Σάββατο 21 Αυγούστου 2021

Η Μακρακιστίνα


Το διήγημα δημοσιεύτηκε το 1906

Τη μετατροπή του κειμένου στην
καθομιλουμένη δημοτική
έκανε ο
Ιωάννης Δ. Γιαννούκος
⭐⭐⭐

Η οικογένεια κατοικούσε ακριβώς στο έξω δωμάτιο της αυλής, το προς το δρόμο, σε μέρος το οποίο φαινόταν ότι είχε εκλεγεί επίτηδες, για να ακούεται η κυρία απὸ όλο τον κόσμο, αν ήταν ή όχι φωνακλού, νευροπαθής και οξύθυμη.
Τα παράθυρα αντίκριζαν με τον ενοριακό ναό των Αγίων Ακινδύνων, όπου μεγάλο πλήθος λαού εκκλησιαζόταν κάθε Κυριακή.
Ο κύριος Καίσαρας Ορδινάριος, όπως έλεγε τουλάχιστον 
ο ίδιος, φαινόταν πως ήταν άνθρωπος απὸ οικογένεια. Διηγούταν ότι είχε κτήματα, σταφιδάμπελους, αγρούς, επαύλεις, ακόμη και μοναστήρια στην ωραία πατρίδα του, όπου είχαν συμβεί δυστυχώς ολέθριοι σεισμοί.
Για το λόγο αυτόν και από άλλα διάφορα περιστατικά, είχε εκπέσει οικονομικά ο άνθρωπος.
Η κυρία, ήταν φίλεργη και ανήσυχη, σιδέρωνε, έραβε, πουλούσε και πούδρα στη γειτονιά. Τι να κάμει; 
Εμπόριο που περνά.
Όλες οι σύζυγοι των σιδηρουργών και βαφέων, καθώς και 
οι κόρες των ανθρακοπωλών, ήταν πελάτισσές της.
Τα τρία κορίτσια - αγόρι δεν υπήρχε στην οικογένεια - ήταν η δεκαέξι ετών Αδελαΐτσα, καθώς την αποκαλούσε χαϊδευτικά η μητέρα της - αλλά η σπιτονοικοκυρά, η Μπαμπήλιω, σαν πολύ ελληνόφρων, πρόφερε το όνομα «Αγλαΐτσα» - η Κατίνα, επτά ετών και η Τυχούλα, χαριέστατη μικρή, τεσσάρων ή πέντε ετών.
Αλλά η μεν Αδελαΐτσα, δεν ήταν παιδί του κυρίου Καίσαρα.
Η Κατίνα ήταν και δεν ήταν παιδί των δύο γονέων της.
Και η Τυχούλα, ήταν ασφαλώς, όπως ισχυριζόταν ο σύζυγος, γέννημα της κυρίας Διονυσούλας.
Η μόνη ερμηνεύτρια της οικογένειας, ήταν η κυρά-Γιωργούλα.
Αρτινή, επιτήδεια πολύ, οικονόμος, μαγείρισσα, αναγνώστρια, ψάλτρια. Πήγαινε τακτικά στη «Σχολή του Λόγου».
Ήταν πάντοτε πρόθυμη εξομολογήτρια και παρηγορήτρια της φίλης της, της κυρά-Διονυσούλας. Σύχναζαν μαζὶ στη σχολή. Το Σάββατο βράδυ, επὶ δίωρο, άκουαν τη διδασκαλία και την προσευχή. Το Σάββατο τη νύκτα, κοντά τα μεσάνυχτα, όλη η γειτονιά, γύρω-γύρω στα σπιτάκια της κυρά-Μπαμπήλιως, ξυπνούσε απὸ το θόρυβο, άκουγε τις βρισιές και τις κατάρες, τις οποίες η Διονυσούλα εκτόξευε, με διαπεραστική οξυφωνία, κατά του συζύγου της.
― Βρε κανάγια!… βρε κ… που ήσουν εσύ να μπεις στον κόσμο, να πάρεις ψυχές στο λαιμό σου, παλιάνθρωπε! 
Βρε άτιμε, αν είσαι άντρας εσύ, που με κατάντησες σ᾿ αυτήν την κατάσταση… απὸ το μπεκριλίκι σου κι απὸ την κακομοιριά σου! Σύρε να χαθείς, βρε, που βγάζεις βαρέλι απ᾿ αυτό το στόμα… Σύρε να πέσεις να πνιγείς, να γλυτώσω απ᾿ τα χέρια σου!
Τέτοιος ήταν περίπου ο τόνος, αν όχι το περιεχόμενο.
Στενογράφος δεν έτυχε να παρευρεθεί και το μηχάνημα του φωνογράφου, δεν είχε διαδοθεί τότε ακόμη.
Την Κυριακή πρωί, πήγαιναν συνήθως μαζὶ οι δύο γυναίκες για να λειτουργηθούν, στο ναΐσκο της οδού Αγίου Μάρκου.
Επέστρεφαν πρωί ακόμη κι ενίοτε, σαν να ενέδρευε ο διάβολος εκεί, για να καταστρέψει ο φθονερός κάθε αγαθό σπέρμα - ή ίσως, να τον είχε παρακολουθήσει αχώριστος όλο το διάστημα, πού θα εύρισκε ίσως σε συντροφιά και ασχολία; - η Διονυσούλα έπιανε καυγά με το σύζυγό της, όταν έβρισκε αυτόν να κοιμάται ακόμη.
Συνέπιπτε, να είναι ακριβώς πριν την απόλυση του αντικρινού ναού ή κατά την απόλυση και μετά απ΄ αυτήν. 
Και όλος ο λαός, που έβγαινε από την εκκλησία, άκουγε. Άλλωστε, οι τέτοιοι θυμοὶ της κυρίας, συνήθως διαρκούσαν πάνω από ώρα και είχε καιρό όλος ο κόσμος να ακούσει με άνεση.
― Ούξω να χαθείς βρε κατακ… βρε ρ… Σύρε να πνιγείς, βρωμόσκυλο! Που βρωμάς πρωί-πρωί απ᾿ το ρούμι…
Αποκαής πάντα ο φούρνος, βρε κ… Δεν θα κρυώσει και μια φορά, βρε… βρε, που!…
* * *
Εδέησε η κυρά-Μπήλιω, αφού έχασε την υπομονή, να διαμαρτυρηθεί. Άλλωστε, είχε τρεις μήνες να δει νοίκι. 
Πίεσε την οικογένεια να βρει σπίτι να κουβαληθεί, επειδή ήταν σκάνδαλο για όλη τη γειτονιά.
Αφού μάλιστα η κυρία δεν ντράπηκε και είχε τόση ασέβεια, να «μπουκώσει» τους Χριστιανούς την ώρα που μασούσαν το αντίδωρό τους, καθώς έβγαιναν απὸ την εκκλησία.
* * *
Πού να ανακοινώσει την στενοχώρια της η Διονυσία;
Που αλλού παρά στη Γιωργούλα, την πιστή φίλη της.
Είχε παρακαλέσει προ ημερών η ίδια την κυρά-Ρήνη του Ροδίτη, μία που νοίκιαζε δωμάτια δύο δρομίσκους παρακάτω κι εκείνη της είχε μισοϋποσχεθεί ότι, αμέσως άμα άδειαζε ένα, επειδή ένας νοικάρης είχε δηλώσει ότι θα έφευγε, ευχαρίστως θα τους το παραχωρούσε.
Τώρα λοιπόν, παρεκάλεσε τη Γιωργούλα να πάει εκ μέρους της προς την κυρά-Ρήνη, να της υπενθυμίσει την υπόσχεση, να πληροφορηθεί αν έφυγε ο νοικάρης και να την παρακαλέσει να τους δώσει το δωμάτιο να μετοικήσουν.
Ήταν άλλωστε μία ανακούφιση για την οικογένεια το πράγμα, καθόσον θα πλήρωναν μεν προκαταβολικά το ενοίκιο το εκεί, αλλά η Μπήλιω θα παρέβλεπε για τα οφειλόμενα εδώ και… είχε ο Θεός.
Η Γιωργούλα πήγε και διαβίβασε προς την κυρά-Ρήνη το μήνυμα.
Η γριά, που ελάχιστα γνώριζε για την οικογένεια Ορδιναρίου, τη ρώτησε:
― Κι εσύ, τι λες;… Πώς σου φαίνουνται; Τι μούτρα έχουν;… 
Τι καπνό φουμάρουν;… Θα πληρώνουν τουλάχιστο;… 
Μήπως χρωστούν νοίκια; Γιατί τους βγάζουν από κει;
Πράγματι, τίποτα δεν είχε ακούσει περὶ καθυστερούμενων ενοικίων.
Ίσως η Μπαμπήλιω, είχε φροντίσει να μη κοινολογηθεί τίποτε.
Όταν μία σπιτονοικοκυρά αποφασίσει να ξεφορτωθεί ένα νοικάρη και το χωνέψει κατ᾿ αρχήν ο νους της, ότι είναι ανάγκη να χάσει μέρος ή και όλα τα οφειλόμενα, δεν συμφέρει να διαδοθεί το χρέος στην γειτονιά, διότι τότε κανεὶς άλλος δεν θα βρεθεί πρόθυμος να διαδεχθεί το βάρος.
Άλλωστε και τα περὶ εξώσεως ενοικιαστών, δεν είχαν κανονισθεί τότε όπως σήμερα και ικμάδα φιλανθρωπίας σωζόταν ακόμη στο βάθος μερικών καρδιών, παρά την κτηματική τάξη.
Η Γιωργούλα απήντησε:
― Κάμε τη δουλειά σου, χριστιανή μου!… Νοίκια, λέει;… Θέλεις να βρεις τον μπελά σου; Όλο καυγάδες κάθε μέρα και διαολιές με τον άνδρα της!
― Σ᾿ ευχαριστώ που μου το είπες, είπε η Ρήνη.
Και η Γιωργούλα έφυγε.
― Καλή Χριστιανή! είπε η κυρά-Ρήνη πίσω απ΄ τους ώμους της.
Μπράβο της! λέει την αλήθεια!
Η Γιωργούλα επέστρεψε προς τη φίλη της.
― Δεν έκαμα τίποτε, είπε. Η κυρά-Ρήνη την έδωσε αλλού την κάμαρα… Θέλει, λέει, μπεκιάρηδες. Δεν τη συμφέρει να βάλει οικογένεια.
― Και τώρα, τι να κάμουμε; είπε με αμηχανία η Διονυσούλα, 
η Μπήλιω μας διώχνει.
― Θα πάω το βράδυ να ψάξω εδώ, εκεί. 
Έχω δύο-τρία μέρη στο μάτι.
Θα κάμω νόμο-τρόπο να σας βρω κάμαρη.
― Σ᾿ ευχαριστώ αδελφή, ο Θεός να σου το πληρώσει.
― Το χρέος μου κάνω, είπε φεύγοντας η Γιωργούλα.
― Καλή Χριστιανή! είπε η Διονυσούλα πίσω από τους ώμους της.
Αβάρετη είναι να κάνει το καλό. 
Βλέπεις, όσες πηγαίνουνε στο Δάσκαλο… μαθαίνουνε χριστιανική διαγωγή.
* * *
Αφού η Γιωργούλα έκαμε «νόμο-τρόπο» - βεβαίως όπως είχε κάμει και με την κυρά-Ρήνη - και δεν κατόρθωσε να βρει κατοικία για την οικογένεια της φίλης της, επήλθε πάλι ο τακτικός περιοδικός καυγάς μεταξὺ του ανδρόγυνου.
Έπειτα αίφνης, έγινε γαλήνη και όλη η οικογένεια, μία Κυριακή βράδυ, άρχισε να τραγουδά καντάδα.
Ο κύριος Καίσαρας Ορδινάριος είχε φανεί άμα νύχτωσε, κρατώντας πιατέλα με γλυκά και μπήκε στο δωμάτιο που ήταν πλησίον της αυλόπορτας.
― Αυτά είναι τα νυφιάτικα καλέ, είπε πονηρά γελώντας η κυρά-Μπήλιω, προς ένα νοικάρη που βρέθηκε εκεί.
― Και δε μου λες, κυρά-Μπήλιω, ρώτησε επωφεληθείς της ευκαιρίας ο νέος, τι έχουν και μαλώνουν; 
Γιατί τρώγονται τόσο συχνά το ανδρόγυνο αυτό;
― Τι να σου πω, παιδί μου; Είναι τρικολόρο όλοι τους.
Η Αγλαΐτσα, το μεγάλο κορίτσι, είναι απὸ τον πρώτο άνδρα, δεν είναι παιδί του Καίσαρα. Η κυρά μου είπε, μεταξύ μας (και χαμήλωσε η Μπήλιω τη φωνή), πως αυτός κατάντησε, στο μεθύσι του επάνω, ακόμα και να χαδέψει με άσχημο σκοπό το κορίτσι!!
Ας είναι. Δε θέλω να το πιστέψω.
Ζηλεύονται αναμεταξύ τους, αυτό είναι. 
Η Κατίνα είναι παιδί του.
Μα την Τυχούλα, τη μικρή, δε θέλει να τη βλέπει ο Καίσαρας.
Τον τρώει κακή υποψία. Είναι, λέει, παιδὶ του γιατρού.
Τίνος γιατρού; Αυτοί ξέρουνε.
Μετά λίγες ημέρες, τέλος, η οικογένεια μετακομίσθηκε.
Είχε κατορθώσει ο κύριος Καίσαρας να βρει οίκημα σε άλλη συνοικία, μακριά, πολύ μακριά, όπου δεν έφθανε η επιρροή της κυρά-Γιωργούλας.
 
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.

TO ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΩΝ ΔΙΡΦΕΩΝ 2