Παρασκευή 20 Αυγούστου 2021

Η κάλτσα της Νώενας

 ➖
Το διήγημα δημοσιεύτηκε το 1907

Τη μετατροπή του κειμένου στην
καθομιλουμένη δημοτική
έκανε ο
Ιωάννης Δ. Γιαννούκος
⭐⭐⭐

― Και τα κουνούπια, πως να βρήκαν τρόπο και σώθηκαν
στην Κιβωτό; Κι η μύγα; και τα μυγαράκια; κι οι μουσίτσες;
― Και τα μικρόβια;
Οι δύο κυρίες είχαν το λόγο. Η πρώτη, ευτραφής, μεγαλόσωμη και καλοκαμωμένη, όσο φαινόταν κάτω από τις ακτίνες της σελήνης, μέσω του δένδρου και υπό το φως ενός φανού πάνω σε ένα χαμηλό στύλο, έξω από το εξοχικό καφενείο, ήταν σύζυγος του παρακαθήμενού της, ενός υπερμεσήλικου κυρίου με τη γενειάδα, ο οποίος ήταν επαρχιώτης πολιτευόμενος.
Η άλλη, νεαρή ακόμη, άγαμη, ήταν εν ενεργεία δασκάλα.
Ένας γνώριμός τους, νεαρός κύριος, συμπλήρωνε την τετράδα.
Είχαν πιει τον καφέ τους, την καλοκαιρινή εκείνη νύκτα και ξεκουράζονταν.
― Κι ο ψύλλος τάχα, που να τρύπωσε και κατόρθωσε να γλυτώσει; είπε η δασκάλα.
― Δεν αμφιβάλλω, ότι στην κάλτσα της Νώενας θα χώθηκε, απήντησε η μεγαλόσωμη.
Όλοι κάγχασαν.
― Μα, η ψείρα;
―Ω, η ψείρα; Χωρὶς άλλο θα κόλλησε στη γενειάδα του Νώε.
Ο γηραιός κύριος ακούσια έπιασε τη γενειάδα του.
* * *
Σε μια παρέα αντικρινή, κάθονταν τρεις λιμοκοντόροι.
Οι δύο μόνο φορούσαν στενά.
Ο τρίτος, αμούστακος ακόμη, φορούσε κομψὰ ρασάκια και είχε την κοτσίδα του πίσω δεμένη στη μέση με κορδέλα.
Ίσως ήταν Ριζαρείτης.
Κατὰ σύμπτωση κι εκεί η ομιλία ήταν σχετική μὲ την Παλαιὰ Διαθήκη.
Οι τρεις νέοι, μιλούσαν έντονα και φαίνονταν ότι είχαν δειπνήσει εν αφθονία.
― Και τίνος τα πουλάς αυτά, βρε;… Πώς μίλησε η γαϊδάρα του Βαρλαάμ; (sic) Τίνος τα πουλάς αυτά, βρε;
Το βρε ο Ριζαρείτης το απηύθυνε βεβαίως στον αόρατο και απρόσωπο, τον διευθυντή συντάκτη της Ιεράς Γραφής, προς τον οποίον απεύθυνε ρητορικά το λόγο. 
Ίσως στον προφήτη Μωυσή.
― Τίνος τα πουλάς αυτά; επανέλαβε και τρίτη φορά.
Ο νεαρός κύριος της γειτονικής παρέας, αν και γέλασε με τις ελαφρές ευφυολογίες των δύο γυναικών, φαίνεται ότι δεν ευχαριστήθηκε από τη βαναυσότητα του μικρού ρασοφόρου και αποτεινόμενος προς την ομάδα του, αρκετά μεγαλοφώνως ώστε να ακούεται και απὸ τους γείτονες, είπε:
― Τίνος τα πουλά;… Μα αυτά τα πράγματα, είναι είκοσι αιώνες τώρα, εξακολουθούν να πουλιούνται σε εκατομμύρια ανθρώπων και μάλιστα οι Βιβλικές Εταιρείες τα πουλούν μεταφρασμένα σε τριακόσιες τόσες γλώσσες… Κι έπειτα, εκείνος που τα πουλά, ως θαύμα ζητά να τα πουλήσει και όχι σαν κάτι κοινό και συνηθισμένο.
Ούτε βιάζει κανένα να το πιστέψει.
― Και δεν είναι και πολὺ παράξενο, αν μίλησε μία φορά η γαϊδάρα, είπε άκακα ο γηραιός κύριος. 
Πόσοι γάιδαροι και γαϊδάρες, πόσες μιλούν!
―Ας τ᾿ αφήσουμε αυτό, είπε ο νέος. 
Μα κοιτάξτε πόσο καλά ο νεαρός αυτός ρασοφόρος μαθαίνει τα «ιερά γράμματα», αφού τον Βαλαάμ, τον μάντη, που έζησε χίλια χρόνια προ Χριστού, τον κάνει Βαρλαάμ, τον αιρετικό της 13ης μετά Χριστόν εκατονταετηρίδας…
Και το κάτω-κάτω, κύριε, απάντησε, κατά κάποιον τρόπο  αποστρέφοντας το λόγο προς τον Ριζαρείτη, αφού δεν σου αρέσει κύριε, η Θρησκεία και το ιερατικὸν στάδιον, γιατί φορείς ράσα και γιατί οι φιλόστοργοι γονείς σου σε στέλνουν να φοιτάς στην Ριζάρειον;
Έως πότε θα είμεθα αχαρακτήριστοι Γραικύλοι;
 
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.

TO ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΩΝ ΔΙΡΦΕΩΝ 2