Κυριακή 7 Νοεμβρίου 2021

Ρεμβασμός του Δεκαπενταύγουστου


Το διήγημα δημοσιεύτηκε το 1906
➖➖➖
Τη μετατροπή του κειμένου στην
καθομιλουμένη δημοτική
έκανε ο
Ιωάννης Δ. Γιαννούκος
⭐⭐⭐

Ανάμεσα σε συντρίμματα και ερείπια, λείψανα παλαιάς κατοικίας ανθρώπων, ανάμεσα σε αγριοσυκιές, μουριές με ερυθρούς καρπούς, σε έρημο τόπο, απόκρημνη ακτή, προς μία παραλία βορειοδυτική του νησιού, όπου τη νύκτα επόμενο ήταν να βγαίνουν και πολλά φαντάσματα, είδωλα ψυχών κουρασμένων, σκιές που επιστρέφουν, καθώς λένε, από τον ασφόδελο λειμώνα, αφήνοντας κενές σπαρακτικές κραυγές στην ερημιά, που θρηνούν το πάλαι ποτέ πρόσκαιρο σκήνωμά τους στον επάνω κόσμο, εκεί ανάμεσα σωζόταν ακόμη ο ναΐσκος της Παναγίας της Πρέκλας.
Δεν υπήρχε πλέον σπίτι όρθιο, δεν υπήρχε στέγη και άσυλο σε όλο το οροπέδιο εκείνο, στην απόκρημνη ακτή. Μόνο ο μικρός ναΐσκος υπήρχε και στο προαύλιο του ναΐσκου, ο Φραγκούλης Κ. Φραγκούλας είχε κτίσει μικρό υπόστεγο, καλύβα μάλλον παρά σπίτι, παίρνοντας την ξυλεία, όση μπόρεσε να βρει και κάποιες πέτρες από τα τόσα τριγύρω ερείπια, για να στεγάζεται πρόχειρα εκεί και να καπνίζει ελεύθερα το τσιμπούκι του, με το κεχριμπαρένιο επιστόμιο, έξω απ΄το ναό, ο φιλέρημος γέρος.
Ο ναΐσκος ήταν ιδιόκτητος, πράγμα σπάνιο στον τόπο, λείψανο παλαιού θεσμού, ήταν κτήμα αυτού του γέροντα Φραγκούλα.
Ο αξιότιμος αυτός ηλικιωμένος, είχε όλα τα εξωτερικά γνωρίσματα προεστού, ωραίο φέσι του Τουνεζίου, πανωβράκι τσόχινο με ζώνη πλατιά κεντητή, μακριά τσιμπούκα με κεχριμπαρένιο επιστόμιο και κρατώντας με το αριστερό χέρι κεχριμπαρένιο μακριό κομπολόγι, δεν ήταν και πολύ γέρος, ως πενήντα πέντε χρόνων άνθρωπος.
Καταγόταν από την αρχαιότερη και πλέον γνήσια αυτόχθονη οικογένεια του τόπου. Ήταν από νεαρή ηλικία ευσταλής, ψηλός, λεπτός στη μέση, μελαχρινός, με αδρούς χαρακτήρες του προσώπου, δασιά φρύδια, μεγάλους οφθαλμούς, ογκώδη μύτη, χονδρά χείλη προέχοντα.
Αγαπούσε πολύ τα μουσικά τα εκκλησιαστικά και τα εξωτερικά, υπήρξε δε με τη χονδρή, αλλά παθητική φωνή του, ψάλτης και τραγουδιστής στον καιρό του, μέχρι τα γεράματά του.
Τη Σινιώρα, ωραία νέα, λεπτοφυή, λευκότατη, την είχε παντρευτεί από έρωτα. Ήδη είχε συζήσει μαζί της πάνω από είκοσι πέντε χρόνια και είχε αποκτήσει τέσσερις γιους και τρεις θυγατέρες. Αλλά τώρα, στο κατώφλι του γήρατος, δε συζούσε πλέον μαζί της.
Είχε χωρίσει μία φορά ήδη, αφού γεννήθηκαν τα τέσσερα πρώτα παιδιά, δύο γιοι και δύο θυγατέρες. Ο πρώτος αυτός χωρισμός διήρκεσε για λίγους μήνες. Έπειτα επήλθε συνδιαλλαγή και συμβίωση πάλι. Τότε γεννήθηκαν άλλα δύο τέκνα, γιος και κορίτσι. Έπειτα επήλθε δεύτερος χωρισμός, που διήρκησε πάνω από χρόνο. Μετά το χωρισμό δεύτερη συνδιαλλαγή.
Τότε γεννήθηκε ο τελευταίος γιος. Ακολούθως επήλθε ξανά χωρισμός μεταξύ των συζύγων που διήρκησε αρκετό καιρό.
Ο τελευταίος αυτός χωρισμός, μετά πολλές άγονες απόπειρες συνδιαλλαγής, διαρκούσε ήδη τρεισήμισι χρόνια.
Δεν υπήρχε πλέον φόβος να γεννηθούν άλλα τέκνα.
Η Σινιώρα ήταν πάνω από σαράντα χρονών ήδη.
***
Το δειλινό εκείνο, της 13 Αυγούστου του έτους 186 . . . καθόταν μόνος, ολομόναχος, έξω από το ναΐσκο, στο προαύλιο, μπροστά από την καλύβα την οποία είχε κτίσει, κάπνιζε το τσιμπούκι του και ρέμβαζε.
Ο καπνός από το λουλά ανέθρωσκε και ανέβαινε σε κυανούς κύκλους στο κενό και οι λογισμοί του ανθρώπου φαίνονταν να παρακολουθούν τους κύκλους του καπνού και να χάνονται μαζί μ΄αυτούς στο αχανές, το άπειρο.
Τι σκεπτόταν;
Βεβαίως τη σύζυγό του, με την οποία ήταν σε διάσταση και τα παιδιά του, τα οποία σπάνια έβλεπε. Τελευταία του είχαν παρουσιασθεί, πρώτη φορά στη ζωή του και οικονομικές στενοχώριες.
Ο Φραγκούλας ήταν μεγαλοκτηματίας. Είχε πάμπολλους ελαιώνες, αμπέλια αρκετά και χωράφια αμέτρητα. Μόνο από τον αντίσπορο των χωραφιών, μπορούσε να μην αγοράζει ψωμί για όλο το χρόνο αυτός και η οικογένειά του. Οι δε ελαιώνες, όταν καρποφορούσαν, έδιναν αρκετό εισόδημα.
Αλλά επειδή δεν εργαζόταν ποτέ μόνος του, τα έξοδα «τον έτρωγαν!».
Έπειτα, όσο αύξανε η οικογένεια, αυξάνονταν και οι ανάγκες. Και όσο αύξαναν τα έξοδα, τόσο τα έσοδα ελαττώνονταν.
Ήλθαν «δυστυχισμένες χρονιές», αφορίες, συμφορές, θεομηνίες.
Έπειτα, για πρώτη φορά, του παρουσιάστηκε ανάγκη μικρών δανείων.
Δε φανταζόταν ποτέ ότι μία μικρή κάμπια αρκεί για να καταστρέψει ολόκληρη φυτεία. 
Απευθύνθηκε σε ένα τοκογλύφο του τόπου.
Αυτοί ήταν άνθρωποι «φερτοί» απ' έξω και όταν κατέφυγαν στον τόπο, εν ώρα συμφοράς και ανεμοζάλης, κατά τη Μεγάλη Επανάσταση ή κατά τα άλλα κινήματα τα προ αυτής, στις αρχές της εκατονταετηρίδας, κανείς δεν έδωκε προσοχή και σημασία σ΄ αυτούς.
Αλλά επειδή οι ντόπιοι είχαν αποκλειστική προσήλωση στα κτήματα, αυτοί, οι ξενόφερτοι, όπως πράττουν όλοι οι φύσει και θέσει Εβραίοι, έδωκαν όλη τη σημασία και την προσοχή τους στα χρήματα.
Άνοιξαν εργαστήρια, μαγαζιά και εμπορεύονταν και χρηματίζονταν.
Έπειτα ήλθε ώρα, όπως και τώρα και πάντοτε συμβαίνει, οπότε οι ντόπιοι είχαν ανάγκη από χρήματα και τότε άρχισαν να υποθηκεύουν τα κτήματα.
Εωσότου πέρασε μία γενεά ή μία και μισή και τα χρήματα επέστρεψαν στους δανειστές συμπεριλαμβάνοντας μαζί και τα κτήματα.
Έως τότε δεν είχε συλλογιστεί τέτοια πράγματα ο Φραγκούλης Φραγκούλας, ούτε τον έμελλε ποτέ για τα χρήματα. Αλλά τελευταία, είχε αναγκαστεί να πάρει και δεύτερο και τρίτο δάνειο και οι δανειστές πρόθυμα του έδιναν, αλλά απαιτούσαν να τους καθιστά υπέγγυα τα καλύτερα κτήματα, εκ των οποίων το καθένα είχε, κατά τον εκτιμητή, δεκαπλάσια αξία του ποσού που δανειζόταν. . .
Αλλά… Αλίμονο! αυτός δεν ήταν ο μόνος καημός του . . .
Ο Φραγκούλης Φραγκούλας, δε φορούσε πλέον το ωραίο του μαύρο φέσι, το τουνεζιάνικο, φορούσε οικιακό μαύρο σκούφο στην κεφαλή του. Αλλά βρισκόταν σήμερα στην εξοχή. Εάν τον συναντούσαμε την προηγούμενη στην αγορά, κάτω στην πολίχνη, θα βλέπαμε ότι είχε βάψει μαύρο το φέσι του . . .
Είχε πρόσφατο πένθος.
***
— Αχ! Τό ΄χασα το καημένο μ', το ευάγωγο, τό ΄χασα!
Ο γέρο-Φραγκούλης στέναζε και είχε δίκιο να στενάζει.
Το καλύτερο κορίτσι του, το τρίτο, το μικρότερο, δεκατεσσάρων ετών μόλις την ηλικία - το οποίο είχε γεννηθεί κατά κάποιο διάλειμμα έρωτος, μεταξύ δύο χωρισμών - του είχε πεθάνει προ ολίγων μηνών…
Και αυτός ήλθε στην Παναγία για να κλάψει και να πει τον πόνο του.
Ήταν κτήμα του ο ναΐσκος της Παναγίας της Πρέκλας. 
Το εκκλησίδιο ήταν ευπρεπέστατο, ωραία στολισμένο και είχε καλές εικόνες - και μάλιστα την φερώνυμο, την γλυκιά Παναγία την Πρέκλα - σκαλιστό χρυσωμένο τέμπλο, πολυέλεο και μανουάλια ορειχάλκινα, κανδήλια αργυρά. Έφερε πάντοτε ο ιδιοκτήτης μαζί του το βαρύ μεγάλο κλειδί της δρύινης πόρτας της στερεάς και δεν παρέλειπε συχνά να επισκέπτεται την Παναγία του.
Ιερόσυλος ευτυχώς κανείς ακόμη δεν είχε αναφανεί στα μέρη αυτά.
Ήταν η προπαραμονή της εορτής, όταν θα ετελείτο πανήγυρη στο ναΐσκο, τιμώμενο επ' ονόματι της Κοιμήσεως.
Θα έρχονταν από τον τόπο πολλές οικογένειες και άτομα, μερικές δωδεκάδες προσκυνητών και πανηγυριστών και 
ο Παπανικόλας, ο συμπέθερός του. Στον Παπανικόλα έδινε 
ο Φραγκούλης για τον κόπο του ένα τάλιρο, περιπλέον δε εισέπραττε ο παππάς για λογαριασμό του τις δεκάρες, όσες έδιναν οι γυναίκες «διά να γράψουν τα ονόματα» ή τα «ψυχοχάρτια».
Όλα τα άλλα, προσφορές, αρτοκλασία, πώληση κεριών, κ.τ.λ.
τα εισέπραττε ο Φραγκούλης ως εισόδημα δικό του . . .
Και τώρα τους περίμενε να έλθουν πάλι . . . . 
και αναλογιζόταν πως άλλοτε, όταν ήταν νέος ακόμη, μετά τον πρώτο χωρισμό από τη γυναίκα του, η πανήγυρη αυτή της Παναγίας της Κοιμήσεως, έγινε αφορμή για να επέλθει συνδιαλλαγή με τη γυναίκα του. Κατόπιν της συνδιαλλαγής εκείνης, γεννήθηκε ο τρίτος γιος και το Κουμπώ, το θυγάτριο το οποίο θρηνούσε τώρα ο γέρο-Φραγκούλης.
— Τό ΄χασα, το καημένο μου, το ευάγωγο, τό ΄χασα! . . .
Ω, δεν λυπόταν τώρα τόσο πολύ τον από τη γυναίκα του χωρισμό - την οποία άλλωστε τρυφερά αγαπούσε, - όσο θρηνούσε τη σκληρή απώλεια εκείνη της κορασίδας, την οποία στον άλλο κόσμο ήλπιζε μόνο να ξαναβρεί . . . 
Και πονούσε πολύ η καρδιά του και θλιβόταν . . 
Και αναλογίστηκε, ότι παλιά εδώ οι χριστιανοί, όσοι ήταν όπως αυτός τεθλιμμένοι, στο ναΐσκο αυτό της Παναγίας της Πρέκλας έρχονταν τις ημέρες αυτές, να βρουν διά της εγκράτειας και της προσευχής και του ιερού άσματος αναψυχή και παραμυθία . . .
Τον παλαιό καιρό, προ του εικοσιένα, όταν το σημερινό έρημο και κατερειπωμένο χωριό κατοικείτο ακόμη, όλοι οι κάτοικοι και των δύο ενοριών, έρχονταν στο ναό της Πρέκλας, που ήταν απλό παρεκκλήσιο, να ακούσουν τις ψαλλόμενες Παρακλήσεις καθ' όλο το Δεκαπενταύγουστο . . .
Άφησε στην άκρη το τσιμπούκι, το οποίο είχε σβήσει ήδη ανεπαίσθητα, εν μέσω της αλλοφροσύνης των ρεμβασμών του καπνιστού και ακουσίως άρχισε να υποψάλλει.
Έλεγε τον Μέγα Παρακλητικό Κανόνα, τον στην Παναγία, όπου διεκτραγωδούνται τα παθήματα και τα βάσανα μιας ψυχής και τη σειρά όλη των κατανυκτικών ύμνων, όπου ένας βασιλεύς Έλλην, διωγμένος, πολεμημένος, στενοχωρημένος, από Λατίνους και Άραβες και τους δικούς του, διεκτραγωδεί προς την Παναγία τους ίδιους πόνους του και τους διωγμούς, όσους υπέφερε από τα στίφη των βαρβάρων, τα οποία ονομάζει «νέφη». Έπειτα από λίγο, αφού είπε όσα τροπάρια θυμόταν από στήθους, ύψωσε ακούσια τη φωνή και άρχισε να ψάλλει το αθάνατο εκείνο:
«Απόστολοι εκ περάτων συναθροισθέντες ενθάδε, Γεθσημανή τω χωρίω κηδεύσατέ μου το σώμα. Και Συ, Υιέ και Θεέ μου, παράλαβέ μου το πνεύμα».
Και έπειτα επίσης, παρακαλούσε διά του άσματος την Παναγία, να είναι μεσίτρια προς το Θεό, «μη μου ελέγξει τας πράξεις, ενώπιον των Αγγέλων».
Ω, αυτό είχε τη δύναμη και το προνόμιο να κάνει πολλά ζευγάρια μάτια να κλαίνε τον παλιό καιρό, όταν οι άνθρωποι έκλαιγαν ακόμη εκούσια, δάκρυα από συναίσθημα . . .
Ο γέρο-Φραγκούλης, πίστευε και έκλαιγε . . . 
Ω, ναι, ήταν άνθρωπος ασθενής, αγαπούσε και αμάρτανε και μετανοούσε….. Αγαπούσε τη θρησκεία, αγαπούσε τη σύζυγο και τα τέκνα του, ποθούσε ακόμη το συζυγικό βίο, ποθούσε και το βίο το μοναχικό.
Τον καιρό εκείνο, είχε αγαπήσει με όλη την καρδιά του τη Σινιωρίτσα του . . . και την αγαπούσε ακόμη. Αλλά όσο τρυφερός ήταν στον έρωτα, τόσο ευάλωτος ήταν στο πείσμα και τόσο γοργός στην οργή.
Ω, ατέλειες των ανθρώπων!
Τώρα, στους τελευταίους χρόνους, είχε γνωρίσει ακόμα και 
την οικονομική στενοχώρια, το παράπονο της ξεπεσμένης αρχοντιάς, τις πιέσεις και τις απειλές των τοκογλύφων. 
«Το διάφορο κεφάλι! το διάφορο κεφάλι!».
Επί τέσσερα χρόνια ήταν αφορία, οι ελιές δεν καρποφόρησαν ο καρπός είχε προσβληθεί από άγνωστη ασθένεια, για τις αμαρτίες των ιδιοκτητών.
Είχαν κιτρινίσει και μαυρίσει οι ελιές και ήταν γεμάτες από βούλες και είχαν πέσει άκαιρα.
Τόσα «υποστατικά», τόσα «μούλκια», τόσο «βιος», αγύριστα κτήματα, σχεδόν τσιφλίκια, απειλούνταν να περιέλθουν στα χέρια των τοκογλύφων. Γεννούσε ή όχι η γη, καρποφορούσαν ή όχι τα δένδρα, ο τόκος δεν έπαυε. 
Τα κεφάλαια γεννούσαν.
Έπαψε να γεννά η γόνιμος (όπως λέγει ο Άγιος Βασίλειος), αφού τα άγονα άρχισαν και εξακολουθούσαν να γεννούν . . .
Αναλογιζόταν αυτά κι έκλαιγε η ψυχή του. Δεν ήλπιζε πλέον, ούτε ευχόταν σχεδόν, να ερχόταν η Σινιωρίτσα αύριο στην πανήγυρη, όπως ερχόταν τακτικά κάθε χρόνο άλλοτε, όταν ήταν «μονιασμένοι», όπως είχε έλθει και μια φορά, σε καιρό που βρίσκονταν χωρισμένοι, προ δεκαπέντε ετών . . . 
Τώρα μόνο η ψυχή της Κούμπως, της αθώας μικρής παρθένου, μακάρι να παρίστατο αόρατη στην πανήγυρη και 
να χαίρεται.
Ω! άλλοτε, πριν δεκαπέντε χρόνια, πριν γεννηθεί ακόμη η Κούμπω, ναι, η Παναγία είχε δωρίσει το αβρό εκείνο άνθος στο Φραγκούλη και τη Σινιώρα και η Παναγία πάλι το είχε δρέψει και το είχε αναλάβει πλησίον της, πριν μολυνθεί 
απ΄ την επαφή με τα μάταια του κόσμου.
***
Τον καιρό εκείνο, είχε συμβεί ο πρώτος χωρισμός, το πρώτο πείσμα, το πρώτο κάκιωμα μεταξύ των συζύγων. Και ο Φραγκούλης, θυμώδης, οξύχολος, δριμύς, είχε ανεβεί, όπως τώρα, από την πολίχνη την κατοικημένη στο παλαιό χωριό το έρημο, του οποίου σώζονταν τότε ακόμη λίγα σπίτια και δεν ήταν ερείπιο όλο, όπως σήμερα. Και καθώς τώρα, είχε έλθει δύο ή τρεις μέρες προ της εορτής στο παρεκκλήσιο της Πρέκλας, καθόταν δε στα πρόθυρα του ναΐσκου και κάπνιζε το μακρό τσιμπούκι με το κεχριμπαρένιο επιστόμιο. Αλλά τότε το φέσι του ήταν κατακόκκινο και τώρα φορούσε μαύρο σκούφο. Και τότε ο Φραγκούλης ήταν σαράντα χρόνων και τώρα ήταν πενήντα πέντε. Τότε έτρεφε πείσμα και χολή, αλλά είχε πολύ περισσότερο και βαθύτερο συζυγικό έρωτα και μόνο νύξη ήθελε, ήταν έτοιμος να συγχωρήσει και να αγαπήσει . . .
Αλλά τώρα δεν είχε πλέον, ούτε πείσμα σχεδόν ούτε οργή, αγαπούσε τη Σινιώρα, την πονούσε, αλλά έκλαιγε πολύ περισσότερο για το θυγάτριό τους, το Κουμπώ, «το καημένο το ευάγωγο!».
—Εκείνη τη φορά, ο παπα-Νικόλας, άμα έφθασε την παραμονή, ακολουθούμενος από πλήθος προσκυνητών για την πανήγυρη, στάθηκε κοντά στη θύρα του ναού, παρά τη γωνία και του είπε μυστηριωδώς·
— Θά ΄χεις μουσαφιρλίκια, θαρρώ.
— Τι τρέχει παππά; ρώτησε χαμογελώντας ο Φραγκούλης, που μάντεψε αμέσως.
— Θα σου έλθει τ' ασκέρι . . . Κοίταξε, Φραγκούλη, φρόνιμα, χωρίς πείσματα . . .
Ο παπάς, ασκέρι λέγοντας, εννοούσε προφανώς την οικογένεια του Φραγκούλα, αλλά τάχα μόνο τα παιδιά, τα δύο μεγαλύτερα εκ των τεσσάρων; καθόσον τα άλλα δύο τα μικρά, δεν θα μπορούσαν να κουβαληθούν σε διάστημα τριών ωρών οδοιπορίας χωρίς τη μητέρα τους. 
Ο Φραγκούλης θέλησε να βεβαιωθεί.
— Θά ΄ρθει μαζί κι η μάνα τους;
— Βέβαια . . . πιστεύω, είπε ο παπάς.
***

Πράγματι, όταν βράδιασε καλά και άρχισε να σκοτεινιάζει, 
η κυρά Σινιώρα ήλθε, μαζί με τη γριά μητέρα της και με τα τέσσερα παιδιά της, με συνοδεία και άλλων προσκυνητριών, γειτονισσών ή συγγενών της.
Από πολλούς μήνες δεν είχε δει το σύζυγό της, ο οποίος είχε κατοικήσει χωριστά, σε ευτελές δωμάτιο, χάριν ταπεινώσεως, το οποίο ονόμαζε «το κελί του» και ζούσε από πολλούς μήνες σαν καλόγηρος.
Πλησίασε δειλή, κοιτάζοντας κάτω, ο Φραγκούλης στεκόταν εκεί παραπέρα από τη θύρα της εκκλησίας κι έκανε πως έβλεπε αλλού και πως πρόσεχε σε κάποια ομιλία περί αγροτικών υποθέσεων μεταξύ δύο ή τριών χωρικών.
Η Σινιώρα μπήκε στο ναΐσκο, προσκύνησε, κόλλησε κεριά 
και ασπάσθηκε τις εικόνες. Έπειτα, μετά λίγη ώρα βγήκε. Πλησίασε συνεσταλμένη και χαιρέτησε το σύζυγό της. 
Αυτός έτεινε προς αυτήν το χέρι και ασπάσθηκε φιλόστοργα 
τα τέκνα του.
Ήδη νύχτωνε και ψάλθηκε ο Μικρός Εσπερινός. Ακολούθως μετά το λιτό σαρακοστιανό, το οποίο έφαγαν κατά ομάδες αφού κάθισαν οι διάφοροι προσκυνητές εδώ κι εκεί πάνω στα χόρτα και τα ερείπια, ο Φραγκούλης ετοίμασε ιδιοχείρως ξύλινο σήμαντρο πρόχειρο, κατά μίμηση εκείνων τα οποία συνηθίζονται στα μοναστήρια και φέροντας τρεις γύρους γύρω από το ναό, το έκρουσε μόνος του, πρώτα σε τροχαϊκό ρυθμό: «τον Αδάμ, Αδάμ, Αδάμ!», έπειτα σε ιαμβικό: «το τάλαντον, το τάλαντον!»
Ευθύς τότε, τα δύο παιδιά του Φραγκούλα και πέντε ή έξι άλλοι μικροί μοσχομάγκες, αναρριχήθηκαν επάνω στη στέγη του ναού, πάνω από τη θύρα και άρχισαν να βαρούν τρελά, αλύπητα, αχόρταστα, τη μικρή μισοραγισμένη καμπάνα, την κρεμάμενη από δύο δίχαλα ξύλα, εκεί επάνω.
Ύστερα από πολλές φωνές, μαλώματα και επιπλήξεις του Φραγκούλα, του μπάρμπα-Δημητρού του ψάλτη και του Παναγιώτη της Αντωνίτσας (ενός καλού χωρικού, ο οποίος δεν κουραζόταν να τρέχει σε όλα τα εξωκκλήσια και να κάμνει «κουμάντο», έως ότου επιτέλους η δημαρχία αναγκάστηκε να τον αναγνωρίσει ως ισόβιο επίτροπο όλων των εξοχικών ναών), τα παιδιά μόλις έπαψαν να κρούουν τον κώδωνα και ξεκόλλησαν τέλος από την στέγη του ναΐσκου.
Ο παπα-Νικόλας έβαλε ευλογητό και άρχισε η ακολουθία της Αγρυπνίας.
Ο Φραγκούλας ήταν τόσο ευδιάθετος εκείνο το απόγευμα, ώστε από του «Ελέησόν με ο Θεός», της αρχής του Αποδείπνου, μέχρι του «Είη το όνομα», στο τέλος της λειτουργίας - όπου η παννυχίδα διήρκεσε οκτώ ώρες χωρίς διάλειμμα - όλα τα έψαλλε και τα απήγγειλε μόνος του, από του δεξιού χορού, μόλις επιτρέποντας στον κυρ-Δημητρό τον κάτοχο του αριστερού χορού να λέγει κι αυτός από κανένα τροπαράκι, για να ξενυστάξει.
Έψαλε το «Θεαρχίω νεύματι» και στους οκτώ ήχους μοναχός του, με την πρόφαση, ότι ο κυρ-Δημητρός, «δεν εύρισκε εύκολα τον ήχο», δηλαδή δεν μπορούσε να μεταβεί αβίαστα και άνευ χασμωδίας από ήχο σε ήχο.
Στο τέλος του Εσπερινού, μοναχός του διάβασε το Συναξάρι και, χωρίς να πάρει ανασασμό, μοναχός του πάλι, άρχισε τον εξάψαλμο. Έψαλε Καθίσματα, Πολυελέους, Αναβαθμούς και Προκείμενα, έπειτα όλο το «Πεποικιλμένη» έως το «Συνέστειλε χορός» και όλο το «Ανοίξω το στόμα μου», έως το «Δέχου παρ' ημών».
Έπειτα έψαλε Αίνους, Δοξολογία, διάβασε Ώρας και Μετάληψη, προς χάριν όλων των ετοιμασμένων διά την Θείαν Κοινωνίαν και στην Λειτουργία πάλι όλα, Τυπικά, Μακαρισμούς, Τρισάγιο, το Χειρουβικό, το «Αι γενεαί πάσαι», το Κοινωνικό κτλ. κτλ.
Όλα αυτά τα θυμόταν ακόμη, σαν να ήταν χθες ο γέρο-Φραγκούλας και είχαν περάσει δεκαπέντε χρόνια από τότε. Ακόμη και κάποια μικρά φαιδρά επεισόδια, τα οποία συνέβησαν στην Λιτήν, λίγο προ του μεσονυκτίου, κατά την έξοδο της ιεράς εικόνος στο ύπαιθρο.
Επειδή οι γυναίκες είχαν κολλήσει πολλά και χονδρά κεριά, τα περισσότερα έργα αυτών των ιδίων, χειροποίητα, τα δε κεριά συμπλεκόμενα σε δέσμες και περιπλοκάδες από τον Παναγιώτη της Αντωνίτσας, τον πρόθυμο στην υπηρεσία της ιεράς πανηγύρεως, είχαν λαμπαδιάσει, σε μία στιγμή λίγο έλειψε να πάρει φωτιά το φελόνι του παππά, έπειτα και τα γένια του.
Τότε ο Παναγιώτης της Αντωνίτσας, μη βρίσκοντας άλλο προχειρότερο μέσο, άρπαζε τις ογκώδεις δέσμες των φλεγόντων κεριών, τις έφερε κάτω στο έδαφος και πατούσε δυνατά με τα τσαρούχια του, για να τα σβήσει.
Οι γυναίκες δυσφορούσαν και γόγγυζαν να μην πατεί τα κεριά, γιατί είναι κρίμα.
Τότε ένας απ΄ τους παριστάμενους, γιος πλουσίου του τόπου, από εκείνους οι οποίοι αργότερα κατέστησαν δανειστές του Φραγκούλα - και ο οποίος λεγόταν ότι στις εκλογές μελετούσε να βάλει κάλπη ως υποψήφιος δήμαρχος, - ακούσθηκε να λέγει, ότι πρέπει να μάθουν να κάμνουν «οικονομία, οικονομία στα κεριά! . . .  η νύχτα μεγαλώνει . . . ισημερία τώρα κοντεύει . . .έχει νύκτα . . . »
Αλλά οι γυναίκες, ενώ ήξεραν καλύτερα από εκείνον όλες τις οικονομίες του κόσμου, δεν εννοούσαν τι θα πει «οικονομία στα κεριά», αφού άπαξ είναι αγορασμένα και πληρωμένα και είναι μελετημένα και ταμένα εξάπαντος να καούν για τη χάρη της Παναγίας.
Μία απ' αυτές, γερόντισσα, αναπόλησε κάτι τι για ένα θαύμα, το οποίο είχε ακούσει από το συναξάρι του Αγίου Δημητρίου, όπου ο Άγιος, στη Σαλονίκη, επέπληξε αυστηρά το νεωκόρο, που είχε τη μανία να σβήνει μισοκαμμένα τα κεριά και 
η γερόντισσα άρχισε να το διηγείται με χαμηλή φωνή στη διπλανή της:
«Αδελφέ Ονήσιμε, άφες να καούν τα κηρία όσα προσφέρουν 
οι Χριστιανοί και μη αμαρτάνεις….»
Την ίδια ώρα συνέβη και τούτο. Ενώ ο παππάς απάγγελλε τας μακράς αιτήσεις της Λιτής, επισυνάπτοντας και τα ονόματα όλα ζωντανά και πεθαμένα, όσα του είχαν υπαγορεύσει από το απόγευμα οι ευλαβείς προσκυνήτριες, ο Φραγκούλης έψαλλε μεγαλοφώνως το τριπλούν «Κύριε Ελέησον» με τη χονδρή φωνή του και με όλο το πάθος της ψαλτικής του.
Τότε ο μπάρμπα-Δημητρός, που φαινόταν να είχε πειραχτεί λίγο, ίσως γιατί ο Φραγκούλας με την ψαλτομανία του δεν του επέτρεπε να πει κι εκείνος ένα τροπαράκι σωστό (διότι, άμα άρχιζε ο Δημητρός το δικό του, ο Φραγκούλας, με τη γερή κεφαλική φωνή του, με προθυμία συνέψαλλε, του άρπαζε την πρωτοφωνία και υπέτασσε και κάλυπτε την ασθενή και τερετίζουσα φωνή εκείνου), έλαβε το θάρρος να του κάμει παρατήρηση.
— Πιο σιγά, πιο ταπεινά, κυρ-Φραγκούλη, σιγανότερα να το λες το Κύριε ελέησον, γιατί δεν ακούονται τα ονόματα και θέλουν οι γυναίκες να τ' ακούνε.
Είχε κάπως δίκιο, διότι πράγματι οι γυναίκες απαιτούσαν να λέγονται εκφώνως τα ονόματα, όσα είχαν πει στον παπά να γράψει. Εννοούσαν να τ' ακούει κι ο Θεός κι η Παναγία κι όλος ο κόσμος.
Η καθεμία ήθελε ν' ακούσει «τα δικά της τα ονόματα» και να τα αναγνωρίσει, καθώς απαγγέλλονταν αραδιαστά. Αλλιώς θα είχαν παράπονα κατά του παπά κι ο παπάς αν ήθελε να φάγει κι άλλοτε, στο μέλλον προσφορές, όφειλε να τα έχει καλά με τις ενορίτισσες.
Τότε η Αργυρή, η πρωτότοκος του Φραγκούλα, που ήταν τότε δώδεκα ετών, πονηρή, θυμόσοφη κορασίδα, καθώς στεκόταν κοντά  στον πατέρα της, ψήλωσε λίγο για να φθάσει στο αυτί του και του λέγει κρυφά·
— Πατέρα, άφησε και τον μπάρμπα-Δημητρό να ψάλλει «Κύριε Ελέησον!»
Τούτο ήταν σαν έμπνευση και βοήθημα για τον Φραγκούλη.
Επειδή αυτός δεν ήθελε φανερά να υπακούσει στη σχεδόν αυθάδη παραίνεση του Δημητρού και πάλι δεν ήθελε να δείξει ότι θύμωσε, στράφηκε προς τον καλό γέροντα και του λέγει·
— Πε, Δημητρό, σαράντα φορές το «Κύριε ελέησον».
Τότε ο μπάρμπα-Δημητρός, που αν και είχε γεράσει, δεν είχε μάθει ακόμη καλά τα τυπικά και δεν ήξερε ακριβώς πότε κατά την Λιτή το «Κύριε ελέησον» λέγεται τρεις φορές και πότε σαράντα, άρχισε πράγματι να το ψάλλει σαράντα φορές, ώστε ο παπάς βιάσθηκε να απαγγείλει ραγδαία και αθρόα τα τελευταία ονόματα και, για να είναι σύμφωνος με τον ψάλτη, άρχισε προ της ώρας να λέγει:
« . . . υπέρ του διαφυλαχθήναι, από λιμού, λοιμού, σεισμού, καταποντισμού, πυρός, μαχαίρας» και τα εξής.
Τέλος, μετά τη λειτουργία, ο παπάς, ο Φραγκούλας και η οικογένειά του και λίγοι φίλοι, κάθισαν κι έφαγαν μαζί και ευφράνθηκαν και το βράδυ ο Φραγκούλας επανερχόταν, ειρηνικά και με αγάπη, με τη σύζυγό και τα τέκνα του στην οικιακή στέγη.
***
Πριν περάσει χρόνος γεννήθηκε η Κούμπω. Η κόρη αυτή, πλάσμα χαριτωμένο και συμπαθές, ανατρεφόταν και μεγάλωνε, γινόταν το χάρμα και η παρηγοριά του πατέρα της. Δεν είχε μόνο νοημοσύνη πρώιμη, αλλά κάτι άλλο παράδοξο γνώρισμα, κάτι σαν χαρακτήρα φρόνιμης γυναίκας σε ηλικία παιδίσκης.
Ύστερα, μετά χρόνους, όταν επήλθε ο δεύτερος χωρισμός, η Κούμπω, οκτώ ετών τότε, έτρεχε πλησίον του πατέρα της, στο «κελί του», όπου κατοικούσε στην ανηφορική εσχατιά της πολίχνης και τη γέμιζε περιποιήσεις και τρυφερότητες.
Αυτή μόνο δεχόταν πρόθυμα τους πατρικούς χαλινούς, ενώ τα άλλα τέκνα δεν έρχονταν ποτέ πλησίον του πατέρα τους και για τούτο εκείνος, την ονόμαζε «το ευάγωγο». Καθημερινά έτρεχε να τον βρει και δεν έπαυε να τον παρακαλεί.
Έλα πατέρα στο σπίτι, μη μας αφήσεις, λέγ' η μητέρα, ζωνταρφανά.
Μία των ημερών έτρεξε δρομαία, χαρούμενη και λαχανιασμένη του είπε:
— Τά ΄μαθες, πατέρα; . . . Θα παντρέψουμε τ' Αργυρώ μας. 
Έλα στο σπίτι, γιατί δεν είναι πρέπον, λέγει η μητέρα, να είσθε χωρισμένοι εσείς, που θα παντρευτεί τ' Αργυρώ μας,  για να μην κακιώσει ο γαμπρός! . . .
Πράγματι, ο Φραγκούλας πείσθηκε και φιλιώθηκε με τη σύζυγό του. Αρραβώνιασαν την Αργυρώ, έπειτα μετά λίγους μήνες τη στεφάνωσαν . . . Έπειτα πάλι επήλθε τρίτος χωρισμός μεταξύ του παλαιού ανδρόγυνου και με ένα γεροντόπαιδο μαζί, το οποίο ήλθε στον κόσμο σχεδόν συγχρόνως με το γάμο της πρωτοτόκου.
Τότε η Κούμπω, που είχε γίνει δεκατριών ετών, δεν έπαυε να τρέχει πλησίον του πατέρα της και να τον παρακινεί να αγαπήσει με τη μητέρα.
Μία ημέρα θλιβερή του είπε:
— Δε θα μπορώ πλέον νά ΄ρχομαι, ούτε στο κελί σου, πατέρα. . . Είναι κάτι κακές γυναίκες, εκεί στο μαχαλά, στο δρόμο που περνώ και τις άκουσα που λέγανε καθώς περνούσα: «Να, το κορίτσι της Φραγκούλαινας, που την έχει απαρατήσει ο άνδρας της . . .»
Δεν το βαστώ πλέον, πατέρα.
Πράγματι, πέρασαν τρεις μέρες και η Κούμπω δε φάνηκε στο κελί του πατέρα της. Την τέταρτη ημέρα ήλθε πολύ ωχρή και μαραμένη, φαινόταν να πάσχει.
— Τι έχεις κορίτσι μου, της είπε ο πατέρας της.
— Αν δεν έλθεις πατέρα, του απήντησε απότομα αίφνης, με παράπονο και με πνιγμένα δάκρυα, να ξέρεις, θα πεθάνω από τον καημό μου!
Έρχομαι, κορίτσι μου, είπε ο Φραγκούλης.
Πράγματι, την άλλη μέρα πήγε στο σπίτι. Αλλά η νεαρή κόρη έπεσε πράγματι ασθενής και είχε δεινό πυρετό. Όταν ο πατέρας ήλθε κοντά στο κρεβάτι της και της ανήγγειλε ότι έκαμε αγάπη με την μητέρα της, για να χαρεί, ήταν αργά πλέον.
Η τρυφερή παιδίσκη μαράθηκε από άγνωστη νόσο και ούτε φάρμακο ούτε νοσηλεία ίσχυσε να την ανακαλέσει στον πρόσκαιρο κόσμο. Κοιμήθηκε χωρίς αγωνία και πόνο, εξέπνευσε σαν πουλί, με τη λαλιά στο στόμα.
— Πατέρα! πατέρα! στην Παναγία να κάμετε μια λειτουργία . . ... με τη μητέρα μαζί! . . .
Είπε και πέθανε!
Ο Φραγκούλης έκλαψε απαρηγόρητα, έκλαψε αχόρταστα μαζί με τη σύζυγό του . . . Κατόπιν αποσύρθηκε κι εξακολούθησε να κλαίει μόνος του στην ερημιά . . .
Ο τελευταίος αυτός χωρισμός ήταν μάλλον φιλικός και με την συναίνεση της Σινιώρας, που έβλεπε ότι ο γέροντας σύζυγος της επιθυμούσε μάλλον να γίνει μοναχός. Ο Φραγκούλης θυμόταν την τελευταία σύσταση της Κούμπως: «με την μητέρα μαζί».
Μόνο ένα παροδικό πείσμα του είχε έλθει.
Του φάνηκε ότι οι ίδιες αδελφές της, η παντρεμένη και η άλλη  η δευτερότοκος, δεν τη λυπήθηκαν όσο έπρεπε, δεν την πένθησαν, όσο της άξιζε, την άτυχη μικρή, την Κούμπω.
Έκτοτε εξακολουθούσε να ζει ολομόναχος πάλι, τώρα 
«επί γήρατος ουδώ». Και θυμόταν το στίχο του Ψαλτηρίου:
«Μη απώση με εις καιρόν γήρως, . . . και έως γήρως και πρεσβείου, μη εγκαταλίπης με».
***
Και την ημέρα αυτή, την παραμονή της Κοιμήσεως πάλι, τον βρίσκουμε να κάθεται στο προαύλιο του ναΐσκου και να καπνίζει μελαγχολικά το τσιμπούκι του, με το κεχριμπαρένιο επιστόμιο . . . αναλογιζόμενος τόσα άλλα και τους οχληρούς δανειστές του, οι οποίοι του είχαν πάρει εντωμεταξύ το καλύτερο κτήμα, - ένα ολόκληρο βουνό, ελαιώνα, αμπέλι, αγρό με οπωροφόρα δένδρα, με βρύση, με ρέμα και νερόμυλο - και να εκχύνει τα παράπονά του σε θρηνώδεις μελωδίες προς την Παναγία.
«Εκύκλωσαν αι του βίου μου ζάλαι, ώσπερ μέλισσαι κηρίον, Παρθένε. »
Και ποθούσε ολόψυχα το μοναχικό βίο, λίγο αργά και επικαλούταν με δυνατή φωνή τον «Γλυκασμόν των Αγγέλων, των θλιβομένων την χαράν», όπως έλθει σε αυτόν βοηθός και σώτειρα:
«Αντιλαβού μου και ρύσαι των αιωνίων βασάνων.»
 
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.

TO ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΩΝ ΔΙΡΦΕΩΝ 2