Παρασκευή 3 Δεκεμβρίου 2021

Τα συχαρίκια


Το διήγημα δημοσιεύτηκε το 1894
➖➖➖
Τη μετατροπή του κειμένου στην
καθομιλουμένη δημοτική
έκανε ο
Ιωάννης Δ. Γιαννούκος
⭐⭐⭐

Τρεις χαρές είχε την ημέρα εκείνη η κυρά-Γαλάτσαινα, χήρα του μακαρίτη του πλοιάρχου Κασσανδριανού, που είχε πεθάνει προ λίγων ετών πτωχός, μετά από πολλές επιχειρήσεις.
Η πρώτη ήταν, ότι είχε αρραβωνιάσει πριν λίγες ημέρες την κόρη της, τη Μυρσούδα, με έναν καλό γαμπρό, το Βασίλη το Μπόνο.
Η δεύτερη ήταν ότι, σήμερα πρωτοχρονιά, γιόρταζε την εορτή του ονόματός του ο ίδιος ο γαμπρός της.
Η τρίτη ήταν, ότι επρόκειτο να τελεσθούν το βράδυ της ίδιας μέρας τα «μπατίκια» του γαμπρού στο σπίτι της.
Η ιδέα της κυρά-Γαλάτσαινιας ήταν, να είχαν τελεσθεί τα «μπατίκια» τη νύκτα του παλαιού χρόνου, προς την ανατολή του νέου, όπως θα ήταν πρέπον. Αλλά τα συμπεθερικά επέμειναν ν’ αναβληθούν τα μπατίκια για τη νύκτα της εορτής προς την 2 Ιανουαρίου.
Οι λογαριασμοί βλέπετε, των συγγενών του γαμπρού, δεν συμφωνούν σε όλα τα μέρη πάντοτε με τους λογαριασμούς της μητέρας της νύφης.
Ο λογαριασμός της κυρά-Γαλάτσαινας έλεγε ότι, αν τελούνταν τα μπατίκια το βράδυ της παραμονής, μετά ο γαμβρός θα ήταν, κατά το έθιμο, ελεύθερος να επισκέπτεται δύο και τρεις φορές την ημέρα την αρραβωνιαστικιά του στο σπίτι της (μπορούσε, μάλιστα, αν ήταν αδιάκριτος και να το στρώσει «κότα πίττα» στο σπίτι της νύφης), η μητέρα της νύφης θα γλύτωνε από κάμποσα γλυκύσματα και δώρα, τα οποία ήταν υποχρεωμένη να κουβαλήσει στα σπίτια των συμπεθερικών.
Καταρχήν, αυτή η γιορτή του ονόματος του γαμπρού, θα γινόταν στο σπίτι της νύφης. Δεν θα ήταν τότε η κυρά-Γαλάτσαινα υποχρεωμένη, να κουβαλήσει ολόκληρο μεγάλο ταψί με μπακλαβά στο σπίτι της συμπεθέρας της, άλλα μεγάλα ταψιά από ζαχαροχαμαλιά και άλλα γλυκίσματα, στα σπίτια των αδελφών και των θείων του γαμπρού και συγχρόνως να κερνά αυτή όλη τη μέρα στο σπίτι της, για τη γιορτή του ονόματος και πάλι το βράδυ να έχει άλλα μεγάλα βάσανα, ταλαιπωρίες και τρεχάματα, στο σπίτι της, όπου θα τελούνταν τα μπατίκια.
***
Αλλά ο λογαριασμός των συμπεθερικών έλεγε, ότι δεν ήταν πρέπον να φύγει από τη μητέρα του ο γαμπρός, να γιορτάσει τη μέρα της γιορτής του, πριν στεφανωθεί ακόμα, στο σπίτι της νύφης.
Του χρόνου, όταν θα στεφανωνόταν, ας γιορτάσει στο σπίτι της νύφης, το οποίο θα έπαιρνε αυτή προίκα, με γεια της και με χαρά της.
Αλλά φέτος για τελευταία φορά, ας μείνει ακόμα κοντά στη μητέρα του.
Θα ήταν σκάνδαλο να έφευγε.
Τα χαμαλιά «τα κρυφά», τα είχαν φάει ήδη οι συμπέθεροι όλοι, όσο τους επέτρεψε να φάνε ο ίδιος ο γαμπρός.
Γιατί αυτός ο γαμπρός, ο Βασίλης ο Μπόνος, άμα είδε το ωραίο γανωμένο και γυαλιστερό ταψί, γεμάτο από ευώδη και προκλητικά λευκά και ροδοκοκκινισμένα χαμαλιά, έβγαλε από τη ζώνη το λάζο του, μακριό μαχαίρι το οποίο έφερε πάντοτε στη μέση και καρφώνοντας με τη μία τέσσερα ή πέντε χαμαλιά, άρχισε να τα καταβροχθίζει, κόβοντας αυτά με τα μπροστινά δόντια του, αλωνίζοντας με τη γλώσσα και στέλνοντάς τα αμέσως στον ουρανίσκο, χωρίς να τα μασά με τους τραπεζίτες του.
Οι αδελφές του και οι γαμπροί του τον επέπληξαν γι’ αυτό, αλλά αυτός δεν καταλάβαινε τις παρατηρήσεις τους.
Αυτός δεν ήταν ο γαμπρός; Δική του δεν ήταν η νύφη; Δικά του και τα προικιά.
Δικά του και τα χαμαλιά και όλοι οι μπακλαβάδες και όλα.
Τα χαμαλιά μάλιστα τέτοια συμβολική έννοια είχαν. Γιατί τα έλεγαν χαμαλιά; Σήμαιναν τα άλλα χαϊμαλιά, τα περίαπτα. Ήταν φυλαχτικά, τα οποία του έστελνε η πεθερά του, για να μην τον δει κακό μάτι, μην τύχη και τον αβασκάνει κανείς.
Αλλά τα κρυφά χαμαλιά δεν θα αρκούσαν ακόμα και αν επέτρεπε ο γαμπρός, να τα φάνε όλα οι συγγενείς. 
Τώρα, με τα μπατίκια, ήταν καιρός για τα άλλα δώρα, τα επίσημα. Και τα συμπεθερικά δεν θα συμφωνούσαν ποτέ, εάν η συμπεθέρα ήθελε να τους το «πάει καπότο», να γίνονταν τα μπατίκια το βράδυ, για να δικαιολογηθεί ότι δεν θα κουβαλούσε νέα πράγματα στα πέντε ή έξι σπίτια των στενότερων συγγενών του γαμπρού της, του Βασίλη.
Άλλωστε, τα φανερά, τα επίσημα, πήγαιναν μαζί με τα μπατίκια, τα οποία ήταν, αυτά τούτα, φανέρωση και επισημοποίηση του αρραβώνα και τα κρυφά τίποτ΄ άλλο δεν ήταν, παρά αναγκαίο εφόδιο και συμπλήρωμα της τελετής του αρραβώνα, της νύκτας εκείνης, κατά την οποία είχε κατορθωθεί τέλος, μετά πολλά βάσανα, «να δέσουν παντρειές».
***
Ω! αυτές οι παντρειές! Πόσα φαρμάκια την είχαν ποτίσει την κυρά-Γαλάτσαινα και πως της είχαν «ψήσει το ψάρι στα χείλη».
Ύστερα από την πρώτη προξενιά, μετά πολλά λόγια και «μαναφούκια» και σκάνδαλα, ύστερα από πολλά ψι-ψι και πολλές αβανιές και κατηγόριες, αφού ραδιούργες γυναίκες έβαζαν στα λόγια το γαμπρό και τις συμπεθέρες και έψαλλαν πολλά ανάποδα εγκώμια εναντίον της πεθεράς και της νύφης, κατορθώθηκε τέλος να ορισθεί το βράδυ του Σαββάτου, της δεύτερης μέρας των Χριστουγέννων, για να «δέσουν παντρειές».
Η κυρά-Γαλάτσαινα φύλαγε άκρα μυστικότητα, αλλά όλη η γειτονιά το ήξερε, σχεδόν σίγουρα. 
Στους μαχαλάδες, καταλάβατε, στους μικρούς τόπους, η μία γειτόνισσα είναι κατάσκοπος της άλλης γειτόνισσας.
Οι τοίχοι ακούν, τα παράθυρα βλέπουν, οι πόρτες μυρίζονται, οι «πετεινοί» των καπνοδόχων σείουν τα λοφία με τέτοιον τρόπο, σαν να συγκατανεύουν τάχα ότι κατάλαβαν.
***
Το βράδυ του Σαββάτου, άναψε η κυρά-Γαλάτσαινα το μεγάλο οκτάγωνο φανάρι, φανάρι καραβίσιο, το οποίο βρισκόταν από τον καιρό που είχε καράβι ο μακαρίτης ο άνδρας της.
Είχαν μαζευτεί στο σπίτι της, ο αδελφός της ο γέρο-Λάζος και η κυρά-Λάζαινα η νύφη της και η Μπόζαινα η αδελφή της και ο Μπόζας ο γαμπρός της.
Οι τέσσερις και αυτή, όλοι πέντε, έκαμαν τρεις σταυρούς και ξεκίνησαν στο σκοτάδι της νύχτας.
Εάν δεν ήταν πέντε, θα ήταν τρεις ή επτά ή εννέα. 
Μονός αριθμός πρέπει να είναι οι συγγενείς της νύφης, όσοι θα πάνε να ανταλλάξουν αρραβώνα στο σπίτι του γαμπρού, όχι ποτέ ζυγός αριθμός.
Αγνοώ το λόγο και πολλοί τον αγνοούν, κατά το στίχο του αείμνηστου Παπαρρηγόπουλου.
Έκανε ψύχος και ήταν ελαφρά χιονιά.
Προπορευόταν ο Μπόζας κρατώντας το φανάρι, δεύτερη ερχόταν η κυρά-Γαλάτσαινα, φέροντας το δίσκο με τα γλυκά, πέντε κούπες το όλον, από κυδώνι και μύγδαλο και μαστίχα. Τρίτος ερχόταν ο γέρο-Λάζος, κατόπιν η Λαζίτσα η σύζυγός του και τελευταία η Μπόζαινα.
Ήταν δέκα η ώρα και υπήρχε ελπίδα ότι θα είχαν αποκοιμηθεί όλοι οι γείτονες. Αλλά μόλις κατέβηκαν στο σοκάκι και αμέσως
ακούσθηκε ελαφρός τριγμός παραθύρου μισανοιγμένου.
Η γειτόνισσα, η Μαριώ η Μπαλωματού, υποψιαζόταν όλη τη μέρα, ότι επρόκειτο το βράδυ εκείνο να γίνει ο αρραβώνας της Μυρσούδας της κυρά-Γαλάτσαινας. 
Οι υποψίες της ενισχύθηκαν πολύ όταν, αφού νύχτωσε, άκουσε και αντιλήφθηκε το γέρο-Λάζο με την συμβία του και το Μπόζα με τη φαμίλια του, να ανεβαίνουν στο σπίτι της χήρας του Κασσανδριανού.
Θέλοντας να βεβαιωθεί, δεν πλάγιασε, μόνο έμεινε ως τις δέκα παραμονεύοντας, ώσπου είδε τα πέντε άτομα με το φανάρι να βγαίνουν τη νύκτα απ’ το σπίτι. Τότε δεν της έμεινε πλέον αμφιβολία και την άλλη μέρα, ενώ ο γαμπρός θα τραγάνιζε, καρφώνοντας με τη μακριά μαχαίρα του τα κρυφά τα χαμαλιά, αυτή θα διηγούταν το γεγονός σε όλη τη γειτονιά.
***
Το σπίτι της Μπόναινας ήταν αρκετά μακριά, σχετικά με τις διαστάσεις του χωριού και κατά το μέτρο με το οποίο μετρούσαν τις αποστάσεις οι νησιώτες, απείχε δηλαδή περί τα διακόσια βήματα.
Αφού πέρασαν πολλά σπίτια σκοτεινά και ήσυχα, κατά τα φαινόμενα, αλλά των οποίων τα παράθυρα έτριξαν μόλις πλησίασαν, όπως είχε τρίξει και το παράθυρο της Μαριώς της Μπαλωματούς, οι πέντε αντιπρόσωποι της μνηστής, έφθασαν σε ένα στενό και δύσοσμο σοκάκι και άμα εισήλθαν εκεί, είδαν μεγάλο λύχνο να φέγγει από μέσα, από το γυαλί ενός παραθύρου που είχε ανοικτά τα παραθυρόφυλλα.
Εκεί ήταν το σπίτι του γαμπρού και τους περίμεναν.
Ανέβηκαν στο σπίτι της Μπόναινας, όπου αμέσως άνοιξε η πόρτα και μπήκαν, πρώτος ο Μπόζας, κρατώντας το φανάρι, για να είναι καλορίζικο το ανδρόγυνο, να κάνει όλο γιους, δεύτερη η Λαζίτσα, η νύφη της Γαλάτσαινας, η οποία είχε πάρει τα γλυκά στα χέρια της τώρα, για να έχει όλο γλύκες και χαρές το ανδρόγυνο.
Αυτή, η Λαζίτσα, πολύ νεότερη από τον άνδρα της, συνέβαινε να έχει και τους δύο γονείς της ζωντανούς και γι’ αυτό προτιμήθηκε να κρατήσει τα γλυκά, για να έχει πολλή ζωή το ανδρόγυνο.
Τρίτος μπήκε ο γέρο-Λάζος, για να γεράσει το ανδρόγυνο. Τέταρτη μπήκε η Μπόζαινα «ανδρογυναίκα», για να δείξει την αρμονία των δύο φύλων. 
Πέμπτη και τελευταία μπήκε η πεθερά, για να δείξει την υπακοή και την υποταγή της νύφης στο γαμπρό.
Η κυρά-Μπόναινα, δεν είχε παραλείψει να βάλει «ένα τσεκούρι ανάποδα», αλλά σε μέρος κρυφό, όπου να μη φαίνεται, κάτω από τον καναπέ.
Τούτο σήμαινε ότι, αν υπήρχε και καμμιά βασκανία, δεν έπρεπε να τολμήσει να βγει στο φανερό και να ενεργήσει.
Μετά το «καλώς ήρθατε» και το «καλώς σας ηύραμε», η κυρά-Λάζαινα τοποθέτησε το δίσκο με τα γλυκά πάνω στο έτοιμο τραπέζι και όλοι κάθισαν με το «καλώς ανταμωθήκαμε».
***
Μετά λίγα λεπτά της ώρας, όλοι σηκώθηκαν όρθιοι και ο γαμπρός, ψηλός ξανθός νέος, φορώντας τα κυριακάτικα, αφού έκαμε τρεις σταυρούς μπροστά στο εικονοστάσι του σπιτιού, πλησιάζοντας την κυρά-Γαλάτσαινα, έβαλε μετάνοια και της φίλησε το χέρι, δίνοντάς της συγχρόνως μεγάλο μεταξωτό μαντήλι χρωματιστό, σε μία γωνία του οποίου ήταν κομποδεμένα γυναικείο δακτυλίδι και ένδεκα χρυσά φλωριά.
Συγχρόνως η Γαλάτσαινα, τον φίλησε στο μάγουλο και του φόρεσε στο αριστερό δάκτυλο δακτυλίδι, το οποίο είχε φέρει μαζί της.
Ακολούθως, ο Βασίλης ο Μπόνος, πλησίασε ένα έκαστο των άλλων τεσσάρων συγγενών της μνηστής και ασπαζόμενος τη δεξιά τους, τους φίλεψε από ένα φλουρί τρύπιο, δεμένο με κόκκινη ταινία ή ανά μία λίρα γαλλική ή τουρκική. 
Τον καιρό εκείνο υπήρχαν ακόμη στα χέρια του πτωχού λαού φλωριά και λίρες.
Πήραν όλοι γλυκό και ήπιαν μαστίχα ή ροσόλι, ευχόμενοι τα «καλορίζικα» και τα «τίμια στέφανα».
Έπειτα στρώθηκαν στο δείπνο και οι άνδρες έφαγαν καλά, ενώ οι γυναίκες έφαγαν λιγότερο.
Και ύστερα τέθηκαν σε ενέργεια δύο μεγάλες φιάλες οίνου.
Και ο μπάρμπα-Λάζος και ο Μπόζας έπιναν γερά και πλήθυναν τις ευχές και τα συγχαρητήρια και τραγουδούσαν:
«Σ’ αυτό το σπίτι που ’ρθαμε πέτρα να μη ραΐσει
κι ο νοικοκύρης του σπιτιού χίλια χρόνια να ζήσει».
Σε τούτο, εκ μέρους του γαμπρού, απάντησαν με άλλο:
«Χίλια καλώς ορίσατε, φίλοι μ’ αγαπημένοι,
κι από καιρόν χαρούμενοι και καλοκαρδισμένοι».
Μεγάλη ήταν η ευθυμία και υπήρχε και από τις δύο πλευρές καλή διάθεση, μόνο ένα κακό σημείο φάνηκε, το οποίο έκανε όλους να μελαγχολήσουν.
Ο γέρο-Λάζος, όταν έπινε, συνήθιζε να μιλάει με πολλές χειρονομίες.
Ένεκα του ελαττώματος τούτου, ανέτρεψε απρόσεκτα το μεγάλο λυχνάρι, που ήταν στο τραπέζι του δείπνου. 
Ο λύχνος έσβησε και η συντροφιά θα έμενε στα σκοτεινά, αν δεν υπήρχε το καντήλι που έκαιγε μπροστά στις  άγιες εικόνες, καθώς και δύο κεριά αναμμένα κοντά στο τζάκι.
Για να μετριάσει την κακή εντύπωση, ο γέρο-Λάζος υποσχέθηκε να βαπτίσει αυτός το πρώτο παιδί, το οποίο θα γεννιόταν απ’ το συνοικέσιο και να είναι και γιος.
Αφού είχε χύσει το λάδι, είπε, αυτός το έβλεπε καλό σημάδι, γιατί λάδι θα έχυνε και στη βάπτιση του παιδιού.
Την ίδια στιγμή χτύπησε η πόρτα του σπιτιού.
***
Ο μικρός γιος της Γαλάτσαινας, παιδί εννέα ετών, ο Χρήστος, είχε γελαστεί με χίλια ψέματα το βράδυ από τη μητέρα του, ότι ο αρραβώνας θα ανεβάλλετο για το άλλο Σάββατο.
Είχε αποκοιμηθεί, αφού έφαγε πολλά γλυκά και του υποσχέθηκαν, ότι θα φάει περισσότερα την επόμενη.
Είχε την απαίτηση να είναι και αυτός ένας από τους άνδρες, που θα πήγαιναν να «δέσουν τις παντρειές» στου γαμπρού το σπίτι.
Η μητέρα του, του το υποσχέθηκε κατ’ αρχάς, ελπίζοντας ότι θα ήταν επτά τουλάχιστον οι συγγενείς, όσοι θα πήγαιναν για την υπόθεση. Αλλά αφού οι συγγενείς του γαμπρού, οι οποίοι κανόνιζαν τα τοιαύτα, παράγγειλαν ότι ο αριθμός ορίσθηκε σε πέντε, η Γαλάτσαινα, μη μπορώντας ν’ αφήσει απ’ έξω άλλους ηλικιωμένους συγγενείς, βρέθηκε στην ανάγκη να αποκλείσει τον ανήλικο γιο της.
Ο μικρός αποκοιμήθηκε, αναμασώντας τα τόσα γλυκά και τις υποσχέσεις, νωρίς, πριν έλθουν ακόμη στο σπίτι τα δύο συγγενικά ανδρόγυνα.
Αλλά περί τα μεσάνυκτα, αφού χόρτασε τον ύπνο, ξύπνησε και βλέπει την αδελφή του, μισοξαπλωμένη κοντά στο τζάκι, βλέποντας και ρεμβάζοντας τη μισοσβησμένη φωτιά να σκέπτεται τα του γάμου.
Η Μυρσούδα δεν είχε ύπνο και οι λογισμοί της και τα ξυπνητά όνειρά της, τα οποία πλησίαζαν να γίνουν πραγματικότητα, πετούσαν προς το σπίτι εκείνο του αρραβωνιαστικού της, όπου βρίσκονταν τώρα η μητέρα της και οι θείοι και οι θείες της.
Γιατί είναι κάτι τι παράξενο, βλέπεις, να πανδρευτεί άνθρωπος.
Πρέπει να καμαρώνεις και να δαγκώνεις τα χείλη σου, να μη γελάς.
Από το σπίτι έξω δεν βγαίνεις, αλλά μόλις θα προβάλεις στο παράθυρο για να ποτίσεις τη γλάστρα με τα λουλούδια, μόλις θα φανείς στον εξώστη για να γεμίσεις το κανάτι νερό από τη στάμνα, αμέσως ο κόσμος, δηλαδή οι γειτόνισσες, σου φωνάζουν:
«Με τς γειές, Μυρσούδα!» Τότε τι να πεις ; Να κάμεις τον κουφό;
Θα σου το φωνάξουν δυνατότερα. Να πεις «φχαριστώ;»
Θ’ ανοίξεις το στόμα σου και σαν το ανοίξεις θα γελάσεις χωρίς να θέλεις. 
Όσο και να καμαρώνεις, θα χαμογελάσεις, δε μπορείς.
Είναι κάτι τι παράξενο, βλέπεις, να πανδρευτεί άνθρωπος.
***
Είδε λοιπόν ο μικρός τη Μυρσούδα να ρεμβάζει και τη θέση της μητέρας του τη βλέπει κενή. Τινάζει τότε το πάπλωμα, πετιέται απάνω και βάζει τις φωνές. Πού είναι η μάννα; Πήγαν να δέσουν τις παντρειές κι αυτόν τον γέλασαν μες στα μάτια.
Η αδελφή του δεν ξέρει πως να πει ψέματα.
«Γουρούνα, βρωμούσα!» Την πιάνει από τα μαλλιά.
Της τα τραβά δυνατά. Τη θανατώνει από τον πόνο. 
Κλαίει εκείνη και δοκιμάζει να κρατήσει τα χέρια του.
Επιτέλους επικαλείται ένα ψέμα για να γλυτώσει.
Η μητέρα πήγε στην εκκλησία. Θα γίνει πάλι σήμερα, την Κυριακή νύκτα βαθιά η λειτουργία, όπως προχθές τα Χριστούγεννα.
Είναι τώρα τρεις απ’ τα μεσάνυκτα. Δεν τον ξύπνησε για να μην τον κρυώσει. Αλλά τώρα-τώρα θα φέξει και θα πάει κι αυτός στην εκκλησία.
Ο μικρός κόντευε να το πιστέψει. Αλλά κατά σύμπτωση, βλέπει εκεί, κάτω απ’ τα εικονίσματα σε ένα μικρό τραπέζι, την προσφορά που είχε η μητέρα του από προχθές φυλαγμένη, για να την προσφέρει σήμερα στην εκκλησία. Η προσφορά ήταν εκεί τυλιγμένη με λευκή πετσέτα. Αν η μητέρα πήγαινε στην εκκλησία, θα έπαιρνε την προσφορά μαζί της.
— Την εξέχασ’ η μητέρα την προσφορά, δοκίμασε να ισχυρισθεί η Μυρσούδα.
— Ψέματα λες. Γουρούνα, γουρούνα!
Κι έκαμε πάλι να την αρπάξει από τα μαλλιά.
Η Μυρσούδα, έδεσε σφιχτά το λευκό τουλουπάνι της και το κατέβασε ως τα φρύδια, για να προφυλάξει τα ωραία καστανά μαλλιά της.
—Η προσφορά, επανέλαβε η Μυρσούδα, συγκεντρώνοντας όλη τη γυναικεία λογική στο νου της, η προσφορά έγινε για την ημέρα που θα δέσουν τις παντρειές.
Αφού απομείναμε αυτό το Σάββατο, τώρα την προσφορά θα τη φάμε ΄μείς και η μητέρα θα ζυμώσει άλλη, το άλλο Σάββατο, για να την πάει στην εκκλησία, για την ημέρα που θα δέσουν τις παντρειές.
— Ψέματα, δε με γελάς! γουρούνα!
Τελικά άρχισε να το πιστεύει. 
Αλλά τότε θυμήθηκε, ότι το βράδυ υπήρχε πάνω στο ίδιο τραπέζι μεγάλος δίσκος και ο δίσκος αυτός έλειπε τώρα από κει. Απ΄ αυτό οδηγούμενος, κοίταξε πάνω στο ράφι και είδε ότι έλειπαν από κει οι πέντε ή έξι κούπες του γλυκού, που υπήρχαν το βράδυ.
Τότε ο μικρός έβαλε άγρια κραυγή και άρπαξε τα δύο κλώνια ή τα άκρα του κεφαλόδεσμου της αδελφής του, προσπαθώντας να την ξεμαντηλώσει.
— Ψεύτρα! γουρούνα! πήγαν να δέσουν τις παντρειές.
Ο μικρός φόρεσε τα ρούχα του και ζήτησε να φύγει. 
Ήθελε να πάει κι αυτός στο σπίτι του γαμπρού. 
Πάνω στην παραφορά του, δεν φοβόταν πλέον ούτε τους καλικαντζάρους, ούτε τα φαντάσματα.
Η αδελφή του κλαίει, φοβάται να μείνει μοναχή της. Ο μικρός δεν την ακούει, ανοίγει την πόρτα και βγαίνει. 
Εκείνη τρέχει πίσω του.
Εκείνος γυρίζει.
— Άναψέ μου το φανάρι, τώρα ευθύς, γιατί. . .
Και την φοβέριζε με τη γροθιά του.
— Το φανάρι το πήρε η μητέρα. Κάτσε, παιδάκι μ’, πού θα πας;
Τώρα, όπου να είναι θα ’ρθούνε πίσω.
Του έλεγε πολλά, αλλά εκείνος επέμενε. 
Ίσως επιτέλους ο φόβος των καλικαντζάρων, θα τον έκανε να γυρίσει πίσω, αφού έκανε λίγα βήματα στο δρόμο, αλλά τη στιγμή εκείνη ακούσθηκε φωνή, κάτω από τον εξώστη.
— Τι έχετε, θα πω; έλεγε η φωνή.
— Θεια-Χρυσή, δεν ακούς; είπε η Μυρσούδα.
Θέλει να πάει στις παντρειές.
Η θεια-Χρυσή ήταν πτωχή και έρημη χήρα και κατοικούσε σε μικρό δωμάτιο, στο ισόγειο του σπιτιού. Ήξερε τα περί του αρραβώνα και αγαπούσε την κόρη και τη μητέρα της. Επίσης ήταν μακρινή συγγενής του γαμπρού.
— Για να σου πω παιδί μου Μυρσούδα, είπε, ήρθε κανένας απ’ το σπίτι του γαμπρού να σου πάρει τα σ’χαρίκια;
— Όχι.
— Πώς ξέχασαν οι μουρλοί! Για να σου πω, έχω εγώ ένα μικρό φαναράκι, τώρα το ανάφτω και να πάμε μαζί με το Χρήστο και νά ’ρθω πίσω να σ’ πάρω τα σ’χαρίκια.
Κλειδώσου μες στο σπίτι και μη φοβάσαι.
***
Κτύπησαν την πόρτα του σπιτιού της Μπόναινας. 
Ο Χρήστος έγινε δεκτός, γιατί αφού δέθηκαν οι αρραβώνες, ήταν πλέον αδιάφορο αν έρχονταν και άλλοι, μονοί ή ζυγοί.
Φίλησαν τη θεια-Χρυσή, η οποία τους συνεχάρη πρώτη και γυρνώντας μόνη μετά από λίγα λεπτά, πήρε τα συχαρίκια της Μυρσούδας, η οποία  την «ασήμωσεν», δίνοντάς της αργυρό νόμισμα.
Η ημέρα του Αγίου Βασιλείου γιορτάστηκε καλά στα σπίτια της μιας και της άλλης συμπεθέρας. Η Μυρσούδα δεν πρόφθανε να φτιάνει φουσκάκια (ή λοκμάδες) από το πρωί μέχρι το μεσημέρι.
Η κυρά-Γαλάτσαινα δεν πρόφθανε να φιλεύει όλον τον κόσμο φουσκάκια, χαμαλιά, στραγάλια, γλυκό και μεγάλες σταφίδες από ροζακί σταφύλι. 
Μερικοί από τους επισκέπτες έρχονταν δύο και τρεις φορές, λέγοντες ότι η πρώτη φορά ήταν για τον αρραβώνα, η δεύτερη για τη γιορτή του γαμπρού και η τρίτη για τα «μπατίκια».
Τα «μπατίκια» διεξήχθησαν λαμπρά. Έραναν το γαμπρό με κουφέτα και με ρύζι και παρατέθηκε μεγάλο συμπόσιο και ο γέρο-Λάζος, ο οποίος πρόσεχε πλέον τις χειρονομίας του, έκαμε τόσο κέφι, ώστε μεταξύ δύο τραγουδιών, εκάστοτε δεν έπαυε να φωνάζει:
— Ας φέξει!
 
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.

TO ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΩΝ ΔΙΡΦΕΩΝ 2