Τετάρτη 13 Οκτωβρίου 2021

Ο Πανδρολόγος


Το διήγημα δημοσιεύτηκε το 1902
➖➖➖
Τη μετατροπή του κειμένου στην
καθομιλουμένη δημοτική
έκανε ο
Ιωάννης Δ. Γιαννούκος
⭐⭐⭐

Μπροστά στην Κολώνα της Πιάτσας, όπου έδεναν το χειμώνα τα παλάγκα των πλοίων, όσα παραχείμαζαν στο λιμάνι, μέσα στο μπακάλικο του Ζαγοριανού, ένα πρωί, ο καπετάν Σάββας, κυβερνήτης βομβάρδας, αραγμένης στο λιμάνι, καθώς καθόταν σταυροπόδι επάνω στην γυμνή, λιπώδη μπάγκα, φώναξε τον καπετάν Στέλιο, γνωστό θαλασσινό και φημισμένο λοστρόμο των καραβιών, παρήγγειλε δύο μαστίχες κι επάνω στο εβίβα και στο τσούγκρισμα των ποτηριών, «μεταξύ χειλέων και κύλικος», του είπε:
− Ήθελα να σου πω ένα λόγο, καπετάν Στέλιο, θα σου ανοίξω την καρδιά μου...
− Λέγε, καπετάν Σάββα, είπε ο Στέλιος, γεμάτος περιέργεια.
− Αν ήθελες να μου κάμεις μια χάρη... να πας στην παλιά σου τη γειτόνισσα...
Τον κοίταξε και σταμάτησε.
− Ποια; ρώτησε ο Στέλιος.
− Είπα να στείλω παντρολόγησα, επανέλαβε, χωρίς να απαντά κατ΄ ευθείαν ο Σάββας, μα δεν έχω μεγάλη εμπιστοσύνη στα λαδικά, καλύτερα να ανοίξω την καρδιά μου σ΄ εσένα...
− Ποια γειτόνισσα; ρώτησε και πάλι ο Στέλιος.
Ο Σάββας χαμήλωσε τη φωνή:
− Κείνη τη μορφοχήρα, την Κρατήρα της Ανδρεώλας... είπε 
ο Σάββας με ερωτικό πλατάγισμα, του οποίου τον αντίκτυπο αισθάνθηκε ο Στέλιος.
− Α! έκαμε αυτός.
− Να πας και να της πεις, επανέλαβε ο Σάββας... άκουσε τι να της πεις, να της πεις, ο καπετάν Σάββας μ΄ έστειλε πες της, σε θέλει, πες, να σε κάνει νοικοκυρά του, ο καπετάν Σάββας, έχει μεγάλη ευχαρίστηση, πες της, αν θέλεις κι ελόγου σου, να σε μπάσει μέσ΄ στο σπίτι του, στο νοικοκυριό του, μέσα στα καλά του, θα γίνει, πες της, μεγάλη νοικοκυρά, με τα φασόλια τση, με τα ρεβίθια τση, με τον καφέ τση, με την ζάχαρή τση... με τα λάδια τση, με τα μέλια τση, με όλα τα καλά τση...
Κι εμείς τώρα, πες τση, σ’ αυτήν την ηλικία, για σαρκικά πράγματα δε θέλουμε, μόνο για μια σκέπη, για μια παρηγοριά...
Αυτή θα έχει έγνοια τα δυο τα παιδάκια μου, που μ΄ άφησε 
η μακαρίτισσα κι εγώ θα πηγαίνω να ταξιδεύω, χειμώνα – καλοκαίρι, να θαλασσοπνίγομαι, για να τση κουβαλώ σοδιαστικά, με την κουμπάνια, όλα τα καλά τση...
Και σα θέλει να ξαναμπεί στον κόσμο, να γίνει νοικοκυρά, αφού στάθηκε κι αυτή φρόνιμη, καθώς μικροπαντρεύτηκε, απ΄ τον καιρό που έχασε τον πρώτον της τον άνδρα, μικρή-μικρή και παιδιά δεν έχει, ας κάμει τα παιδιά μου παιδιά τση κι εγώ να την κάμω μεγαλονοικοκυρά, να της κουβαλώ με το τσουβάλι, να’ χει όλα τα καλά τση... Και σ’ αυτή την ηλικία εμάς άλλο τίποτε δε μας χρειάζεται, μόνο για μια σκέπη, για ένα αποκούμπι...
Ο καπετάν Στέλιος ακούοντας με προσοχή, χαμογέλασε ακούσια, φάνηκε σκεπτικός, έπειτα είπε:
− Καλά, ας είναι, καπετάν Σάββα κι εγώ πολύ θάρρος δεν έχω, μα επειδή είναι η παλιά γειτονιά μου προς τα εκεί κι επειδή πηγαίνω στην αποθήκη μου... και κάποτε την καλημερίζω...  αν έλθει βολικά, θα της το πω...
Ήπιαν και δεύτερη μαστίχα. Ο Σάββας επανέλαβε δύο και τρεις φορές τα ίδια, προσθέτοντας και άλλα και πάλι καταλήγοντας στη φράση, «για μια σκέπη, για μια παρηγοριά και περιποίηση του γήρατος».
Τέλος ο Στέλιος επανέλαβε·
− Καλά, θα της κάμω λόγο, αν μπορέσω. Και σηκώθηκε για να φύγει.
Πριν περάσει το κατώφλι του μαγαζιού, ο καπετάν Σάββας τον ξαναφώναξε και του είπε.
− Άκουσε, καπετάν Στέλιο, πες της κι αυτό... Να μη θαρρεί πως είμαι και πολύ γέρος, τάχατε... βαστώ ακόμα...
Ο Στέλιος κάγχασε. Και πάλι ο Σάββας επανέλαβε.
− Ναι, πες της κι αυτό... Μη θαρρεί πως είμαι τάχα κι όλως διόλου παλιόγερος, σάψαλο... ακόμα βαστώ.
− Καλά, καπετάν Σάββα. Και ο Στέλιος έφυγε.
***
Δεν ήταν σημερινός γείτονας ο καπετάν Στέλιος προς το μέρος όπου κατοικούσε η Κρατήρα, νεαρή χήρα, αλλά ήταν παλιός γείτονας.
Είχε σπίτι κοντά εκεί, όπου κατοικούσε άλλοτε.
Τώρα, το σπίτι εκείνο, το είχε σαν αποθήκη διαφόρων ναυτικών σκευών, εξαρτιών, σχοινιών, πανιών και συχνά το επισκεπτόταν. Ήταν παλιός φίλος του μακαρίτη, του συζύγου της νυν χήρας και είχε άδολο θάρρος προς αυτήν, μέχρι χαιρετισμού και συνηθισμένης συζήτησης.
Η Κρατήρα της Ανδρεώλας, είχε χηρεύσει προ εξαετίας.
Συνέπεσε όμως να χηρεύσει εσχάτως, προ δεκαεπτά μηνών και ο Στέλιος ο ίδιος. Από τότε το θάρρος προς τη χήρα ελαττώθηκε πολύ.
Κίνησε εντούτοις ο Στέλιος, καθώς του είπε όλα αυτά ο φίλος του, να πάει, όπως συνήθιζε, να ανοίξει την αποθήκη του, όπου ασχολείτο σε διάφορες εργασίες επισκευής επί των ναυτικών εργαλείων, απ’ τα οποία άλλα ήταν για πούλημα, προερχόμενα από ναυάγιο, άλλα δε ανήκαν στο βρίκιο, με 
το οποίο έμελλε να ταξιδεύσει, με τον ερχομό της άνοιξης, 
ο Στέλιος.
Στο δρόμο, καθώς πήγαινε, έλεγε μέσα του.
− Τώρα, με τι μούτρα θα πάω εγώ στην Κρατήρα, να της κάμω τέτοια κουβέντα;... να τη ρωτήσω, αν ίσως θέλει το Σάββα για άνδρα της...
Εγώ δεν έχω θάρρος να την ερωτήσω... αν με θέλει εμένα τον ίδιον... Απορώ, πως δεν το συλλογίστηκε ο γέρο-Σάββας, μήπως τυχόν είναι φόβος για να αληθέψει σ’ αυτό επάνω η παροιμία του λαού. «Ανύπανδρος προξενητής για λόγου του γυρεύει»!
Έπειτα, όσο το σκεφτόταν, πειρασμός μεγαλύτερος ιδιοτέλειας τον κατάλαβε και είπε μέσα του.
«Τάχα ο Θεός ή ο Διάβολος τον φώτισε να μου το πει;...
Δεν μπορούσα ποτέ να πω της Κρατήρας κατ΄ ευθείαν αν με θέλει εμένα... Μα μπορώ όμως να της πω για ένα άλλο πρόσωπο, αν θέλει τον τάδε, για να μετρήσουμε τα νερά... και για να πιάσουμε κουβέντα...»
Σύγκρινε τα δικά του προσόντα και τις κατά προσέγγιση πιθανότητες του εαυτού του και του Σάββα.
«Χήρος εκείνος, χήρος εγώ... Εκείνος θα είναι ως πενήντα χρονών, εγώ είμαι σαράντα πέντε... Εκείνος έχει δυο παιδιά, εγώ ένα... Εκείνος έχει καΐκι δικό του, εγώ δεν έχω... μα είμαι λοστρόμος  και πιλότος με τ΄ όνομα... με δίπλωμα πλοιαρχίας, ενώ εκείνος έχει δίπλωμα κυβερνήτη... Και σιμά σε όλα τ΄ άλλα, είμαι πλιο καλοφτιασμένος από κείνον... Είμαι και παλιός φίλος του πεθαμένου, του άνδρα της και πιστεύω να με προτιμά από κάθε άλλον...»
Και πάλι πρόσθεσε μέσα του.
«Όχι μόνον είμαι πλιο καλοφτιασμένος, αλλά δεν έχω ανάγκη να κρύβομαι, είμαι και φαίνομαι... Εκείνος, αφού είπε και ξαναείπε, σαν υποκριτής που είναι, τη σκέπη και το αποκούμπι, ύστερα, στο τέλος, έβγαλε στο μεϊντάνι
το κοκόρευμά του και είπε. «Μη θαρρεί πως είμαι γέρος, βαστώ ακόμα!» Με το να το πει αυτό, απέδειξε μόνος του, ότι φοβάται μήπως δεν είναι όπως το λέγει και μήπως δεν φαίνεται τέτοιος...  Εγώ δεν έχω ανάγκη να κοκορευτώ!
Ενώ έλεγε αυτά μέσα του, έφθασε μπροστά στην πόρτα του ισογείου του σπιτιού του, όπου ήταν η αποθήκη και αντίκρυ στην πόρτα του κατωγιού της Κρατήρας, απ΄ όπου ακουόταν εύθυμος και ζωηρός ο διπλός κρότος της σαΐτας και του κτενιού της χήρας, που καθήμενη όλη την ημέρα, σαν άλλη Πηνελόπη, ύφαινε...
***
Ήταν όχι μόνο αντίκρυ στην πόρτα της, αλλά ακριβώς απέναντι στον  αργαλειό της Κρατήρας, ο οποίος φαινόταν στο βάθος.
Η πόρτα, προς ανατολάς, πέρα και πέρα ανοικτή και ο χειμωνιάτικος ήλιος έμπαινε ελεύθερα και κατέλαμπε όλο το πλακόστρωτο ισόγειο της χήρας.
Η Κρατήρα είδε τον καπετάν Στέλιο και προς στιγμή ανασήκωσε το κεφάλι. Ο Στέλιος είδε ότι αυτή τον κοίταξε για λίγο και της φώναξε μία καλημέρα εγκάρδια...
Η καλημέρα ήταν σαν πρόδρομος, σαν προάγγελος προσέγγισης.
Το βλέμμα της χήρας τον έλκυσε και με λίγα βήματα έφθασε ως την πόρτα και πάτησε το κατώφλι της.
− Λοιπόν, τι κάνεις γειτόνισσα; ρώτησε.
− Να, τι να κάμω, καπετάν Στέλιο... εδώ βρίσκομαι, σε δουλειά... όλο και παιδεύομαι με τον αργαλειό.
− Κι εγώ άλλο τόσο παιδεύομαι μ΄ αυτά τα μόμπιλα του καραβιού, απάντησε ο Στέλιος, πασχίζω να κάμω τα παλιά καινούργια... είναι αυτό ένα μέσο βοηθητικό για να γίνονται καινούργιοι οι παλιοί γειτόνοι...
Η χήρα χαμογέλασε ελεύθερα.
− Κι όλα τα παλιά καινούργια γίνονται, (πήρε δρόμο η γλώσσα του Στέλιου) και δεν είναι τίποτε παλιό που να μη μπορεί να γίνει καινούργιο...
Θεός ξέρει, αν κι οι παλιές αγάπες...

Δάγκασε τη γλώσσα του και σώπασε. Αλλά συγχρόνως σαν να βρέθηκε σε αμηχανία, αν έπρεπε να πάει μπρος ή πίσω ή σαν να αισθάνθηκε την ανάγκη να δικαιολογήσει το θάρρος του, έκαμε δύο βήματα μέσα απ΄ το κατώφλι και πλησίασε στον αργαλειό.
− Κάθισε λιγάκι, καπετάν Στέλιο, είπε η χήρα.
Ο Στέλιος κάθισε επάνω στον παλαιό πάγκο του ισογείου.
***
Ήταν κάποτε μαγαζί και είχε δει ημέρες δόξας το κατώγειο εκείνο της χήρας. Έφερε συγχρόνως τρεις τίτλους, ήταν καφενείο, κουρείο και βιολιτζίδικο.
Τον παλιό καιρό, η Ανδρεώλα, η μητέρα της Κρατήρας, με το σύζυγό της το γέρο-Νικόλα, αόμματο στα γεράματά του, κρατούσε το μαγαζί εκείνο, ύστερα μεγάλωσαν τα παιδιά της, 
ο Φιλάρετος, ο Μήτρος και η Κρατήρα.
Ο Νικόλας ήταν και κουρέας και χειρουργός και φλεβοτόμος επιδέξιος.
Η Ανδρεώλα πάλι γνώριζε όλα τα βότανα και τις κηραλοιφές.
Ύστερα οι δύο γέροντες παρήκμασαν.
Ο Φιλάρετος, ο πρώτος γιος τους, βγήκε βιολιτζής περίφημος.
Ο δευτερότοκος ο Μήτρος, έπαιζε πότε μπουζούκι, πότε λαγούτο, αλλά κυρίως ήταν κουρέας. Έπειτα ο Φιλάρετος παντρεύτηκε, απέκτησε τέκνα, έπαθε στην υγεία και πέθανε νέος ακόμη.
Ο Μήτρος ξενιτεύτηκε, πήγε στους ωκεανούς και δεν ξαναγύρισε πλέον.
Μόνο η Κρατήρα και τα ανήλικα παιδιά του Φιλάρετου επιζούσαν από όλη την οικογένεια.
Αυτή είχε παντρευτεί νεότατη. Δεν είχε αποκτήσει τέκνο.
Μετά τρία χρόνια χήρεψε. Τώρα ήταν ως τριάντα χρόνων και χήρευε από επταετίας.
Σφόδρα περιπαθής – μερακλής - μουσικός ήταν κάποτε ο αδελφός της ο Φιλάρετος. Περιπαθής στο τραγούδι υπήρξε και ο Γιάννης ο Βάρναλης, ο σύζυγος της Κρατήρας. Είχε πεθάνει φθισικός, νέος και παντρεμένος προ δύο χρόνων από έρωτα με την Κρατήρα. Ο θάνατός του, η κηδεία του, υπήρξε τραγωδία σε όλο το χωριό. Μετά χρόνια ακόμη η γειτονιά, η αγορά και όλη η πολίχνη, θυμόταν τα περιπαθή μοιρολόγια της Κρατήρας.
Στηθικός πέθανε λίγο ύστερα και ο αδελφός της, ο Φιλάρετος.
Συνέπεσε αυτός να πεθάνει στην Αθήνα, όπου ήλθε για να βρει γιατρειά. Βρίσκεται θαμμένος, άγνωστος καθώς όλοι, αγνωστότερος απ΄ όλους, σε μία γωνία του Α΄ νεκροταφείου.
Έλεγαν ότι τον είχε βλάψει το βιολί στο στήθος κι εντεύθεν έγινε φθισικός.
Άμα τον καλούσαν σε γάμο ή χαρά ή άλλο γλέντι για να παίξει, ο Φιλάρετος σπανίως τύχαινε να έχει εύθυμη διάθεση. Είτε τον πλήρωναν καλά ή κακά, είτε του κολλούσαν σβάντσικα στο μέτωπο, είτε του κολλούσαν τούρκικα εικοσιπενταράκια, αδιάφορο του ήταν. Δεν τον έμελλε πολύ αν θα ευχαριστούσε τους άλλους. Έπρεπε να έχει αυτός κέφι. Και το κέφι είναι αυθαίρετο πράγμα, δεν το κρατούσε αυτός, εκείνο κρατούσε αυτόν...
Είτε τον καλοπλήρωναν είτε όχι, γύριζε κουρασμένος, αλλά νευροπαθής, χωρίς να αισθάνεται την κούραση, γύριζε μεσάνυκτα από τα γλέντια, χαράματα από το γάμο, πρωί από τα «πιστρόφια».
Γυρνούσε στο σπίτι, άνοιγε το μαγαζί του, φώναζε τη γριά μητέρα του, η οποία κοιμόταν με το ένα αυτί και είχε το άλλο άγρυπνο και τον περίμενε, τη φώναζε ή μάλλον αυτή κατέβαινε πριν τη φωνάξει, για να ανάψει φωτιά και να του ψήσει καφέ.
Και αμέσως, αντί να τυλίξει το βιολί του με το περικάλυμμα και να το κρεμάσει στον τοίχο, το έπαιρνε στο στήθος του, το αγκάλιαζε, τραβούσε δυο τρεις δοξαριές και άρχιζε εκεί μόνος του, για να ευχαριστήσει τον ίδιον τον εαυτόν του, ένα ήχο περιπαθή, ένα μέλος, ένα άσμα, το οποίο μάταια θα εξαντλούσαν τα σβάντσικά τους κάθε γαμπρός και κάθε σύντεκνος και όλοι οι καλεσμένοι, για να καταφέρουν το Φιλάρετο, να το επιτύχει να τους το πει...
Δεν επρόκειτο εδώ περί χορδίσματος βιολιού ή παντός οργάνου απλώς, επρόκειτο περί χορδίσματος ανθρώπου, το οποίον είναι τελείως διαφορετικό πράγμα.
Το τόνιζε και το έλεγε και το κελαηδούσε πράγματι με απαράμιλλο τρόπο, με κίνδυνο να κάμει τους γείτονες όλους να χάσουν τον πρωινό ύπνο τους.
− Τώρα, παιδάκι μου, κατακόβεσαι, κουρασμένος όπως είσαι, χαλνιέσαι μοναχός σου... Θα ξυπνήσεις όλους τους γειτόνους παράωρα!
− Ας κοιμηθούν, έλεγε μόνο ο Φιλάρετος.
− Πώς να κοιμηθούν, που δεν τους αφήνεις;...
− Ας πάρουν υπνωτικό!
***
Τέτοιος υπήρξε ο Φιλάρετος, ο περιπαθής βιολιτζής, που του έμελλε η μοίρα του να κείται άγνωστος σε μία αφανή γωνία του λαμπρότερου πολυανδρίου της νεότερης Ελλάδας.
Αλλά και ο Μήτρος, ο αδελφός του ο νεότερος, με το μουσικό όργανό του, συχνά τον συνόδευε και με μία ψαλίδα έκοβε συνήθως τα μαλλιά και με ένα ξυράφι ρήμαζε τα γένια όλων των αρρένων του χωριού. Με μία ψαλίδα, μία βούρτσα, μία κτένα, ένα προσόψιο σκούρο και με ένα μικρό καθρέπτη του χεριού, με μικρή λαβή.
Ω! ένα καθρέπτη τερατώδη, που είχε δύο πρόσωπα, το ένα ανθρώπινο, το άλλο θηριώδες!
Ω! εάν κανένα παιδί οκτώ ετών οδηγείτο εκεί από τον πατέρα του, για να του κόψει ο Μήτρος τα μαλλιά (καθώς συνέβη σε εμένα, τον γράφοντα!), πόσο τρόμαζε όταν, με τρόπο του έδειχνε ο Μήτρος, για να το τρομάξει, την ανάποδη όψη, όπου θα έβλεπε ένα φρικτό σκιάχτρο!
Ήταν ο καθρέπτης του μέλλοντος εκείνος. Εκεί έβλεπαν όλα τα ανήλικα όντα τη μέλλουσα ασχήμια τους, τι μούτρο θα έκαμναν αν έσωναν να γίνουν άνδρες...
Εκεί θα ευχόταν κανείς, αν δεν ήταν σε αγνωσία και πλάνη οικτρά περί των πραγμάτων του κόσμου και περί της μέλλουσας τύχης του, να ήταν αρκετά θεοφιλής για να πεθάνει νέος... για να μη σώσει ποτέ να αναπτύξει τόση ασχήμια, σωματική και ηθική, όση σήμερα!...
***
Αυτό εκείνο, το πλακόστρωτο ισόγειο, ήταν το σημερινό κατώγι της Κρατήρας, όπου η χήρα είχε στημένο τον αργαλειό της και ύφαινε.
Εκεί είχε μπει ο καπετάν Στέλιος.
Είδε ότι η πρώτη ακριτομυθία του δεν ψύχρανε πολύ τη νεαρή χήρα, τουναντίον μάλιστα, αυτή φάνηκε ευδιάθετη να τον προσκαλέσει, ως παλαιό γείτονα και φίλο του μακαρίτη άνδρα της, να καθίσει λίγο κοντά στον αργαλειό της.
Η λέξη «ομορφοχήρα» την οποία είχε προφέρει μετά πλαταγισμού γλώσσας και χειλέων ο καπετάν Σάββας, υπήρξε ως μεταδοτική ασθένεια για το Στέλιο. Αυτός πολλές φορές έβλεπε τη γυναίκα, αλλά ποτέ δεν είχε βρει την ευκαιρία να την καλοκοιτάξει, κατά τα τελευταία χρόνια.
Το πρόσωπό της ήταν «ψιλολογιά», κατά το χαρακτηρισμό τον οποίο δίδουν στα λεπτοφυή χαρακτηριστικά οι γριές, ωχρή μάλλον, λεπτή επιδερμίδα, με ελαφρά απόχρωση ρόδου γύρω από τα μάγουλα, λευκό το μέτωπο και εύγραμμο όλο εκείνο το μέρος του προσώπου το μεταξύ της μύτης «φίλτρον», γύρω από το στόμα και το πηγούνι, όπου λέγουν ότι φωλεύουν οι έρωτες και το οποίο οι γυναίκες ονομάζουν, με ενδεικτική χειρονομία, όταν συμβεί να περιγράψουν με ευμένεια τα χαρακτηριστικά κάποιας γυναίκας, «αυτοδά της», λόγω έλλειψης ορισμένης λέξης.
Εν γένει η χήρα, άνω των τριάντα ετών ήδη, ήταν ωραία και χαριτωμένη πράγματι.
− Κοντεύει κι ο Μάρτης να’ ρθεί, άρχισε την ομιλία η Κρατήρα.
Θα πας και φέτος με το καράβι, καπετάν Στέλιο;
− Και τι να κάμω; βέβαια, όσο μπορούμε ακόμα, θα οργώνομε την άχαρη τη θάλασσα.
− Αχ! τι να έγινε κι εμένα, ο αδερφός μου, ο Δημητράκης, που πήρε μαύρα πέλαγα, δέκα χρόνια έχει ν΄ακουστεί, στην Αουστράλια είπαν πως πήγε!... επανέλαβε η χήρα, πάνε κι οι γονιοί μας, πάει κι ο Φιλάρετος κι όλοι τους... Είχα μόνο τ΄ ανίψια, τα παιδιά του σχωρεμένου, που μ΄ έκαναν γενιά, από καμιά φορά... τώρα, φαίνεται, η μάνα τους δεν τ΄ αφήνει να ΄ρθούν να με ιδούνε...
Είπαν πως θέλει να παντρευτεί... Ως φαίνεται, πήγαν και της έβαλαν λόγια, πως εγώ τάχα είπα αυτό κι αυτό... Τι κακός κόσμος, καπετάν Στέλιο! κι εγώ δεν είπα τίποτα... μόνο, σαν 
τ΄ άκουσα, θυμήθηκα το Φιλάρετο, που κοιμάται στα ξένα κι εδάκρυσα...
Ας παντρευτεί! δεν παντρεύεται;
Εγώ θα την εμποδίσω;... ούτ΄ ερωτησάμενη, 
ούτ΄ αποκρισάμενη...
Καλά θα κάμει να παντρευτεί... Νέα γυναίκα είναι, πολύ μικρότερη στα χρόνια από μένα... Μόνο μου κακοφαίνεται που δεν αφήνει τα δυο παιδιά νά΄ ρχονται ΄σά  ΄δω να τα βλέπω...
Καθώς εσφάλισε τα μάτια ο αδιαφόρετος (εννοώντας τον άνδρα της), καπετάν Στέλιο, έκλεισε το σπίτι μου.
Είπε όλα τούτα με αφέλεια και με εμπιστοσύνη, σαν να μιλούσε προς κάποιον μεγαλύτερο συγγενή της, τον οποίο δεν είχε και αισθανόταν την έλλειψη.
Ο Στέλιος άκουε άπληστα. Έκρινε ότι ήταν καιρός να φέρει το ζήτημα.
− Αλήθεια, είπε, τα ίδια παθαίνουμε όλοι μας... κι οι άνδρες ρημάζουνε σαν χηρέψουνε κι οι γυναίκες αισθάνονται το σπίτι κλεισμένο...
Αυτά λέγαμε και με το φίλο μου τον καπετάν Σάββα τον Απανομίτη, σήμερα το πρωί... Είναι κι εκείνος χήρος σαν εμένα... έχει δυο παιδάκια. Όλον τον καιρό πηγαίνει με τη βομβάρδα, χειμώνα  καλοκαίρι και θαλασσοπνίγεται και ποιος να έχει την έννοια των παιδιών στο έρμο το σπίτι που μένει χωρίς νοικοκυρά, όπως η φωλιά χωρίς χελιδονομάνα το χειμώνα...
Η χήρα ακούγοντας έπνιξε ένα γέλιο και δάγκασε τα χείλη.
Ο Στέλιος διακόπηκε και κοίταξε περίεργος...
− Γι’ αυτό μου έχει στείλει δυο προξενιές ως τώρα, είπε η Κρατήρα.
− Αληθινά;
− Δυο πανδρολόγισσες μου έστειλε, τη γριά Μαχαιρίνα και την Θασίτισσα.
− Αλήθεια;... Κι εμένα μου είπε πως δεν έχει εμπιστοσύνη στα λαδικά!...
− Τι του φταίνε τα λαδικά;... Εγώ αποκρίθηκα πως δεν έχω σκοπό να πανδρευτώ, δεν είμαι για τον καπετάν Σάββα...
− Έτσι;
Και ο Στέλιος γέλασε, αισθανόμενος ανακούφιση στη συνείδηση και την καρδιά. Έπειτα επανέλαβε:
− Είχε ευχαρίστηση, λέει, να σε κάμει μεγαλονοικοκυρά... με τα φασόλια σου, με τα ρεβίθια σου...
− Ω! όλο για φασόλια και για ρεβίθια μου παραγγέλνει... με θέλει ως φαίνεται, για να βαστώ σαρακοστή όλο το χρόνο...
Ο Στέλιος κάγχασε.
− Τα ίδια μου λέγανε τις προάλλες κι η Μαχαιρίνα κι η Θασίτισσα.
− Πες μου Κρατήρα, στο Θεό σου, γιατί δεν τόνε θέλεις; ρώτησε ο Στέλιος.
− Δεν τόνε θέλω, το ένα πρώτο, γιατί... δεν αποφάσισα ακόμα να πανδρευτώ (ο Στέλιος σημείωσε το επίρρημα «ακόμα») και δεύτερο, γιατί κι αν αποφάσιζα, δεν θα ήμουν για τον καπετάν Σάββα...
Καλός κι άξιος είναι ο άνθρωπος, μα... όσο για φασόλια και ρεβίθια, δεν υστερούμαι, δόξα σοι ο Θεός, ας είναι καλά οι πλάτες μου και τα χέρια μου...
Και λέγοντας αυτά, έσυρε πάλι προς το μέρος της το κτένι της, το οποίο είχε παρατήσει για λίγα δευτερόλεπτα και ακούσθηκε ταχεία η σαΐτα, η κερκίς της, να διέρχεται σαν βολίδα το μεταξύ των δύο στημόνων διάκενο και να βγαίνει πεταχτή από το άλλο άκρο και τα δύο «πατήματά» της έτριξαν και κινήθηκαν, το ένα προς τα πάνω, το άλλο προς τα κάτω, κάτω από τα μικρά πόδια της με τις παντόφλες της τις κεντητές.
− Ώστε δεν αποφάσισες ακόμα να ξαναπαντρευτείς, επανέλαβε ο Στέλιος.
− Δεν αποφάσισα.
− Κι αν πρόκειται λόγος για κανένα άλλο πρόσωπο, όχι για τον καπετάν Σάββα;...
− Τότε θα ιδώ, είπε η Κρατήρα.
− Αν τύχει να είναι κανένας γνωστός και φρόνιμος και καλόγνωμος... αν το πρόσωπο αυτό είναι παλιός γνώριμος και μάλιστα...
Η Κρατήρα φαινόταν μόλις να ακούει, κοιτάζοντας αλλού.
− Αν είναι καλός, παλαιός γείτονας και φίλος με τ΄ αδέρφια σου και με τον μακαρίτη τον Φιλάρετο και με τον Δημητράκη, καλή του ώρα, όπου κι αν είναι;....
Η Κρατήρα σιωπούσε.
− Αν ίσως ήταν παλαιός γνωστός και φίλος, πιστός και ειλικρινής, με τον μακαρίτη τον άνδρα σου, Κρατήρα;...
Η χήρα κοκκίνισε, από τις ρίζες των βοστρύχων μέχρι την παρυφή της τραχηλιάς της.
− Μ΄ ένα λόγο, αν σε παρακαλούσα, Κρατήρα, να δεχθείς την πρότασή μου και να δοκιμάσεις πάλι, άλλη μια φορά τα βάσανα του κόσμου, τι θα έλεγες;
Η Κρατήρα σκέφθηκε προς στιγμή, συνήλθε, ήρθε στον εαυτό της, ανέκτησε το φυσικό της χρώμα και είπε.
− Τώρα κοντεύει Μάρτης καπετάν Στέλιο, τώρα, με το καλό κατευόδιο, θα πας στο ταξίδι σου και σαν... και σαν... ακόμα δεν έκλεισε τα δυο χρόνια η μακαρίτισσα, η γυναίκα σου... σαν έρθεις με το καλό, βλέπουμε.
***
Όλο το με λίγες γραμμές πρόγραμμα, το οποίο διέγραψε η χήρα, εκτελέσθηκε. Το Μάρτιο ο Στέλιος μπαρκάρισε με το καράβι και απέπλευσε, ταξίδεψε επί οκτώ μήνες.
Ήλθε το φθινόπωρο και το καράβι έφθασε στην πατρίδα.
Τα Χριστούγεννα τελέσθηκε ο γάμος.

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.

TO ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΩΝ ΔΙΡΦΕΩΝ 2