Σάββατο 8 Ιανουαρίου 2022

Ωχ! Βασανάκια

Το διήγημα δημοσιεύτηκε το 1894
➖➖➖
Τη μετατροπή του κειμένου στην
καθομιλουμένη δημοτική
έκανε ο
Ιωάννης Δ. Γιαννούκος
⭐⭐⭐

Το μισό του μεγάλου άκομψου κτιρίου ήταν πατωμένο, το άλλο μισό, χάνι απάτωτο, απαλάμιστο, υγρό και σκοτεινό.
Επάνω στο μισό πάτωμα, ο αγαθός ελληνοδιδάσκαλος δίδασκε τους σκληροτράχηλους μαθητές του, δεκατρείς ώρες την ημέρα.
Τέσσερις ώρες έκανε μάθημα στην πρώτη τάξη, τέσσερις στη δευτέρα και πέντε στην τρίτη.
Κάτω στη συσσωρευμένη σκόνη τριών δεκαετηρίδων, έβοσκαν χιλιάδες βλατούδες, ψαλίδες, αλογάκια και άλλα ζωύφια και χόρευαν μυριάδες ποντικοί.
Επάνω στο φατνωμένο μέρος του κτιρίου, προς  το μισό νοτιοανατολικό, πετούσαν μετοχές, απαρέμφατα, αντωνυμίες και κελαηδούσαν μονότονα εναλλασσόμενα πρόσωπα και αριθμοί και εγκλίσεις και η ράβδος κρατούσε συχνά το χρόνο στις πλάτες των μαθητών.
Δυτικά και αντίκρυ του σχολείου, ήταν το μικρό μετόχι της διαλυμένης μονής του Αγίου Νικολάου, οικίσκος, αποελούμενος από δύο χωριστούς θαλάμους, με τις πόρτες προς το δρόμο. Στον ένα κατοικούσε διαρκώς η μητέρα Συγκλητική, εβδομήντα περίπου ετών, ενάρετη καλόγρια.
Στον άλλον κατέλυε, όποτε κατέβαινε από το μοναστήρι για να εξομολογήσει τους μετανοούντες, ο αγαθός πατήρ Ισαάκιος, ο από όλους σεβάσμιος πνευματικός.
Δίπλα στο κατάλυμα του πνευματικού, υψώνονταν, με τα κλωνάρια γυμνά, δύο φυλλορροούσες συκαμινιές. Λίγο παρακάτω από τις συκαμινιές, προς βορρά, ήταν το σπίτι της Σοφιανίνας, στον εξώστη του οποίου φαινόταν κρεμασμένο ωραίο κλουβί και μέσα στο κλουβί, έκλωζε πάνω σε ένα οριζόντιο ξύλο, μεγάλος λαμπρόφτερος και ποικιλόφτερος παπαγάλος.
Δίπλα στο σπίτι της Σοφιανίνας, υψωνόταν μεγάλο σπίτι, με μεγάλη αυλή και πλατιά ψηλή ταράτσα, που αντίκριζε σχεδόν με τη μεγάλη θύρα του κτιρίου, που χρησίμευε ως σχολείο.
Και παραπέρα από το σπίτι αυτό, βρισκόταν το μικρό ισόγειο, απαίσιας φήμης, με ασβεστωμένα τα κλειστά παράθυρα σπιτάκι, όπου κατοικούσε η Βότσαινα η μάγισσα.
* * *
Ήταν η ώρα δέκα το πρωί. Ο διδάσκαλος, αφού τελείωσε το πρωινό μάθημα της πρώτης τάξης, είχε αποπέμψει τους βαρυκέφαλους μαθητές και είχε αρχίσει να παραδίδει στη δευτέρα.
Κάτω στα πρόθυρα του σχολείου, στο κατώφλι της θύρας και μέσα και έξω απ΄ αυτήν πάνω στο έδαφος, με τα βιβλία τους στη μασχάλη ή ανοικτά πάνω στα γόνατά τους, χωρίς να διαβάζουν, κάθονταν  οι μαθητές της τρίτης τάξης, περιμένοντες να έλθει η σειρά τους, περίπου στις ένδεκα, για να παρακολουθήσουν και αυτοί το πρωινό μάθημα.
Νοτιότερα, έξω από τον οικίσκο του πνευματικού, τέσσερις ή πέντε ευλαβείς γριές, κάθονταν πάνω σε κάποια στελέχη από χονδρά ξύλα, περιμένοντας να έλθει η σειρά τους, για να εισέλθουν πλησίον του πνευματικού. Ήταν δύο ή τρεις ημέρες πριν τα Χριστούγεννα και αφού είχαν νηστέψει σαν καλές χριστιανές, αισθάνονταν την ανάγκη της εξομολόγησης για να αξιωθούν της θείας κοινωνίας. Εντωμεταξύ δε, καθισμένες έξω από την πόρτα του πνευματικού, ανακοίνωναν μεταξύ τους αξιοπερίεργες ιστορίες και κατάκριναν, από χριστιανικό ζήλο, τη διαγωγή των γειτονισσών και των γνωρίμων τους.
Από καιρό σε καιρό, ακουόταν οξεία και διαπεραστική, η φωνή του διδασκάλου, σηκωμένη πάνω από τον συνήθη τόνο, επιπλήττοντας και κραυγάζοντας σε έξαψη. Και κατόπιν διακρινόταν σαν ψιθυρισμός η ασθενέστερη φωνή κάποιου μαθητή που απαντούσε στις ερωτήσεις του διδασκάλου. 
Και συγχρόνως, στον αντικρινό εξώστη, ο παπαγάλος, ηλεκτριζόμενος, έκραζε:
— Παπαγάου!  θέλεις καφέ;
Κι οι μαθητές, που κάθονταν στα πρόθυρα του σχολείου, κάγχαζαν και έκλειναν τα βιβλία τους κι έτρεχαν και φώναζαν κι ενθουσιάζονταν.
* * *
Ο ένας από τους μαθητές της Γ' τάξεως, ψηλός, αδύνατος, με ζωηρό βλέμμα, που φαινόταν να είναι τουλάχιστον δεκαέξι ετών, δεν αποσπούσε το βλέμμα του από την ταράτσα εκείνη, την ψηλή.
Έως τότε ψυχή δεν φαινόταν επάνω στην ταράτσα, αλλά μετά από λίγο, ωραίο κορίτσι, δεκατεσσάρων ετών, με τα ξανθά μαλλιά ξέπλεκα, φάνηκε στην ταράτσα. Κατόπιν άλλο της ίδιας ηλικίας επίσης, με ξανθά μαλλιά και ένα άλλο με μαύρα μαλλιά.
Ο μαθητής τότε εκείνος, που έπασχε φαίνεται, από πρώιμο έρωτα, ακούσθηκε να ψιθυρίζει:
—Αχ! βασανάκια, βασανάκια!
Ο διπλανός συμμαθητής του, ο οποίος φαίνεται γνώριζε την αδυναμία του, σκύβοντας στο αυτί, του ψιθύρισε το εξής δίστιχο, το οποίο ίσως αυτός ή άλλος κανείς μεγαλύτερης ηλικίας είχε συνθέσει:
«Γίνε, Μαριώ μου, βόιβοδας, και συ, Λενιώ μου, μπέης,
και συ, μικρό Κατερινιώ, κριτής για να με κρένεις»
Τα τρία κορίτσια γύριζαν, γύριζαν, έφερναν βόλτες πάνω στην ταράτσα, περπατούσαν, στέκονταν, κοίταζαν στον ουρανό, συνομιλούσαν, έριχναν ματιές προς το μέρος της πόρτας του σχολείου, όπου ήταν οι μαθητές και δεν είχαν ησυχία.
Οι μαθητές ξέχασαν και το σχολείο και τα βιβλία και το διδάσκαλο και αυτόν τον παπαγάλο και σηκώθηκαν και κινούνταν και ενθουσιάζονταν σε τρόπο επίφοβο.
Τα τρία βασανάκια, όπως τα ονόμαζε ο πτωχός εκείνος μαθητής, δεν έμειναν επί πολλή ώρα μόνα τους επάνω στην ταράτσα.
Και άλλα κατόπιν τους βάσανα και άλλα βασανάκια, φάνηκαν πλησίον τους. Φαίνεται ότι η ταράτσα εκείνη χρησίμευε ως συνεντευκτήριο όλων των κοριτσιών της γειτονιάς.
Το καλοκαίρι, όταν έπεφτε ο ήλιος ή το χειμώνα, όταν ήταν αιθρία ηλιοφεγγής ημέρα, όπως η ημέρα εκείνη του Δεκεμβρίου, τα κορίτσια ανέβαιναν εκεί, κατεβάζοντας τα λευκά τουλουπάνια τους ως τους οφθαλμούς τους, στρέφοντα τα νώτα προς τον ήλιο, για να μη μαυρίσουν.
Και ακουόταν εκεί επάνω χαρωπό λάλημα και εύθυμος μινυρισμός παρθένων και κελαδήματα ανθρωπίνων χελιδόνων μόλις έναρθρα, αλλά όχι λιγότερο κενά έννοιας από τα κελαδήματα των πτερωτών χελιδονιών της Άνοιξης.
Ήταν ήδη έξι ή επτά κορίτσια, από δέκα έως δεκαπέντε ετών ηλικίας, επάνω στην ταράτσα. Αλλά όταν ακούσθηκε ο βαρύς γδούπος των βημάτων των μαθητών της Β' τάξεως, που κατέβαιναν τη σκάλα, σαν να τους καταδίωκαν τα αόρατα φαντάσματα των «εις -μι» ρημάτων και των συνδέσμων και των μετοχών και οι ζώσες εικόνες των μαυροπινάκων και οι  δώδεκα ή δεκαπέντε εκείνοι νέοι βγήκαν με θόρυβο από την πόρτα του σχολείου, κραυγάζοντας συγχρόνως «παπαγάλο! θέλεις καφέ;» προς το απτόητο εκτοπισμένο πτηνό το οποίο τους έβλεπε με μακάρια απάθεια, κωφεύοντας στις παροτρύνσεις τους, τότε τα εύθυμα κορίτσια εκείνα έγιναν
διά μιας άφαντα από την ταράτσα.
Τούτο το έκαμαν, κάπως σαν να σπλαχνίστηκαν τους πτωχούς μαθητές της Γ’ τάξεως, οι οποίοι, με πόνο και σπαραγμό καρδιάς θα ανέβαιναν στην παράδοση, τώρα που ήλθε η σειρά τους, ενόσω τα βασανάκια εκείνα βρίσκονταν στην ταράτσα. 
Οι μαθητές ανέβηκαν τότε με διπλή λύπη, για τη θετική αυτή και την αρνητική δυστυχία.
* * *
Μόλις ανέβηκαν οι μαθητές στον τόπο της παράδοσης και τα κορίτσια φάνηκαν πάλι αμέσως στην ταράτσα. Αλλά τώρα δεν έμειναν πλέον όσα ήταν. Η μικρή αγέλη αυξήθηκε ταχέως και θα ήταν όλα δεκαπέντε έως δεκαοκτώ κορίτσια, επάνω στην ταράτσα.
Ήταν πρώτον το Μαριώ και το Λενιώ και το Κατερινιώ, τα τρία κορίτσια του σπιτιού.
Έπειτα είχαν έλθει από το πρώτο γειτονικό σπίτι, το Ξενιώ και το Κουμπώ, δύο ωραίες μελαχρινές αδελφές, η μία δεκατεσσάρων και η άλλη δώδεκα ετών. Μετά απ΄ αυτές ήλθαν το Φωλιώ το Βελισάρικο και το Μαχώ το Πορταρίτικο, από δύο άλλα κοντινά σπίτια.
Κατόπιν ήλθαν το Κατινιώ, η παπαδοπούλα και η Ευανθία, η καπετανοπούλα, από το σπίτι της εξαδέλφης τους της Μαχώς, όπου βρίσκονταν, ύστερα ήλθαν το Τσιτσώ το Ραφτί και το Ασπασώ το Παναδί και η Σοφούλα το Μπακιρί και τελευταίες ήλθαν η Μόρφω, η Σερετούλα και το Κυρατσώ και το Ασμινιώ, οι αδελφές της και προστέθηκαν στις άλλες.
Όλες ή σχεδόν όλες, ήταν ωραία κορίτσια με γαλανά μάτια, με μαύρα μάτια, με βαθιά και  μαύρα και κοκκινωπά μάτια, με λευκό χρώμα, με μελίχρυσο και χνοάζοντα χρώμα, με μαύρους και ούλους βοστρύχους, με μακριές και ξανθές και καστανές κοτσίδες, με ελαφρά βαθουλώματα γύρω από τις κόγχες των οφθαλμών, με ωραία λεπτά ρόδινα ή αβρά και κοράλλινα χείλη, με κυανίζουσες φλέβες, με χαρίεντες λυκίσκους και γελασίνους κάτω από τις παρειές, με αναστήματα νεόφυτων κυπαρισσιών, με λευκά τουλουπάνια, με λεπτά και διαφανή αλέμια γύρω στο κεφάλι, με κοντά φουστανάκια, με λευκές κάλτσες και με στρωτά παπούτσια.
Συγκεντρώθηκαν εκεί, ψηλά στην ταράτσα, όπως τα χελιδόνια στον άνω πυργίσκο του μαρμάρινου κωδωνοστασίου το καλοκαίρι και μιλούσαν και κελαηδούσαν και γελούσαν και τερέτιζαν και συζητούσαν και τιτίβιζαν.
Η μία επιχειρούσε να διηγηθεί κάτι τι και το άφηνε μισό, γιατί η άλλη την διέκοπτε με ερωτήσεις, με επιφωνήματα και με παρατηρήσεις. Η τρίτη άρχιζε τραγούδι και έλεγε μόνο ένα στίχο και μισό, η τέταρτη έσυρε τέσσερα ή πέντε βήματα καλαματιανού και έπαυε. Η άλλη συνέπλεκε κατά κάποιον τρόπο τους βραχίονες σταυρωτά με άλλες δύο και τις εβίαζε να χορέψουν την «καμάρα», τραγουδώντας συγχρόνως αργά και μελωδικά:
«Καμάρα χτί, καμάρα χτί,
καμάρα χτίζω στο γιαλό. . .»
Και η καμάρα δε στέριωνε και καμία επιχείρηση δεν τελείωνε και καμία συζήτηση δε λάβαινε τέλος. Δεν υπήρχε έννοια, δεν υπήρχε σκέψη και στοχασμός και σκοτούρα. Μάτια έλαμπαν, παρειές ανθούσαν, χαμόγελα ανάτελλαν, άσματα ψιθυριστά και αισθήματα εμβρυακά και βαθιές πνοές και ελαφροί στεναγμοί και αύρες της νεότητας ρίπιζαν, αέριζαν, δρόσιζαν, τα σώματα και τις καρδιές.
* * *
Περί τις δώδεκα και μισή, δεν είχε μείνει πλέον καμία από τις ευλαβείς γριές έξω από το μετόχι του παπά-Ισαακίου.
Ο παπαγάλος από πολλή ώρα δεν είχε ακούσει τη φωνή του
αποκαμωμένου διδασκάλου να υψωθεί και δεν είχε εκπέμψει και αυτός τη συνήθη κραυγή του.
Τα κορίτσια ετοιμάζονταν να χωρισθούν και είχαν κατεβεί από την ταράτσα. Βρίσκονταν τώρα κάτω στο προαύλιο του σπιτιού και μεγαλοφωνούσαν και έκαναν τόσο θόρυβο, όσο δεν θα έκαναν ποτέ παιδιά αυτής της ηλικίας.
Η συναναστροφή τους πολλαπλασίαζε την τρέλα τους και κάθε μια απ΄ αυτές φαινόταν να έχει τόση τρέλα, όση θα είχαν όλες μαζί. 
Αντίκρυ τους, στην αυλή του σπιτιού της μάγισσας, στεκόταν μια άσχημη γριά, με άτακτο κτένισμα και ενδυμασία και τις κοίταζε με αλλόκοτο βλέμμα.
Ώρα μία παρά τέταρτο, κατέβηκε τέλος από το ύψος του πατώματος του σχολείου ο διδάσκαλος και αμέσως μετά κατέβηκαν οι μαθητές με αλαλαγμό και θόρυβο. Ήταν πολλαπλή χαρά την ημέρα εκείνη. Ήταν το τελευταίο μάθημα προ των διακοπών των Χριστουγέννων.
Η αγέλη των μαθητών, αντίκρισε την αγέλη των κοριτσιών και τα βλέμματα έβαλαν κατ’ ευθείαν προς το προαύλιο του μεγάλου σπιτιού με την ταράτσα και τα πόδια αρνούνταν να βαδίσουν προς άλλη διεύθυνση.
Αλλά την ίδια στιγμή, η άσχημη γριά η οποία κοίταζε τα κορίτσια, σκανδαλισμένη ήδη από τις τρέλες τις οποίες έβλεπε, νόμισε ότι ένα από τα κορίτσια είπε ένα αστείο σε βάρος της και ότι οι άλλες γέλασαν με τούτο.
Της φάνηκε ότι άκουσε ευκρινώς τη λέξη «μάγισσα».
Δεν χάνει καιρό, αρπάζει μία μεγάλη τρικοκκιά από το φράκτη της γειτόνισσας και τρέχει προς το μέρος όπου ήταν τα κορίτσια.
Οι πολλές απ΄ αυτές, όσες δεν ήταν του σπιτιού, αποχαιρέτισαν τις τρεις αδελφές και άρχισαν να απομακρύνονται.
Η απαίσια γριά έτρεξε, με ξέπλεκα ψαρά μαλλιά, με μισή μαντήλα, με σχισμένη και μπαλωμένη κόκκινη μαλλίνα, κοντή εμπρός, ξηλωμένη από τη μέση και συρόμενη πίσω, με μία μάλλινη, ρυπαρή, σχισμένη γύρω από τα δάκτυλα και τη φτέρνα κάλτσα, με ένα πόδι γυμνό, ρικνή, βλοσυρή, με το ένα τσουλούφι της κόμης κρεμασμένο έως τον ώμο,  με το άλλο κοντό και κυρτωμένο αποκάτω στη μαντήλα, έτρεξε με τη μεγάλη τρικοκκιά, που είχε οξεία και τσουχτερά τα αγκάθια, για να βγάλει, αν ήταν δυνατόν, τα μάτια ή τουλάχιστον, να σχίσει τις αβρές σάρκες των κοριτσιών.
Ο σκύλος της έτρεχε από πίσω γαυγίζοντας με μανία, σημαίνοντας την έφοδο. Ο παπαγάλος, από πάνω απ΄ τον εξώστη της Σοφιανίνας, ερεθίσθηκε κι άρχισε να κράζει:
— Παπαγάου! παπαγάου!
* * *
Ήταν αυτή, η ίδια η Βότσαινα, η μάγισσα. 
Ημέρα μεσημέρι, όσοι περνούσαν έξω από το σπίτι της, όλοι σταυροκοπιούνταν.
Τη νύκτα κανείς δε θα τολμούσε να περάσει.
Είχε μεγάλη φήμη στην τέχνη της. Εάν συνέβαινε κανένα ντόπιο πλοίο να μην έχει ακουσθεί από καιρό και να είναι ύποπτο, αυτή ήταν ικανή να δείξει μέσα σε ένα αυγό, στη γυναίκα ή τη μητέρα του ναυτικού, την τύχη του πλοίου.
Πότε το πλοίο ήταν σώο μαζί με το πλήρωμα και αυτή το έδειχνε βουλιαγμένο μέσα στο αυγό. Πότε το πλοίο είχε ναυαγήσει πράγματι κι εκείνη το έδειχνε να πλέει ορθό μέσα στον κρόκο.
Τούτο κανονιζόταν, όχι από την αμοιβή την οποία ήλπιζε να λάβει, αλλά από τα αισθήματα τα οποία έτρεφε η ίδια προς τη γυναίκα ή τη μητέρα του καραβοκύρη. Αλλά η έκβαση δεν ζημίωνε πολύ τη φήμη της. Ήταν πάντοτε η Βότσαινα η μάγισσα. Πώς τα κατάφερνε!
Έτρεχε κουνώντας στο χέρι την πελώρια τρικοκκιά, με το ένα τσουλούφι των μαλλιών της να σείεται πάνω στον ώμο της, με τα σκληρά και χελωνόδερμα πόδια της να χτυπούν το έδαφος σαν πέταλα φοράδας.
Οι παιδίσκες είχαν χωρισθεί εντωμεταξύ κατά πολλές διευθύνσεις.
Αυτή, με το μάτι της, εξέλεξε μεταξύ όλων των συμπλεγμάτων το πολυαριθμότερο εναντίον εκείνου έστρεψε τη μανία της.
Ήταν πέντε ή έξι από τα κορίτσια. Δεν είχαν καταλάβει τίποτε κι εξακολουθούσαν να βαδίζουν αργά και συνομιλώντας.
Η μάγισσα, όσο πλησίαζε, χαμήλωνε το βήμα της και δεν ακουόταν πλέον ο κρότος των πετάλων. Επιθυμούσε να απολαύσει την ηδονή να σχίσει το λαιμό ή το μάγουλο μιας ή περισσοτέρων από τις νεανίδες, πριν πάρουν αυτές είδηση.
* * *
Συγχρόνως, οι νέοι της Γ' τάξης του ελληνικού σχολείου είχαν παρατηρήσει την έφοδο και δύο ή τρεις απ΄ αυτούς, οι ζωηρότεροι, χωρίς να διστάσουν, πέταξαν τα βιβλία τους στο έδαφος, άρπαξαν λίγα χαλίκια και όρμησαν να κυνηγήσουν τη μάγισσα.
Έτρεχαν πίσω της και σε κάθε πέντε βήματα έσκυβαν βιαστικά, άρπαζαν λιθάρια και βώλους γης και την πετροβολούσαν.
Τρεις ή τέσσερις άλλοι, έτρεξαν πίσω τους, κρατώντας τα βιβλία κάτω από τη μασχάλη.
Η εξαγριωμένη μάγισσα είχε φθάσει ήδη τα μικρά κορίτσια και αυτές είχαν αισθανθεί τέλος την καταδίωξη, τάχυναν δε το βήμα απορώντας και γελώντας.
Ο σκύλος έτρεχε πίσω από τη Βότσαινα γαυγίζοντας με μανία, οι τρεις μαθητές του σχολείου έτρεχαν πίσω από το σκύλο ρίχνοντας πέτρες και βώλους. Ο παπαγάλος από μακριά, από τον εξώστη της Σοφιανίνας, επαναλάμβανε:
— Παπαγάου! θέλεις καφέ;
* * *
Ο αέρας μόνο της τρικοκκιάς και η άκρη ενός από τα πολύκλαδα αγκάθια της, άγγιξε τα μαλλιά ενός των κοριτσιών, της δωδεκαετούς Μαχώς, της κόρης του Πορταρίτη.
Συγχρόνως, πέτρα που ρίχτηκε εύστοχα από τον ψηλό και ισχνό μαθητή, εκείνου στο αυτί του οποίου είχε ψιθυρίσει ένας των συμμαθητών του το ανωτέρω παρατεθέν δίστιχο και ο οποίος ήταν ο πρώτος που πέταξε τα βιβλία του και τρέχοντας, κτύπησε τόσο καίρια και κλόνισε τόσο σφοδρά την πελώρια τρικοκκιά στο χέρι της Βότσαινας, ώστε η μάγισσα αισθάνθηκε δεινό τον αντίκτυπο, το χέρι της πόνεσε και άφησε το όπλο της να πέσει κατά γης.
Ο υψηλόκορμος νέος πάτησε θριαμβευτικά πάνω στην πολύκλαδη τρικοκκιά και η μάγισσα τράπηκε σε ραγδαία φυγή, ενώ οι άλλοι την κατεδίωκαν ακόμη πετροβολώντας την, ο σκύλος τους γαύγιζε φοβερά και ο παπαγάλος φώναζε κατά πρόσωπο της μάγισσας:
— Θέλεις καφέ; Θέλεις καφέ;
 
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης


Πέμπτη 6 Ιανουαρίου 2022

Χωρίς στεφάνι

Το διήγημα δημοσιεύτηκε το 1896
➖➖➖
Τη μετατροπή του κειμένου στην
καθομιλουμένη δημοτική
έκανε ο
Ιωάννης Δ. Γιαννούκος
⭐⭐⭐

Τάχα δεν ήταν νοικοκυρά κι αυτή στο σπίτι της και στην αυλή της;
Τάχα δεν ήταν κι αυτή, έναν καιρό, νέα με ανατροφή;
Είχε μάθει γράμματα στα σχολεία.
Είχε πάρει το δίπλωμά της από το Αρσάκειο.
Και τηρούσε όλα τα χρέη της τα κοινωνικά και έκανε τις σπιτικές δουλειές, καλύτερα από κάθε μία. Είχε δε μεγάλη καθαριότητα στο σπίτι της και στα κατώφλια της, πρόθυμη να ασπρίζει και να σφουγγαρίζει, χωρίς ποτέ να βαριέται και χωρίς να δείχνει την παραξενιά εκείνη, η οποία είναι συνηθισμένη σε όλες τις γυναίκες που αγαπούν υπερβολικά την καθαριότητα.
Και όταν έμπαινε η Μεγάλη Εβδομάδα, διπλασίαζε τα ασπρίσματα και τα πλυσίματα, τόσο, που έκανε το πάτωμα να αστράφτει και τον τοίχο να ζηλεύει το πάτωμα.
Ερχόταν η Μεγάλη Πέμπτη και αυτή άναβε τη φωτιά της, έστηνε τη χύτρα της και έβαφε κατακόκκινα τα πασχαλινά αυγά.
Ύστερα ετοίμαζε τη λεκάνη της, γονάτιζε, σταύρωνε τρεις φορές το αλεύρι και ζύμωνε καθαρά και τεχνικά τις κουλούρες κι έμπηγε σταυροειδώς επάνω τα κόκκινα αυγά. 
Και το βράδυ, όταν νύχτωνε, δεν τολμούσε να πάει, να ανακατωθεί με τις άλλες γυναίκες για να ακούσει τα Δώδεκα Ευαγγέλια. Ήθελε να ήταν τρόπος, να κρυφτεί πίσω από τα νώτα καμιάς ψηλής και χονδρής ή στην άκρη της ουράς όλου του στίφους των γυναικών, κολλητά με τον τοίχο, αλλά φοβόταν μήπως γυρίσουν και την κοιτάξουν.
Τη Μεγάλη Παρασκευή, όλη την ημέρα ρέμβαζε κι έκλαιγε μέσα της και μοιρολογούσε τα νιάτα της και τα αγαπημένα της, όσα είχε χάσει και ονειρευόταν ξυπνητή και μελετούσε να πάει κι αυτή το βράδυ πριν αρχίσει η Ακολουθία, να ασπασθεί κλεφτά-κλεφτά τον Επιτάφιο και να φύγει.
Αλλά την τελευταία στιγμή, όταν άρχιζε να σκοτεινιάζει, της έλειπε το θάρρος και δεν αποφάσιζε να πάει.
Της ερχόταν ταραχή.
Αργά τη νύκτα, όταν η ιερά πομπή, με σταυρούς και λάβαρα και κεριά εξερχόταν απ’ το ναό, με ψαλμούς και άσματα, εναλλάξ με τη μουσική των ορφανών Χατζηκώνστα και θόρυβος και πλήθος και κόσμος πολύς στο σκιόφως, τότε ο Γιαμπής, ο επίτροπος, έτρεχε μπροστά να φθάσει στο σπίτι του, για να φορέσει το μεταξωτό κεντητό του σκούφο και κρατώντας το κεχριμπαρένιο κομπολόγι του, να βγει στον εξώστη, με τη ματαιωμένη από χρόνο σε χρόνο ελπίδα, ότι οι ιερείς θα αποφάσιζαν να κάμουν στάση και να αναπέμψουν δέηση κάτω από τον εξώστη του.
Τότε και η πτωχή αυτή, η Χριστίνα η Δασκάλα (όπως την έλεγαν έναν καιρό στη γειτονιά), στο μικρό παράθυρο του σπιτιού της, μισοκρυμμένη πίσω απ’ το παραθυρόφυλλο, κρατούσε τη λαμπαδίτσα της, με το φως ίσα με την παλάμη της κι έριχνε άφθονο μοσχολίβανο στο πήλινο θυμιατό, προσφέροντας από μακριά το μύρο σε Εκείνον, ο οποίος δέχθηκε κάποτε τα αρώματα και τα δάκρυα της αμαρτωλής και μη τολμώντας να πάει πλησιέστερα και να ασπασθεί τα άχραντα και με καρφιά τρυπημένα και αιμοσταγή πόδια Του.
***
Και την Κυριακή το πρωί, βαθιά μετά τα μεσάνυκτα, στεκόταν πάλι μισοκρυμμένη στο παράθυρο, κρατώντας την ανωφελή και αλειτούργητη λαμπάδα της και άκουγε τις φωνές της χαράς και τους κρότους κι έβλεπε και ζήλευε από μακριά εκείνες, που επέστρεφαν τρέχοντας φρου-φρου από την εκκλησία, φέρνοντας τις λαμπάδες τους λειτουργημένες, αναμμένες, στο σπίτι, ευτυχείς και μέλλουσες να διατηρήσουν για όλο το χρόνο το άγιο φως της Αναστάσεως.
Και αυτή έκλαιγε και μοιρολογούσε τη φθαρμένη νεότητά της.
Μόνο το απόγευμα της Λαμπρής, όταν σήμαιναν οι καμπάνες των εκκλησιών για την Αγάπη, τη Δεύτερη Ανάσταση όπως αποκαλούταν, μόνο τότε τολμούσε να βγει από το σπίτι, αθόρυβα και πατώντας ελαφρά, τρέχοντας τον τοίχο-τοίχο, κολλώντας από τοίχο σε τοίχο, με σχήμα και με τρόπο τέτοιο, σαν να επρόκειτο να μπει για κάποιο θέλημα στην αυλή καμιάς γειτόνισσας. Και από τοίχο σε τοίχο, έφτανε στη βόρεια πλευρά του ναού και από τη μικρή πλαγινή θύρα, κρυφά και κλεφτά έμπαινε μέσα.
Στην Αθήνα, ως γνωστόν, η πρώτη Ανάσταση είναι για τις κυράδες, η δεύτερη για τις δούλες.
Η Χριστίνα η Δασκάλα, φοβόταν τις νύκτες να πάει στην Εκκλησία, μήπως την κοιτάξουν και δεν φοβόταν την ημέρα, να μην τη δουν.
Διότι η κυράδες την κοίταζαν, οι δούλες την έβλεπαν απλώς.
Σε τούτο δε εύρισκε μεγάλη διαφορά. 
Δεν ήθελε ή δε μπορούσε να έρχεται σε επαφή με τις κυρίες και υποβιβαζόταν στην τάξη των υπηρετριών.
Αυτή ήταν η τύχη της.
***
Ωραίο και πολύ ζωντανό και γραφικό και παρδαλό, ήταν το θέαμα.
Οι πολυέλεοι ολόφωτοι αναμμένοι, οι άγιες εικόνες έλαμπαν, οι ψάλτες έψελναν τα Πασχαλινά τροπάρια, οι παπάδες στεκόμενοι με το Ευαγγέλιο και την Ανάσταση στα στήθη, τελούσαν τον Ασπασμό.
Οι δούλες με τις κορδέλες τους και με τις λευκές ποδιές τους, μοίραζαν βλέμματα δεξιά και αριστερά και φλυαρούσαν μεταξύ τους, χωρίς να προσέχουν την ιερά ακολουθία. Οι παραμάνες οδηγούσαν από το χέρι τριετή και πενταετή παιδιά και κοράσια, τα οποία κρατούσαν τις χρωματιστές λαμπάδες τους και έκαιγαν τα χρυσόχαρτα με τα οποία ήταν στολισμένες κι έπαιζαν και μάλωναν μεταξύ τους και ζητούσαν να κάψουν από πίσω τα μαλλιά του παιδιού που ήταν μπροστά τους.
Οι λούστροι, έριχναν πυροκρόταλα σε πολλά άγνωστα μέρη μέσα στο ναό και κατατρόμαζαν τις δούλες. 
Ο μοναδικός αστυφύλακας τους κυνηγούσε, αλλά αυτοί έφευγαν από τη μία πλαϊνή θύρα κι ευθύς επανέρχονταν απ’  την άλλη.
Οι επίτροποι γύριζαν τους δίσκους κι έραιναν με ανθόνερο τις παραμάνες.
Δύο ή τρεις νεαρές μητέρες, της κατώτερης τάξης του λαού, επτά ή οκτώ παραμάνες, κρατούσαν πεντάμηνα και επτάμηνα βρέφη στις αγκαλιές τους.
Τα μικρά, άνοιγαν έκθαμβα τους γλυκείς οφθαλμούς τους, βλέποντας άπληστα το φως των λαμπάδων, των πολυελέων και μανουαλιών, τους κύκλους και τα νέφη του ανερχόμενου καπνού του θυμιάματος και το κόκκινο και πράσινο φως που έμπαινε από τα τζάμια του ναού, το ράσο του εκκλησάρχου καλογήρου που ανέμιζε, τρέχοντας μέσα-έξω για διάφορα θελήματα, τα γένια των παπάδων που σείονταν σε κάθε κλίση της κεφαλής, σε κάθε κίνηση των χειλιών, για να επαναλάβουν σε όλους το Χριστός Ανέστη.
Βλέποντας και θαυμάζοντας όλα όσα έβλεπαν, τα γυαλισμένα κουμπιά και τα στριμμένα μουστάκια του αστυφύλακα, τους λευκούς κεφαλόδεσμους των γυναικών και τους στοίχους των άλλων παιδιών, όσα ήταν αραδιασμένα κοντά και μακριά, παίζοντας με τις μπούκλες της κόμης των γυναικών που τα κρατούσαν και ψέλλιζαν άναρθρους αγγελικούς φθόγγους.
Δύο οκτάμηνα βρέφη, στις αγκαλιές δύο νεαρών μητέρων, οι οποίες στέκονταν ώμο με ώμο πλάι σε μια κολώνα, μόλις είδαν το ένα το άλλο και αμέσως γνωρίσθηκαν και συνήψαν σχέσεις και το ένα, ωραίο και καλό και εύθυμο, άπλωσε το μικρό απαλό χέρι του προς το άλλο και το τραβούσε προς το μέρος του και ψέλλιζε ακατάληπτους ουράνιους φθόγγους.
***
Αλλά η φωνή του βρέφους ήταν καθαρή και ακούσθηκε ευκρινώς εκεί γύρω και ο Γιαμπής ο επίτροπος, δεν ήθελε να ακούει θορύβους.
Σε όλες τις νυκτερινές ακολουθίες των Παθών, πολλές φορές είχε πάει προς το μέρος που κάθονταν οι γυναίκες, για να επιπλήξει κάποια πτωχή μητέρα του λαού, γιατί είχε κλάψει το παιδί της.
Ο ίδιος έτρεξε και τώρα, να επιτιμήσει και αυτή τη φτωχή μητέρα, για τους άκακους ψελλισμούς του βρέφους της.
Τότε η Χριστίνα η Δασκάλα, που στεκόταν λίγο πιο πέρα, πίσω από την τελευταία κολώνα, κολλητά με τον τοίχο, σύρριζα στη γωνία, σκέφθηκε ξαφνικά -και το σκέφθηκε όχι ως δασκάλα, αλλά ως αμαθής και ανόητη γυναίκα που ήταν- ότι, καθώς αυτή νόμιζε, κανείς, ας είναι και επίτροπος ναού, δεν έχει δικαίωμα να επιπλήξει φτωχή νεαρή μητέρα για τα κλάματα του βρέφους της, καθώς δεν έχει δικαίωμα να την αποκλείσει από το ναό διότι έχει βρέφος θηλάζον.
Καθημερινά δεν μεταδίδουν τη θεία κοινωνία σε νήπια που κλαίνε;
Και πρέπει να τα αποκλείσουν από τη θεία μετάληψη επειδή κλαίνε;
Έως πότε όλη η αυστηρότητα των «αρμοδίων» θα διεκδικείται και θα ξεθυμαίνει μόνο σε βάρος των πτωχών και των ταπεινών;
Από το μικρό τούτο περιστατικό, η Χριστίνα πήρε αφορμή να θυμηθεί, ότι πριν από χρόνια, μία νύκτα, κατά την ύψωση του Σταυρού, όταν πήγε να εκκλησιασθεί στο ναΐσκο του Αγίου Ελισσαίου, παρά την Πύλη της Αγοράς, ενώ ο αναγνώστης έλεγε τον Απόστολο, όταν απήγγειλε τις λέξεις «τα μωρά του κόσμου εξελέξατο ο Θεός», έξαφνα, κατά θαυμάσια σύμπτωση, από τον γυναικωνίτη ένα βρέφος άρχισε να ψελλίζει μεγαλοφώνως, αμιλλώμενο προς τη φωνή του αναγνώστη.
Και τι γλυκύτητα είχε το παιδικό εκείνο κελάδημα!
Τόσο ωραίο πρέπει να ήταν το Ω σ α ν ά, το οποίο έψαλλαν παλιά τα παιδιά των Εβραίων προς τον ερχόμενο Λυτρωτή.
«Εκ στόματος νηπίων και θηλαζόντων καταρτίσω αίνον, ένεκα των εχθρών σου, του καταλύσαι εχθρό και εκδικητή».
Τέτοια αναλογιζόταν η Χριστίνα, σκεπτόμενη, ότι καμία μητέρα δε θα ήταν τόσο αφιλότιμη, ώστε να μη στενοχωριέται και να μη σπεύδει να κατασιγάσει το βρέφος της και να μη παρακαλεί να ανοιχθεί πλησίον της στον τοίχο, σαν θαύμα, μια θύρα για να εξέλθει το ταχύτερο.
Περιττές δε ήταν οι νουθεσίες του επιτρόπου, που πρόσθετο προκαλούσαν θόρυβο και αφού προς ένα βρέφος που θηλάζει όλα τα συνήθη μέσα της πειθούς είναι ανίσχυρα, μόνο δε η μητέρα γνωρίζει άλλα μέσα για να το πείσει, τη χρήση των οποίων περιττό να έλθει κάποιος τρίτος για να της υπενθυμίσει.
Κι έπειτα λέγουν ότι οι άνδρες έχουν περισσότερο μυαλό από τις γυναίκες!
Αυτό πίστευε η Χριστίνα. Αλλά τι να πει; Αυτής δεν της έπεφτε λόγος.
Αυτή ήταν η Χριστίνα η Δασκάλα, όπως την έλεγαν έναν καιρό.
Παιδιά δεν είχε, για να φοβάται τις επιπλήξεις του επιτρόπου.
Τα παιδιά της τα είχε θάψει, χωρίς να τα έχει γεννήσει.
Και ο άνδρας τον οποίο είχε, δεν ήταν σύζυγός της.
Ήταν ανδρόγυνο χωρίς στεφάνι.
Χωρίς στεφάνι! Πόσα τέτοια παραδείγματα!
Αλλά δεν πρόκειται να κοινωνιολογήσουμε σήμερα.
Ελλείψει όμως άλλης πρόνοιας, χριστιανικής και ηθικής, για να είναι τουλάχιστον συνεπείς προς εαυτούς και λογικοί, οφείλουν να ψηφίσουν τον πολιτικό γάμο.
***
Από τον καιρό που είχε ανάγκη από τις συστάσεις των κομματαρχών, για να διορίζεται δασκάλα, ένας απ’ τους κομματάρχες τούτους, ο Παναγής ο Ντεληκανάτας, ο ταβερνιάρης, την είχε εκμεταλλευθεί.
Άμα άλλαξε το υπουργείο και δεν μπορούσε πλέον να τη διορίσει, της είπε:
-Έλα να ζήσουμε μαζί κι αργότερα θα σε στεφανωθώ.
-Πότε;
-Μετά λίγους μήνες, μετά ένα εξάμηνο, μετά ένα χρόνο.
Έκτοτε πέρασαν χρόνοι και χρόνοι κι εκείνος ακόμη είχε μαύρα τα μαλλιά κι αυτή είχε ασπρίσει.
Και δεν τη στεφανώθηκε ποτέ.
Αυτή δεν γέννησε παιδί. Εκείνος είχε και άλλες ερωμένες.
Και γεννούσε παιδιά μ΄ αυτές.
Η ταλαίπωρη αυτή τα μάθαινε, τον επέπληττε, διαμαρτυρόταν και υπέμενε με εγκαρτέρηση.
Έπαιρνε τα νόθα του αστεφάνωτου άνδρα της στο σπίτι, τα ζέσταινε στην αγκαλιά της, τους πρόσφερε μητρική στοργή, τα πονούσε.
Και τα ανάσταινε και πάσχιζε να τα μεγαλώσει.
Και όταν γίνονταν δύο ή τριών ετών και τα είχε πονέσει πλέον ως τέκνα της, τότε ερχόταν ο Χάρος, συνοδευόμενος από την οστρακιά, την ευλογιά και άλλους δύσμορφους συντρόφους και της τα έπαιρνε από την αγκαλιά της.
Τρία ή τέσσερα παιδιά της είχαν πεθάνει έτσι, μέσα σε επτά ή οκτώ χρόνια. Και αυτή πικραινόταν. Γέραζε και άσπριζε.
Κι έκλαιγε τα νόθα του άνδρα της, σαν να ήταν γνήσια δικά της.
Κι εκείνα τα πτωχά, τα μακάρια, πετούσαν πάνω και γύρω από τα άνθη του παραδείσου, συντροφιά με τα αγγελούδια τα εγχώρια εκεί.
Εκείνος, ούτε λόγο της έκανε πλέον περί στεφανώματος.
Κι αυτή δεν έλεγε πλέον τίποτε. Υπέφερε και σιωπούσε.
Κι έπλυνε και συγύριζε όλο το χρόνο.
Τη Μεγάλη Πέμπτη έβαφε τ’ αυγά τα κόκκινα. 
Και τις καλές μέρες, δεν είχε τόλμη, πρόσωπο, να πάει κι αυτή στην εκκλησία.
Μόνο το απόγευμα του Πάσχα, στην ακολουθία της Αγάπης, κρυφά και δειλά, έμπαινε στον ναό, για ν’ ακούσει το «Αναστάσεως ημέρα» μαζί με τις δούλες και τις παραμάνες.
Αλλά Εκείνος, ο οποίος Αναστήθηκε «ένεκα της ταλαιπωρίας και του στεναγμού των πτωχών», ο οποίος δέχθηκε της αμαρτωλής τα μύρα και τα δάκρυα και του ληστή το "Μνήσθητί μου," θα δεχθεί και αυτής της πτωχής την μετάνοια και θα της δώσει χώρο και τόπο χλοερό και άνεση και αναψυχή, στη βασιλεία Του την αιώνια.
 
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης

 

Χρήστος Μηλιόνης

Το διήγημα δημοσιεύτηκε το 1885
➖➖➖
Τη μετατροπή του κειμένου στην
καθομιλουμένη δημοτική
έκανε ο
Ιωάννης Δ. Γιαννούκος
⭐⭐⭐

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ
Αληθινά, αστεία ιδέα συνέλαβε το πρωί μιας Κυριακής, 
ο Τούρκος κατής στην Άρτα, ο οποίος αφού αθώωσε πανηγυρικά και με σκανδαλώδη τρόπο δύο ομοεθνείς του, που είχαν απαγάγει βίαια μια Ελληνίδα κόρη από τα παρακείμενα χωριά, πήγε σαν καλός μουσουλμάνος, να πάρει αμπτέστι (καθαρμό), προς αγνισμό και απολύμανση.
Ο άξιος Τούρκος δικαστής, εκτός από τις άλλες αρετές τις οποίες είχε, ήταν επιδέξιος στο να ανακαλύπτει, για πρόχειρη δικαιολογία των αποφάσεών του, πάμπολλα εδάφια του ιερού νόμου, που αγνοούσαν συνήθως οι αμαθέστεροι συνάδελφοί του και ικανός στο να μεγαλώνει και να μικραίνει κάθε φορά, σαν έμπειρος σκυτοτόμος, το γράμμα και το πνεύμα των ιερών ρητών. 
Μπορούσε, εν ελλείψει άλλου πρότυπου, να χρησιμεύσει ως υπογραμμός των νομολόγων και των δικοράφων παντός χρόνου και τόπου. 
Είναι αλήθεια ότι, όπως είχαν τότε τα πράγματα, το ζήτημα ήταν πολύ απλούστερο από όσο σήμερα μπορεί να είναι, γιατί ο ίδιος ήταν συνήγορος, συγχρόνως και διαιτητής.
Κατά την περίσταση εκείνη, το εδάφιο της ιεράς βίβλου, το οποίο ανακάλυψε η εύκολη οξυδέρκεια του δικαστή τούτου, είχε ως εξής, κατά την ακριβή εκ του αραβικού μετάφραση:
«Αίνος τω Θεώ.
Εάν νέα γυνή  άπιστος αλλάξει κύριον και από των χειρών απίστου  μεταβεί σε αληθή πιστό, ο δεύτερος  κύριος  είναι  ενδικότερος.» (Βλέπε, Κοράνιον, στο επιγραφόμενο κεφάλαιο η Κ ά μ η λ ο ς).
Το εδάφιο δεν ήταν σαφές, ούτε εφαρμόζετε αβίαστα στην προκειμένη περίπτωση.
Αλλά ο άξιος λειτουργός της Θέμιδος, δεν δυσκολεύτηκε να βρει και άλλο και να το συγκολλήσει με το πρώτο, ούτως ώστε να πείθει κάθε αληθινό μουσουλμάνο περί του ασφαλούς της κρίσεως.
«Εάν  αληθής  πιστός  έχει δούλην άπιστον και δεν την έπεισε να  επιστρέψει εις την αληθή πίστιν, δεν δύναται  να  την  μεταπωλήσει  εις άπιστον, αλλά εις πιστόν.» (Βλέπε κεφάλαιον η Β ο υ ς ιερού νόμου).
Να σημειωθεί, ότι και τα δύο αποσπάσματα τούτα και τα κεφάλαια στα οποία ανήκουν, δεν είναι από τα γνησιότερα.
Οι σοφοί σχολιαστές του Κορανίου, ουδέποτε συμφώνησαν περί του αριθμού των κεφαλαίων, ούτε περί της γνησιότητας του περιεχομένου.
Αλλά πρέπει να ομολογήσουμε, ότι κανείς λειτουργός της δικαιοσύνης οφείλει να ερμηνεύει αλλιώς τα κείμενα των νόμων, παρά όπως πρόχειρα αντιλαμβάνεται την έννοια αυτών και το δικαστήριο της Άρτας δεν ήταν βεβαίως ακαδημία νομοδιδασκάλων.
Αλλά όμως, παρά την τόση εμπειρία και ευθυκρισία του, ο προαναφερόμενος Τούρκος δικαστής, έκανε το λογαριασμό χωρίς τον ξενοδόχο.
***
Η αρπαγείσα Ελληνίδα κόρη, ήταν βαφτισιμιά του Χρήστου Μηλιόνη, του περιβόητου αρματολού της Ακαρνανίας, ο οποίος ατυχώς ήταν αμαθής και δεν ήξερε να ερμηνεύει τα ρητά του Κορανίου.
Δεν το εννοούσε όμως και ως αστείο το πράγμα, όπως εμείς το περιγράψαμε στην αρχή, διότι εκ φύσεως δεν του άρεσε να αστεΐζεται.
Η νεανίδα ήταν μνηστή του Νίκου Ντάσκα, ειρηνικού αγρότη, που κατοικούσε σε παρακείμενο χωριό. 
Ήταν φιλόπονη και από το πρωί μέχρι το βράδυ ασχολείτο στα έργα του σπιτιού, φροντίζοντας και τα τρία νεότερα αδέλφια της, εκ των οποίων ο μεγαλύτερος ήταν δώδεκα ετών. Αυτή δε ήταν δεκαοκτώ ετών. 
Η μητέρα της είχε τη γνώμη, να μην την παντρέψει ακόμη και έλπιζε, ότι και μετά τον αρραβώνα, ο γάμος έμελλε να βραδύνει αρκετά, ώστε να προλάβει η νεότερη αδελφή να ηλικιωθεί, προς ανακούφιση και χαρά της μητέρας. 
Μία βοηθό είχε μόνο, τη Βάσω της και όχι άλλη. 
Γιατί να βιασθεί ο σύζυγός της να τη δώσει;
Αλλά εκείνος αλλιώς πίστευε και για λόγους, εκ των οποίων, μόνο το ένα εκατοστό μπορούσε να εξηγηθεί, επιθυμούσε να πανδρεύονται γρήγορα οι νέες. 
Όσο γρηγορότερα τόσο καλύτερα.
Τι το θέλεις το βάρος αυτό στο σπίτι; Δεν είναι καλύτερα να το ξεφορτωθείς; Όποιος βρίσκει πρόθυμο αναδέκτη του φορτίου και δεν το μεταβιβάζει αμέσως, έχει άκρα εμπιστοσύνη στους ίδιους ώμους του, εκτός αν είναι ανόητος. 
Αυτά πίστευε ο Κώστας Μαντάς, ο πατέρας της Βασίλως, την οποία τόλμησε μια πονηρή γριά να αποτολμήσει μία ημέρα, να ρίξει αυτήν στα χέρια Τούρκου, που ήθελε να την έχει στο χαρέμι του.
Εντούτοις, η Βασίλω δεν ήθελε να πιστέψει  στα λόγια της, γιατί η γριά Κυπαρισσού είχε ανέκαθεν κακή φήμη στο χωριό.
Αλλά κάποιες ψευδείς διηγήσεις, τόσο καλά συνιστώνται και τόσο εύκολα συμπίπτουν, ώστε η συναρμογή τους φαίνεται ως σατανικό έργο.
- Ποιος της είπε της γριάς Κυπαρισσούς, ότι η μητέρα της κόρης είχε λησμονήσει το δείνα ύφασμα στο σπίτι και δεν το πήρε μαζί της το πρωί, που πήγαινε στο ποτάμι;
Ποιος το ήξερε, αφού κανείς δεν την έστειλε;
Γιατί είναι αλήθεια ότι η μητέρα της η Μελάχρω, είχε πάει από το πρωί στο ποτάμι με άλλες γυναίκες, για να λευκάνει.
Επίσης είναι αλήθεια, ότι το μικρότερο κορίτσι και ο υστερότοκος γιος είχαν πάει στο σχολείο της Άρτας που απείχε λίγο από το χωριό, διότι είχε ήδη η Άρτα σχολείο κατ’ εκείνο το χρόνο.
Ο δε πατέρας, που ήθελε τους ανθρώπους φιλόπονους, ως υποκείμενους στην πρώτη εκείνη και πολύ παλιά των πρωτοπλάστων κατάρα, είχε πάρει μαζί του στους αγρούς το δευτερότοκο γιο, ώστε η νεανίδα βρισκόταν μόνη στο σπίτι.
***
Ενώ λοιπόν καθόταν ράβοντας παλιά φορέματα κοντά στο τζάκι και είχε κλειδωμένη από μέσα την πόρτα με διπλή στροφή της κλειδαριάς, γιατί συνήθεια ήταν να κλείνονται 
οι κόρες όταν ήταν μόνες, ακούει την πόρτα να χτυπάει. 
Η νεανίδα εξεπλάγη.
Οι γειτόνισσες όλες σχεδόν έλειπαν, ήταν στις δουλειές τους.
Ποιος να είναι;
-Άνοιξε, είπε μια μεμψίμοιρη φωνή, που φαινόταν να βγαίνει απ΄ τα βαθιά μύχια και σαν να διερχόταν από ούλα χωρίς δόντια.
-Ποιος είσαι; επανέλαβε για δεύτερη φορά η κόρη με δυσπιστία.
-Εγώ, η θεια-Κυπαρισσού.
-Η θεια-Κυπαρισσού, είπε η νεανίδα διστάζοντας. Τι θέλεις;
-Μ’ έστειλε η μάννα σου…
Η νεάνιδα σηκώθηκε, πήγε και άνοιξε την πόρτα και μπήκε 
η Κυπαρισσού. Η γριά ήταν εβδομήντα ετών περίπου, ρικνή, καμπούρα και απαίσια.
Το χαμόγελό της, με το οποίο ζητούσε να καλοπιάσει την κόρη, προκαλούσε φρίκη.
-Σ’ έστειλε η μάννα μου; ρώτησε η νέα. Και πού την ηύρες;
-Στο ποτάμι.
-Και τι σε είπε;
-Μου είπε να της πας το πανί.
-Το πανί; Ποιο πανί;
-Το δίμιτο. Το ξέχασε να το πάρει μαζί της το πρωί.
Η κόρη στρέφοντας το βλέμμα προς τη γωνία, που ήταν τοποθετημένος κόσμια ο σωρός των στρωμάτων και σεντονιών, βλέπει πράγματι ότι υπήρχε εκεί το δίμιτο ύφασμα, το οποίο η μητέρα της πρέπει να λησμόνησε βεβαίως, σκέφτηκε.
Αφού πήγε στον ποταμό για να κάνει γενική καθαριότητα, δεν έμελλε να ξεχάσει ποτέ το νεοΰφαντο αυτό πανί.
Και δεν είχε ακούσει από τη μητέρα της ρητά, ότι είχε σκοπό να πάρει μαζί της και το δίμιτο, αλλά αφού σκέφτηκε, συμπέρανε ότι έτσι έπρεπε να έχει το πράγμα, αφού αυτό το ύφασμα βρισκόταν στην πρόχειρη εκείνη θέση. 
Εντούτοις η κόρη είχε ενδοιασμούς.
-Σ’ έστειλε η μάννα μου για να το πάρεις… να της το φέρεις;
-Εμένα; Όχι, είπε η γριά. Εσύ να της το πας.
-Εγώ!
Και η νέα άρχισε να σκέπτεται. 
Μιας ώρας οδοιπορία!
Και από πολλού η μητέρα της την είχε συνηθίσει να μη βγαίνει σχεδόν από το σπίτι. Ήταν δυνατόν να δώσει τώρα τέτοια παραγγελία;
Κόρη νεαρή, δειλή, μνηστευμένη, να πάει μόνη της στο μέρος του ποταμού όπου λευκαίνουν; Τότε λοιπόν γιατί να θέλουν να την πανδρεύσουν; Αυτή ευτυχής θα ήταν, αν ζούσε ακόμη τον αγροτικό  βίο, ο οποίος ήταν τόσο ευχάριστος και αμέριμνος και συνέτεινε τόσο πολύ στο να καθιστά εύρωστο το σώμα και ρόδινα τα μάγουλα.
Αλλά αφού την αρραβώνιασαν, γιατί απαιτούν απ΄ αυτήν τέτοια ανήκουστη εκδρομή; 
Πώς να το μάθει ο μνηστήρας της;
-Άκουσε να σου πω, γιαγιά, είπε η νέα. Θέλεις να το πάρεις μόνη σου το πανί αυτό να το φέρεις;
Θα σε πληρώσει ο αφέντης (πατέρας) μου.
-Εγώ; Γριά γυναίκα, μουρμούρισε η Κυπαρισσού, μπορώ εγώ να τρέχω;
-Δεν ξέρεις κανένα παιδί, να μου κάμεις τη χάρη, να του πεις να το πάρει;
-Δεν βλέπω παιδιά στο χωριό, είπε η γριά, τα μικρά είναι στην Άρτα, στο σχολειό και τα άλλα τα μεγαλύτερα είναι στα χωράφια.
-Ω, Χριστέ μου, βάσανα. Και τώρα τι να κάμω;
-Μου είπε να της το πας γρήγορα, επέμεινε αδυσώπητα η γριά.
Και στρέφοντας τα νώτα έφυγε, αφήνοντας σε αμηχανία την άτυχη κόρη.
- Αφού σκέφθηκε αρκετή ώρα και πήρε πολλές αντιφατικές μεταξύ τους αποφάσεις, νόμισε ότι το καλύτερο ήταν να υπακούσει στη μητέρα.
Γιατί δεν αμφέβαλλε, ότι η μητέρα της πράγματι είχε στείλει την παραγγελία αυτή. Άλλωστε ήταν αδύνατον να ξέρει η γριά αυτή, ότι υπήρχε ύφασμα δίμιτο προς λεύκανση και ότι 
η μητέρα της το είχε ξεχάσει.
Νόμιζε ότι ήταν αδύνατον, αλλά στις γριές τίποτε αδύνατον δεν υπάρχει και τούτο το αγνοούσε η αμαθής και άπειρη κόρη.
Πράγματι, εύκολο ήταν να μάθει η γριά ότι είχε υφάνει πρόσφατα η Μελάχρω ύφασμα τέτοιο ή τέτοιο, εύκολο ήταν να συναντήσει τυχαίως ή επίτηδες τη σύζυγο του Μαντά, κουβαλώντας την αποσκευή της το πρωί και να παρατηρήσει την απ΄ την αποσκευή αυτή την έλλειψη ενός υφάσματος. 
Διότι η μεν κατασκευή πανιού ή ρούχου ή σεντονιού, συζητιόταν πάντοτε, ως συνήθως, μεταξύ των γυναικών στις κωμοπόλεις, όπου ο γυναικείος βίος ευήλιος πάντοτε διέρχεται στις ταράτσες, στα λιακωτά, στα προαύλια και στις βρύσες και δεν φθείρεται μονότονα σε πολυώροφες και βαθύσκιες οικοδομές και πίσω από φυσικά ή ηθικά δρύφρακτα ή κοινωνικά προχώματα.
***
Τέλος η νέα πήρε το πανί και βγαίνοντας, κλείδωσε την πόρτα.
Πήρε τον ανώμαλο και όλο στροφές εκείνο δρόμο, που ελαφρά σαν πουλί τον περπατούσε άλλοτε ανυπόδητη, μη φοβούμενη να πατεί πάνω σε μικρά αγκάθια και χαλίκια, γιατί τα πόδια της, αφότου εξ ανάγκης φόρεσαν περικνημίδες, δεν είχαν λεπτυνθεί αρκετά, ώστε να καταστούν ευπαθή και δυσκίνητα.
Είχε περάσει ήδη το απότομο μονοπάτι, που οδηγούσε από το ψηλό χωριό στην πεδιάδα και κατέβηκε στο ρέμα.
Ο ήλιος μεσουρανούσε ήδη και η νέα ασθμαίνοντας, σταμάτησε για να ανασηκώσει λίγο την άκρη του φουστανιού της και να περιδέσει αυτό με ιμάντα γύρω απ΄ τη μέση, για να καταστεί πιο ελεύθερο το βήμα της.
Φάνηκε δε ο μακρός έως τον αστράγαλο χιτώνας της, κατάλευκος, που κάλυπτε τις ωραίες κνήμες και το μεσοφόρι να κατεβαίνει μέχρι τη μέση των κνημών της.
Ψυχή ανθρώπου πουθενά δε φαινόταν και για τούτο είχε νομίσει η νέα, ότι μπορούσε με κοσμιότητα να διευθετήσει την ενδυμασία της ανετότερη.
Ξαφνικά, ελαφρός θόρυβος ακούστηκε πίσω από τα φύλλα και ο θάμνος κινήθηκε. Η νέα φοβισμένη στράφηκε με απότομη κίνηση. Μόλις πρόλαβε να αφήσει να πέσει πάλι στα πόδια της η άκρη του φορέματός της.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ
Ο άνθρωπος που πήδησε από το θάμνο, πρέπει να ήταν τρομερός στη θέα, γιατί η νέα άφησε κραυγή.
Πράγματι ήταν Τούρκος ο άνθρωπος αυτός. 
Τούρκος με σαρίκι, σαρίκι με διπλές και τριπλές στροφές, λευκό και χρυσοκέντητο, σαρίκι υπερμέγεθες, που κάλυπτε όχι μόνο το κεφάλι αλλά και τον τράχηλο και τους ώμους.
Ω, πόσο τρόμο αισθάνονταν οι νέες χωρικές, που ζούσαν στις κωμοπόλεις όπου δεν υπάρχον Τούρκοι, στη θέα ενός τούτων!
Και πόσο τρόμο πάλι αισθάνονταν αυτές που ζούσαν σε όσες κωμοπόλεις υπήρχαν και Τούρκοι, αν συναντούσαν έναν απ΄αυτούς απρόοπτα, σε μέρος όπου δεν το περίμεναν!
Αλλά όμως ο Τούρκος, για τον οποίο λέμε εδώ, δεν είχε άγριο και βλοσυρό το βλέμμα, τουναντίον χαμογελούσε. 
Έφερε το χέρι στο στόμα, για να της επιβάλει σιγή και της έκανε νόημα να μη φοβάται.
Αλλά η κόρη έβγαλε δεύτερη κραυγή και αυτομάτως κινήθηκε να φύγει. Αλλά τότε ο Τούρκος, με το στιβαρό βραχίονά του την άρπαξε απ΄ τον ώμο. Η νέα αντιστεκόταν και σφάδαζε.
-Ω, άφησέ με, αγά μου, μπόρεσε να πει και ήταν έτοιμη να γονατίσει ενώπιον του Τούρκου.
-Μη φοβάσαι, της είπε ελληνιστί.
Συγχρόνως δε ένευσε προς το μέρος του θάμνου και δεύτερος Τούρκος βγήκε από κει, πενιχρά ντυμένος και κρατώντας το χαλινάρι ενός πλούσια στολισμένου αλόγου.
Ο αγάς πήρε τότε την κόρη που έτρεμε, για να την ανεβάσει στη σέλα.
Η νέα αποπειράθηκε να αντισταθεί, αλλά δεν είχε τόση δύναμη, ώστε να υπερισχύσει κατά δύο ανδρών.
Ο αγάς ανέβηκε πίσω της και πήρε από τα χέρια του άλλου τα ηνία.
Η κόρη φώναξε τελευταία φορά σε βοήθεια, αλλά ο αγάς τη φίμωσε με το χέρι. Το άλογο έλαβε διεύθυνση αντίθετη εκείνης, προς την οποία έμελλε να πορευθεί η πτωχή κόρη.
Ο αγάς φτέρνισε δυνατά την πλευρά του υποζυγίου. 
Το άλογο κάλπασε δρομαίως, φέροντας το διπλό φορτίο και ο άλλος τρέχοντας πίσω, παρακολουθούσε όσο μπορούσε τον καλπασμό.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ
Φρικτή βεβαίως πρέπει να ήταν η αγανάκτηση του Κώστα, τρομερή πρέπει να ήταν η απελπισία της συζύγου του, όταν επιστρέφοντας το δειλινό βρήκαν έρημο το σπίτι.
Αλλά και η λύπη του Νίκου, του μνηστήρα, υπήρξε απερίγραπτη.
Ο Χαλήλ αγάς, ο άρπαγας, δεν ήταν απ΄ τους άσημους του τόπου.
Ήταν ισχυρός, πλούσιος και είχε το χαρέμι πλήρες. Αλλά επιθυμούσε να πλουτίσει το ανθοκομείο με έναν κάλυκα. Τυχαία κάποιοι χωρικοί είδαν από μακριά το άλογο να φεύγει, σηκώνοντας τη σκόνη σε νέφη και άκουσαν την τελευταία κραυγή της απαχθείσης κόρης.
Αυτοί διηγήθηκαν το πράγμα στους γονείς.
Την επομένη ο πατέρας, έχοντας στα μάτια του δάκρυα λύσσας και μανίας, αποπειράθηκε να πνίξει τους λυγμούς της απόγνωσης, να χαλινώσει τις ορμές του πάθους και να παρουσιασθεί με ειρηνικούς λόγους στον κατή της Άρτας.
Όσο ασυνάρτητη και αν ήταν η άξεστη ευγλωττία του, όφειλε όμως να φανεί περιπαθής.
-Αγά μου, κατή εφένδη μου,
είναι μεγάλο άδικο αυτό που μου έκαμε ο Χαλήλ αγάς. Αυτό και ο Θεός δεν το θέλει και οι άνθρωποι το μισούν. Μήπως η πίστη σας λέγει άλλα από τη δική μας; Θεός φυλάξοι! Όλοι οι άνθρωποι το ίδιο είναι και όλοι αισθάνονται το άδικο. Τι κακό του έκαμα εγώ του Χαλήλ αγά για να μου κάμει τέτοιαν ύβρη, τέτοιαν ατιμία στο σπίτι μου; 
Αν ήταν στη θέση μου ο Χαλήλ αγάς, ήθελε να του πάρω εγώ την κόρη του;…
-Σιωπή, του είπε ο κατής. Μη βγαίνεις έξω από την υπόθεσιν.
-Βγαίνω έξω από την υπόθεσιν;
-Τα πολλά λόγια τι τα θέλεις;
Όλοι εσείς οι Ρωμιοί αγαπάτε τα πολλά λόγια.
-Γιατί εμένα μου πονεί, κατή μου.
-Το ξεύρω, αλλά τα περιττά τι χρησιμεύουν; 
Πρέπει να κριθείτε.
-Να κριθούμε;
-Ναι οι δύο με τον Χαλήλ. Θα στείλω αύριον να τον φέρουν.
-Και έως αύριον το κορίτσι μου θα είναι στα χέρια του;
-Βέβαια.
-Και γιατί όχι σήμερα;
-Είναι μακριά το χωριό του. Ποιος θα πάει τώρα;
-Πηγαίνω εγώ.
-Άμα πας εσύ, δεν θα σε δεχθεί, είναι το ίδιο σαν να τον καλείς σε πόλεμο.
Ο Κώστας σκέφθηκε πράγματι και βρήκε ότι αν ήταν να μεταβεί ο ίδιος προς τον Χαλήλ, έπρεπε να έχει μαζί του δύναμη εκατό ανδρείων, για να κάψει την οικία του Τούρκου.
-Αχ! είπε στον εαυτό του, κλέφτης στα βουνά καλύτερα, το έλεγα εγώ!…
Α, κλέφτης, κλέφτης!…
Ποιος δεν βρέθηκε στην ανάγκη να το πει χιλιάκις στη ζωή του;
Φρικτή ήταν η δεύτερη εκείνη νύχτα, νύχτα πυρετού και αγωνίας, νύχτα παραληρήματος και πνιγηρών οραμάτων, νύχτα οδύνης και απόγνωσης. Και ήδη ήταν ίσως αργά. 
Αλλά ο Νίκος, ο Νίκος!…
Και όμως ο κατής δεν τήρησε αυστηρά το λόγο του. 
Φαίνεται δεν ήταν σπουδαία η προταθείσα αιτία. 
Ο κατής έστειλε κρυφά άνθρωπο προς τον Χαλήλ. Ίσως τον έστειλε χάριν κάποιου προδικαστικού ζητήματος.
***
Την άλλη μέρα ο Χαλήλ, γαλήνιος και προκλητικός, πήγε στον κατή και δικαιολόγησε την πράξη του.
Όταν άρπαξε τη Βάσω, δεν ήξερε ότι ήταν αρραβωνιασμένη. Τώρα το μαθαίνει. Δυστυχώς είναι αργά τώρα. Και αυτή τα έχασε τόσο πολύ, ώστε δεν του είπε λέξη περί του μνηστήρα της. Αν το μάθαινε εγκαίρως ότι η κόρη είχε μνηστήρα, ήταν τίμιος μουσουλμάνος ο Χαλήλ και δεν θα καταδεχόταν να αρπάξει τη μνηστή άλλου.
Αλλά σε τούτο φταίνε οι προλήψεις των χριστιανών.
Ο Χαλήλ είχε ζητήσει σε γάμο τη Βάσω, αλλά οι γονείς της τον απέκρουσαν. Τι πειράζει τούτο, αν μουσουλμάνος νυμφευθεί χριστιανή; Πού ακούσθηκε ποτέ, ότι ένας πιστός μουσουλμάνος δεν δύναται να έχει ελληνίδα κόρη στο χαρέμι του; Αυτός δεν θα την αναγκάσει ποτέ να αλλάξει την πίστη της.
Αν ήταν ομόπιστός τους ο Χαλήλ, επρόκειτο να αποκρουσθεί;
Ποτέ, διότι είναι νέος πλούσιος και ισχυρός και η κόρη είναι μεν όμορφη αλλά πτωχή. Και τέλος ο Χαλήλ είναι έτοιμος να πληρώσει αποζημίωση στους γονείς της.
Ο κατής άκουσε τα επιχειρήματα αυτά με προφανή ευμένεια. Ακολούθως έδωκε το λόγο στον πατέρα της κόρης, ο οποίος παραφερόμενος από αισχύνη και αγανάκτηση κακώς συνάρθρωνε τις λέξεις:
-Ω!… κατάρα… ακούς εκεί… τον… εγώ θέλω το κορίτσι μου, ακούς; Αυτά εγώ δεν τα ξέρω… Το κορίτσι μου θέλω… το κορίτσι μου, να μου δώσει το κορίτσι μου…
Ο κατής τον προέτρεψε να καθησυχάσει και να εκφράσει σαφέστερα τους λόγους του. 
Ο Χαλήλ αγάς του φαίνεται ότι έχει μερικά δίκαια, ας πει και αυτός τα δίκαιά του.
-Τα δίκαιά μου!… Είμαι πατέρας… και δεν μπορεί η κόρη μου να πανδρευτεί χωρίς την άδειά μου… ούτε Τούρκο ούτε Χριστιανό…
Η κόρη μου είναι ανήλικη…
-Είναι αλήθεια, ρώτησε κατά τους τύπους ο κατής, ότι ο Χαλήλ αγάς σου είχε ζητήσει την κόρη σου;
-Δεν ξεύρω εγώ τέτοια, είπε ο πατέρας παραφερόμενος.
-Είναι ανάγκη να ομιλήσεις καλά… Ομιλείς με τον κατήν… Μην το λησμονείς…
-Και αν μου τη ζήτησε, δεν είμαι κύριος;… Μπορεί η κόρη μου να πανδρευθεί χωρίς την άδειά μου… και χωρίς να θέλει…
-Ο ιερός νόμος, είπε με πομπώδες ύφος ο κατής, δεν απαιτεί την συναίνεσιν της κόρης.
-Του πατέρα όμως…
-Τέλος δεν μπορεί να γίνει συμβιβασμός; είπε ο κατής, μετά μικρή σκέψη.
-Τι συμβιβασμός;
-Χαλήλ αγά, θέλεις να δώσεις την κόρη με το καλό;
Το βλέμμα του Χαλήλ εξέφρασε έκπληξη, αλλά καθησύχασε ευθύς, μόλις συνάντησε του κατή το βλέμμα.
Το πρόσωπο του Κώστα εξέφραζε τουναντίον ελπίδα.
Ο Χαλήλ απάντησε με σταθερότητα.
-Ο κατή-εφέντης μου προτείνει λοιπόν να δώσω τη σύζυγό μου; Ολμάς (αδύνατον).
-Άκουσες Κώστα, είπε ο κατής, τι αποκρίνεται ο Χαλήλ αγάς.
Εσύ τι λέγεις; Δέχεσαι αποζημίωση;
-Την κόρην μου θέλω! έκραξε πνέοντας λύσσα ο ατυχής πατέρας.
-Καλά, φθάνει, είπε ο κατής.
Και καθήμενος ανετότερα πάνω στο σοφά που καθόταν, άνοιξε το ιερό βιβλίο  και άρχισε να απαγγέλλει τη γνωστή απόφαση, δια της οποίας ανεγνωρίζετο ο Χαλήλ αγάς ως νόμιμος κάτοχος της κόρης Βάσως, απαλλάσσονταν δε πάσης αιτίας αυτός και ο συνεργός του εις την αρπαγήν.
Ο Κώστας άφησε μανιώδη κραυγή και ήταν έτοιμος να ορμήσει κατά του κατή. Αλλά αυτός διέταξε τους σερδαρέους του να τον απαγάγουν στο σωφρονιστήριο…
Καθ’ ην στιγμήν απήγετο ο Κώστας, ένας νέος μελαχρινός με υψηλό και εύστροφο ανάστημα του έκραξε.
-Θάρρος, πατέρα μου! υπάρχει εκδίκηση!
Και παίρνοντας μια πλάγια οδό βγήκε από την Άρτα και έγινε άφαντος.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ
Το σπίτι του Χασάν εφένδη, του κατή της Άρτας, βρισκόταν σε έναν από τους στενότερους δρόμους στο άκρο της πόλης. Κοντά στο σπίτι του βρισκόταν και το κυριότερο τέμενος της πόλης, το οποίο είχε λάβει, όπως έλεγαν, από τον Ταχήρ Μουράτη, αγίου ανδρός προσφιλούς στον προφήτη, το προνόμιο του ιερού και του ασύλου.
Στους αλλόπιστους δεν επιτρεπόταν να πατήσουν στον ιερό εκείνο χώρο.
Ένας πτωχός πλανημένος εβραίος, που τόλμησε κάποτε από άγνοια να βεβηλώσει τον ιερό περίβολο, απαγχονίστηκε άκριτος στον πυλώνα του φρουρίου.
Ήταν περί τη δύση του ηλίου και η λιγυρή φωνή του κήρυκα της πίστεως, τόνιζε από το πτερύγιο του μιναρέ, τα σοβαρά και πλήρη μελαγχολίας εκείνα έπη, τα οποία αυτί απίστου ουδέποτε δύναται χωρίς να αισθάνεται φρίκη να ακούσει:
Λ α-ι λ-λ α χ-ι λ-α λ λ ά χ, β ε Μ ω χ α μ έ τ  ρ ε σ ο ύ λ-ο υ λ-λ α χ.
«Εις είναι ο Θεός και ο Μωάμεθ είναι ο προφήτης του!».
Ήταν Παρασκευή, ημέρα εορτής, κατά την οποία οι πέντε νενομισμένες προσευχές τελούνται πομπωδέστερα…
Όταν άκουσε τους μελωδικούς και ηχηρούς εκείνους φθόγγους ο Χασάν εφένδης, άφησε στον τάπητα του σοφά το βιβλίο του Σερή, το οποίο νυχθημερόν μελετούσε και σηκώθηκε, φόρεσε την κάπα του και πήγε για το προσκύνημα.
Μόλις οι πιστοί είχαν συγκεντρωθεί και άρχισαν τις συνηθισμένες επί της ψάθας γονυκλισίες, προτού ακόμη κάποιος απ΄ τους δερβίσηδες να φθάσει σε βαθμό ενθουσιώδους παροξυσμού, ώστε να βγάλει αφρούς από το στόμα, νεαρός Τούρκος εισήλθε ορμητικός και τόσο έξαλλος φαινόταν, ώστε λησμόνησε να αφήσει τα σανδάλια στην θύρα και μπήκε με τα υποδήματα στο τέμενος. Οι πιστοί ανέκυψαν έκπληκτοι και οι ενθερμότερα προσευχόμενοι αποσπάσθηκαν απ΄ την ευσεβή εκείνη προσήλωση.
-Τι είναι; ακούσθηκε ψιθυρισμός.
-Κλέφτες! Κλέφτες έρχονται! φώναξε αυτός που μόλις μπήκε.
-Κλέφτες! επανέλαβαν διάφορες φωνές.
Η έκπληξη ολόκληρη δεν είχε εκφρασθεί ακόμη. 
Ακτίνα φωτός δεν είχε εισδύσει στη διάνοιά τους, ώστε να κατανοήσουν πως ήταν δυνατόν να έλθουν κλέφτες στην πόλη.
Και συγχρόνως εισήλθε ένας άνδρας, φορώντας λερή φουστανέλα, κρατώντας γυμνό ξίφος στη δεξιά, μελαψός στη χροιά, πελώριος το ανάστημα, έχοντας μακριά μαλλιά μέχρι τους ώμους.
Κατόπιν αυτού φάνηκε δεύτερος και τρίτος κλέφτης.
Οι μουσουλμάνοι έριξαν λυσσασμένες κραυγές φρίκης και μίσους.
Η αγανάκτηση για τη βεβήλωση, η ιδέα πως ήταν δυνατόν να έλθει άπιστος να βεβηλώσει τον ιερό χώρο, έπνιγε κάθε άλλο αίσθημα.
-Έξω! έξω! έξω απ’ εδώ! ακούσθησαν ωρυόμενες συμμιγείς κραυγές.
Αλλά ο ψηλός φουστανελοφόρος, πάλλοντας το ξίφος στη δεξιά και αγνοώντας τους άοπλους μουσουλμάνους, όσοι πρόλαβαν να ανασηκωθούν, ήλθε κατ’ ευθείαν προς τον Χασάν εφένδη και του είπε:
-Συ είσαι ο κατής της Άρτας;
-Εγώ, απάντησε εμβρόντητος ο Χασάν.
-Σηκώσου, πάμε, του είπε ο κλέφτης.
Και τον έσυρε διά της βίας.
Οι δύο σύντροφοί του, ήρθαν και τον βοήθησαν.
Σε λίγες στιγμές το σύμπλεγμα είχε διασκελίσει την έξοδο.
Ο πρώτος κλέφτης προπορευόταν σύροντας και τον κατή και οι δύο σύντροφοί του ακολουθούν οπισθοβατούντες, αμυνόμενοι με τα ξίφη κατά των μουσουλμάνων, όσοι όρμησαν να επιτεθούν άοπλοι.
Όταν βγήκαν στον περίβολο, ο οποίος ήταν γεμάτος τάφους και μνημεία, περιβαλλόμενα από λίγα κυπαρίσσια, αναζητούν μερικοί πέτρες να επιτεθούν. Άλλοι, όσοι κατοικούσαν κοντά στο τζαμί, έτρεξαν στα σπίτια τους να πάρουν όπλα.
Αλλά οι τρεις κλέφτες είχαν πολύ ανοικτό το βήμα.
Όταν απομακρύνθηκαν λίγο και βγήκαν απ΄ την πόλη, οι δύο σύντροφοι σχημάτισαν με τα χέρια φορείο και έβαλαν τον Χασάν να καθίσει επ’ αυτού, ο δε πρώτος κλέφτης βάδιζε ατάραχος. Αλλά τότε όρμησε εναντίον τους πολυάριθμο απόσπασμα ενόπλων Τούρκων.
Συγχρόνως δε ακούσθηκε κραυγή·
-Χτυπάτε μ ο ν ό μ α τ ο ι!
Πράγματι, ο Χρήστος Μηλιόνης (διότι εκείνος ήταν ο αρχηγός της εισβολής) δε συνήθιζε να κάνει ατελή σχέδια. Μισούσε τη βραδεία μεταμέλεια και για τούτο προτιμούσε να προνοεί καλώς τα ενδεχόμενα.
Προτού να αποφασίσει το τολμηρό τούτο διάβημα, είχε φροντίσει να οπλίσει μερικούς χριστιανούς επίκουρους απ΄ την  Ακαρνανία, από εκείνους τους γνωστούς υπό το όνομα οι μονόματοι, οι οποίοι δεν ήταν κυρίως αρματολοί, αλλά ειρηνικοί αγρότες, δεν απαξιούσαν όμως να ζώνονται ενίοτε το σπαθί, οσάκις είχαν αφορμή να ξεφύγουν απ΄ το μονότονο έργο τους. Αυτοί οι ανδρείοι ενέδρευαν έξω από την πόλη περιμένοντες τους συντρόφους.
Αυτοί οι μ ο ν ό μ α τ ο ι, απάντησαν στην καταδίωξη των Τούρκων με ραγδαία και ανδρικά πυρά.
-Χτυπάτε μ ο ν ό μ α τ ο ι! έκραξε ο Χρήστος Μηλιόνης.
Και ακουγόταν το καριοφίλι να βροντά και ο Μηλιόνης γέμιζε με το ένα χέρι και άδειαζε με το άλλο και οι μονόματοι αμιλλώνται να φθάσουν στην ταχύτητα τον απαράμιλλο τούτο μαχητή.
Όσο για την ακρίβεια του σκοπού, κανείς δεν μπορούσε να ανταγωνισθεί προς αυτούς τους ατρόμητους, οι οποίοι επαξίως ονομάστηκαν μ ο ν ό μ α τ ο ι.
Όσο κρατερή και αν ήταν η καταδίωξη των Τούρκων, ο ήλιος είχε δύσει, η νύχτα έπεφτε, το ρέμα και ο κρημνός βοηθούσε τους αποχωρούντες και οι μ ο ν ό μ α τ ο ι εύκολα δεν καταβάλλονται.
Κάθε βολή μ ο ν ό μ α τ ο υ μετριέται με μία κεφαλή Τούρκου να πέφτει. Σπανίως ακούσθηκε ν’ αστοχήσουν του σκοπού τους οι γενναίοι αυτοί ορεινοί.
Μετά από λίγο οι διώκτες τράπηκαν σε άτακτη φυγή, αφήνοντας νεκρούς περί τους δέκα. Από το κλέφτικο δύο ή τρεις έπεσαν.
Ο Μηλιόνης είχε υπολογίσει ορθά. 
Έναν Ακαρνάνα τον στάθμιζε με τρεις Τούρκους και μισό. 
Από τα αποτελέσματα, λαμπρά αναδείχθηκε και πάλι η δοκιμασμένη εμπειρία του αρχηγού.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ
Παράδοξος τρόμος είχε διαδοθεί τις μέρες εκείνες στις τουρκικές κοινότητες της Άρτας και των κοντινών περιοχών, όταν έγινε γνωστό, ότι εκτός του κατή της Άρτας, τον οποίο είχε αρπάξει ο φοβερός κλέφτης της Ακαρνανίας μέσα από το τζαμί, όπου τον βρήκε προσευχόμενο, δύο άλλοι Τούρκοι από διπλανή κωμόπολη απήχθησαν αυθημερόν αιχμάλωτοι.
Αυτοί που εκτέλεσαν το δεύτερο τούτο ανδραγάθημα, ήταν 
οι αυτάδελφοι Μήτρος και Λάμπρος Τσεκούρας, σύντροφοι 
του Μηλιόνη και οι δύο.
Το περιεργότερο είναι, ότι, όπως απεδείχθη ύστερα, τους δύο τούτους αγάδες, κατά λάθος τους απήγαγαν οι κλέφτες αυτοί.
Εκείνοι τους οποίους είχαν σκοπό να συλλάβουν ήταν άλλοι, 
ο Χαλήλ, ο άρπαγας της Βάσως και ο σύντροφός του Εμίν, που τον είχε βοηθήσει στην αρπαγή. 
Αλλά τα γενόμενα δεν απογίνονται.
Είτε κατά λάθος τους αιχμαλώτισαν, είτε απήγαγαν αυτούς μη βρίσκοντας τους ζητούμενους, η αλήθεια ήταν ότι και άλλοι δύο Τούρκοι, πλην του κατή, ήταν αιχμάλωτοι στα βουνά της Ακαρνανίας.
Ένα πράγμα λύπησε το Χρήστο Μηλιόνη, ότι οι δύο Τσεκουραίοι, οι άριστοι εκείνοι σύντροφοι, δεν κατόρθωσαν να του φέρουν αυτόν τον Χαλήλ στα χέρια του. 
Αλλά τι να κάνει; 
Αυτός προτίμησε να μεταβεί στην Άρτα και να αρπάξει τον κατή, ως δυσκολότερο το πράγμα. Δεν μπορούσε να προβλέψει ότι οι δύο αδελφοί Τσεκουραίοι δεν έμελλαν να βρουν τον Χαλήλ στην έπαυλή του.
Αλλά γι΄ αυτό, σκόπευε τάχιστα να οργανώσει εκστρατεία.
Ο άτυχος Νίκος δεν τολμούσε να κλάψει μπροστά του.
Γιατί βρισκόταν στο στρατόπεδο του κλέφτη από την ημέρα εκείνη, που εκδόθηκε η απόφαση του κατή, κατά την οποία ο Νίκος φώναξε στον απορφανισθέντα πεθερό του «Θάρρος!» και πήρε το δρόμο του βουνού, για να μεταβεί και να μεταφέρει το άγγελμα στον κλέφτη.
Ο Μηλιόνης, όταν έμαθε το ατύχημα της βαπτιστικής του, δεν είπε τίποτε, αλλά το βλέμμα του εκτόξευσε κεραυνό οργής.
Πέντε μόλις ημέρες πέρασαν και ο δεξιός ερμηνευτής του Κορανίου βρισκόταν  στην εξουσία του.
Ο κατής δεν ανησυχούσε πολύ, γιατί δεν τον κακοποιούσαν.
Ήλπιζε ότι μπορούσε να σώσει τη ζωή του αντί λύτρων.
Αλλά περί τούτου δεν είχε αποφασίσει ακόμη ο Χρήστος.
Όσο για τον Κώστα, αυτός είχε ελευθερωθεί από τη φυλακή με απόφαση του κατή, την επομένη αμέσως μετά τη φυλάκισή του.
Ο Μηλιόνης του είχε παραγγείλει κρυφά, να φύγει νύκτα απ΄ το χωριό και να πάει μακριά, σε ένα κολίγα του να καταφύγει, γιατί αυτός είχε απόφαση να τιμωρήσει σκληρά τον κατή. Μπορούσε ο Κώστας, αν και αδικημένος, να κινδυνεύσει από μέρους των Τούρκων και για τούτο υπάκουσε.
Η δε Βάσω, η δύστυχη, τι είχε απογίνει; 
Ατυχής Νίκος, να την έφθαναν οι στεναγμοί του άραγε; 
Οσάκις άκουε το όνομά της, έφερε τον βραχίονα στο μέτωπο και έκρυβε τη μορφή του κάτω απ΄ το χέρι του.
Βλέποντας ο Μηλιόνης τη συνήθειά του αυτή, έπαψε να του ομιλεί περί της μνηστής του. 
Ο Νίκος, αν και δε φαινόταν εξασκημένος στα όπλα, μία χάρη ζήτησε από το Μηλιόνη, δηλαδή, αν αποφασίσει το θάνατο του κατή, να του επιτρέψει να τον φονεύσει αυτός. 
Ο κλέφτης χαμογέλασε.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΚΤΟ
Βεβαίως, φύσει εραστής του καλού πρέπει να ήταν ο πλούσιος γαιοκτήμονας Χαλήλ εφένδης, ο οποίος είχε οικοδομήσει τη φωλιά του σε γραφικότατη κοιλάδα, περιβαλλόμενη από παντού από φυτείες, θάμνους και αναδενδράδες. 
Και πολύ δύσκολη πρέπει να ήταν η νέα Βάσω, αν δεν ήταν ευχαριστημένη από την άνετη αυτή κατοικία.
Ο πλέον αμερόληπτος, ο ειλικρινέστατος των ανθρώπων, αν προσκαλείτο να συγκρίνει την φτωχική οικία του πατέρα της, με την ανθηρή αυτή έπαυλη, αυθόρμητα σχεδόν θα αποφαινόταν ότι η Βάσω ήταν πολύ ευτυχής που άλλαξε κατοικία.
Η έπαυλη απείχε περί τα δύο χιλιάδες βήματα από την πλησιέστερη κωμόπολη. Περιβαλλόταν δε από ελαιώνες και αμπέλια, χιλιάδων μέτρων σε έκταση, εκ των οποίων το τρίτο σχεδόν ανήκε στον Χαλήλ.
Αλλά οι πτωχές νεανίδες ήταν από παλαιά, ως φαίνεται, δύσκολες και ποτέ δεν ευχαριστούνταν. 
Η Βασίλω έκτη ήδη ημέρα έκλαιγε αδιάκοπα, ενθυμούμενη τους γονείς της.
Μάταια η μαύρη Φατμά, η οικονόμος του χαρεμιού, της απέτεινε θωπευτικώτατα το λόγο. Μάταια της έδειχνε τα κάλλη της φύσης και της προσέφερε άνθη να μυρίσει. 
Επί ώρες ολόκληρες περπατούσαν μαζί στον από δικτυωτό περιβαλλόμενο μεγάλο κήπο. Η Βάσω σπανίως απαντούσε στις άφθονες παρακελεύσεις της εβενόχρωμης γυναίκας.
-Κοίταξε τι ωραία γαρούφαλα, Βάσω, κοίταξε και τα τριαντάφυλλα, κοντεύουν ν’ ανθήσουν. Κοίταξε γλάστρες, βασιλικό, δεντρολίβανα, μενεξέδες. Όλα αυτά δικά σου, κόρη μου. Θα γένεις μεγάλη χανούμη, παιδί μου. Κανείς δεν θα έχει το ριζικό σου. Όλες θα σε φθονούν. Θα είσαι η σεβιλμέ, η πλέον αγαπημένη του εφένδη.
Θα έχεις όλα τα αγαθά στα πόδια σου. Κλαίς πάλι;
Πράγματι η νέα είχε κρύψει το πρόσωπο στα χέρια της ακούγοντας αυτά.
Η μαύρη της πήρε το χέρι και ανασήκωσε την κεφαλή της.
-Είναι παράξενο να έχεις όρεξη να κλαίς, παιδί μου. Και τι σου κάμαμε; Ποιος σ’ εμάλλωσε; Μη δεν είσαι η πλέον καλότυχη και η γκιουζέλ μπας του χαρεμιού;
Αντίρροπο αίσθημα λύπης, η άμπωτη αυτή της οργής, που πλημμυρίζει τις θλιβόμενες καρδιές, είχε αποξηράνει τα δάκρυα στα μάτια της νέας, σαν να απορροφήθηκαν από την καίουσα τα μάγουλά της φλόγα.
-Και όλοι σε αγαπούν εδώ, Βάσω, όλοι σε ζηλεύουν. 
Και θα είσαι ευτυχής, θα ζήσεις υπερήφανα σαν Σουλτάνα στο σαράγι τούτο, Βασίλω. Και τι σου λείπει; Να, κοίταξε από το καφάσι να δεις… όλα τα βλέπεις έξω και τίποτε δεν σε βλέπει, πάρεξ ο ουρανός.
Γιατί στενοχωρείσαι; Μήπως τάχα θαρρείς, για να σου πω…
(και η μαύρη πλησιάζοντας πλησιέστερα, χαμήλωσε τον τόνο της φωνής) μήπως θαρρείς, ότι οι χανούμισσες δεν έχουν την άδεια να βλέπουν και τους άνδρες; γιατί τάχα είναι τα καφάσια; Για να κρύφτουν τη χανούμισσα από τα μάτια των ανδρών, αλλά οι άνδρες δεν μπορούν να κρυφτούν από τα μάτια της χανούμης.
Οι χανούμισσες είναι σαν τα λούλουδα, οπού ανθούν μέσα στις γλάστρες, σαν τα πουλιά που κελαδούν μες στα κλουβιά, σαν τ’ αστέρια που φέγγουν εκεί επάνω. 
Η κάθε μια χανούμισσα είναι ευτυχέστερη από χίλιες χριστιανές, οπού ανακατώνονται με τους άνδρες και χάνουν τη δρόσο τους κι οπού κάμνουν όλες τες δουλειές και υποφέρουν όλα τα βάσανα των ανδρών.
Η νέα έβλεπε αλλού και δεν άκουε πλέον τα λεγόμενα από τη μαύρη.
Τη στιγμή εκείνη ακούσθηκε κρότος πάνω απ΄ το δικτυωτό, απ΄ το μέρος του χαρεμιού. Η Φατμά, που είχε εμπειρία των πραγμάτων, ένευσε προς τη νέα. Αυτή δεν κατάλαβε.
-Δεν κατάλαβες τι τρέχει; της είπε η γυναίκα αυτή. Άκουσες απάνω στο καφάσι; Είναι μία από τις γυναίκες του εφένδη, η Σουλμινιέ.
Σε κατάλαβε πως βρίσκεσαι στον κήπο και ήλθε να σε περιεργασθεί.
Δεν ξέρεις πόσο σε ζηλεύουν. Πολύ καλά έκαμε ο εφένδης να σε βάλει χωριστά να κατοικήσεις. Μπορούσαν να σε φαρμακώσουν.
Η νέα φρικίασε. Η προς τη ζωή έμφυτη ορμή διηγέρθη μέσα της.
-Να με φαρμακώσουν; είπε και τι κακό τις έκαμα;
-Δεν εξετάζουν εκείνες τι τις έκαμες, βλέπουν οπού σε αγαπά πλειότερο ο εφένδης.
Η νεάνιδα έσκυψε και άρχισε πάλι να κλαίει. Πάλι το κύμα της οργής την έπνιγε και δε μπορούσε να μιλήσει. Αισθανόταν παράδοξη και φρικώδη αποστροφή όταν άκουε τη λέξη αυτή, ότι ο Χαλήλ την αγαπούσε.
Άλλη ερμηνεία παρά τα δάκρυα δεν εύρισκε του αισθήματος τούτου.
***
Εντούτοις βήματα ακούσθηκαν τη στιγμή αυτή και μετά από λίγο εμφανίσθηκε ο Χαλήλ να έρχεται.
Η Φατμά σηκώθηκε και όπως φαινόταν ρωτούσε με το βλέμμα της, αν έπρεπε να αποχωρήσει. Αλλά ο Χαλήλ της ένευσε να μείνει.
Αφού πλησίασε δε στη νέα, άρχισε να την φιλοφρονεί, ρωτώντας αυτήν περί της υγείας της. Αυτή δεν απαντούσε.
-Ήθελα να σου πω κάτι άλλο, της είπε ο αγάς.
-Τι άλλο;
-Έπρεπε να μείνουμε μία στιγμή μόνοι.
Τότε η νέα, η οποία δεν είχε σεισθεί από τη θέση της, βλέποντας όρθια τη μαύρη της είπε.
-Μείνε Φατμά, μην πας πουθενά.
Και πρόσθεσε, αφού στράφηκε προς τον αγά.
-Είπαμε, η Φατμά θα είναι πάντοτε μαζί μου.
Ο αγάς έφερε το χέρι στο στήθος του και είπε:
-Ας γένει το θέλημά σου, κ ο υ ζ ο ύ μ, αλλά ήθελα να σου πω κάτι…
-Μπορείς να μου το πεις, να είναι κι η Φατμά εδώ.
-Είναι πολύ καλό… και πολύ κακό για σένα.
-Πολύ καλό και κακό…
-Είναι για τους γονείς σου…
-Για τους γονείς μου; είπε τρέμοντας η κόρη. Δεν μου το λέγεις;
Τι σε πειράζει η Φατμά αν είν’ εδώ;
-Ας είναι, είπε ο αγάς, αφού το θέλεις. Σου είπα ότι οι γονείς σου έφυγαν απ’ το σπίτι τους.
-Μου είπες.
-Και δεν ήξερε κανείς πού βρίσκονται.
-Μου είπες.
-Τώρα όμως το ξέρουν. Η εξουσία βρήκε το καταφύγι τους.
Η νέα ενέτεινε την προσοχή.
-Και οι αγάδες ζητούν εκδίκηση.
-Εκδίκηση! επανέλαβε με αγανάκτηση η νέα.
-Εκδίκηση για τον κατή, οπού τον άρπαξε ο κλέφτης από το τζαμί.
-Και τι φταίνε οι γονείς μου;
-Ο κλέφτης αυτός δεν είναι νονός σου;
-Ποιος σου το είπε;
-Το έμαθα.
Η νέα έκαμε νεύμα ενδοιασμού.
-Ε και αν είναι νονός μου; ψέλλισε.
-Δεν λέγω εγώ, ότι φταίει ο πατέρας σου τίποτε.
Οι αγάδες φωνάζουν ότι ο Μηλιόνης το έκαμε για να ικανοποιήσει εσένα και ότι ο πατέρας σου ήταν συνεννοημένος.
Η νέα σκέφτηκε προς στιγμήν και είπε με αρκετή ευστοχία.
-Δυνατόν να το έκαμε ο … νονός μου για να ικανοποιήσει εμένα… αλλά τούτο δεν θα πει ότι ο πατέρας μου ήταν συνεννοημένος.
-Γιατί λοιπόν έφυγε από το χωριό; είπε ο αγάς.
-Και πάλι δεν φαίνεται και από τούτο ότι ήταν συνεννοημένος.
Γιατί ίσως να φοβήθηκε κι έφυγε.
-Τι να φοβηθεί;
-Τι να φοβηθεί! επανέλαβε με αηδία η νέα και η λέξη αυτή εξέφραζε όλη την οργή και την αποστροφή της προς τον αγά.
Πράγματι δεν είχε να φοβηθεί τίποτε, πρόσθεσε ειρωνικά.
-Βέβαια, είπε ο Χαλήλ, κατά γράμμα ερμηνεύοντας, ώστε δεν είχε λόγους να φύγει.
Η νέα σιώπησε.
-Γι’ αυτό οι αγάδες λέγουν ότι είχε είδηση από τον Μηλιόνη, επανέλαβε ο αγάς.
-Τέλος και αν είχε είδηση, ανέκραξε η νέα, ήταν εις το δίκαιό του.
-Γιατί;
-Δεν μου είπες ότι ο κατής αυτός είχε δικαιώσει την διαγωγή σου;
-Ναι.
-Τότε καλά τον έκαμε κι ο νονός μου, είπε τολμηρά η νέα.
Και ο πατέρας μου, αν ήταν συνεννοημένος, καλά έκαμε.
Ο αγάς περιήλθε και αυτός σε αμηχανία και δεν ήξερε τι να απαντήσει.
Εντούτοις πήρε θάρρος κι άρχισε να απολογείται διά μακρών.
Αυτός δεν έφταιγε που την απήγαγε, αλλά ο πατέρας της, που δεν ήθελε να του τη δώσει. Αυτός δεν επιθυμούσε το κακό της, δεν ήθελε να τη βλάψει. Και αν με τον καιρό δεν την έπειθε να γίνει σύζυγός του, είχε σκοπό να την απολύσει, οικειοθελώς.
-Γιατί όχι τώρα; είπε η κόρη.
-Ελπίζω, γ ι α β ρ ο ύ μ, απάντησε ο αγάς.
Εάν η ελπίδα μου ευρεθεί απατημένη, τότε θα σ’ αφήσω.
-Και τι σου φταίει ο πατέρας μου και τον κατατρέχεις;
Δεν φτάνουν όλα τα άλλα;
-Εγώ δεν κατατρέχω, μικρή μου, τον πατέρα σου. Εγώ κακό δεν του θέλω. Για καλό σου το είπα. Φταίνε οι αγάδες, οπού τον κατηγορούν ως συνένοχο των κλεφτών, οπού άρπαξαν τον κατή.
Φταις εσύ, αν πήρε σκλάβο τον κατή ο νονός σου; Άλλο τόσο φταίω κι εγώ, αν κατατρέχουν οι αγάδες τον πατέρα σου. Όπως κι αν είναι, μπορείς εσύ να του κάμεις καλό, διότι κινδυνεύει.
-Και πώς μπορώ; είπε τρέμουσα η νέα.
-Να με δεχθείς για άνδρα σου, είπε με αυθάδεια ο αγάς.
Η νέα ήθελε να πει π ο τ έ! αλλά ο φόβος της έκλεισε το στόμα.
-Έχεις καιρό να συλλογισθείς, επανέλαβε ο Χαλήλ.
Θα πασχίσω κι εγώ να εμποδίσω τους αγάδες να μην τον εγκαλέσουν.
Η νέα έσκυψε το κεφάλι.
Ο αγάς έφυγε, αφήνοντάς την σε αδημονία.
Άρχισε να εννοεί τη θέση της και να πείθεται, ότι δεν είχε όπλα να ανθίσταται κατά του αγά. 
Ο ήλιος έκλινε προς τη δύση και η νέα αποσύρθηκε μαζί με τη Φατμά στο θάλαμο.
Το σκοτάδι πέφτοντας επί της γης, της έφερνε πάντοτε βαθείς και μυστηριώδεις φόβους. Αλλά ο ζόφος που κάλυπτε την ψυχή της  διεσχίζετο ενίοτε από αστραπιαίες ελπίδες.
Αν ο νονός της, αν ο μέγας αυτός κλέφτης, του οποίου το όνομα φοβούνταν οι Τούρκοι, ερχόταν με το ασκέρι του να διαρρήξει τις θύρες της βδελυρής εκείνης ειρκτής και να την ελευθερώσει!…

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΒΔΟΜΟ
Τις μέρες εκείνες, ο Χρήστος Μηλιόνης, πρώτος αρματολός της Ακαρνανίας, έστειλε κρυφά έναν χωρικό αγγελιοφόρο προς τον Χαλήλ αγάν.
Ο αγγελιοφόρος αυτός μετέφερε επιστολή, την οποία είχε παραγγείλει να γράψουν ο Μηλιόνης. 
Η επιστολή έλεγε περίπου:
-.-
«Χαλήλ Αγά, σε χαιρετώ.
Ηξεύρεις ότι η νέα οπού επήρες εις το σαράγι σου, είναι βαφτιστική μου.
Η κόρη αυτή ήτον αρραβωνιασμένη, και έκαμες πολύ κακά να την αρπάξης. Αλλ’ αν εσύ έκαμες κακά, ο κατής της Άρτας έκαμε χειρότερα, να σε βγάλη αθώον εις αυτήν την περίστασιν.
Απ’ όλους καλύτερα έκαμα εγώ, οπού υπήγα την Παρασκευήν με δύο παλληκάρια μου και με καμπόσους  μ ο ν ό μ α τ ο υ ς και άρπαξα τον κατήν από μέσα απ’ το τζαμί της Άρτας.
Είχα διάθεσιν να κάμω και εις εσέ το ίδιον, αλλ’ οι σύντροφοί μου δεν το κατάφεραν. Δεν πειράζει. Τώρα αν θέλω, ημπορώ να σε κάμω στάχτη μέσα στο σπίτι σου, σου το λέγω ακάκιωτα. Δεν το κάμνω, διατί θέλω να μου δώσης οπίσω την βαφτιστικήν μου και να σου δώσω κι εγώ οπίσω τον κατήν της Άρτας. Χέρι με χέρι. Γράψε μου γραφήν με τον ίδιον άνθρωπον να ξεύρω. Ταύτα και μένω.
Χ ρ ή σ τ ο ς Μ η λ ι ό ν η ς».
-.-
Τη φορά αυτή, χειρότερο από τον κατή της Άρτας έπραξε ο Χαλήλ αγάς, ο οποίος χωρίς τίποτε να ανακοινώσει προς την ενδιαφερόμενη νέα για τη γραφή τούτη του κλέφτη, έπιασε και αυτός κι έγραψε γραφή ιδιοτελέστατη και επισφαλέστατη, που είχε ως εξής:
-.-
«Χρήστο Μηλιόνη, σε χαιρετώ. 
Έλαβα το γράμμα σου και είδα να μου γράφεις να σου δώσω οπίσω την βαφτιστικήν σου, διά να μου δώσεις τον κατήν της Άρτας. Δεν ηξεύρω αν η βαφτιστική σου, σου είναι χρήσιμη, αλλ’ ο κατής της Άρτας δεν μου χρειάζεται εμένα. Και την βαφτιστικήν σου δεν ημπορώ να σου την δώσω, διότι με θέλει ως άνδρα της και είναι γυναίκα μου και ο ιμάμης ευλόγησε τους γάμους μας. Αν δεν ήθελε να γίνει γυναίκα μου, θα σου την έδινα. Αλλ’ αυτή ηθέλησε μοναχή της. Όσον διά να κάψεις το σπίτι μου, καθώς με φοβερίζεις, φεύγω από σήμερα από την εξοχήν και κλείομαι εις την πόλιν της Άρτας και αν θέλεις, εκεί έλα. Δεν θα εύρης άλλον κατήν διά να τον πάρεις σκλάβον. Ταύτα και μένω.
Χ α λ ή λ  α γ ά ς».
-.-
***
Τώρα, εάν ο Χρήστος Μηλιόνης, έδινε αμέσως διαταγή να θανατώσουν τον κατή και τους δύο αγάδες (οι δεύτεροι όμως δεν βρίσκονταν στην εξουσία του, διότι οι Τσεκουραίοι στρατοπέδευαν αλλού τις ημέρες εκείνες), βεβαίως δεν θα ήταν ένοχος.
Και όμως δεν το έπραξε.
Στο γράμμα του αγά, δια του οποίου ανήγγελλε αυτός πομπωδώς ότι η νέα είχε γίνει με τη θέλησή της σύζυγός του, ο έμπειρος κλέφτης οσφράνθηκε το ψεύδος.
Εάν έγραφε ειλικρινά, ότι εκβιασθείσα κατέστη η κόρη σύζυγος του Τούρκου, τότε θα τον πίστευε ο Χρήστος. 
Αλλά το στομφώδες της επιστολής αυτής τον κατέστησε φιλύποπτο. 
Ο Χρήστος έβαλε κατασκόπους για να μπορέσουν να ανακαλύψουν κάτι.
Αλλά ουδεμία ασφαλή είδηση του έφεραν και αυτοί.
Ο Μηλιόνης είχε ευκρινή συνείδηση της θέσεώς του απέναντι των Τούρκων. Προέβλεπε ότι έμελλε να κηρυχθεί αντάρτης από την εξουσία. Διότι μέχρι του χρόνου εκείνου, ο Χρήστος ήταν υπόσπονδος (προστατευόμενος από συμφωνίες) και ενομίζετο σύμμαχος και υποτελής της Πύλης.
Η παρασπονδία προήλθε εκ μέρους των Τούρκων.
Η αρπαγή της κόρης εκείνης και η παράδοξη απόφαση του κατή, αποτελούσε την παρασπονδία, κατά την άποψη που είχε ο κλέφτης περί του πράγματος. Δεν εδύνατο πολεμιστής αυτός, να υπομείνει τέτοια ύβρη γενομένη προς την βαπτιστική του. Όφειλε να τιμωρήσει το έγκλημα τούτο, αν και μετά την τιμωρία, τα πράγματα δύσκολα μπορούσαν να επανέλθουν στο πρότερο καθεστώς.
Διότι ο Χρήστος είχε βεβηλώσει το τζαμί του Ταχήρ, τόπο άβατο και απάτητο στους άπιστους, τόπο πάνω από κάθε άλλο μωαμεθανικό τέμενος ιερό και άσυλο, που είχε ως ιδιαίτερο προνόμιο την ιδιότητα αυτήν.
Και ομολογουμένως ο κλέφτης, όταν είχε αποφασίσει να εισβάλει βιαίως στο τζαμί, για να αρπάξει τον κατή, όφειλε να αναλογισθεί όλα αυτά.
Για τούτο δεν σκεφτόταν σήμερα, αν κινδύνευε.
Γνώριζε δε καλά, ότι και αν απέδιδε τους αιχμαλώτους, το οποίο μόνο αντί της απελευθέρωσης της βαπτιστικής του ήταν δυνατόν να πράξει, πάλι δεν εξασφαλιζόταν απέναντι της Τουρκικής εξουσίας. Αλλά όμως, επιθυμούσε διακαώς να αποδοθεί η απαχθείσα κόρη στους γονείς της, να απολύσει και αυτός τους τρεις Τούρκους και τότε ευχαριστημένος θα ήταν αν αποκηρυσσόταν. Διότι έμελλε να έχει το θάρρος του καθήκοντος και την ανάπαυση της συνείδησης.
Αλλά η επιστολή εκείνη του Χαλήλ, ήταν άλλη απροσδόκητη αναβολή της λύσης.
Εντωμεταξύ έμαθε, ότι οι αγάδες της Άρτας και των περιχώρων, προετοίμαζαν εκστρατεία εναντίον του. Αναμενόταν δε η αποκήρυξη να έλθει από την  Κωνσταντινούπολη, αλλά επειδή μπορούσε να περάσει μήνας, οι φανατικότεροι επέμεναν να προλάβουν την αποκήρυξη αυτή, η οποία θεωρείτο βεβαία. Επίσης έλαβε και από αλλού επιβεβαίωση της είδησης, ότι συνήνεσε η βαπτιστική του να γίνει σύζυγος του Τούρκου. Μετά δύο ή τρεις ημέρες μαθαίνει, ότι η εκστρατεία, από Άρτα ορμώμενη, είχε ήδη ξεκινήσει εναντίον του.
Τότε ο κλέφτης πήρε την απόφασή του και διέταξε να θανατώσουν τον κατή και τους δύο αγάδες.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΟΓΔΟΟ
-Μάννα μου, μη με καταριέσαι! Μάννα μου, με απάτησε!
Μάννα μου, το έκαμα για να σας γλιτώσω!
Τις λέξεις αυτές μόνο εύρισκε η Βασίλω, πέφτοντας στον τράχηλο της μητέρας της και χύνοντας πύρινα δάκρυα. 
Γιατί η Μελάχρω είχε κατορθώσει κατ’ απαίτηση της θυγατέρας της, να μπει στο σαράγι του Χαλήλ εφένδη, αφού είχε μετοικήσει πριν πολλές ημέρες στην Άρτα.
Λίγες λέξεις από τη Βάσω, αν μπορούσε να μιλήσει, αρκούσαν να εξηγήσουν πως είχαν τα πράγματα.
Ο Χαλήλ αγάς, όσο θρασύτατα και αν έγραψε την επιστολή εκείνη σε απάντηση της γραφής του Μηλιόνη, δεν εψεύδετο όμως σε όλα.
Με τις καθημερινές απειλές σχετικά με την τύχη των γονέων της, με την άγνοια στην οποία διατελούσε αυτή, υπό τον πέπλο που κάλυπτε τους οφθαλμούς της, κατόρθωσε να εκβιάσει την ορφανή (διότι πράγματι ήταν αυτή πάσης ορφάνιας ελεεινότερη) να συναινέσει και να τον νυμφευθεί.
Οι εξηγήσεις δε αυτές μεταξύ μητέρας και θυγατέρας, πιο αμήχανη καθιστούσαν τη θέση της κάθε μιας.
Και η μεν Μελάχρω, εύκολα συγχωράει όπως κάθε μητέρα, τα δάκρυα δε τα οποία κυλούσαν στα ακμαία ακόμη μάγουλα της τεσσαρακονταετούς αυτής γυναίκας, ήταν δρόσος και αγίασμα.
Αλλά έφριττε αναλογιζόμενη την τρικυμία, που θα εξήγειρε στα πατρικά σπλάγχνα η είδηση αυτή.
Ο Κώστας ήταν ένας απ΄τους ειλικρινέστατους Ηπειρώτες και τους φανατικότερους χριστιανούς, που μίσησαν ποτέ την τουρκική δυναστεία.
Η γυναίκα είχε αφήσει το σύζυγο και τα τρία παιδιά της, όχι στο κρησφύγετο, που είχαν καταφύγει τις πρώτες ημέρες, αλλά σε άλλο φιλικό σπίτι μακριά από την Άρτα και πήγε στην πόλη για να μάθει για την αγαπητή της κόρη. 
Και τώρα πώς θα τολμούσε να επιστρέψει προς τον εξαγριωμένο σύζυγο; Δεν αρκούσε το πρώτο όνειδος με την αρπαγή της κόρης; Δεν αρκούσαν τα δάκρυα της λύσσας και της αγωνίας, δεν αρκούσε η αδικία του κατή; Δεν αρκούσε η δεύτερη εκείνη ύβρης της κάθειρξης του αδικημένου πατέρα; Δεν αρκούσε τέλος η τελευταία επιβουλή και το μίσος των μουσουλμάνων, που ζητούσαν το θάνατο του Κώστα, ως συνενόχου του Χρήστου Μηλιόνη; 
Ο άτυχος πατέρας, όχι από δική του ικανότητα, αλλά από πρόνοια Θεού, μόλις έσωσε τη ζωή του από τέτοια καταφορά, που υπετράφηκε από προδοτικό έναυσμα ομόπιστου και ομόφυλου.
Ω, καλά το έλεγε ο Κώστας, ότι χωρίς προδοσία χριστιανού, ουδέν κακόν εδύνατο ποτέ να γίνει εκ μέρους των αγάδων.
Ο Κώστας είχε πάντοτε ιδέες σαφείς και ορισμένες και ο χαρακτήρας του ήταν ευθύς και ειλικρινής. Μόλις, μετά την εμπιστευτική παραγγελία του σύντεκνου, την οποία αυτός είχε διαβιβάσει προς αυτόν με άγνωστο και πιστό φίλο, του οποίου το στόμα για ν’ ανοίξει κάποιος χρειαζόταν γιγαντιαία ψαλιδωτή λαβίδα με σιδερένιο μοχλό, μόλις εγκατέλειψε ο Κώστας με την οικογένειά του την καταραμένη του λοιπού εκείνη στέγη, η οποία υπήρξε μάρτυς της για την αρπαγή της κόρης απελπισίας των γονέων και μόλις έφτασε στο φιλόξενο ορεινό σπίτι του ποιμένα Νάσκα, ο οποίος τον υποδέχθηκε με ανοικτές αγκάλες και η προδοσία, που φαινόταν ότι ακολουθούσε αυτόν κατά βήμα, ούτε εκεί τον άφησε να αναπαυθεί ήσυχος.
***
Την τρίτη μέρα αφότου εγκαταστάθηκαν εκεί, τα δύο μικρά παιδιά  έπαιζαν μπροστά από την αγροικία, γεμάτα χαρά, διότι απαλλάχτηκαν τέλος από τη φρικώδη ενόχληση του σχολείου, έχοντας λησμονήσει δε μετά τρεις μέρες τη λύπη τους για την απουσία της Βάσως, της οποίας δεν εννοούσαν την αιτία. 
Η μητέρα, που στέναζε αδιάκοπα μετά την αρπαγή της αγαπημένης της θυγατέρας, καθόταν αντίκρυ γνέθοντας με τη ρόκα της.
Τη στιγμή εκείνη, ένας άνθρωπος, βραχύς το ανάστημα, με πυκνή και μακριά κόμη και μελανό γένι, έχοντας σχεδόν εμφάνιση Καλογήρου, με το μακριό μαύρο επενδύτη και την σκούφια την οποία φορούσε, πλησίασε, τυχαία όπως φαίνεται, στο μέρος εκείνο.
Τα δύο παιδιά απείχαν λίγα βήματα από την αγροτική οικοδομή, που κρυβόταν πίσω από πυκνούς θάμνους, μέσα σε βαθιά κοιλάδα και έμοιαζε με ασκητήριο. 
Ο εξαετής Στέφος και η οκταετής Φρόσω, κουράστηκαν παίζοντας και είχαν διακόψει το παιχνίδι τους και άρχισαν συνομιλία. Θυμήθηκαν το διδάσκαλο τους, που ήταν αρκετά κωμικό πρόσωπο, όταν δίδασκε αυτούς πως να διαβάζουν  την οκτώηχο, το αλφαβητάριο τούτο της τότε διδακτικής μεθόδου.
-Θυμάσαι τα δασκαλούδια; έλεγε η Φρόσω.
-Θυμάσαι και τον δάσκαλο, Τσάκαλο; έλεγε ο Στέφος.
-Και τον Αδάμ και την Εύα;
-Θυμάσαι και τα γυαλιά του; είπε ο Στέφος.
-Και την ταμπακέρα του; Πρόσθεσε η Φρόσω.
-Έβηχε ολοένα.
-Φτερνιζόταν πέντε ώρες την ημέρα.
-Νύσταζε στην καρέκλα του, ενώ μας έβγαζε να πούμε το μάθημα.
-Και εμείς του βάζαμε στάχτη απάνω στην καθέδρα.
-Και τον ζωγραφίζαμε στο μαύρο πίνακα, ενώ κοιμόταν.
-Και του ρίχναμε σκόνη μέσα στην ταμπακέρα του.
-Και πώς τραβούσε τον ταμπάκο, πω πω πω!
-Χα χα χα!
Η Φρόσω, ήταν πάντοτε προθυμότερη στο γέλιο και ο φαιδρός τόνος ανήρχετο απ΄ αυτή στο διπλάσιο από τον αδελφό της.
Το πλάσμα τούτο ήταν τόσον ιλαρό, τόσο φιλόγελο, ώστε και 
ο σκυθρωπότατος των ανθρώπων σε μόνη τη θέα αυτής, αισθανόταν ακατανίκητη όρεξη να γελάσει. Και αν μεν αυτή αγνοούσε το λόγο, για τον οποίο γελούσε, τίποτε παράξενο, αλλά το παράδοξο είναι ότι και τον άλλον που γελούσε χωρίς να το θέλει βλέποντάς την, αν τον ρωτούσες γιατί γελούσε, δεν θα ήξερε τι να σου απαντήσει.
Τη στιγμή εκείνη της παιδικής διαχύσεως, εμφανίσθηκε αιφνιδίως ο απαίσιος μαυροφορεμένος εκείνος άνθρωπος, για τον οποίο λέγαμε ανωτέρω.
Τα δύο παιδιά δεν πτοήθηκαν που τον είδαν, αισθάνθηκαν μόνο περιέργεια και τίποτε άλλο.
Η Μελάχρω ήταν αντίκρυ με τη ρόκα της, αλλά συστάδα δένδρων και πυκνός καλαμώνας απέκρυπτε εν μέρει αυτήν από τα δύο παιδιά.
Για τούτο, δεν είδε κατ’ αρχάς τον άγνωστο, όταν εμφανίσθηκε αυτός.
-Τι κάνετε εδώ, παιδιά; ρώτησε ο παράδοξος άνθρωπος.
-Τι κάνομε; Παίζομε, απάντησε η Φρόσω, η οποία δεν μπορούσε εύκολα να εγκαταλείπει την φαιδρότητά της.
-Και τίνος είσθε;
-Τίνος είμαστε;… άρχισε να λέγει ο Στέφος. Είμαστε του…
-Μην το λέγεις τίνος είμαστε, είπε η Φρόσω, που ήταν πονηρότερη.
-Και γιατί ρωτάς τίνος είμαστε; είπε τότε με θάρρος ο Στέφος.
-Γιατί δεν φαίνεσθε σαν τσοπανόπουλα, απάντησε ο ξένος.
-Και τι σε μέλει γι΄ αυτό; είπε η Φρόσω.
-Για καλό ρωτώ, είπε ο άγνωστος.
-Τότε λοιπόν τράβα το δρόμο σου, είπε μισοθυμωμένος 
ο Στέφος.
-Και μη σε μέλει για μας, πρόσθεσε η Φρόσω.
-Δεν θέλω το κακό σας, είπε ο ξένος.
-Δεν μας μέλει, απάντησε η Φρόσω.
-Και να κοιτάζεις τη δουλειά σου, είπε ο Στέφος.
Η άσχημη μορφή του ξένου, εξέφρασε παράδοξο αίσθημα οργής.
Την ίδια στιγμή η Μελάχρω, είτε είχε υψώσει τυχαία το βλέμμα από το έργο της, είτε άκουσε τη φωνή των παιδιών, παρατήρησε την παρουσία του αγνώστου. 
Σηκώθηκε και πλησίασε.
-Τι τρέχει; ρώτησε ανήσυχη.
Διότι από ολίγων ημερών τα πάντα και τα ελάχιστα, ενέπνεαν ανησυχία στο ευαίσθητο της γυναικείας αυτής φύσεως.
Ο ξένος είχε παρατηρήσει και πριν την παρουσία της γυναίκας εκείνης, αλλά έδειξε ότι τώρα την έβλεπε.
-Περνούσα από δω, κυρά, απάντησε και δεν ξέρω και καλά τους δρόμους και ήθελα να ρωτήσω.
-Κι εμείς ξένοι είμαστε, απάντησε ειλικρινώς η σύζυγος του Κώστα και δεν ξέρουμε κι εμείς καλύτερα τους δρόμους.
«Α, είναι ξένοι λοιπόν, διανοήθηκε ο άγνωστος. Ιδού φιλαλήθης γυνή. Αλλά το ήξερα τούτο».
-Για λίγες ημέρες θα μείνουμε εδώ, είπε η Κώσταινα.
«Και τούτο καλό είναι να το μάθω», είπε μέσα του ο άγνωστος.
-Μάννα, είπε με πονηριά η Φρόσω, δεν μας ρώτησε το δρόμο.
-Εμείς του είπαμε να τραβήξει το δρόμο του, πρόσθεσε 
ο Στέφος.
Η μητέρα περιήλθε τότε σε αμηχανία και δεν είχε τι να πει.
Ο ξένος, ο οποίος ήταν φαίνεται επιτήδειος, κατάλαβε εύκολα ότι όφειλε να δώσει τέλος στη συζήτηση αυτή.
-Εγώ φταίω, κυρά, είπε και θα τραβήξω το δρόμο μου.
Αδίκως σας πείραξα.
Και πράγματι, παίρνοντας τη ράβδο και το σάκο του, που είχε αποθέσει κοντά στη ρίζα ενός δένδρου, αποχαιρέτισε τη Μελάχρω και έφυγε.
Τα δύο παιδιά εξακολούθησαν το παιχνίδι, όπου το είχαν αφήσει.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΝΑΤΟ
Ο Καμπόσος, ή κατ’ άλλους Καμπίσος - έτσι τον έλεγαν - ήταν τρομερός άνθρωπος. Κανείς δεν ήξερε στα περίχωρα ούτε την καταγωγή του, ούτε το επάγγελμά του, ούτε την κατοικία του.
Το όνομά του μόνο είχε πει σε ένα γέροντα παντοπώλη και αυτός το είχε μεταδώσει σε μερικούς.
Κανείς σε όλη τη νότια Ήπειρο, είχε ποτέ τόσες σχέσεις με τους Τούρκους, όσες αυτός. 
Το αίτιο και ο σκοπός των σχέσεων τούτων αγνοείτο.
Οι χριστιανοί τον φοβούνταν και οι Τούρκοι τον ευνοούσαν. Τίποτε άλλο δεν ήταν γνωστό απ΄ τη ζωή του.
Σιγοψιθύριζαν μερικοί, ότι ήταν κατάσκοπος και προδότης. Αλλά κανείς δεν μπορούσε να αποδείξει αν το πράγμα ήταν αληθινό. Ορισμένη κατηγορία δεν υπήρχε. Τον φοβούνταν μόνο και κανείς δεν τον εμπιστευόταν.
Εν γένει οι γυναίκες και τα παιδιά τον μισούσαν, γιατί είχε ήθος καλόγηρου, χωρίς να είναι καταταγμένος σε κάποια μονή. 
Αλλά διότι φορούσε μαύρα και έφερε σχήμα μετανοίας, δεν ήταν αυτό αποχρών λόγος για να καταφέρονται εναντίον του. Αλλά όμως η καταφορά ήταν υψωμένη στο έπακρον. 
Είναι αλήθεια ότι ο άνθρωπος αυτός ήταν κατασκευασμένος έτσι, ώστε να εμπνέει δυσπιστία.
Κανείς βλέποντας αυτόν για λίγο και ανταλλάσσοντας λίγες λέξεις μαζί του, μπορούσε να είναι τόσο ήσυχος, όσο ήταν πριν τη συνάντηση.
Αλλά όλοι όσοι αισθάνθηκαν αυτήν την ανησυχία, δεν είχαν τη θλιβερή τύχη να δουν ευθύς να επαληθεύει το αδικαιολόγητο τούτο προαίσθημα, όπως συνέβη το πράγμα στη σύζυγο του Κώστα, που μετά την αναχώρηση του άγνωστου, αν και τα δύο παιδιά της εξακολούθησαν να παίζουν, δεν εξακολούθησε και αυτή το έργο της ήσυχα. 
Η εμφάνιση του ανθρώπου εκείνου, το παράδοξο σχήμα, με το οποίο περιβαλλόταν, το ακόμη παραδοξότερο ήθος και οι λόγοι του, η αναχώρησή του αυτή η τόσο σύντομη, της προξενούσαν ανεξήγητο αίσθημα φόβου και υποψίας.
Η δυστυχής αυτή γυναίκα, που είχε τόσο σκληρά δοκιμασθεί ήδη, δεν έμελλε να περιμένει επί πολύ καιρό την επαλήθευση των ζοφερών προαισθημάτων της.
***
Το πρωί της επόμενης μέρας, τέσσερις Τούρκοι, αληθινοί Τούρκοι, που φορούσαν σαρίκια και λευκές χλαίνες, πάνοπλοι και αποφασισμένοι, όπως φαινόταν, ξημέρωσαν έξω από τη φιλόξενη ποιμενική αγροικία.
Πρώτος είχε βγει από την οικία ο αγαθός ποιμένας Νάσκας, 
ο οποίος κατεπλάγη βλέποντας απροσδόκητα να σταθμεύουν μπροστά στο σπίτι του, τους δυσάρεστους εκείνους επισκέπτες.
-Έλα δω, κουζούμ, του ένευσε ένας των Τούρκων.
-Τι τρέχει; είπε ο Νάσκας, αγωνιζόμενος να φανεί ατάραχος.
-Μη φοβάσαι, είπε ο ίδιος Τούρκος που φαινόταν ως αρχηγός, εννοώντας ότι η αταραξία του ποιμένα ήταν επίπλαστη.
-Δεν φοβούμαι τίποτε, είπε με αγροτική περηφάνια ο Νάσκας.
-Πάει καλά, απάντησε ο αρχηγός. Φαίνεσαι ότι είσαι καλός χωρικός και πιστός ραγιάς του Σουλτάνου.
-Βέβαια, θέλει ερώτημα; είπε ο Νάσκας, ο οποίος βλαστημούσε μέσα του, την ώρα και τη στιγμή.
-Λοιπόν, φέρε μας εδώ τον άνθρωπο που έχεις κρυμμένον…
-Κρυμμένον;.. επανέλαβε ο βοσκός, εγώ έχω κρυμμένον;…
-Βέβαια, απάντησε ο Τούρκος. Εσύ δεν έχεις να πάθεις τίποτε.
-Δεν έχω κανένα κρυμμένον, είπε καρτερικά ο Νάσκας.
-Μη χωρατεύεις, επανέλαβε ο πρώτος των Τούρκων.
Εμείς δεν σου θέλομε το κακό σου.
-Ούτ’ εγώ δεν σας θέλω το κακό σας, απάντησε αλλόφρων
ο άνθρωπος.
-Τότε ξεμπέρδευε γρήγορα και παράδωσέ μας τον Κώστα.
-Ποιον Κώστα; ρώτησε σαν να απορούσε ο ποιμένας.
-Εκείνον που άρπαξε τον κατή της Άρτας, είπε ο Τούρκος.
-Τον κατήν της Άρτας! επανέλαβε με ειλικρινή απορία ήδη 
ο Νάσκας, γιατί πρώτη φορά άκουε να γίνεται λόγος περί τούτου.
-Βέβαια, προχθές την Παρασκευή, απήντησε ο Τούρκος.
-Την Παρασκευή! επανέλαβε εμβρόντητος ο Νάσκας.
Και παρ’ ολίγον θα έλεγε: αλλά την Παρασκευή ο Κώστας ήταν στο σπίτι μου όλη την ημέρα και δεν μπορούσε να αρπάξει τον κατή της Άρτας.
-Λοιπόν μην αργοπορείς, είπε ο Τούρκος.
-Αλλά μπορείτε να δείτε ότι δεν είναι κανείς στο σπίτι μου, είπε τολμηρά ο ποιμένας.
-Θα το δούμε, τώρα αμέσως, είπε ο αρχηγός.
Ο δυστυχής ποιμένας, για να ψευσθεί τόσο αποφασιστικά, αναλογιζόταν το μικρό παράθυρο, που βρισκόταν στον αντίθετο της οικοδομής τοίχο.
Ο τοίχος αυτός ήταν σύρριζα στο βράχο και μόλις είχε το μισό του ύψους του μπροστινού τοίχου. Ευκίνητος άνδρας, όπως ο Κώστας, μπορούσε εύκολα να πηδήσει απ΄ το παράθυρο εκείνο και να πάρει το δρόμο του δάσους, όπου οι Τούρκοι δεν θα τον έφθαναν.
Όσο για την Κώσταινα και τα τρία της παιδιά, ο Νάσκας υπολόγιζε να τα παραστήσει στους Τούρκους ως μέλη της δικής του οικογένειας. Διότι, δόξα τω Θεώ, μετά οκτώ ετών συζυγικό βίο, η Νάσκαινα μόνο μισή δωδεκάδα του είχε γεννήσει, ώστε αν προστίθεντο και τα τρία του Κώστα τέκνα, μόλις θα αποτελείτο ο αριθμός εννέα, ο οποίος δεν ήταν δυνατόν να φανεί υπερβολικός στον αγροτικό βίο, όπου οι γυναίκες αναπνέοντας την ορεινή αύρα καθίστανται εξόχως πολύτεκνες.
Όσο για τις δύο μητέρες, επειδή ως σύζυγοι πλεόναζαν, φανταζόταν ότι μπορούσε να παραστήσει τη μία εκ των δύο 
ως γυναικαδέλφη.
- Πράγματι δε, ο Κώστας δεν ήταν ανόητος και είχε παρατηρήσει ήδη την παρουσία των Τούρκων. Από λίγη ώρα κατασκόπευε το διάλογο από το παράθυρο και έβλεπε τις απελπιστικές χειρονομίες του ξενοδόχου του. Όταν δε είδε αυτόν και τους τέσσερις Τούρκους να διευθύνονται προς το σπίτι, ο Κώστας όχι κατά συγκυρία, αλλά απ΄ αυτήν την έμφυτη λογική των πραγμάτων ορμώμενος, συνέλαβε την ίδια με το Νάσκα ιδέα και έτρεξε στο μικρό παράθυρο. Ένευσε δε προς τη σύζυγό του να έχει θάρρος και ανέβηκε με ένα πήδημα στο παράθυρο και από εκεί στο βράχο.
Η Μελάχρω ένωνε τα χέρια με απόγνωση. Τα παιδιά κοίταζαν με ανοικτά στόματα. Τη στιγμή εκείνη ακούγονταν τα βήματα των τεσσάρων Τούρκων που ανέβαιναν τη σκάλα. 
Ω, οποίος τρόμος!…
Οι Τούρκοι εισήλθαν διαδοχικά στην οικία και άρχισαν να εξετάζουν με το βλέμμα τους όλους. Μερικά των παιδιών μόλις είχαν σηκωθεί από τον ύπνο, διότι μόλις είχε ανατείλει ο ήλιος.
Οι Τούρκοι έριχναν άπληστα παντού βλέμματα και ζήτησαν να ερευνήσουν και το ισόγειο.
-Ευχαρίστως, αγάδες μου, είπε ο Νάσκας, πλήρης χαράς, διότι έβλεπε να πάει καλά το σχέδιό του. Γυναικαδέλφη, φώναξε αποτεινόμενος προς την Κώσταινα, άνοιξε την κλαβανή!
Η αυτοσχέδια γυναικαδέλφη, έσπευσε να υπακούσει και αφού ανοίχτηκε η καταπακτή, ένας από τους αγάδες ετοιμαζόταν να κατέβει.
Ο Νάσκας ψιθύριζε περιχαρής στο αυτί της Κώσταινας:
Ε σ ώ θ η, έ χ ε  θ ά ρ ρ ο ς.
Αλλά την ίδια στιγμή ακούσθηκε κραυγή, τρομερή κραυγή, οξεία και διαπεραστική έξω απ΄ το σπίτι, κάτω από το βράχο, απ΄ τον οποίο είχε πηδήσει ο Κώστας.
-Εδώ τον έχω! Αγάδες! τρεχάτε, τον έπιασα!
Ο Νάσκας έμεινε με ανοικτό το στόμα. Η Μελάχρω έσκισε τα μάγουλα με τα νύχια και τα παιδιά αυτομάτως αισθάνθηκαν το δυστύχημα και έβαλαν γοερές κραυγές. 
Ο πρώτος των Τούρκων που είχε κατεβεί ένα σκαλοπάτι της σκάλας της καταπακτής, επέστρεψε στο δάπεδο και δεν κατέβηκε στο ισόγειο.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ
Άμα πήδησε στο βράχο ο Κώστας, ετοιμάσθηκε να κατέβει ήρεμα, γιατί ο κρημνός ήταν ψηλός και απαιτούσε προσοχή και επιδεξιότητα.
Όταν θα έφθανε στο ομαλό έδαφος, τότε κανείς δε μπορούσε να τον φθάσει στο βάδισμα. Αλλά αφοσιωμένος για να  κατεβεί με προσοχή, δεν είδε κάποιον άνθρωπο που ήταν εκεί, ο οποίος στεκόταν στη ρίζα του βράχου και τον κατασκόπευε.
Μόλις κατέβηκε στο έδαφος και ο άνθρωπος εκείνος ορμώντας, τον συνέλαβε από το βραχίονα.
Τότε μόνο αισθάνθηκε ο Κώστας την παρουσία του μαυροφορεμένου και απαίσιου εκείνου ανθρώπου, που περιφερόταν από το πρωί εκεί σαν οιωνός βαριάς συμφοράς.
Ο Κώστας πρώτη φορά τον έβλεπε. 
Ήταν αυτός ο Καμπόσος.
Ο Κώστας ήταν επιδέξιος και ευκίνητος και προσπάθησε να απαλλαγεί από την περίσφιξη του ανθρώπου τούτου.
Αλλά εκείνος έβαλε την τρομερή εκείνη κραυγή.
-Τρέξετε, αγάδες! εδώ τον έχω.
Οι καλούμενοι, δε βράδυναν να έλθουν και ήλθαν εγκαίρως, διότι ο Κώστας είχε καταβάλει ήδη τον Καμπόσο και παρ’ ολίγον θα ξέφευγε. Εντούτοις οι Τούρκοι τον συνέλαβαν.
Σπαρακτική ήταν η σκηνή εκείνη. Γυναίκες έτρεχαν με λυμένα τα μαλλιά και θρηνούσαν, παιδιά ολόλυζαν, θέαμα οικτρό. Αλλά όμως στους διώκτες δεν φαίνονταν αυτά άξια οίκτου, ήταν μόνο ενοχλητικά.
Ο Γιουσούφ Ιβραήμ (τούτο ήταν το όνομα του αρχηγού), τους διέταξε αυστηρά να ησυχάσουν, διότι κατ’ αυτόν το πράγμα δεν ήταν τόσου θορύβου άξιο. Ένας ραγιάς, υπήκοος του Σουλτάνου, ήταν φταίχτης. Μακάρι να αποδεικνυόταν αθώος. Η δικαιοσύνη του αρχηγού των πιστών δεν ήταν τυφλή και έμελλε να απονείμει το δίκαιο στο ραγιά τούτο. Γιατί έκαναν τόσο θόρυβο;
Εντούτοις οι Τούρκοι τον έσυραν στο δρόμο, αφού μετά δυσκολίας απομάκρυναν τις γυναίκες και τα παιδιά. Εδέησε δε να επέμβει αυτός ο Κώστας, ο οποίος διέταξε τη γυναίκα του να απομακρυνθεί, νομίζοντας ότι τούτο ήταν το καλύτερο.
Ο Νάσκας επίσης απομακρύνθηκε.
Την τελευταία στιγμή ο Κώστας, του απέτεινε βλέμμα γεμάτο παράπονο, το οποίο κατάλαβε εκείνος. Το βλέμμα τούτο σήμαινε. «Γιατί να μην πάρουμε στα χέρια εσύ το νταλιάνι σου κι εγώ το μηλιόνι μου, να αντισταθούμε στους άθλιους τούτους;».
- Στην κορυφή βραχώδους λόφου, βρισκόταν ο σταθμός των Αλβανών. Διότι Αλβανοί ήταν αυτοί που συνέλαβαν τον Κώστα.
Εκεί τον οδήγησαν. Τι είχε συμβεί τότε μεταξύ διωκτών και του θύματος, ουδείς ποτέ θα γνώριζε, αν κατ’ ανεκτίμητη ευτυχία δεν σωζόταν από την αγχόνη ο Κώστας. Αυτός ο ίδιος διηγείτο ύστερα προς τη γυναίκα του τις λεπτομέρειες της σκηνής εκείνης, οι οποίες μπορούσαν να εκληφθούν ως μύθος διά το παράδοξο.
Πράγματι, κανείς δε μπορούσε να περιμένει την εμφάνιση του αγαθού Τούρκου Σουλεϊμάν, που ήρθε αυτή τη στιγμή του εσχάτου κινδύνου και αποτελεσματικά παρενέβει υπέρ του καταδίκου.
Αλλά πριν τούτου ποιος προσδοκούσε να βρεθεί το σχοινί στον κόρφο του Καμπόσου; Διότι οι Αλβανοί καταδίκασαν παμψηφεί τον Κώστα στην αγχόνη, αλλά σχοινί δεν βρισκόταν στο στρατώνα.
Αίφνης ο Καμπόσος ανασύρει απ΄ τον κόρφο του σχοινί σπειροειδώς τυλιγμένο και το προσφέρει στον Γιουσούφ.
-Να, πάρε, αγά μου, του είπε.
Αυτός ο Καμπόσος, ήταν πολύτιμος. Για όλα προνοούσε, ως και σχοινί στον κόρφο του βρέθηκε όταν χρειαζόταν να έχει.
Αλλά ο Σουλεϊμάν ήταν α δ ε λ φ ο π ο ι τ ό ς του Χρήστου Μηλιόνη. Αυτός, κατά την εσχάτη στιγμή προσήλθε συνήγορος υπέρ του κινδυνεύοντος και πέτυχε τη χάρη του.
Ο Σουλεϊμάν αυτός, κατοικούσε στα περίχωρα. 
Έγινε γνωστό ύστερα, ότι ο αγαθός ποιμένας Νάσκας ήταν εκείνος, ο οποίος προσήλθε προς τον Τούρκο, ικέτης υπέρ του ξένου του.
Μετά τρεις ημέρες, συνέβη η σκηνή της συναντήσεως της μητέρας και της κόρης στον οίκο του Χαλήλ, όπου διηγούντο 
η μία στην άλλη τα παθήματά τους.
Αλίμονο! η τρυφερή κόρη Βάσω ήταν του λοιπού σύζυγος του Τούρκου.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΝΔΕΚΑΤΟ
Περί τα μέσα του ΙΗ αιώνα, κατείχε ο Χρήστος Μηλιόνης τα αρματολίκια της Ακαρνανίας, του Βάλτου και Ξηρόμερου, ένας απ΄ τους αντιπροσώπους της σφαδάζουσας ελληνικής ελευθερίας, που με περηφάνια ανέδειξαν στον έκπληκτο ευρωπαϊκό κόσμο τα δίκαια του αδικούμενου έθνους.
Ουδέποτε είχε συνθηκολογήσει με τους Τούρκους.
Τούτο εκφράζει τρανότερα πάσης ιστορικής μαρτυρίας, 
ο στίχος του δημοτικού άσματος.
«Όσο είν’ ο Χρήστος ζωντανός, Τούρκο δεν προσκυνάει.»
Αλλά οι κρατούντες, ήταν πρόθυμοι πάντοτε να κολακεύουν τους δυνατούς απ΄ τους δικούς μας πολεμιστές της ζοφερής εκείνης εποχής και τη μοίρα αυτή δεν διέφυγε και ο Χρήστος Μηλιόνης.
Το 1747 είχε επέλθει απραξία στις πολεμικές επιχειρήσεις σε όλη την Ακαρνανία. Τότε και ο Χρήστος αναγκάσθηκε να αρκεσθεί στις προτάσεις των Τούρκων και δέχτηκε το αρματολίκι της Ακαρνανίας, μένοντας ήσυχος για λίγο χρόνο.
Τότε συνέβη η φοβερή εκείνη παρασπονδία, την οποία εύλογα ο Χρήστος έμελλε να νομίσει ανήκουστη στα κλέφτικα χρονικά και στις μεταξύ αγάδων και Ελλήνων μαχητών σχέσεις.
Η αρπαγή της κόρης Βασίλως, της βαπτιστικής του Μηλιόνη, κίνησε την αγανάκτηση του κλέφτη. 
Γνωστό ότι η πνευματική συγγένεια του βαπτίσματος ενομίζετο τότε πολύ σοβαρότερη παρά όσο σήμερα νομίζεται συνήθως. Ας προστεθούν σ’ αυτά και οι σχέσεις μεταξύ του Χρήστου Μηλιόνη και της οικογένειας της κόρης εκείνης.
Τα μετά απ΄ αυτά, διηγηθήκαμε ήδη προηγουμένως.
Κατόπιν όλων αυτών επήλθε η αποκήρυξη του αρματολού Χρήστου Μηλιόνη ως κλέφτη, η οποία δε βράδυνε να σταλεί απ΄ την  Κωνσταντινούπολη.
Κατά το χρόνο εκείνο, για να αποδεικνύεται εκάστοτε να αληθεύει η αρχαία επί διχονοία μομφή, για να μην εκλείπει ποτέ η πατροπαράδοτη εκείνη εθνική κατάρα, βρέθηκε και ένας χριστιανός προεστός, ο Πάνος Μαυρομάτης, πρόθυμος να εκστρατεύσει κατά του Χρήστου Μηλιόνη. 
Αυτός συνεξεστράτευσε μαζί με το Δερβέναγα της Ακαρνανίας Μουχτάρ, τον επιλεγόμενο Κλεισούρα, κατά του δικού μας ανδρείου κλέφτη.
Αγνοείται ο λόγος για τον οποίο αποδόθηκε το επίθετο τούτο στον  Μουχτάρ. Αλλά αν τον αποκαλούσαν έτσι, διότι ήταν επιτήδειος στο να πολιορκεί τους εχθρούς που πολεμούσε, ουδέν ατυχέστερο παρωνύμιο μπορούσε να βρεθεί. Πιθανότερο είναι ότι ο ειρημένος Μουχτάρ Κλεισούρας, αξιώθηκε του επιθέτου τούτου, διότι μάλλον αγαπούσε να αποκλείει πάσα ενδεχόμενη προς τους εχθρούς συμπλοκή.
Απόδειξη τούτου ήταν, ότι επί τρεις μήνες και δεκαεννέα ημέρες, κατά τους οποίους υποκρινόταν ότι κατεδίωκε το Χρήστο Μηλιόνη στα όρη της Ακαρνανίας, ουδεμία αψιμαχία κατόρθωσε να συνάψει με αυτόν.
Πρέπει να ομολογήσουμε όμως, ότι δεν ήταν τόσο εύκολο το πράγμα στην εφαρμογή, όσο φαίνεται στα λόγια. 
Αψιμαχία κατά του Χρήστου Μηλιόνη ήταν δυσχερέστατο και τραχύτατο έργο. Διότι ο Χρήστος, πλην της προσωπικής ανδρείας και εμπειρίας του, είχε τους μονόματους, τους τρομερούς εκείνους σκοπευτές, οι οποίοι θέριζαν τους Τούρκους τόσο κανονικά, σαν να κατείχαν στα χέρια το δρέπανο του Χάρου, του μόνου αρματολού της αρχαίας Ηπείρου.
Περί μέσα Απριλίου του έτους που αναφέρουμε, είχε στήσει 
ο Χρήστος το λημέρι του πάνω σε ψηλό ζυγό, που ένωνε δύο ψηλές κορυφές.
Η θέση ονομαζόταν Ζυγουριά. 
Το μέρος τούτο αποτελούσε μικρή κοιλάδα, που είχε εκατό βημάτων περίμετρο, περιεχομένη μεταξύ τεσσάρων φυσικών προμαχώνων.
Αυτοί σχηματίζονταν από τέσσερις υψηλές και απρόσιτες σκοπιές, που συναλλάσσονταν τέσσερις εκάστοτε άγρυπνοι φρουροί, κρατώντας τα καριοφίλια. Οι σκοπιές αυτές εκαλούντο με λατινικό όνομα βίγλες, που βίγλιζαν, δηλαδή φρουρούσαν, εκ περιτροπής οι γενναίοι άνδρες του Χρήστου Μηλιόνη. Αναμενόταν δε από μέρα σε μέρα η επίθεση του τουρκικού στρατού.
Αλλά μάταια βίγλιζαν οι κλέφτες και μάταια οι σύντροφοί τους κοιμόνταν ανήσυχοι με τα καριοφίλια τους. Ο Μουχτάρ Κλεισούρας, πολύ έμελλε να βραδύνει για να εφορμήσει κατά του ορεινού στρατεύματος, αν έμελλε να εφορμήσει ποτέ!
Εντούτοις, οι μονόματοι δεν αισθάνονταν κόπο απ΄ το είδος τούτο της ασχολίας. Ήταν γνωστό ότι και αν αποκοιμόταν κάποιος απ΄ αυτούς, το ένα των ματιών του έκλεινε μόνο. Με το άλλο δε, εξακολουθούσε να βιγλίζει και κοιμώμενος.
Οι ανδρείοι αυτοί, όσοι ήταν στην υπηρεσία του Χρήστου Μηλιόνη (διότι είχε ήδη προσλάβει διαρκώς στην υπηρεσία του μετά την σουλτανική αποκήρυξη) ήταν εκλεκτοί εξ εκλεκτών και αριθμούνταν σε σαράντα.
Εκτός αυτών ήταν το κύριο σώμα των κλεφτών, αποτελούμενο από εικοσιεννέα. 
Τέλος ήταν πρόθυμοι επίκουροι απ΄ τα ορεινά χωριά, έτοιμοι να σπεύσουν ως εφεδρεία εν ανάγκη και οι τέτοιοι ανέρχονταν σε ογδόντα τέλειους άνδρες.
Το μικρό τούτο στράτευμα, ασχολείτο από ενός μηνός οχυρώνοντας τις εισόδους των ορεινών χωριών και λαμβάνοντας κάθε άλλο προφυλακτικό μέτρο. Είχαν κατασκευάσει τ α μ π ο ύ ρ ι α πάνω από πενήντα, σε περιφέρεια πέντε ή εξ μιλίων επί του ύψους του όρους. Διότι αναλογίζονταν όλοι ότι ο κίνδυνος επέκειτο και αναμενόταν κρατερή η επίθεση του τουρκικού στρατού.
Εντούτοις, ο Χρήστος δεν ανησυχούσε πάρα πολύ απ΄ την κατάσταση αυτή και είχε κρυφή ελπίδα, ότι οι εχθροί δεν έμελλαν να δείξουν τόλμη στην προκειμένη περίσταση. Αλλά δεν μπορούσε να αποτρέψει τους γύρω απ΄ αυτόν από κάθε προφύλαξη και συνετά έπραττε, λαμβάνοντας τα πρόσφορα μέτρα.
Γνώριζε καλά το Μουχτάρ Κλεισούρα και είχε πεποίθηση, ότι δεν θα τολμούσε αυτός να επιτεθεί εναντίον του. Όσο για τον Πάνο Μαυρομάτη, ήταν γενικώς παραδεδεγμένο, ότι οι χριστιανοί, όσοι συμμαχούσαν με τους τούρκους, ουδέποτε ευνοούνταν από την τύχη στις επιχειρήσεις τους. Τούτο ήταν πρόληψη και μάλιστα διαδεδομένη στους χωρικούς, αλλά τίποτε άλλο δεν ήταν δικαιότερο ούτε ψυχολογικότερο αυτής της πρόληψης.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΩΔΕΚΑΤΟ
Αρχές του μηνός Απριλίου, ένα πρωί που ο ουρανός ήταν συσκοτισμένος από νέφη, στα πρόθυρα εκείνου του τζαμιού, απ΄ όπου ο Μηλιόνης είχε απαγάγει το μακαρίτη κατή της Άρτας, αναγνώσθηκε εις επήκοον των αγάδων το σουλτανικό φιρμάνιο, δια του οποίου ο Χρήστος Μηλιόνης, τέως ανεγνωρισμένος αρματολός της Ακαρνανίας, καθαιρείτο από του αξιώματος τούτου και εκηρύττετο έκπτωτος της σουλτανικής εύνοιας, αποστάτης και κλέφτης, ως ένοχος εσχάτης προδοσίας.
Προσκαλείτο δε κάθε πιστός μουσουλμάνος, όπως συλλάβει και παραδώσει στις αρχές τον κλέφτη τούτον, ως επικίνδυνο στην ασφάλεια των πιστών υπηκόων του Σουλτάνου.
Άξια σημειώσεως είναι η επόμενη παράγραφος που συνόδευε το σουλτανικό φιρμάνι «φετφά» του Σεΐχ-Ισλάμη, δια της οποίας εχαρακτηρίζετο προσηκόντως η θρησκευτική άποψη του ζητήματος. (Παραθέτουμε το κείμενο κατά την τότε επίσημη μετάφραση).
«Με το να επάτησεν ο Χρήστος Μηλιόνης το τζαμί του Ταχήρ, τόπον ιερόν και απάτητον εις τους απίστους και να εξήγειρε τα  «τζίνια», οπού εκοιμώντο υποκάτω εις τας πλάκας, έτοιμα διά ν’ αρπάσουν τας ψυχάς των πιστών, όσοι ήθελον αποθάνει εις την αληθή θρησκείαν, διά να τας φέρουν εις το «Τζεννέμ» όπου μόνοι οι αληθείς πιστοί πηγαίνουν…».
Για τους λόγους τούτους, προς εξιλέωση των ειρημένων «τζινίων» ή πνευμάτων, κατεδικάζετο ο Χρήστος Μηλιόνης και οι οπαδοί αυτού, να σφαγούν τόσοι τον αριθμό, όσα ήταν τα παροργισθέντα «τζίνια».
Επειδή δε ο αριθμός τούτων δεν εμνημονεύετο ρητώς στο επίσημο κείμενο, ελέχθη ότι αφήνονταν ελεύθεροι οι μουσουλμάνοι να υπολογίσουν τον αριθμό όπως νόμιζαν.
Η ανάγνωση των δύο τούτων ιερών εγγράφων, προξένησε τόσο ευσεβή ερεθισμό, ώστε οι καλοί αγάδες ήταν πλήρεις ανυπομονησίας πότε να εκστρατεύσουν.
Από την Άρτα και τα γύρω χωριά, προσήλθαν εθελοντές περί τους εκατό, διότι ο κύριος στρατός αποτελείτο από ολιγάριθμους Αλβανούς.
Το βράδυ της ίδιας μέρας, οι αγάδες αποχαιρέτιζαν τους γονείς, τις γυναίκες και τις αδελφές τους και την επομένη είχε αποφασισθεί να κινήσουν οι εθελοντές από την Άρτα.
Ήδη περί τα χαράματα, οι ενθερμότεροι έφτασαν στο τζαμί, τον τόπο της συγκέντρωσης και μετά την ευχή που απήγγειλε μεγαλοφώνως ο ιμάμης προς ενίσχυση αυτών, ετοιμάζονταν να αρχίσουν την οδοιπορία.
Οι βραδύτεροι προσέρχονταν ανά δύο ή και τρεις και ήδη προ της ανατολής του ήλιου, επρόκειτο να εξέλθουν από την πόλη.
Πριν να κινήσουν, μετρήθηκαν οι εκστρατεύοντες και βρέθηκαν ογδόντα και ένας. 
Αλλά την τελευταία στιγμή προσήλθε και ογδοηκοστός δεύτερος.
Ήταν αυτός νεαρός Τούρκος, που μόλις φαινόταν δεκαεπταετής.
Από τους γείτονές του κατά την πορεία, ουδείς τον γνώριζε.
-Ποιος είν’ αυτός; ρώτησέ ένας των Τούρκων, αφού είχαν βγει από την πόλη.
-Δεν τον ξαναείδα, απάντησε ο ερωτώμενος.
-Ούτε ΄γώ, είπε ένας τρίτος.
-Ούτε ΄γώ, επανέλαβαν άλλοι.
Τέλος, ο πρώτος που ρώτησε, ο οποίος διέπρεπε στην τόλμη, αποφάσισε να απευθύνει το λόγο σ΄ αυτόν.
-Ποιος είσαι; τον ρώτησε.
-Δεν είμαι από την Άρτα, απάντησε κοκκινίζοντας ο νεαρός Τούρκος.
-Από πού είσαι;
-Είμαι από την Ανατολή, απάντησε εκείνος.
-Και πού βρέθηκες εδώ;
-Ήρθα μ’ ένα καραβάνι.
Και ο ενοχλητικός δεν τόλμησε να ρωτήσει κάτι επιπλέον.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ ΤΡΙΤΟ
Το ίδιο πρωί, θόρυβος, βοή και ταραχή μεγάλη συνέβη στο σεράγι του Χαλήλ εφένδη στην Άρτα.
Ο φιλήδονος Τούρκος, δεν θέλησε να συνεκστρατεύσει με τους ομοθρήσκους του, προφασίστηκε ότι η πνευματική συγγένεια, της χριστιανής συζύγου του με το Χρήστο Μηλιόνη, εμπόδιζε αυτόν.
Η αλήθεια ήταν, ότι δεν επεθυμούσε ο Χαλήλ να αφήσει το χαρέμι του υπό την κηδεμονία των μουσουλμάνων της Άρτας.
Αλλά περί τις τρεις η ώρα της ημέρας, η μαύρη Φατμά, μπαίνοντας ως συνήθως στο θάλαμο της Βάσως, για να προσφέρει σ΄ αυτή το γάλα, δεν βρήκε εκεί τη νεανίδα. Βεβαίως θα κατέβηκε στον κήπο του σεραγιού.
Και τούτο όμως ήταν ασυνήθιστο.
Η παραδεδεγμένη τάξη ήταν να κατεβαίνουν μαζί η Βάσω και η Φατμά στον κήπο το πρωί.
Τι έπαθε η νέα αυτή χριστιανή και παράβηκε το νόμιμο τούτο έθιμο;
Μήπως δάγκωνε ήδη το χαλινό και ήθελε να αποσείσει την εξουσία του συζύγου και αυθέντου της;
Θα ήταν νόστιμο, μία νέα χριστιανή να τολμά να παραβαίνει καθεστηκώτα νόμιμα, τα οποία σέβονταν ανέκαθεν οι χανούμισσες του σαραγιού, οι ωραιότατες και ευγενέστατες.
Εντούτοις η Φατμά έσπευσε να κατεβεί στον κήπο.
Τίποτε. Η Βασίλω δεν ήταν εκεί.
Η Φατμά ερεύνησε επιμελώς σε όλες τις γωνίες. Πουθενά δε βρήκε  τη νέα. Επανήλθε στους θαλάμους και άρχισε δεύτερη έρευνα. Πουθενά. Κατέβηκε πάλι στον κήπο. Τίποτε. Εξέτασε στα προαύλια και στα συνεχόμενα υπόγεια. Μάταια.
Τέλος υπερέβη τα σύνορα και μετέβη στους θαλάμους των χανουμισσών.
Η Βασίλω δεν ήταν εκεί.
Επέστρεψε στον κοιτώνα της νέας και δεν τη βρήκε.
Η Φατμά έμελλε παρ’ ολίγον να παραφρονήσει.
Βεβαίως, εάν η Βάσω ήταν παρούσα και την έβλεπε πίσω από  κάποιο δικτυωτό του χαρεμιού, εάν έβλεπε το πρόσωπό της, που είχε καταστεί οικτρό, εκστατικό και είχε λάβει σχήμα ημισελήνου, εάν έβλεπε τον τρόμο των μελών της και τον βρυγμό των οδόντων της, δεν θα είχε τόση απανθρωπιά, ώστε να δραπετεύσει απ΄ το χαρέμι.
Τι λόγο να δώσει η Φατμά στον κύριό της, αφού αυτός της είχε εμπιστευθεί τη νέα εκείνη σ ε β ι λ μ έ κ (την αγαπημένη) και της είχε πει:
«Μου αποκρίνεσαι, κουζούμ, με το κεφάλι σου».
Τι λόγο να δώσει, αν ο κύριός της ερχόταν τη στιγμή αυτή, όπως και επρόκειτο να έλθει, να την ερωτήσει:
Πού είναι εκείνη, Φατμά;
-Το κεφάλι μου, ψιθύρισε αυτομάτως η δύστυχη μαύρη.
Αλλά όχι δεν ήταν δυνατόν να φύγει έτσι η σ ε β δ ι σ μ έ κ 
(η βιαζόμενη ν’ αγαπά). Οι θύρες του χαρεμιού δεν ανοίγονταν εύκολα. Πώς μπορούσε να δραπετεύσει; Κάπου θα είναι κρυμμένη.
Και η Φατμά άρχιζε νέα έρευνα, στους διαδρόμους, στους θαλαμίσκους, στα ερμάρια. Τέλος η Βάσω δεν βρισκόταν. Αναμφίβολα θα είχε φύγει.
Ω, αυτές οι χριστιανές! Πάντοτε άπιστες ήταν και θα είναι.
Και πλησίαζε ήδη η φοβερή στιγμή κατά την οποία επρόκειτο να παρουσιασθεί ο Χαλήλ εφένδης.
***
Η Φατμά πήρε γενναία απόφαση.
Αφού εκείνη η σ ε β ε μ ε μ έ κ (η μη δυναμένη ν’ αγαπά) έφυγε, αφού έγινε άφαντη και η Φατμά έμελλε αν όχι να θανατωθεί, τουλάχιστον να μαστιγωθεί απάνθρωπα, για να πληρώσει το σφάλμα εκείνης, γιατί να μη φύγει και αυτή που ήταν αθώα, για να σωθεί από τη μανιώδη οργή του κυρίου της;
Και εκείνη μεν, η σ ε β δ ι σ μ έ κ, θα έφυγε διά μαγείας (τούτο δεν είναι ζήτημα), διότι τα κλειδιά του χαρεμιού τα κατέχει η Φατμά, αυτή όμως, ας έχει δόξα ο Αλλάχ, δεν έχει ανάγκη μαγείας, αλλά αρκεί να μεταχειριστεί τα κλειδιά που κατέχει, για να ανοίξει τις πόρτες του χαρεμιού και να δραπετεύσει.
Και χωρίς άλλη σκέψη, έψαξε στις τσέπες του φορέματός της, για να βρει τα κλειδιά. Ω, έκπληξη! Τα κλειδιά δεν ήταν εκεί.
Τα κλειδιά είχαν γίνει άφαντα μαζί με τη Βάσω.
Τότε μόνο αναλογίστηκε η Φατμά, ότι πράγματι, αν δεν της έκλεβε η χριστιανή τα κλειδιά, δεν μπορούσε να φύγει, διότι χωρίς τα κλειδιά δεν μπορούσε να ανοίξει του χαρεμιού τις πόρτες και τότε λυπόταν για την αφέλεια της, γιατί δεν αντιμετώπισε με την αρκούσα δυσπιστία τη  δεσμώτιδα.
Αλλά τούτο ήταν ικανός λόγος για να παραφρονήσει κανείς.
Όμως η Φατμά είχε συνέλθει από την πρώτη έκπληξη και μπορούσε ήδη να συναρμόζει κανονικά τις σκέψεις της. 
Οπότε σκέφτηκε αμέσως, ότι αφού η χριστιανή είχε κλέψει τα κλειδιά, πιθανόν να άφησε τις πόρτες ανοικτές, εκτός αν είχε την αταραξία να κλειδώσει άμα εξήλθε, για μεγαλύτερη ασφάλεια και να πάρει μαζί της φεύγοντας τα κλειδιά.
Η Φατμά έσπευσε αμέσως να κατεβεί στην πόρτα.
Πράγματι, τα κλειδιά ήταν εκεί και η θύρα ήταν ανοικτή ακόμη.
Η δυστυχής νέα δεν τόλμησε ή δεν διανοήθηκε να πάρει τα κλειδιά μαζί της. Η Φατμά άφησε κραυγή χαράς. Της φάνηκε ότι η θέση της ως καταδίκου επαισθητά ελαφρύνθηκε.
Η Μαύρη, προμελετούσε ήδη την απολογία που έμελλε να απαγγείλει ενώπιον του κυρίου της.
Κλείδωσε από μέσα την πόρτα, έβαλε τα κλειδιά στη βαθιά τσέπη του φορέματός της και ανέβηκε στους θαλάμους. Αυθορμήτως είχε αποφασίσει να μη φύγει. Κατηγορούσε δε τον εαυτό της ότι είχε συλλάβει προ ολίγου την ιδέα της απόδρασης.
Πράγματι, κάθε φιλαυτία είναι ευεξήγητη και η φιλαυτία του δεσμοφύλακα δεν είναι λιγότερου σεβασμού άξια. 
Αφού είχε τα κλειδιά, η Φατμά έσωζε τη φιλαυτία της, έμελλε να δείξει τα κλειδιά αυτά προς τον κύριό της και να του πει. (Εννοείται ότι θα εψεύδετο, αλλά άνευ ψεύδους ουδεμία υπόθεση ευοδούται). Θα του έλεγε άρα, ότι τα κλειδιά αυτά ήταν στα χέρια της, ότι ουδέποτε τα άφησε κάπου, ότι η θύρα του χαρεμιού ουδέποτε ανοίχτηκε και όμως η νέα χριστιανή κατόρθωσε να γίνει άφαντη. Με ποιο τρόπο;
Η Φατμά, αμαθής μαύρη, δεν γνώριζε τα μυστήρια της μαγείας και δεν μπορούσε να εξηγήσει κατά ποιον τρόπον δραπέτευσε η χριστιανή. Υπάρχουν άπειροι καταχθόνιοι τρόποι και μέθοδοι ανεξήγητοι, τις οποίες ο καθένας αγνοεί. Μπορούσε να ξέρει η Φατμά τι απ΄ αυτά χρησιμοποίησε η δραπέτης; Αρκούσε, ότι αυτή δεν της έδωκε τα κλειδιά, αλλιώς, αν ήταν συνένοχη, θα έφευγε και αυτή μαζί με τη δραπέτιδα.
Διότι προτιμότερο βεβαίως ήταν να χάσει τη ζωή της στον παρόντα κόσμο και αυτή τη μέλλουσα ανάπαυση στην αιωνιότητα, παρά να στερηθεί της εμπιστοσύνης του κυρίου της. Ήταν ποτέ δυνατόν να φυγαδεύσει η Φατμά την άπιστη εκείνη; Ποιο συμφέρον θα είχε να πράξει τούτο;
Η Μαύρη αυτή ήταν γνωστή στον εφένδη Χαλήλ.
Όχι μόνο σ΄ αυτόν ήταν γνωστή, αλλά και στον πατέρα του, τον οποίο είχε από παιδί υπηρετήσει και αυτά τα κόκαλα των τεθνεώτων μπορούσαν να μαρτυρήσουν για την αφοσιώσή της.
Αυτά έμελλε να πει στον Χαλήλ και αν δεν τον έπειθε, ευτυχής θα ήταν έχοντας τη συνείδηση αναπαυμένη.
Άλλωστε δε η δυστυχής Μαύρη, δεν τολμούσε να υπερβεί την οδό του σαραγιού και το πράγμα ήταν ευνόητο. Ο κόσμος φαινόταν προς αυτήν πέλαγος άπειρο και ατέρμονο. Η σφαίρα αυτής, στην οποία ανατράφηκε και ανέπνευσε τον αέρα, ήταν το χαρέμι. Πέραν του χαρεμιού τίποτα δε γνώριζε. Τα πάντα ενέπνεαν σ΄ αυτήν τρόμο.
Πού να μεταβεί πτωχή γυναίκα, ήδη ηλικιωμένη, αν έφευγε απ΄ την φιλόξενη στέγη, στην οποία είχε ανατραφεί; Επιτέλους φανταζόταν ότι φεύγοντας συναντούσε καθ’ οδόν τον κύριόν της, έφιππο να επιστρέφει με δύο ή τρεις ακολούθους από την στα κτήματά του εκδρομή.
-Πού πηγαίνεις, Φατμά;
Σε αυτήν την ερώτηση τι άλλο εδύνατο ν’ απαντήσει η πτωχή Μαύρη, παρά.
-Έρχομαι να σ’ εύρω, εφέντη μου.
-Και τι με θέλεις;
Στη δεύτερη τούτη ερώτηση τι θα απαντούσε;
-Εφέντη, η Ρωμιά έφυγε από το χαρέμι…
Βεβαίως, διότι οι ερωτήσεις και απαντήσεις μεταξύ δεσπότου και δούλης, συνέχονται ως κρίκοι της ίδιας αλυσίδας και αμέσως όταν συναντούσε η Μαύρη τον Χαλήλ, τίποτε άλλο δεν μπορούσε να απαντήσει. Διότι αλλιώς όφειλε να πει ότι φεύγει από το χαρέμι. Αλλά τότε ο Χαλήλ καθ’ όλα τα δίκαια και τα νόμιμα, θα την συνελάμβανε και θα διέτασσε να μαστιγωθεί και να φυλακισθεί ως δραπέτης.
Οπότε, τίποτε άλλο δεν μπορούσε να πράξει, παρά να υποταχθεί στην τύχη της. Αλλά ένεκα της ταραχής που βρισκόταν η δυστυχής Μαύρη, κατάντησε να εκλαμβάνει ως πραγματική την καθ’ οδό συνάντηση με τον κύριό της, την οποία φανταζόταν.
Οπότε σηκώθηκε αυτομάτως και ήταν έτοιμη να εξέλθει απ΄ τον οίκο, σπεύδοντας να συναντήσει τον Χαλήλ, για να απολογηθεί.
Αλλά δεν πρόλαβε. Την ίδια στιγμή εισερχόταν ο Χαλήλ στους θαλάμους του χαρεμιού.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ ΤΕΤΑΡΤΟ
Μετά πεντάωρη οδοιπορία, όταν οι εκστρατεύοντες από 
την Άρτα ζηλωτές Τούρκοι είχαν φθάσει σε κάποιο ύψωμα, 
ο Μουχτάρ Κλεισούρας, σε συμφωνία με τους περί αυτόν προκρίτους αγάδες, είχε αποφασίσει να στείλει επιστολή προς το Χρήστο Μηλιόνη.
Τότε ο κήρυκας ανέβηκε σε κάποια σκοπιά και φώναξε ότι όποιος θέλει, να παρουσιασθεί στον αρχηγό για εμπιστευτική αποστολή.
Εντούτοις ουδείς ήταν πρόθυμος να παρουσιασθεί.
Στα κρυφά είχε ψιθυρισθεί στις τάξεις των στρατευμένων, ότι ο αρχηγός, σκοπό είχε να στείλει αγγελιοφόρο προς τον κλέφτη των βουνών, προσκαλώντας αυτόν να παραδοθεί.
Και επειδή οι άνθρωποι εκείνοι ήταν καθ’ υπερβολή δύσπιστοι, κανείς απ΄ αυτούς τολμούσε να προσέλθει εθελοντής για την αποστολή αυτή.
Ο Μουχτάρ Κλεισούρας, ήταν έτοιμος να βλασφημήσει και ήδη σχημάτιζε μέσα του τις λέξεις που έμελλε να εκστομίσει ενώπιον των επιτελών του, αν δεν εκωλύετο. 
Ο άνδρας αυτός είχε συναναστραφεί πολύ με τους Έλληνες οπλαρχηγούς και για τούτο είχε ελεύθερη τη γλώσσα.
-Χίλιοι διαβόλοι να σας σηκώσουν! τα τσακάλια να τραβούν τα κορμιά σας και οι χοίροι να φάγουν τα πρόσωπά σας!
Η επίκληση του ονόματος τούτου, παρ’ ολίγον έμελλε να φέρει το ποθούμενο αποτέλεσμα από τους μουσουλμάνους, οι οποίοι θεωρούσαν βλασφημία και αυτή τη μνεία του είδους τούτου των ζώων.
Αλλά όμως πριν τελειώσει ο αρχηγός τις βλασφημίες του, ένας νέος Τούρκος εμφανίσθηκε ενώπιόν του.
Αυτός ήταν ο άγνωστος εκείνος, τον οποίο οι γείτονές του ουδέποτε είχαν δει και που είχε πει σ΄ αυτούς, ότι ήλθε τελευταία απ΄ την Ανατολή, όπως θυμούνται οι αναγνώστες. Αυτός πλησιάζοντας στον αρχηγό έκαμε βαθύτατο τεμενά και στάθηκε με μεγάλο σεβασμό περιμένοντας τις διαταγές του.
-Ποιος είσαι συ, κουζούμ; τον ρώτησε ο Μουχτάρ Κλεισούρας.
-Πιστός μουσουλμάνος, απήντησε με συστολή ο άγνωστος.
-Και τι ζητείς;
-Περιμένω να με διατάξει ο εφέντης ότι θέλει.
-Μπορείς να φέρεις την γραφήν αυτήν εις τον Χρήστον Μηλιόνην;
-Μπορώ, απάντησε αδίστακτα ο νεαρός Τούρκος.
-Ξέρεις τους δρόμους;
-Ξέρω, απάντησε όχι με την ίδια σταθερότητα.
-Ξέρεις το λημέρι του Χρήστου Μηλιόνη;
-Θα το βρω.
-Πρέπει να γίνεις τεπτήλ, διότι άλλως οι χωρικοί θα σε προδώσουν.
-Θα γίνω τεπτήλ.
-Έχει καλώς.
Εντωμεταξύ, ένας των επιτελών είχε σκύψει στο αυτί του Μουχτάρ και του μιλούσε κρυφά.
Ο νέος εκείνος, είχε προσηλώσει το βλέμμα στους δύο συνομιλούντες και φαινόταν να θέλει να μαντεύσει από την έκφραση του βλέμματός τους, τι έλεγαν μεταξύ τους.
-Το ξέρεις καλά; έλεγε ο Κλεισούρας.
-Το πιστεύω, απαντούσε ο άλλος Τούρκος.
-Από πού;
-Πρέπει να στείλουμε άνθρωπον πιστόν.
-Και ποιος σου λέγει ότι αυτός ο νέος δεν είναι πιστός;
-Αυτός πρώτη φορά παρουσιάζεται, κανείς δεν τον γνωρίζει.
-Αλήθεια;
-Βέβαια. Ερώτησε το ασκέρι αν τον έχουν δει ποτέ.
Ο Μουχτάρ Κλεισούρας κάλεσε πέντε ή εξ απ΄ τους εθελοντές και τους ρώτησε, αν γνώριζαν το νέο Τούρκο. 
Όλοι απάντησαν ομόφωνα, ότι πρώτη φορά τον έβλεπαν.
Ο Μουχτάρ Κλεισούρας βρέθηκε σε μεγάλη αμηχανία.
Από τη μία οι άνδρες του στρατού αποφαίνονταν ότι δεν ήταν αξιόπιστο πρόσωπο ο νεαρός εκείνος Τούρκος, από την άλλη δε ουδείς από τους άλλους προσερχόταν πρόθυμος, να μεταφέρει την επιστολή προς τον Χρήστο Μηλιόνη.
Τέλος ο Κλεισούρας σκέφτηκε, ότι, αφού αυτός ήταν αρχηγός, μπορούσε και όφειλε να στείλει κατ’ εκλογήν ένα εκ των στρατιωτών του, κομιστή της επιστολής προς το Χρήστο Μηλιόνη. Και μήπως πριν δεν ήταν εύκολο να το φαντασθεί; Αλλά σε στρατό ατάκτων και εθελοντών δεν ήταν δυνατόν να πειθαρχούν.
Κατά τη στιγμή που είχε συλλάβει ο αρχηγός τη γενναία αυτή απόφαση, εμφανίσθηκε την τελευταία στιγμή ενώπιον αυτού ένας των Τούρκων και του έκαμε τεμενά.
-Τι θέλεις εσύ; τον ρώτησε ο Μουχτάρης.
-Εγώ δίδω εγγύηση, εφέντη, απάντησε ο Τούρκος εκείνος.
-Τι εγγύηση;
-Εγώ τον γνωρίζω.
-Και διατί δεν θέλεις να πας εσύ ο ίδιος;
-Θέλω να πάω μαζί του.
-Ολσούν, απήντησεν ο Κλεισούρας.
Και κοιτάζοντας προς τους γύρω από αυτόν αγάδες, ζητούσε την επιδοκιμασία τους.
Μετά κάποιες ασήμαντες διατυπώσεις αποφασίσθηκε να σταλούν οι δύο Τούρκοι ως γραμματοφόροι προς τον αποστάτη κλέφτη.
Ο πρώτος που παρουσιάσθηκε, ο άγνωστος, είχε στρέψει το βλέμμα προς τον αυτόκλητο σύντροφό του και το βλέμμα τούτο εξέφραζε μάλλον απορία, παρά ευγνωμοσύνη.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ ΠΕΜΠΤΟ
Αλλόκοτη ήταν η διήγηση, που άκουσε από τον αυτόκλητο συνοδοιπόρο του ο ζηλωτής νεαρός Τούρκος, που προσήλθε εθελοντικά, να μεταφέρει  την επιστολή προς τον Μηλιόνη, που προσκαλούσε αυτόν σε υποταγή.
Ο πρόθυμος και υποχρεωτικός αυτός άνθρωπος ήταν χριστιανός, όπως ο ίδιος ομολόγησε.
Αλλά πριν να ομολογήσει τούτο, φρόντισε να προκαταλάβει το νέο σύντροφό του με μια εκπληκτική ανακοίνωση, ότι αν και χριστιανός μισούσε τους ομοθρήσκους του.
Από που προήλθε το αδιάλλακτο τούτο μίσος;
Είναι αλήθεια ότι είχε σπουδαίους λόγους για να προέλθει το άστοργο τούτο αίσθημα εναντίον των ομοπίστων του.
Ας φαντασθεί κάποιος ειρηνικό αγρότη, που κατοικεί μακριά απ΄ τις πόλεις, στις υπώρειες των υψηλών κορυφών της Πίνδου.
Ο ειρηνικός αυτός αγρότης ήταν ο πατέρας του.
Ο Καμπόσος (έτσι ονομαζόταν ο αφηγητής) ήταν βρέφος όταν είχαν συμβεί αυτά. 
Μόλις είχε γεννηθεί και είχε λάβει πείρα του μίσους και της καταφοράς των χριστιανών. Η ανάμνηση εκείνη, είχε μείνει ως μαύρος οιωνός στη συνείδησή του, ως σταγόνα πικρίας και χολής στην καρδιά του. 
Μία νύκτα που μόλις είχε δύσει ο Έσπερος και οι Πλειάδες μόλις είχαν ανατείλει στο στερέωμα, οι χωρικοί των περιχώρων, κατόπιν εντολής, ως φαίνεται, είχαν συγκεντρώσει στοίβες από άχυρα και θημωνιές και επισώρευσαν αυτές μπροστά στην καλύβα του πατέρα του.
Ήταν Ιούλιος μήνας και η πυρκαγιά δε βράδυνε να εκραγεί αμέσως μόλις έβαλαν φωτιά στο σωρό από τα ξηρά εκείνα εναύσματα.
Η φλόγα εξαπλώθηκε με απίστευτη ταχύτητα και έμελλε να κάψει τους τρεις ένοικους της καλύβας, αν το βρέφος, που κλαυθμύριζε δυνατά, δεν ξυπνούσε με τις φωνές του τη θηλάζουσα μητέρα, η οποία προτού να τείνει το μαστό της προς το βρέφος, αισθάνθηκε καπνό αποπνικτικό και άκουσε το θόρυβο τη φωτιάς να μαίνεται γύρω από την καλύβα.
Η κραυγή της έντρομης γυναίκας ξύπνησε το σύζυγο, ο οποίος έμελλε να κοιμηθεί τον αιώνιο ύπνο την νύκτα εκείνη, διότι οι μανιώδεις χωρικοί, επέτρεψαν μεν στη μητέρα και το τέκνο να περάσουν, αλλά δεν επέτρεψαν και στον πατέρα του Καμπόσου να σωθεί απ΄ την καταστροφή.
Με τρεις κτύπους με πελέκι ο τολμηρότατος αυτών τον αποτελείωσε και έριξε αυτόν αιμοσταγή πάνω στη φλέγουσα στοίβα, που κατέφαγε το σφάδαζον σώμα του.
Έκτοτε, ο διασωθείς από την καταστροφή εκείνη Καμπόσος, είχε αποφασίσει να ορκιστεί άσπονδο μίσος κατά πάντων εν γένει των χριστιανών. 
Ο Καμπόσος ήταν μόλις τριών ετών τότε, αλλά μνημόνευε λεπτομερώς την φρικώδη εκείνη καταστροφή. Επίσης δε η μητέρα του είχε συμπληρώσει προς αυτόν, άμα ηλικιώθηκε, 
τα κενά της φοβερής ανάμνησης.
***
Το πάθος τούτο κόχλαζε δεινό και υπέρμετρο στην ψυχή του.
Κατ’ αρχάς είχε σκοπό να εξομόσει τη χριστιανική πίστη και να γίνει μουσουλμάνος (ο Καμπόσος ομολόγησε τούτο ειλικρινά προς τον συνοδοιπόρο του), αλλά όμως αφού σκέφτηκε ωριμότερα, δεν αποφάσισε να πράξει τούτο, για τον εξής λόγο.
Εάν είχε εξομόσει, οι χριστιανοί δεν θα τον εμπιστεύονταν και επομένως δεν θα μπορούσε να βλάπτει αυτούς καίρια.
Για το λόγο τούτο, έμεινε ο Καμπόσος πιστός στη θρησκεία των πατέρων του. Άλλωστε δε και εκείνοι, που κυρίως μισούσε, δεν διακρίνονταν για την ευλάβειά τους. Οι μεγάλοι εχθροί του δεν ήταν οι αγρότες. Ο Καμπόσος δεν ήταν τόσο ταπεινός το φρόνημα, ώστε να ζητεί να βλάψει τους πτωχούς εκείνους ανθρώπους.
Ο Καμπόσος ήταν φιλόδοξος και η έχθρα του δεν είχε τόσο στενά όρια. Εκείνοι που μισούσε κατ’ εξοχήν, ήταν οι κλέφτες, οι άνθρωποι των βουνών. Είχε δε σπουδαίους λόγους προς τούτο.
Οι χωρικοί είχαν κάψει τη φωλιά του πατέρα του, αλλά οι χωρικοί δεν έπραξαν αυθόρμητα. Οι κλέφτες, οι άγριοι πολεμιστές, κατά την διήγηση του Καμπόσου, είχαν παρακινήσει τους αγαθούς εκείνους ανθρώπους να διαπράξουν το ανοσιούργημα. 
Οι κλέφτες είχαν παράπονα κατά του πατέρα του, ως φαίνεται. Και ήταν επόμενο να έχουν παράπονα, αφού ο μόνος χωρικός, ο οποίος παρακολουθούσε τις κινήσεις των κλεφτών, ο μόνος που υπεδείκνυε τα λ η μ έ ρ ι α τους, ο μόνος που έδινε επί πολλές νύκτες κατάλυμα στα τουρκικά αποσπάσματα, που στέλνονταν εκάστοτε προς καταδίωξη των ορεσίβιων μαχητών, ήταν ο μακαρίτης ο πατέρας του. Αλλά για τον ίδιο λόγο είχε δίκαιο και ο Καμπόσος, (η δικαιοσύνη δεν είναι πολυμερής, ούτε η εκδίκηση εξετάζει ποτέ τα απώτερα αίτια, το τελευταίο κινούν αίτιο είναι πάντοτε και η υπέρτατη αιτία) είχε δίκαιο, λέγομε, να παρουσιασθεί ως Τούρκος ζηλωτής και να εκστρατεύσει κατά των κλεφτών.
Κανείς αληθινός Ρωμιός, έλεγε, δεν μπορούσε να τον κατακρίνει για τούτο. Ίσως θα δικαιούνταν οι Ρωμιοί να τον κατακρίνουν, αν αυτοί έδιναν το παράδειγμα της φιλοπατρίας και της ενώσεως, αλλά οι Ρωμιοί έδωκαν και τότε και πάντοτε το παράδειγμα της διαιρέσεως και της ιδιοτέλειας.
Αν δε η τύχη αυτού, ήταν απαισιότερη από αυτή των άλλων, πάλι δεν έφταιγε αυτός. Όπως η καμένη καλύβα ήταν ίσως μοναδικό παράδειγμα κατ’ εκείνον τον χρόνο στα χρονικά της Ηπείρου, τουλάχιστον για τον Καμπόσο, (για άλλους μπορούσε να είναι συχνό), έτσι και το εξαιρετικό μίσος κληρονόμου, ανθρώπου αθώου, διότι νήπιο αυτός δεν μπορούσε να έχει ευθύνες διά τα τυχόν αμαρτήματα του πατέρα του, έπρεπε να είναι μοναδικό.
Τούτα διηγήθηκε ο Καμπόσος προς τον συνοδοιπόρο του.
Αλλά αυτός, ο δυστυχής, τι να απαντήσει; Δίσταζε και ψέλλιζε.
Ήλθε στιγμή, κατά την οποία ο Καμπόσος σχημάτισε την ιδέα ότι ο άνθρωπος αυτός δε μιλούσε καλά την τουρκική.
Αλλά όμως τα μονοσύλλαβα μόρια με τα οποία απαντούσε στις ερωτήσεις του συντρόφου του, τα πρόφερε καθαρά, ώστε ο άνθρωπος εκείνος, όσο πονηρός και αν ήταν, δεν μπορούσε να σχηματίσει πεποίθηση ότι δεν ήταν Τούρκος ο συνομιλητής του.
Ο νέος έμελλε να περιέλθει σε αμηχανία, όταν ο Καμπόσος ήθελε να τον προκαλέσει να εκφράσει και αυτός κατά πλάτος τι φρονούσε περί της καταστάσεως των πραγμάτων, αλλά προ τούτου έμελλε να συμβεί κάτι σπουδαιότερο.
Ο Καμπόσος είχε φθάσει στο μέρος εκείνο του λόγου, στο οποίο τον εξωθούσε ίσως η μοναδική όρεξη στην οποία βρισκόταν και άρχισε να διηγείται τους ιδιαίτερους λόγους, τους συναφείς προς την παρούσα περίσταση.
Προ πέντε ημερών, είπε, είχε μεταβεί στην αγροικία ενός ποιμένα, Νάσκα ονόματι (ο ακροατής έτεινε τα αυτιά, μόλις άκουσε το όνομα τούτο), εκεί είχε καταφύγει ένας άνθρωπος με την οικογένειά του (οι οφθαλμοί του νέου έπαιξαν με ανυπομονησία).
Ο άνθρωπος αυτός ονομαζόταν Κώστας, (όλοι οι μυώνες του προσώπου του ακροατή κινήθηκαν), οι Τουρκαλβανοί τον συνέλαβαν αυτόν τον  Κώστα, διότι ήταν εχθρός του Σουλτάνου (ο νέος εδώ πίεσε τον εαυτόν του να ακροασθεί με αταραξία, διότι ήξερε ήδη, ως φαίνεται, το τέλος της σκηνής).
Και ο Καμπόσος διηγήθηκε έπειτα με λεπτομέρειες, τη συνέχεια της γνωστής σε μας ιστορίας, την απαγωγή του Κώστα από τους Αλβανούς, την αυτοσχέδια δίκη, την πρόχειρη απόφαση, το σκοινί που είχε στον κόρφο του κτλ. και τέλος την παρέμβαση του Σουλεϊμάνη, με του οποίου την ανέλπιστη συνδρομή, σαν αποστολή ευνοϊκού αστέρος, διέφυγε ο Κώστας το θάνατο.
Ο Καμπόσος έτριξε τα δόντια την τελευταία στιγμή, όταν ήλθε στο μέρος τούτο της διήγησης. Έδειξε σαν να λυπόταν γιατί γλίτωσε ο άνθρωπος εκείνος. Ψυχρός ιδρώτας περιέρρεε το μέτωπο του ακροατή.
-Και τι σου έκαμε; τόλμησε να πει, λησμονήσας ήδη ότι το είχε πει ο Καμπόσος, ότι δηλαδή μισούσε τους χριστιανούς όλους εν γένει.
-Τι μου έκαμε; Αλλά ήταν Ρωμιός, απάντησε ο παράδοξος άνθρωπος.
-Πως ήταν Ρωμιός, τι; είπε ο νέος.
-Εσύ βλέπω, δεν καταλαβαίνεις τούρκικα, παρατήρησε δυσφορώντας εκείνος.
Και επανερχόμενος στην προτέρα υποψία του, του απέτεινε ευθύς την επομένη ερώτηση.
-Για πες μου, τι σου φαίνεται; Πως λες; Θα κάμουν τίποτε οι αγάδες με αυτόν τον Χρήστο Μηλιόνη;
-Δεν ξέρω εγώ, απήντησε ο νέος, ζητώντας να υπεκφύγει.
-Δεν μπορείς να έχεις μία γνώμη;
-Οι γεροντότεροι ξέρουν, επανέλαβε. Και σίγησε.
Ο συνοδοιπόρος του δεν επέμεινε, αλλά βυθίσθηκε σε σκέψεις.
Περίεργο του φαινόταν, ότι ο Τούρκος αυτός δεν μπορούσε να μιλήσει τούρκικα.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ ΕΚΤΟ
Ήταν νύχτα βαθιά. Στο λημέρι του Χρήστου Μηλιόνη όλοι κοιμόνταν, πλην των συνήθων φρουρών. Στο σκοτάδι διαγράφονταν υψίκομοι έλατοι, των οποίων τα σαλευόμενα από τον άνεμο κλωνάρια, αποτελούσαν ελαφρό από τα φύλλα θόρυβο.
Ακουόταν  από μακριά ο μουρμουρισμός του ρυακιού και από καιρό σε καιρό ο μονότονος μινυρισμός του γκιώνη, που θρηνούσε τον αδελφό του, κατά τον δημώδη μύθο.
Ένας από τους δύο φρουρούντες μονόματους, τραγουδούσε κλέφτικο άσμα, ο δε άλλος από τη σκοπιά του, φώναζε να μη μεγαλοφωνεί, αλλά να τείνει τα αυτιά και να είναι προσεκτικότερος.
Τότε ο πρώτος φρουρός του φώναζε:
-Αμ’ δεν τραγουδάω με τ’ αυτιά, σύντροφε, με το στόμα τραγουδάω.
-Ναι, μόνο μου κουφαίνεις τ’ αυτιά, έλεγε εκείνος.
-Δε φοβάσαι, εσύ τα ’χεις μεγαλύτερα, του είπε ο πρώτος.
-Και συ μεγαλύτερα ακόμα και τα κατσουλώνεις, απάντησε 
ο άλλος.
-Ε, δα, με τα χωρατά σου τα καταφέρνεις.
-Και συ ακόμα καλύτερα.
Και έτσι ο διάλογος εξακολουθούσε και ο δεύτερος δεν κατόρθωσε μεν να εμποδίσει τον σύντροφό του να τραγουδά κλέφτικα τραγούδια, αλλά τον ανάγκασε τουλάχιστον να ομιλεί στον πεζό λόγο.
Εντούτοις αποδείχθηκε μετά από λίγο, ότι ο δεύτερος μονόματος είχε μεγαλύτερο παρά ο πρώτος δίκιο, γιατί ακούστηκε ευκρινώς κρότος ανθρώπινων βημάτων κάτω από το βράχο, επί του οποίου κάθονταν και οι δύο. 
Αμέσως μόλις άκουσαν τον ελαφρό κρότο και οι δύο κλέφτες ύψωσαν τα καριοφίλια. Τα τσακμάκια σηκώθηκαν.
Οι δύο μονόματοι κρατούσαν την αναπνοή στα πλατιά στήθη τους.
Και πάλι κρότος ακούστηκε. Ο δεύτερος κλέφτης έδωκε φωτιά.
-Μη χτυπάτε! αντήχησε τότε πνιγμένη κραυγή.
Ο φρουρός που πυροβόλησε, εκείνος που προέτρεπε το σύντροφό του να μη τραγουδά, ανασκίρτησε στον ήχο της φωνής αυτής.
-Μη ρίχνεις εσύ! έκραξε αυθόρμητα προς το σύντροφό του.
-Τι είναι; Τι έχεις;
Και ο δεύτερος κλέφτης όρμησε να κατεβεί από το βράχο.
-Μη ρίξετε άλλο! Ελάτε να τον πιάσετε! ακούστηκε καθαρή φωνή κάτω από τον κρημνό.
Ο νέος κλέφτης τρέμοντας, πνευστιώντας, έφθασε στη ρίζα του βράχου. Ήθελε να μιλήσει και η φωνή του είχε κοπεί.
Τέλος μπόρεσε να φωνάξει:
-Πευκόραχε! Μη ρίχνεις άλλη, για όνομα Θεού.
-Τι έπαθες; ρωτούσε ο πρώτος των κλεφτών.
-Νίκο! Νίκο! Εσύ είσαι! ακούσθηκε για Τρίτη φορά η κάτω από το βράχο φωνή.
-Εγώ, έκραξε αγωνιώντας ο νέος. Σε βρήκε το βόλι;
-Όχι, τίποτε! Ελάτε να τον πιάσετε, τρέξετε.
-Ποιον;
-Αυτόν, αυτόν, είναι προδότης.
Ο πρώτος των φρουρών, που ονομαζόταν Πευκόραχος, έσπευσε και εκείνος να κατέβει από το βράχο χωρίς να γνωρίζει τι συνέβαινε.
Με λίγους διασκελισμούς ο Νίκος έφθασε ήδη στο θάμνο και είδε πίσω απ΄ αυτόν περίεργη σκηνή. Ένας νέος, εκείνος που είχε φωνάξει δύο φορές, προσπαθούσε να κρατήσει το σύντροφό του, ο οποίος αγωνιζόταν  να φύγει, σκληρή δε πάλη είχε συναφθεί μεταξύ των δύο.
Λίγο ακόμη και ο νέος έμελλε να καταβληθεί.
Ο Νίκος φθάνοντας, άρπαξε με στιβαρά χέρια τον άγνωστο εκείνο, που ζητούσε να φύγει, χωρίς να λάβει τον κόπο να εξηγήσει το αίτιο της παρουσίας του.
Δύο λέξεις είπε ο Νίκος προς τον άλλο νέο.
-Λαβώθηκες;
-Όχι, είπε εκείνος.
Ο Νίκος άφησε κραυγή. Το αίμα έρρεε από τα ενδύματα του νέου.
Ο Νίκος αυθόρμητα άφησε τον άλλον που είχε συλλάβει και η προσοχή του στράφηκε όλη προς τον τραυματία.
-Είσαι ματωμένη! Ματώθηκες, έκραξε με σπαραγμό. Και φταίω εγώ, εγώ έριξα!…
-Κράτησε αυτόν, να μη φύγει! έκραξε ο πληγωμένος.
Αλλά εντωμεταξύ είχε φθάσει και ο Πευκόραχος, ο οποίος είχε πολύ στιβαρότερους τους βραχίονες και οι περισφίξεις του δεν ήταν καθόλου χαϊδευτικές.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ ΕΒΔΟΜΟ
Για να εξηγηθούν όσον το δυνατόν τα συμβαίνοντα, χρειάζεται μικρή αναδρομή στο παρελθόν.
Θυμούνται οι αναγνώστες μας, ότι η σ ε β ε μ ε μ έ κ είχε γίνει άφαντη από το χαρέμι την ίδια ημέρα, κατά την οποία είχε ξεκινήσει η κατά του Μηλιόνη εκστρατεία των αγάδων της Άρτας.
Η σύμπτωση αυτή είχε αφορμή την εξής: η νέα που διά ψυχολογικής βίας είχε καταστεί σύζυγος του Χαλήλ, κατατρόμαξε, όταν η μητέρα της έσπευσε να της περιγράψει τις μέλλουσες εντυπώσεις του πατέρα της, όταν αυτός θα μάθαινε το μοιραίο τούτο γεγονός.
Η φρίκη, η αγανάκτηση, η μανία, η απόγνωση, έμελλε να αλλοιώσουν το πρόσωπό του. Ήταν ικανός να καταντήσει στο έπακρον της παραφοράς, μπορούσε να φρυάξει, ν’ αφρίσει, μπορούσε να πνίξει άνθρωπο.
Η Βάσω τόσο καταπτοήθηκε απ΄ την τραγική αυτή εικόνα, ώστε προέτρεψε τη μητέρα της να μείνει κοντά της, φοβούμενη κίνδυνο για εκείνη. Αλλά τούτο ήταν αδύνατον, είπε η μητέρα, τόσο χειρότερα αν έμενε εκεί, τότε θα έφριττε ο Κώστας κατά δύο ενόχων, τότε θα είχε περισσότερους αθώους κατά των οποίων να διασκορπίσει την οργή του, θα είχε τα τέκνα της.
Και αυτά λέγοντας η Μελάχρω, θυμήθηκε ότι ήταν καιρός να αποχωρήσει ήδη και συντόμευσε κατά λίγες ώρες την προς την κόρη επίσκεψή της.
Η Βάσω έμεινε μόνη, μόνη με τις φοβερές εικόνες που την απειλούσαν, μόνη με τα φρικώδη φάσματα, που την κατεδίωκαν. Αναλογίστηκε ότι δεν είχε του λοιπού άλλο άσυλο παρά τον τάφο, άλλο φίλο παρά το θάνατο. Δεν μπορούσε λοιπόν να ελπίσει ότι θα απαλλασσόταν ποτέ απ΄τη μισητή εκείνη ειρκτή, απ΄τη φρικώδη εκείνη μετά του Τούρκου συμβίωση.
Εάν ανακτούσε την ελευθερία της, σε τι θα της χρησίμευε αυτή;
Να επιστρέψει προς τους γονείς της, ήταν αδύνατον, ο πατέρας της έμελλε να τη φονεύσει. Να μείνει εκεί, να μείνει στο σεράγι, να μείνει στο χαρέμι; Αλλά τούτο ήταν εξ αρχής φρικώδες, ήδη δε μετά τις εξηγήσεις της μητέρας της κατέστη αποτρόπαιο.
Έως τότε νόμιζε, ότι έσωζε τους γονείς της νυμφευόμενη τον Τούρκο, του λοιπού η σκληρή αυτή παρηγοριά της συνειδήσεως εξέλιπε.
Τότε μέσα στην αδημονία της θυμήθηκε τον σώφρονα και καλόν εκείνον νέο, που ήταν ο μνηστήρας της. Η μητέρα της, της είχε πει, ότι αυτός βρισκόταν πλησίον του Χρήστου Μηλιόνη. Η ανάμνηση φέρει την ανάμνηση και τότε η Βάσω θυμήθηκε με στοργή τον αγαθό και ανδρείο εκείνο καπετάνιο, το νονό της, τον οποίο είχε γνωρίσει όταν ήταν μικρή στην ηλικία.
Ω, να ήταν δυνατό να ζούσε υπό την προστασία του, να ήταν δυνατόν να καταφύγει σε κάποιο μέρος, σε κάποια γωνία της γης, σε κάποιο έρημο τόπο, όπου να εκτείνεται η προστατευτική σκιά του μεγαλώνυμου εκείνου! Και η εικόνα αυτή τόσο ποθητή φάνηκε στους νοερούς οφθαλμούς της νέας, ώστε παρ’ ολίγον θα πίστευε στο δυνατόν της πραγματικής εκτελέσεως.
Όπως στο όνειρο, η απόσταση του ποθούμενου από του ποθούντος φαίνεται τόσο κοντινή, ώστε συνήθως συγχέεται, έτσι και στο δυστυχή βίο, μέσα στη στυγνή πραγματικότητα, πιστεύει ο ονειροπολών ότι με ένα άλμα δύναται να φθάσει στο ποθούμενο.
Αλλά όταν η πρώτη έξαψη πέρασε και η νέα, περιήλθε στην ψυχρή και περιεσκεμμένη κατάσταση του δυστυχούντος και μη θέλοντος να απελπισθεί, άρχισε να σκέπτεται επίμονα για την εκτέλεση του σχεδίου τούτου. 
Είχε ήδη προσελκύσει τη συμπάθεια της μαύρης Φατμάς, απ΄ την οποία διδάχθηκε πολλά πράγματα και αρκετές τουρκικές λέξεις. Επίσης έμαθε απ΄ αυτήν, ότι οι Τούρκοι έμελλαν να εκστρατεύσουν οσονούπω κατά του νονού της, έμαθε και την ημέρα κατά την οποία έμελλε να ξεκινήσει από την  Άρτα η εκστρατεία.
Όσο για τα κλειδιά των θυρών, των εσωτερικών και των εξωτερικών, η μαύρη, που αγαπούσε πολύ το χασίς και το όπιο, δεν το πολυσκεφτόταν και τα άφηνε όπου ήθελε τύχει. Έμενε ακόμη να προμηθευθεί η Βάσω έναν ιματισμό, μία πιστόλα και ένα γιαταγάνι του Χαλήλ αγά και τούτο δεν ήταν πολύ δύσκολο. Ο αγάς άφηνε συνήθως τα ενδύματά του, το σελάχι του και τα όπλα του στους γυναικωνίτες. Αγνοείται αν έπραττε τούτο κατά τύχη ή επίτηδες προς εκφοβισμό των γυναικών.
Η Βάσω μαθαίνοντας ότι την επαύριο έμελλε η εκστρατεία να ξεκινήσει, φόρεσε τα ενδύματα και τα όπλα του αγά, άρπαξε τα κλειδιά της Φατμάς και έγινε άφαντη.
Η δυστυχής κόρη, έτρεμε όλη πράττοντας αυτά. 
Εντούτοις ο σκοπός της δεν ήταν να πάει στο λημέρι του νονού της, πολύ απείχε του να σκεφθεί τούτο. Ήθελε μόνο να πορευθεί μακριά από την Άρτα και κοντά στα κατατόπια του κλέφτη.
Η καλύτερη δε για τούτο ευκαιρία, ήταν να αναμειχθεί με τους Τούρκους σαν ένας απ΄ αυτούς και να απομακρυνθεί.
Το πρωινό λυκαυγές πολύ βοηθούσε τους σκοπούς της, κανείς δεν τη γνώριζε, κανείς δεν μπορούσε αμέσως να υποπτευτεί το φύλο της. Εντούτοις έτρεμε και όταν βγήκε απ΄ το χαρέμι και πάτησε στο δρόμο, είχε μεταμεληθεί ήδη.
Επιθυμούσε να επιστρέψει πίσω, αλλά φοβόταν μην πάθει χειρότερα.
Εάν την έβλεπε καμιά από τις αντίζηλές της στο χαρέμι, θα την κατήγγελλαν στον αγά και πώς να εξηγήσει τότε το αλλόκοτο διάβημά της;
Όλοι θα την εκλάμβαναν ως παράφρονα ή ως ένοχο που συνωμοτούσε κατά της ζωής του εφέντη.
Έκαμε το σημείο του σταυρού και προχώρησε.

***
Όταν ο στρατός απομακρύνθηκε απ΄ την πόλη και η Βάσω ανέπνευσε τον αέρα του βουνού, πήρε θάρρος. Το στήθος της πρώτη φορά εισέπνεε ελεύθερα και η καρδιά της σκιρτούσε. Αλλά μετά την ανατολή του ηλίου, όταν μερικοί απ΄ τους αγάδες άρχισαν να την κοιτάζουν με περιέργεια, πάλι άρχισε να φοβάται.
Προσπαθούσε να αποκρύπτει όσο μπορούσε το πρόσωπό της από τα αδιάκριτα βλέμματα, έφερε δε και το σαρίκι πυκνά και αδέξια, τυλιγμένο περί την κεφαλή. 
Αλλά όταν η συνοδεία έφτασε στον πρώτο σταθμό και αντήχησε το προκηρυχθέν από τον Κλεισούρα πρόσταγμα, ποιος των πιστών μουσουλμάνων ήθελε να προσέλθει ως διαγγελεύς, κομίζοντας επιστολή προς το Χρήστο Μηλιόνη, 
η Βάσω ούτε σκέφθηκε ούτε δίστασε αλλά άμα άκουσε την διαπεραστική φωνή του κήρυκα (ο οποίος κατά το τουρκικό έθιμο ανέβηκε πάνω σε δένδρο και απήγγειλε κατά τον ασιατικό τρόπο τις λέξεις), έσπευσε να παρουσιασθεί πρώτη και μόνη αυτή.
Εκείνο που την εξέπληξε, ήταν η αυθόρμητη εμφάνιση και δεύτερου εθελοντή και πολύ περισσότερο η απ΄ αυτόν διαβεβαίωση, ότι γνώριζε αυτήν. Μάταια η Βάσω βασάνισε τη μνήμη της, που είχε δει τον άνθρωπο εκείνον. Έπειτα αυτός της φάνηκε τόσο παράδοξος, τόσο αλλόκοτος, ώστε απορούσε και αυτή τι να πιστέψει. Προτιμότερο θα ήταν γι αυτήν, αν και ήταν δειλή ως νεαρή γυναίκα και άπειρη, να πήγαινε μόνη στην αποστολή εκείνη.
Δε γνώριζε τους δρόμους, αλλά όμως αρκούσε να απομακρυνθεί από τη στρατιωτική συνοδεία και ο τελευταίος δεσμός διερρηγνύετο.
Η αμηχανία αυτή, που απέρρεε απ΄ την απειρία και τη δειλία της, τίποτε δεν ήταν απέναντι στην αγαλλίαση, που θα προκαλούσε σε αυτήν, η απομάκρυνση από τους Τούρκους, αλλά η παρουσία του άγνωστου εκείνου ήταν σαν προέκταση των συνεχόντων αυτήν δεσμών.
Κάθε άνθρωπος θα αισθανόταν ευγνωμοσύνη προς τον απροσδόκητο συνήγορο, που θα προσερχόταν έτσι αρωγός και επίκουρος αυτής της επιχείρησης. Αλλά στη θέση που βρισκόταν η Βάσω, το πράγμα ήταν διαφορετικό. Αυτή ζητούσε μόνο να απομακρυνθεί από τους εξ ανάγκης συνοδοιπόρους της, αναλογιζόμενη ότι τα μέλλοντα δε μπορούσαν να είναι χειρότερα από τα παρελθόντα.
Δεν την έμελλε τι θα συναντούσαν καθ’ οδόν, ούτε πως έμελλε να οδοιπορήσει σε άγνωστους τόπους.
Αρκούσε να απαλλαχτεί από την απεχθή παρουσία των συνοδοιπόρων της.
Τα μετά από αυτά τα διηγηθήκαμε στα προηγούμενα κεφάλαια.
Ένα μόνο οφείλουμε να προσθέσουμε.
Αφού ο Καμπόσος προέβη στην αλλόκοτη εκείνη και απίστευτη εξομολόγηση, που μπορούσε να ανορθώσει τις τρίχες της κεφαλής της Βάσως, αν δεν τις περιέσφιγγε το σαρίκι, αφού απέτυχε στην απόπειρά του να την  αναγκάσει να του ανακοινώσει τη δική της γνώμη, τελευταία η Βάσω δεν παρέλειψε να απευθύνει προς αυτόν μία ερώτηση, την εξής:
-Δε μου λες, γιατί θέλησες, να ’ρθείς μαζί μου σ΄ αυτόν το δρόμο;
Ο Καμπόσος δίστασε λίγο, πριν να απαντήσει. Τέλος είπε.
-Είδα που ήταν ανάγκη. Οι αγάδες δεν ήθελαν να πάνε.
Η απάντηση αυτή δεν ήταν βεβαίως συμπερασματική για άνθρωπο που πείθετε δύσκολα.
Η Βάσω απηύθυνε και δεύτερη ερώτηση·
-Και γιατί είπες ψέματα ότι με γνώριζες; Με είχες ξαναδεί ποτέ;
-Το έκαμα για να σε γλιτώσω από την μπερδεψιά εκείνη, είπε ο Καμπόσος.
Ίσως οι δύο αυτές απαντήσεις πολύ απείχαν απ΄την αλήθεια.
Αλλά πιθανώς δεν είχε ο άνθρωπος εκείνος ακριβή συνείδηση των αφορμών, οι οποίες ώθησαν αυτόν στο διάβημα. 
Κατ’ εμένα, νομίζω ότι το φύσει ραδιουργικό και κατασκοπευτικό πνεύμα του ανθρώπου τούτου, ήταν το μόνο αίτιο που κίνησε αυτόν να προσέλθει αυθόρμητα στην αποστολή εκείνη. Ο σκοπός του ήταν ίσως να κατασκοπεύσει τις θέσεις και τα ταμπούρια των κλεπτών και να πουλήσει στους Τούρκους μεγαλύτερη εκδούλευση από όσο θα πρόσφερε συμμετέχοντας απλώς στην αποστολή.
Ίσως επίσης, θα ρωτήσουν οι αναγνώστες μας, ποια αφορμή είχε ο Καμπόσος να διηγηθεί προς τον άγνωστο σ΄ αυτόν νέον έτσι προχείρως την ιστορία του; 
Πρόσωπο τέτοιο ως πρώτη αρετή έπρεπε να έχει την εχεμύθεια και την κρυψίνοια. Τούτο είναι αλήθεια. Αλλά κανένα συμφέρον δεν είχε ο άνθρωπος αυτός να αποκρύπτει από τους Τούρκους την ιστορία του, τουναντίον είχε συμφέρον να καθιστά αυτή φανερή. Η άκρα νεότητα και η συμπαθής μορφή του νομιζόμενου Τούρκου του ενέπνευσε εμπιστοσύνη. Ουδεμία αφορμή είχε εξ αρχής να υποπτευθεί ότι το σχήμα, το οποίο έφερε εκείνος, ήταν πλαστό.
Άλλωστε τόσο προθυμότερα έκλινε στο να διηγείται την ιστορία του προς κάθε μουσουλμάνο, αισθανόμενος ένα είδος περηφάνιας διηγούμενος αυτήν. Κανείς να μην απορήσει για τούτο. Ο άνθρωπος αυτός σεμνύνετο, διότι κατόρθωσε δήθεν να λύση πρόβλημα άλυτο  γι΄ αυτόν, το να είναι Τούρκος χωρίς να αλλαξοπιστήσει.
Έτρεφε δε, βαθιά περιφρόνηση προς πολλούς άλλους Ρωμιούς του τότε χρόνου, οι οποίοι τίποτε δεν κατόρθωσαν εξομόσαντες. Κάθε εξωμότης έπαυε να είναι Χριστιανός, αλλά δεν γινόταν και Τούρκος, για το φύσει αδύνατον του πράγματος. Αυτοί οι άνθρωποι καταντούσαν σε οικτρά και γελοία θέση, διότι ούτε οι Χριστιανοί τους ήθελαν πλέον ως Χριστιανούς, ούτε οι Τούρκοι τους δέχονταν ως Τούρκους.
Αλλά τούτο το παθαίνουν και άλλοι πολλοί…

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ ΟΓΔΟΟ
Ο Πευκόραχος, που αν και ήταν δυσκίνητος είχε κατέβει από το βράχο, έσπευσε να συλλάβει τον Καμπόσο και δεν είχε σκοπό να τον αφήσει.
Τον περιέσφιγγε δε τόσο πολύ με τα οζώδη χέρια του, ώστε 
ο άτυχος εκείνος ούτε αποπειράθηκε να του δαγκάσει τα δάκτυλα, όπως θα έπραττε σε κάθε άλλη περίσταση, αν τον περιέσφιγγαν απαλότερα χέρια.
Ο Πευκόραχος και ο Γκαβόχηνας, ο πιστός φίλος του, τον οποίο δεν παρουσιάσαμε ακόμη στους αναγνώστες, δεν διέπρεπαν για την ευκινησία τους μεταξύ των συντρόφων τους, αλλά όσο για το ταμπούρι ήταν βράχοι ακλόνητοι και ούτε μοχλός δεν μπορούσε να τους εκριζώσει.
Με την ίδια υπομονή, με την οποία ο Πευκόραχος μπορούσε να φυτευτεί σε απόκρημνη σκοπιά και να φυλάξει εκεί ταμπούρι ώρα την ώρα, υποφέροντας τον καύσωνα της ημέρας και τον παγετό της νύκτας, με την ίδια άκαμπτη ισχυρογνωμοσύνη, αν κρατούσε στα χέρια του κάποια λεία, άγρα, λάφυρο, πλιάτσικο, ας ήταν τούτο άνθρωπος ή πράγμα, θηρίο ή βουνό, δεν θα πειθόταν ποτέ να το αφήσει, αλλά αν του έκοβες το ένα χέρι, με το άλλο θα το βαστούσε, αν και τα δύο, θα το συνελάμβανε με τα δόντια.
Τέτοια σπάνια αρετή, όλοι οι κλέφτες δεν μπορούσαν να έχουν, αλλά είχε άλλος μία και άλλος άλλη.
Ο Πετρίτης, φερ’ ειπείν, είχε μάτι, μπορούσε να διακρίνει από τέσσερα μίλια απόσταση, όχι μόνο αν ήταν Τούρκος ή Χριστιανός, αλλά την τρίχωση της φλοκάτας, το χρώμα του σελαχιού και την στιλπνότητα του οπλισμού.
Ο Όρνιος είχε πόδι, μπορούσε να τρέξει απνευστί πενήντα μίλια σε επτά ώρες και τούτο, χωρίς ν’ αναπαυθεί, χωρίς να σταματήσει, χωρίς να διψάσει.
Ο Ξυπνητήρας είχε αυτί, μπορούσε να ακούσει από οκτακοσίων  βημάτων θόρυβο, πνοή, ψίθυρο, μουρμουρισμό, αναστεναγμό.
Ο Σαΐτας είχε χέρι, μπορούσε να εκσφενδονίσει σε απόσταση βολής καριοφιλιού βαρύ λιθάρι και το χέρι δεν το έβλεπες, εστροφοδινείτο σαν φτερωτή, σαν τροχός νερόμυλου, ούτε το λίθο έβλεπες, τον γδούπο της πτώσεως άκουες μόνο.
Τέλος ο Τσιντζούρας, ελλείψει άλλου ωφελιμότερου προτερήματος, είχε τραγούδι, έκρουε τη λύρα με δεξιότητα και εν απουσία συγχορευτή, πιανόταν από ένα σκίνο και χόρευε.
Αφού ο Πευκόραχος συνέλαβε καλά τον άνθρωπό του, έβαλε μία κραυγή.
-Καραούλι!
Η λέξη αυτή, που σήμαινε, ότι στα εμπορικά μας πλοία η κραυγή σκάντζα  βάρδια! και στην στρατιωτική υπηρεσία το επιφώνημα αλλαγή! έμελλε να αφυπνίσει τους κοιμώμενους κλέφτες, αν δεν είχαν σηκωθεί αυτοί ήδη από την προηγούμενη εκπυρσοκρότηση.
Έξι ή οκτώ απ΄ αυτούς, εγκαταλείποντας ζεστές τις φλοκάτες τους, είχαν συρρεύσει ήδη στη σκηνή, κατά τη στιγμή που  ο Πευκόραχος εξέπεμπε την κραυγή αυτή.
-Τι είναι; Τι τρέχει;
Κανείς δεν απαντούσε στις ερωτήσεις αυτές. 
Ο μεν αγαθός Πευκόραχος ούτε γρυ εννοούσε από τα συμβαίνοντα, ο δε Νίκος χωρίς να χάσει καιρό είχε σχίσει τη λευκή ακόμη φουστανέλα του και προσπαθούσε να περιδέσει το τραύμα της Βάσως.
-Φέρετε φως! έλεγε, ανάψετε δαδί, παιδιά!
Οι κλέφτες δεν ήταν αδιάκριτοι και δεν επέμεναν να μάθουν τα αγνοούμενα. Ένας απ΄ αυτούς εκτέλεσε την επιθυμία του Νίκου και άναψε με πυρόλιθο θρυαλλίδα. Φωτίσθηκε τότε το ωχρό και ξανθό πρόσωπο της νεανίδας, η οποία τη στιγμή εκείνη είχε βγάλει από το κεφάλι το κάλυμμα και φάνηκαν οι βόστρυχοι της κόμης γύρω απ΄ το λαιμό. Αλλά ο Νίκος δεν έβλεπε το πρόσωπο, πρόσεχε στην πληγή του βραχίονα. Ευτυχώς δεν ήταν βαθιά αυτή.
Το πρόσωπο το έβλεπαν οι κλέφτες. Τους φάνηκε δε σαν ακτίδα σελήνης κατά την ασέληνη εκείνη νύκτα, σαν σταγόνα δρόσου στην τραχεία εκείνη ερημιά.
Από το νεαρό τούτου πρόσωπο, το πλασμένο για να είναι φαιδρό και όμως φέροντος ήδη ίχνη δακρύων γύρω από τους οφθαλμούς, η προσοχή τους στράφηκε προς το άλλο εκείνο σκυθρωπό και απαίσιο πρόσωπο, το του Καμπόσου. 
Κατ’ αρχάς ένας των κλεφτών βρήκε πρόχειρη εξήγηση της απορίας του, την οποία και ανακοίνωσε προς ένα των συντρόφων.
-Ξέρεις, θα την έκλεψε αυτός ο Τούρκαλος κι αυτή είναι Ρωμιοπούλα.
Στην υπόνοια αυτή, οι κλέφτες άρχισαν να ρίχνουν απειλητικά βλέμματα προς τον άτυχο Καμπόσο και ο Όρνιος, ένας των κλεφτών που είχαν προστρέξει, ήταν έτοιμος να τον κατασπαράξει.
Αλλά ο Πευκόραχος έκραξε·
-Ξυπνήστε τον καπετάνιο, μη κάνετε λωλαμάρες.
Εκείνος θα αποφασίσει.
Και αυτά λέγοντας, περιέσφιξε τόσο δυνατά τους δύο βραχίονες του Καμπόσου, ώστε ο δυστυχής πόνεσε και άφησε γογγυσμό.
Τη γνώμη του Πευκόραχου απεδέχθησαν όλοι χωρίς αντίρρηση.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ ΕΝΑΤΟ
Με λίγα λόγια, έσπευσε να εξηγήσει η Βάσω στον έκπληκτο Χρήστο Μηλιόνη, τα σχετικά με τον Καμπόσο.
Ο επιτήδειος αυτός άνθρωπος, είχε καταγγείλει μόνος του τον εαυτό του.
Η τύχη του είχε στήσει τέτοια παγίδα, την οποία ούτε ο δεινότατος των κυνηγών κατόρθωσε ποτέ να παρασκευάσει.
Τα περί της δικής της τύχης υποσχέθηκε η νέα να τα διηγηθεί την επομένη.
Προσκλήθηκε ο ηλικιωμένος κλέφτης Γκαβόχηνας, ο πιστός σύντροφος του Πευκόραχου, ο οποίος δεν ήταν αδέξιος χειρουργός και δέχθηκε να θεραπεύσει την πληγή της.
Ο Νίκος με δακρυσμένα τα μάτια, ζητούσε συγγνώμη και δεν παρηγοριόταν, γιατί αυτός ήταν ο αίτιος του δυστυχήματος.
Η κόρη τον συμπόνεσε και έσπευσε να του πει, ότι αυτή μάλλον έπρεπε να επικαλεσθεί τη συγγνώμη του.
Την επομένη, η Βάσω συζήτησε η ίδια με τον καπετάνιο και διηγήθηκε προς αυτόν κατά πλάτος όσα είχε να διηγηθεί.
Ο κλέφτης τη συμβούλευσε να μην πει τίποτε στο Νίκο επί του παρόντος και της υποσχέθηκε να τη στείλει σε ασφαλή τόπο.
Επίσης δέχθηκε ο Χρήστος, να γίνει εγγυητής και μεσίτης υπέρ αυτής, όπως τύχει της πατρικής συγγνώμης.
Η νέα αισθάνθηκε βάλσαμο στην καρδιά της, χαμογέλασε προς το Νίκο και την επομένη νύκτα μετέβη στην πλησιέστερη αγροικία, συνοδευόμενη από δύο χωρικούς, που της είχε δώσει ως οδηγούς ο νονός της.
Πριν αναχωρήσει, η Βάσω τόλμησε να ζητήσει μία μεγάλη χάρη από το νονό της. Μετανόησε, είπε, διότι παρέδωσε στα χέρια τους, τον ατυχή εκείνον άνθρωπο, που υπήρξε συνοδοιπόρος της και οδηγός της στην πορεία. 
Χωρίς αυτόν, πώς θα εύρισκε το λημέρι των κλεφτών;
Δεν ήθελε το κακό του, είχε σκοπό την τελευταία στιγμή, αμέσως μόλις ανακάλυπτε το λημέρι, να του πει να φύγει.
Όταν αντήχησε η εκπυρσοκρότηση, αγνοούσαν και οι δύο ότι βρίσκονταν τόσο κοντά στα ταμπούρια, ο δε αιφνίδιος εκείνος πυροβολισμός, η έκπληξη, ο φόβος και το βόλι, το οποίο έπληξε το βραχίονά της, την έκαμαν να παραμιλά και νόμισε τη στιγμή εκείνη, ότι είχε χρέος να παραδώσει τον συνοδοιπόρο της. Ταραγμένη ακόμα, διηγήθηκε την ιστορία του στο νονό της και στο Νίκο, αλλά αμέσως μετά από λίγο μεταμελήθηκε. Ακούγοντας αυτά, ο Μηλιόνης τίποτε σίγουρο δεν της υποσχέθηκε, αλλά όμως, είπε, ότι θα φροντίσει να του δώσει του Καμπόσου ότι πρέπει.
Η απάντηση αυτή δεν καθησύχασε τη νέα.
Η τύχη του Καμπόσου, έμελλε να αγνοείται για πολύ καιρό, εάν ο Όρνιος, που είχε ισχυρή μνήμη, δεν διηγείτο ακολούθως προς έναν από τους συντρόφους του την περί τούτου ιστορία, την οποία και εμείς μεταγράφομαι εδώ προς πληροφορία των αναγνωστών μας.
Σε δύο ανθρώπους έπεσε ο κλήρος να αναδεχθούν το βάρος του ανθρώπου εκείνου, στον Σαΐτα και στον Όρνιο. Και ο μεν βρισκόταν στην άγνοια περί του τι έμελλε να τον κάμουν, ο δε Σαΐτας, ευτυχέστερος, είχε λάβει άμεσο πρόσταγμα από τον καπετάνιο, ότι όφειλαν να απαλλαχθούν του φορτίου αυτού.
Ο Σαΐτας δε, φάνηκε εχέμυθος και ίσως για να δείξει ότι έχει την εμπιστοσύνη του αρχηγού, τον πρόδωσε καθ’ οδόν, ενώ πορεύονταν και έτσι ήλθε σε θέση και ο Όρνιος, ώστε να μη βαδίζει στο σκοτάδι.
Ο καπετάνιος είχε διατάξει να τον χαλάσουν.
Και δεν ήταν εύκολο το πράμα, ως φαίνεται.
Ήταν εφτάψυχος αυτός ο καλοκόκκαλος.
Ο Όρνιος έμελλε να τον δέσει πισθάγκωνα στον κορμό μιας ελάτης, αλλά ενώ ο Όρνιος ετοίμαζε το σχοινί, δεν ξέρω πως, δοκίμασε εκείνος να δραπετεύσει. Ευτυχώς ο Μηλιόνης είχε προβλέψει, ως φαίνεται, την ενδεχόμενη αυτή περίπτωση και ίσως για τούτο διόρισε τον Όρνιο μέλος της αποστολής εκείνης. 
Ο Όρνιος είχε τις καλύτερες κνήμες, όπως είναι γνωστό και το έβαλε ευθύς στα πόδια.
«Άπλωνα τη χέρα μου και χανόταν από μπροστά μου.
Ο Σαΐτας είχε μείνει παραπίσω, ντρεπόμουν να τον φωνάξω, για να μη χάσω το νάμι μου. Έφευγε σαν ήσκιος, ακόμα άλλος δεν μου παραβγήκε. Να μην ήμουν Όρνιος, αν δεν τον έφτανα.
Δυο, τρεις ποδαριές και τον αδράχνω. 
Σε τσάκωσα, σ’ έχω, σ’ έφαγα.
Τον απιθώνω απάνω σ’ έναν όχτο, τον αρχινώ στες διπλαργιές. Τον τραβάω πίσω, τον παγλαρώνω στον έλατο, τον σφίγγω, τον ζαμακώνω, τον διπλοσταυρώνω.
Όμορφος είσαι, κάτσε δω να σε καμαρώσω».
Εδώ έληξε το έργο του Όρνιου, ο Σαΐτας όφειλε να κάμει και αυτός το χρέος του. Ο Σαΐτας όπλισε με μεγάλη πέτρα τη σφενδόνα του, στάθηκε σε απόσταση διακοσίων βημάτων από το δεσμώτη και άρχισε να κάνει γυμνάσια. 
Την πρώτη φορά περιέστρεψε δώδεκα φορές τη σφενδόνα γύρω από το κεφάλι του με απίστευτη ταχύτητα. Αντήχησε η δόνηση της σφενδόνας, ο δε ατυχής κατάδικος έκλεισε αυτομάτως τα μάτια.
Αλλά είχε άδικο να βιάζεται. Ο Σαΐτας δεν τον σκόπευσε, αλλά προσποιήθηκε ότι του έφυγε η πέτρα και την έριξε μακριά, πίσω από το κεφάλι του. Ο Καμπόσος ανέπνευσε. 
Ο Όρνιος έβλεπε ατενώς.
Ο Σαΐτας έβαλε δεύτερη πέτρα στη σφενδόνη και άρχισε την ίδια άσκηση.
Η περιστροφή υπήρξε τη φορά αυτή ανετότερη και βραδύτερη.
Τέλος η πέτρα εκτοξεύτηκε και κτυπώντας στο δένδρο, που ήταν δέσμιος ο Καμπόσος, κτύπησε πάνω από την κεφαλή του κατάδικου, δύο ή τρεις παλάμες πάνω απ΄ αυτή. Ο λίθος κτυπώντας  πλάγια το φλοιό του δένδρου, ανακόπηκε και κατέπεσε εγκάρσια, ακούμπησε τον ώμο και το βραχίονα του κατάδικου και κυλίστηκε στα πόδια του.
Ο Καμπόσος δεν είχε προφέρει ούτε λέξη, αλλά τη φορά αυτή αγανάκτησε και φώναξε.
-Μη με βασανίζετε βρε παιδιά, θα με σκοτώστε, σκοτώστε με.
-Τώρα σου δείχνω, απάντησε ο Σαΐτας χωρίς να συγκινηθεί.
Όσο για τον Όρνιο, αυτός ήταν, φαίνεται, ευαίσθητος και άρχισε να τον λυπάται. Αλλά η περιέργειά του, όπως δει το τέλος του αλλόκοτου τούτου πειράματος, καθ’ ότι ο Σαΐτας επιθυμούσε, ως φαίνεται, να αναπτύξει όλη την περί τον χειρισμό της σφενδόνης επιτηδειότητά του, ήταν μεγαλύτερη από τον οίκτο που αισθάνθηκε και δεν ικέτευσε υπέρ του κατάδικου.
Ο Σαΐτας έσπευσε να βάλει σε πράξη την απειλή του.
Τη φορά αυτή, ο δύστυχος κατάδικος έβλεπε το θάνατο με τα ίδια του τα μάτια. Είδε τον Σαΐτα να σκύβει προς τη γη, τον είδε να αναζητεί και να διαλέγει την πέτρα, τον είδε να βάζει την πέτρα στη σφενδόνη. Έπειτα άρχισε αυτός να περιστρέφει αυτήν κατά το σύνηθες.
Ο Καμπόσος έκλεισε τα μάτια. Μετά μία στιγμή ο λίθος εκείνος θα συνέτριβε το κρανίο του.
Τετέλεσται, δεν υπήρχε πλέον έλεος γι΄ αυτόν επί της γης αυτής.
Τότε άρχισε να ψιθυρίζει το «Μνήσθητί μου Κύριε» και μόλις θα είχε καιρό μία φορά να το απαγγείλει, το βλήμα εκσφενδονίσθηκε γοργό και έπληξε το πρόσωπο του κατάδικου. 
Αλλά ω θαύμα!
Ο φαινόμενος λίθος, ήταν βώλος γης και σκόρπισε σε μικρά τεμάχια.
Ο κατάδικος αισθάνθηκε τρομερό πόνο στους γνάθους, τυφλώθηκε σχεδόν από τη σκόνη, αλλά έμεινε σώος και υγιής.
Τότε ο Σαΐτας διέταξε τον Όρνιο να πάει να τον λύσει.
Ο κλέφτης έμεινε απορώντας και κοίταζε άφωνος το σύντροφό του.
Αυτός δε επανέλαβε τη διαταγή.
-Αμ’ τότε; Γιατί κάμαμε τόσον κόπο; είπε ο Όρνιος.
-Κάμε ’κείνο που σου λένε, του απάντησε ο Σαΐτας αυστηρά.
Ο ατυχής Όρνιος έσπευσε να υπακούσει, αν και δεν καταλάβαινε πλέον τίποτε. Έλυσε τον Καμπόσο και τον οδήγησε προς τον Σαΐτα, ο οποίος καθόταν αντίκρυ πλήρης σοβαρότητας.
-Να φχαριστάς τον καπετάνο μωρέ, του είπε αυτός, το κέφι το δικό μου ήταν να σε χαλάσουμε, μα ο καπετάνιος είπε να σε φοβερίξουμε μονάχα. Άμε καλιά σου και ξέρε το μωρέ, πως αν σε βρω στην πλώρη μου δεν σου το χαρίζω. Τώρα το έκαμα για χατίρι του καπετάνου μου.
Ο Καμπόσος το έβαλε στα πόδια και ούτε στράφηκε πίσω να δει τι έμελλε να συμβεί. Λέγεται ότι του έμεινε έκτοτε μία πάθηση διά βίου, συνεχής βόμβος στα αυτιά του.
Ήταν η ιαχή της περίφημης σφεντόνας.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΙΚΟΣΤΟ
Μετά λίγες μέρες, η κλαγγή των ξιφών, η βροντή των καριοφιλιών ακούσθηκε πίσω από τα βουνά, σε απόσταση πέντε ή έξι ωρών πορείας από την τοποθεσία Ζυγουριά, του στρατοπέδου του Χρήστου Μηλιόνη.
Δύο γυναίκες που βγήκαν πολύ πρωί από την πολίχνη, πήγαιναν στην πηγή να γεμίσουν νερό τις στάμνες. 
Εξαίφνης τρόμαξαν ακούγοντας ευκρινώς κρότο τουφεκισμών.
Ο άνεμος έπνεε σφοδρός από τα βουνά και η ηχώ των πυροβολισμών μεταφερόταν με τα φτερά του.
Η μία των γυναικών τόσο κατεπλάγη, ώστε έριξε τη στάμνα της στο έδαφος και στράφηκε να επιστρέψει στο χωριό της. 
Η άλλη την εγκαρδίωσε λέγοντας, ότι από το μπουμπουνητό φαίνεται ο πόλεμος να είναι μακριά και δεν έπρεπε τόσο να φοβάται.
Και βεβαίως εξ αρχής τολμηρή πρέπει να ήταν η γυναίκα αυτή, που είχε πείσει την άλλη, τη σύντροφό της, να πορευθούν πριν ανατείλει ο ήλιος στην πηγή.
Από τεσσάρων ή πέντε μηνών, φόβος είχε διαδοθεί στα πεδινά χωριά, εξ αιτίας της εκστρατείας των Τούρκων κατά του Χρήστου Μηλιόνη.
Η προστάτιδα πτέρυγα του ανδρείου μαχητή εκτεινόταν σε όλες τις ορεινές κωμοπόλεις, όπου και άλλωστε δεν ήταν δειλοί οι άνθρωποι, αλλά η σκιά αυτής δεν εδύνατο να φθάσει και μέχρι τα πεδινότερα χωριά.
Από το φόβο τούτο, επήλθε απραξία στις γεωργικές εργασίες, δεν υπήρχε η ευκολία της συναλλαγής και για τούτο ο λαός δυστυχούσε. Η κατάσταση δε αυτή έμελλε, κατά τα φαινόμενα, να παραταθεί επί μακρό χρόνο, γιατί ο Μουχτάρ Κλεισούρας δεν είχε σκοπό να συγκρουσθεί προς τους κλέφτες. 
Αλλά ο Χρήστος Μηλιόνης, αν και είχε καλά ταμπούρια στις κορυφές των βουνών, δεν ήθελε να μένει κλεισμένος εκεί 
επ’ αόριστο χρόνο.
Όσο περνούσαν οι μέρες, η ένδεια του λαού καθίστατο δεινότερη και αυτοί οι κλέφτες έμελλαν πιθανώς να στερηθούν τα απαραίτητα.
Οι λόγοι αυτοί, έπεισαν το Χρήστο Μηλιόνη να κάμει έξοδο…
Ένα πρωί του Μαΐου, επανήλθαν στο λημέρι του Χρήστου οι δύο μονόματοι, που τους είχε στείλει προ δύο ημερών, να κατασκοπεύσουν. Αυτοί ήταν, ο Πετρίτης και ο Ξυπνητήρας.
-Και τι αγροικήσατε; τους ρώτησε ο αρχηγός.
-Τίποτα, καπετάνο, όλο και ζαγάρια, απάντησε ο Πετρίτης.
Κανένας τους δεν είναι χαΐρικος.
-Τους ζύγωσες καλά;
-Όλη μέρα τους βίγλιζα. Κανένα χαλαλή απ’ αυτούς δεν είδα.
Όλοι ζουλάπια.
-Και συ, Ξυπνητήρα;
-Τα ίδια, καπετάνο μου. Δεν είναι για ντουφέκι αυτούνοι.
-Άκουσες το βρόντο τους;
-Τον άκουσα, ψοφίμικος κι αυτός. Κούφια έβαζε το ντουφέκι.
Τη μπαρούτη με το φτερό.
-Και τα κατατόπια τους, Πετρίτη;
-Τρεις αδρασκελιές.
Τις εκθέσεις αυτές των κατασκόπων του δεν περίμενε βεβαίως ο Χρήστος για να αποφασίσει. Η απόφαση της εξόδου από πολλού είχε παρθεί απ΄ αυτόν. Αλλά όμως και τα τόσο αίσια πορίσματα των παρατηρήσεων των δύο τούτων κλεφτών δεν τον δυσαρέστησαν.
Από το βράδυ έδωκε διαταγή να είναι έτοιμοι για οδοιπορία οι άνδρες του, μόλις ανατείλει η ξάστερη Πούλια.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΙΚΟΣΤΟ ΠΡΩΤΟ
Όταν οι κλέφτες είχαν φθάσει στα σύνορα των Τούρκων, σε ένα τόπο που λεγόταν Λαγκόβα, μόλις είχε ανατείλει το πρωινό άστρο.
Η πρωινή δροσιά απέσταζε από τα φύλλα και ο αρχηγός έστειλε προς τους Τούρκους κήρυκα πολέμου. 
Και ο κήρυκας πηγαίνοντας προς τους Τούρκους είπε.
-Με στέλλει ο Μηλιόνης, θα πολεμήσωμεν…
Και ο αρχηγός των Τούρκων, ο Μουχτάρ Κλεισούρας, απάντησε.
-Δέχομαι τον πόλεμον.
Τη λέξη αυτή δεν την εξέφερε ακέραια, η μισή έμεινε στο λάρυγγα. 
Ακούοντας τούτο ο Πάνος Μαυρομάτης ωχρίασε.
Και ο Μουχτάρ Κλεισούρας ρώτησε αυτόν τι σκέφτεται.
Και εκείνος δεν είχε τη δύναμη να απαντήσει.
Και ο γέροντας Τοπτσής (έτσι ονομαζόταν ο κήρυκας) επέστρεψε προς το Χρήστο Μηλιόνη, αναπολώντας την παλαιά νεότητά του και ζηλεύοντας τους νεότερους. 
Διότι παλαιότερα ο Τοπτσής ήταν πρωτοπαλίκαρο του Γυφτάκη και του Καλέμη, δύο περιβόητων κλεφτών. Αλλά ήδη είχε γεράσει και εκτελούσε έργα κήρυκα.
Το πρωί εκείνο, ο γέροντας Τοπτσής ενθυμηθείς τους παλαιούς χρόνους στέναξε. Και επανερχόμενος προς το Χρήστο Μηλιόνη ανήγγειλε, ότι δέχονται τη μάχη οι Τούρκοι.
Η πρώτη ακτίνα του ήλιου δεν πρόβαλε ακόμη και ρόδινη φαινόταν η πρόδρομος του φαεινού αστέρος ανταύγεια επί του στερεώματος.
Ο Χρήστος Μηλιόνης διέταξε τους άνδρες του να εφορμήσουν κατά των εχθρών. Απερίγραπτη υπήρξε η πρώτη ορμή των επιτιθεμένων. Οι πρώτες του ήλιου ακτίνες φώτισαν τις πρώτες των ξιφών ανελκύσεις και τα πρωινά των αηδόνων άσματα σίγησαν βωβαθέντα από τις πρώτες του καριοφιλιού βροντές. Τα ρυάκια του αίματος έρρευσαν παρά τις πηγές των υδάτων και αι οιμωγές των πιπτόντων ανεμείχθησαν με τις πνοές του ανέμου.
Η πάλη, με ανέκφραστη ορμή άρχισε αμετάπτωτη και διήρκησε επί δύο ώρες. Οι άνδρες εκείνοι ήταν ακάματοι. 
Ο Χρήστος Μηλιόνης ηγείτο της εφόδου και πολεμούσε, όπως συνήθιζε, με διπλό καρυοφύλλι, ένας δε των πιστότερων ακολούθων του πίσω του στεκόμενος, γέμιζε το ένα και παρελάμβανε το άλλο, εκείνος δε το άδειαζε και το επέστρεφε.
Ο Σαΐτας λυσσούσε, έφριττε, έτριζε τα δόντια και πυροβολούσε.
Ο Πετρίτης σκόπευε με απίστευτη δεξιότητα και δεν έσπευδε, αλλά κοίταζε να δει αν επέτυχε η βολή του. 
Ο Πευκόραχος είχε φυτευτεί κατά τη συνήθειά του πίσω από βράχο και πυροβολούσε αδιάκοπα.
Και αυτός ο Τοπτσής, απέδειξε ότι δεν είχε γεράσει παρά πολύ.
Οι μονόματοι κλίνοντες το ένα γόνυ προς τη γη, σκόπευαν, έβαλλαν, φόνευαν.
Η θέση, την οποία κατείχαν επί του λόφου οι Τούρκοι, πρόχειρα οχυρωμένη, δεν ήταν αρκούντως ισχυρή. 
Μετά από λίγο, ο Μουχτάρ Κλεισούρας διέταξε την υποχώρηση. Οι Τούρκοι δεν ήταν πολύ περισσότεροι των κλεφτών, αλλά υπερείχαν κατά τη θέση.
Πολλοί απ΄ αυτούς, παρά την αγέρωχη διαβεβαίωση των δύο κατασκόπων του Μηλιόνη, έδειξαν μεγάλη ανδρεία.
Αλλά εκείνο, στο οποίο ασυγκρίτως υπερείχαν οι κλέφτες, ήταν η δεξιότητα στη σκόπευση. Σπανίως κανείς απ΄ τους μονόματους αστοχούσε του σκοπού. 
Οι Τούρκοι έριχναν ίσως διπλάσιες βολές από όσες έριχναν οι κλέφτες, αλλά τα βόλια τους δεν εύρισκαν την «κάκοψη σάρκα του κλέφτη», κατά τη φράση του Βαλαωρίτου.
Λίγο ακόμη και η θέση των Τούρκων έμελλε να κυριευθεί εξ εφόδου από τους κλέφτες. Αλλά τότε, απροσδόκητα επήλθε υποτροπή του θάρρους στις τάξεις των αμυνόμενων, στη μία τουλάχιστον πτέρυγα αυτών, της οποίας ηγείτο ο γνωστός σε μας Γιουσούφ Ιβραήμ.
Ο Αλβανός αυτός κατόρθωσε να αναρριπίσει το θάρρος στους περί αυτόν και αυτοί γενναία αντιστάθηκαν, προξενώντας ζημιά στους κλέφτες.
Δυσχερής και βραδεία, ως φαίνεται, ήταν πάντοτε η έκβαση του κλεφτοπόλεμου. Ενόσω διήρκεσε της αντιστάσεως αυτής το σθένος, πολλοί των Ελλήνων μαχητών έπεσαν. 
Αλλά τότε ο Χρήστος Μηλιόνης φρύαξε και διέταξε κρατερά έφοδο. Οι κλέφτες εφόρμησαν απ΄ τους προμαχώνες τους, από παντού δε ορμήσαντες περικύκλωσαν τους Τούρκους.
Τότε ετράπησαν αυτοί σε φυγή.
Ο Χρήστος διέταξε να τους καταδιώξουν. Το τουρκικό στράτευμα σκορπίστηκε στους τέσσερις ανέμους…
Όταν αναπαύθηκαν λίγο οι καταπονημένοι άνδρες, ο Μηλιόνης διέταξε να μετρηθούν. Δεκαεννέα έλειπαν. Τραυματίες ήσαν άλλοι τόσοι περίπου.
Από τους έγκριτους κλέφτες έπεσαν ο Σαΐτας, ο Ξυπνητήρας, ο Πετρίτης και ο Γκαβόχηνας.
Ο δε γηραιός Τοπτσής έκειτο δεινώς τραυματισμένος.
Τις απώλειες του εχθρού υπολόγιζε ο Μηλιόνης στο μισό σχεδόν του κατά προσέγγιση αριθμού τους, δηλαδή σε εξήντα. Τούρκοι νεκροί βρέθηκαν στα πέριξ κείμενοι περί τους πενήντα και τούτων οι περισσότεροι έκειντο επίστομα, σαν να ήθελαν να απευθύνουν προς τον Αλλάχ το τελευταίο ναμάζι.
Ευτυχώς, οι νεκροί εκ των κλεφτών βρέθηκαν όλοι ακέραιοι και ουδενός την κεφαλή είχαν προφτάσει να αποκόψουν οι Τούρκοι.
Εάν κάτι τέτοιο συνέβαινε, ο Μηλιόνης ήταν έτοιμος να διατάξει δεύτερη καταδίωξη, για να αποσπάσει τις κεφαλές των συντρόφων του από τα χέρια του εχθρού, σώζοντας αυτές από την ύβρη.
Ακολούθως οι κλέφτες κήδευσαν τους νεκρούς τους με όλες τις τιμές και δώδεκα τελευταίοι πυροβολισμοί αντήχησαν στα όρη προς τιμή των πεσόντων.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΙΚΟΣΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ
Ο Χρήστος Μηλιόνης εξέφερε φοβερή κραυγή μανίας και αγανακτήσεως.
-Ο Θεός κι η γη δεν το βαστά, ανέκραξε, εμένα, εμένα τον αδελφοποιτό σου;…
Ο Τούρκος έμεινε άφωνος και δεν ήξερε πως να δικαιολογηθεί.
Ο Χρήστος δεν καταδέχτηκε να τον επιπλήξει περισσότερο, αλλά του είπε.
-Εμπρός, τα ντουφέκια.
-Είμαι έτοιμος, απάντησε ο άλλος.
Ήταν ο Τούρκος Σουλεϊμάνης, τον οποίο είχαμε λάβει αφορμή να επαινέσουμε στις σελίδες της διηγήσεως αυτής.
Αλλά τα όρια της αρετής και της κακίας, είναι τόσο δυσδιάκριτα στην ανθρώπινη φύση, ώστε οι νεότεροι απ΄τους φιλοσοφούντες είχαν δίκιο να ανακηρύξουν ως όλως ανωφελή και αυτήν την ψυχολογία κατόπιν της μεταφυσικής.
Ο Σουλεϊμάνης ήταν από παλαιού χρόνου πιστός φίλος του Χρήστου Μηλιόνη. Μπορούσε αυτός να του εμπιστευθεί τα πάντα και αυτή την τιμή του, τόση εμπιστοσύνη είχε στον Τούρκο εκείνο.
Ο Χρήστος, είχε πείσει κάποιον αγράμματο ιερέα, να τους περάσει διά της αγίας ζώνης, δηλαδή να αναγνώσει επ’ αυτών τις ευχές της αδελφοποιΐας. Έλεγαν κάποιοι, ότι ο αγαθός ιερεύς ποτέ δεν εδύνατο να πεισθεί, αν δεν τον απειλούσε ο Χρήστος Μηλιόνης. 
Είναι αλήθεια ότι τέτοιο παράδειγμα αδελφοποιΐας με αλλόθρησκο ήταν ανήκουστο ίσως στα χρονικά.
Ξενίες και φιλίας δεσμοί ήταν συχνότατοι μεταξύ Ελλήνων και Τουρκαλβανών. Αλλά η με αυτούς αδελφοποιΐα ενομίζετο ανόσιο.
Οι δογματικοί της ανατολικής Εκκλησίας αποκήρυτταν και καταδίκαζαν το έθιμο τούτο καθόλου και μεταξύ χριστιανών.
Η θέση, έλεγαν ευστόχως οι έτσι συλλογιζόμενοι, η θέση μιμείται τη φύση.
Η δε φύση δεν παράγει αδελφούς, αλλά γιους.
Οι γονείς σας δύνανται να σας προσποιήσουν αδελφούς διά γεννήσεως ή με υιοθεσία. Σεις αυτοί όμως αδελφούς δεν δύνασθε να πλάσετε.
Εντούτοις ο Χρήστος Μηλιόνης, δεν είχε λάβει αφορμή να μεταμεληθεί για την μετά του Σουλεϊμάνη αδελφοποιῒα.
Ο Τούρκος αυτός ήταν πιστός και ένθερμος φίλος. 
Αλλά αλίμονο!
Δεν ήταν και υπεράνω χρημάτων, όπως αποδείχθηκε ύστερα.
- Επί μακρό χρόνο, ο Μουχτάρ Κλεισούρας έμελλε να περιφέρεται προς φανταστική καταδίωξη του Χρήστου Μηλιόνη.
Είχε ανεβεί δύο φορές ήδη όλους τους λόφους της Ακαρνανίας, είχε διαβεί δύο φορές όλες τις κοιλάδες της. 
Και μόνο στη θέση Ζυγουριά δεν είχε ποτέ πλησιάσει. 
Η μονοτονία αυτή της καταδίωξης για λίγο μόνο διεκόπη, λόγω της απρόοπτης επίθεσης του Μηλιόνη, που διηγηθήκαμε προηγουμένως. Αλλά οι Τούρκοι βαρέως φέροντες τη φθορά που υπέστησαν, ήταν απαρηγόρητοι και γόγγυζαν κατά των αιωνίων αναβολών του Κλεισούρα.
Τότε οι συνετότεροι των αγάδων της Ακαρνανίας, οι οποίοι ήταν, όπως πάντοτε συμβαίνει, οι πλουσιότεροι, έστησαν συμβούλια… έλυσαν τα βαλάντια. Βρέθηκε δε και άνθρωπος επιτήδειος στις διαπραγματεύσεις, που έπεισε τον Σουλεϊμάνη, αυτόν τον πιστό φίλο του Χρήστου Μηλιόνη, να πάει προς τον κλέφτη ως απεσταλμένος, έχοντας απόρρητη εντολή να τον δολοφονήσει.
Ο απονήρευτος κλέφτης υποδέχθηκε τον Τούρκο με ανοικτές αγκάλες. Άνοιξε προς αυτόν την καρδιά του, τον έβαλε στη σκηνή του, του παρέθεσε πρόχειρο τραπέζι, διέταξε τον Τσιντζούρα, τον αοιδό, να τραγουδήσει όλα τα άσματα όσα ήξερε, πλην των ηρωικών. 
Η πλόσκα τελείωσε δώδεκα κύκλους περί τους συνδαιτυμόνες, από χέρι σε χέρι μεταβαίνουσα, ο φιλοξενούμενος ευθύμησε, φαιδρύνθηκε, σοβαρεύτηκε, σκυθρώπιασε.
-Τι έχεις, Σουλεϊμάνη; τον ρωτά ο Χρήστος, τι έπαθες, βλάμη;
-Τίποτε, βλάμη μου, απήντησε ο Αλβανός, κάτι θυμήθηκα.
-Πιε, να το ξεχάσεις, είπε ο Χρήστος.
Ο Σουλεϊμάνης υπάκουσε, αλλά η ομίχλη της κατήφειας δεν παρήλθε από τη μορφή του.
Ο Χρήστος δεν τον ρώτησε δεύτερη φορά, αλλά ένας απ΄ τους συνδαιτυμόνες, ο γέρο - Τοπτσής, που προ ολίγου θεραπεύθηκε από τα τραύματά του (είχαν περάσει δύο σχεδόν μήνες από τη συμπλοκή στη Λαγκόβα) είχε συλλάβει υπόνοιες και κατόπτευε τον Τούρκο με το ένα μάτι του.
-Κάτι ήθελα να του πω τώρα, ψιθύριζε μέσα του, αλλά θα με πει κουτό.
-Τι μουρμουρίζεις, γέρο-Τοπτσή; είπε ο Χρήστος.
-Τίποτα καπετάνο, απάντησε ο γέρος.
Και αποφάσισε να μη σκέπτεται πλέον τίποτε. 
Στην απόφαση αυτή πολύ βοήθησε η πλόσκα, που βρισκόταν στο δέκατο τρίτο γύρο της.
Μόνοι απ΄τους συνδαιτυμόνες που δεν έπιναν ήταν ο Χρήστος Μηλιόνης και μερικοί άλλοι των κλεφτών τηρούντες την περί νηφαλιότητος σεπτή στις τάξεις τους συμφωνία.
Η αρχαία των κλεφτών πείρα τους δίδασκε ότι, οσάκις κλέφτης έπαθε κάτι κακό, το έπαθε κατόπιν άμετρης οινοποσίας ή ένεκα άλλης αμαρτίας. Εντούτοις και αυτός ο Σουλεϊμάνης, όσο και αν ελευθερίαζε περί την τήρηση των εντολών του Κορανίου, δεν ήταν όπως άλλοτε ακρατής οινοπότης, όσο ο Χρήστος Μηλιόνης ήξερε. 
Αλλά φαίνεται ότι σήμερα κάτι θυμόταν.
Κάτι θυμόταν πράγματι. Θυμόταν το πλήρες χρυσού βαλάντιο με το οποίο  είχε διαφθαρεί από τους ομοθρήσκους του, υποσχεθείς να φονεύσει το φίλο του Χρήστο Μηλιόνη.
Λίγο ακόμη και ο Σουλεϊμάνης τόσο είχε σκοτισθεί από τον οίνο, ώστε άρχισε να κλαίει με αληθινά δάκρυα.
-Τι έχεις, βλάμη; του λέγει πάλι ο Χρήστος.
-Σήκω, πάμε να σου πω, απάντησε ο Αλβανός.
Και πήγαν και οι δύο λίγο πιο πέρα.
Εκεί ο Χρήστος Μηλιόνης έμελλε να ακούσει την αλλόκοτη εκείνη εξομολόγηση, την οποία δεν είχε φαντασθεί ποτέ στη ζωή του.
Ο Σουλεϊμάνης του ομολόγησε, ότι ήταν βαλμένος να τον σκοτώσει.
Τότε ο Χρήστος Μηλιόνης εξέπεμψε την μανιώδη εκείνη κραυγή.
-Ο Θεός και η γη δεν το βαστά! Εμένα, τον αδελφοποιτό σου!

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΙΚΟΣΤΟ ΤΡΙΤΟ
Και η πρώτη κίνησή του, ήταν να αρπάξει το τουφέκι.
Εντούτοις ο Σουλεϊμάνης έπεσε στον τράχηλό του και τον ικέτευε…
Οι κλέφτες βλέποντας από μακριά, έσπευσαν να έλθουν προς αυτούς.
Και ουδείς πρόφερε λέξη, τα διασταυρούμενα βλέμματα μόνο ρωτούσαν τι συνέβαινε.
Δεν τόλμησαν να πλησιάσουν πολύ προς το σύμπλεγμα, από σεβασμό προς τον αρχηγό τους.
Μία λέξη άκουσαν μόνο, την οποία πρόφερε μεγαλοφώνως ο Χρήστος Μηλιόνης.
-Φεύγα! Τι κάθεσαι;
Αλλά ο Σουλεϊμάνης επέμενε, μιλούσε σιγά και ικέτευε το Χρήστο.
Οι λέξεις δεν ακούγονταν, αλλά εάν κάποιος από τους παρόντες στη σκηνή γνώριζε τι είχε συμβεί και έβλεπε την έκφραση αυτή του προσώπου του, θα μπορούσε περίπου να ερμηνεύσει έτσι τα λεγόμενα.
«Πώς να γυρίσω σε κείνους που μ’ έστειλαν; Πού να πάω να ζήσω; Σκότωσέ με καλύτερα. Ή προσκύνησε με το καλό ή σκότωσέ με».
-Εγώ, εγώ να προσκυνήσω! απάντησε ο Χρήστος Μηλιόνης.
Εγώ να προσκυνήσω τους Τούρκους;
-Θα σε κάμουν δερβέναγα, απαντούσε ο Σουλεϊμάνης.
Θα σε κάμουν πρώτο καπετάνο σε όλα τα χωριά.
-Να μην το ξαναπείς αυτό, ανέκραξε άγρια ο Χρήστος, ειδεμή, σ’ έφαγα…
Και σπρώχνοντας από το στήθος του τον Σουλεϊμάνη, υποχώρησε πίσω δύο βήματα και φαινόταν έτοιμος να ορμήσει εναντίον του.
-Είσαι προδότης! έκραξε προς αυτόν.
-Εχάθηκα, ψιθύρισε ο Σουλεϊμάνης, συνάπτοντας τα χέρια.
-Μη φοβάσαι, είπε ο Χρήστος, δε θα σε χαλάσω από χεριού, όπως σου έπρεπε, μαζί σου θα χτυπηθώ.
Φέρτε τα καριοφίλια εδώ, έκραξε προς τους κλέφτες.
Εκείνοι υπάκουσαν. Αλλά δύο ή τρεις απ΄ αυτούς, παρουσιάστηκαν πρόθυμοι να μονομαχήσουν αντί του αρχηγού με τον Σουλεϊμάνη.
Τέτοια προσφορά δεν μπορούσε ο αρχηγός να δεχθεί. Τουναντίον είχε απόφαση αυτός να μονομαχήσει. 
Αλλά ο Σουλεϊμάνης, που λόγω των συμβάντων τούτων, είχε συνέλθει από τη μέθη ήδη, τόλμησε να προτείνει μία αντίρρηση·
-Αφού βρίσκομαι στα χέρια σου, είπε, ποιος μου αποκρίνεται πως θα με αφήσουν να φύγω οι σύντροφοί σου, αν τύχη και σε σκοτώσω;
Η παρατήρηση αυτή, φάνηκε εύλογη στο Χρήστο Μηλιόνη.
Προσκάλεσε τους πρόκριτους των κλεφτών και τους είπε.
-Ελάτε, παιδιά, ν’ αμόσετε (ορκιστείτε) στο σπαθί και στο σταυρό, να τον αφήσετε να φύγει, αν με σκοτώσει.
Οι κλέφτες κοιτάχτηκαν μεταξύ τους με απορία.
Ουδείς ήταν πρόθυμος να κάμει την αρχή. Ουδείς κινήθηκε.
Ο Χρήστος Μηλιόνης τους επέπληξε.
-Κανένας σας δεν κραίνει; Βούβα σας έπιασε!
Τέλος ο Τοπτσής και μετά απ΄ αυτόν ο Πευκόραχος, διαμαρτυρήθηκαν.
-Εγώ δεν αμόνω.
-Μητ’ εγώ
-Όντας σκοτωθείς εσύ, καπετάνο, είπε εύστοχα ο γηραλέος Τοπτσής, κανένα κουμάντο δεν θα ’χουμε και τότες ποιος θα εμποδίσει τα παλληκάρια;…
-Αφήνω εσένα και τον Πευκόραχο στο ποδάρι μου, επέμεινε ο Χρήστος, οι δυο σας πρέπει να μου υποσχεθείτε, ότι δεν θα αφήσετε να τον βαρέσουν.
Οι δύο κλέφτες συγκινήθηκαν και στέκονταν διστάζοντες.
 -Και αν εσείς δεν φανείτε άξιοι, πρόσθεσε ο Μηλιόνης, αφήνω στους Τσεκουραίους κατάρα, να σας πάρουν το καπετανάτο και να σας πολεμήσουν, αν δε φυλάξετε τη διαθήκη μου.
Τότε ο Τοπτσής και μετά αυτόν ο Πευκόραχος, κατηφείς και τεθλιμμένοι, έτειναν το χέρι επί του ξίφους και ορκίστηκαν να αφήσουν τον Σουλεϊμάνη ελεύθερο, αν φόνευε τον προσφιλή αρχηγό τους.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΙΚΟΣΤΟ ΤΕΤΑΡΤΟ
Στο χωριό Πευκάκια, όπου είχε καταφύγει η Βάσω, πήγε ο Νίκος την επομένη και της διηγήθηκε με δάκρυα το σπαραξικάρδιο τέλος της ιστορίας αυτής.
Ο ηρωικός πρόμαχος της Ακαρνανίας δεν ήταν πλέον μεταξύ των ζώντων.
Αλλά καλύτερα παντός άλλου διηγούνται την έκβαση της πάλης οι δύο στίχοι του ηρωικού άσματος:
«Με το τουφέκι τρέξανε, ένας να φάει τον άλλο,
φωτιάν εδώκαν στη φωτιά, πέφτουν κι οι δυο στον τόπο.»
Και έτσι ο προδότης της φιλίας και ο απαράμιλλος μαχητής των ορέων, είχαν κοινή τη μοίρα και έβρεξαν με το αίμα τους το ίδιο έδαφος.
Μία σκοτεινή νύκτα του ίδιου μήνα, ο Κώστας με τη γυναίκα και τα τέκνα του, ο Νίκος και η Βάσω, μη βλέποντες τους εαυτούς τους  ασφαλείς, κατόρθωσαν να φύγουν και διαπεραιώθηκαν στη Λευκάδα.
Για να συγχωρήσει ο Κώστας το αμάρτημα ή μάλλον το ατύχημα, της θυγατέρας του, δέησε να μεταβιβασθούν προς αυτόν οι ύστατες παραγγελίες του Χρήστου Μηλιόνη, δια των οποίων γινόταν εγγυητής υπέρ της βαπτιστικής του.
Ο δε Νίκος ουδεμία ανάγκη παρότρυνσης είχε για να συγχωρήσει.
Μετά έξι μήνες, που έληξε το πένθος που έφερε η νεάνιδα για το νονό της, τελέσθηκε στη Λευκάδα ο γάμος.
Την ίδια συγκατάβαση όμως δεν έδειξε και ο απαγωγέας της Βάσως προς τη μαύρη, τη δύσμοιρη Φατμά. 
Χωρίς να καταλάβει τι έφταιγε, κατεβάστηκε ζωντανή σε βαθύ πηγάδι και εκεί βρήκε σκληρό το θάνατο. Μετά λίγο χρόνο και αυτός ο Χαλήλ αγάς δολοφονήθηκε από ένα ομόθρησκό του.
Από τους συντρόφους του Μηλιόνη, οι περισσότεροι ακολούθησαν μετά το θάνατό του τους Τσεκουραίους και διέπρεψαν σε πολλές συμπλοκές.
Ο γέρων Τοπτσής φυσικά παραιτήθηκε απ΄ την αρχηγία, ομοίως και ο Πευκόραχος, εκείνος μεν ως πολύ ηλικιωμένος, ο άλλος δε ως πολύ  δυσκίνητος.
Περί του Καμπόσου ούτε λέξη ποτέ ακούσθηκε, ούτε έμαθε κανείς τι απέγινε.
 
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης

TO ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΩΝ ΔΙΡΦΕΩΝ 2