Ο
κυρ-Μοναχάκης ήταν πράγματι πάνω στη σκαμπαβία και
η
Νοσταλγός δεν είχε απατηθεί. Μισή ώρα μετά την επιβίβαση των
δύο φυγάδων, είχε τη δυσαρέσκεια να μάθει ότι «το Λιαλιώ του» δεν
ήταν πλέον στο σπίτι.
Στο
καφενείο όπου καθόταν, συζητώντας ζωηρά πολιτικά θέματα, με την μακριά του
τσιμπούκα ακοίμητη, καπνίζουσα πέραν της πλατιάς βράκας του, ένα δεκαετὲς παιδί
μπήκε στο καφενείο, ξυπόλυτο, με πουκάμισο ραβδωτό και παντελόνι όμοιο και
είπε:
― Μπάρμπα,
η γ᾽ναίκα σ᾽ έφ᾽κι.
―Έφυγε;
Πού πάει; είπε ξαφνιασμένος ο ενάρετος αυτός άνδρας.
― Δε
ξέρου.
― Δε
ξέρεις; Κι απὸ πού τό ᾽μαθες;
― Ου
Βασίλ᾽ς τς Μάρκινας ήτανε κειδὰ στου γιαλὸ κι τ᾽ν είδιι.
― Και
ποιός είν᾽ αυτός, ου Βασίλ᾽ς τς Μάρκινας;
Το
παιδί στράφηκε προς την πόρτα και είπε:
― Να,
κείνους απ᾽ στέκιτι όξ᾽ απ᾽ την πόρτα.
Ο
κυρ-Μοναχάκης και οι τέως συνομιλητές του, των οποίων πολύ κεντήθηκε η
περιέργεια, στράφηκαν όλοι προς την πόρτα.
Δεύτερο
παιδί οκταετές, ξυπόλυτο, ξεσκούφωτο, με τη μία σκελέα ανασηκωμένη ως το
γαστροκνήμιο, με τα πόδια βρεγμένα από τη θάλασσα, στεκόταν έξω από την πόρτα,
κρύβοντας το μισό του προσώπου πίσω από την παραστάδα, το μισό του σώματος πίσω
από τον τοίχο, κοιτάζοντας με το ένα μάτι μέσα στο καφενείο.
―Εσύ
βρε, την είδες τη γυναίκα μου να φεύγει; του φώναξε
ο
κυρ Μοναχάκης.
― Τ᾽ν
είδια, μπάρμπα, απάντησε το παιδί.
― Και
που πάει;
― Ξέρου
᾽γώ;
Ο
κυρ-Μοναχάκης, σηκώθηκε με αδημονία και με οργισμένη χειρονομία, έκαμε να
τινάξει το τσιμπούκι του στο έδαφος.
Το
πρώτο παιδί, το οποίο στεκόταν πέντε βήματα απ’ αυτόν τρόμαξε, φοβούμενο μη
φάγει καμία με το τσιμπούκι και έτρεξε να φύγει.
Το
δεύτερο παιδί, έξω από την πόρτα, έγινε άφαντο πίσω από τον τοίχο.
― Μη
φοβάσαι, είπε ο κυρ-Μοναχάκης, αν λες αλήθεια, δεν τρως ξύλο, μα έλα δω… πες
μου τι ξέρεις… γιατί…
Η
λέξη αυτή ήταν η μόνη που πρόφερε, όπως υποδηλώσει τη θλίψη, την οργή και τη
ντροπή του.
― Να,
μπάρμπα, είπε αφού αναθάρρησε και στάθηκε κοντά στην πόρτα το παιδί, ου Βασίλ᾽ς
είδιι τ᾽ βάρκα, απ᾽ μπήκε η γ᾽ναίκα σ᾽ μαζὶ μὶ τ᾽ Καληώρ᾽ του γιο κι κάμανε κατὰ
του Δασκαλειὸ να σουργιανίσ᾽νε. Μι φώναξι κι μένα κι μόδειξι αλάργα τ᾽ βάρκα,
μα τς αθρώπ᾽ δὲν τς είδια. Λέγαμι πως θελὰ γυρίσ᾽νε γλήουρα πίσου, ύστιρα τς
είδιαμι κι κάμανε πέρ᾽ απ᾽ τ᾽ν Πούντα κι βγήκανε όξ᾽ απ᾽ του λιμάν᾽. Καρτιρούμι
να γυρίσ᾽νε πίσου, δε γυρίσανε.
― Και
πόση ώρα είναι που τους είδατε;
― Να,
ως δύο ώρις κι παραπάν… ταπουτώρα.
― Και
γιατί δεν ήρθατε πρωτύτερα να μου πείτε;
― Μα
δεν είναι πουλλὴ ώρα… ως μια ώρα, μια ουρίτσα…
κι
παρακάτ᾽… λίγη ώρα… ταπουτουρίτσα.
Ο
κυρ-Μοναχάκης έκαμε νέα οργισμένη χειρονομία για να αποθέσει στη
γωνία το τσιμπούκι του. Το παιδί έσπευσε να τραπεί σε φυγή.
* * *
Εντωμεταξύ,
ο Βασίλης της Μάρκινας, που είχε προπορευθεί κατά τριακόσια βήματα, έτρεχε με
την προθυμία εκείνη, την οποία δείχνουν τα παιδιά, όπως δώσουν καλή ή κακή
είδηση, για να πάρουν «τα συχαρίκια» στην πρώτη περίπτωση, για να διασκεδάσουν
με την αμηχανία του ενδιαφερόμενου στη δεύτερη. Έφτασε λαχανιασμένος κάτω από
το σπίτι του πλοιάρχου της σκούνας, στάθηκε κάτω από τον εξώστη, που έβλεπε την
πόρτα ανοικτή και άφθονα φώτα στο θάλαμο και άρχισε να φωνάζει με
όλη τη δύναμη των πνευμόνων του.
― Μπάρμπα!
πήρανε τ᾽ βάρκα!
Ο
Βασίλης δεν είχε την τόλμη να μπει στο καφενείο πριν, για δώσει την είδηση στον
κυρ-Μοναχάκη. Αλλά τώρα, βλέποντας ότι ο σύντροφός του έδωκε την είδηση χωρίς
να φάει ξύλο και εκτός τούτου, διότι ήξερε ότι από τον εξώστη δεν θα τον έφθανε
η χονδρή ράβδος του πλοιάρχου, είχε πάρει θάρρος και έσπευσε να προλάβει το
σύντροφό του, όπως απολαύσει αυτός την ηδονή.
Ο
καπετὰν Κυριάκος, που καθόταν ακόμη στο τραπέζι, μη χορταίνοντας να καλοτρώει
και να κουτσοπίνει, όπως συνηθίζει ο ναυτικός, όταν για λίγες ημέρες επιστρέψει
στην εστία του, παρατείνοντας και αναλύοντας επ᾽άπειρον την τόσο σπάνια γι’
αυτόν ηδονή, σηκώθηκε και βγήκε στον εξώστη.
― Τι
᾽ναι, βρε;
― Να,
πήρανε τ᾽ βάρκα σ᾽.
― Ποιος;
― Ου
Μαθιὸς τ᾽ Μαλαμού.
― Ποιος
Μαθιὸς τ᾽ Μαλαμού;
― Να,
ου γιος τς Καληώρινας, πως ᾽νε λένε.
― Και
που την πάει;
― Να,
όξ᾽ απ᾽ του λιμάν᾽!
― Μονάχος
του;
― Μαζὶ
μι μια γ᾽ναίκα.
― Μαζὶ
μι μια γ᾽ναίκα! επανέλαβε έκπληκτος ο καπετὰν Κυριάκος.
Και
ποια;
Δεν
ακούσθηκε η φωνή του παιδιού, το οποίο, για καλό και για κακό, προφυλασσόταν
κάτω από τον εξώστη.
― Και
πως δεν ήρθες να μου πεις χαμπάρι! ανέκραξε ο καπετὰν Κυριάκος.
Αλλά
το παιδί είχε γίνει ήδη άφαντο, πίσω από τη γωνία του τοίχου και μόνο τα βήματά
του ακούγονταν να τρέχουν πάνω στο λιθόστρωτο.
«Ο
μούτσος, του διαβόλ᾽ ο γιος, θα τό ᾽στρωσε πουθενά στο μεθύσι, άρχισε να
μονολογεί ο καπετάν Κυριάκος κι άφησε τη βάρκα στην τύχη της».
Αμέσως
έστειλε προς αναζήτηση του μούτσου, τον οποίο μετά πολλές μάταιες έρευνες στα
καπηλειά της αγοράς, τον βρήκε τέλος σε μία παράμερη ταβέρνα, από το μέσα
δρόμο.
* * *
Ο
πλοίαρχος, παρήγγειλε σε δύο από τους συντρόφους του, οι οποίοι ξεκουράζονταν
στο σπίτι τους, να δανεισθούν μία λέμβο, για να ανέβουν στη σκούνα και να
κατεβάσουν από το κατάστρωμα τη μεγάλη σκαμπαβία με τα έξι κουπιά. Δεν τον
έμελλε τόσο για τη γυναίκα η οποία εκλάπη, όπως φαίνεται, ούτε για τον τυχερό
νέο που την είχε συνοδεύσει, όσο για την νεοπαγή, κομψή και στερεά φελούκα του.
Παρήγγειλε
επίσης να στρατολογήσουν απ’ την προκυμαία ως κωπηλάτες δύο ή τρεις πορθμείς
και να τρέξουν σε καταδίωξη της βαρκούλας.
Εντωμεταξύ
ο κυρ-Μοναχάκης, μαθαίνοντας σε ποιον ανήκε η κλεμμένη λέμβος, παρουσιάστηκε
περίλυπος στην οικία του πλοιάρχου.
― Μπορείς
να πας μαζί με τη σκαμπαβία και του λόγου σου, του είπε ο
καπετὰν Κυριάκος, που είχε μάθει τέλος σε ποιον ανήκε η κλαπείσα (κατά την
ερμηνεία την οποίαν φυσικά έδιδε το κοινό στο συμβάν) σύζυγος.
Ο
κυρ-Μοναχάκης, αυτό ίσα-ίσα επιθυμούσε, να πάει με την σκαμπαβία. Φοβόταν να
μείνει σε αγωνιώδη προσδοκία στην πολίχνη και του φαινόταν ότι, αν λάβαινε
μέρος στην καταδίωξη, διά του αντιπερισπασμού τούτου, ηπιότερα θα αισθανόταν
τον πόνο του. Έτρεφε πεποίθηση στη Λιαλιὼ ότι δεν ήταν ικανή, καθώς είπε η
ίδια, να προδώσει την τιμή του, αλλά και πάλι, ποιος ξέρει!
Ποιος
μπορεί να εξιχνιάσει της γυναικείας ιδιοσυγκρασίας τα μυστήρια; Γνώριζε την
ασθενική και ονειροπόλο προδιάθεσή της και τη μεγάλη και βαθιά νοσταλγία της.
Αλλά
πως να δώσει στους πολλούς να τα εννοήσουν αυτά;
Αλλοίμονο
σε όποιον πέσει σε λάκκο γεμάτο νερά και ας είναι καθαρό το νερό. Πιθανόν να
αποφασίσουν να σου δώσουν χείρα βοηθείας, αλλά δε θα πάψουν να σε περιγελούν.
Αυτός όμως ήταν βέβαιος για τη Λιαλιώ του, όσο δύναται άνδρας να είναι βέβαιος
περί γυναικός. Από τον καιρό κατά τον οποίο, ως στενός φίλος του πατρικού της
σπιτιού, τη φιλούσε και τη χόρευε τριετή στα γόνατά του, τριακοντούτης αυτός,
από την εποχή που ήταν πενταετής τη φίλευε γλυκίσματα, χωρίς υστεροβουλία και
προγνωστικό πνεύμα για το μέλλον, από τον καιρό που τραυλίζοντας ακόμη τον
αποκαλούσε «μπαλπα-Μοναχάκη», ως την ημέρα κατά την οποία και σύζυγός του που
έγινε ακόμη, εξακολουθούσε να τον αποκαλεί «μπάρμπα-Μοναχάκη», την είχε
παρακολουθήσει παιδίσκη, νεανίδα και γυναίκα και την είχε μελετήσει καλά και
ήξερε ότι, υπὲρ πάσα άλλη γυναίκα, ζούσε με την κεφαλήν της και με τα νεύρα
της.
Πέρασε
μισή ώρα, εωσότου οι δύο ναύτες του καπετὰν Κυριάκου πεισθούν να ξεκολλήσουν
από τα σπίτια τους. Άλλη μισή ώρα μέχρι να βρουν βάρκα, να ανέβουν στη σκούνα
και να κατεβάσουν τη σκαμπαβία στη θάλασσα. Άλλη μισή ώρα μέχρι να
στρατολογήσουν ως κωπηλάτες πορθμείς ή αλιείς απ’ την προκυμαία, των οποίων οι
λέμβοι δίκωποι ή τετράκωποι και βαριές, δεν κρίνονταν κατάλληλοι για την
καταδίωξη και μέχρι να συνεννοηθούν όλοι και τέλος είναι όλοι σύμφωνοι να
εκπλεύσουν.
Τέλος
επέβησαν στην σκαμπαβία ο κυρ-Μοναχάκης έβδομος, κάθισε στο πηδάλιο, και
ξεκίνησαν.
Με
συντονισμένη κωπηλασία, βγήκαν από το λιμάνι. Αλλά που να βρουν τη βαρκούλα; Η
θάλασσα, φλύαρη καθώς η γυναίκα, είναι όσον αυτή εχέμυθος και ποτέ δεν
διηγείται το μυστικό της. Όσον είναι δυνατόν να βρει κανείς τα ίχνη των ξένων
φιλημάτων στα χείλη της γυναίκας, άλλο τόσο είναι δυνατόν να βρει πάνω στην
αχανή κυανή έκταση της θάλασσας τα ίχνη της βαρκούλας. Ποιος ξέρει! επιτέλους,
διελογίζετο ο κυρ-Μοναχάκης, γυναίκα ήταν. Ο έρως είναι πλάνος και η νεότης
ευαπάτητος. Ποιος γνώριζε αν δεν είχε αμαρτήσει ήδη;
Ω!
καλά της το έλεγε αυτός, ότι πλησίον του θα ήταν ασφαλής, διότι ηλικιωμένος και
σοβαρός σύζυγος επέχει συν τοις άλλοις και το ρόλο του πατέρα για νεαρή
γυναίκα. Καλά το έλεγε κι εκείνη, ότι πλησίον του θα ήταν ασφαλής και αν ήθελε
να σφάλει ακόμη. Τώρα, χιλιάκις αν ήταν αθώα, ο
κόσμος θα την καταδίκαζε. Αλλά πλησίον του, χιλιάκις αν αμάρτανε, θα ήταν τίμια
στα μάτια του κόσμου.
Αλίμονο!
καθώς η βασιλοπούλα του παραμυθιού, αν υπεβάλλετο στην διά του σαγιττεύματος
θεοδικία, μόνο τα άκρα των αβρών δακτύλων της μιας χειρός της θα άγγιζε το
βέλος.
* * *
Στο
πέλαγος, ανάμεσα στο μεταξύ των δύο νησιών πέρασμα, έπλεε η βαρκούλα. Η φιλόφρων
Ναϊὰς των θαλάσσιων ρευμάτων έφερε βοηθητικό ρεύμα κάτω από την τρόπιδά της και
η ευμενής αύρα των απόγειων πνοών έστειλε ελαφρά ριπή στην πρύμνη της. Η
δροσερή πνοή δυνάμωσε τους βραχίονες και τους ώμους του νέου κι έσφιγγε τους
απαλούς μυώνες της νεαρής γυναίκας.
Κωπηλατούσαν
σαν δύο ασκημένοι κωπηλάτες, τα ελαφρά κουπιά δεν τους κούραζαν και είχαν
υπερβεί ήδη το μισό της υγρής οδού.
Όταν
η σκαμπαβία, που έτρεχε με δρόμο απολυτής φορβάδας, πλησίαζε στο ακρωτήριο
Τραχήλι, τότε μόνον οι επιβαίνοντες σ΄ αυτή ναυτικοί παρατήρησαν τη βαρκούλα.
―Τι
είν᾽ εκεί;
―Η
βάρκα!
Ο
κυρ-Μοναχάκης έστρεψε αριστερά το κεφάλι του.
― Α!
αυτή είναι!
― Ποιος
ξέρει; Δεν πιστεύω να είναι αυτή, είπε ένας απ΄ τους ναύτες, ο
οποίος επιθυμούσε να ήταν τρόπος να μην ήταν αυτή, για να απαλλαγεί, από νέο
πρόσθετο και πολύ ανιαρό κόπο.
― Αυτή
είναι, χωρίς άλλο, είπε άλλος, που επιθυμούσε να ήταν με κάθε τρόπο αυτή, γιατί
πολύ τον κέντριζε η περίεργη αυτή θαλάσσια σκηνή, αν
κατόρθωναν να συλλάβουν τη βάρκα με τη γυναίκα και τον εραστή της.
― Αυτή
είναι! αποφάνθηκε ο κυρ-Μοναχάκης, να τα γυρίσουμε κατά κει, παιδιά, να
ορτσάρω…
― Πού
πάει από κει; ρώτησε ένας ναύτης.
― Πάει
στον Αι-Νικόλα, το συντομότερο δρόμο βλέπεις διαλέξανε κι
εμείς ξεπλατισθήκαμε τόσην ώρα να τρέχουμε στο βρόντο.
― Να
τα γυρίσουμε παιδιά! έκραξε ο κυρ-Μοναχάκης, σας παρακαλώ, γλήγορα, να τα
γυρίσουμε, σία ένας, να ορτσάρω!
Οι
έξι κωπηλάτες είχαν αφήσει τα κουπιά και η σκαμπαβία έπλεε ακόμη με
την «κεκτημένην ταχύτητα». Ο κυρ-Μοναχάκης φώναξε εντούτοις, επειδή
ανησυχούσε για το χρόνο τον οποίον έχαναν:
― Σία,
παιδιά, σία. Γυρίστε κατά κει!… όρτσα σκαμπαβία!
Αλλά
κανείς δεν τον πρόσεχε. Συμβούλιο είχε στηθεί εν μέσω του πελάγους. Άλλοι
έλεγαν να προχωρήσουν εμπρός, άλλοι να στραφούν βόρεια προς το μέρος της
βαρκούλας. Τέλος υπερίσχυσε η γνώμη των πολλών, οι οποίοι ηλεκτρίζονταν από το
προσδοκόμενο απολαυστικό θέαμα.
Έστρεψαν
αριστερά την πρώρα και πήραν τα κουπιά με νέα δύναμη, την οποία μετέδιδε στους
ανθρώπους η φυσική προς τη νίκη φιλοτιμία και η προσδοκία του παράδοξου
θηράματος.
Αλλά
η σκαμπαβία απείχε τώρα από τον όρμο, προς τον οποίο έπλεε, το τριπλάσιο του
δρόμου όσον απείχε η βαρκούλα.
Και
αν η πρώτη είχε τριπλή δύναμη κουπιών, είχε όμως και πενταπλάσιο όγκο και
τριπλάσιο βύθισμα.
Ο
Μαθιὸς είδε εγκαίρως τη στροφή, την οποίαν έκαμε αιφνιδίως η
σκαμπαβία και επέδειξε το πράγμα στη σύντροφό του.
― Κοίταξε,
είπε, μας κυνηγούν.
― Τώρα,
ας μας πιάσουν! ανέκραξε εύθυμα το Λιαλιώ.
Μου
φαίνεται πως είναι μακρύτερα από μας.
― Ω! βέβαια, πολύ μακρύτερα. Μα έχουν πολλά κουπιά.
― Κι
εμείς έχουμε μεγάλη δύναμη!
Και
διπλασίασε τη ζέση της στην κωπηλασία.
Επὶ
μία ώρα και πλέον, παίχθηκε κατά μήκος της ακτής εκείνης, ενώ η ωχρή σελήνη
κατέβαινε ήρεμα προς δυσμάς και η φωνή του αλέκτορα ακουόταν να εκπέμπει το
δεύτερο λάλημα στα χωράφια στις πλαγιές στις κοιλάδες και αγροικίες, το
παιγνίδι του φοβερού και μεγαλοποιού οκταποδιού που κυνηγάει τη μαρίδα και του
καταδυόμενου και φιλοπαίγμονος δελφινιού που θηρεύει τη ζαργάνα.
Η
σκαμπαβία έτρεχε, με ρυθμικό κρότο των κουπιών επὶ των σιδηρών διχαλωτών
σκαλμών, με δύναμη απαίσιου καρχαρία, πομπώδης και μονότονη. Η βαρκούλα έφευγε
πάνω στο κύμα, όπως ο φελλός, με ελαφρό όπως ο κρότος του φιλήματος φλοίσβο,
απωθώντας με τα μικρά παιγνιώδη κουπιά της τα ύδατα, τα οποία την θώπευαν και
την προέπεμπαν τρέχοντας μαζί της, ως τιμητική συνοδεία προηγουμένη και επομένη
βασιλικού άρματος και θα έλεγε κανείς, ότι αόρατοι Τρίτωνες τη μετέφεραν πάνω
στο κύμα, για να μη χάνει ταχύτητα με της τρόπιδας το βύθισμα.
* * *
Εντούτοις,
οφθαλμοφανώς, η σκαμπαβία κέρδιζε δρόμο επὶ της βαρκούλας. Έτρεξαν ακόμη,
έτρεξαν πολύ και πάντοτε η σκαμπαβία κέρδιζε δρόμο και πάντοτε πλησιέστερα
φαινόταν, ωσότου η απόσταση, που χώριζε ακόμη τη βαρκούλα από την παραλία ήταν
ήδη μικρή, ελάχιστη και όσο και αν έτρεχε η σκαμπαβία, ο Μαθιὸς πρόλαβε κι
έριξε τη βαρκούλα με ορμή στα ρηχά, επὶ της άμμου.
― Πάντα
κατευόδιο! έκραξε φαιδρά το Λιαλιώ.
Σηκώθηκε,
βλέπουσα το λευκό τοίχο του ναΐσκου του Αγίου Νικολάου που έλαμπε στο φως της
σελήνης, έκαμε το σταυρό της και πήδησε πρώτη στην άμμο της παραλίας, βρέχοντας
τις φτέρνες, στο νερό.
Ο
Μαθιὸς πήδησε κατόπιν της και δοκίμασε να σύρει τη βάρκα.
Η
σκαμπαβία δεν απείχε ήδη παρά είκοσι οργιές από τον όρμο.
Ο
νέος προσπαθούσε να σύρει επὶ της άμμου τη βάρκα, σπεύδοντας να συνοδεύσει τη
Λιαλιὼ πάνω στο χωριό. Υποπτευόταν ότι οι άνθρωποι της σκαμπαβίας θα τους
κυνηγούσαν και στην ξηρά και, χωρίς να ξέρει γιατί, ήταν ευτυχής για τούτο.
Η
τελευταία εκμυστήρευση της Λιαλιώς, περί του μνηστήρα που πνίγηκε στον Εύξεινο,
δεν ίσχυσε να τον καθησυχάσει και ο πειρασμός του ενέπνεε τη σκέψη, ότι μία
γυναίκα, που λησμόνησε τον ατυχή εκείνον για να νυμφευθεί ένα γέροντα, ήταν
ικανή να εγκαταλείψει το γέροντα για ένα τρίτο μένοντας στην πατρίδα της.
Αλλά
αν τους κατεδίωκαν μαζί στην ξηρά και αυτή εμπιστευόταν αυτόν και πήγαιναν μαζί
στο χωριό της, ω! τότε ο έρως του θα καθαγιάζετο επὶ της ξηράς και της
θαλάσσης.
Αίφνης,
η φωνή του κυρ Μοναχάκη, ο οποίος φαινόταν ορθός, στο φως της σελήνης, παρά την
πρύμνη της σκαμπαβίας, ακούσθηκε στη σιγή της νύχτας: Λιαλιώ! ε! Λιαλιώ!
Η
Λιαλιὼ στάθηκε σύννους, σκύβοντας την κεφαλή και έπειτα φωνάζοντας απήντησε:
―Ορίστε,
μπάρμπα-Μοναχάκη!
―Θέλεις
να πας στους γονείς σου, ψυχίτσα μου; Καλά θα κάμεις! Καρτέρει νά ᾽ρθω κι εγώ,
να σε συνοδεύσω ως εκεί, μήπως κακοπαθήσεις στο δρόμο μοναχή σου, αγάπη μου!
― Καλώς
νά ᾽ρθεις, μπάρμπα-Μοναχάκη! απήντησε ανενδοίαστα το
Λιαλιώ.
Ο
νέος στεκόταν ντροπαλός πλησίον της, κοιτάζοντας αυτήν, φοβισμένος και μη
εννοώντας.
― Σύρε
στο καλό, με τη σκαμπαβία, Μαθιέ μου π᾽λάκι μου, του είπε με τόνο ειλικρινούς
συγκινήσεως το Λιαλιώ, κρίμας που είμαι μεγαλύτερη στα χρόνια από σένα, αν
πέθαινε ο μπάρμπα-Μοναχάκης, θα σ᾽ έπαιρνα.
Αλέξανδρος
Παπαδιαμάντης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.