Τρίτη 17 Αυγούστου 2021

Η Γλυκοφιλούσα

 ➖
Το διήγημα δημοσιεύτηκε το 1894

Τη μετατροπή του κειμένου στην
καθομιλουμένη δημοτική
έκανε ο
Ιωάννης Δ. Γιαννούκος

⭐⭐⭐

Ας εισδύει μία μόνο ακτίδα ήλιου, με την ανατολή, από το θαμπό φεγγίτη, στο φτωχικό δωμάτιο, με τους τέσσερις τοίχους ασβεστωμένους λευκούς, με μία ψάθα και πάνω σ΄ αυτή μικρό μαύρο κιλιμάκι στρωμένο στο πάτωμα, με δύο προσκεφαλάδες ακουμπισμένες σύρριζα στους τοίχους, δεξιά και αριστερά από το τζάκι, όπου τέσσερις ξηροί δαυλοί και δύο μεγάλα ξύλα ορθά, καίνε και κροτούν στην εστία.
Τέτοιο να είναι το χειμερινό δωμάτιο, που να έχει τα νώτα στραμμένα προς βορρά και προς δυσμάς, συνεχόμενο με άλλο βορινό θάλαμο, που να είναι συγχρόνως δώμα και λιακωτό και υπερώο. Κατασκευασμένος με πλίνθους, με ξυλότοιχους, στεγασμένος με ξύλα και με κεραμίδια, αφάτνωτος, ανόροφος, ευήλιος, αθέρμαστος, ευήνεμος, σχεδόν υπαίθριος, με το μόνο ψηλό και πλατύ παράθυρο το ταιριαστό σε όλο το ρυθμό του κτιρίου και, χάριν πολυτελείας, με πηχυαίο τζάμι, για να απολαμβάνει κανείς όρθιος, στα βασίλεια του Βορρά, τη μεγάλη θέα και τη μεγάλη πάλη. Τέτοια θα ήταν, χωρίς να παραβώ τη δεκάτη εντολή, η μόνη φιλοκτημοσύνη μου και η μόνη μου πλεονεξία.
Το σπιτάκι να είναι κτισμένο πάνω σε βράχο ψηλό, πάνω στον μοναδικό ψηλό βορινό βράχο, του προσφιλούς στις αναμνήσεις μου.
Εκεί απλώνεται ατελείωτο το πέλαγος στην αχανή αυτή έκταση από ακτής έως ακτής και από κόλπου έως κόλπου και χαμηλώνει ο ουρανός στη μία άκρη την απώτερη, για να περιπτυχθεί εγγύτερα  την εσχατιά των θαλασσών, ο σάπφειρος φιλώντας το σμάραγδο και το βαθύχλωρο να ασπάζεται το γλαυκό.
Φυσά ο βορειοανατολικός, κατεβαίνοντας από τα βουνά της Θράκης και ο Βοριάς παγερός, αποσπάται με μύρια φτερά από τον νεφελοσκεπή και χιονοστέφανο Άθω και ο βορειοδυτικός ριγηλός, κατεβαίνει από τον γεραρό Όλυμπο, φρίσσει το κύμα στην επαφή της ψυχρής πνοής, φρικιά ο πορφυρός πόντος από την κραταιή αύρα, ρυτιδώνεται η θάλασσα από την αλλεπάλληλη ραγδαία ριπή, αγριεύει το πέλαγος, ωρύεται με μανία η καταιγίδα, σπάει το κύμα στους σκληρούς αιχμηρούς βράχους.
Συννεφιάζει ο ουρανός, από τις μαύρες κάπες των θυελλών, τις σωρευμένες επάνω του, φαεινός στύλος προκύπτει ξαφνικά εν μέσω αχανούς κυκεώνα μελανών στροβίλων, να, η ακτίνα θα διώξει το έρεβος, η γαλήνη θα διώξει τον τυφώνα. Ο φαεινός στύλος ήταν σιφώνας τρομακτικός, σχεδόν υπερφυές θέαμα, το οποίο ρίζωσε  εν ριπή στη θάλασσα και κορυφώθηκε έως τον ουρανό.
Ο σιφώνας εξερράγη, καταρρακτώδης βροχή έλουσε καταπληκτικά τη γη και τους βράχους και τους γιαλούς, ο άνεμος συμμαζεύθηκε στα άντρα και τις αγκάλες, η Σκοτεινή Σπηλιά ηχεί παρατεταμένα, μυστηριωδώς, από την μειωμένη κολοβή πνοή του ανέμου και από την απειλή νέας μανίας δυνατότερης της πρώτης και από τη φοβερή εν τη σιωπή συνωμοσίας των στοιχείων της φύσης.
Το Κακόρεμα αντηχεί διακεκομμένα από τη δανική ιαχή της λαίλαπας, από την καταρρακτώδη κάθοδο του χειμάρρου.
Η Νηρηίς ανέβηκε από το υποβρύχιο άντρο της, ανέβηκε στο απάτητο ύψος του αιχμηρού βραχώδους προβλήτα και άτρωτη αυτή από τη βροχή και τον άνεμο, κοιτάζει χαμογελώντας την πάλη των στοιχείων.
Ο Τρίτων κολυμπώντας κάτω στη ρίζα του βράχου, βγάζει την κεφαλή έξω από το κύμα και προσβλέπει ερωτικά την υψιβάτιδα και ασύλληπτη γι’ αυτόν άσπλαχνη νύμφη.
Ο ταύρος του Θεοδόση ο μονόκερως, ο φιλέρημος και μελαγχολικός, κατεβαίνοντας προ ολίγου για να κάμει τον συνήθη περίπατό του κάτω στο βαθύ ρέμα, το κατερχόμενο διά ελιγμών και βράχων και καταρρακτών, στο Μικρό Γιαλό, εξέβαλε ένα θρηνώδη μυκηθμό, έπειτα έμεινε ξαπλωμένος, απαθής, ακίνητος, δεχόμενος στα νώτα όλον τον κρύο λουτήρα της καταιγίδας.
Εάν έβλεπε κάτι, έβλεπε τις ασπρόμαυρες καλλικατζούνες, μεγάλα θαλάσσια όρνεα, τα οποία πάνω στους ανερχόμενους μέσω του κύματος σκοπέλους, σε απόσταση μερικών οργιών από την ξηρά, πολλοί τα εξέλαβαν από μακριά ότι ήταν γυναίκες ανασκουμπωμένες και ασπρομαυροβολούσες, οι οποίες ασχολούνταν να βγάλουν πεταλίδες, σκύβοντας πάνω στους βράχους. Αλλά ήταν αδιάφορος και προς το θέαμα τούτο, όπως και προς όλα τα άλλα.
***
Δύο γίδες του Στάθη του Μπόζα, είχαν λείψει το πρωί εκείνο από τον μικρό αιπόλο. Είχαν κατεβεί αποπλανηθείσες και είχαν βραχωθεί κάτω στη στενή πετρώδη κόγχη, που σχηματίζεται καταμπροστά και από κάτω από το ιερό Βήμα της Παναγίας της Γλυκοφιλούσας.
Η κόγχη εκείνη ήταν και δεν ήταν εσοχή, ήταν και δεν ήταν σπήλαιο.
Σπήλαιο αστεγές και εσοχή στεγανή, αιωρείται πάνω απ΄ την άβυσσο και έχασκε πάνω απ΄ τη θάλασσα. Κάτω, βράχος τεράστιος, που χρειάζονται χίλιοι εκατόγχειρες να τον αγκαλιάσουν, γκρεμός που ήταν βατός μόνο σε νυκτερίδες και σε κουκουβάγιες. Στη ρίζα του βράχου, στο κύμα, με πολλές οργιές βάθος, κολυμπούν φώκιες και καρχαρίες.
Δεν ήταν δυνατόν να βάλει κανείς στο νου του, ότι μπορούσε άνθρωπος να κατεβεί στη φοβερή εκείνη αιώρα, για να ανασύρει τις αποπλανηθείσες γίδες. Οι δύο βραχωμένες γίδες, συνηθισμένες να αναρριχώνται σε όλους τους κρημνούς, να αναπηδούν επάνω σε όλα τα χαλάσματα, σε όλους τους ρέποντες και καταρρέοντες τοίχους, δεν είχαν καταλάβει ότι έπεσαν σε παγίδα, την οποία ο δαίμονας της αβύσσου είχε στήσει γι’ αυτές. Αισθάνονταν και αυτές, σαν άλογα κτήνη οπού ήταν, ότι δεν ήταν δυνατόν να γλιτώσουν από εκεί που ήταν βραχωμένες.
Αφού έφαγαν σε μία ώρα, όλη την κάπαρη και όλα τα κρίταμα και τις αρμυρήθρες, όσες ήταν φυτρωμένες εκεί, έβλεπαν καλά ότι, για να ξαναβοσκήσουν, έπρεπε να περιμένουν εβδομάδες ή μήνες, έως ότου ξαναφυτρώσουν πάλι άλλη κάππαρη και άλλα κρίταμα. Τούτο το έπαθαν για να έχουν την κακή συνήθεια να μη ζητούν ποτέ την άδεια του βοσκού, σε όλες τις κινήσεις τους και τα σκιρτήματά τους. Και για να μάθουν άλλη φορά, αν επιθυμούσαν να αρμυρίσουν, να βρίσκουν άλλο δρόμο για να κατεβαίνουν κάτω στην άμμο του γιαλού. Αλλά τώρα ήταν πολύ αμφίβολο αν θα γλίτωναν, για να βάλουν γνώση για άλλοτε.
***
Πάνω στο βράχο, ήταν κτισμένο το παρεκκλήσιο, μαστιζόμενο από θύελλες και λαίλαπες, λικνιζόμενο από το αειτάραχο και θορυβώδες κύμα, νανουριζόμενο από τα άσματα τα οποία ο άνεμος έψαλλε γι’ αυτό στους σκληρούς βράχους και στα ηχώδη άντρα.
Οι τέσσερις τοίχοι στέκονταν ακόμη αρραγείς,
πετροθεμελιωμένοι, σώζοντας ακόμη μικρό επίχρισμα από τον παλαιό καιρό στη νοτιοδυτική γωνία, χορταριασμένοι και μαυροπράσινοι στη βορειοανατολική.
Η στέγη, που έφερε ακόμη λίγα κεραμίδια και πλάκες, στηριζόταν πάνω σε δοκό με πολλές ακτίνες από σκληρή καστανιά. Ολόγυρα στους τοίχους, ψηλά, πάνω από τα υπέρθυρα και κάτω από τα γείσα της στέγης, ωραία μικρά πινάκια παλαιών χρόνων ήταν κολλημένα, σχηματίζοντας μεγάλο σταυρό επί της χιβάδας του Ιερού Βήματος προς ανατολάς, με υποπόδιο σε σχήμα ανεστραμμένου (Τ) από πέντε άλλα πινάκια και άλλους δύο σταυρούς δεξιά και αριστερά, πάνω απ΄ τα δύο παράθυρα του χορού και τέταρτο σταυρό πάνω από την παραστάδα της εισόδου, δυτικά.
Και τα ωραία παλαιά πινάκια, ήταν όλα χρωματιστά, γαλάζια και υποπράσινα και κιτρινωπά και λευκά, με κλαδάκια και με λούλουδα και με ανθρωπάκια και με πουλιά, με φιλοκαλία και κομψά τοποθετημένα, λάποντα στον ήλιο, χάρμα των οφθαλμών, κειμήλια ψηλά τοποθετημένα, στερεά βαλμένα στις κόγχες τους, αφελή αναθήματα, λείψανα παλαιών χρόνων, περισώσματα αρπαγών και κάθε είδους καταστροφών, λιγότερο αλίμονο! ασφαλή, από τη νεότερη αρχαιολογική και αρχαιοκαπηλική μανία. Και ο απλός αυτός στολισμός, παρείχε μεγάλη χάρη, αναμεμειγμένη με άρρητο τρυφερό θέλγητρο, στο μικρό βραχοφυτεμένο παρεκκλήσιο, εμπνέοντας στον επισκέπτη μεγάλη επιθυμία να διασκελίσει το κατώφλι, να εισέλθει στον πενιχρό ναΐσκο, να ανάψει κερί, να κάμει το σταυρό του και να ασπασθεί ευλαβώς την εικόνα της Παναγίας της Γλυκοφιλούσας, της ζωγραφισμένης μάγουλο με μάγουλο με το πρόσωπο του υπέρθεου και υπεραγαπημένου Βρέφους της.
«Και πάλι κίνησα να ’ρθώ, Χριστέ μου, στην αυλή σου,
να σκύψω στα κατώφλια σου τα τρισαγαπημένα,
οπού με πόθο αχόρταγο τα λαχταρεί η ψυχή μου.»
Και αν δεν ήταν κανείς πολυάσχολος από τη βιοτική τύρβη (αλλά για να είναι τέτοιος στην έρημη εκείνη ακτή, έπρεπε να είναι το πολύ ζωέμπορος, ταξιδεύοντας για να αγοράσει ερίφια), να σταθεί να ακούσει «τας Μεγάλας Ώρας» και τον Εσπερινό της Παραμονής των Χριστουγέννων, ψαλλόμενα από τον μπαρμπ’-Αναγνώστη τον Παρθένη, το μόνο βοηθό του παπα-Μπεφάνη, σε όλες τις λειτουργίες, όσες τελούσε εκείνος, τις ημέρες αυτές από ευχές και ταξίματα, κατά προτίμηση, στο μικρό παρεκκλήσιο.
«Η σάρκα μου αναγάλλιασε σιμά σου κι η καρδιά μου.
Το χελιδόνι ηύρε φωλιά και το τρυγόνι σκέπη,
να βάλουν τα πουλάκια τους, τα δόλια, να πλαγιάσουν,
τον ιερό σου το βωμό, αθάνατε Χριστέ μου.»
Και ο ευσεβής προσκυνητής, θα εύρισκε μεγάλη γλύκα και παρηγοριά από τις πίκρες του κόσμου, στο να κοιτάζει μόνο την πενιχρή κανδήλα να καίει εμπρός στην ωραία εικόνα, την ζωγραφισμένη από τον μακαρίτη Αθανάσιο τον Κεφαλά, Ηπειρώτη, άνδρα αγωνιστή, ευπαίδευτο, πολύγλωσσο, ωρολογοποιό και ζωγράφο, ο οποίος όμως όλη τη ζωή του υπήρξε δημοδιδάσκαλος Γ΄ τάξεως και πέθανε πάνω από ενενήντα ετών με την από τριάντα δραχμές σύνταξή του.
Η ωραία μικρή εικόνα, με το ωχρό πρόσωπο της Παναγίας, ενούμενο μάγουλο με μάγουλο με το λευκό και ένθεο πρόσωπο του λατρευτού Βρέφους της, είχε ανείπωτη γλυκύτητα και ήταν η καλλίστη έκφραση της μητρικής στοργής, που γεννιέται, σαν από πικρή ρίζα γλυκού καρπού, ευθύς με τις ωδίνες του τοκετού και συναυξανόμενης με της ανατροφής τους κόπους και της μέριμνας. Και ο φιλακόλουθος πιστός δεν θα υστερεί της αμοιβής για την ευσεβή προσήλωση.
«Κάλλιο μια μέρα στη δική σ’ αυλή, παρά χιλιάδες,
στον ίσκιο ας είμαι του ναού σαν παραπεταμένος
καλύτερα, παρά να ζω σ’ αρματωλών λημέρια.»
***
Δεξιά, επί του τέμπλου, ήταν η εικόνα του Χριστού και η εικόνα του Προδρόμου. Αριστερά η Παναγία η Γλυκοφιλούσα, η προστάτιδα των μητέρων και ο Άγιος Στυλιανός, ο φίλος και φρουρός των νηπίων.
Επί του δεξιού και του αριστερού τοίχου, υπήρχαν ακόμη λίγοι Άγιοι, ζωγραφισμένοι από παλαιό καιρό. Άλλων ήταν φθαρμένα τα πρόσωπα και τα στέρνα, άλλων ασβεστωμένα τα σκέλη και τα πόδια, από ατελείς απόπειρες επιχρίσεως ή στολισμού από αμαθείς ευλαβείς γυναίκες.
Ήσαν ο Άγιος Ελευθέριος, ο ελευθερωτής των εγκύων και η Αγία Μαρίνα, η προστάτιδα των ωδινουσών. Έπειτα ήσαν ο Άγιος Γεώργιος και ο Άγιος Δημήτριος, με τα χαντζάρια τους, με τις ασπίδες, τους θώρακές τους και την άλλη πανοπλία τους.
Και η Αγία Βαρβάρα και η Αγία Κυριακή, με τους σταυρούς και με τους κλάδους των φοινίκων στα χέρια. Ήσαν και οι όσιοι, με τα κουκούλια, με τις λευκές γενειάδες τους, με τα κομποσκοίνια και τους ερυθρούς σταυρούς τους, ο όσιος Αντώνιος και Ευθύμιος και Σάββας. Ήταν εκεί και ο όσιος Ποιμήν ο ασκητής, με το λόγιό του, «ο Ποιμήν τέκνα ουκ εγέννησε» και με την απάντησή του στον Ανθύπατο, προκειμένου περί ζωής ή θανάτου του αθώου ανεψιού του:
«Ει μεν εύρεις ένοχον, κόλασον αυτόν, ει δε αθώον, ως θέλεις πράξον».
Ήταν και αυτός εκεί, προστάτης και φρουρός των άκακων και των παιδιών. Ήταν και ο όσιος Μωυσής, ο Αιθίοψ «Άνθρωπος όψιν και θεός την καρδίαν». Μωυσής δεύτερος, είχε χαράξει το σημείο του Σταυρού, όταν διέσχισε κολυμπώντας δύο φορές και χιαστί το Νείλο, κρατώντας στα δόντια τη μάχαιρα, με σκοπό να φονεύσει τον εχθρό του και μη βρίσκοντας αυτόν, επανέπλευσε κρατώντας δύο κριάρια ζωντανά, με τους ρωμαλέους βραχίονές του, πάνω από το νερό.
Και ο λήσταρχος έγινε άγιος και πήγε να βρει τον άλλον παλαιόν ομότεχνό του, εκείνον, τον οποίον, όπως λέγει η παράδοση, είχε θηλάσει κάποτε στην έρημο, κατά την εις Αίγυπτο φυγή, τον καιρό της βρεφοκτονίας η Παναγία.
Δεξιά δε του εισερχομένου και αμέσως μετά τη θύρα ήταν, προς τη γωνία του νότιου τοίχου, η Αγία Αναστασία η Φαρμακολύτρια, που κρατούσε με την αριστερά χείρα το μικρό της ληκύθιο, που περιέχει τα λυτήρια όλων των μαγγανειών και των επωδών και των φίλτρων, σαν να προσέφερε αυτό στις ευσεβείς προσκυνήτριες και να έλεγε:
«Ελάτε, εγώ είμαι που χαλνώ τα μάγια».
Το παρεκκλήσιο εόρταζε την 26η  Δεκεμβρίου, τη Σύναξη της Υπεραγίας Θεοτόκου, δηλαδή τα Επιλόχια, «Λεχούς αμώμου, ανδρός μη γνούσης λέχος».
Κάτω από την εικόνα, επί της λευκής μεταξοΰφαντης ποδιάς, φαίνονταν ανηρτημένα παιδάκια και μόνο παιδάκια ασημένια, με εξαίρεση ενός μόνου αργυρού τεμαχίου, το οποίον έφερε άλλο σχήμα ζώου, όμοιο σχεδόν με κριάρι κερασφόρο ή με τράγο.
Σε ένα άφρακτο ερμάριο, στον αριστερό τοίχο, έβλεπε κανείς διάφορα αντικείμενα, όπως στέφανα ανδρογύνων (νεκρών ίσως ανδρογύνων) τυλιγμένα σε λευκή σκέπη, τεμάχια βαπτιστικών και κουκουλίων από το βάπτισμα βρεφών, ως και γυμνά κόκαλα ακόμη και τρυφερά λευκά κρανία μικρών παιδιών.
Τα παιδάκια, τα αναρτημένα επί της λευκής ποδιάς ήταν ομοιώματα μικρών παιδιών, ταχθέντα από τις μητέρες, όταν τα μικρά τους ήσαν άρρωστα, στην Παναγία τη Γλυκοφιλούσα, τη μητέρα του Θείου Βρέφους και προσφερθέντα στο ναό της, μετά την ίαση των αρρώστων.
Το ομοίωμα του μικρού ζώου ήταν και αυτό βεβαίως από τάξιμο.
Και οι στέφανοι των ανδρογύνων, ήσαν αφελή αποθέματα και μνημόσυνα άτυχων συνοικεσίων, γενόμενα από τη μητέρα, η οποία επέζησε έρημη και άχαρη, σε ανάμνηση θυγατέρας, που πέθανε ίσως λεχώνα, ευθύς μετά τον πρώτο τοκετό, αφιερώματα και αυτά στην προστάτιδα των λεχών, την Παναγία τη Γλυκοφιλούσα.
Και τα τεμάχια των βαπτιστικών και κουκουλίων, ήταν και αυτά ενθύμια παιδιών, αποθανόντων αμέσως μετά το βάπτισμα και τα λευκά κόκαλα και τα κρανία τα τρυφερά, ήσαν άσπιλα λείψανα παιδιών, τα οποία είχε ευδοκήσει να καλέσει νωρίς στον Παράδεισο, πλησίον του υιού της που είχε πει «Άφετε τα παιδία έρχεσθαι προς με και μη κωλύετε αυτά», η Παναγία η Γλυκοφιλούσα.
***
Τα στέφανα του γάμου και τα βαπτιστικά κουκούλια του μικρού παιδιού, τα είχε φέρει στο ναΐσκο η θεια-Αρετώ, η Χρονιάρα, η αφιλοκερδής νεωκόρα και πρόθυμη διακοσμήτρια όλων των εξωκλησιών. Ερχόταν τακτικά δύο φορές την εβδομάδα από το καλυβάκι της, το οποίο απείχε μισής ώρας δρόμο από την έρημη ακτή, ερχόταν για να επισκεφθεί την Παναγία τη Γλυκοφιλούσα και τους Αγίους Αποστόλους και τον Άγιο Νικόλαο και όλα τα παρεκκλήσια, τα κτισμένα επάνω στους άγριους μοναχικούς βράχους, για να ανάψει τα κανδήλια και να προσευχηθεί στους Αγίους.
Κατοικούσε μετά το θάνατο του άνδρα της, του συχωρεμένου, στο εξοχικό σπιτάκι, σιμά στο Πυργί, επάνω από την Αγία Ελένη, ανάμεσα στο Κακόρεμα και στο Μεγάλο Ορμάνι. Είχε τη μικρή περιοχή της, με τον ελαιώνα, το αμπέλι, τους μικρούς κήπους και τον αγρό και απ’ εκεί οικονομούσε το καθημερινό της και ζούσε αυτή και τα εγγόνια της, γιοι του μεγάλου γιου της, ο πρώτος είκοσι ετών, ο δεύτερος δεκαεπτά ετών, καλλιεργώντας τη γη.
Οι γονείς τους είχαν πεθάνει νέοι, προ δεκαπενταετίας και πλέον.
Η μάμμη τους, αυτή τους ανέθρεψε, αυτή τους είχε αναστήσει, αυτή γνώριζαν μητέρα. Η θεια-Αρετώ, ήταν καλή χριστιανή και δεν είχε κάμει κακό σε καμία γειτόνισσα και όμως υπέφερε πολλές δυστυχίες στη ζωή της. Ο χάρος την είχε κατατρέξει και αν δεν είχε και τα δύο εγγόνια της, θα ήταν έρημη στον κόσμο.
Και όμως σε όλα έλεγε, «Δόξα σοι ο Θεός».
Είχε και μία κόρη, την Αλεξανδρώ, την οποία είχε παντρέψει προ τριών ετών, νέα είκοσι ετών, με τον Κωνσταντή το Ντάνα. Και σε αυτήν είχε δώσει καλά μαθήματα και την έκαμε να είναι από πολλές συνομήλικές της φρονιμότερη.
Της έδινε συμβουλές, από τις οποίες θα μπορούσε να ωφεληθεί, εάν επιζούσε εκείνη. «Ζήσεις χρονίσεις, θυγατέρα, της έλεγε, ποτέ σου να μη ζηλέψεις το ξένο στολίδι, να μην πεις κακό για τη γειτόνισσα, να μην κοιτάζεις τι κάνει η πλαγινή σου, να μη βάλεις μαναφούκια, να μη ξευχηθείς, να μη βλαστημήσεις».
Και άλλα ακόμη της έλεγε. Αλλά εκείνη, η πτωχή, δεν είχε τύχη να ζήσει, για να βάλει σε πράξη όλες τις καλές αυτές συμβουλές. Προχθές ακόμη, το παρθενικό άνθος είχε ανοίξει ερυθρό.
Χθες έγινε νύφη την άλλη μέρα μητέρα, λεχώνα, νεκρή.
Και όμως, η θεια-Αρετώ δεν ήταν στρίγγλα και όμως, αφού επί δέκα χρόνια της έδιδε ευχές και συμβουλές, αρχίζοντας πάντοτε από τη φράση αυτή, «Ζήσεις-χρονίσεις, θυγατέρα», την ημέρα κατά την οποία έγινε νύφη εκείνη, οργισθείσα η μητέρα από περισσές ίσως απαιτήσεις του γαμβρού ως προς την προίκα, από διφορούμενη ίσως και παθητική στάση της κόρης, ποιος ξέρει από τι, τέλος, της είπε στο θύμο της επάνω «Να μη χρονίσει!» Και πράγματι, δεν εχρόνισε.
Και όμως, η γριά δεν ήταν κακής ψυχής και όμως είχε καταταρασθεί την κόρη της «να μην την εύρ’ ο χρόνος!» Και δεν την ηύρε ο χρόνος. Και αφού πέθανε εκείνη δέκα ημερών λεχώνα, πέθανε και το παιδί δωδεκαήμερο, αφού βαπτίσθηκε. Η θεια-Αρετώ, την οποία μερικές των καλών γειτονισσών είχαν επονομάσει «η Χρονίστρα» και άλλες πάλι την έλεγαν απαισίως «η Αχρόνιαστη» και πάλι άλλες την ονόμαζαν ευφήμως «η Χρονιάρα», πήρε τα στέφανα του γάμου, έκοψε και μέρος από τους «φωτεινούς χιτώνας» και τα «κουκούλια αγαλλιάσεως» του μικρού και τα έφερε αφιέρωμα στο ναΐσκο της Παναγίας.
Πήρε και τη μεταξωτή χρυσοκέντητη νυφική στολή της άμοιρης και την προσέφερε όλη στον παπά-Μπεφάνη, τον συνήθη ιερουργό του παρεκκλησίου. Και το μεν κόκκινο από μεταξωτή σκέπη υποκάμισο με την τραχηλιά και τα μανίκια κεντητά από χρυσό, το έκαμε στιχάριο, για να το φορεί ο ιερέας ποδήρες, όταν προσφέρει τας λογικάς θυσίας. Το δε ποδογύρι του φουστανιού, ολόχρυσο, τρεις σπιθαμές παρά δύο δάκτυλα πλατύ, με αδρές από χρυσό κλάρες και με άνθη, το έκαμε επιτραχήλιο, για να το φορεί ο λειτουργός τις καλές ημέρες.
Τη δε χρυσή ζώνη με τις αργυρές σκαλιστές και αμυγδαλωτές πόρπες, την έκαμε περιζώνιο, για να το ζώνεται ο ιεροφάντης περί την οσφύ του.
Και τα χρυσοΰφαντα προμάνικα του βαβουκλιού, τα αναδιπλωμένα γύρω στις ωλένες των νυφών, τα έκαμε επιμάνικα, για να συστέλλει ο θύτης τους καρπούς των χειρών του, όταν εν φόβω έμελλε να προσφέρει τα άγια. Και το ωραίο πολύπτυχο φόρεμα, το μεταξωτό με το γλυκό βυσσινί χρώμα και το οποίο έκαμνε νερά στο βλέμμα, το έκαμε  φαιλόνιο για να σκεπάζει ο ιερέας τα νώτα και το στέρνο του, όταν στέκεται ενώπιον του ιερού θυσιαστηρίου.
Και όλη αυτή την αλλαξιά των ιερών αμφίων, την είχε προσφέρει στον παπα-Μπεφάνη, το συχνό λειτουργό και σχεδόν εφημέριο του μικρού βορινού παρεκκλησίου. Και δύο φορές την εβδομάδα, έπαιρνε το ραβδάκι της στη δεξιά χείρα και το καλαθάκι της στον αγκώνα του αριστερού βραχίονα και οδηγώντας μία αμνάδα και μία γίδα, τις οποίες έβοσκε η ίδια, κατέβαινε από το Μεγάλο Ορμάνι και έφθανε στην κρημνώδη θαλασσόπληκτη ακτή και πήγαινε να ανάψει τα κανδήλια της Παναγίας της Γλυκοφιλούσας.
***
Είχε σιγήσει ο φοβερός τυφώνας και είχε κοπάσει η λαίλαπα και η θάλασσα έβραζε ακόμη με υπόκωφη βοή, δεχόμενη τα χωματόχρωμα και θολά ρεύματα των χειμάρρων και ο άσπιλος πόντος είχε μιανθεί από της γης τις ύλες.
Ο ήλιος είχε φανεί σε μία γωνιά του ουρανού, τα σύννεφα είχαν συμμαζευθεί σε μία άλλη γωνία.
Ο ταύρος του Θεοδόση ο φιλέρημος, με το ένα κέρατο (είχε χάσει το άλλο προ ετών, όταν ήταν νέος ακόμη, σε μάχη με άλλον ταύρο), εξακολουθούσε να βλέπει τις καλλικατζούνες, που είχαν κατέβει προ ολίγου, ποιος ξέρει από ποια ανήλια σπήλαια, από τα ύψη των φοβερών θαλασσοδαρμένων βράχων και έκαμναν σαν να βουτούσαν τα ράμφη στο κύμα και τίναζαν τα φτερά για να στεγνώσουν και πάλι έκαμναν σαν για να βουτήξουν.
Τέλος βούτηξαν όλες εν σώματι και αφού ανέβηκαν στο κύμα, άρχισαν να πλέουν κανονικά, σαν μικρός στολίσκος τελείως οργανωμένος, προηγουμένης μιας και έπειτα άλλες δύο και να ακολουθούν οι υπόλοιπες, δέκα ή δώδεκα και στο τέλος άλλες δύο. Ο ταύρος άφησε μακρό μυκηθμό, σηκώθηκε και αυτός, τίναξε τα μέλη και στραφείς, άρχισε να ανέρχεται το ρέμα, επιστρέφοντας στη στάνη του Θεοδόση, όπως έκαμνε καθημερινά, όταν δεν είχε εργασία.
***
Οι γίδες του Στάθη του Μπόζα, που είχαν καταυλισθεί, ενόσω διαρκούσε η καταιγίδα, από κάτω στο μέγα Κιόσκι, το σωζόμενο ακόμη, του παλαιού έρημου χωριού, όπου τα παλιά χρόνια συνέρχονταν όλοι οι προεστοί και συζητούσαν για τα κοινά, βγήκαν και αυτές για να βοσκήσουν, άμα η καταιγίδα έπαψε. Και δύο απ΄ αυτές είχαν ξεκαμπίσει και είχαν απομακρυνθεί και κατέβηκαν από ένα ψηλό κυρτό βράχο και έφτασαν στη μικρή κόγχη, κάτω από το Ιερό Βήμα της Παναγίας της Γλυκοφιλούσας, απ΄ όπου αρχίζει ο φοβερός κάθετος κρημνός στη θάλασσα, διακοσίων οργιών ύψος κι εκεί, αφού βόσκησαν όλα τα κρίταμα όσα βρήκαν, βραχώθηκαν και έμειναν, μη μπορώντας πλέον να ανεβούν.
Βραχώθηκαν, καθώς βραχώνεται η μεγάλη χονδρή πετονιά με το μεγάλο άγκιστρο και με γενναίο δόλωμα στο θαλάμι, κάτω στον πυθμένα στα ανεξερεύνητα βάθη, ανάμεσα σε βράχους ριζωμένους και σε φύκια και όστρακα. Και το μεν δόλωμα το έφαγε ο πελώριος ροφός ή η σμέρνα η παρδαλή και μαυριδερή, η αντιπαθής και άπιαστη, το άγκιστρο βραχώθηκε κάτω στο θαλάμι και δεν βγαίνει πλέον, η δε πετονιά τραβιέται και τεντώνεται και κόβεται και ο ψαράς μένει με δύο πήχεις σπάγκο στα χέρια.
Ομοίως και ο Στάθης ο Μπόζας, ο βοσκός, έμεινε με το μικρό κοπάδι του κολοβό και ακρωτηριασμένο, άμα έχασε τις δύο γίδες, τις οποίες έβλεπε στεκάμενος πάνω στην κορυφή του βράχου, κρατώντας την ψηλή μαγκούρα του και ο ίσκιος του έπεφτε μακρός μπροστά του και η κεφαλή του φαινόταν πέρα στη μεγάλη εξοχή του βράχου, μόλις διακρινόμενη και χωνεμένη, καθόσον ο ήλιος χαμήλωνε ολοένα στη δύση.
Τις έβλεπε φυλακωμένες, στη φοβερή πτυχή του κρημνού, παρά τρίχα σ΄ αυτό το χείλος της αβύσσου και τις καλούσε μάταια, με τα καταληπτά σε εκείνες συνθηματικά μονοσύλλαβα:
Άι, άι! όι! Ψαρή! ω, χω, Στέρφα!
Μάταια. Η Ψαρή και η Στέρφα είχαν καθίσει αδρανείς, ανάλγητες, αναίσθητες και ούτε απάντησαν με βέλασμα στις προσκλήσεις του βοσκού.
Και ο Στάθης έσκυβε και έσκυβε προς την άβυσσο, χωρίς να λυπάται την ιδία τη ζωή του, περιφρονώντας τον ίλιγγο, προκαλώντας τη σκοτοδίνη, για να τις δει καλύτερα. Και τα δύο ζωντανά πράγματα στέκονταν και κάθονταν και έκαμπταν τα γόνατα στη στενή προβολή του βράχου και μόνο η μία, η Ψαρή, απάντησε τέλος με παραπονετικό βέλασμα στις προσκλήσεις του κυρίου της.
Η άλλη, η Στέρφα, ούτε φωνή έβαλε, ούτε κίνημα έκαμε, ούτε σκεπτόταν κάτι για όλα τα πράγματα.
-Δε με μέλλει για τη Στέρφα, είπε τέλος στενάζοντας ο βοσκός.
Την Ψαρή ας μπορούσα να γλιτώσω!…
***
Ο μπαρμπ’-Αναγνώστης ο Παρθένης, ο οποίος είχε φθάσει μόλις και καθόταν στην πεζούλα, έξω απ΄ το ναΐσκο της Παναγίας, περιμένοντας να έλθει ο παπα-Μπεφάνης, για να διαβάσουν τον εσπερινό - ήταν δε τότε η ημέρα του Αγίου Στεφάνου, τρίτη από των Χριστουγέννων - πρότεινε γνώμη, ότι έπρεπε να πάρουν λεπτό αλλά γερό σχοινί, να κάμουν θηλιά, τεχνικά, στην άκρη και να το ρίξουν κάτω, για να τραβήξουν τις δύο γίδες.
Η θεια-Αρετώ η Χρονιάρα, είπε να κατεβάσουν με σχοινί μεγάλη υπερμεγέθη κοφίνα και να σείουν το σχοινί τοιουτοτρόπως, ώστε να είναι ελπίδα να μπει τέλος η μία γίδα πρώτα, έπειτα η άλλη, μέσα στην κοφίνα και έτσι να τις ανασύρουν, τη μία μετά την άλλη.
Η θεια-Αρετώ διηγούταν ότι παρόμοιο είχε συμβεί και στον παππού της προ εξήντα χρόνων και ότι το μέσο τούτο επέτυχε τότε.
Ο Κωνσταντής ο Περηφανάκιας, συνάδελφος του Στάθη, βοσκός, εξέφερε γνώμη, ότι έπρεπε να πάρουν μεγάλο χονδρό άγκιστρο, σαν αρπάγη, να το δέσουν στην άκρη του σχοινιού και στο άγκιστρο επάνω να περάσουν κλαδιά και χόρτα και βλαστάρια και διά του δολώματος τούτου να ελκύσουν τις δύο γίδες, ώστε ενώ αυτές θα μασούσαν την ορεκτική τρυφερή βοσκή, το οξύ ακονισμένο άγκιστρο θα ήταν πιθανόν να χωθεί μέσα στο κατωσάγονο της μιας και της άλλης γίδας και τότε ματωμένες μεν, αλλά σωσμένες, θα τις τραβούσαν επάνω.
Δεν είναι προκοπή, είπε αποφασιστικά ο Στάθης ο Μπόζας, ελάτε να με καλουμάρετε κάτω, να δω τι θα κάμω… Η θεια-Αρετώ άρχισε να κάμνει πολλούς σταυρούς, εξιστάμενη για τον τολμηρό λόγο του βοσκού.
-Πού να σε κατεβάσουν, γιε μ’, Στάθη μ’, έλεγε, πώς να σε κατεβάσουν! Πού θα πας; Πού θα πατήσεις;
Ο μπαρμπ’-Αναγνώστης ο Παρθένης τανύστηκε, ακουμπώντας στον τοίχο της εκκλησίτσας, στο προσήλιο και άφησε παρατεταμένο θορυβώδες χασμουρητό, ενωμένο με στεναγμό. Ο Κωνσταντής ο Περηφανάκιας, άρχισε να μιλά για να αποτρέψει το Στάθη το Μπόζα.
-Δε βολεί, να σ’ πω, Στάθ’, απ’ λέει ου λόους, τάχα, να πούμε. Γλέπ’ς, κειδά κάτ’ είν’ οι γίδις στριμουμένες κι οι δυο, του λόου σ’ πού θα πατήσεις να τς δέσεις να τς ανεβάσεις απάν’;
Τη στιγμή εκείνη έφθασε και ο παπα-Μπεφάνης, με τη λευκή του γενειάδα, με το κοντό τρίχινο ράσο του και με το μαύρο σάλι του γύρω από το λαιμό. Έμαθε το συμβάν, άκουσε το σχέδιο του Στάθη κι έσεισε την κεφαλή.
-Αποκοτιά, είπε, μεγάλη αποκοτιά.
-Αποκοτιά, μαθές, επανέλαβε και η θεια το Αρετώ.
Συγχρόνως δε κατέβηκε στο νου της μία ιδέα.
-Αμμή σαν το αποφασίσεις, γιε μ’, κάμε το σταυρό σ’ και τάξε τίποτε στην Παναγιά, να σε φυλάξει.
-Έταξα εγώ μέσα μου, είπε ο Στάθης, έταξα να της την πάγω ασημένια τη μια τη γίδα, σαν τη γλιτώσω, την Ψαρή.
Την Ψαρή ας γλίτωνα!
Ο ιερέας έκαμε διφορούμενο νεύμα.
-Δεν είναι πρέπον, είπε, να παρακινούμε τους άλλους να τάζουν…
Το τάξιμον είναι προαιρετικόν… «Όση πέφυκεν η προαίρεσις», που λέει και το τροπάρι… Μα ας είναι… αν ήθελε να κάμει καμιά λειτουργία…
Την τελευταία φράση την είπε παραπονετικά μέσα του.
Έπειτα επανέλαβε:
-Και το καλύτερο που έχει να τάξει κι αυτός κι όλοι τους, είναι να μην αφήνουν τα γίδια τους να μπαίνουν μέσα στα ξωκλήσια και τα γεμίζουν βιρβιλιές… Να είναι προσεκτικότεροι και να έχουν περισσότερον σέβας… Να μην πατούν τα ξένα κτήματα με τα κοπάδια τους και τρώγουν τις ελιές και τα θηλιάσματα των χριστιανών. Αυτά να τάξει.
-Τάζω, είπε ο Στάθης.
-Καλά, να ’χεις την ευχή… Τώρα, αν σε καλουμάρουν, έχε θάρρος.
-Η ευχή σ’, παπά μ’.
***
Φαινόταν αποφασισμένο, ότι ο Στάθης θα κατέβαινε με  σχοινί στο βράχο, για να ζητήσει τις δύο χαμένες γίδες του.
Μόνο ο Περηφανάκιας έλαβε πάλι το λόγο:
-Να σ’ ορίσου, απ’ λέει ου λόους, παπά μ’, να σ’ πω, Στάθη μ’, αυτό, τι λογάτε, είναι, απού ’πε κι η αϊοσύνη τ’, απ’ λέει κι η θεια τ’ Αρετώ, μιγάλη απουκουτιά. Ένα πάτ’μα είναι κειδά μέσα, έν’ απλόχερο χούμα κι δυο δαχ’λα κουτρόνι, πού θα πατήσ’, πώς θα πιάσ’ τς γίδις να τς δέσ’, απ’ λέει ου λόους, να σ’ ορίσου, παπά μ’;
-Εγώ δεν τον παρακινώ να κατεβεί, είπε ο ιερεύς… Εις πράγματα τόσον λεπτά, οπού αποβλέπουν την ζωήν και το συμφέρον του ανθρώπου, κανείς δεν πρέπει να αναγκάζει τον άλλον. Ο ίδιος θα δώσει λόγον.
-Κι λες, παπά μ’, σαν πάθω τίποτα, θα πάω κολασμένος; ρώτησε ο Στάθης.
-Αυτό ο Θεός το ξέρει, είπε ο ιερέας. Εσείς, οι πλειότεροι, είσθε αλιβάνιστοι. Δεν ζυγώνετε σ’ εκκλησία!
-Κάθε κακό φεύγει, ψιθύρισε αποφθεγματικά ο μπαρμπ’-Αναγνώστης ο Παρθένης, ο οποίος είχε σηκωθεί από την πεζούλα και στεκόταν στηριζόμενος στο μπαστούνι του, έξω από τη θύρα του ναΐσκου.
-Κανείς σας δεν ήρθε να ξομολογηθεί αυτές τες ημέρες. Αχ! οι γονείς σας δεν ήσαν τέτοιοι… Αχ! οι παλιοί, οι παλιοί!
-Οι παλιοί, οι πρωτινοί, ήταν ανθρώποι, είπε επιβεβαιωτικά η θεια τ’ Αρετώ.
-Εγώ δεν είμαι και τόσο φευγάτος απ’ τα θεία, παπά, είπε παραπονετικά ο Στάθης.
-Εσύ έχεις κάποια μικρή διαφορά… Μα ακόμα, ακόμα…
-Έχουμε ταμένα, μαζί με τον Κωνσταντή τον Άγγουρο, να ξανακτίσουμε και την εκκλησίτσα τ’ Αϊ-Παντελέημονα…
Την είχε ονειρέψει του Κωνσταντή η γυναίκα.
-Άμποτε, ο Θεός να σας αξιώσει, είπε ο ιερέας.
-Μακάρι, άξιος ο μισθός σας, είπε και η θεια τ’ Αρετώ.
***
Ο Αγκούτσας δεν ήταν ιδιοκτήτης ποιμνίων, ούτε γεωργός, ούτε καν βοσκός, ούτε σπίτι είχε, ούτε φαμίλια, τίποτε. Ήταν περιπλανώμενος, άστεγος. Πότε δούλευε με μεροκάματο σιμά στους κολλίγες, τους καλλιεργητές, πότε έμπαινε παραγιός στους βοσκούς για να φυλάει τις γίδες. Τον περισσότερο καιρό γύριζε από μάνδρα σε μάνδρα, από καλύβι σε καλύβι, από κατάμερο σε κατάμερο, χωρίς εργασία και του έδιδαν οι ποιμένες ξινόγαλα κι έτρωγε. Κάποτε του έλεγαν:
-Δεν πας, καημένε Αγκούτσα, να βγάλεις τίποτε πεταλίδες, κάτω στο γιαλό ή τίποτε καβουράκια, στο ρέμα μέσα;
Τούτο, ήταν ασφαλές σημάδι ότι τον έδιωχναν.
Ο Αγκούτσας το καταλάβαινε κι έφευγε.
-Καλά που μου το θύμισες, έλεγε.
-Κι ήτανε μεγάλο πράγμα να το θυμηθείς;
-Όχι, μα κάνει ζέστη, τόση ζέστη.
Και θα ήταν μόνο Μάρτιος, αλλά ο Αγκούτσας δεν μπορούσε να υποφέρει τη ζέστη. Έλεγε ότι, του κάκου, αδύνατον ήταν να κάμει κανείς δουλειά το καλοκαίρι. Και όλος ο καιρός, εκτός λίγων εβδομάδων, μοιρασμένων σποραδικά σε τρεις ή τέσσερις μήνες, ήταν καλοκαίρι.
Έφευγε λοιπόν από κάθε στάνη, απ΄ όπου τον έστελναν να βγάλει πεταλίδες. Και δεν πήγαινε μεν να βγάλει πεταλίδες αλλά πήγαινε σε άλλη στάνη, σε άλλο κατάμερο.
Την ημέρα εκείνη, συνέβη, ο Αγκούτσας να θυμηθεί το Στάθη το Μπόζα. Και αφού τον θυμήθηκε, ήλθε να τον επισκεφθεί.
Βρήκε δε την ομάδα των επτά ή οκτώ ανθρώπων, έξω από τη θύρα του ναΐσκου της Παναγίας, ακριβώς κατά τη στιγμή που η θεια τ’ Αρετώ ευχόταν στο Στάθη να είναι άξιος ο μισθός του.
-Τι τρέχει; ρώτησε ο Αγκούτσας.
Ο Περηφανάκιας, του οποίου η γλώσσα ήταν καταληπτή στον Αγκούτσα, του διηγήθηκε εν ολίγοις τα τρέχοντα.
Ο Αγκούτσας, με το ηλιοκαές και ρικνό πρόσωπο, με τα πυκνά ακτένιστα μαλλιά, έμεινε συνοφρυωμένος για λίγα
δευτερόλεπτα και έπειτα είπε:
-Τι μ’ δίνεις, Στάθη, να κατιβώ εγώ να σ’ τς ανεβάσω;
-Θα κατεβώ εγώ, απάντησε ο Στάθης.
-Του λόου σ’, Στάθη, έεις γ’ναίκα και πιδιά…
Άφσε να κατιβώ εγώ απ’ δεν έχου στουν ήλιο μοίρα.
Ο Στάθης σιωπούσε.
-Να μ’ δώσεις εμένα τη μια γίδα, την Ψαρή κι να μι καλ’μάρετε κάτ’, να κατιβώ να τς ανεβάσου.
-Την Ψαρή εγώ την έταξα στην Παναγία, απάντησε ο Στάθης.
Ο Αγκούτσας έδειξε ότι δεν καταλάβαινε.
-Την έταξα ασημένια, πρόσθεσε ο Στάθης.
Η Ψαρή εμένα μ’ χρειάζεται.
Ο Αγκούτσας έμεινε για λίγες στιγμές συνοφρυωμένος.
-Ας είναι, μ’ δίνεις τη Στέρφα… Καλή είναι και η Στέρφα…
Α δε βρω να την πουλήσω να κάμω χαρτσ’λίκι, την ξεφαντώνουμε κανένα μεσ’μέρι με την παρέα εδώ.
-Θα κατεβώ εγώ, απάντησε ισχυρογνώμων ο Στάθης…
Ελάτε, παιδιά, να μη χασομερούμε.
***
Έφεραν μακριό σχοινί δέκα οργιών. Έδεσαν τη μία άκρη σε μεγάλο κορμό πελώριου σκίνου, που ήταν δίπλα στο παρεκκλήσιο.
Ο Στάθης πήρε την άλλη άκρη, έκαμε θηλιά και δέθηκε μοναχός του από τις μασχάλες.
Τρεις άνδρες, ο Περηφανάκιας, ο άλλος βοσκός, που ήταν ο Ντάνας, ο συμπέθερος της θεια-Αρετώς και ο Αγκούτσας, που δεν μνησικακούσε για την απόρριψη της προσφοράς του, κρατούντες σφιχτά το σχοινί, καλουμάρισαν σιγά σιγά το Στάθη στο ιλιγγιώδες κενό, στον τρομακτικό κρημνό, στην αιώρα της αβύσσου.
Ο Στάθης, είχε ωχριάσει κατ’ αρχάς. Έκαμε τρεις σταυρούς και ήλθε στην όψη του. Κατέβαινε κάτω, ταλαντευόμενος, προσπαθώντας να αγγίζει με τα χέρια και τα πόδια το βράχο.
Μία φορά κτύπησε το δεξιό πλευρό, όχι πολύ δυνατά, στο βράχο.
 -Αγάλι’ αγάλια! μαλακά, παιδιά, φώναζε ο Αγκούτσας.
Λάσκα, λάσκα, καλούμα!
-Πού έμαθες πως μιλούν οι καραβάδες, διαόλ’ Αγκούτσα;
είπε ο Περηφανάκιας.
-Σώπα, μη βλαστημάς, λάσκα, λάσκα.
Ο Στάθης κατέβαινε στο κενό, σφίγγοντας τα δόντια, ανοιγοκλείνοντας τα μάτια, κρατούμενος σφιχτά από το σχοινί.
Δε φαινόταν να δείλιασε.
-Κοίταξέ τονε πως κατεβαίνει, είπε ο Ντάνας, σα νύφη καμαρωμένη!
Τέλος ο Στάθης, πάτησε στην εσοχή του βράχου.
Κάθισε καλά, συμμαζεύθηκε, με τα δύο σκέλη καβαλικευτά πάνω στην Ψαρή, που βέλαξε άμα τον είδε. Έλυσε τη θηλιά από τις μασχάλες του, έδεσε καλά την Ψαρή περί το στέρνο και από τα μπροστινά πόδια.
Έκαμε σήμα και οι τρεις άνδρες πάνω από το βράχο άρχισαν να ανασύρουν σιγά σιγά την Ψαρή.
Μετά δέκα λεπτά της ώρας, κατέβηκε πάλι άδειο το σχοινί.
Ο Στάθης έδεσε τη Στέρφα και οι τρεις άνδρες ανέσυραν τη Στέρφα.
Η Στέρφα, τότε μόνο δοκίμασε να βελάσει, όταν άρχισε να ταλαντεύεται στο κενό με το σχοινί.
Ο Στάθης έμεινε μοναχός του επί δέκα λεπτά της ώρας, χωρίς την Ψαρή και χωρίς τη Στέρφα.
Κατά τα δέκα τούτα λεπτά, υπέφερε φοβερά. Ο ίλιγγος άρχισε να τον καταλαμβάνει. Έκλεινε τα μάτια για να μη ζαλίζεται. Έσφιγγε τα δόντια. Έλεγε το Πάτερ ημών, το Θεοτόκε Παρθένε και δύο ακόμη προσευχές, όσες ήξερε.
Ο άνεμος, ο σφοδρός άνεμος του μεγάλου κενού και του πελάγους, φυσούσε με βοή στα αυτιά του. Ανέπνεε δυνατά, άσθμαινε και η καρδιά του έπαλλε, έπαλλε σφοδρά.
Τέλος φάνηκε το σχοινί.
Ο Στάθης το έδραξε πεταχτά, δέθηκε σπασμωδικά και αφέθηκε.
Ξέχασε να σείσει το σχοινί, για να δώσει σήμα στους άνδρες.
Αλλά εκείνοι αισθάνθηκαν το βάρος και άρχισαν να τραβούν.
Ο Στάθης ανέπεμψε ένθερμη, έσχατη προσευχή αγωνίας, κρατήθηκε με τρεμάμενα χέρια από το σχοινί και αφέθηκε στο κενό.
Ταλαντευόταν σφοδρά. Ο άνεμος είχε δυναμώσει. Κτύπησε δύο ή τρεις φορές, το κεφάλι, τους ώμους και τα πόδια στο βράχο.
Όταν έφτασε στο ύψος του βράχου, είχε ξεπιάσει ήδη τα χέρια από το σχοινί. Ήταν λιπόθυμος, αδρανές σώμα, ωχρός και μόλις ανέπνεε.
Οι άνδρες τον έλυσαν, τον πλάγιασαν κάτω από το σκίνο, του έδωκαν να πιει ρούμι, τον έβρεξαν με νερό.
Ευτυχώς, δεν άργησε να συνέλθει.
Η Ψαρή ήταν εκεί και τον ζέσταινε με την πνοή της.
Η Στέρφα στεκόταν λίγο παραπέρα και κοίταζε ηλιθίως.
Η θεια-Αρετώ θαύμαζε και έλεγε ακόμη:
-Τι αποκοτιά! τι αποκοτιά!
Ο ιερέας, βοηθούμενος από τον μπάρμπ’- Αναγνώστη τον Παρθένη, είχε ψάλει την Μικράν Παράκλησιν εμπρός στην εικόνα της Παναγίας της Γλυκοφιλούσας.
Ο Περηφανάκιας έλεγε:
-Να σας ορίσου, βρε παιδιά, πουτέ μ’ δεν είδια τέτοιου πράμα,
απ’ λέει ου λόους. Κακή δ’λειά, να σας πω, βρε παιδιά!
Ο Αγκούτσας κοίταζε με πόθο τη Στέρφα.
-Άξιζεν, άξιζεν, είπε μέσα του, θα τ’νέ ξεφαντώναμε μια χαρά!
Ο Ντανάς είπε:
-Κι είδιατε πως κατέβαινε, σαν καμαρωμένη νύφη.
Κι τώρα ζαλίστηκε το παιδί, δεν πειράζει, περαστικά να ’ναι.
***
Όταν συνήλθε ο Στάθης, έκαμε το σταυρό του, στράφηκε προς τους άνδρες και είπε:
-Τώρα, την Ψαρή την έταξα ασημένια στην Παναγία και θα την δώσω…
Μα, ως τόσο, ένα κατσικάκι που μου βρίσκεται ακόμα απ’ τα πρώτα γεννητούρια, αξίζετε, θα σας το θυσιάσω.
Ελάτε παιδιά, πάμε στο μαντρί να σας φιλέψω.
 
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.

TO ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΩΝ ΔΙΡΦΕΩΝ 2