Κυριακή 14 Νοεμβρίου 2021

Τ’ Αγνάντεμα

Το διήγημα δημοσιεύτηκε το 1899
➖➖➖
Τη μετατροπή του κειμένου στην
καθομιλουμένη δημοτική
έκανε ο
Ιωάννης Δ. Γιαννούκος
⭐⭐⭐

Επάνω στο βράχο της έρημης ακτής, από παλαιούς λησμονημένους χρόνους, βρισκόταν κτισμένο το εξωκλήσι της Παναγίας της Κατευοδώτρας. Όλο το χειμώνα, παπάς δεν ερχόταν να το λειτουργήσει. Ο βοριάς μαίνεται και βρυχάται στο πέλαγος το απλωμένο, μαυρογάλανο και βαθύ, το κύμα λυσσά και αφρίζει εναντίον του βράχου. Κι ο βράχος υψώνει την πλάτη του γίγαντας ακλόνητος, στοιχειό ριζωμένο βαθιά στη γη και το ερημοκλήσι, λευκό και γλαρό, σαν φωλιά θαλασσαετού, στεφανώνει την κορυφή του.
Όλο το χρόνο παπάς δε φαινόταν και καλόγηρος δεν ερχόταν να δοξολογήσει. Μόνο την ημέρα των Φώτων, κατέβαινε από το ύψος του βραχώδους βουνού, από το λευκό μοναστηράκι του Αγίου Χαραλάμπους, σεβάσμιος, με φτερουγίζοντα κάτασπρα μαλλιά και κυματίζοντα βαθιά γένια, ένας γέρος ιερέας «ως νεοττός της άνω καλιάς των Αγγέλων» για να λειτουργήσει το παλαιό λησμονημένο ερημοκλήσι.
Εκεί έρχονταν τρεις-τέσσερις βοσκοί, βουνίσιοι, αλειτούργητοι, αλιβάνιστοι, έρχονταν με τις φαμίλιες τους, τις ανέβγαλτες και άπραχτες, με τα βοσκόπουλά τους τα αχτένιστα και άνιφτα, που δεν ήξεραν να κάμουν το σταυρό τους, για να αγιασθούν και να λειτουργηθούν εκεί και στην απόλυση της λειτουργίας, 
ο γηραιός παπάς με τους φτερουγίζοντες βοστρύχους στο φύσημα του βοριά και τη βαθιά κυμαινόμενη γενειάδα, κατέβαινε κάτω στο μέγα απλωτό γιαλό, ανάμεσα σε άγριους θαλασσόπληκτους βράχους, για να φωτίσει και να αγιάσει τα αφώτιστα κύματα.
Τον άλλο καιρό έρχονταν, συνήθως την άνοιξη, γυναίκες ναυτικών και θυγατέρες κάτω από τη χώρα, με σκοπό να ανάψουν τα καντήλια και να παρακαλέσουν την Παναγία 
την Κατευοδώτρα, να οδηγήσει και να κατευοδώσει τους θαλασσοδαρμένους συζύγους και τους πατέρες τους.
Ωραίες κοπέλες, με πουκάμισα κόκκινα μεταξωτά, με τραχηλιές ψιλοκεντημένες, με τους χυτούς βραχίονες και τα στήθη τα γλαφυρά, έρχονταν να ικετεύσουν για τα αδελφάκια τους που θαλασσοπνίγονταν γι’ αυτές, για να τις φέρουν προικιά από την Πόλη, στολίδια από τη Βενετιά, κειμήλια από την Αλεξάνδρεια.
«Πάντα να έρχονται, πάντα να φέρνουν».
Βοϊδάκια λογικά, που όργωναν αντί της ξηράς τη θάλασσα, φρόνιμα όπως τα δύο εκείνα τέκνα της ιέρειας της Δήμητρας, τα μακαρισθέντα. Νεαρές γυναίκες ρεμβάζουσες και μητέρες συλλογισμένες, έρχονταν για να καθίσουν και να αγναντέψουν.
* * *
Άμα είχαν φωτισθεί τα νερά ή αργότερα, αφού είχαν περάσει κι οι Απόκριες, συνήθως περί τη β΄ εβδομάδα των Νηστειών, αφού είχαν γευθεί πλέον αχινούς και στρείδια αρκετά, οι ναυτικοί μας επέβαιναν στα βρίκια, στις σκούνες τους και μίσευαν, πήγαιναν να ταξιδέψουν. Τον καιρό εκείνο, καράβια και γολέτες «έδεναν» στα μέσα του φθινοπώρου.
Οι θαλασσινοί μας αγαπούσαν πολύ τη θαλπωρή της εστίας, τον καπνό του μελάθρου και το θάλπος της αγκάλης. Και όταν επανερχόταν η άνοιξη στη γη, τότε αυτοί επέστρεφαν στη θάλασσα.
Σηκώνονταν στα πανιά τα μουδιασμένα και ναρκωμένα από τη μακρά ραστώνη σκάφη, ανά δύο ή τρία την ίδια μέρα και η σκούνα έφερνε βόλτες στο λιμάνι, αν ήταν ενάντιος ή και ούριος αν ήταν ο άνεμος.
Η βάρκα περίμενε διπλαρωμένη έξω στην προκυμαία.
Ο καπετάνιος δεν τελείωνε τους αποχαιρετισμούς στο σπίτι και ο λοστρόμος μάκρυνε τα τραπεζώματα στα καπηλειά.
Κι η βάρκα περίμενε. Και ο μούτσος έχασκε καθισμένος έξω, επάνω στο κεφαλόσκαλο. Και ο νεαρός ναύτης, που είχε έλθει με το μούτσο τώρα από τη σκούνα, που ήταν στα πανιά, γινόταν άφαντος. Δύο άλλοι σύντροφοι, περασμένοι στα χαρτιά, ναυτολογημένοι, έλειπαν. Κανείς δεν ήξερε που ήταν. Και μέσα στο πλοίο, που έφερνε βόλτες-βόλτες και στρεφόταν σαν δεμένο γύρω από κέντρο αόρατο - το κέντρο ήταν μέσα στις καρδιές και στις εστίες των ναυτικών - άλλος δεν ήταν παρά ο πηδαλιούχος, ο μάγειρας κι ένας επιβάτης, ξένος κι έρημος, στον οποίο είχαν πει, «τώρα, στη στιγμή, να, τώρα-τώρα θα φύγουμε» κι είχε μπαρκάρει ο άνθρωπος, από δώδεκα ώρες πριν.
Ο πλοίαρχος έπρεπε να βάλει μπροστά την καπετάνισσα, αυτή όφειλε να προπορευθεί, επειδή ήταν τυχερή βέβαια κι έτσι αποφάσιζε να μπαρκάρει.
Τέλος συμμαζευόταν ο λοστρόμος, ανακαλύπτονταν οι δύο απόντες σύντροφοι, ξεκολλούσε ο πλοίαρχος, έπεφταν τρομπόνια αρκετά, τρομπόνια από το πλοίο, τρομπόνια έξω από την πόλη, έκοφταν, ψαλίδιζαν τις βόλτες ταχύτερα, συντομότερα, σαν να σφίγγονταν για να κόψουν την αόρατη εκείνη κλωστή, το λεπτό ισχυρό νήμα, σαν μία τρίχα ξανθή, μακριάς κυματίζουσας κόμης και το σκάφος έβαλλε πλώρη προς βορρά.
* * *
Την ημέρα εκείνη και τις άλλες ημέρες της αρχής της άνοιξης, καραβάνια γυναικών, ασκέρια, φουσάτα γυναικών, σκαρφάλωναν, ανέβαιναν και  έφταναν επάνω στη ρεματιά, το ρέμα-ρέμα, τον ελικοειδή δρομίσκο, που διαχαράσσεται στους λόφους τους ωραίους με τις χιλιάδες τα ελαιόδεντρα, τον αειθαλή πρασινόφαιο στολισμό της μεγάλης κοιλάδας με τις ράχες, με τις κορυφές, με τις εσοχές και εξοχές, ανετότερα από την ποδιά της βοσκοπούλας του βουνού που κυματίζει, πολυπτυχότερο από το χρυσοκέντητο φόρεμα της νύφης.
Επάνω στο βράχο της έρημης βορεινής ακτής, κοντά στο λησμονημένο παρεκκλήσι της Παναγίας της Κατευοδώτρας, εκεί γινόταν το μάζεμα των γυναικών, η μεγάλη σύναξη.
Τότε έλαμπαν με μεγάλες φωτιές τα καντήλια της Παναγίας 
της Κατευοδώτρας.
Η γριά Μαλαμίτσα, η κλησάρισσα του Αγίου Νικολάου, έβαλλε τις φωνές, έκανε το κακό... μάλωνε με όλες τις γυναίκες.
Αυτή πήρε το καλαθάκι της, τη ρόκα της, τ' αδράχτι της και ήλθε από τον Άγιο Νικόλαο επίτηδες, κατά παραγγελία του κυρ-Αγγελή, του επιτρόπου... για να μαλώσει τις γυναίκες, τις ευλαβητικές (αλλοίμονο! η ευλάβειά μας είναι για το συφέρο! έλεγε σείοντας την κεφαλή), να μην το παρακάνουν και χύνουν λάδια πολλά και καταλαδώνουν το έδαφος του ναού και τα στασίδια και τ' αναλόγι και τα δύο-τρία παμπάλαια βιβλία που ήταν εκεί και τα μανάλια και τον τοίχο και το τέμπλο και τις ποδιές και αυτές τις άγιες εικόνες.
Αλλά οι γυναίκες δεν την άκουαν.
Τι χρειάζονται τόσες φωτιές, σαν πυροφάνια, φώναζε η γριά-Μαλαμίτσα. Αυτή είχε μάθει από τον γέροντά της τον παπα-Γεράσιμο, ότι οι φωτιές των κανδηλιών πρέπει να είναι μικρές, τόσες δα, σαν λαμπυρίδες.
Του κάκου. Κανείς δεν την άκουε.
Οι ορμαθοί των γυναικών, ομάδες-ομάδες, συγγενολόγια..., διασπείρονταν σε μικρούς όχθους, σε πτυχές του βράχου, ανάμεσα σε θάμνους και χαμόκλαδα, σε μέρη ψηλά και σε μέρη υπήνεμα, έρχονταν με τα καλαθάκια τους, με τα μαχαιράκια τους... γιατί πολλές απ΄ αυτές ασχολούνταν να βγάλουν αγριολάχανα... με τα προγεύματά τους τα σαρακοστιανά και αφού είχαν ανάψει τα κανδήλια της Παναγιάς, αφού είχαν κάμει μετάνοιες στρωτές πολλές κι είχαν κολλήσει αφιερώματα στην εικόνα κι είχαν χορτάσει τ' αυτιά τους από τις νουθεσίες της γριά-Μαλαμίτσας, στρώνονταν εκεί στη δροσερή χλόη κι αγνάντευαν κατά το πέλαγος.
Τα βοσκόπουλα, εκείνα τα άγρια κι αχτένιστα κι απλοϊκά, που τις έβλεπαν από μακριά σαν σκιασμένα, απορούσαν κι έλεγαν:
- Κοίτα τις! στα μάτια έκαμαν.
* * *
Ωστόσο, οι γυναίκες των θαλασσινών αγνάντευαν.
Να το βρίκι του καπετάν Λιμπέριου του Λιμνιού, είχε σηκωθεί στα πανιά αργά τη νύκτα, με το απόγειο της νύκτας βρήκε το ρέμα και απομακρύνθηκε και χώνεψε. Κατευόδιο καλό. 
Η προσευχή των μικρών παιδιών του ας είναι ως πνοή στα πανιά, στα ξάρτια του καραβιού σας... στο καλό, στο καλό!
Να το καράβι του καπετάν Σταμάτη του Σύρραχου. Υπερήφανα, καμαρωμένα, αδελφωμένα τα δύο, αυτό κι ο πλοίαρχός του, πάνε να μας φέρουν καλά, να μας φέρουν στολίδια.
Στο καλό, πουλί μου, στο καλό.
Να και η γολέτα του καπετάν Μανώλη του Χατζηχάνου...
Η ψυχή μου, η πνοή μου να είναι πάντα στα πανιά σου, ωσάν λαμπάδα του Επιταφίου, να διώχνει τα μαύρα, τα κατακόκκινα τελώνια, πριν προφτάσουν να κατακαθίσουν στα πινά σου.
Σύρε πουλί μου στο καλό και στην καλή την ώρα! Στο καλό!
Να κι η σκούνα του καπετάν Αποστόλη του Βιδελνή, καινούργιο σκαρί, η τέταρτη ή πέμπτη, την οποία κατορθώνει μέσα σε μια δεκαετία να σκαρώσει, μ' όλη της τύχης την καταδρομή.
Έπεσε πολύ γιαλό, δεν την ηύρε καλά το απόγειο κι άργησε. Διακρίνεται το πλήρωμα, οι άνθρωποι σαν ψύλλοι, που πηδούν εμπρός και πίσω στην κουβέρτα. 
Δούλευέ τα, καπετάνιο μου!
(Η) Παναγιά μπροστά σας!
Στο καλό, στο καλό!
* * *
- Παιδιά μου, κορίτσια μου, αρχίζει να ομιλεί η γριά-Συρραχίνα, παλαιά καπετάνισσα, με το ραβδάκι της και με το καλαθάκι της στο χέρι, με τα ογδόντα χρόνια στην πλάτη της, μπόρεσε κι ανέβηκε τον ανήφορο και ήλθε - για να καμαρώσει, ίσως για τελευταία φορά, το καράβι του γιου της που έφευγε. -  Ξέρετε τι μεγάλη χάρη έχει και πόσο καλό έκαμε στους θαλασσινούς αυτό το εκκλησιδάκι της Μεγαλόχαρης;
- Πώς δεν το ξέρουμε, είπαν οι άλλες, ας έχει δόξα το όνομά της.
- Το εξωκκλήσι αυτό, αγίασε και μέρωσε όλο το άγριο κύμα, πρωτύτερα είχε κατάρα όλος αυτός ο γιαλός.
- Γιατί;
- Βλέπετε κείνον το βράχο, κάτω στο κύμα, που ξεχωρίζει απ' το γιαλό;... που φαίνεται σαν άνθρωπος, με κεφάλι και με στήθια... που μοιάζει σαν γυναίκα; Εκείνη είναι το Φλανδρώ.
- Ναι, το Φλανδρώ, είπε η πάνω από εξήντα ετών Χατζηχάναινα. Κάτι έχω ακουστά μου. Εσύ θα το ξέρεις καλύτερα, θεια-Φλωρού.
- Το βλέπετε κι είναι ξέρα, είπε η Φλωρού η Συρραχίνα, μια φορά κι έναν καιρό ήταν άνθρωπος.
- Άνθρωπος;
- Άνθρωπος καθώς εμείς. Γυναίκα.
Οι άλλες άκουγαν με απορία. Η γριά-Συρραχίνα άρχισε να διηγείται:
«Στον καιρό των παλαιών Ελλήνων, ήταν μια κόρη αρχοντοπούλα, που την έλεγαν Φλάνδρα ή Φλανδρώ.
Η Φλανδρώ είχε νοματιστεί έτσι, καθώς μού 'πε ο πνευματικός, απάνω στον Αϊ-Χαράλαμπο, όσο τον θυμούμαι, μακαρία η ψυχή του.
Ήμουν μικρό κορίτσι, δώδεκα χρονώ και μ' επήγε η μάννα μου να εξομολογηθώ, τη Μεγάλη Τετράδη... τι να εξομολογηθώ, εγώ τίποτα δεν ήξερα, τα ξεράματά μου... το τι μόλεε ο πνευματικός δεν αγροικούσα, φωτιά που μ' ε!...
Το νόημά του δεν το καταλάβαινα, τα λόγια τα θυμούμουν κι ύστερα από χρόνια... το κορίτσι πρέπει να 'ναι φρόνιμο και ντροπαλό, να 'ναι υπάκουο, να μην κοιτάζει τους νιους, να αγαπά τον κύρη του και τη μαννούλα του και σαν μεγαλώσει και δώσει ο Θιός και παντρευτεί, με την ευκή των γονιώ της, άλλον να μην αγαπά απ' τον άνδρα της.
Μούφερε το παράδειγμα των παλαιών Ελλήνων... Οι παλιοί Έλληνες, που προσκυνούσαν τα είδωλα... Κείνον τον καιρό ήταν μια που την έλεγαν Φλάνδρα, Φλανδρώ. Φλανδρώ θα πει Φιλανδρώ. Φιλανδρώ θα πει μια που αγαπά τον άνδρα της. Φλανδρώ την είπαν, Φλανδρώ βγήκε. Αγάπησε ολόψυχα τον άνδρα της, όσο που έχασε τ' αγαθά του κόσμου κι έγινε πέτρα γι' αυτό.
Τον καιρό εκείνο, ήταν ένας καραβοκύρης, όμορφο παλληκάρι κι αγάπησε το Φλανδρώ και την εγύρεψε και της έδωσε αρραβώνα.
Σαν της έδωσε αρραβώνα, εσκάρωσε καινούργιο καράβι και σαν εσκάρωσε το καράβι, έγινε κι ο γάμος και σαν έγινε ο γάμος, έριξε το καράβι στο γιαλό και μπαρκάρισε και πήγε να ταξιδέψει.
Τότε το Φλανδρώ ήρθε ν' αγναντέψει, σαν καλή ώρα, σ' αυτόν τον έρμο το γιαλό. Ξεκολλούσε η ψυχή της που έφευγε ο άνδρας της, δε μπορούσε να το βαστάξει, να στυλώσει την καρδιά της.
Αγνάντεψε το καράβι που έφευγε κι έκλαψε πικρά κι έπεσαν τα δάκρυά της στα κύματα και τα κύματα πικράθηκαν και φαρμακώθηκαν και θύμωσαν κι αγρίεψαν και θέριεψαν... και στο δρόμο τους που ηύραν το καράβι, έπνιξαν τον άνδρα της Φλανδρώς κι έγινε αγυρισιά του... Και το Φλανδρώ ήρθε και ξαναήρθε σ' αυτόν τον έρμο γιαλό και κοίταζε κι αγνάντευε... και περίμενε και καρτερούσε κι απάντεχε...
Πέρασαν μήνες, πέρασε χρόνος, πέρασαν δυο χρόνια, πέρασαν τρία... και το καράβι πουθενά δε φάνηκε... και το Φλανδρώ έκλαψε και καταράστηκε τη θάλασσα και τα μάτια της στέγνωσαν και δεν είχε πλια δάκρυ να χύσει... και παρακάλεσε τους θεούς της, που ήταν είδωλα, πέτρες, να της κάμουν τη χάρη να γίνει κι αυτή είδωλο, βράχος, πέτρα... και το ζήτημά της έγινε και την έκαμαν βράχο ξέρα... με το σχήμα το ανθρωπινό, που τρίβηκε και φθάρηκε απ' τα κύματα ύστερα από χιλιάδες χρόνια και το ανθρωπινό σχήμα φαίνεται ακόμα και να ο βράχος εκεί, η πέτρα που θαλασσοδέρνεται και χτυπά και βογγά απάνω της το κύμα... κι η φωνή της, το βογγητό της γίνεται ένα με το βογγητό της θάλασσας...
Να η ξέρα εκεί. Αυτή είναι η Φλανδρώ.
Ύστερα, με χρόνια πολλά, σαν ήρθε ο Χριστός ν' αγιάσει τα νερά, για να βαφτιστεί η πλάση, μια χριστιανή αρχόντισσα, η Χατζηγιάνναινα, που είχαν σκαρώσει τα παιδιά της δυο καράβια, έταξε στην Παναγία κι έχτισε αυτό το παρακκλήσι, για το καλό κατευόδιο των παιδιών της... Ας δώσ' η Παναγιά και σήμερα να 'ναι καλό κατευόδιο στους άνδρες σας, στ' αδέλφια σας και στους γονιούς σας».
- Φχαριστούμε, ομοίως και στα παιδάκια σου, θεια-Φλωρού!
* * *
Ο ήλιος χαμήλωνε κατά το βουνό, τα πρώτα πλοία είχαν γίνει άφαντα πριν από ώρα και η τελευταία γολέτα, σιγά σιγά, χώνευε στο μεγάλο πέλαγος.
Τα συγγενολόγια και τα φουσάτα των γυναικών, με τα καλαθάκια και τα μαχαιράκια τους, διεσπάρησαν ανά τους λόφους κι έβγαζαν καυκαλήθρες και μυρόνια κι έκοφταν φτέρες κι αγριομάραθα.
Σιγά-σιγά κατέβηκε ο ήλιος στο βουνό και αυτές κατέβηκαν στην πολίχνη.
Η νυκτερινή αύρα σύριζε στα δένδρα και οι λογισμοί των γυναικών πετούσαν μαζί της κι έστελναν πολλές ευχές στα κατάρτια, στα πανιά και στα ξάρτια των καραβιών.
Και βαθιά, στη σιωπή της νύκτας, τίποτε άλλο δεν ακούσθηκε παρά μόνο το λάλημα του νυκτερινού πουλιού και το τραγούδι μιας τελευταίας συντροφιάς ναυτικών, που έμελλε να αναχωρήσουν αύριο.
"Σύρε, πουλί μου στο καλό και στην καλή την ώρα."
 
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.

TO ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΩΝ ΔΙΡΦΕΩΝ 2