Κυριακή 10 Οκτωβρίου 2021

Ο Καλόγερος


Το διήγημα δημοσιεύτηκε το 1892
➖➖➖
Τη μετατροπή του κειμένου στην
καθομιλουμένη δημοτική
έκανε ο
Ιωάννης Δ. Γιαννούκος
⭐⭐⭐

Οσάκις ανοιγόταν η πόρτα του μικρού σπιτιού, δυτικά, απέναντι από την πύλη του ναού και δύο νεανίδες, ισχνές, χλωμές, η μία λίγο νοστιμούλα, η άλλη σχεδόν άσχημη, έβγαιναν στο άνοιγμα, κοιτάζοντας με περιέργεια το τι συνέβαινε στο δρόμο ή στους διαβάτες, όπως κάμνουν τα φτωχοκόριτσα, όταν δεν έχουν εργασία ή όταν η περιοδική οκνηρία  μέσω της φαντασίας και της κεφαλής κατεβεί στους βραχίονες και τη μέση τους.
Τότε φαινόταν και μία κάπως ηλικιωμένη μορφή γυναίκας πίσω τους, κόκκινη, στρογγυλή, όχι πολύ ρυτιδωμένη ακόμη, η οποία πρέπει να ήταν η μητέρα των δύο νεανίδων και φαινόταν ότι στον καιρό της θα ήταν πολύ νοστιμότερη, από όσο ήταν σήμερα οι δύο κόρες της.
Τότε, απ’ αντίκρυ, μία απ΄ τις γειτόνισσες, η κυρά-Κώσταινα, που αγαπούσε την κακολογία, όσο και κάθε άλλη, έλεγε:
- Να οι παπαδιές!
Και ο διαβάτης, όποιος ήταν από άλλη συνοικία και τυχαία συνέβαινε να περνά από κει, ακούοντας τη λέξη αυτή, γύριζε με απορία προς το μέρος της μεσήλικης γυναίκας, που στεκόταν και αυτή μπροστά στην πόρτα του σπιτιού της, γνέθοντας όρθια με μεγάλη ρόκα, γύρω απ΄ την οποία ήταν τυλιγμένη παχιά τουλούπα μαλλιού, μη μπορώντας να καταλάβει πως συνέβαινε να υπάρχουν τρεις παπαδιές όλες μαζί, σε πόλη μάλιστα όπου απαρατήρητα και παράνομα, τείνει να καταργηθεί για τους ιερείς ο θεσμός του γάμου.
Αλλά η κυρά-Κώσταινα, επιφυλακτική, σιωπηλή, έσφιγγε τα χείλη, στυγνή σαν Σφίγγα η οποία, αφού είπε το αίνιγμά της, άφηνε άσπλαχνα τα θύματά της να βασανίζονται για να βρουν, αν μπορούν, τη λύση.
***
Ένα απόγευμα, ο πάτερ Σαμουήλ, αφού ψάλθηκε ο εσπερινός, ως συνήθως, εξήλθε από τη θύρα του ναού, συνηθίζοντας να αφήνει το ναό ανοικτό και μετά τον εσπερινό επί μία ώρα, με την ελπίδα ότι θα εισέρθει κάποιος διαβάτης να κολλήσει κερί.
Ο πάτερ - Σαμουήλ ήταν νέος ακόμη, λιγότερο από σαράντα ετών και είχε έλθει απ΄ το Άγιο Όρος για να γιατρευτεί από την οφθαλμία, από την οποία έπασχε και προσκολλήθηκε, χάριν πρόσκαιρου βιοπορισμού, σε κάποια ενοριακή εκκλησία των Αθηνών σαν νεωκόρος.
Αλλά αφού γιατρεύτηκε, πέρασαν χρόνια και εξακολούθησε να μένει στη θέση του νεωκόρου, μελετώντας μεν να επανέλθει όσο πιο γρήγορα στη Μονή της μετανοίας του, αλλά ουδέποτε το αποφάσιζε.
Είχε αποκτήσει δε την εμπιστοσύνη των επιτρόπων του ναού, οι οποίοι έλεγαν, ότι ουδέποτε απάντησαν πιστότερο άνθρωπο και καθαρότερα χέρια. Και την υπόληψη δε της ενορίας όλης σχεδόν, την είχε ο πάτερ - Σαμουήλ.
Αλλά μόνο ένας ενορίτης γείτονας, που κατοικούσε όχι μακριά από την εκκλησία, παρά την καμπή του πρώτου δρόμου, τον πείραζε τον καημένο τον καλόγηρο, δεν τον άφηνε «σε χλωρό κλαδί».
Αυτός ήταν ο κυρ- Γιάννης ο Μανάφτης, πενήντα ετών, ευτραφής, πρώην εμπορευόμενος, σχετικά εύπορος, έγγαμος και πατέρας παιδιών.
Ήξερε λίγα γράμματα και ήταν τακτικός αναγνώστης εκκλησιαστικών βιβλίων. 
Είχε ένα ελάττωμα, το ότι «εχάνετο διά ξένας υποθέσεις».
Άμα λοιπόν συναντούσε στο δρόμο ή στα πρόθυρα του ναού τον πάτερ Σαμουήλ, ο οποίος τον χαιρετούσε ταπεινά και χαμογελώντας ελαφρά πάντοτε, καθώς συνήθιζε, (ο καλόγερος ήταν μέτριος το ανάστημα, ξανθός, μελιχρός και ευπροσήγορος), ο κυρ - Γιάννης ο Μανάφτης, αντί άλλου χαιρετισμού, του έλεγε: «Τι προσήλθες, αδελφέ;»
Ή: «Μη εκ τινός ανάγκης ή βίας;» ή άλλο κάτι παραπλήσιο.
Όλα ρητά παρμένα από τις ερωταποκρίσεις που γίνονται κατά την τελετή της κουράς Μοναχού, με τα οποία υπενθύμιζε στον πτωχό νεωκόρο τις πνευματικές του υποσχέσεις και υποχρεώσεις.
Ο πάτερ Σαμουήλ, πότε χαμογελούσε ανεχόμενος, πότε φουρκιζόταν και «δεν εσήκωνε πειρασμόν», πότε έκρυβε τη στενοχώρια του και το θυμό του. Αλλά ο κυρ-Γιάννης δεν φαινόταν να βαριέται να επαναλαμβάνει το πείραμα.
Και το απόγευμα λοιπόν εκείνο, περνώντας ο κυρ-Γιάννης και βλέποντας τον καλόγηρο, έκαμε νεύμα της κεφαλής και τον προσαγόρευσε λέγοντας. 
«Λάβε το ψαλίδιον και επωδός μου αυτό».
Υπονοώντας την τάξη τη γινόμενη στην κουρά Μοναχού που  προμνημονεύσαμε ή «Ακολουθία του Αγγελικού Σχήματος», κατά την οποία, για να δειχθεί το αυτοπροαίρετο και αβίαστο της προσέλευσης στο μοναστικό βίο, ο ιερέας τρεις φορές επιτάσσει στο δόκιμο να του επιδώσει με το ίδιο του το χέρι το ψαλίδιο και αφού δύο φορές το επιστρέψει επί της τραπέζης, μετά την τρίτη επίδοση μόλις εκτελεί την κουρά.
Τη φορά αυτή, ο καλόγερος θύμωσε περισσότερο του συνηθισμένου.
Ίσως συνετέλεσε σε τούτο και το ότι, επειδή ήταν δειλινό Κυριακής του Μαΐου, η μικρή μπροστά από το ναό πλατεία δεν ήταν εντελώς έρημη από ανθρώπους.
Ίσως ο πάτερ- Σαμουήλ φοβήθηκε, μην ακούσουν και άλλοι και καταλάβουν τους υπαινιγμούς του κυρ Γιάννη.
Εδώ κι εκεί ήταν παιδιά που έπαιζαν, έπειτα δύο ή τρεις νέοι στέκονταν λίγο πιο πέρα και συνομιλούσαν.
Η κυρά-Κώσταινα καθόταν και αυτή χωρίς τη ρόκα της, μπροστά στην πόρτα του σπιτιού της, αντίκρυ από το ναό και λίγο  νοτιότερα, φαίνονταν να στέκονται μπροστά από την πόρτα του σπιτιού τους εκείνες, τις οποίες αυτή ονόμαζε παπαδιές.
- Για να σου πω, κυρ Γιάννη, είπε με υποβόσκοντα θυμό ο καλόγηρος, είναι μια παροιμία που λέγει, «εκείνος ΄πό ‘χει τα γένια, έχει και τα χτένια».
-Το ξέρω, πάτερ -Σαμουήλ, απάντησε ο κυρ Γιάννης, μα είναι και μια άλλη που  λέει, «όποιος μ’ θέλει το καλό μ’, με κάνει και κλαίω».
Ο καλόγηρος σκυθρωπός, δεν δευτερολόγησε.
Αλλά ο κυρ- Γιάννης, ο οποίος ήταν κατά βάθος φιλάνθρωπος, για να τον παρηγορήσει μάλλον, πρόσθεσε.
- Δεν θυμάμαι τι λέγει ο θείος Χρυσόστομος, δεν ξέρω και πολλά γράμματα, η οσιότης σου γνωρίζεις καλύτερα, μου
φαίνεται πως λέει, «καλύτερες είναι οι ξυλιές των φίλων παρά τα φιλήματα των εχθρών».
- Δεν ξέρω να το λέει αυτό πουθενά, αποφάνθηκε με πεισμονή ο καλόγηρος.
- Πώς δεν το λέει; επέμενε ήπια ο κυρ-Γιάννης, είπα δα πως δεν ξέρω πολλά γράμματα, αλλά ως τη δευτέρα του Ελληνικού επήγα και στα χρόνια μας δεν το είχαν σε ντροπή τους να παραδίδουν τους λόγους των Αγίων Πατέρων, καθώς τώρα.
Το λόγο εις τον Ευτρόπιον τον παραδόθηκα κι εγώ και να πως λέει, αν θέλεις να σου πω το κείμενο, που μας έβαζαν τότε οι δάσκαλοι να το μαθαίνουμε απ’ όξω, επανέλαβε ο κυρ-Γιάννης:
«Ουκ έλεγόν σοι, ηνίκα συνεχώς επετίμας μοι λέγοντι ταληθή, ότι εγώ σε φιλώ μάλλον των κολακευόντων; εγώ ο ελέγχων πλέον κήδομαι των χαριζομένων; ου προσετίθην τοις ρήμασι τούτοις ότι ανεκτότερα τραύματα φίλων υπέρ εκούσια φιλήματα εχθρών; Ει των εμών ηνέσχου τραυμάτων, ουκ αν σοι τα φιλήματα εκείνων τον θάνατον τούτον έτεκε, τα γαρ τραύματα υγίειαν εργάζεται, τα δ’ εκείνων φιλήματα νόσον ανίατον παρεσκεύασε.»
- Εκείνος ήταν ο μέγας Χρυσόστομος, είπε ο καλόγηρος.
- Το ξέρω και γι’ αυτό τον επικαλούμαι κι εγώ και βγάζω το καπέλο μου και σκύφτω ως τη γη μπροστά του, είπε συνοδεύοντας το λόγο με κινήσεις και χειρονομίες ο κυρ-Γιάννης, μα ως τόσο κι εγώ δεν σου τα είπα για κακό και αφού θυμώνεις, σου υπόσχομαι ότι από δω κι εμπρός δεν θα σου κάμω λόγο πλέον.
Ένα μόνο θέλω να σου πω, ότι εμείς ο απλός λαός, να ξέρεις, δίνομε μεγαλύτερη σημασία στις λέξεις παρά στα πράγματα.
Οι λέξεις τι σε πειράζουν κι εγώ τι σου φταίω, αν κοπανίζω αέρα με τη γλώσσα μου;
Τα πράγματα να κοιτάζεις, η συνείδησή σου τι σου λέει;
Είναι η συνείδησή σου καθαρή; Τότε απ’ τις λέξεις δεν έχεις να φοβηθείς τίποτε.
Τώρα σχώρεσέ με, αδελφέ μου κι άλλη φορά πλέον δεν σου ξαναλέω τίποτε γι’ αυτά τα πράγματα.
«Κάθε αρνάκι απ’ το ποδαράκι», συνεπέρανε με άλλη πάλι παροιμία ο καλόγηρος.
Και ο κυρ-Γιάννης στράφηκε προς το δυτικό μέρος κι επήγε να βρει τους φίλους του, με τους οποίους συζητούσε, έκανε συντροφιά και έπαιρνε το ορεκτικό του κάθε εσπέρα, πριν γυρίσει στο σπίτι για το δείπνο.
***
Μόλις είχε στρέψει αυτός τα νώτα και η γριά Τασού (ήταν η μητέρα των δύο νεανίδων, τις οποίες η κυρά-Κώσταινα αποκαλούσε «παπαδιές», πενήντα πέντε ετών, με κόκκινο πρόσωπο, όχι πολύ ζαρωμένη) πλησίασε στον καλόγηρο, τον καλησπέρισε, μπήκε στο ναό, έκαμε το σταυρό της και αφού στάθηκε δίπλα στο παγκάρι (γιατί έκαμνε ευχαρίστως την εκκλησάρισσα), στράφηκε προς το μοναχό, που στεκόταν στην παραστάδα της θύρας και του λέγει:
- Τι σου είπε Σαμουήλ;
- Ποιος;
- Ο κυρ-Γιάννης ο Μανάφτης.
- Τα μαθημένα, δεν ξέρεις;
- Και τι θα πουν εκείνα δα που σου λέει πολλές φορές;
- Ποια;
- Σάμπως γυρίζει η γλώσσα μου να τα πω; Σου λέει:
«Τι μας ήρθες, αδερφέ;» και «απομένεις πάσα χλίψη και στενοχωρία;» και κάτι άλλα.
- Καθένας ελεύθερος είναι να λέει, δεν βαριέσαι;
- Και τι θα πουν, σε τι απάνου σου τα λέει;
- Μου λέει τάχα… είπε στενοχωρημένος και κοκκινίζοντας ο καλόγερος… ότι πως… ότι δηλαδή να έχω το νου μου και να υπηρετώ την εκκλησιά με ζήλο.
- Και μήπως δεν υπηρετάς καλύτερ’ από καθένανε, του λόγου σου;
- Αλήθεια… μα κόσμος είναι, τι τα θέλεις; Δεν μπορεί κανείς να τους ευχαριστήσει όλους…
Τη στιγμή εκείνη, εισόρμησαν στην εκκλησία δύο παιδιά της γειτονιάς, ο ένας δεκαπέντε ετών , ο άλλος δεκατεσσάρων, βγάζοντας ακόμη καπνό από τα ρουθούνια, ξυπόλυτοι, κακοφορεμένοι, άνιφτοι.
Ο ένας είχε πετάξει μόλις το τσιγάρο έξω από το ναό, ο άλλος το άφησε αναμμένο σε κάποιο μάρμαρο έξω από τη θύρα, επιφυλασσόμενος άμα βγει να το πάρει. Και οι δύο φαιδροί, θορυβοποιοί, πατώντας στις πλάκες με θόρυβο, φώναξαν με τη γνωστή επιχώρια προφορά προς τον Σαμουήλ.
- Καλόγερε! καλόγερε! Για βγάλε μας την κολυμπήθρα…
- Γλήγορα! γλήγορα! είπε και ο άλλος.
- Τι τρέχει, παιδιά;
- Έχουμε βάφτιση. Ετοίμασε τα σύνεργα.
- Ετοίμασε τα θυμιατά κι όλα τα πως τα λένε, πρόσθεσε ο άλλος.
- Αμέσως! αμέσως!
Αυτοί ήταν οι δύο βοηθοί του καλόγηρου, οι οποίοι μετέφεραν την κολυμβήθρα στα σπίτια, για τις βαπτίσεις. 
Οι ίδιοι ξεκούφαιναν και τους ενορίτες με υπέρμετρη και ατελεύτητη κωδωνοκρουσία κατά τις εορτές, ενίοτε και κατά τις καθημερινές.
Αυτοί δε, διανυκτερεύοντας πολλές φορές στο ύπαιθρο πίσω από τους τοίχους του ναού, άναβαν φωτιά κι ενίοτε προσείλκυαν νεότερα και αθωότερα παιδιά στην ποθεινή συναναστροφή τους.
Ο Σαμουήλ, έβγαλε από το ιερό Βήμα τα άμφια, το Ευχολόγιο, το Μυροδοχείο και το θυμιατό, παρέδωσε την κολυμβήθρα στους δύο αγυιόπαιδες και ακολούθησε και αυτός πίσω τους, μεταβαίνοντας στο σπίτι όπου έμελλε να τελεσθεί η βάπτιση.
Άφησε στην κυρά-Τασού την παραγγελία να κλειδώσει το ναό.
Αυτή δε την τελευταία στιγμή, του είπε με ψιθυριστή φωνή.
- Θα σε ιδούμε το βράδυ; Έχουν κάτι να σου πουν τα κορίτσια.
Ο καλόγηρος είπε: «θά ’ρθω» και στραφείς είδε αντίκρυ του
την κυρά-Κώσταινα, που είχε επάνω του στυλωμένο το βλέμμα, βλέμμα γεμάτο υποψία και κακοβουλία.
***
Η συντροφιά του κυρ-Γιάννη του Μανάφτη ήταν, ο μπαρμπα-Γρηγοράκης, ο κυρ-Αθανάσης και ο γέρο-Παντελάκης, όλοι εύθυμοι γέροντες.
Την εσπέρα εκείνη, είχαν συγκεντρωθεί ήδη στο παντοπωλείο του Κοσαρόπουλου, είχαν παραγγείλει λίγα χαψιά κι ένα τσίρο κι έπιναν την ξανθιά ρετσίνα τους.
Απέφευγαν συστηματικά τη μαστίχα και κάθε οινόπνευμα, έπιναν δε συνήθως κάθε βράδυ προ του δείπνου, ανά δύο ή τρία ποτήρια οίνου έκαστος.
Ήταν όλοι καλοί νοικοκυραίοι, προβληματίζονταν με την πολιτική κατάσταση, συζητούσαν δε κάθε μέρα ζητήματα πολιτικά, θρησκευτικά, κοινωνικά και ενίοτε επιστημονικά. 
Το βράδυ εκείνο του Μαΐου, οι μεν άλλοι ανακάτευαν με νερό τον οίνο, ο δε γέρο-Παντελάκης, δεν ήθελε ν’ ακούσει τίποτε περί τούτου. Και τον έπινε ακόμη ανέρωτο.
Όλες τις παροιμίες τις παραδεχόταν ως αληθινές ο γέρο-Παντελάκης, μόνο το ιαμβοτροχαϊκό δίστιχο. «Το μήνα που δεν έχει ρω, βάζει ο μπεκρής νερό», αυτό δεν ήθελε να το ακούσει.
Βεβαίωνε μάλιστα, ότι είχε γνωρίσει παλιά ένα δάσκαλο οινοπότη, ο οποίος, για να διαψεύσει και να αποδείξει παράλογο το δίστιχο τούτο, σοφίστηκε και ανέλαβε ως σπουδαίο έργο να προσθέσει σε όλους τους μήνες το ρω.
Και τον μεν Μάιο τον έκανε Μάριο, τον δε Ιούλιο, μη έχοντας πως να τον προικίσει με ρω, τον μεταμόρφωσε σε Ινούλιο.
Έως εκεί έφθασαν οι επί των ονομάτων των μηνών εγχειρήσεις του τολμηρού δασκάλου.
Όταν ήρθε ο κυρ- Γιάννης, η εσπερινή συζήτηση είχε αρχίσει ήδη.
Το βράδυ εκείνο, όπως πάντοτε σχεδόν κάθε Κυριακή συνέβαινε, διότι έκαστος των συμποτών γερόντων μετέφερε τις από τον πρωινό εκκλησιασμό εντυπώσεις του, ήταν θρησκευτικό το θέμα.
Δεν ανήκαν όλοι στην ίδια ενορία. Το πρωί της Κυριακής λειτουργιόταν έκαστος στη δική του ενορία και το βράδυ, που συγκεντρώνονταν, κακολογούσαν τους ιερείς, τους ψάλτες, τους επιτρόπους και προ πάντων τους αρχιερείς.
- Να έλα δα, κυρ Γιάννη, καλώς μας ήρθες, είπε ο μπαρμπα-Γρηγοράκης. Δεν λες και συ τίποτε, αδελφέ;
- Για τι πράγμα; είπε ο κυρ-Γιάννης.
- Φέρε παιδί ένα εκατοστάρι κι ένα ποτήρι παραπάνω, διέταξε ο κυρ-Αθανάσης.
Ο κυρ-Γιάννης κάθισε τέταρτος στο τραπέζι.
- Καλώς τα κάνετε κύριοι, είπε.
- Φιλονικούμε, είπε ο μπαρμπα-Γρηγοράκης, για τα εκκλησιαστικά μας πράγματα. 
Εσύ είσαι εκκλησιαστικότερος από μας.
Αυτός ο Θανασάκης ο φίλος μου, είναι χοντροκέφαλος. Κοντραστάρει και καλά, ότι η καλογερική, το μοναχικό σχήμα, πως το λένε, δεν είναι γραμμένο στο Ευαγγέλιο και ότι, αν θελήσει η Ιερά Σύνοδος να δώσει την άδεια να παντρευτούν, παντρεύονται όλοι.
- Και την Ιερά Σύνοδο ποιος μπορεί να την παντρέψει;
είπε ο γέρο-Παντελάκης.
- Ανευλαβώς μεν, αλλά ορθώς, παρατήρησε ο κυρ-Γιάννης, εννοείται, τότε πρέπει να παντρευτούν πρώτα-πρώτα οι αρχιερείς.
- Κατάλαβες τώρα, Θανασάκη φίλε μου; επανέλαβε θριαμβευτικά ο Γρηγοράκης, το κατάλαβες ότι δεν έλεγες τίποτε ή όχι;
- Που καταλαβαίνω εγώ; Εγώ αργώ να καταλάβω, απάντησε ελαφρώς πειραγμένος ο κυρ-Αθανάσης, αργώ αλήθεια, μα ως τόσο, άμα καταλάβω ένα πράγμα, το καταλαβαίνω καλά, Γρηγοράκη μου.
Ο μπαρμπα-Γρηγοράκης γελούσε σιγά.
- Έχετε υπομονή, κύριοι, ιδού τι είναι, θέλετε να με ακούσετε εμένα; είπε ο κυρ-Γιάννης.
- Ακούς εκεί, βέβαια, γιατί σου είπα, ότι είσαι εκκλησιαστικότερος από όλους μας; απάντησε ο μπαρμπα-Γρηγοράκης.
Κι έπειτα ξέρεις και γράμματα.
- Μα ας πιούμε ως τόσο και μια, πρότεινε ο γέρο-Παντελάκης
- Ευχαρίστως.
Και συνέκρουσαν τα ποτήρια.
Ο κυρ-Γιάννης άκουσε χωρίς να διαμαρτυρηθεί, την περί της εγγραμματοσύνης του φιλοφρόνηση του μπαρμπα-Γρηγοράκη.
Είναι αλήθεια, ότι γνώριζε της ειρωνικής μετριοφροσύνης τα θέλγητρα και όταν προ ολίγου διαβεβαίωνε τον πάτερ Σαμουήλ, το νεωκόρο, ότι μόνον έως την β΄ τάξη του Ελληνικού σχολείου είχε φθάσει, δεν έλεγε αλήθεια.
Είχε ακούσει και γυμνασιακές τάξεις και επίσης, καθότι ήταν
φιλαναγνώστης, είχε αναπτύξει τις ιδέες του.
Εκ φύσεως δε, δεν στερείτο και κρίσεως ορθής.
- Λοιπόν, λέγε, σε ακούμε, είπε ο Γρηγοράκης.
- Εγώ δεν ακούω τίποτε, είπε ο κυρ-Θανάσης.
- Μην ακούς εσύ, γιατί άδικα σκοτίζεσαι.
Παιδί! φέρε ολίγο μπαμπάκι να του στουπώσουμε τ’ αυτιά.
***
- Μα σταθείτε, ξανάπε ο κυρ-Γιάννης, άφησε το Γρηγοράκη να λέει, κυρ-Θανάση. Ιδού, με λίγες λέξεις, ας διατυπώσουμε το θέμα κύριοι.
Το ζήτημά σας ήταν, καθώς εννόησα, αν εις την εποχή μας πρέπει να υπάρχουν πλέον καλόγηροι, ή όχι. Δεν είναι αυτό;
- Μάλιστα.
- Ιδού λοιπόν, με δύο λέξεις. Εννοείτε κύριοι, να μείνουμε εντός της Ορθοδοξίας ή φρονείτε ότι πρέπει να προσέλθουμε εις τον Προτεσταντισμό;
- Μη γένοιτο, είπε ο Γρηγοράκης.
- Πώς είπες, να γίνουμε Προτεστάντες; είπε ο γέρο- Παντελάκης. Μη χειρότερα!
- Εκεί, σας βεβαιώ, καταντά το πράγμα. Θέλετε να σας ειπώ τι πρεσβεύει η Εκκλησία μας περί γάμου και αγαμίας ή να λέμε απλώς δικές μας γνώμες «διδασκαλίας, εντάλματα
ανθρώπων», «πλανώντες και πλανώμενοι»;
- Η Εκκλησία μας τι φρονεί.
- Αν θέλετε λοιπόν να μείνουμε εντός του δόγματος, ιδού. Υποθέσατε ότι εγώ σήμερα είμαι άγαμος και ότι αποφασίζω να μείνω άγαμος, ότι φεύγω από την πόλη, ότι ανεβαίνω στην κορυφή του Υμηττού, όπου έχω ένα χωράφι κι εκεί κτίζω μία καλύβα, ενδύομαι τρίχινα μαύρα φορέματα ή σάκκινα ή σχοίνινα, αδιάφορο και ζω καλλιεργώντας τη γη ή τρέφομαι με χόρτα και προσεύχομαι, χωρίς να έρχομαι σε συχνή επικοινωνία με τους ανθρώπους.
Τι σας πειράζω σας;  Όταν αποδειχθεί, ότι ενοχλώ εσάς ή τις γυναίκες σας ή τα κτήνη σας, τότε έχετε το δικαίωμα, σεις η πολιτεία, σεις η κοινωνία, να θέσει νόμους περισταλτικούς εναντίον μου, να με τιμωρήσετε αυστηρά.
Ενόσω όμως δεν σας ενοχλώ, δύνασθε να με κατακρίνετε, να με σκώπτετε, να με περιφρονείτε, όσο θέλετε, να με εμποδίσετε δεν ημπορείτε.
Έτσι γεννήθηκε ο μοναχικός βίος. Διότι, εννοείται, ότι αν το κάμω εγώ, πιθανόν να με μιμηθεί και άλλος και άλλος…
Και έτσι σιγά-σιγά έγιναν τα μοναστήρια.
- Οι αρχαίοι νομίζω, ότι δεν είχαν υποχρεωτικό το γάμο, ξανάπε ο κυρ-Γρηγοράκης.
- Δυνατόν να υπήρξαν κατά την αρχαιότητα πολιτείες, που να είχαν τέτοιους νόμους, με χαρακτήρα κοινωνικό και οικογενειακό. Αλλά οι πολιτείες εκείνες είχαν και τον Καιάδα, είχαν και το Βάραθρο.
Τους άχρηστους τους κρήμνιζαν εκεί μέσα.
Οι νεότερες όμως κοινωνίες, οι χριστιανικές, πρώτη βάση έχουν το αδέσμευτο της θέλησης, την απόλυτη ελευθερία του ατόμου. Όπως υπάρχουν άτομα μη δυνάμενα να έλθουν σε γάμο (τέτοιοι είναι οι ασθενείς, οι ανάπηροι, οι αναφρόδιτοι και οι ανίκανοι προς εργασία), έτσι υπάρχουν και άτομα που δε θέλουν να έλθουν σε γάμο. Και η ελευθερία της θελήσεως απαγορεύει να βιάσουμε αυτούς  να νυμφευθούν.
Το ζήτημα βλέπετε, το περί γάμου και αγαμίας, είναι βαθύ, είναι ένα από τα δυσκολότερα κοινωνικά ζητήματα.
Μην είμεθα βάρβαροι, μη θέλουμε να επιβάλουμε βία στους ανθρώπους.
Τάχα απαντάτε σήμερα πολλούς έγγαμους να είναι ευχαριστημένοι από την τύχη τους ή βλέπετε να είναι εύκολος ο γάμος, όπως έπρεπε να είναι, ως επιούσιος κοινωνικός άρτος, ως θεμελιώδης θεσμός; Πολύ απέχει.
Ή μήπως οι μόνοι άγαμοι σήμερα είναι οι καλόγηροι;
Ας καταστήσουμε πρώτα το γάμο δυνατό για τους επιθυμούντες να νυμφευθούν και ακολούθως έχουμε καιρό να αναγκάσουμε και τους μη επιθυμούντες. Ας ανοίξουμε πρώτα τη θύρα σ΄ αυτούς που θέλουν να εισέλθουν και κατόπιν βιάζουμε και αυτούς που δε θέλουν.
Αυτά λοιπόν κι εκείνος που θα καταργήσει, είτε  στην Ανατολή είτε στη Δύση, την καλογερική, δεν γεννήθηκε ακόμη.
Ο Λούθηρος στα βορειοδυτικά της Ευρώπης, δεν θα τολμούσε να το πράξει, αν δεν ήταν καλόγηρος ο ίδιος και δεν επιθυμούσε να νυμφευθεί μία καλόγρια.
Αυτά κυρ-Θανάση, παραγγέλλει και ο Χριστός, καθώς φαίνεται και στο Ευαγγέλιο και μην ακούς τις φλυαρίες των Διαμαρτυρομένων.
Ο Χριστός είπε. «Ο δυνάμενος χωρείν χωρείτω» και αποφάνθηκε ότι ο τελειότερος βίος δεν είναι για όλους, αλλά για εκείνους «οις δέδοται», εννοώντας την αγνεία και την ακτημοσύνη, τα οποία είναι η βάση της μοναχικής πολιτείας.
Αλλά θα ειπείς ότι τώρα η καλογηρική εξέπεσε. Και τι δεν εξέπεσε;
Όλοι οι παλαιοί θεσμοί είναι καλοί, όλους τους νόθευσε η αμάθεια και η κακία.
Αλλά όσο και αν εξέπεσε, όσο και αν εκπέσει ακόμη ο μοναχικός βίος, ποτέ, το επαναλαμβάνω, ποτέ δεν έχεις το δικαίωμα να εμποδίσεις τον άλλον να μένει άγαμος, να φύγει τον κόσμο και να φορέσει ράσα.
Το μόνο δικαίωμα το οποίο έχει η Πολιτεία, ερχόμενη επίκουρος της Εκκλησίας, είναι να αναγκάζει τους καλόγηρους, όσοι, αμνήμονες της δοθείσης ιερής υποσχέσεως, φεύγουν απ΄ τα μοναστήρια κι επανέρχονται στον κόσμο, να τους αναγκάζει, λέγω, να επιστρέφουν στα μοναστήρια.
- Α! Θεός σχωρέσ’ τον πατέρα σ’, ανέκραξε ο Γρηγοράκης.
- Α! εδώ είμαστε, είπε και ο γέρο-Παντελάκης. Μπράβο! μπράβο! καλά τα είπες. Μα δεν πίνουμε ως τόσο και μια;
- Ας πιούμε.
Και συνέκρουσαν τα ποτήρια.
- Αλλοίμονό μας, επανέλαβε γλείφοντας τα χείλη ο κυρ -Γιάννης, καθόμαστε και πίνομε κι έχομε την αξίωση να λύσουμε όλα τα σπουδαία ζητήματα.
- Μα το πιοτό κατεβάζει ιδέες, είπε ο κυρ- Παντελάκης.
- Κατά το κεφάλι, είπε ο κυρ-Γρηγοράκης. Στου φίλου μου του Θανασάκη, τι ιδέες θέλεις να κατεβούν;
- Λέγε εσύ, είσαι ασύδοτος, είπε ο κυρ Θανάσης.
- Βλέπω κι εγώ ότι σας εζάλισα, επανέλαβε ο κυρ Γιάννης, μα ως τόσο δύο λέξεις ακόμη, ειδικά ως προς το μοναστηριακό ζήτημα στην Ελλάδα, διότι εδώ μας φέρει το συμπέρασμα το οποίο έβγαλα, περί περιορισμού των καλογήρων εντός των Μονών.
Περί των μοναστηριών στην Ελλάδα, όπου είναι και η μεγαλύτερη θρησκευτική παρακμή και ηθική έκλυση, πολλοί πολλά είπαν και έγραψαν, αλλά εγώ φρονώ, ότι η μεγαλύτερη αιτία της παρακμής των μοναστηριών είναι η σκανδαλώδης ανάμειξη της Πολιτείας και των κοσμικών προσώπων στα καλογηρικά πράγματα.
Και απόδειξη ότι έτσι έχει, είναι αυτή η ίδια η κατάσταση, που καταμαρτυρεί από μόνη της, διότι στην υπόδουλη Ελληνική χώρα είναι σε καλύτερη σχετικώς κατάσταση τα μοναστηριακά πράγματα.
Για να μη μακρηγορούμε λοιπόν, σας λέγω, ότι εγώ φρονώ, ότι η Πολιτεία, από κοινού με την Εκκλησία, καλά θα κάμει να συγχωνεύσει όλα τα μοναστήρια σε σαράντα ή πενήντα, τα μεγαλύτερα και σπουδαιότερα από τα υπάρχοντα, όπου να συγκεντρώσει όλους τους μοναχούς.
Των άλλων την περιουσία να μην τη δημεύσει, όπως άλλοτε ιεροσύλως η Βαυαρική αντιβασιλεία έπραξε, αλλά τα μεν ιδρύματα  να μείνουν ως μετόχια των σαράντα ή πενήντα, διατηρουμένων ευπρεπώς και των ναών, το δε περίσσευμα, αν υπάρχει, να κατατίθεται σε κοινό εκκλησιαστικό ταμείο, προς βοήθεια απόρων και ασθενών ιερέων και μοναχών.
Σε δε, τα σαράντα ή πενήντα κυριότερα μοναστήρια, να επιβληθεί, εννοείται, αυστηρή κοινοβιακή τάξη, αληθής βίος μοναχών.
Πρώτον πρέπει ν’ απαγορευθεί στις γυναίκες η είσοδος στα μοναστήρια και μέχρις ενός μιλίου περιοχής η προσέγγιση του θήλεος.
Θα ειπείτε, «όποιος θέλει, βρίσκει». Αδιάφορο, τα μοναστήρια να μείνουν μοναστήρια και ο μοναχός, ως άτομο, ενδέχεται να αμαρτήσει.
Έπειτα το μοναστήρι είναι το ταμπούρι του μοναχού και τότε, όποιος θέλει, θα δύναται «να βαστάξει ταμπούρι».
Το ουσιώδες είναι, να μη εισβάλλουν κουμπάρες και κολλίγισσες στους καθιερωμένους χώρους, έπαρχοι δε και έφοροι και δήμαρχοι με τις επαρχίνες και εφορίνες και δημαρχίνες να μη εισελαύνουν στα «αρχονταρίκια» και γυρεύουν «κότα- πίττα».
Αυτά. Και προς τούτοις η προσευχή να γίνεται πλήρης, με όλα τα παλαιά τυπικά, με τις παννυχίδες και τους βαθείς όρθρους, με τις στιχολογίες και τα ψαλτήρια και να επιβληθεί στους κοινοβιάτες ο κανών του μοναχού και η κοινή τράπεζα και η ακριβής νηστεία και όλα.
Αυτά εγώ φρονώ και πιστεύω, ότι η γνώμη μου είναι κατά μεγάλη πιθανότητα, η ορθότερη.
- Συμφωνώ σε όλα, είπε ο Γρηγοράκης.
Ο γέρο-Παντελάκης παρήγγειλε και άλλο εκατοστάρι και αφού το ήπιαν, εξήλθαν και οι τέσσερις και αποχωρίστηκαν.
Είχε νυχτώσει ήδη.
***
Τη νύχτα εκείνη, περί ώρα ένδεκα, όταν επέστρεψε ο καλόγηρος στο κελί του, άρχισε να πλένει το στόμα με άφθονο νερό. Αισθανόταν μια αλλόκοτη εντύπωση, σαν γεύση και οσμή χώματος, στα ρουθούνια και στα χείλη. Παράδοξο! Αληθεύει λοιπόν η Γένεσις του Μωυσέως που λέει, «και έπλασε Κύριος ο Θεός τον άνθρωπον χουν λαβών από της γης και ενεφύσησεν εις το πρόσωπον αυτού πνοήν ζωής και εγένετο ο άνθρωπος εις ψυχήν ζώσαν»;
Και η γεύση άρα και η οσμή της ανθρώπινης σάρκας, είναι ακόμη γεύση και οσμή χώματος;
Και όμως, δεν είχε παραβεί ακόμη όλα τα χρέη του ο πάτερ Σαμουήλ, τα χρέη τουλάχιστον του νεωκόρου. 
Ήταν πιστός και τίμιος υπηρέτης της εκκλησίας, οι επίτροποι το διαβεβαίωναν τουλάχιστον.
Και ως άνθρωπος κόσμια διήγε και ως μοναχός ακόμη καλά φερόταν μέχρι την ημέρα αυτή, όσο είναι δυνατόν να φέρεται καλά μοναχός κυλιόμενος στον κόσμο.
Και το βράδυ εκείνο είχε πάει σε δύο σπίτια, όπου θα τελούνταν βαπτίσεις, γιατί αυτό ήταν το καθήκον του.
Και στους γάμους ακόμη πήγαινε, μεταφέροντας το Ευαγγέλιο και τα ιερά άμφια και όσα είναι χρέη του νεωκόρου, του υπηρέτη του ναού και υπηρέτη των ιερέων, όλα τα έκανε.
Στην εκκλησία, προθυμότατα υπηρετούσε τους ιερείς και τους επιτρόπους και το λαό και στα σπίτια των επιτρόπων ακόμη έκαμνε μικρές υπηρεσίες, υπηρετούσε δε πρόθυμα και τις ευλαβείς κυρίες με τα πτερά τους, με τις μυρωδιές τους, με τα ριπίδια τους, διασχίζοντας συχνά τους στοίχους τους, προσφέροντας σ΄ αυτές καθίσματα, ακούοντας τα ευχαριστώ τους και ποτέ έως τώρα δεν αμάρτησε, παρά μόνο με την ακούσια επαφή τη γινόμενη σε ημέρες μάλιστα συρροής κόσμου, όπως τη Μεγάλη Εβδομάδα και σε άλλες εορτές.
Εκείνες δε, φαίνονταν τόσο αθώες, τόσο αγνές και τόσο αδιάφορες! 
Προφανέστατα, ούτε υποπτεύθηκαν καν το ότι, υπό το ράσο του μοναχού, ήταν δυνατόν να κρύβεται κάποια σαρκική ορμή.
Και οι περισσότερες, δεν δυσαρεστούνταν για την ακούσια επαφή και όλες σχεδόν δεν απέφευγαν τον προς τους άνδρες συγχρωτισμό.
Σε τι αμάρτησε ο καλόγηρος έως τώρα;
Και μήπως αυτός μόνο ήταν καλόγηρος τάχα; 
Όλη η εκκλησία, κατά τις καθημερινές, όταν δεν έμπαινε κανείς λαϊκός να προσκυνήσει, έμοιαζε με μοναστήρι. 
Δεξιά στεκόταν στο χορό ο πατήρ Αρσένιος και ο αρχιμανδρίτης Γρηγέντιος, αριστερά ο προηγούμενος Παυλίνος και ο παπά-Αντώνης, εφημέριοι του ναού και οι τέσσερις, απ΄ αυτούς, ο τελευταίος είχε κάποτε πρεσβυτέρα, αλλά τώρα είχε χηρεύσει και δεν διέφερε στην ουσία από τους τρεις ιερομόναχους συλλειτουργούς του. Άλλοτε ήταν και ο παπα-Γιάννης, εφημέριος έγγαμος, αλλά οι επίτροποι τον είχαν αποβάλει, δεν ήταν αρεστός σ΄ αυτούς και στη θέση του έβαλαν τον προηγούμενον Παυλίνον.
Στέκονταν και οι τέσσερις στον χορόν και το καθολικό προσελάμβανε τότε σεβάσμια όψη λαύρας. Στέκονταν και κοίταζαν από καιρού εις καιρόν προς τη θύρα, μη τυχόν εισέλθει κάποια ενορίτισσα να «πάρει ευχήν», διότι
ο εφημερεύων, αν τύχαινε να είναι αυτός ο ενορίτης της προσερχόμενης, ήταν ικανός να διακόψει τον εσπερινό, για να προφτάσει να της δώσει αυτός την ευχή, φοβούμενος μη τυχόν οι άλλοι τρεις του πάρουν την ενορίτισσα.
Και μετά τον εσπερινό, όταν άρχιζαν να λογομαχούν για τη διανομή των εισοδημάτων, καταγγέλλοντες αλλήλους ως πλεονέκτες και άρπαγες, τότε πλέον ο ναός δεν είχε όψη λαύρας, αλλά (ήμαρτον, Κύριε!) χάβρας.
Άλλο είδος χάβρας πάλι, ήταν εκείνο το οποίο δημιουργούταν στην κατ’ οίκους τελετή Ευχελαίων, όταν οι τέσσερις μοιράζονταν τις ευχές, τις αιτήσεις και τα Ευαγγέλια και έλεγαν και απάγγελλαν όλοι συγχρόνως, σαν να βιάζονταν να «διαπεραιώσουν» τον ασθενή μία ώρα αρχύτερα.
***
Και τι έφταιγε επί τέλους αυτός ο πτωχός καλόγηρος, αφού ήταν απλός υπηρέτης των ιερέων; Αλλά τι έφταιγαν και οι ιερείς, αφού ήταν υπηρέτες των επιτρόπων;
Οι επίτροποι, τους οποίους είχαν ονομάσει φωτοσβέστες, για τη μανία την οποία έχουν να σβήνουν τα κεριά των προσκυνητών ημίκαυστα, οι επίτροποι, αφού έτρεχαν και εκλιπαρούσαν τους ισχύοντες για να διορισθούν στη θέση αυτή, σαν να επρόκειτο περί βιοποριστικού έργου, ενώ οι περισσότεροι τουλάχιστον το αναδέχονταν από κενοδοξία και ματαιότητα, μερικοί δε και από ζήλο ειλικρινή.
Οι επίτροποι δέσποζαν των ιερέων, των ψαλτών και του νεωκόρου.
Οι επίτροποι έβγαλαν εσχάτως τη μόδα να τελούνται δύο λειτουργίες, «α λα φράγκα» και στις μικρότερες εκκλησίες των Αθηνών, σαν να ήταν οι λειτουργίες φουρνιές ή βαρκαδιές (οίκτειρον, Κύριε!).
Οι επίτροποι πίεσαν με τούτο τους ιερείς, μη περισσεύοντος χρόνου, να πατούν τη συνείδηση τους διακωμωδούντες τα ιερά και να λειτουργούν χωρίς Μεσονυκτικό, χωρίς Ώρες, σχεδόν χωρίς Όρθρο.
Κατάντησαν δε να περιφρονήσουν το θεόπνευστο βιβλίο του ιερού Ψαλμωδού, κακοδοξία η οποία και αν είχαν όλες τις αρετές, αρκούσε αυτή μόνη να τους απολέσει. 
Αυτά έβλεπε ο πτωχός καλόγηρος και εν συνειδήσει, συγκρίνοντας τον εαυτό του με τους ιερείς, οι οποίοι είναι μάλιστα ψυχών αχθοφόροι, τον έβλεπε εκατό φορές καλύτερο.
Και δεν είχε άδικο.
Αλλά τι να πει κανείς για τους αρχιποιμένες του περιούσιου λαού, αυτούς οι οποίοι κουρεύουν τα πρόβατα του Κυρίου, στο πρότυπο βασίλειο;
Αυτοί είναι οι κυρίως υπεύθυνοι και οι μόνοι, της παρούσης εκλύσεως.
Αυτοί «χάριν μισθαρίου και δοξαρίου» δεν είναι που απεμπόλησαν κάθε ανεξαρτησία, κάθε αξιοπρέπεια, στην πολιτική εξουσία; Αυτοί δεν είναι που περιόρισαν κάθε ενέργειά τους στην επίδειξη και στο τελετουργικό μόνον; 
Και μήπως εκτελούν τουλάχιστον και τους τύπους με ακρίβεια και ευσυνειδησία;
Τρέχουν στα μνημόσυνα τις Κυριακές, χαριζόμενοι στη βλακώδη ματαιοφροσύνη αμαθών και χυδαίων ανθρώπων, αν και είναι γνωστό, ότι τα μνημόσυνα κανονικά γίνονται τα Σάββατα ή και τις καθημερινές τις άλλες.
Ανέχονται την περικοπή όλων των ακολουθιών, καταργώντας σιωπηλά κάθε τυπικό στην εκκλησία.
Αυτοί δεν είναι που υπογράφουν εγκυκλίους περί ορισμών και διατάξεων εκκλησιαστικών και έπειτα ασύστολα πρώτοι αυτοί παραβαίνουν τις εγκύκλιους εκείνες;
Αυτοί δεν είναι που τόσες φορές εγγράφως απαγόρευσαν πάσα καινοτομία στη μουσική και έπειτα ηλιθίως ανέχονται τη θυμελική παρωδία, που καταρρυπαίνει βάναυσα όλους τους ναούς της πρωτεύουσας;
Αυτοί δεν είναι που με εγκυκλίους μεν απαγορεύουν την τελετή γάμων και βαπτίσεων στα σπίτια, με οχήματα δε τρέχουν για τελετή γάμων και βαπτίσεων σε σπίτια;
Αυτοί δεν είναι που στέργουν το πλήθος των ιερομονάχων ως εφημέριους στις πόλεις;
Και για ποιο λόγο θα εσυγχωρείτο ο γάμος στους ιερείς, αν οι ιερομόναχοι δεν ήταν προορισμένοι για τα μοναστήρια, όπου έχουν δώσει ευχή αγνείας και φυγής του κόσμου; 
Αυτοί, οι δοκούντες ευπαίδευτοι, δεν είναι που ανέχονται να ακούν τερατώδεις σολοικισμούς στην ιερά ακολουθία και οι ίδιοι πολλές φορές να σολοικίζουν;
Αυτοί δεν είναι που χειροτονούν ως ιερείς τα αμαθέστατα, τα φαυλότατα στοιχεία, ενδίδοντες μάλλον στην πίεση του χαμωθιού παρά στο Θεό πειθαρχούντες;
Ποιος δύναται να πιστέψει ότι αυτοί είναι χρημάτων ανώτεροι και ότι δεν αληθεύει η περί σιμωνίας φρικώδης κατηγορία, όταν βλέπει τους αποθνήσκοντες απ΄ αυτούς να αφήνουν περιουσία μεγάλη στους ανεψιούς;
Και δεν είναι αυτοί, οι αρχιποιμένες του περιούσιου λαού του Κυρίου, οι περιερχόμενοι προς ετήσια κουρά τις κώμες και τις μονές, όπου τηρούν σε ισοβαρή αρμονία, σαν δύο ισορροπημένους δίσκους ζυγαριάς, γείτονες αλλήλων, την κοιλιά και την τσέπη;
Και με τέτοιες αρχές, με τέτοια αισθήματα, με τέτοιο βίο, πώς είναι δυνατόν να διευθύνουν καλώς τα της εν Ελλάδι Εκκλησίας; Και δεν είναι καιρός άρα να σκεφθεί η Μεγάλη του Χριστού Εκκλησία, αν δεν συμφέρει να αποσύρει από της εν Ελλάδι ανηλίκου αδελφής της το αυτοκέφαλο, το οποίο κατά συγκατάβαση μόνο και υπό όρους της παραχώρησε;
***
Αυτά δεν τα σκεπτόταν όλα ο Σαμουήλ με την κεφαλή του, αλλά κάποιος συγγραφέας υπήρξε, ο οποίος δεν υποκατέστησε ενίοτε τον εαυτόν του στις σκέψεις του ήρωά του;  Με την άδεια του αναγνώστη, παρεμβάλαμε και εμείς λίγες ιδέες ατομικές μας στα αισθήματα του ατυχούς μοναχού.
Σπεύδουμε δε να δηλώσουμε, ότι με τα ανωτέρω δεν προσβάλλομε το κύρος της Εκκλησίας, αλλά απλώς εκφράζομε τη λύπη μας για την κατάσταση των πραγμάτων.
Και όμως ο Σαμουήλ, αφού έπλυνε και έπλυνε το στόμα και η αλλόκοτη εκείνη οσμή δεν εξαλειφόταν, έπεσε σε είδος αναπόλησης βαθιάς και έβλεπε, έβλεπε νοερά το κοινόβιό του, εκεί στην υπώρεια του Άθω του γεραρού, που συστέλλει τα φρύδια και φέρει στην κεφαλή πότε άσπρο κιουλάφι, πότε μαύρο καλυμμαύχι, από του ύψους του οποίου καταφέρεται η τρικυμία με μύριες βροντές και με άπειρων νυκτών σκότους και στου οποίου την κορυφή η αστραπή δεν παύει να καλλωπίζει με ερύθημα την προαιώνια χιόνα, τείχος άρρηκτο κατά του οποίου στομώνονται τα οξύτερα βέλη του Φοίβου και όπου το συνεχές αστραποβόλημα είναι σαν το ανοιγόκλεισμα του ακοίμητου οφθαλμού της θείας Πρόνοιας.
Και έβλεπε μία ανοιξιάτικη αυγή, κατά την οποία ψελνόταν ο όρθρος, ως συνήθως, στο καθολικό του κοινοβίου και οι αδελφοί όλοι, πάνω από εκατό, είχαν συνέλθει στο ναό και στέκονταν ακίνητοι στα στασίδια τους, φορώντας όλοι τα επανωκαλύμμαυχα, μερικοί δε τα πολυσταύρια και τα σχήματά τους, έβλεπε, στον νάρθηκα έξω, την επί του τοίχου ζωγραφισμένη αλληγορική εικόνα του μοναχού εσταυρωμένου, κατά μίμηση του Δεσπότου Χριστού και τους διαβόλους με τα ακόντια, με τα ξίφη, με τα τόξα τους, όλους να βάλλουν, όλους να κεντούν το μοναχό, τανυσμένο επί του σταυρού.
Και συγχρόνως θυμόταν το νεκρώσιμο «ευλογητάριον», το ψαλλόμενο κατά τις κηδείες των μοναχών.
«…οι τον Σταυρόν, ως ζυγόν αράμενοι, και εμοί
ακολουθήσαντες εν πίστει».
Και έπειτα αμέσως, αναπολούσε όλη τη νεκρώσιμη ακολουθία του εξοδιαστικού των μοναχών και έβλεπε το νεκρό τυλιγμένο, ραμμένο στο ράσο του, σαν βρέφος σπαργανωμένο, με το πρόσωπο σκεπαστό, με τους κόκκινους σταυρούς κεντητούς επί του στήθους και επί των γονάτων και θυμόταν τους στίχους του Αμώμου:
«Ως γλυκέα τω λάρυγγί μου τα λόγια σου, υπέρ μέλι τω στόματί μου!
Διά τούτο ηγάπησα τας εντολάς σου υπέρ χρυσίον και τοπάζιον.
Και φυλάξω τον νόμον σου διά παντός εις τον αιώνα και εις τον αιώνα του αιώνος»
Και θυμόταν τους αναβαθμούς τους ψαλλόμενους.
«Τοις ερημικοίς ζωή μακαρία εστί, θεϊκώ έρωτι πτερουμένοις».
Και έπειτα εισερχόταν στο καθολικό και έβλεπε τους αδελφούς όλους ακίνητους κυκλικά και κοντά στις άγιες θύρες στεκόταν ένας νέος εικοσαετής, ξανθός, με επανθούντα τον πώγωνα, ασκεπής, ανυπόδητος, σχεδόν γυμνός, με το υποκάμισο και την περισκελίδα, στεκόταν ενώπιον της εικόνας του Δεσπότου Χριστού, με τα χέρια σταυρωμένα, κάτω κοιτάζοντας, σε σχήμα μετανοίας και ταπείνωσης.
Και ανοίγονταν τα βημόθυρα κι εξήρχετο ο ιερέας ο εφημέριος, μόλις φορέσας την ιερατική στολή όλη, με τα κεντητά Σεραφείμ στο λείο λινομέταξο του υποτραχηλίου, με το φαιλόνιο όλο ποικιλτό με κλαδωτούς σταυρούς, ασκεπής την κεφαλή, με το μαύρο επανωκαλύμμαυχο στους ώμους, κρατώντας με τα χέρια κάτω από το φαιλόνιο τυλιγμένο το ιερόν Ευαγγέλιον και ίστατο επί των βαθμίδων του εικονοστασίου.
Και δεξιά του χορού ερχόταν ο ηγούμενος, ο ανάδοχος αυτού που έμελλε να καρεί σε μοναχό, όπως τον παραστατήσει κατά την τελετή της κουράς. Και τότε ο πρώτος χορός έψαλλε.
«Αγκάλας πατρικάς, διανοίξαί μοι σπεύσον, ασώτως τον εμόν, κατηνάλωσα βίον».
Και έπειτα άρχιζαν οι ερωταποκρίσεις, εκείνες τις οποίες αρέσκετο να υπενθυμίζει σήμερα στον Σαμουήλ ο κυρ-Γιάννης ο Μανάφτης, το «Τι προσήλθες αδελφέ» και τα λοιπά.
«Παραμένεις τω μοναστηρίω και τη ασκήσει μέχρι τελευταίας αναπνοής;» ρώτησε ο ιερέας και ο ζητών την κουράν δόκιμος απήντησε: «Ναι, του Θεού συνεργούντος, τίμιε πάτερ».
Και πάλι αυστηρά ο ιερέας επανέλαβε, προτρέποντας τον δόκιμον να σκεφθεί ωριμότερα.
«Βλέπε τίνι προσέρχη, τίνι συντάσση και τίνι αποτάσση».
Και ο δόκιμος βεβαίωσε, ότι δεν έρχεται «εκ τινος ανάγκης ή βίας, αλλ’ εκουσία αυτού γνώμη». Και μετά απ΄ αυτά έγινε η τριπλή επίδοση του ψαλιδιού, με το οποίο ο ιερέας έκειρε σταυροειδώς την κόμη του νεόφυτου και έπειτα άρχισε να εγχειρίζει σ΄ αυτόν ανά ένα τα σημεία και τα ενδύματα του μοναχικού σχήματος, επιλέγοντας σε κάθε επίδοση. «ο αδελφός ημών (ο δείνα) λαμβάνει το παλλίον, (την ζώνην, τον ανάλαβον, τα πέδιλα, κτλ.)».
Και τότε ο τέως δόκιμος, ο ιστάμενος ημίγυμνος προ της εικόνας του Χριστού, ενεδύθη, παρουσία πάντων, τα σύμβολα του μοναχικού σχήματος.
Και ο τέως Σπυρίδων (ή Σωτήριος, ή Στυλιανός, ή Σταμάτιος) μετονομάσθηκε Σαμουήλ.
Μετά απ΄ αυτό, τελεσθείσης της θείας ευχαριστίας και του νεοφύτου μεταλαβόντος των θείων μυστηρίων, ο ηγούμενος διέταξε το μάγειρα να ετοιμάσει τηγανίτες και παρήγγειλε στον κελάρη να φέρει φιάλη ρακής, προς παράκληση των αδελφών.
Καθόσον αυτός ήταν ο μόνος γάμος και η μόνη χαρά του μοναχού η επίγειος και η αδελφότης έπρεπε να ευφρανθεί, ευχόμενη στον νεωστί καρέντα μοναχό.
«Να είναι στερεωμένος και να ευαρεστήσει Θεώ και ανθρώποις».
Αυτά θυμόταν ο πτωχός Σαμουήλ και ήταν ο πτωχός Σαμουήλ ο ίδιος, ο οποίος τα είχε περάσει.
***
Και το βράδυ αυτό γυρνούσε από το μικρό σπίτι, που κατοικούσαν εκείνες, τις οποίες η γειτόνισσα η κυρά-Κώσταινα, ονόμαζε «παπαδιές».
Εκεί είχε πάει περί τις εννέα η ώρα, όταν είχε επιστρέψει από τα σπίτια, όπου είχε συνοδεύσει για τις βαπτίσεις τους ιερείς. Και εκεί στο μικρό σπίτι βρήκε τις δύο ωχρές κόρες, τη μία, την αναιμική, την ολίγον τι ραχιτική, την ασχημούτσικη και την άλλη την ισχνή, αλλά  νοστιμούλα.
Εκεί ήταν και η μητέρα τους η υπερμεσήλικη αλλά κόκκινη ακόμη και όχι πολύ ζαρωμένη. 
Ήδη προ ενός χρόνου, ο καλόγηρος είχε συνδέσει ακούσια τις σχέσεις αυτές.
Αυτές ήταν φτωχές γυναίκες και ξενοδούλευαν, προσφέρονταν δε πρόθυμα να τον βοηθούνε στην καθαριότητα και τον ευτρεπισμό του ναού και ο πτωχός νεωκόρος, έδιδε σ΄ αυτές κάτι από τον πενιχρό μισθό του κι από τα τυχερά του. 
Φυσικά, ο καλόγηρος δε μπορούσε να αποφύγει τη συζήτηση μαζί τους.
Εκείνες δεν στενοχωρούνταν καθόλου από το σχήμα του μοναχού, υπερέβαιναν ανά δύο τους σταθμούς του θάρρους, φαίνονταν ότι ανατράφηκαν σε πόλη (δόξα τω Θεώ) πρωτεύουσα της Ελλάδος, όπου προλήψεις και «σκουριασμένες ιδέες» δεν επικρατούν.
Σιγά-σιγά άρχισαν να παρεισδύουν και στο μικρό κελί, όπου κατοικούσε ο καλόγηρος. 
Έπειτα, η μητέρα τους, η κοκκινοπρόσωπη και όχι πολύ ζαρωμένη, ήταν πάντοτε παρούσα.
Έπειτα άρχισαν να παραπονούνται, ότι δεν μπήκε και αυτός μία φορά να πάρει έναν καφέ στο μικρό σπίτι τους, τον έλεγαν ακατάδεκτο και τα τοιαύτα.
Τέλος ο καλόγηρος, για να μην τον παραφορτώνονται, πήγε μία φορά και τις επισκέφθηκε, αλλά είχε απόφαση να μην ξαναπάει.
Έπειτα, επειδή τα παράπονα επιτείνονταν πήγε και δεύτερη φορά και τρίτη και ύστερα από δύο μήνες, κατάντησε να πηγαίνει δύο φορές την ημέρα.
Οι δύο νέες, φαίνονταν να τρέφουν προς αυτόν αδελφικά αισθήματα, ούτε έδειχναν την ελάχιστη δυσπιστία ή κακή ιδέα.
Ο καλόγηρος, ο πτωχός, υπέφερε πολύ, ενοχλούταν, πειραζόταν.
Παρόλα αυτά στεκόταν, δεν έπεφτε.
Μέχρι το βράδυ της Κυριακής, απ΄ της οποίας αρχίζει η παρούσα απλή διήγηση, ουδόλως είχε πέσει. 
Τη νύκτα δε αυτή, όταν έμεινε πάνω από δύο ώρες στο μικρό σπίτι, ήταν μόνο δεύτερη ή τρίτη φορά, κατά την οποία γινόταν νυκτερινή επίσκεψη.
Έως τώρα είχε φυλαχθεί και τούτο γιατί, κατά τις ώρες μάλιστα αυτές τις προ του μεσονυκτίου, όφειλε να βρίσκεται στο κελί του. Η ενορία ήταν πολυπληθής, εάν δε τυχόν παρουσιαζόταν ανάγκη μεταλήψεως κάποιου ψυχορραγούντα ή βάπτιση βρέφους που κινδύνευε ή και ευχής σε λεχώνα που μόλις γέννησε ή άλλο κάτι παρόμοιο, σε αυτόν οι ενορίτες θα αποτείνονταν για να ανοίξει το ναό και για να αναζητήσει ιερέα.
Και αν δεν εύρισκαν το νεωκόρο στο κελί;
Τη νύκτα δε αυτή, αφού είπαν πολλά με τις νεανίδες και όχι λίγα με τη γριά, οι δύο αδελφές του διηγήθηκαν, ότι η πλαγινή τους, η κυρά-Κώσταινα, τις υποβλέπει, ότι φλυαρεί εναντίον τους πολλά και ότι τολμά να κακολογεί και αυτόν, τον καλόγηρο, όλα αυτά, έλεγαν, από τη ζήλια που είχε, βλέποντας τις αθώες σχέσεις τους.
Αθώες σχέσεις τους! Βεβαίως, το φρονούσε ενσυνείδητα ο καλόγηρος, το φρονούσαν και αυτές. 
Αλλά σε τι αμάρτησαν τάχα;
Μήπως δεν φέρονταν καλά; Και όμως η γριά, η όχι πολύ ρυτιδωμένη, είχε το βράδυ εκείνο ερυθρότερα του συνήθους τα μάγουλα και να γιατί.
Αφού είχε καλέσει τον καλόγηρο, λέγοντας σ΄ αυτόν μυστηριωδώς, ότι κάτι είχαν να του πουν τα κορίτσια (και το κάτι ήταν αυτά που αφορούσαν τη γειτόνισσα, την κυρά-Κώσταινα), φρόντισε να αγοράσει λίγη ρετσίνα, για να κεράσουν τον επισκέπτη.
Ήπιε και αυτή ενάμιση ποτηράκι (γι’ αυτό και τα μάγουλά της έλαβαν χρώμα τρίγλης ζεστής και οι ρυτίδες της έτι μάλλον λιγόστεψαν) ήπιε και ο καλόγηρος δύο, ήπιαν και τα κορίτσια από μισό.
Ο καλόγηρος, το βράδυ εκείνο, άκουε τι του έλεγαν οι δύο αδελφές μάλλον με τους οφθαλμούς, παρά με τα αυτιά. Κοίταζε τα χείλη από τα οποία εξέρχονταν οι λαλιές, τα κοίταζε σαν να ήθελε να ρουφήξει τις λέξεις και να γλείψει και τα χείλη, απ΄ τα οποία έβγαιναν.
Του φαινόταν, ότι οι λέξεις εκείνες είχαν σημασία άλλη, άρρητη, όχι την εκφραζόμενη, την κοινή. Απαντούσε δε άσκοπα, με κοινοτυπίες και μονοσύλλαβα.
Οι δύο αδελφές φαίνονταν σχεδόν ωραίες υπό το φως της λυχνίας.
Της μιας μάλιστα, της νοστιμούλας, έλαμπε το ύπωχρο χρώμα, το ηλιώδες και μελιχρό. Και οι δύο είχαν γίνει ζωηρότερες με τη συναναστροφή και με το λίγο οίνο. 
Έπειτα οι διάφορες κινήσεις των μυώνων του προσώπου, τα μειδιάματα, τα γέλια, οι στάσεις, και οι χειρονομίες, το όχι επιμελές της οικιακής περιβολής, όλα συνέτειναν στο να φαίνονται άλλες, αγνώριστες.
Η μεν Ελπινίκη είχε τις ωλένες γυμνές μέχρι τον αγκώνα και φορούσε λεπτό, λευκότατο σάκο, της δε Κατίνας, της νοστιμούλας, έτυχε να λείπει το επάνω κουμπί του λευκού περιστηθίου της, το δε πουκάμισό της ήταν χωρίς περιλαίμιο και φαινόταν γυμνός ο τράχηλός της και μέρος του στήθους της.
-Η γριά, παρόλα αυτά, είχε παρατηρήσει, ότι ο πάτερ Σαμουήλ είχε ερεθισθεί από την κοντινή επαφή και ομιλία με τις δύο νεανίδες και αίσθημα αόριστου φόβου εξεγέρθηκε μέσα της. Δεν ήταν τα κορίτσια της τέτοια, όχι.
Αυτή «εξηγοράζετο τον καιρόν» απλώς, βρίσκοντας μικρό συμφέρον στη φιλία του καλόγηρου και περιπλέον είχε διατεθεί με συμπάθεια και φιλόφρονα προς αυτόν, όπως πολλές, πολλές φορές γυναίκες διατίθενται φιλάνθρωπα, με αγνότητα, αν όχι με αφιλοκέρδεια, προς τους μπεκιάρηδες, που δεν έχουν εστία και οικογένεια στην Αθήνα και ζουν μονότονο βίο σε ένα ψυχρό δωμάτιο, όπου πληρώνουν δεκαπέντε ή είκοσι δραχμές ενοίκιο, απλώς για να μη κοιμούνται στο ύπαιθρο το χειμώνα.
Αλλά οι μεν «εργένηδες» οι κοσμικοί, οι πολίτες, καθώς έλεγε η γριά Τασού, δεν είναι και τόσο άξιοι οίκτου, διότι οι περισσότεροι αυτών έχουν ως οικογένεια την αγορά όλη και ως εστία το προσήλιο και διημερεύουν σε καφενεία, οινοπωλεία και άλλα χειρότερα μέρη.
Στον καλόγηρο όμως απαγορευόταν και κάθε τέτοια ευχαρίστηση ή αναψυχή. Αυτός όφειλε να οικουρεί ή να βρίσκεται παντού όπου τον καλούσαν οι ιερείς.
Για τούτο, η παρήλικη γυναίκα με τα κόκκινα μάγουλα, ειλικρινά τον λυπόταν και τον είχε πονέσει, όπως έλεγε. 
Ποτέ δεν είχε περάσει από το νου της, ότι ήταν δυνατόν «να τα πετάξει» ο πάτερ Σαμουήλ, να αρπάξει τη μία απ΄ τις θυγατέρες της και να φύγει νύκτα μαζί της, νυμφευόμενος αυτήν με στεφάνι ή χωρίς στεφάνι, με παπά ή χωρίς παπά.
Άλλες μητέρες, ίσως ήταν ικανές να χωνέψουν με τη συνείδησή τους ένα τέτοιο πραξικόπημα. Αυτή όμως, ας ήταν και αμαθέστατη, ας μην είχε σαφές και ισχυρό το θρησκευτικό αίσθημα, εν μέσω της κοινωνικής και εκκλησιαστικής ελεεινότητας, η οποία από παντού μας περιβάλλει, δεν θα το χώνευε ποτέ.
Επ’ ουδενί λόγω θα έστεργε να φαίνεται ως «αφορισμένη» στον κόσμο. 
Γνώριζε μία γυναίκα από άλλη συνοικία της πόλεως, της οποίας μία απ΄ τις θυγατέρες της είχε πάρει έναν καλόγερο.
Τρομάρα της! Σώσον, ελέησον, Κύριε! Μετά την στον παράνομο γάμο συγκατάθεση, η γυναίκα εκείνη της φαινόταν άλλη, σαν να άλλαξε υπόσταση, σαν να μην ήταν η ίδια πλέον. Της φαινόταν ως «αφορισμένη» πράγματι. 
Η πομπιωμένη! δεν ντράπηκε!… Τα μάτια της είχαν αγριότητα, το πρόσωπό της ήταν σαν πρησμένο με χρώμα στάχτης και το σαγόνι της είχε στραβώσει, σαν να είχε πάθει τίποτε από κανένα ξωτικό.

***
Ο πάτερ Σαμουήλ, που ποτέ δεν άφηνε τα καλογηρικά του, της είχε διηγηθεί για ένα «παράδελφόν του», ο οποίος προ ετών ήταν διάκονος σε μία των μονών του Αγίου Όρους. Έπειτα φεύγοντας από τον Άθω, ήλθε στην Αθήνα, όπου αίφνης ένα πρωί, τον βλέπει με τα γένια ξυραφισμένα, με καπέλο και με φράγκικα. Αν ήταν άλλος, δεν θα τον είχε γνωρίσει, αλλά ο πάτερ Σαμουήλ τον ήξερε καλά.
- Τι έπαθες, πάτερ Συμεών; Σε καλό σου! Τι σου ήρθε, βρε αδερφέ;
- Τι να κάμω, εντρέπεται κανείς να γυρίζει με τα ράσα, μέσα στον κόσμο!
- Και δεν ήξερες να πας στη μετάνοιά σου, καθώς μου έχεις πει;
- Έκαστος έχει τον κρίνοντα αυτόν…
Μετά τρεις μέρες μαθαίνει, ότι ο Συμεών αυτός είχε νυμφευθεί.
Ο πάτερ Σαμουήλ απόρησε πως βρέθηκε ιερέας να τον στεφανώσει και αναρωτιόταν στον εαυτό του, αν ο τοιούτος ιερέας από άγνοια άρα ή εν γνώσει το έπραξε.
Αλλά επί πλέον, μαθαίνει ότι ο γάμος δεν τελέσθηκε κατά το δόγμα της Ανατολικής Εκκλησίας.
Ένας απ΄ τους ευαγγελικούς λεγόμενους, που βόσκουν στο πλήρες ουλών και τραυμάτων σώμα της Ανατολής, είχε τελέσει το γάμο.
Ο πρώην καλόγηρος είχε προσκολληθεί σε κάποια λέσχη, παρά την πύλη του Αδριανού και ζούσε περιγλύφοντας κόκκαλα πλησίον τους.
Ο πάτερ Σαμουήλ σταυροκοπήθηκε πολλές φορές και με τα δύο χέρια. Έτσι άρα το πονηρό πνεύμα, το απελθόν κατ’ αρχάς εκ του ανθρώπου εκείνου, πήγε και βρήκε «άλλα επτά πνεύματα πονηρότερα εαυτού», και επιστρέφοντας εγκαταστάθηκε οριστικά στην καρδιά του. Φείσαι, Κύριε!
Τα θυμόταν, όσα είχε ακούσει από τον καλόγηρο η γριά, όταν αυτός σηκώθηκε να πάει να κοιμηθεί κι εκείνη, χωρίς να κρατεί λύχνο, τον προέπεμψε ως την πόρτα.
Οι δύο κόρες έμειναν εντός του οικήματος, στο βάθος του δεύτερου θαλάμου, όπου γινόταν η συναναστροφή.
Εκεί, στο σκοτάδι, η γριά πήγε πάρα πολύ σιμά στον καλόγηρο και όπως ήταν αναμμένη από την λίγη ρετσίνα, κάτι άρχισε να ψιθυρίζει στο αυτί του, λόγια σχεδόν ασυνάρτητα, εκ των οποίων ο καλόγηρος αντελήφθη μόνο την κινδυνώδη φράση, «…έχασες τα νιάτα σου!»
Γιατί άρα η παρήλικη γυναίκα με τις κόκκινες παρειές πήγε τόσο σιμά στον καλόγηρο και γιατί τα έλεγε αυτά; 
Ίσως… για να προασπίσει τις κόρες της, τις οποίες ήθελε τίμιες και άμεμπτες.
Αλλά η ασπίδα ήταν έμψυχη και είχε σάρκα και αίμα.
Όταν ο καλόγηρος, με αίσθημα μελαγχολίας και μονώσεως, την καληνύχτισε, η γριά Τασού ακούσια του έσφιξε το χέρι. 
Και η πνοή της εύσαρκης παρήλικης του έκαιγε την παρειά… Και η εξέχουσα από τη μαντήλα μπούκλα της κόμης της, του χάιδεψε το μέτωπο.
Τόσο μόνο.
Και όταν ο καλόγηρος απήλθε στο κελί του, πλησίον του ναού, είχε στο πρόσωπο επί πολλή ώρα την αίσθηση της επαφής της σάρκας και οσφραινόταν σαν οσμή χώματος, σαν από ανασκαφέντα τάφο προς ανακομιδή οστών.
«Γη ει και εις γην απελεύσει». 
Και αυθόρμητα άρχισε να πλένει το στόμα, το πρόσωπο και τα χέρια του.
«Και έπλασε ο Θεός τον άνθρωπο χουν λαβών από της γης.
Κόλαση εδώ, Κόλαση κι εκεί! Σκώληξ ακοίμητος και πυρ αιώνιο!
Γέεννα! Κλαυθμός και βρυγμός των οδόντων!»
***
Μετά την πρώτη οπτασία των μοναστηριακών αναμνήσεων, των κόκκινων και κυανών υέλων των θυρίδων του βυζαντινού ναού, των υποσκότεινων χιβάδων, των ζωγραφισμένων στους τοίχους μελαγχολικών Αγίων, των κυανών καπνών του θυμιάματος, των χρυσοκέντητων ποδιών, των εικόνων με τα αργυρά και χρυσοκαπνισμένα «υποκάμισα», των αργυρών και χρυσεγγλύπτων λειψανοθηκών, του κοκκινίζοντος διά μέσου των θυρίδων στερεώματος, μυστηριώδους λυκαυγούς, της ροδίζουσας ανατολής, των πουλιών των κελαδούντων στα φυλλώματα γιγαντιαίων κυπαρισσιών, της γενναίας φύσεως και του κλίματος, των ατελείωτων δασών της καστανιάς, επανέρχονταν πάλι στη φαντασία του οι δύο μικρές νεανίδες με τα ωχρά πρόσωπα, με τη λευκή ατημέλητη περιβολή τους, με το πλέξιμό τους κρεμάμενο από τον τράχηλο, με τους ισχνούς βραχίονες και τα λεπτά χέρια, με τα κονδυλένια δάκτυλα, με τους λευκούς λαιμούς τους, με τους υγρούς οφθαλμούς, με τους κυανούς κύκλους ολόγυρα, με τα αθώα και τρυφερά βλέμματά τους.
Επανέρχονταν και ήθελαν διά της βίας να κάνουν κατοχή της καρδιάς του. Αλλά παράδοξο! Η γριά, η αγωνιζόμενη να προασπίσει την αρετή τους, ως έμψυχη ασπίδα, γινόταν τότε διά μιας, για τον πτωχό καλόγηρο, ασπίδα και βασιλίσκος, ορθωνόταν φοβερά, ύψωνε την κεφαλή, συστρεφόταν, σύριζε και ζητούσε να τον δαγκάσει στο στόμα του… το οποίο απέπνεε οσμή χώματος κι επαφής σάρκας.
Και δεξιά και αριστερά αυτής, οι δύο κορασίδες γίνονταν αμυδρές, αόριστες, ατμίζονταν, λάβαιναν ύπαρξη ονειρώδη, μεταμορφώνονταν τελείως.
Και μετά από λίγο, φαινόταν να φυτρώνουν μικρά πτερύγια στους ώμους, τα χέρια τους γίνονταν άφαντα, οι λαιμοί τους λεπτύνονταν, μηκύνονταν, τα πρόσωπά τους οξύνονταν, γίνονταν ρύγχη, μεταμορφώνονταν σε δράκοντες απειλητικούς.
Και στο μέσον τους η γριά μετέβαλλε πάλι μορφή, άνοιγε το στόμα της σαν πηγάδι, τα μέλη του σώματός της χάνονταν, εγίνετο όλη στόμα, στόμα χάσκον και έτοιμο να καταπιεί.
Αυτή ήταν η πύλη της Κολάσεως κι εκείνες οι δύο δράκοντες που αγρυπνούσαν μη κάποιος των αμαρτωλών εξέλθει αυτής.
Ο καλόγηρος τιναζόταν έφρισσε στο κρεβάτι του, ξυπνούσε τρέμοντας και πάλι βυθιζόταν σε νάρκη και κάρωση. 
Και έβλεπε την κλίμακα τη μυστική, δια της οποίας ανέρχονται οι μοναχοί εις τα άνω, εις την νήψιν, εις την θεωρίαν, εις τον Παράδεισον.
Κι έβλεπε στον αέρα τις σκοτεινές μορφές των δαιμονίων, όσα εμποδίζουν τους μοναχούς να φθάσουν εκεί επάνω.
Έβλεπε την ίδια την ψυχή του αγωνιώσα, φεύγουσα, μη δυνάμενη να ανεβεί, κινδυνεύοντας να κρημνισθεί εκεί κάτω, στο στόμα της γριάς.
Κι έβλεπε κατά σταθμούς επάνω τα φοβερά λογοθέσια, με τους κρινόμενους, με τις γιγαντιαίες βίβλους ανοιγόμενες, κρατούμενες από αγγέλους συμπαθείς και τους δαίμονες τραβώντας λυσσωδώς τους κρινόμενους προς τα κάτω.
Κι έβλεπε πάμπολλους μοναχούς να πέφτουν από διάφορες βαθμίδες της ουρανομήκους κλίμακας. Και λυπόταν τους δυστυχείς εκείνους και αυτός με τρεμουλιαστές κνήμες και με ασθενείς χείρες προσπαθούσε εναγώνια να κρατηθεί στις κάτω βαθμίδες.
Αλλά αίφνης ένα σκοτεινό δαιμόνιο, έχοντας στο πρόσωπο τους χαρακτήρες της μιας των δύο νεανίδων, εναέρια βρισκόμενο, τον άρπαξε μανιωδώς από το κράσπεδο του ράσου του και με όλες τις δυνάμεις του τραβούσε, τραβούσε επίμονα να τον κατακρημνίσει.
Λίγο ακόμη και οι τρεμουλιασμένες χείρες του θα ξεπιάνονταν από την ανωφερή δοκό της κλίμακας.
Αλλά αίφνης ξύπνησε με νευρικό ανατιναγμό.
- Κόλαση εδώ, Κόλαση κι εκεί! ψιθύρισε κάνοντας το σημείο του Σταυρού ο μοναχός.
***
Την επομένη πριν από το μεσημέρι, ο μοναχός Σαμουήλ πήγε στην αρχιεπισκοπή, όπου έμεινε περί τη μισή ώρα.
Ακολούθως, αφού σκέφτηκε, περί το δειλινό, επισκέφθηκε το ένα μετά το άλλο τα σπίτια των επιτρόπων και των ιερέων του ναού.

Έπειτα, κάλεσε μυστηριωδώς ένα γείτονα που είχε κάρο και
είχε σχολάσει νωρίς, του είπε λίγες λέξεις, τις οποίες εκείνος με έκπληξη άκουσε.
- Και γιατί τέτοια ώρα, γέροντα; τον ρώτησε.
- Θέλω να μη με μάθει κανείς, απάντησε ο Σαμουήλ και σε παρακαλώ, να μη βγει από το στόμα σου.
- Και ξέρουν χαμπάρι οι πίτροποι; ρώτησε πάλι ο άνθρωπος.
- Μη σε μέλει, εγώ είμαι συνεννοημένος.
- Και τι ανάγκη τον έχεις τον κόσμο, αν σε ιδούν τάχα κιόλας; επέμεινε αυτός που είχε το κάρο.
- Ε! Δεν έχω ανάγκη τον κόσμο, έχω όμως ανάγκη τον εαυτό μου. Εγώ το ξέρω πλέον. 
Ο άνθρωπος δεν φαινόταν να πείσθηκε.
- Αν δε βαριέσαι, σύρε να ρωτήσεις στο σπίτι του επιτρόπου,
του κυρ-Γιάννη του Ρηγίτσα, για να βεβαιωθείς.
Σε παρακαλώ μόνο, μην κάνεις λόγο αλλού πουθενά έως αύριο.
Αυτός που είχε το κάρο απομακρύνθηκε, νεύοντας με το κεφάλι ότι θα πάει και θα τηρήσει το μυστικό.
Μετά λίγες στιγμές, φάνηκε η γριά Τασού ο εφιάλτης της προηγούμενης νύκτας.
- Πώς δε σε είδαμε σήμερα, Σαμουήλ; του λέγει.
- Τι να κάμω; Είχα δουλειές κι έτρεχα, απάντησε ψυχρά 
ο καλόγηρος.
- Πού πήγες;
- Πήγα στη μητρόπολη κι αλλού κι αλλού.
- Πού αλλού;
- Εδώ, εκεί, είπε κακόκεφος ο καλόγηρος.
- Τι πήγες στη μητρόπολη; Είναι καμιά δουλειά;
- Άλλη φορά σου λέγω, είπε κοιτάζοντας αλλού ο καλόγηρος.
- Έχεις βλέπω μυστικά, Σαμουήλ, είπε η κόκκινη γριά.
- Τι μυστικά, βλοημένη, να έχω;… Μα ωστόσο… άλλη φορά τα λέμε.
Την ίδια στιγμή επέστρεφε αυτός που είχε το κάρο.
Ένευσε από μακριά στον καλόγηρο ότι πήγε στην οικία του επιτρόπου, ότι πληροφορήθηκε και δεν είχε πλέον καμία υποψία.
- Μου είπαν, ότι επαρέδωκες, είπε φωνάζοντας και είσαι νέτος.
- Σουτ! ένευσε με το δάκτυλο στα χείλη ο καλόγηρος.
Η γριά άκουσε τη λέξη του ανθρώπου και έσπευσε ευθύς μόλις απομακρύνθηκε αυτός, να ρωτήσει τον καλόγηρο:
- Τι επαρέδωκες, Σαμουήλ; Τι σου λέγει αυτός; Τι είσαι νέτος;
- Δε λέει τίποτε, βλοημένη, απήντησε ο καλόγηρος. 
Τάχα πως… παραδίνω… δίνω λογαριασμό για το κερί της εκκλησιάς… στους επιτρόπους, κάθε μήνα.
- Σαν αλλιώτικος μου φαίνεσαι σήμερα, είπε με υποψία η κόκκινη γριά.
Μη σου ήρθε καμιά ιδέα να μας φύγεις, Σαμουήλ;
- Να σας φύγω; Όχι! είπε έντονα ο καλόγηρος.
- Κοίταξε, μη σε χάσουμε, γιατί σε μάθαμε, καημένε Σαμουήλ και θα μας κακοφανεί πολύ.
- Τι λες, βλοημένη;… Δεν σου λέω, μπορεί να φύγω, ύστερα από καιρό… καθώς πολλές φορές σου είπα… μα εύκολα δεν φεύγει, βλέπεις, κανείς.
- Γιατί σε πονέσαμε και μας πόνεσες, πρόσθεσε η γριά.
- Αλήθεια, είπε ο Σαμουήλ. Ας είστε καλά. Μα, καλόγερος βλέπεις, δεν μπορεί παρά να πάει στη μετάνοιά του μια μέρα…
- Ύστερα από κάμποσα χρόνια, σα γεράσεις, Σαμουήλ.
- Όποτε είναι θέλημα Θεού.
Η γριά σιώπησε για λίγες στιγμές και έπειτα είπε:
- Τι όμορφα που περάσαμε ψες το βράδυ! Τα κορίτσια ευχαριστηθήκανε πολύ απ’ τη συναναστροφή σου…
Πότε πάλι θα μας έρθεις, Σαμουήλ;
- Ε! καμιά βραδιά πάλι, να περάσουν λίγες μέρες.
Και η γριά, βλέποντας ότι η Κώσταινα την κατασκόπευε απ’ αντίκρυ με τη μικρή ρόκα της, απομακρύνθηκε.
***
Τη βαθιά νύκτα, κοντά τα μεσάνυκτα, χτύπησε η πόρτα του μικρού κελιού.
- Καλόγερε! Πάτερ Σαμουήλ! Απάντηση δε δόθηκε.
- Σαμουήλ! Πάτερ Σαμουήλ! Καλόγερε!
Κανένα σημάδι, ότι άκουσαν από μέσα την επίκληση.
Φως στο παράθυρο δεν υπήρχε.
- Κάτι βαριά κοιμήθηκε απόψε ο καλόγερος, είπε αυτός που χτύπησε την πόρτα.
Και ύψωσε το φανάρι που κρατούσε προς το παράθυρο του κελιού και τότε φωτίστηκε η όψη του μεσήλικα άνδρα, ευτραφούς με ψαλιδισμένο το γένι.
Ήταν ο κυρ-Γιάννης Μανάφτης, που εξακολουθούσε να χτυπάει δυνατά την πόρτα ως και το παράθυρο του ισογείου οικήματος, σιγοψιθυρίζοντας με τα δόντια.
«Τι προσήλθες, αδελφέ;» και πάλι άρχισε να φωνάζει δυνατά.
Οι φωνές και τα κτυπήματα στην πόρτα του κυρ-Γιάννη, είχαν ως αποτέλεσμα το να τρίξει ελαφρά ένα παράθυρο γειτονικού σπιτιού, να ανοιχτεί και ένα κεφάλι να προβάλει απ΄ το άνοιγμα.
Ο κυρ-Γιάννης άκουσε το ελαφρό τρίξιμο, στράφηκε και διέκρινε στο σκοτάδι το κεφάλι που φάνηκε.
Τι να έγινε ο καλόγερος; ρώτησε, μην επήγε πουθενά;
- Τι τόνε θέλεις; ρώτησε γυναικεία φωνή.
Ήταν η γειτόνισσα η Κώσταινα, χωρίς τη ρόκα της, η οποία, κοιμώμενη από τις οκτώ, είχε χορτάσει τον ύπνο και αφού σηκώθηκε, ήλθε στο παράθυρο να δει και ν’ ακούσει.
Ο κυρ-Γιάννης απάντησε.
- Η πεθερά μου κινδυνεύει και είναι ανάγκη να την μεταλάβουμε.
Αλλά δεν ξέρω που να είναι ο καλόγερος.
- Θα είναι στις παπαδιές, απάντησε με ετοιμότητα η Κώσταινα.
- Ποιες παπαδιές; ρώτησε με προσποιητή απορία ο κυρ- Γιάννης.
Η κυρά-Κώσταινα δεν απήντησε απ’ ευθείας, αλλά μετά από λίγη σιγή επανέλαβε.
- Ποιος ξέρει αν δεν τον έχουν κρυμμένο μέσα οι παπαδιές, μην τόνε ζηλέψει κανείς και τόνε πάρει.
- Τι παπαδιές; Δεν καταλαβαίνω τι μου λες κυρά, είπε ο κυρ-Γιάννης, ο οποίος τουναντίον είχε καταλάβει από την αρχή, διότι κάτι ήξερε περί της σχέσεως την οποία υπαινισσόταν 
η από το παράθυρο γυναίκα.
- Θα είναι χωσιά σου λέω, επέμεινε η Κώσταινα.
Βρόντα εκεί (δείχνοντας τη θύρα της γριάς Τασούς) να μάθεις.
- Δεν μπορώ να βροντώ στα ξένα σπίτια, είπε ο κυρ-Γιάννης.
- Μεγάλη προσβολή θα τις κάμεις! είπε η Κώσταινα, δεν ξέρεις καλέ να καμωθείς, να βρεις αφορμή πως τάχα, επειδής δε βρήκες τον καλόγερο, πίστεψες πως θα πήγε κάπου σε κανένα εξωκκλήσι και θέλεις να ρωτήσεις τη γριά, μην της άφησε το κλειδί της εκκλησιάς, ωσάν κλησάρισσα που είναι;
Ο κυρ-Γιάννης ο Μανάφτης θαύμασε το σχέδιο της γυναίκας.
Εντούτοις δίσταζε να το βάλει σε πράξη.
- Θα πάω καλύτερα, είπε, αφού για μια στιγμή σκέφθηκε, να βροντήξω την πόρτα του παπά-Παυλίνου, που κάθεται δω κοντά.
Θαρρώ να είναι εφημέριος κι ίσως να έχει ο ίδιος το κλειδί, αν λείπει ο καλόγερος. Τέλος πάντων, ότι είναι, θα ξέρει.
Και όπως είπε, έκαμε.
Ο παπά-Παυλίνος, που ήταν εφημέριος, βρέθηκε να έχει το κλειδί της εκκλησίας, πήγε και μετέδωκε την κοινωνία στην ψυχορραγούσα.
Ο κυρ-Γιάννης ντράπηκε να ρωτήσει τον ιερέα, γιατί το κλειδί βρέθηκε εξαιρετικά το βράδυ εκείνο στα χέρια του και τι έγινε 
ο καλόγηρος.
***
Μόνο το πρωί έμαθε, όπως όλη η γειτονιά, ότι ο καλόγηρος είχε αναχωρήσει το βράδυ εκείνο, παρατώντας το επάγγελμα του νεωκόρου.
Στις δέκα η ώρα τη νύκτα, ο άνθρωπος με το κάρο είχε έλθει μπροστά από το κελί. Ο πάτερ Σαμουήλ είχε ετοιμάσει, άμα νύχτωσε, όλη την πενιχρή αποσκευή του και αφού την επιβίβασε στο κάρο, ανέβηκε και αυτός.
Ξεκίνησαν για τον Πειραιά. Όλη η συνοικία κοιμόταν και κανείς δεν τους είδε, μόνο κάποιοι αγυιόπαιδες, οι οποίοι υπέθεσαν ότι ο καλόγερος πήγαινε σε κανένα εξωκκλήσι.
Δεν είχε ενδώσει στις πιέσεις των επιτρόπων, όπως μείνει για λίγες μέρες, μέχρις ότου βρουν διάδοχό του. 
Βιαζόταν να φύγει, φοβούμενος μήπως μεταμελείταν την επαύριο.
Από το πρωί ζήτησε εκκλησιαστικό διαβατήριο από την αρχιεπισκοπή.
Οι επίτροποι κατεθλίβησαν για την αναχώρησή του.
Επιβιβάσθηκε στο πρώτο ατμόπλοιο, που απέπλεε για τη Θεσσαλονίκη και με αίσθημα ανακούφισης, για το οποίο απορούσε και αυτός, επέστρεψε στον Άθωνα, στη μετάνοιά του.
 
Αλέξανδρος  Παπαδιαμάντης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.

TO ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΩΝ ΔΙΡΦΕΩΝ 2