Τρίτη 7 Σεπτεμβρίου 2021

Η Φωνή του δράκου

 ➖
Το διήγημα δημοσιεύτηκε το 1904
➖➖➖
Τη μετατροπή του κειμένου στην
καθομιλουμένη δημοτική
έκανε ο
Ιωάννης Δ. Γιαννούκος
⭐⭐⭐

Μια βραδιά, η Κρατήρα η Διόμαινα, γεροντοκόρη πλέον, πάνω από σαράντα χρόνων, έμεινε να διανυκτερεύσει στο μικρό καλύβι, το οποίο είχε μέσα στον ελαιώνα της, όπου εργαζόταν όλη την ημέρα στο μάζεμα του ελαιοκάρπου και το βράδυ έκλεινε προσωρινά τα σακιά, τα γεμάτα ελιές μέσα στο καλύβι αυτό, ως την άλλη ημέρα, οπότε το φορτίο θα μεταφερόταν με μουλάρια στο ελαιοτριβείο του Δήμου του Μανιάτη, κάτω στον αγροτικό συνοικισμό της Κεχρεάς. Τη νύκτα όμως, κατά την οποία ο ελαιόκαρπος ήταν στα καλάθια, κοιμόταν κι αυτή εκεί, για να τον φυλάσσει από κάθε ενδεχόμενη απόπειρα κλοπής, αν και τέτοια κρούσματα ήταν σπάνια στον τόπο.
Στο μικρό τούτο υπόστεγο, εύρισκε ξεκούραση και κοιμόταν τη νύκτα, καθώς ήταν κουρασμένη διαρκώς από τις εξοχικές εκδρομές και τις εργασίες, τις οποίες δεν έπαυε να εκτελεί στους διάφορους αγρούς της. Είχε κτήματα άξια λόγου η γεροντοκόρη, αν και πολύ βεβαρημένα με χρέος, χαρά δε και παρηγοριά της, ελπίδα και απαντοχή της, ότι θα κατόρθωνε επιτέλους, από χρόνο σε χρόνο, να εξοφλήσει αυτό το χρέος - το οποίο κολλούσε σαν ψώρα και επληθύνετο όπως η κάμπια στα φυτά - ήταν να τρέχει από αμπέλι σε χωράφι και από χωράφι σε ελαιώνα. Δεν έπαυε να εκτελεί μόνη της, κατά περιόδους και ώρες, όλες τις αγροτικές εργασίες, όπως συνηθίζουν οι γυναίκες, το θειάφισμα, το αργολόγημα, τον τρύγο και προ πάντων το μάζεμα των ελαιών, που διαρκούσαν επί μήνες το φθινόπωρο και το χειμώνα.
Το βράδυ εκείνο δεν ήταν μόνη, συνοδευόταν από τον Κώτσο τον ανεψιό της, τέκνο της αδελφής της, δεκατριών ετών.
Δεν ήταν απλώς, το παιδί αυτό, τέκνο της οδύνης της αδελφής της, ήταν τέκνο της οδύνης και για τις δύο.
Η Κρατήρα είχε μείνει ορφανή με τη νεότερη αδελφή της, ηλικιώθηκε πολύ και καταρχάς πιθανώς δεν θέλησε, αργότερα ίσως δεν μπόρεσε να πανδρευτεί. Αλλά η ίδια, σαν καλή μητέρα, πάντρεψε και προίκισε την αδελφή της.
Της έδωκε τα μισά από τα κτήματα κι επειδή ο γαμβρός απαιτούσε και μετρητά, υποθήκευσε τα άλλα μισά σε εγχώριους τοκιστές, για να δανεισθεί τρεις χιλιάδες δραχμές να του δώσει.
Έπειτα μετά το γάμο, ο σύζυγος, που ήταν ναυτικός, αφού έμεινε για λίγους μήνες και ξεχειμώνιασε στον τόπο, κατά Φεβρουάριο μπαρκάρισε με το ιδιόκτητο πλοίο και αναχώρησε.
Η Σοφούλα έμεινε έγκυος. Έπειτα, μετά εννέα μήνες, ο σύζυγος, μετά σύντομη επίσκεψη κατά το θέρος, εξακολούθησε να ταξιδεύει ακόμη.
Αλλά η Σοφούλα έκλεισε τον ένατο μήνα από την πρώτη απομάκρυνση του συζύγου της και γέννησε το παιδί αυτό, τον Κώτσο, όχι ακριβώς τον ένατο μήνα, αλλά μετά εννέα μήνες και τρεις ημέρες από την αναχώρηση του συζύγου.
Τότε, τα γραΐδια της γειτονιάς και όλου του χωριού, μέτρησαν καλά τους μήνες, τις εβδομάδες, τις ημέρες, ως και τις ώρες.
«Τόσες απ’ το Φλεβάρη και τριανταμία ο Μάρτης γίνονται… και τριάντα ο Απρίλης…» και καθεξής.
Αφού πρόσθεσαν όλους τους μήνες, μέχρι του Οκτωβρίου, λογάριασαν ότι έμεναν δεκαεπτά ημέρες ακόμη του Νοεμβρίου, για να γίνουν σωστοί εννέα μήνες.
Αλλά η Σοφούλα γέννησε όχι τη δεκάτη εβδόμη αλλά την εικοστή του μηνός, γέννησε άρα, όχι την διακοσιοστή εβδομηκοστή ημέρα, αλλά την διακοσιοστή εβδομηκοστή τρίτη, από της αναχωρήσεως του συζύγου.
Εντεύθεν σκάνδαλο και δυσφημία.
Έπειτα επάνοδος του συζύγου και διαζύγιο.
Είπαν ότι η Σοφούλα είχε φέρει στον κόσμο το παιδί αυτό με το μικρό θείο της, ένα συγγενή που ήταν κατά κάποιον τρόπο προστάτης για τις δύο ορφανές.
Ήταν άρα όχι μόνο μοιχαλίδα, αλλά και αιμομίκτρια.
-Πώς καταντήσαμε!… Σόμαρα – Γόμαρα! είπε σείοντας την κεφαλή ένας απλοϊκός γέροντας.
-Λαός Σοδόμων και λαός Γομόρας, διόρθωσε ο κυρ-Αναγνώστης της Ευγενίτσας, ο ψάλτης του ναού της Παναγίας.
-Θα μας χαλάσ’ ο Θεός, παιδάκι μ’ ! συμπέρανε μία γριά…
Η Κρατήρα δεν πίστεψε ποτέ στην ενοχή της αδελφής της, ούτε θέλησε να την εξετάσει, επειδή προτιμούσε να αγνοεί και να πιστεύει στην αθωότητα. Μόνο παρακάλεσε τον πνευματικό να την «ορμηνέψει» και είπε στον πάτερ Ιωακείμ, έναν περιπλανώμενο καλόγηρο πολύ ιδιόρρυθμο, να «της πει καλά λόγια».
Αυτή ήθελε να πιστεύει, ότι οι τρεις ημέρες παραπάνω ήσαν μία παραδρομή της φύσεως, ένα λάθος στο μέτρημα των ημερών, επειδή οι νόμοι τους οποίους έβαλε ο Πανάγαθος Θεός, δεν της φαίνονταν να είναι τόσο στενοί και γλίσχροι, όσο τα κατάστιχα των τοκογλύφων και οι λογαριασμοί των γραϊδίων της γειτονιάς.
Ελέχθη ότι ένας γυναικολόγος ιατρός, απ΄ την πρωτεύουσα, ακούγοντας τη διήγηση, αποφάνθηκε ότι συμβαίνει, καίτοι πολύ σπάνια, να μένει το έμβρυο κάποιες ημέρες περισσότερο στην κοιλιά της μητέρας, ένεκα κάποιας ιδιαίτερης νάρκης ή κακοπάθειας.
Ο συνήγορος της γυναίκας, λεπτολόγος σοφιστής, παρατήρησε τα εξής: Πρέπει λοιπόν ως κριτήριο της συζυγικής πίστεως, εκ μέρους της γυναίκας, να ληφθούν οι ιδιαίτερες περιστάσεις και συμπτώσεις, τα μειονεκτήματα που απορρέουν από το επάγγελμα του συζύγου, και όχι ο χαρακτήρας και η ενδόμυχη πεποίθηση και το καλώς νοούμενο συμφέρον.…
Εάν έτσι έχει, οι γυναίκες των χωρικών, γεωργών και ποιμένων, πρέπει να θεωρούνται ως πιστές, μόνο διότι δεν αποδημούν οι σύζυγοί τους και διότι δεν είναι δυνατόν να γίνει στο δημόσιο υπολογισμός τέτοιος μηνών και ημερών, ο οποίος καταχρηστικά και λόγω της συγκυρίας γίνεται για τις γυναίκες των θαλασσινών;
Επίσης ο νομομαθής αυτός είπε και τα εξής: Αυτή η Ιερά Γραφή μας λέγει, «εν ταις ημέραις εκείναις συνέλαβεν Ελισάβετ», εννοούσα μία των ημερών εκείνων ή περί τις ημέρες εκείνες, αλλά δεν μας λέγει ότι η μητέρα του Προδρόμου συνέλαβε την δείνα ημέρα ακριβώς.
Στη βιβλική αυτή μαρτυρία, την οποία επικαλέσθηκε ο ειρημένος δικηγόρος, ο αντίδικος αντείπε ότι το καθαυτό κείμενο του Ευαγγελιστού δεν λέγει «εν ταις ημέραις εκείναις» αλλά εν συνεχεία λόγου. «μετά δε τας ημέρας ταύτας συνέλαβεν Ελισάβετ».
Όσον αφορά το πρώτο, το συλλογιστικό επιχείρημα του πληρεξούσιου της εναγόμενης, ο συνήγορος του ενάγοντος παρατήρησε ότι η δικαιοσύνη των ανθρώπων, αναγκαστικά είναι ατελής και το γνωρίζομε όλοι, αλλά δεν είναι τούτο λόγος, επειδή αυτή είναι ατελής, να παραιτηθεί και να παύσει να υπάρχει.
Διότι η δικαιοσύνη θα εξεθρονίζετο πράγματι και θα ετίθετο σε απαγόρευση, εάν ασπαζόταν το συλλογισμό του αντιδίκου.
Όταν καταδικάζεται ένας αποδεδειγμένος κλέπτης ή φονιάς ή μοιχός, όλοι γνωρίζουμε ότι υπήρξαν και υπάρχουν και δυνατόν να υπάρχουν κάποιοι, πολλοί ή λίγοι κλέπτες, φονιάδες ή μοιχοί, που διαφεύγουν τον πέλεκυ της ανθρώπινης δικαιοσύνης.
Αλλά δεν είναι τούτο λόγος να μη τιμωρούνται και αυτοί που συλλαμβάνονται ως ένοχοι των εγκλημάτων αυτών. 
«Εν ω εύρω σε, εκεί και κρίνω σε».
Η δικαιοσύνη, αμυνόμενη υπέρ της ανθρωπότητας, τιμωρεί σήμερα, όσους αν συλλάβει δράστες των εγκλημάτων αυτών και επιφυλάσσεται για εκείνους, όσοι προς καιρόν ίσως διαφεύγουν απ΄ τα χέρια της, αν τους συλλάβει αύριο…
Δευτερολογώντας ο πληρεξούσιος της εναγόμενης παρατήρησε, κάπως σαρκαστικά, ότι σύμφωνα με τα πορίσματα της διαλεκτικής του αντιδίκου, θα ήταν σαν να έδιδε η Θέμις συνταγή και νουθεσία σ΄αυτές που θέλουν να αμαρτήσουν και σαν να έλεγε σε αυτές: «Κοιτάξατε καλά, εάν τυχόν επιθυμείτε να λάβετε εραστή, να πράττετε τούτο όταν δεν απουσιάζει ο σύζυγος και όχι εν καιρώ απουσίας τούτου».
Αλλά ο συνήγορος του ενάγοντος υπέβαλε ότι περιττή θα ήταν τέτοια συνταγή, διότι η έννοια αυτής είναι αυτονόητη και οι θυγατέρες της Εύας δεν θα είχαν ανάγκη τέτοιας διδασκαλίας. (Γέλια στο ακροατήριο).
Τέλος μετά πολλά, δόθηκε το διαζύγιο…
*** 
Η Σοφούλα είχε εκτεθεί επί τόσο χρόνο στην αγωνία και στην καταλαλιά του κόσμου την ανηλεή και έπειτα, έμεινε με ένα παιδί μόνο, πλησίον της αδελφής της, χωρίς άνδρα όπως πριν, μητέρα χωρίς σύζυγο και χήρα χωρίς να έχει μεσολαβήσει θάνατος…
Ευτυχώς γι’ αυτήν, αφού ανέθρεψε το παιδί της, προσεβλήθη από νόσο και σιγά, σιγά εξασθενούσε, εωσότου μετά δεκαπέντε χρόνια πέθανε, νέα ακόμη και ωραία, αλλά και δεν άφησε πίσω της, στο πέλαγος του βίου, εκτεθειμένο στα βέλη του κόσμου, τον Κώτσο της.
Το τέκνο εκείνο της οδύνης, όσο μεγάλωνε, γινόταν ρωμαλέος και μεγαλόσωμος, άφοβος και τολμηρός. Πριν γίνει έφηβος, φαινόταν ως τέλειος νεανίας, είχε αναδειχθεί φοβερός αναρριχητής στα δένδρα… Ανέβαινε σε βράχους, σε κρημνούς, σε κορυφές, παντού όπου δύσκολα θα τον έφθανε η φήμη, το όνειδος, ο φθόνος των άλλων παιδιών, τα οποία στην ελάχιστη οργή, από μικρή αφορμή ή και χωρίς αφορμή, εκσφενδόνιζαν εναντίον του, συνήθως από πίσω του, το δύσφημο όνομα της νοθείας, σπανίως κατά πρόσωπο, επειδή ο Κώτσος ήταν χειροδύναμος κι αν έπιανε κανένα παιδί, στη βράση του θυμού του, θα του έσπαζε τα κόκαλα με τις γροθιές του.
Έτρεχε εδώ κι εκεί, σαν αγριοκάτσικο, παιδί ψηλό και ρωμαλέο, σκαρφάλωνε στους βράχους και τα δένδρα, παντού όπου νόμιζε ότι δεν θα τον έφθανε η ηχώ της απαίσιας λέξης και η ηχώ ανερχόταν δυνατότερη στα ύψη εκείνα και παντού τον κατεδίωκε…
-Κάπου να πας να κρυφτείς βαθιά, παιδάκι μου, για να μη σε βλέπουνε και να μη σ’ ακούνε, του είπε μια των ημερών μία γριά γειτόνισσα, στρυφνή, διφορούμενης ψυχής.
Και η μοίρα του, που τον είχε λικνίσει από παιδί με το άσμα της συμφοράς, έμελλε να τον πάρει και να τον κρύψει βαθιά, στα σπλάγχνα της γης, για να μην τον βλέπουν, μήτε να τους βλέπει, να μη τον ακούουν, μήτε να τους ακούει…
Όταν έγινε δεκαπέντε ετών, είχε ανεβεί μια των ημερών σε ένα υπερύψηλο δένδρο, λεύκα κυπαρισσοειδή, από τις οποίες κατασκευάζουν τα κατάρτια των πλοίων.
Ο Κώτσος πλησίαζε να φθάσει στην κορυφή, όταν ένα παιδί, το οποίο πολλές φορές τον είχε ενοχλήσει, πέρασε τρέχοντας από κάτω και βρήκε ευκαιρία να φωνάξει προς τον αναρριχώμενο το συνηθισμένο υβριστικό όνομα…
Μετά λίγα δευτερόλεπτα, ο Κώτσος έπεφτε κάτω στη γη, από ύψος είκοσι μέτρων. Είχε ξεπιαστεί με το ένα χέρι και είχε κοιτάξει οργίλος προς τα κάτω. Φαίνεται ότι η ύβρις του παιδιού που πέρασε τον είχε ερεθίσει υπέρμετρα και τον είχε κάμει να χάσει το κλαρί που κρατιόταν…
Ο άτυχος Κώτσος έζησε λίγες ώρες αναίσθητος και έπειτα εξέπνευσε…
*** 
Όταν πρώτη φορά άκουσε και έδωκε προσοχή στο όνομα το οποίο του έριξε ένα παιδί, εκεί που μάλωσαν, παίζοντας μαζί τις αμάδες και συγχρόνως το παιδί ετράπη σε φυγή, ο Κώτσος ήταν δέκα περίπου ετών. Μαντεύοντας ότι η λέξη είχε κακή σημασία, κυνήγησε το παιδί αλλά δεν μπόρεσε να το φθάσει.
Το ξένο παιδί ανέβηκε στον Επάνω Μαχαλά, συνασπίστηκε με άλλους δύο συνομήλικους και οι τρεις άρχισαν, ωφελούμενοι από το υψηλό του τόπου, να πετροβολούν τον Κώτσο, ο οποίος αναγκάσθηκε να υποχωρήσει.
Αμέσως έτρεξε προς τη μητέρα του.
-Δε μου λες, μάννα, τι θα πει «Μούλος»;
Η Σοφούλα ωχρίασε, έπειτα τραύλισε:
-Πού τον άκουσες… αυτόν το λόγο;
-Ο Γιάννης της Φαμελούς, τώρα που παίζαμε μαζί και μαλώσαμε, έφυγε τρέχοντας και με φώναξε «Μούλο! Μούλο!» Αχ! δεν τον έφτασα, να του δείξω εγώ… 
Πες μου, μάννα, τι θα πει…
-Το στόμα τους να πιαστεί!… να βγάλουν τη φάγουσα, ναι! άρχισε να καταριέται με σιγανή φωνή, η Κρατήρα που ήλθε σε επικουρία της αδελφής της.
-Θα μου πεις μάννα και συ θεια, τι θα πει; επέμεινε θορυβώντας και κλαίοντας και κτυπώντας τα πόδια του στο έδαφος.
Τότε η θεία του ανέλαβε να του εξηγήσει, λησμονώντας ότι ερχόταν σε αντίφαση με τις προ ολίγου κατάρες της.
-Να! σε βλέπουν, βρε συ, που είσαι ξανθός… κι επειδή τάχα, απ’ την τρίχα σου, τους φαίνεται να μοιάζεις σαν μουλαράκι… γι’ αυτό σε φωνάζουν έτσι δα…
Ο Κώτσος δεν πείσθηκε.
Η Κρατήρα πρόσθεσε:
-Όπως της Μπουλίνας το γιο, που είναι κοκκινομάλλης, τόνε λένε Κοκκίνη… Και το Γιώργη της Μελάχρως, που είναι μαύρος, τόνε φωνάζουνε Αραπάκη… Κατάλαβες τώρα;
Ο μικρός άρχισε να καταπραΰνεται, μαγευόμενος περισσότερο από τη γλυκιά φωνή της θείας του, παρά από την έννοια των λόγων της.
-Όπως και το Νίκο της Κοντούλας, που τόνε λένε Μελίσση, γιατί είναι σα βόι τάχα, ε; είπε.
-Ναι, μαθές, επιβεβαίωσε η Κρατήρα.
-Και τον Μιχάλη του Κορωνιού, τόνε λένε Ψαρή, όπως τη γίδα;
-Ίσα-ίσα, αυτό.
Ο Κώτσος ησύχασε πρόσκαιρα. Αλλά είχε παρατηρήσει ότι το όνομα εκείνο το εκτόξευαν εναντίον του με περισσότερη κακία, παρ’ όσην συνήθως έδειχναν προς όσους αποκαλούσαν «Ψαρή» ή «Μελίσση».
Λίγο καιρό ύστερα, άρχισε να εξετάζει κατ’ ιδίαν τη θεία του.
-Για, να σου πω, θεια; … Δε μου λες, γιατί ο πατέρας άφησε τη μάννα μου και πήρε άλλη γυναίκα;
-Δεν είναι δουλειά σου να εξετάζεις αυτά, απάντησε, προσπαθώντας υπό την αυστηρότητα του τόνου να κρύψει την αμηχανία της, η Κρατήρα.
-Δεν είναι δουλειά μου; επανέλαβε έτοιμος να κλάψει ο Κώτσος.
Ναι, γιατί με φωνάζουν «Μούλο», επειδή τάχα δεν έχω πατέρα κι όχι απ’ το χρώμα των μαλλιών μου, που μου έλεγες…
Τότε η Κρατήρα σκέφθηκε προς στιγμήν και ως φρόνιμη γεροντοκόρη έκρινε, ότι δεν ωφελούσε να κρύψει την αλήθεια από τον ανεψιό της, επειδή στην εποχή αυτή της ελλείψεως κάθε χαλινού, τα παιδιά τα μαθαίνουν πρώιμα όλα και, αν αυτή σιωπούσε, ο μικρός θα μάθαινε πολύ περισσότερα παρ’ όσα έπρεπε να ξέρει, απ’ τα άλλα παιδιά του χωριού, από λόγια του δρόμου και από ακούσματα της αγοράς.
Και λοιπόν του είπε:
-Άκουσε, Κώτσο μου. Η μητέρα σου, όταν σε είχε στην κοιλιά, αρρώστησε και της ήρθε αδυναμία και δεν μπόρεσε να σε γεννήσει στην ώρα της…
Και απάνω στην αρρώστια της, που σε είχε στην κοιλιά, μες στον ύπνο της φώναζε «το παιδί! το παιδί!» κι ύστερα που σε γέννησε και τώρα ακόμη που όλο άρρωστη είναι, ολοένα φωνάζει στα ξυπνητά της και στον ύπνο της «το παιδί! το παιδί μου!»
Νιώθεις τι αδυναμία έχει σ’ εσένα κι αγροικάς με τι πόνο και καημό σε ανάθρεψε;…
Και σαν της ήρθε η πρώτη αρρώστια, πριν σε γεννήσει, σε βάσταξε μες στην κοιλιά μια δυο μέρες παραπάνω.
Τότε τα λαδικά, ας είναι καλά, που τα ΄ξετάζουν όλα, μέτρησαν τους μήνες και τις μέρες κι είπαν πως τάχα η μάννα σου δεν σε είχε κάμει με τον άνδρα της, που έλειπε εννέα μήνες με το καράβι… επειδή έμεινες μες στην κοιλιά αυτές τις δυο τρεις μέρες παραπάνω…
Τότε ο πατέρας σου, δεν θέλω να πω κακό λόγο, που μου είχε ψήσει το ψάρι στα χείλη και με ανάγκασε να αποθηκέψω εγώ το βιο μου και να του δώσω τρεις χιλιάδες μετρητά, επειδή επέμενε κι ήθελε «το μέτρημα! το μέτρημα!» κι ως την τελευταία στιγμή δεν ήθελε να στεφανωθεί, αν δεν του μετρούσα τα λεπτά… ώστε, αφού έδωκα της μητέρας σου τα μισά κτήματα, όλο το μερδικό της, αναγκάσθηκα να αποθηκέψω το μερδικό μου εγώ, για να του εύρω το μέτρημα να του δώσω… κοντολογής, ο πατέρας σου επίστεψε τα λόγια του κόσμου και είπε ότι δεν σε γνωρίζει για παιδί του…
Μα εσύ, καθώς κι όλα τα ορφανά, έχεις το Θεό πατέρα και πρέπει να αγαπάς τη μητέρα σου, που δε σου έφταιξε τίποτε και παιδεύεται με τόσο πόνο και καημό να σ’ αναθρέψει… Και νά ’σαι φρόνιμος και καλός και καθένας που έσφαλε απ’ το Θεό θα τό ’βρει.
Και με άλλον να σε είχε κάμει η μάννα σου, πάλι εσύ δε φταις τίποτε και δεν πρέπει να σε πειράζουν γι’ αυτό, μα είναι παιδιά και δεν θέλουν ξεσυνέριο, επειδή δεν ξέρουν τι τους γίνεται…
Γίνε συ φρόνιμος και καλός και θα ιδείς, πως αυτό δεν μπορεί να σε βλάψει… Ας σ’ αξιώσει ο Θεός να προκόψεις και να γίνεις χρήσιμος άνθρωπος κι οι ίδιοι που σε βρίζουν τώρα θά ’ρχονται μια μέρα, να σου βάζουν μετάνοιες… και συ θα τους κάνεις το βαρύ… Μονάχα, Κώτσο μου, νά ’χεις την ευχή του Χριστού, κοίταξε να μην παραπονέσεις τη μάννα σου, που σ’ αγαπά τόσο… Ανίσως εσύ πεισμώνεις σαν παιδί, εκείνης η καρδιά της είναι ματωμένη, γι’ αυτά και γι’ αυτά τα πράγματα.
*** 
Το βράδυ λοιπόν εκείνο του φθινοπώρου, η Κρατήρα είχε μείνει με τον ανεψιό της στον ελαιώνα και είχαν κλεισθεί στο μικρό καλύβι για να κοιμηθούν. Πλησίον στο κτήμα υπήρχε μεγάλο δάσος, βαθύς δρυμώνας, από γιγαντιαία εξαίσια δένδρα.
Παρά την είσοδο του δάσους, στα νοτιοδυτικά σύνορα του ελαιώνα, υπήρχαν πολλά ερείπια, ένα σπήλαιο ή υπόγειο περίεργου σχήματος και κατασκευής, το οποίο εκκαλείτο Δρακοσπηλιά.
Άρχιζε από μία οπή βράχου, ο οποίος είχε χρησιμεύσει ως ακρογωνιαίος λίθος ενός κατερειπωμένου κτιρίου και ανέβαινε προς τα πάνω, εντός υψηλού βράχου κωνοειδούς, που αποτελούσε την κορυφή της ράχης του βουνού. Έλεγαν ότι μέσα στο σπήλαιο εκείνο ακουόταν ενίοτε παράδοξος ήχος και μεγάλη βοή.
Τα κατερειπωμένα κτίρια ήταν τρία ή τέσσερα.
Η οπή εντός του βράχου ανερχόταν σε διάστημα πολλών οργιών, όπως έλεγαν, στο κοίλο του βράχου και κατέληγε στην κορυφή όπου είχε διέξοδο. Έλεγαν επίσης, ότι εκεί μέσα ζούσε τον παλιό καιρό ένας Δράκος, ο οποίος έκρυβε εκεί θησαυρούς, τους οποίους φύλασσαν και έβοσκαν τη νύχτα διάφοροι Αράπηδες, σκλάβοι του.
Τριγύρω στα ερείπια έβγαιναν τη νύχτα όχι λίγα στοιχειά, ξωτικά και κρούσματα. Από τη θέση των ερειπίων άρχιζε ένα ρέμα, στενό, σύσκιο, το οποίο κατέβαινε βαθύ κάτω στην κοιλάδα και εντός του ρέματος. Λίγο παρακάτω από τα ερείπια, υπήρχε μία βρύση παλαιά, στη ρίζα γηραιού δένδρου, με ένα τάσι δεμένο με αλυσίδα σε κρίκο επί του γηραιού κορμού, τη βρύση την ονομάζανε, το Κρύο Πηγάδι, ήταν δε κρύο όχι μόνο το νερό, από το οποίο πολλοί δεν έπιναν, λέγοντας ότι ήταν στοιχειωμένο, αλλά ο υγρός αέρας, το περιβάλλον και το σύσκιο και σκοτεινό της μικρής κλεισούρας.
Πολλές γριές, από τις πρωτινές, όσες είχαν γεννηθεί περί τις αρχές του αιώνα, όταν ήταν αναγκασμένες να περάσουν από το στενό τούτο, συνήθιζαν να χαιρετούν την παλαιά βρύση με συνθηματικά λόγια:
-Χαίρε και συ, Κρύο Πηγαδάκι με το ζώδιό σου!
Μερικές έλεγαν «καημένο Κρύο Πηγάδι» και άλλες πάλι έλεγαν ευφημότερα «Καλό Πηγάδι, με το ζώδιό σου!» Όλος ο τόπος τριγύρω, τα ερείπια και το ρέμα, ήταν γεμάτο από νεράιδες την ημέρα και τη νύκτα από στοιχειά και φαντάσματα.
Στο Κρύο Πηγάδι, πολλοί διηγούνταν ότι είχαν δει να κάθεται πλησίον ένας Αράπης, με την τσιμπούκα του. Διάφορα πλάσματα, χωριατόπουλα, τσομπανόπουλα και βοσκοπούλες, είχαν «χτυπηθεί» διότι βρέθηκαν σε κακή ώρα σιμά στο Κρύο Πηγάδι.
Η Καμπαναχμάκαινα, ποιμενίδα προβάτων και μητέρα δέκα παιδιών, είχε πάθει τη νύχτα από αφωνία και παραλυσία.
- Ο Κώτσος, το τέκνο της συμφοράς, είχε μάθει να αγαπά την εξοχή, σιμά στη θεία του και την ακολουθούσε συχνά στις εκδρομές της.
Η μητέρα του έμενε στο σπίτι. Έπασχε σωματικώς από τη γέννα της κι εδώ και είχε τρωθεί ηθικά από τα βέλη της δυσφημίας.
Η αδελφή της ήταν σχεδόν αγροδίαιτη.
Ο Κώτσος αγαπούσε όλα τα της εξοχής, τα βουνά και τα δάση, τις βρύσες, τα ρέματα και τα ερείπια, ως και αυτά τα φαντάσματα.
Είχε γίνει σχεδόν μισάνθρωπος, από το όνειδος το οποίο του έριχναν οι συνομήλικοί του.
Είχε πάψει να φοιτά στο σχολείο, εξ αιτίας της συμπεριφοράς των συμμαθητών του, τους οποίους δύσκολα θα σωφρόνιζε και αν είχε τη συνήθεια να «τους μαρτυράει στο δάσκαλο» (το οποίον όμως εθεωρείτο ως στίγμα κακής προδοσίας μεταξύ των παιδιών).
Άλλη άρα καταφυγή δεν είχε, παρά να κάνει συχνά καυγάδες και να δέρνει τους συμμαθητές του, ενίοτε και να τις τρώει.
Ύστερα από ένα επεισόδιο, κατά το οποίο έδειρε δύο τρεις απ΄ τους συμμαθητές του, οι δαρέντες «τον εμαρτύρησαν» στο δάσκαλο.
Ο ίδιος δε θέλησε - ντράπηκε ή δίστασε - να πει στο δάσκαλο το επίθετο το οποίο εναντίον του εκτόξευαν οι άλλοι.
Αλλά τότε το βάρος της οργής του δασκάλου έπεσε σ΄ αυτόν.
Όχι μόνο «έφαγε ξύλο», με τη λεπτή βέργα του δασκάλου η οποία έτσουζε, αλλά «απεβλήθη προσωρινώς» από τα μαθήματα. Μάταια, αφού ο ίδιος δεν ήθελε «να μαρτυρήσει», η θεία του προσφέρθηκε να πάει αυτή  «ν’ αγκαλέσει» στο δάσκαλο τα άλλα παιδιά, τα οποία του έλεγαν «έτσι κι έτσι» και του φώναζαν «αυτό κι αυτό».
Ο Κώτσος, αυτοβούλως την προσωρινή αποβολή την μετέβαλε σε διαρκή λιποταξία και δεν πάτησε πλέον στο σχολείο.
Ήταν δε τότε δεκατριών ετών.
Και άλλοτε ο Κώτσος είχε «φάγει ξύλο» από το διδάσκαλο χωρίς να φταίει, ενώ άλλη φορά πάλι είχε μείνει ατιμώρητος, ενώ έφταιγε.
Αλλά τότε, ο περιπλανώμενος καλόγηρος, ο πάτερ Ιωακείμ, τον «ορμήνεψε» και του είπε, ότι σ’ αυτόν τον κόσμο:
«εν άλλοις πταίομεν, εν άλλοις παιδευόμεθα».
Και προσπάθησε να του εξηγήσει τι σημαίνει το απόφθεγμα:
«οι αδικούντες πολλοί, αδικούμενος ουδέ εις».
Έμαθε λοιπόν να αγαπά την ερημιά, να αγαπά τα ερείπια, ως και αυτά τα στοιχειά και τα φαντάσματα.
Α! τα στοιχειά δεν του ήθελαν κακό ούτε τον είχαν αδικήσει. Δεν του είχαν ρίψει ποτέ κατά πρόσωπο, ούτε από πίσω του, το απαίσιο κοινωνικό όνειδος.
*** 
Ο Κώτσος είχε έναν πόθο βαθύ, μία ακράτητη περιέργεια. Ήθελε να δοκιμάσει να εισέλθει στην οπή του σπηλαίου εκείνου, το οποίο, ενώ φαινόταν να κατεβαίνει κάτω στη γη, ανερχόταν έπειτα στην κορυφή του βράχου. Ήταν εκείνη, η Δρακοσπηλιά και είχε μεγάλη γι’ αυτόν έλξη. Είχε δοκιμάσει μία φορά ήδη, εκείνη την ημέρα. Αλλά η θεία του, που τον επιτηρούσε άγρυπνα, έτρεξε και τον ανακάλεσε πλησίον της:
Μην το κάμεις αυτό, παιδάκι μου! Στη Δρακοσπηλιά μέσα ήθελες να μπεις; Θεός φυλάξει! Μην είσαι απόκοτος!…
-Είναι κανείς Δράκος μέσα, θεια;
-Και Δράκος να μην είναι, ποιος ξέρει; Μπορεί να βαρέσεις πουθενά… είναι σκοτάδι και ποιος ξέρει τι γκρίφια έχει μέσα… Μπορεί να κακοπάθεις… ή να πάρεις φρίξη και να σκιαχτείς… Λένε πως έχει μια κακή βοή αυτή η σπηλιά, άμα χωθεί άνθρωπος μέσα.
Ο Κώτσος φάνηκε ότι άκουσε τη συμβουλή της θείας του και επέστρεψε μαζί της στον ελαιώνα. Αλλά ο πόθος και η περιέργειά του αυξήθηκε.
Είχε ακούσει από τα παιδιά και τις γριές, ότι ο Δράκος που κατοικούσε τον παλαιό καιρό εκεί μέσα, μπορούσε να κάμει έναν άνθρωπο πλούσιο στο κέφι του επάνω, άμα ήθελε, εκτός αν προτιμούσε, το οποίον ήταν και συχνότερο, να τον βλάψει και να τον μισερέψει για πάντοτε, τον τολμηρό επισκέπτη.
Είχε εκεί ταμιευμένα ο Δράκος γρόσια πολλά, φλωριά αναρίθμητα, τα οποία ένας Αράπης έβγαινε τη νύκτα και τα χόρευε, σιμά στην είσοδο της σπηλιάς και λαμποκοπούσαν στο φως της σελήνης.
Ονειροπολούσε να ξεφύγει από την προσοχή του Αράπη και να αρπάξει όσα μπορέσει φλωριά, εκεί που τα χόρευε.
Με αυτά τα φλωριά θα ξεχρέωνε πρώτον τα κτήματα της θείας του, επειδή το χρέος την έκαμνε να στενάζει.
Έπειτα θα άφηνε στις δύο γυναίκες αρκετά για να καλοζούν κι αυτός θα σκάρωνε «ένα μεγάλο καράβι, τριοκάταρτο», θα πήγαινε να ταξιδέψει και θα έφερνε από τα ταξίδια «κόφες τα τάλαρα», καθώς είχε ακούσει να διηγούνται για τα πλοία, όσα ανέβησαν στη Μαύρη Θάλασσα, κατά τον πόλεμο τον Κριμαϊκό, ότι είχαν γεμίσει το αμπάρι από τάλαρα και τα μοίραζαν «με κόφες» στους συντρόφους, το λοστρόμο και τους ναύτες και αυτόν το μούτσο…
Με εκείνα τα τάλαρα, θα έμπαινε καλά στα μάτια εκείνων των φθονερών παιδιών, των σημερινών εχθρών του και θα έρχονταν να του βάζουν μετάνοιες στρωτές, καθώς έλεγε η θεία του.
Τη νύχτα εκείνη, καθώς είχε πέσει να κοιμηθεί, αφού πείσθηκε ότι η θεία του κοιμόταν βαθιά, κουρασμένη καθώς ήταν, σηκώθηκε χωρίς κρότο, άνοιξε την πόρτα με άκρα προφύλαξη. Πήρε μαζί του ένα κουτί σπίρτα, ένα χονδρό τεμάχιο λαμπάδας κέρινης, έκλεισε αθόρυβα την πόρτα απ΄ έξω κι έτρεξε προς το μέρος της Δρακοσπηλιάς.
Η σελήνη μόλις είχε ανατείλει δρεπανοειδής.
Ήταν σχεδόν μεσάνυκτα όταν έφθασε μετά από λίγο στα ερείπια.
Εισήλθε μέσα στα κατερειπωμένα κτίρια, έφθασε στο στόμιο του υπόγειου άντρου, άναψε το σπίρτο, έπειτα το κερί.
Έκαμε το σταυρό του και εισήλθε στην οπή.
Το χάσμα χωρούσε άνετα άνθρωπο, ο δε Κώτσος ήταν μεγαλόσωμο παιδί. Αισθάνθηκε ψυχρό, υγρό αέρα, στο πρόσωπό του. Πατούσε σε σκόνη ή άμμο. Χαμήλωσε, έσκυψε.
Προχώρησε λίγα βήματα. Άλλο δεν έβλεπε παρά μαύρο τοίχο, σχεδόν ομαλό, σαν λαξευτό και άκουε αόριστο βόμβο που ερχόταν από μέσα. Ήταν σαν βόμβος μυγών ή σαν ελαφρά φτερουγίσματα μικρών πουλιών. Έβλεπε επίσης αμυδρά σχήματα, όμοια με αποστάγματα από σύμπλεγμα αναμμένων κεριών ή με κρύσταλλα κρεμάμενα εν καιρώ παγετού από τους σταλαγμούς των στεγών.
Απότομα ο δρόμος του κόπηκε. Ο τοίχος, που μέχρι τούδε σχημάτιζε θόλο πάνω από το κεφάλι του, φάνηκε σαν να κατέβηκε και κρεμάσθηκε μέχρι το έδαφος και του έφραξε το δρόμο.
Τότε ο Κώτσος, περιέφερε το κερί εδώ κι εκεί για να δει αν υπήρχε κάπου δίοδος, αλλά ρεύμα αέρος έπεσε απότομα επάνω στο κερί και το έσβησε.
Συγχρόνως ο Κώτσος άκουσε ή του φάνηκε ότι ήκουσε, μία βοή υποχθόνια, υπόκωφη φωνή, που ερχόταν άγρια από τα βάθη του σπηλαίου.
Η φωνή του φάνηκε ότι έλεγε:
-Μού…λο! Μού…λο!
Λοιπόν, ως και τα φαντάσματα ήξεραν τη δυστυχία του!
Λοιπόν και τα ξωτικά όλα γνώριζαν το τρωτό μέρος του!
Και ο Δράκος με τη φωνή του επικύρωνε τις φωνές των μοχθηρών παιδιών!
Ο Κώτσος τράπηκε σε φυγή. Καθώς στράφηκε πίσω, στο σκοτάδι, προς το στόμιο του σπηλαίου, ζητώντας να βρει ακτίνα της σελήνης ευνοϊκή ώστε να του φέξει το δρόμο του, κτύπησε το κεφάλι σφοδρά στο θόλο του βράχου. Του ήλθε στιγμιαία ζάλη.
Α! έπρεπε να είχε κτυπήσει το κεφάλι του πρωτύτερα, όταν ήθελε να εισέλθει στο σπήλαιο του Δράκου…
Ή μάλλον, όφειλε να κτυπά το κεφάλι του από πολύ πριν… πριν γεννηθεί ακόμη.
Και τη στιγμή εκείνη, παρουσιάσθηκε στη φαντασία του, χαμογελαστή και μορφάζουσα, η όψη του περιπλανώμενου μοναχού, του Ιωακείμ, ο οποίος άλλοτε του είχε διηγηθεί περί της αφελούς περιέργειας των μαθητών του Χριστού, που τον ρωτούσαν περί του εκ γενετής τυφλού, αν ο ίδιος αμάρτησε ή οι γονείς του για να γεννηθεί τυφλός.
Και αυτός ο Κώτσος, ήταν κάτι περισσότερο του εκ γενετής τυφλού, ήταν εκ γενετής κατάδικος
Όταν συνήλθε από τη ζάλη, επέστρεψε ριγώντας και τρέμοντας κοντά στη θεία του. Τη βρήκε ξύπνια.
Αύτη είχε «αλαφιασθεί» μέσα στον ύπνο της και ξυπνώντας, δε βρήκε πλησίον της τον ανεψιό της.
Ξαφνίστηκε, τρόμαξε. Σηκώθηκε και άνοιξε την πόρτα. Υποπτευόταν ότι ο Κώτσος θα είχε πάει, ο απόκοτος, προς το μέρος των ερειπίων και της Δρακοσπηλιάς. Άρχισε να τον κράζει με τ΄ όνομά του:
-Κώτσο!… πού είσαι;
Ενώ δίσταζε και ετοιμαζόταν, μισοντυμένη και ξυπόλυτη όπως ήταν, να τρέξει προς τα εκεί, είδε τον Κώτσο να έρχεται. 
Ήταν χλωμός από το φως της σελήνης και χλωμός από τη συγκίνησή του.
-Τι έχεις;… Πού πήγες;
Ο νέος ταχέως συνήλθε.
-Τίποτα… τίποτα, θεια, ησύχασε.
-Δεν σου είπα εγώ να μην πας στη Δρακοσπηλιά;
Λέγε… Τι έτρεξε;
-Άκουσα μια φωνή.
-Φωνή… θ’ άκουσες τη βοή που λένε πως βγαίνει τη νύχτα.
Και φοβήθηκες πολύ;… Κάμε το σταυρό σου, παιδί μου…
Έλα να κοιμηθείς και να φυλάγεσαι άλλη φορά, να μην είσαι απόκοτος.
-Η φωνή που άκουσα…
-Η φωνή… ε, τι;
-Έλεγε… ένα λόγο.
-Τι;
-Έλεγε «Μού…λο!»
Η Κρατήρα αισθάνθηκε πόνο και συγχρόνως γέλασε.
Άρχισε να εξηγεί στον ανεψιό της:
-Άμα αποκοτήσει κανείς και πάει στη Σπηλιά του Δράκου, νύχτα, μεσάνυχτα, αυτά θ’ ακούσει… Λένε πως η βοή εκείνη της Σπηλιάς έχει ένα ιδίωμα, να ξαναλέει στον άνθρωπο ότι καημό έχει στη ζωή του… Κείνο που του πονεί του καθενός, το λέει, τάχα με ανθρώπινη φωνή. Τ’ άκουσα που το έλεγαν οι παλαιοί, μα τώρα σ’ αυτά τα χρόνια δεν θα πήγε κανένας να μπει μες στη Σπηλιά. Εσένα σου φάνηκε πως άκουσες «Μούλο!»
Αν επήγαινα εγώ μες στη Δρακοσπηλιά, θα μου φαινόταν πως ακούω «το χρέος! το χρέος!», κείνον τον καημό που έχω.
Αν επήγαινε η μάννα σου, θα έκαναν τ’ αυτιά της πως ακούει «το παιδί! το παιδί!» κι αν επήγαινε ο προκομμένος ο πατέρας σου, θ’ άκουε μια φωνή «το μέτρημα! το μέτρημα!»
Αυτό είναι η φωνή του Δράκου.
*** 
Λίγο καιρό ύστερα, μετά τον τραγικό θάνατο του παιδιού, οι δύο αδελφές, πικραμένες και μαυροφορούσες - η μητέρα ωχρή και μόλις δυνάμενη να βαδίζει απ΄την αδυναμία, μέλλουσα να πεθάνει λίγες εβδομάδες μετά - η θεία ισχνή, ηλιοκαής με εγκαρτέρηση, εξήλθαν πολύ πρωί στην εξοχή.
Εκεί συνάντησαν τον περιπλανώμενο μοναχό, τον Ιωακείμ.
Αυτός τις χαιρέτισε με συμπάθεια, σείοντας την κεφαλή και άρχισε να λέγει προς την ορφανή του τέκνου μητέρα:
-Ε! κουράγιο, Σοφούλα! Τι να γένει καημένη, εκεί στον άλλον κόσμο, θα βρεις πολλούς, πολλούς άλλους και τον Κωνσταντάκη σου μαζί…
Τι να λες, εσύ, ταλαίπωρη;…
Βέβαια θα είπες πως ήταν κακή ώρα!
Αχ! η πλέον κακή ώρα είναι η ώρα της αμαρτίας, Σοφούλα!
Αχ! τα οψώνια της αμαρτίας…
Γι αυτό είπε και ο όσιος Θεόδωρος ο Στουδίτης:
«η δεξιά σου, Χριστέ μου… σκαιωρίας πάσης περιφυλαξάτω με».
Έπειτα, όταν η Σοφούλα έστρεψε κλαίγοντας την κεφαλή, ο περιπλανώμενος μοναχός είπε στη μεγαλύτερη αδελφή της:
-Αχ! Κρατήρα και να ήταν αθώα… θα επήγαινε μαζί με τους Μάρτυρας… Όπως κι αν είναι, πιστεύω να βρει έλεος.
Κι επειδή εκείνη τον κοίταζε με αμηχανία, ο ρασοφόρος επανέλαβε με ταπεινή φωνή, για να μην τον ακούσει η Σοφούλα:
-Απ’ τις δύο κακές ώρες, τη μία που ένα πλάσμα έπεσε σε πειρασμό κι έφερε ένα άλλο πλάσμα στον κόσμο και την άλλη, που αυτό το δεύτερο πλάσμα έπεσε απ’ το δένδρο κι εσκοτώθη - χωρίς την πρώτη, η δεύτερη ποτέ δεν θα ερχόταν - η χειρότερη ώρα είναι η πρώτη, Κρατήρα!
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.

TO ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΩΝ ΔΙΡΦΕΩΝ 2