Πέμπτη 2 Δεκεμβρίου 2021

Τα Συμβάντα στον μύλο

Το διήγημα δημοσιεύτηκε το 1914
➖➖➖
Τη μετατροπή του κειμένου στην
καθομιλουμένη δημοτική
έκανε ο
Ιωάννης Δ. Γιαννούκος
⭐⭐⭐

Εκείνη τη βραδιά, είχε μείνει για να φυλάξει τα κορίτσια τη νύκτα, όπου είναι πάντοτε μυστήριο και αβεβαιότητα, ο μπαρμπα-Σταμάτης ο Καρδοπάκης. Ήταν φαιδρός και πρόθυμος γέρος, μικρόσωμος, «παρηγοριά» του χωριού. Ήξερε κάθε τόσο να λέγει στα κορίτσια χίλια τραγούδια, όνειρα, παραμύθια. Παντού τον εύρισκες, παντού ήταν παρών, στα σπίτια, στα μαγαζιά, στα ξωκλήσια, στα καλύβια.
Έπινε το ρακί που του έδινες και ποτὲ δεν σου «χαλνούσε το χατίρι», μπορούσε να πάει μία ώρα δρόμο, για θέλημα.
Εκείνο το δειλινό, καθώς ανέβαινε το βουνό προς τα επάνω, είχε περάσει από το μύλο του Αντώνη της Σάββαινας, κάτω στα Βουρλίδια, στη βαθιά κοιλάδα που είναι σκιερή και υγρή για όλο το χρόνο.
Κι εκεί κάτι είχε δει και ακούσει.
Όταν έφθασε, είπε τα μαντάτα στα δύο κορίτσια, στη Σοφία τη νεαρή χήρα και τη Λουκρητία τη νεαρή αδελφή της και οι δύο χαριτωμένες κόρες τον κράτησαν για συντροφιά, να κοιμηθεί υπό την ίδια στέγη, στο μύλο μαζί τους, για συντροφιά και παρηγοριά.
Από μύλο σε μύλο έκανε πολλές εξυπηρετήσεις ο Σταμάτης.
Η Σοφία είχε πανδρευτεί μόλις πριν τρία χρόνια, όταν ήταν δεκαοκτώ χρόνων. Ήταν ορφανές και είχαν ανατραφεί σε άλλον τόπο, αν και κατάγονταν απ᾿αυτό το μέρος. Βρέθηκαν χωρὶς προστάτη και όταν παρουσιάσθηκε για τη Σοφία ανέλπιστος γαμβρός, παραπάνω απὸ εξήντα χρόνων, καλοκαμωμένος και ακμαίος, ο Μανώλης του Αγάλλου, αυτή τον πήρε, αν και δεν τον ήθελε.
Τι να κάμει; Φτώχεια, ορφάνια, ερημιά.
Ο Μανώλης είχε σύνταξη απὸ τη Γαλλία (όπου είχε ζήσει 30 χρόνια σαν λεμβούχος), καταθέσεις στο Κρεντὶ Λυονναί και επιπλέον, όταν μετά τόσα χρόνια επέστρεψε στην πατρίδα, βρήκε αρκετά πατρικά του κτήματα, χερσωμένα και καταπατημένα και ξόδεψε πολλά για να τα διεκδικήσει και να τα καλλιεργήσει. Τον φώτισε ο Θεός, όταν παντρεύτηκε τη Σοφία και της τα «έκαμεν όλα επάνω της».
Οι συγγενείς του γόγγυσαν για τούτο, αλλά τι τους έφταιγε 
η πτωχή Σοφία; Ας μη γύρευε ο Αγάλλος παντρειά.
Ο Μανώλης έζησε δύο χρόνια και πέθανε.
Η Σοφία τα κληρονόμησε όλα, μαζὶ και το μύλο αυτόν, τον οποίο είχε ανακαινίσει πρόσφατα ο μακαρίτης.
Εκεί έμειναν επὶ πολλές εβδομάδες το φθινόπωρο εκείνο οι δύο αδελφές. Στην αρχή είχαν συντροφιά, γιατί υπήρχαν και άλλοι νερόμυλοι στο ρέμα της Κεχριάς. Εκεί, τον κατήφορο, ήταν ο μύλος της Μοσχαδώς της χήρας και ο μύλος του Δήμου του Μανιάτη. Αλλά οι εργασίες λιγόστεψαν κι οι γείτονες έφυγαν.
Έλειπαν τον περισσότερο καιρό και τα «δύο κορίτσια» εξακολουθούσαν να μένουν πάντοτε εκεί, μη έχοντας που αλλού να κλίνουν την κεφαλή, διότι οι συγγενείς του Αγάλλου, είχαν αποπειραθεί (μετά την κηδεία) να καταλάβουν το σπίτι κι ενήργησαν να σφραγισθεί η θύρα και η υπόθεση, στα χέρια των δικολάβων και των δωροφάγων, έμενε ακόμη «εγκρεμής».
Εκεί λοιπόν είχαν αναγκασθεί να κλεισθούν, στο μύλο.
Εκεί τις βρήκε ο Σταμάτης ο Καρδοπάκης και αφού τις είπε τι είχε μάθει, τον κράτησαν να κοιμηθεί εκεί.
Αφού σταμάτησαν το μύλο και πήραν το «εξάγι» απὸ το τελευταίο άλεσμα της ημέρας, κάθισαν να δειπνήσουν ελιές, τυρί και πλακόπιτα, την οποία είχε ψήσει σε λίγα λεπτά, ανάβοντας φωτιά στο ύπαιθρο, σαν είδος εστίας ή καμινιού, μπροστά από το κτίριο, η Λουκρητία.
Κατόπιν, ο μικρόσωμος γέροντας άρχισε να διηγείται παραμύθια χειμερινά και να απαγγέλλει αισθηματικά δίστιχα. Οι δύο κόρες, με το πλέξιμό τους στο στέρνο, τον άκουαν με το ένα αυτί και γελούσαν χωρὶς όρεξη.
Ο Σταμάτης έψαλλε και τραγούδια ανάμεσα, για να τις κάμει να διασκεδάσουν και να αποσπάσει το νου τους απὸ τη σκέψη που τις τυραννούσε. Διότι ήταν διωγμός εναντίον τους εκ μέρους των συγγενών του μακαρίτη και άλλες ακόμη σκευωρίες και ραδιουργίες.
Τέλος ο γέρο-Σταμάτης νύσταξε, οι δύο αδελφές, αν και δεν είχαν ύπνο, σηκώθηκαν κι έκαμαν την προσευχή τους μπροστά στο Τριμόρφι (εικόνα φέρουσα το Χριστό, την Παναγία και τον Πρόδρομο) κάτω από το αναμμένο κανδήλι, όπου έφεγγε γλυκά εκεί στην ερημική φωλιά τους.
Έστρωσαν σεντόνι και βελέντζα για το Σταμάτη στο μικρό σανίδωμα, πάνω από τα τρία ή τέσσερα σκαλοπάτια του μικρού πατώματος.
Αυτές πλάγιασαν από το άλλο μέρος της πόρτας, που δεν είχε θυρόφυλλα, στο ίδιο δάπεδο. Ο γέρο-Σταμάτης ήταν καλά εκεί, για να είναι πλησιέστερα στην έξω πόρτα και να ακούσει κάθε τυχόν κρότο που θα ακουγόταν απ΄ έξω. Επειδή καυχιόταν ότι ήταν άγρυπνος πάντοτε και τον είχαν επονομάσει μερικοί, «φύλακα των κοριτσιών».
Δίπλα στο μικρό πάτωμα ήταν η καθ΄ αυτό μηχανή, ο κύριος μύλος.
Κάτω από το πάτωμα ήταν η διέξοδος του νερόμυλου προς τον κατήφορο, δυτικά, στο ρέμα.
* * *
Ο Καρδοπάκης είχε αποκοιμηθεί και αντὶ να ακούει αυτός τους κρότους τους έξω, άκουαν οι δύο κόρες το ροχάλισμά του.
Έξω φυσούσε λεπτή αύρα, και ακουγόταν απὸ καιρό σε καιρό το θρόισμα των φύλλων.
Ο μικρός χείμαρρος κατέβαινε μελαγχολικά από τη δροσερή σπηλιά, παραπλεύρως και λίγο χαμηλότερα από το παλαιό έρημο μοναστήρι της Κεχριάς και κελάρυζε τη νύκτα, ανάμεσα στους βράχους και τους θάμνους και πότε έπεφτε σε μικρούς καταρράκτες με ορμή, πότε στρωνόταν σε μαλακό ρείθρο σαν λάδι πάνω στην άμμο και τα χαλίκια. Καβούρια και χέλια μικρά θα μπορούσε να ψαρέψει εκεί την ημέρα όποιος είχε ευκαιρία.
Τα δένδρα έσμιγαν σε τρυφερές περιπτύξεις εκεί τη νύκτα και ο κισσός και το κλήμα αναρριχούνταν στα ύψη των κλάδων και καρποί άφθονοι κρέμονταν στα ακροκλώνια, για να δίδεται τροφή σε όλα τα πτερωτά και τα όρνεα, τα επικαλούμενα το όνομα του Κυρίου. Και θνητός άνθρωπος δεν μπορούσε να ανεβεί εκεί, ούτε να κατεβεί, εκτός αν ήταν ουρανοπετής.
«Ουδέ κεν αμβαίη βροτὸς ανήρ, ου καταβαίη».
Και τα άντρα τριγύρω φυσούσαν σαν μουσικά όργανα της νύκτας στο σκοτάδι κι η Ηχώ τραγουδούσε τους στρυφνούς διφορούμενους χρησμούς της:
«Εθέλω ειπείν τι-τι; ― Λέξον ως ερώ-ερώ».
Και τα άστρα κατάφεγγαν όλη την κοιλάδα, σαν μαγεμένα και  ο Γαλαξίας και η Πήχη και η Πούλια και τ᾿ Αμάξι και οι δύο Αδελφοί, όπου τελευταίοι βασίλευαν πέρα εκεί, στα καταμέλανα βουνά της Στερεάς, στο ανάβαθρο του ουρανού, το Πήλιο.
Μόνο μία νεράιδα ερημική, βαθυπλόκαμη, αποτολμούσε τη νύκτα και κατέβαινε στο ρέμα κι εμπιστευόμενη στο εχέμυθο της νύκτας, έβγαζε το πέπλο και λουζόταν στα κρύα νερά του λάκκου της στέρνας, στην κορυφή του μύλου, πάνω από τη στέγη.
Και δύο δειλά μάτια σατύρων, νεόπλαστοι βλαστοί της αιπολικής γενεάς, εμφανίζονταν ανάμεσα στα κλαδιά, ψηλά στα δένδρα και αγωνίζονταν να ανακαλύψουν το μυστήριο της καλλονής εκεί στο σκότος. 
Και τότε η Ηχώ θα εδύνατο, καθώς παλιά, στην εξομολόγηση του Ερώντος, να επαναλάβει: 
Ερώ, ερώ.
* * *
Ο Σταμάτης ο Καρδοπάκης δεν είχε χορτάσει τον ύπνο.
Θα ήταν μία μετά τα μεσάνυκτα και η Σοφία δεν είχε αποκοιμηθεί ακόμη, τόσο νέα είχε λάβει πικρή πείρα του κόσμου.
Η μικρή Λουκρητία είχε κλείσει τα μάτια, γιατί ήταν μόλις δεκαεπτά ετών και δεν είχε γνωρίσει ακόμη τα πάθη και τα βάσανα.
Στις ώρες εκείνες του μυστηρίου και της σιγής, όταν η αύρα η νυκτερινή είχε αποκάμει να πνέει και άνεμος πρωινός δε φύσαγε και ήταν ζέστη φθινοπωρινή, που διώχνει τον ύπνο - και τα άστρα, σαν μαγεμένα, τρέμοντα έφεγγαν εκεί επάνω στο άπειρο - τότε ακούστηκε θόρυβος, κρότος μαλακός, αντιληπτός στα αυτιά της Σοφίας.
Ακούστηκαν αόριστοι ψιθυρισμοί, συγκεχυμένοι ήχοι, σαν ομιλίες ανθρώπων σε όνειρο.
Η νέα ανασηκώθηκε επὶ του προσκέφαλού της, στηρίζοντας στον βραχίονα το μάγουλό της και αφουγκράστηκε. 
Οι ψίθυροι, αν και πολὺ ήρεμοι, της φάνηκαν πράγματι υπαρκτοί και δεν την πλανούσε η φαντασία της, ούτε τη γελούσαν τα αυτιά της.
Αναλογίστηκε τότε, τι της είχε πει ο γέρο-Καρδοπάκης, όταν έφθασε το δειλινό στο μύλο.
Στα Βουρλίδια, εκεί κάτω, όχι μακριά απ΄ το χωριό, που απείχε μια και πλέον ώρες δρόμο από δω, εκεί ήταν καταφύγιο και τόπος συνάντησης για τους γύρω στο μύλο της Σάββαινας‚ νέους κυνηγούς, για μερικούς νεαρούς βοσκούς της νέας γενεάς, που φυσούσαν αυλό και έπαιζαν κινύρα, ακόμη και για ξεπεσμένα αρχοντόπουλα της μικρής πολίχνης, που ασχολούνταν σε «εργολαβίες» και επιχειρήσεις ερωτικές.
Ο γέρο-Σταμάτης, αν δεν απατήθηκε ή δεν ήθελε να «πουλήσει δούλεψιν», είχε ακούσει στο πέρασμά του, σχέδια και μηχανορραφίες που μελετούσαν οι νέοι μεταξύ τους, απ΄τους οποίους βρήκε πέντε ή έξι συγκεντρωμένους στη δροσερή κοιλάδα την ημέρα εκείνη.
Φαίνεται ότι επρόκειτο, καθώς υποπτεύθηκε από τα όσα άκουσε ο εύθυμος γέρος, «για να κλέψουν ή τη Σοφία ή τη Λουκρητία».
Γίνονταν δηλαδή σχέδια για να απαγάγουν τη μια από τις δύο αδελφές, από τους ερωτύλους ή τους «κυνηγούς» εκείνους. Και στα συμβούλια τούτα ήταν παρών, όπως μαρτυρούσε ο Καρδοπάκης και ένας απ΄ τους νεότερους συγγενείς του μακαρίτη του Αγάλλου, ανιψιός του από αδελφό. Ήταν μάλλον θετός γιος του αδελφού του, αλλά τόσο χειρότερα.
Γιατί και χρηματικά και ερωτικά ακόμη ο άνθρωπος θα ενδιαφερόταν στην υπόθεση.
Οι συγγενείς λοιπόν του Αγάλλου, όπως έλεγε ο γέρο-Σταμάτης, «είχαν την ουρά τους μέσα σ᾿ αυτή τη βρομοδουλειά». Είχαν διπλό συμφέρον, να δυσφημισθεί η νεαρή χήρα, για να καταφάγουν αυτοὶ την κληρονομιά.
Η Σοφία έτεινε τα αυτιά και οι ψίθυροι γίνονταν ευκρινέστεροι.
Τότε σηκώθηκε σιγά, πάτησε με τα πόδια γυμνά δύο βήματα και άνοιξε ένα μικρό συρτάρι από ένα χαμηλό σκαμνοτράπεζο κοντά στον τοίχο.
Τη στιγμή που άνοιξε το συρτάρι, θυμήθηκε να επικαλεσθεί τα θεία. Στράφηκε κι έκαμε τρεις σταυρούς προς το εικόνισμα κάτω από το τρεμάμενο γλυκύ φως του κανδηλιού, όπου φαίνονταν σαν όνειρο οι τρεις διαλάμπουσες μορφές. Έπειτα ξαναγύρισε προς το έπιπλο, έβαλε το χέρι και πήρε από κει ένα ρεβόλβερ.
Ήταν το περίστροφο του μακαρίτη του άνδρα της, ο οποίος την είχε παντρευτεί από όψιμο έρωτα και φάνηκε τόσο καλός προς αυτήν.
Η Σοφία το ζύγισε στο χέρι, βεβαιώθηκε, αν και το ήξερε, ότι ήταν γεμάτο, στάθηκε μία στιγμή, για να αφουγκραστεί ακόμη.
Δεν αποφάσισε να ξυπνήσει την αδελφή της, η οποία είχε αποκοιμηθεί πριν από λίγο.
Βάδισε τρία βήματα προς την πόρτα την χωρίς παράθυρο, πίσω απ΄την οποία ροχάλιζε ο γέρο-Σταμάτης. Έσκυψε, του άγγιξε τον ώμο, τον έσεισε. Ο γέρος έβλεπε νεανικά όνειρα στον ύπνο του. Μόλις αισθάνθηκε το σείσιμο, γύρισε να στραφεί απὸ το άλλο πλευρό και μουρμούρισε με θρηνώδη φωνή:
― Τι με πικραίνεις, Κατερίνα, Κατερινάκι μου;… Γονάτισα, μοιρολόησα απάνω στον τάφο σου, σα γυναίκα… σου είπα τόσα λυπητερά τραγούδια.
Θυμόταν τη μακαρίτισσα τη γυναίκα του, όπου την είχε θάψει προ επτά ετών και ακόμη δεν είχε παρηγορηθεί για τη στέρησή της.
― Μπαρμπα-Σταμάτῃ σήκω!… ήρθαν κείνοι πού ᾽λεγες…
Μας περικύκλωσαν απόξω.
Και πάλι τον έσεισε δυνατότερα στον ώμο. Ο γέρο-Σταμάτης έτριψε τα μάτια, έκαμε να ανασηκωθεί και πάλι έπεσε στο πενιχρό, σκληρό προσκέφαλο η κεφαλή του. 
Παρόλα αυτά την αναγνώρισε.
― Τι μολογάς, Σοφία; της είπε. Γλυκός ο ύπνος την αυγή.
― Δεν είναι ακόμη αυγή μπαρμπα-Σταμάτη, είπε με αγωνία η Σοφία, μα είναι απόξω, είναι… που το μάτι τους να βγει!
― Και τι θα καταλάβεις να τους βγει το μάτι, Σοφία; είπε εμπνεόμενος σε αντιλογία, με όλη τη νύστα του, ο Καρδοπάκης. Μήπως θα αποχτήσεις ποτέ σου εσύ τρία μάτια; Πάντα με δύο μάτια θά ᾽σαι.
―Αχ! χρειάζονται τέσσερα μάτια την ώρα αυτή, απάντησε με πάθος η Σοφία.
Κράτησε το γέρο απὸ τους δύο ώμους και του είπε με τόσο απαλή, αλλά και λεπτή φωνή, ώστε και κωφός θα άκουγε:
―Ακούς, γέρο;… Ήρθαν εκείνοι, να μας κλέψουν τη Λουκρητία ή να μας πάρουν το μύλο και τα κτήματα… Έχω εδώ το ρεβόλβερο… Σήκω, να ιδούμε τι θα κάμομε… μη μας σπάσουν την πόρτα, γέρο-Σταμάτη.
Ο γέρος έτριψε το μέτωπο, το κεφάλι και τους κροτάφους του και είπε:
― Τότε, σιωπή. Μη μας ακούσουν… Τσιμουδιά μη βγάλεις… για να νομίζουν πως δεν είν᾿ εδώ κανείς.
―Α! όσο γι’ αυτό, είπε η Σοφία, θα μπορούσαμε να κάμομε τον ψόφιο, μπαρμπα-Σταμάτη. Τι σε θέλαμε σένα;… Μπάρμπα, να φύγεις. Να φερθούμε…
―Αμέσως! αλέστα! βάρ᾿ τα, χάλασ᾿ τα! έκραξε τότε ο Καρδοπάκης και αναπήδησε από το στρώμα του.
Εντωμεταξὺ είχε ξυπνήσει κι η Λουκρητία, σαν να της μίλησε κανείς στον ύπνο στο αυτί και να της είπε: Σήκω.
Σηκώθηκε, έτριψε τα μάτια της, κι είπε:
― Τι τρέχει;
* * *
Οι άνθρωποι είχαν έλθει πράγματι έξω από το μύλο κι η Σοφία δεν είχε απατηθεί στην αϋπνία της. Ήταν τρεις νέοι που κρατούσαν τουφέκια, ο Κώτσος ο Κ., ο Αντώνης ο Β. και ο Αλέκος ο Π., δημοδιδάσκαλος «αριστοβάθμιος» της νέας εποχής.
Απ΄ αυτούς, ο πρώτος, ίσως είχε μέσα του σκοπό και απόφαση, με τη βοήθεια των φίλων του, τους οποίους είχε κατηχήσει, να αρπάξει τη Λουκρητία, να τη στεφανωθεί κρυφά και να πάρει την προίκα της διὰ ψυχολογικής βίας απὸ την κληρονομιά της Σοφίας απ΄ την περιουσία του μακαρίτη.
Ο δεύτερος, ο οποίος ήταν συγγενής του αποθανόντος, με απροθυμία φαινόταν να συμφωνεί με το σχέδιο τούτο, με την πλάγια σκέψη να μην στενοχωρήσει τη Σοφία, και «το κάμει χειρότερα», όπως έλεγε. Ο τρίτος ερχόταν απλώς για «ρομάντζα», για να αποκτήσει πείρα του πως κλέπτονται τα κορίτσια.
Τη στιγμή εκείνη, όταν είχε σηκωθεί η Λουκρητία, ακούσθηκε αργός και μελετημένος κτύπος στην πόρτα. Εκείνος, που είχε κτυπήσει την πόρτα, φαινόταν ότι κτυπούσε άλλο τόσο η καρδία του και δεν ήταν πρόθυμος να επαναλάβει τον κτύπο δεύτερη και τρίτη φορά. Εντούτοις μετά δύο λεπτά, δεύτερος κτύπος ακούστηκε, ακόμη μαλακότερος.
Στον κτύπο τούτο απάντησε άλλος κρότος, γνώριμος σε όλων τις ακοές.
Η Σοφία έσυρε τη σκανδάλη του πιστολιού της και ανασήκωσε τον λύκον.
Συγχρόνως ακούστηκαν ψιθυρισμοί απ΄ έξω, σαν να συνεννοούνταν μεταξύ τους οι πολιορκητές.
Κάτω από το μικρό πάτωμα προς τον τοίχο, ήχησε αλλόκοτος, ασυνήθιστος κρότος.
Η Σοφία έβαλε το δάκτυλο στο στόμα και χωρίς να το θέλει γέλασε.
―Τη φτερωτή… Τη φτερωτή σπάζουν, για να μπουν απ᾿τη μυλότρυπα.
―Εκεί είναι διαβολότρυπα, είπε ο γέρο - Σταμάτης.
Και συγχρόνως χωρὶς να συμβουλευθεί τις δύο κόρες, έβαλε άγρια φωνή:
― Μωρέ, τι κόσμος είν᾿ εδώ; Στοιχειά ήρθαν απόξου, να μας φοβερίξουν; Ξορκίζω σε, Σατανά… δώσ᾿ μου το τουφέκι να ρίξω. Άνοιξε το παράθυρο, ψηλά, ψηλά, απ᾿ τον φεγγίτη εκεί!…
Η θεατρική αυτή κραυγή είχε το αποτέλεσμά της.
Πρώτος ο δημοδιδάσκαλος έδωκε το σημείο της αποχώρησης. Δεύτερος τον μιμήθηκε ο συγγενής του μακαρίτη και τελευταίος έφυγε, άμα είδε ότι απομονώθηκε, ο Κ., ο επιχειρηματίας και εραστής της Λουκρητίας.
Και έτσι εφαρμόστηκε και εδώ, όπως πάντοτε, το Ευαγγελικόν:
Και έσονται οι πρώτοι έσχατοι και οι έσχατοι πρώτοι.
 
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.

TO ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΩΝ ΔΙΡΦΕΩΝ 2