύουν τα κτήματα.
Εωσότου
πέρασε μία γενεά ή μία και μισή και τα χρήματα επέστρεψαν στους δανειστές
συμπεριλαμβάνοντας μαζί και τα κτήματα.
Έως
τότε δεν είχε συλλογιστεί τέτοια πράγματα ο Φραγκούλης Φραγκούλας, ούτε τον
έμελλε ποτέ για τα χρήματα. Αλλά τελευταία, είχε αναγκαστεί να πάρει και δεύτερο
και τρίτο δάνειο και οι δανειστές πρόθυμα του έδιναν, αλλά απαιτούσαν να τους
καθιστά υπέγγυα τα καλύτερα κτήματα, εκ των οποίων το καθένα είχε, κατά τον
εκτιμητή, δεκαπλάσια αξία του ποσού που δανειζόταν. . .
Αλλά…
Αλίμονο! αυτός δεν ήταν ο μόνος καημός του . . .
Ο
Φραγκούλης Φραγκούλας, δε φορούσε πλέον το ωραίο του μαύρο φέσι, το
τουνεζιάνικο, φορούσε οικιακό μαύρο σκούφο στην κεφαλή του. Αλλά βρισκόταν
σήμερα στην εξοχή. Εάν τον συναντούσαμε την προηγούμενη στην αγορά, κάτω στην
πολίχνη, θα βλέπαμε ότι είχε βάψει μαύρο το φέσι του . . .
Είχε
πρόσφατο πένθος.
***
—
Αχ! Τό ΄χασα το καημένο μ', το ευάγωγο, τό ΄χασα!
Ο
γέρο-Φραγκούλης στέναζε και είχε δίκιο να στενάζει.
Το
καλύτερο κορίτσι του, το τρίτο, το μικρότερο, δεκατεσσάρων ετών μόλις την
ηλικία - το οποίο είχε γεννηθεί κατά κάποιο διάλειμμα έρωτος, μεταξύ δύο
χωρισμών - του είχε πεθάνει προ ολίγων μηνών…
Και
αυτός ήλθε στην Παναγία για να κλάψει και να πει τον πόνο του.
Ήταν
κτήμα του ο ναΐσκος της Παναγίας της Πρέκλας.
Το εκκλησίδιο ήταν ευπρεπέστατο,
ωραία στολισμένο και είχε καλές εικόνες - και μάλιστα την φερώνυμο, την γλυκιά
Παναγία την Πρέκλα - σκαλιστό χρυσωμένο τέμπλο, πολυέλεο και μανουάλια
ορειχάλκινα, κανδήλια αργυρά. Έφερε πάντοτε ο ιδιοκτήτης μαζί του το βαρύ
μεγάλο κλειδί της δρύινης πόρτας της στερεάς και δεν παρέλειπε συχνά να
επισκέπτεται την Παναγία του.
Ιερόσυλος
ευτυχώς κανείς ακόμη δεν είχε αναφανεί στα μέρη αυτά.
Ήταν
η προπαραμονή της εορτής, όταν θα ετελείτο πανήγυρη στο ναΐσκο, τιμώμενο επ'
ονόματι της Κοιμήσεως.
Θα
έρχονταν από τον τόπο πολλές οικογένειες και άτομα, μερικές δωδεκάδες
προσκυνητών και πανηγυριστών και
ο Παπανικόλας, ο
συμπέθερός του. Στον Παπανικόλα έδινε
ο Φραγκούλης για τον κόπο του ένα τάλιρο,
περιπλέον δε εισέπραττε ο παππάς για λογαριασμό του τις δεκάρες, όσες έδιναν οι
γυναίκες «διά να γράψουν τα ονόματα» ή τα «ψυχοχάρτια».
Όλα
τα άλλα, προσφορές, αρτοκλασία, πώληση κεριών, κ.τ.λ.
τα
εισέπραττε ο Φραγκούλης ως εισόδημα δικό του . . .
Και
τώρα τους περίμενε να έλθουν πάλι . . . .
και αναλογιζόταν πως άλλοτε, όταν
ήταν νέος ακόμη, μετά τον πρώτο χωρισμό από τη γυναίκα του, η πανήγυρη αυτή της
Παναγίας της Κοιμήσεως, έγινε αφορμή για να επέλθει συνδιαλλαγή με τη γυναίκα
του. Κατόπιν της συνδιαλλαγής εκείνης, γεννήθηκε ο τρίτος γιος και το Κουμπώ,
το θυγάτριο το οποίο θρηνούσε τώρα ο γέρο-Φραγκούλης.
—
Τό ΄χασα, το καημένο μου, το ευάγωγο, τό ΄χασα! . . .
Ω,
δεν λυπόταν τώρα τόσο πολύ τον από τη γυναίκα του χωρισμό - την οποία άλλωστε
τρυφερά αγαπούσε, - όσο θρηνούσε τη σκληρή απώλεια εκείνη της κορασίδας, την
οποία στον άλλο κόσμο ήλπιζε μόνο να ξαναβρεί . . .
Και πονούσε πολύ η καρδιά
του και θλιβόταν . .
Και αναλογίστηκε, ότι παλιά εδώ οι χριστιανοί, όσοι ήταν
όπως αυτός τεθλιμμένοι, στο ναΐσκο αυτό της Παναγίας της Πρέκλας έρχονταν τις
ημέρες αυτές, να βρουν διά της εγκράτειας και της προσευχής και του ιερού
άσματος αναψυχή και παραμυθία . . .
Τον
παλαιό καιρό, προ του εικοσιένα, όταν το σημερινό έρημο και κατερειπωμένο χωριό
κατοικείτο ακόμη, όλοι οι κάτοικοι και των δύο ενοριών, έρχονταν στο ναό της
Πρέκλας, που ήταν απλό παρεκκλήσιο, να ακούσουν τις ψαλλόμενες Παρακλήσεις καθ'
όλο το Δεκαπενταύγουστο . . .
Άφησε
στην άκρη το τσιμπούκι, το οποίο είχε σβήσει ήδη ανεπαίσθητα, εν μέσω της
αλλοφροσύνης των ρεμβασμών του καπνιστού και ακουσίως άρχισε να υποψάλλει.
Έλεγε
τον Μέγα Παρακλητικό Κανόνα, τον στην Παναγία, όπου διεκτραγωδούνται τα
παθήματα και τα βάσανα μιας ψυχής και τη σειρά όλη των κατανυκτικών ύμνων, όπου
ένας βασιλεύς Έλλην, διωγμένος, πολεμημένος, στενοχωρημένος, από Λατίνους και
Άραβες και τους δικούς του, διεκτραγωδεί προς την Παναγία τους ίδιους πόνους
του και τους διωγμούς, όσους υπέφερε από τα στίφη των βαρβάρων, τα οποία
ονομάζει «νέφη». Έπειτα από λίγο, αφού είπε όσα τροπάρια θυμόταν από στήθους,
ύψωσε ακούσια τη φωνή και άρχισε να ψάλλει το αθάνατο εκείνο:
«Απόστολοι εκ περάτων συναθροισθέντες ενθάδε,
Γεθσημανή τω χωρίω κηδεύσατέ μου το σώμα. Και Συ, Υιέ και Θεέ μου, παράλαβέ μου
το πνεύμα».
Και
έπειτα επίσης, παρακαλούσε διά του άσματος την Παναγία, να είναι μεσίτρια προς
το Θεό, «μη μου ελέγξει τας πράξεις, ενώπιον των Αγγέλων».
Ω,
αυτό είχε τη δύναμη και το προνόμιο να κάνει πολλά ζευγάρια μάτια να κλαίνε τον
παλιό καιρό, όταν οι άνθρωποι έκλαιγαν ακόμη εκούσια, δάκρυα από συναίσθημα . .
.
Ο
γέρο-Φραγκούλης, πίστευε και έκλαιγε . . .
Ω, ναι, ήταν άνθρωπος ασθενής,
αγαπούσε και αμάρτανε και μετανοούσε….. Αγαπούσε τη θρησκεία, αγαπούσε τη
σύζυγο και τα τέκνα του, ποθούσε ακόμη το συζυγικό βίο, ποθούσε και το βίο το
μοναχικό.
Τον
καιρό εκείνο, είχε αγαπήσει με όλη την καρδιά του τη Σινιωρίτσα του . . . και
την αγαπούσε ακόμη. Αλλά όσο τρυφερός ήταν στον έρωτα, τόσο ευάλωτος ήταν στο
πείσμα και τόσο γοργός στην οργή.
Ω,
ατέλειες των ανθρώπων!
Τώρα,
στους τελευταίους χρόνους, είχε γνωρίσει ακόμα και
την οικονομική στενοχώρια, το
παράπονο της ξεπεσμένης αρχοντιάς, τις πιέσεις και τις απειλές των τοκογλύφων.
«Το διάφορο κεφάλι! το διάφορο κεφάλι!».
Επί
τέσσερα χρόνια ήταν αφορία, οι ελιές δεν καρποφόρησαν ο καρπός είχε προσβληθεί
από άγνωστη ασθένεια, για τις αμαρτίες των ιδιοκτητών.
Είχαν
κιτρινίσει και μαυρίσει οι ελιές και ήταν γεμάτες από βούλες και είχαν πέσει
άκαιρα.
Τόσα
«υποστατικά», τόσα «μούλκια», τόσο «βιος», αγύριστα κτήματα, σχεδόν τσιφλίκια,
απειλούνταν να περιέλθουν στα χέρια των τοκογλύφων. Γεννούσε ή όχι η γη, καρποφορούσαν
ή όχι τα δένδρα, ο τόκος δεν έπαυε.
Τα κεφάλαια γεννούσαν.
Έπαψε
να γεννά η γόνιμος (όπως λέγει ο Άγιος Βασίλειος), αφού τα άγονα άρχισαν και
εξακολουθούσαν να γεννούν . . .
Αναλογιζόταν
αυτά κι έκλαιγε η ψυχή του. Δεν ήλπιζε πλέον, ούτε ευχόταν σχεδόν, να ερχόταν η
Σινιωρίτσα αύριο στην πανήγυρη, όπως ερχόταν τακτικά κάθε χρόνο άλλοτε, όταν
ήταν «μονιασμένοι», όπως είχε έλθει και μια φορά, σε καιρό που βρίσκονταν
χωρισμένοι, προ δεκαπέντε ετών . . .
Τώρα μόνο η ψυχή της Κούμπως, της αθώας μικρής
παρθένου, μακάρι να παρίστατο αόρατη στην πανήγυρη και
να χαίρεται.
Ω!
άλλοτε, πριν δεκαπέντε χρόνια, πριν γεννηθεί ακόμη η Κούμπω, ναι, η Παναγία
είχε δωρίσει το αβρό εκείνο άνθος στο Φραγκούλη και τη Σινιώρα και η Παναγία
πάλι το είχε δρέψει και το είχε αναλάβει πλησίον της, πριν μολυνθεί
απ΄ την
επαφή με τα μάταια του κόσμου.
***
Τον
καιρό εκείνο, είχε συμβεί ο πρώτος χωρισμός, το πρώτο πείσμα, το πρώτο κάκιωμα
μεταξύ των συζύγων. Και ο Φραγκούλης, θυμώδης, οξύχολος, δριμύς, είχε ανεβεί,
όπως τώρα, από την πολίχνη την κατοικημένη στο παλαιό χωριό το έρημο, του οποίου
σώζονταν τότε ακόμη λίγα σπίτια και δεν ήταν ερείπιο όλο, όπως σήμερα. Και καθώς
τώρα, είχε έλθει δύο ή τρεις μέρες προ της εορτής στο παρεκκλήσιο της Πρέκλας,
καθόταν δε στα πρόθυρα του ναΐσκου και κάπνιζε το μακρό τσιμπούκι με το
κεχριμπαρένιο επιστόμιο. Αλλά
τότε το φέσι του ήταν κατακόκκινο και τώρα φορούσε μαύρο σκούφο. Και τότε ο
Φραγκούλης ήταν σαράντα χρόνων και τώρα ήταν πενήντα πέντε. Τότε έτρεφε πείσμα
και χολή, αλλά είχε πολύ περισσότερο και βαθύτερο συζυγικό έρωτα και μόνο νύξη
ήθελε, ήταν έτοιμος να συγχωρήσει και να αγαπήσει . . .
Αλλά
τώρα δεν είχε πλέον, ούτε πείσμα σχεδόν ούτε οργή, αγαπούσε τη Σινιώρα, την
πονούσε, αλλά έκλαιγε πολύ περισσότερο για το θυγάτριό τους, το Κουμπώ, «το
καημένο το ευάγωγο!».
—Εκείνη
τη φορά, ο παπα-Νικόλας, άμα έφθασε την παραμονή, ακολουθούμενος από πλήθος
προσκυνητών για την πανήγυρη, στάθηκε κοντά στη θύρα του ναού, παρά τη γωνία
και του είπε μυστηριωδώς·
—
Θά ΄χεις μουσαφιρλίκια, θαρρώ.
—
Τι τρέχει παππά; ρώτησε χαμογελώντας ο Φραγκούλης, που μάντεψε
αμέσως.
—
Θα σου έλθει τ' ασκέρι . . . Κοίταξε, Φραγκούλη, φρόνιμα, χωρίς πείσματα . . .
Ο
παπάς, ασκέρι λέγοντας, εννοούσε προφανώς την οικογένεια του Φραγκούλα, αλλά
τάχα μόνο τα παιδιά, τα δύο μεγαλύτερα εκ των τεσσάρων; καθόσον τα άλλα δύο τα
μικρά, δεν θα μπορούσαν να κουβαληθούν σε διάστημα τριών ωρών οδοιπορίας χωρίς
τη μητέρα τους.
Ο Φραγκούλης θέλησε να βεβαιωθεί.
—
Θά ΄ρθει μαζί κι η μάνα τους;
—
Βέβαια . . . πιστεύω, είπε ο παπάς.
***
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.