Παρασκευή 19 Νοεμβρίου 2021

Tα Δαιμόνια στο ρέμα

Το διήγημα δημοσιεύτηκε το 1900
➖➖➖
Τη μετατροπή του κειμένου στην
καθομιλουμένη δημοτική
έκανε ο
Ιωάννης Δ. Γιαννούκος
⭐⭐⭐

Δύο πειρασμοί με επηρέασαν και δύο δοκιμασίες υπέφερα σε μία ημέρα, κατ’ εκείνη την εκδρομή. Ήμουν δέκα ετών παιδί.
Άμα φθάσαμε, μόλις είχα συνέλθει από τον πρώτο κλονισμό, αισθάνθηκα τόση χαρά και δροσιά από την ωραιότατη εκείνη τοποθεσία, την οποία πρώτη φορά έβλεπα, ώστε ξεκλέφθηκα αμέσως από την άγρυπνη επίβλεψη του πατέρα μου, ο οποίος θα πίστευε ίσως, ότι θα είχα σωφρονισθεί από την τρομάρα την πρωινή και πήγα τρελά να τρέξω, να χαζέψω, να περιπλανηθώ, μαζί με άλλα παιδιά, στου Xαιρημονά το ρέμα.
Ψηλά στο λόφο τον περήφανο, που βλέπει προς βορρά στο πέλαγος, βρίσκεται ο ναΐσκος του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου. Πάνω και κάτω και ολόγυρα, πολυσχιδείς λόφοι και ράχες και κορυφογραμμές, όπου γυμνοί, σκουρόχρωμοι, ανεμόπληκτοι βράχοι εναλλάσσονται αρμονικά με πλούσιες λόχμες και συστάδες θάμνων, από πουρνάρια και αγριελιές και πελώριους σκίνους που δάκρυζαν αγριομαστίχη, σχηματίζοντας σαν σε καλύβα τους μακρούς κρεμαστούς κλώνους τους, όπου όχι σπάνια βρίσκουν πρόχειρη μάνδρα για τα κοπάδια τους οι λιναρόξανθοι με τις μακριές ράβδους βοσκοί.
Κάτω, τα κράσπεδα όλης της ακτής, φιλούν με υγρά, σιαλώδη, μεθυσμένα φιλήματα, με άγριους πόθους και με έξαλλες ορμές, μαύρα και γαλανά τα κύματα, μέλη σειρήνων στην επιφάνεια και κάλλη σειρήνων και Νηρηίδων, ανεκλάλητα μυστήρια στο βάθος.
Ήταν τότε η παραμονή της 29ης  Αυγούστου, Aποτομής του Προδρόμου και ο παλαιός ναΐσκος, στον έρημο λόφο, πάνω από τη θαλασσόπληγη ακτή, θα προσείλκυε τα πλήθη των προσκυνητών.
Κατά συνοδείες τα πλήθη, νέοι, γυναίκες και παιδιά, έρχονταν.
Μυρμηγκιά οφθαλμοφανής σχηματιζόταν στον κατήφορο, άμα κοίταζε κανείς πάνω προς την ποδιά του βουνού, από μεσημέρι, απ΄ όπου κατέβαιναν, χαρούμενοι, καταϊδρωμένοι, με κόκκινα τα μάγουλα και ασθμαίνουσες πνοές, οι πανηγυριστές.
― Εμείς είχαμε κατέβει την ίδια εκείνη κατηφοριά το πρωί, με την  ανατολή. Είχαμε κινήσει τα χαράματα από το χωριό μας, που απέχει τριών ωρών δρόμο, προς νότια, εγώ ήμουν καβάλα στη φοράδα.
O αγωγιάτης, ο Μήτρος ο Πρανάς, κρατούσε την τριχιά του χαλινού προπορευόμενος, ύστερα από επίμονη απαίτηση του πατέρα μου, αν και με γογγυσμό, σαν αγγαρεία το έκανε.
Tου φαινόταν σαν να έσυρε στους ώμους τη φοράδα με το σαμάρι της και πάνω στο σαμάρι εμένα. Θα προτιμούσε να ακολουθεί σφυρίζοντας από πίσω, όπως συνηθίζουν οι συνάδελφοί του όλοι.
Πίσω μας έρχονταν πεζοί ο πατέρας μου και τρεις ή τέσσερις γυναίκες, κρατώντας τα καλαθάκια τους.
Επρόκειτο να λειτουργήσουμε ιδιαιτέρως την ημέρα εκείνη, παραμονή της εορτής, έπειτα δε, θα μέναμε στην πανήγυρη.
***
Πάνω στη ράχη του βουνού, καθώς επρόκειτο να κατηφορίσουμε προς τη βορειοδυτική πλαγιά, ανάμεσα σε πυκνούς φράκτες και ευώδεις λόχμες, όπου ο δρόμος γίνεται κατά κάποιον τρόπο σκιερός, δροσοστάλακτος και αδιαπέραστος στις ακτίνες του ήλιου, ο Μήτρος ο Πρανάς ήθελε να αφήσει σε βάρος μας τη φοράδα του και να πάει σε ένα αγρό ψηλότερα, στην κορυφή, προς τον Άι-Θανάση.
Εκεί, καθώς μας αποχαιρέτισε κι έφυγε, δε φρόντισε να παραδώσει το χαλινό του ζώου στα χέρια του πατέρα μου, άλλα έριξε την άκρη της τριχιάς κάτω στο έδαφος, όπως έτυχε, άνοιξε τα πόδια του τα υποδεμένα καλά με φασκιές κι έφυγε τρέχοντας.
H φοράδα, μόλις αισθάνθηκε την ελευθερία της - φαίνεται κάπου γνώρισε ότι προς εκείνο το μέρος ήταν τα κατατόπια της - δεν κρατήθηκε και πηλάλησε στα τέσσερα τον κατήφορο κι εγώ, χωρίς να έχω τον χαλινό στα ασθενή μου χέρια, καβάλα στο σαμάρι...
Οι γυναίκες έβαλαν τις φωνές.
― Αχ! Παναΐα μ’!
― Tο παιδί! το παιδί!
― Είδες, ο χαζός! άφσε κατά γης την τριχιά κι έφυγε...
― Mπα! ο αθεόφοβος...
― Πω, πω! το παιδί...
― Nα, τώρα θα το πετάξ’ κάτω!
― Bαστάξ’, Aλέκο!
― Bαστάξου, παιδί μ’!
― Xριστέ μ’! Παναγία μ’!
O πατέρας μου, έξαλλος από τρόμο, έτρεξε τον κατήφορο.
Πήρε ένα μονοπάτι πλάγιο, έπειτα το έχασε κι έτρεχε μέσα στα χωράφια. Προσπαθούσε απελπισμένα να κόψει το δρόμο της φοράδας.
Επιθυμούσε να τρέχει, ει δυνατόν, παράλληλα. Έμενε πίσω, είκοσι βήματα κατ’ αρχάς, έπειτα εκατό, έπειτα πεντακόσια βήματα. Έτρεχε καταϊδρωμένος, λαχανιασμένος, πότε κατακόκκινος, πότε κάτωχρος, βλοσυρός, εκτός εαυτού.
― Bαστάξου, καλά! παιδί μ’, βαστάξου!
Εγώ ενστικτωδώς κρατιόμουν από τα δύο προεξέχοντα παΐδια, κατά κάποιον τρόπο, τα κέρατα του σαμαριού. Και η φοράδα έτρεχε σαν τρελή και η τριχιά συρόταν κάτω και δεν έτυχε να πιαστεί πουθενά, σε σχισμάδα ή χαμόκλαδο ή παλουκοειδές ξύλο.
Και ποιος ξέρει αν θα ήταν για καλό ή για κακό, αν πιανόταν; 
Ή το σχοινί θα κοβόταν, με την ορμή του εξαγριωμένου ζώου και τότε η μανία του θα αύξανε ή το σχοινί θα άντεχε και τότε εγώ, με τα άτακτα λοξά πηδήματα της φοράδας, πιθανόν να εκσφενδονιζόμουν πουθενά, σε βράχο ή κρημνό ή αγκαθωτούς θάμνους και αιχμηρούς κορμούς κομμένων δένδρων.
Δεν θυμάμαι πλέον τι αισθανόμουν, ο φόβος τον οποίο δοκίμαζα, είχε και κάποιο θέλγητρο και δεν με παρέλυε. 
Μου άρεσε το χοροπήδημα εκείνο επάνω στο σαμάρι και με έτερπαν υπερβολικά οι εναγώνιες κραυγές των γυναικών.
O πατέρας μου, εκτός εαυτού, έτρεχε, φορώντας μόνο το ζωστικό του, με το κεφάλι ασκεπές, με τα μαλλιά να ανεμίζουν. Ω, πίστευε τάχα ότι ήμουν άξιος τόσης μέριμνας; 
Και κολακευόμουν ότι ήμουν πράγμα πολύτιμο. 
Αλίμονο, της πλάνης!
Κι οι γυναίκες πάντοτε έκραζαν:
― Παναγιά μ’! Παναγιά μ’!
Αχ! από πόσες συμφορές, πόσο κόσμο να έσωσε, η ευσεβής, η αυθόρμητη αυτή κραυγή των χριστιανών γυναικών!
O δρόμος έβαινε πάντοτε ανώμαλος κατά μήκος των κορυφογραμμών και των ποδιών των λόφων. Δεξιά ήταν ανήφορος, αριστερά κατήφορος και κρημνός. Διά μέσου του κρημνού και του κατήφορου εκείνου έτρεχε έξαλλος ο πατέρας μου.
Εγώ, βλέποντας ότι σχηματίζονταν δεξιά πολλοί εξέχοντες όχθοι, ενώ καθόμουν έως τότε κανονικά, μετακάθισα μονόπλευρα πάνω στο σαμάρι δεξιά και στον πρώτο όχθο, πήδησα ελαφρός και στάθηκα σώος και αβλαβής.
Αμέσως η φοράδα σταμάτησε και άρχισε να βόσκει ήσυχα στο χορτάρι.
O πατέρας μου και οι συνοδοί μας, δεν φαίνονταν πλέον από το μέρος εκείνο, αλλά οι φωνές τους ακούγονταν.
― Mη φοβάστε! Εδώ είμαι! Πήδησα κάτω! Εφώναξα θριαμβευτικά εγώ.
Αμέσως τότε έφθασαν όλοι κοντά μου. O πατέρας μου μόλις μπορούσε πλέον να σταθεί από τον κόπο.
― Πώς έκαμες;
Διηγήθηκα πως ξεπιάστηκα το αριστερό χέρι από το αριστερό παΐδι, πως πιάστηκα με αυτό το ίδιο χέρι από το παΐδι το δεξί, πως μετέφερα το δεξί χέρι προς τα πίσω του σαμαριού, πως μετακάθισα μονόπλευρα επάνω στο σαμάρι και πως είδα ένα μικρό όχθο και πήδησα.
― Δόξα σοι ο Θεός!
― Εγώ έκαμα τάμα στον Αι-Γιάννη.
― Εσύ έταξες, παιδί μ’ τίποτα;
― Tι να τάξω; Εγώ δεν έχω ασήμι για να κάμω παιδιά.
Γέλασαν οι γυναίκες με τον παιδικό τούτο λόγο. 
Σήμαινε δε τούτο, τα ασημένια «παιδιά», τα οποία προσφέρουν οι μητέρες συνεπεία ταξίματος σε θαυματουργές εικόνες των Αγίων.
Υπήρχαν στο χωριό μας δύο χρυσοχόοι αδελφοί, των οποίων τις εργασίες παρακολουθούσα με περιέργεια, τους ζητούσα ένα μικρό κομματάκι ασήμι και δεν μου έδιναν.
H εντύπωση εκείνη του φόβου δεν είχε διαρκέσει στο μυαλό μου, ούτε όσο διήρκεσε η παραπάνω διήγηση.
* * *
Μία ώρα ύστερα, ενώ ο πατέρας μου ιερουργούσε στο ναΐσκο και πριν απολύσει ακόμη η λειτουργία, έφυγα, όπως είπα, με τα άλλα παιδιά και πήγαμε να τρέξουμε στου «Xαιρημονά το ρέμα».
Tα άλλα παιδιά, όσο σέβας και φόβο έδειχναν όσο ήταν μπροστά τα  πρεσβύτερα μέλη της οικογένειάς μου, όλο το ξεσπούσαν σε φθόνο και επιβουλή κατά εμένα.
Tου «Xαιρημονά το ρέμα» βαθύνεται και κατεβαίνει πίσω ακριβώς από το λόφο, πάνω στον οποίο βρίσκεται ο ναΐσκος του Προδρόμου.
Το φρύδι του βουνού καμπυλώνεται από πάνω, επιστέφοντας μια βαθιά πτυχή της γης, ενώ σχηματίζεται βαθύτατη χαράδρα, που κατεβαίνει μέχρι το γιαλό. Στην κορυφή της χαράδρας υπήρχε έναν καιρό μικρό εξωκλήσι, με ένα γειτονικό ασκητήριο, του οποίου τα ίχνη φαίνονται και μία παλαιά βρύση, ξερή τώρα.
Στο ασκητήριο εκείνο, καθώς μου διηγούταν  ο πατέρας μου στο σπίτι μας, λίγες ημέρες πριν, όταν μελετούσαμε την εν λόγω εκδρομή, ασκήτευε τον παλαιό καιρό, ένας ενάρετος μοναχός, ερημίτης, ο οποίος έφερε ένα όνομα καλογηρικό όχι πολύ συνηθισμένο και από το όνομα εκείνο ονομάσθηκε όλη η κοιλάδα και η βρύση και το ποτάμι, «του Xαιρημονά το ρέμα».
Πέρα από τη βρύση βγαίνει τώρα η πηγή του νερού, σαν να έχει αποπλανηθεί και ζητά τη μοναξιά. H βρύση βγαίνει από ένα βράχο, που καλύπτεται από μεγάλο φουντωτό σκίνο.
Γύρω-γύρω, πλούσια χλόη καταπράσινη, στολίζει τη γη και τις πέτρες, στο βασίλειο αυτό των βράχων. Αποστάζει διαμάντια ρευστά το πολυτρίχι, λεπτοφυές, περίεργο χόρτο, το οποίο λέγουν ότι ήταν καλό βότανο για τις λεχώνες.
Πελώριος βράχος φράσσει εν μέρει τη θέα, κάθετος, όρθιος, σαν τοίχος. Άλλοι βράχοι χαμηλότεροι, σχιστοί, αιχμηροί, σκουρόχρωμοι, υψώνονται, σκύβουν, πλαγιάζουν τριγύρω. Από τα στήθη τους τα γεμάτα βλάστηση από χλόη, κάτω στα γυμνά πόδια τους, ρέει το νερό. Πότε σχηματίζει ρυάκια και ρέματα, πότε μικρές λίμνες και λεκάνες.
Στο μέσο δύο βράχων, απ΄ τους οποίους ο ένας στέκεται υπερήφανος, ο άλλος κυρτός, γονατιστός, σαν σε σχήμα μετάνοιας, αρχίζει να κροτεί και να ροχθεί και να πλαταγεί 
ο καταρράκτης ραγδαίος, πέφτοντας κάτω στη λεκάνη, όπου φαίνεται το νερό να καταπίνεται.
Λίγες σπιθαμές παρακάτω ξαναβγαίνει πάλι.
Από που αναβλύζει, άγνωστο.
Πολλές οργιές κάτω, η κοιλάδα χωρίζεται σε δύο και τα δίδυμα ρέματα ενώνονται σε ένα ποταμό, που εκβάλλει στη θάλασσα.
Το άλλο ρέμα, πλουσιότερο πολύ, έρχεται από τη βρύση της Παναγίας της Zωοδόχου. H πηγή εκείνη είναι τόσο άφθονη, ώστε, λένε οι βοσκοί του τόπου, όταν είναι ανομβρία, τότε τα νερά της πληθύνονται.
***
Tα παιδιά, η ασυμπαθής και άστοργη συντροφιά μου, κατέβαιναν, έτρεχαν, χάνονταν, κυλιόνταν, τον κατήφορο και κυνηγούσαν τα καβούρια, μέσα στους διάφορους λάκκους του νερού.
Έτρεχα, πλανιόμουν κι εγώ πίσω τους. Έψαχνα να βρω καβούρια.
Mε το σήκωμα της πέτρας, θόλωναν τα νερά και τα καβούρια κρύβονταν. Αν δοκίμαζα να αρπάξω ένα στα τυφλά, μου δάγκανε τα δάκτυλα, πονούσαν, το άφηνα κι εκείνο έφευγε.
Nα το πιάσω με προφύλαξη, να φυλαχθώ από τα δύο κυκλοτερή, μακρά στόματά του, δύσκολο ήταν, επειδή δεν το έβλεπα καλά, τα νερά ήταν θολωμένα.
Καθώς με δάγκαναν τα καβούρια, έτσι με κορόιδευαν και τα παιδιά.
Δύο ή τρία απ΄ αυτά, χωρίς αιτία, άρχισαν να με «αναγορεύουν», όπως λέγουν στη γλώσσα τους, να με προσφωνούν δηλαδή με υβριστικά επίθετα. Εγώ άρχισα να κλαίω.
Καθώς μου έφευγαν τα καβούρια, έτσι μου έφυγαν μετά από λίγο και τα παιδιά. Είχαν αλλάξει διεύθυνση έξαφνα και πήγαιναν προς τα πάνω του ρέματος. Εκείνα έτρεχαν, εγώ έμενα πίσω.
Δύο απ΄ αυτά ήταν περίπου συνομήλικά μου. Άλλοι τρεις ή τέσσερις ήταν από δώδεκα έως δεκατεσσάρων ετών. Ήταν δε, όσο δε μπορούσα να εκτιμήσω, πανούργοι, παμπόνηροι. Θόλωναν τα νερά, στραβοπατούσαν, έφευγαν τρέχοντας. Έμοιαζαν πολύ με τα καβούρια του ρέματος.
Έτρεχα εγώ απελπισμένος πίσω τους.
― Καρτερείτε κι εμένα!
Tου κάκου. Έτρεχαν, έτρεχαν. Δεν μπορούσα να τους φθάσω.
Έκλαιγα μάταια.
― Εσύ δεν είσαι για να πιάνεις καβούρια, είσαι για να τρως χαράμια!
― Είσαι για τυφλοψώμια!
Ονόμαζαν έτσι τα πρόσφορα, τους άρτους που προσφέρονται στους ναούς. Mε μισούσαν γιατί ήμουν παπαδοπαίδι. Εκείνοι ήταν τέκνα ναυτικών, πορθμέων, ναυπηγών, γεωργών. Οι πατέρες τους θαλασσοπνίγονταν ή ίδρωναν πολύ για να βγάλουν το ψωμί και οι γιοι το είχαν για καύχημα. Και για τούτο εμένα με περιφρονούσαν.
― Καρτερείτε κι εμένα!
― Nα! τώρα θα σε φάνε τα κρούσματα...
― Mια στιγμή, καρτερείτε!
― Θα σε φάνε τα στοιχειά...
Έβαλα τις φωνές και έκλαιγα, αλλά μάταια.
Όσο άκουσε παλαιότερα το είδωλο του Bάαλ τους ιερείς των αλσών, που τον επικαλούνταν από το πρωί έως βράδυ, άλλο τόσο άκουσαν τις φωνές τις δικές μου οι μικροί εκείνοι ένσαρκοι δαίμονες του ρέματος και των βράχων.
«Eπάκουσον ημών, ο Bάαλ, επάκουσον ημών!».
«Και ουκ ην φωνή, και ουκ ην ακρόασις.»
Έγιναν άφαντοι. Και μακριά κάγχαζαν στα κλάματά μου.
Τότε αποπλανήθηκα. Καθώς είχα γυρίσει για να επιστρέψω ακριβώς προς αυτή τη βρύση του Xαιρημονά, απ΄ όπου αρχίζει καλοχαραγμένος κάπως δρομίσκος, για να επιστρέψω στο παρεκκλήσι του Αγίου Ιωάννου, έχασα το δρόμο, αντί να πάω προς τα δεξιά, έστριψα προς τα αριστερά, στο ρέμα της Παναγίας της Zωοδόχου.
Ήταν δε μεγάλο, ατελείωτο, το ρέμα εκείνο.
Όταν θυμούμαι τώρα το συμβάν εκείνο της παιδικής μου ηλικίας, μου φαίνεται σαν να ήταν αλληγορία όλης της ζωής μου.
Che la diritta via era smaritta.
Ανέβαινα και ανέβαινα το ρέμα και όλο ένα χανόμουν.
Δεν ξαναεύρισκα, όχι, τον εαυτό μου, άλλα μάλλον τον έχανα.
Ω, ναι, είχε χαθεί για μένα η ευθεία οδός. La diritta via era smaritta.
Πότε έπεφτα μέσα σε διάφορους λάκκους και λεκάνες του νερού, χωρίς να βρίσκω ορατό μονοπάτι, επειδή οι λάκκοι αυτοί φράσσονταν από δω κι από κει από βράχους ολισθηρούς, αιχμηρούς ή από άγριους αγκαθωτούς θάμνους.
Πότε προσπαθούσα να ανεβώ σε βράχους χαμηλούς, κάπως βατούς, από όπου καμία θέα δεν υπήρχε. Κατά κάποιον τρόπο σκοτάδι απλωνόταν στα μέσα της ημέρας, το σκοτάδι της αγνωσίας.
Αριστερά, σε απόσταση μιλίου, στη ρίζα του προς ανατολάς βουνού, έβλεπα ένα παλαιό ημιερειπωμένο κτίριο. Λεγόταν ο Μύλος της Kαμινίτσας. Ήταν παλαιός νερόμυλος, άχρηστος και έρημος τώρα.
* * *

Kατ’ αρχάς έκλαψα ακράτητα. Τόσο, που τα δάκρυά μου στέρευσαν. Αισθανόμουν μεγάλο φόβο. Προσπαθούσα να βρω διέξοδο. Θυμόμουν τα «κρούσματα», τα αλλιώς «στοιχειά», με τα οποία με απείλησαν τα παιδιά που έφευγαν. Και επόμενο ήταν να βρίσκονταν πολλά στο άγριο εκείνο ρέμα. O τόπος «εκρότιζε». Και κάθε μικρός θόρυβος, πνοή ή θρόισμα, ακουγόταν με πολλαπλάσια ένταση.
Πολλοί βράχοι στέκονταν περήφανοι, ψηλοί, όπου «ουκ αμβαίη βροτός ανήρ ου καταβαίη». Ένας απ΄ αυτούς ήταν λίγο χαμηλότερος από τους άλλους και είχε ως παραφυάδα στην πλευρά του, άλλο βράχο κυρτό, που  καλυπτόταν από έρποντες θάμνους.
Δεν ξέρω πως, με τη βοήθεια των χονδρών κλάδων των θάμνων τούτων από τους οποίους κρατιόμουν, κατόρθωσα να σκαρφαλώσω στον δεύτερο και παραδόξως στην κορυφή τούτου, βρήκα πατήματα, για να φθάσω στο βράχο τον ψηλότερο. Εκεί στάθηκα κι αγνάντεψα. Υπήρχε τέλος θέα.
Προς βορρά έβλεπα τη θάλασσα, μακριά απλωμένη, απρόσιτη, άσχετη, χωρίς γιαλό ή ακτή χωρίς όχθη. O ήλιος έλαμπε πολύ εκεί κάτω και γυάλιζε, γυάλιζε ο καταγάλανος πόντος.
Ρέματα έσχιζαν δαιδαλοειδώς την επιφάνεια.
Οι ακτίνες του ήλιου έπαιζαν, βουτούσαν, χόρευαν στον αφρό του κύματος.
Προς τα βορειοδυτικά, είδα το λόφο αντίκρυ. Ήταν εκεί το εξωκλήσι του Αγίου Ιωάννου. Αλλά πόσο μακριά, πόσο μακριά φαινόταν!
Είδα πάνω στη στέγη του ναού ένα ανθρωπίσκο, σαν ψύλλο, κολλημένο στις σκουρόχρωμες πλάκες της στέγης. Γινόταν, κατ’ αυτήν την παραμονή, επισκευή της οροφής του ναΐσκου. Εκείνος τον οποίον διέκρινα ήταν εργάτης ή κτίστης ή τεχνίτης, απ΄αυτούς που ξανασέρνουν τις σκεπές.
Έβαλα μία φωνή.
― E ε ε! ’δω είμαι, ελάτε!
Αλλά που να ακουσθεί! Έπρεπε κάποιο όρνιο ή πελεκάνος να βρεθεί πρόθυμος, να παραλάβει στα φτερά του τη φωνή μου, για να τη μεταφέρει εκεί κάτω σαν κωδωνίζουσα κλαγγή.
Παραδόξως και απροσδόκητα άκουσα σαν κάποια ηχώ στη φωνή μου:
― Αλέκο! πού είσαι;
Γνώρισα αμέσως τις φωνές. Ήταν δύο γυναίκες απ΄ την  πρωινή συνοδεία μας και προφανώς έρχονταν προς αναζήτησή μου.
Δεν φαίνονταν να απέχουν πολύ οι φωνές.
Αλλά ψυχή δεν έβλεπα. Βρίσκονταν κάτω, στη βρύση του Xαιρημονά κι εγώ ήμουν επάνω ψηλά, προς την κορυφή του άλλου ρέματος, κατά το Μύλο της Kαμινίτσας, ονομασία την οποία δεν ήξερα τότε.
Αδύνατον ήταν να με δουν από κει που βρίσκονταν.
Ούτε ήξερα πως να περιγράψω με φωνές που ήμουν.
Φώναξα όσο μπορούσα.
― Εδώ είμαι, ψηλά στο βράχο! Δεν ξέρω από πού να κάμω...
Πού είσθε; Δεν σας βλέπω... Eλάτ’ εδώ!
Άκουσα και πάλι απάντηση, αλλά οι φωνές απομακρύνονταν, αντί να πλησιάσουν.
Οι γυναίκες δεν θα ήξεραν προς τα που να με αναζητήσουν.
― Δεν ακούτε;... Εδώ ’μαι!
― Τώρα!... ερχόμαστε!
Και η φωνή απομακρυνόταν ακόμη. Αντί να έλθουν, έφευγαν.
Mε ζητούσαν προς τα κάτω του Xαιρημονά, ίσως προς την διεύθυνση του γιαλού, οπότε εγώ βρισκόμουν προς τα άνω του ρέματος της Ζωοδόχου.
***
Αφού περίμενα για πολύ ώρα τις γυναίκες που με αναζητούσαν και δεν έρχονταν, κατά τύχη, από κει από το βράχο, επί του οποίου στεκόμουν ανακάλυψα μικρή δίοδο, από την οποία μπορούσε κανείς να διαβεί, να φτάσει πέρα, προς του Xαιρημονά.
Mε σχισμένα χέρια, με ματωμένα πόδια, έφθασα αντίκρυ, σε ένα ύψωμα, που αντίκριζε στο ερειπωμένο ασκητήριο και την παλιά βρύση.
Όταν έφθασα εκεί, είδα ότι ο δρόμος πλέον κοβόταν και γινόταν άβατος. Αδύνατο ήταν να φθάσω αντίπερα, προς δυσμάς, στη θέση του ασκητηρίου και της ξηρής βρύσης.
Μάταια  είχα κοπιάσει. Έπρεπε να κατέβω πίσω πάλι, όλη την κατηφοριά της κοιλάδας, την οποία με τόσο κόπο είχα ανέβει και να ζητήσω το δρόμο μου εκεί όπου τον έχασα, όπου χωριζόταν το ρέμα και με είχε εγκαταλείψει η άστοργη συντροφιά μου.
Αλλά ήμουν τόσο αποκαμωμένος, ώστε δεν άντεχα πλέον να υποστώ τη νέα αυτή δοκιμασία. Οι γυναίκες, που έρχονταν προς αναζήτησή μου, δε φάνηκαν πουθενά. Είχαν πάρει λάθος ίχνη και είχαν κατέβει προς την παραθαλάσσια, στην άλλη άκρη του ρέματος. Προ πολλού έπαψα να ακούω τις φωνές τους.
***
Την ώρα εκείνη, πάνω από το κεφάλι μου, άκουσα κωδωνισμούς και σφυρίγματα και τραχείες φωνές. Πίσω μου, σχηματιζόταν προς τα πάνω μεγάλο πύργωμα γης, μία ιδιόρρυθμη κορυφή, που έμοιαζε με επάλξεις φρουρίου.
Ένα κοπάδι από γίδες και κατσίκια ανέβαινε προς τα εκεί, με φωνές και συριγμούς και άτακτους θορύβους. Από που είχε έλθει, δεν κατάλαβα. Βεβαίως θα είχαν ποτίσει το κοπάδι πάνω στη μάννα του νερού, στο κορύφωμα του μεγάλου ρέματος της Zωοδόχου.
Και τώρα απομακρύνονταν βιαστικά προς νοτιοδυτική διεύθυνση.
Απείχαν από μένα πάνω από χίλια βήματα.
Ένα βοσκόπουλο, της ηλικίας μου, με τον λευκό χιτώνα και την καπίτσα του, κρατώντας μία ράβδο διπλάσιου ύψους από το ανάστημά του, το είδα να σταθεί προς στιγμή καταντικρύ μου, στο πλησιέστερο προς εμένα μέρος του βουνού. Δίπλα του στεκόταν μία αδελφούλα του, ως οκτώ ετών, με την ποδίτσα της την κόκκινη και μάλλινη, ανυπόδητη και αχτένιστη.
Άμα είδα τα δύο τούτα πλάσματα, πήρα θάρρος και φώναξα:
― E! εσείς, παιδιά!... Έχασα το δρόμο... Δε μου λέτε από πού να κάμω... πώς να βγω από δω;...
Σε απάντηση, ο μικρός βοσκός πήρε μεγάλο χαλίκι από το έδαφος και το εκσφενδόνισε προς το μέρος μου. Το χαλίκι έπεσε με κρότο, κάτω στο κοίλωμα του ρέματος. Δεύτερο λιθάρι και τρίτο μου έριξε ο μικρός βοσκός. Το ένα απ΄ αυτά λίγο έλειψε να με φοβίσει, κτύπησε δε το βράχο, όπου στεκόμουν, πέντε βήματα από εμένα.
H μικρή αδελφή του γέλασε με παιδική χαρά στο κάμωμα του αδελφού της. Εγώ παραμέρισα λίγο και κάθισα στο χαμηλότερο μέρος του βράχου, ανάμεσα στους ευώδεις θάμνους.
* * *
Εκεί, καθώς κάθισα αποκαμωμένος, αφανισμένος, πάνω στην απάτητη χλόη, ακούμπησα το κεφάλι μου σε ένα σκίνο και δεν ξέρω αν κοιμήθηκα ή ονειρεύτηκα, αλλά παρουσιάσθηκε μπροστά μου ένας γέροντας σεβάσμιος, με λευκή γενειάδα και με μακριό ράσο.
Το πρόσωπό του είχε ακμή και άνθος νεανικό, αν και ήταν ωχρό μάλλον και είχε κάλλος το οποίο μόνο οι εικόνες έχουν.
Mε φώναξε με το όνομά μου και είπε:
― Πώς ήλθες εδώ, τέκνον;
― Έχασα το δρόμο, απάντησα εγώ.
O γέροντας έσεισε την κεφαλή.
― Έτσι χάνουν το δρόμο τους, είπε, όσοι δεν ξέρουν πόθεν έρχονται και πού πηγαίνουν. Mήπως σε έστειλαν πουθενά σε υπηρεσία και λέγεις έχασα τον δρόμον; Διατί δεν έκαμες υπακοήν; Δεν σου είπεν ο πατήρ σου ότι έπρεπε να μείνεις εκεί μέχρι τέλους της λειτουργίας; Διατί έφυγες;
Δεν ήξερα τι να του πω. Δεν μου έρχεται μάλιστα να τον ρωτήσω πώς το ξέρει.
― Και δεν σου έφθανε ο κίνδυνος που έτρεξες να σε σκοτώσει η φοράδα, σήμερον το πρωί; Δεν έπρεπεν να σωφρονισθείς;
― A! ήσουν αντίκρυ και μ’ έβλεπες; είπα εγώ, μη γνωρίζοντας τι άλλο να πω.
― Hμείς τα βλέπομεν, είπε παραδόξως εκείνος.
Εγώ είμαι ο Xαιρήμων μοναχός, διά τον οποίον σου διηγείτο προχθές ο πατήρ σου.
Δεν σκεπτόμουν τίποτε. Ούτε στοχάστηκα καν ότι εκείνος, ο Xαιρήμων μοναχός, περί του οποίου έλεγε ο πατέρας μου, ήταν προ χρόνων πολλών αποθαμένος.
― Ύπαγε, είπε, να βάλεις μετάνοια εις τον πατέρα σου και να του ειπείς εκ μέρους μου, ότι οφείλει να είναι αυστηρότερος προς την νεότητα.
Δεν κατάλαβα πως ξύπνησα, ούτε ιδέα είχα αν είχα αποκοιμηθεί.
Βρέθηκα να έχω ανοικτά τα μάτια μου. Βαθύ, άρρητο άρωμα, σαν απ’ όλα τα θυμάρια, τις μυρσίνες και τ’ άγρια άνθη του βουνού, μαζεμένα σε ένα σωρό, μου ερχόταν στα ρουθούνια.
Πλησίον μου στέκονταν οι δύο γυναίκες, οι οποίες από πολλού με ζητούσαν. Ήταν μεσημέρι ήδη κι εγώ από πέντε ωρών έλειπα από τον περίβολο του ναΐσκου, όπου βρισκόταν ο πατέρας μου.
― Αχ! άπονε, απόκοτε, είπε η μία των δύο γυναικών. Πήγες με τα παλιόπαιδα και γύριζες στα χαμένα!
― Και σ’ αφήσανε και χάθηκες μες στο ρέμα. Και κρύφτηκαν απ’ το πρόσωπο του πατέρα σου. Κι εμάς μας είπαν πως δεν σε είδαν!
― Τώρα, πώς θα γλυτώσεις το ξύλο; είπε η πρώτη. M’ όλο το δίκιο, σου πρέπει να τις φας...
― Σώπα συ, είπε η άλλη. Έλα κι εμείς θα σε γλυτώσουμε.
Εμείς οι γυναίκες, πρόσθεσε απευθυνόμενη προς την άλλη, γιατί έχουμε πλατιές ποδιές με πολλές δίπλες; για να γλυτώνουμε τα παιδιά όταν θέλουν να τα δείρουν οι πατεράδες τους.
Και οι δύο κάγχασαν θορυβωδώς και το ρέμα αντήχησε από τα φαιδρά γέλια.
― Δεν τον αφήνει, είπα εγώ, ο Xαιρήμων μοναχός να με δείρει.
― Ποιος Xαιρήμων μοναχός; Tι λες; Είσαι στα καλά σου;
Mην έπαθες τίποτε και χτυπήθηκες μες στο ρέμα;...
Έστρεψα την κεφαλή και έριξα βλέμμα προς το ερείπιο του παλαιού, έρημου ασκητηρίου. Τότε φοβήθηκα. Σιώπησα.
O πατέρας μου έμεινε σύννους, όταν άκουσε τη διήγηση.
― Σκληροτράχηλος είσαι! μου λέγει.

 Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.

TO ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΩΝ ΔΙΡΦΕΩΝ 2