Τρίτη 4 Ιανουαρίου 2022

Φτωχός άγιος

Το διήγημα δημοσιεύτηκε το 1891
➖➖➖
Τη μετατροπή του κειμένου στην
καθομιλουμένη δημοτική
έκανε ο
Ιωάννης Δ. Γιαννούκος
⭐⭐⭐

Α΄
Όταν ήμασταν παιδιά, μη έχοντας τι να κάνουμε, γιατί το χωριό μας δεν είχε άφθονα τα μέσα της ψυχαγωγίας, συνοδεύαμε πολλές φορές τις μητέρες και τις θείες μας, σε εκδρομές στους αγρούς και τους ελαιώνες ή περνούσαμε όλη την ημέρα  σε γραφικούς όρμους, στους αμμώδεις και άσπιλους γιαλούς, απλά και μόνο για να παρενοχλούμε και να χασομερούμε με τις αταξίες μας τις εργατικές γυναίκες, που ασχολούνταν με το λεύκασμα των ρούχων.
Εάν κάποια γειτόνισσα, είχε τάξιμο να ανάψει τα κανδήλια του δείνα αγροτικού αγίου, χάριν του ξενιτεμένου και θαλασσοπορούντα συζύγου της, εάν αγαθός ιερέας πήγαινε να λειτουργήσει σε εξωκλήσι, ξεφεύγαμε από την επίβλεψη των γονέων μας και τρέχαμε εθελοντές μαζί με τις ευλαβείς προσκυνήτριες, οι οποίες εκπλήσσονταν όταν έβλεπαν εμάς
συνοδοιπόρους, χωρίς άλλο εφόδιο, παρά μόνο λίγο ψωμί, που είχαμε κλέψει από το σπίτι.
Η ωραιότερη από τις εκδρομές αυτές ήταν στο Κάστρο, την παλαιά πόλη του νησιού, που ερημώθηκε μετά το 1821.
Το Κάστρο τούτο ήταν αληθινή φωλιά γλάρου, βράχος που εξείχε πάνω από εκατό οργιές πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας και με στενό λαιμό συνδεόμενος με την ξηρά, με την οποία συγκοινωνεί με κινητή ξύλινη γέφυρα.
Γράφω απλώς τις αναμνήσεις και εντυπώσεις της παιδικής ηλικίας μου και δεν λέω υπερβολές, βεβαιώνοντας, ότι το μέρος εκείνο ήταν μία από τις αγριότερες τοποθεσίες, από όσες απαντώνται στα εύκρατα κλίματα και τις χαμογελαστές παραλίες μας.
Η σημερινή κωμόπολη, όπου συνοικίσθηκαν και με άλλους αποίκους οι συμπατριώτες μου, βρίσκεται σε ευλίμενο τοπίο στα νότια του νησιού.
Το παλαιό Κάστρο ήταν κατά τη βορειότατη άκρη, σε άβατο και απρόσιτο μέρος και τα δύο μπροστά του νησάκια, βράχοι επίσης χαμηλότεροι από τον πρώτο, καθόλου δε μπορούσαν να το σκεπάσουν από τον άνεμο.
Πάνω στα νησάκια εκείνα, που δεν υπήρχε ούτε χούφτα χώμα, φύετε παραδόξως ένα είδος άγριας κράμβης, υπόπικρο αλλά ευχυμότατο έδεσμα και πολλοί, πολλές φορές κινδύνευαν τη ζωή τους, αγωνιζόμενοι να το μαζέψουν από τον απόκρημνο βράχο, τρομερό επάγγελμα, όπως λέγει ο Άγγλος τραγικός.
Τόσο κραταιός έπνεε ο βοριάς στο μέρος εκείνο, ώστε τα δένδρα μαστιζόμενα κάμπτονταν και γίνονταν ραχιτικά κάτω από την πνοή του, μόνο δε κάποιοι χαμηλοί θάμνοι, που φύτρωναν στις πτυχές του εδάφους, εύρισκαν οικτρό άσυλο.
Εκείνο το οποίο δυσκολεύεται να καταλάβει σήμερα ο επισκέπτης και στέκεται απορώντας, είναι πώς κατόρθωσαν άνθρωποι να ζουν στον άνυδρο και αφιλόξενο εκείνο βράχο, αλλά τους οδήγησε και τους ανάγκασε ασφαλώς η ανάγκη.
Ο φόβος των Αλγερίνων, των Βενετών και των Τούρκων, τους συμπίεζε και τους στοίβαζε στην εκ φύσεως απόρθητη εκείνη κόγχη.
Μέσα λοιπόν και γύρω από το παλαιό εκείνο φρούριο, σώζονταν ακόμη, όταν ήμουν παιδί, περί τα τριάντα παρεκκλήσια, λείψανα ευσεβούς παρελθούσης εποχής, τα περισσότερα απ΄αυτά ήταν ερείπια, άλλα με τους τέσσερις τοίχους ορθούς και άλλα με λεηλατημένα τα ιερά και τις εικόνες, λίγα μόνο λειτουργούνταν ακόμη.
Απ΄ αυτά, μερικά υψώνονταν γραφικά πάνω σε περήφανους βράχους και σκοπέλους στο γιαλό, στη θάλασσα, χρυσιζόμενα το καλοκαίρι από άπλετο φως, βρεχόμενα το χειμώνα από τα κύματα, τα οποία μαινόμενος βοριάς τάρασσε και ανατίναζε, οργώνοντας ανένδοτα το πέλαγος εκείνο, συγκεντρώνοντας στους γιαλούς ναυάγια και συντρίμματα, αλέθοντας τους γρανίτες στην άμμο, ζυμώνοντας την άμμο σε βράχους και σταλακτίτες, λικνίζοντας τον αφρό σε ακτινωτούς ραντισμούς.
Βαθύς και ατέρμονας εκτεινόταν ο ορίζοντας, μεγάλη και αχανής απλωνόταν η θάλασσα. Αλλά οποία ανηλεής τρικυμία θόλωνε εκείνον και συντάρασσε αυτήν κατά τις ημέρες του χειμώνα.
Από κει μπορούσε κανείς να απολαύσει πράγματι το αίσθημα του υψηλού, το οποίο μόνο ο εν ασφαλεία θεατής από το ύψος απόκρημνης ακτής μπορεί να εκτιμήσει.
***
Στο μέρος λοιπόν τούτο, έτρεχα κάθε τόσο με τους συνομήλικούς μου, κατά τις εορτές μάλιστα, όταν τελούνταν πανηγύρεις.
Και έβλεπες διά μιας το ερημωμένο μέρος να παίρνει ζωή και να παίρνει χαρωπή όψη και οι από πολλά χρόνια σιγώντες ήχοι άρχιζαν να αντιλαλούν από τις χαρούμενες κραυγές των παιδιών και την χελιδονώδη λαλιά των νεαρών γυναικών.
Οσάκις κάποιος μικρός σύντροφός μας εκτελούσε για πρώτη φορά την ευσεβή προσκύνηση (διότι ο καθένας από μας ανατρεφόταν με την ιδέα του κάστρου και με τις εικόνες των απειράριθμων φαντασμάτων που υπήρχαν σε αυτό), η πρώτη φιλάδελφη φροντίδα μας ήταν, να παραφυλάμε την ώρα κατά την οποία θα εισερχόταν κάποιο παιδί χάσκοντας και έκπληκτος στον υποσκότεινο πυλώνα, να κτυπήσουμε, για το καλορίζικο, το κεφάλι του πάνω στη σιδερένια πύλη, φωνάζοντας: Σιδεροκέφαλος!
Οι περισσότεροι όμως από εμάς, ανείπωτη εύρισκαν ευχαρίστηση στο να κτυπούν με μανία τις ραγισμένες παλαιές καμπάνες των δύο ή τριών ναΐσκων, που σώζονταν ακόμη μέσα στο φρούριο, συναγωνιζόμενοι ποιος να σπάσει αυτές μία ώρα αρχύτερα, παρά τις διαμαρτυρίες του αγαθού ιερέα και το επισειόμενο μαστίγιο του κλητήρα της δημαρχίας ή του χωροφύλακα.
Επίσης δε, είχαν τη συνήθεια, μικροί βάνδαλοι μερικοί από εμάς (πώς να το γράψω;) να γκρεμίζουν με σπρωξιές και κλωτσιές τους λίγους τοίχους των σπιτιών, όσοι στέκονταν ακόμη όρθιοι, βρίσκοντας ανείπωτη ηδονή στο να ρίχνουν τις πέτρες αυτές στο πέλαγος, που απλωνόταν βαθύ και βούιζε μανιωδώς κάτω από τον μεγαλοπρεπή βράχο, απ΄ όπου πολλές περνούσαν στιγμές, έως ότου ακουσθεί και φθάσει στα αυτιά μας υπόκωφος ο πλαταγισμός της πτώσης των συντριμμάτων τούτων.
Τρεις ή τέσσερις δρόμοι οδηγούσαν από τη νεότερη πολίχνη στο Κάστρο. Απ΄ αυτές η κυριότερη ονομαζόταν: ο Μεγάλος δρόμος.
Ο δρόμος αυτός, αφού περνούσε από πολλές τοποθεσίες, εκ των οποίων κάθε μία είχε την ιστορία της και τις περί φαντασμάτων και νεράιδων παραδόσεις της, έφθανε σε κάποιο  μέρος αρκετά ψηλό, που αποτελούσε ζυγό μεταξύ δύο κορυφών της νήσου.
Η θέση αυτή ονομαζόταν Σταυρός.
Στέκονταν πράγματι εκεί, πράγμα συνηθέστατο άλλωστε, όχι σταυρός, αλλά τρεις ξύλινοι σταυροί παμπάλαιοι, των οποίων ο χρόνος και οι καταιγίδες είχαν εξαλείψει το ερυθρό επίχρισμά τους.
Ο ένας τούτων στεκόταν εξ ανατολών, ο δεύτερος έβλεπε προς τον αργέστη (βορειοδυτικός άνεμος) και ο τρίτος προς το λίβα.
Εκατό βήματα πιο πέρα, όπου ο δρόμος κατηφόριζε και έστριβε προς το Κάστρο, μισής ώρας δρόμο απέχοντας ακόμη, το έδαφος ήταν όλο κοκκινόχωμα εν μέσω ρεικιών και σκίνων, οι δε μάνες και γιαγιάδες μας διηγούνταν ότι το χώμα εκείνο, έχοντας ασυνήθη κοκκινωπή χροιά, εξέπεμπε επίσης ευωδία ανεξήγητη.
Ίσως πει κανείς ότι ήμαστε και εμείς «ακροατές των έργων, θεατές δε των λόγων» (άλλος ας διορθώσει οσφραντές των λόγων, αν θέλει), αλλά το βέβαιο είναι, ότι φαινόταν και σε μας ότι το χώμα εκείνο πράγματι ευωδίαζε.
Άνθρωπος είχε αγιάσει εκεί, έλεγαν. Πώς; Πότε;
Με την επιπόλαια παιδική περιέργεια δεν εξέτασα αρκετά και δεν μπόρεσα να το μάθω. Φαίνεται όμως ότι η παράδοση έμεινε αμυδρά και τα γεγονότα χάθηκαν.
Και όχι μόνο τούτο, αλλά και το όνομα του μάρτυρα εκείνου ξεχάστηκε. Κατά το κοινό λόγιον «φτωχός Άγιος δοξολογία δεν έχει».
Πέρασαν πολλά χρόνια από τότε. Το 1872, είκοσι ετών πια, έτυχε να μεταβώ και να διαμείνω για μερικούς μήνες στη Μακεδονία.
Γνώρισα εκεί έναν έντιμο συμπατριώτη, από πολλών ετών αποδημούντα. Με αφέλεια και χωρίς στόμφο ο άντρας αυτός με δίδαξε πολλά, μου διηγήθηκε δε και πολλές αρχαίες παραδόσεις του τόπου της γεννήσεώς μας.
Θυμήθηκα τότε να τον ρωτήσω, αν γνώριζε κάτι για την παράδοξη εκείνη ευωδία ή αν άκουσε για τον άνδρα, ο οποίος είχε αγιάσει πλησίον των Τριών Σταυρών, μου διηγήθηκε δε τα εξής.
Β΄
Σηκώθηκε τα βαθιά χαράματα ο πτωχός Τσομπάνος, που βοσκούσε λίγες γίδες και μάνδριζε στο κατάμερο των Τριών Σταυρών, άρμεξε τις γίδες του και ξυπνώντας τον παραγιό του, τον έστειλε να φέρει την καρδάρα γεμάτη στο χωριό, προς τον κολλήγα του τον προεστό και να γυρίσει γρήγορα πίσω.
Εάν δει και αργούν να ανοίξουν τη γέφυρα, του είπε να κράξει τον φύλακα, τον πυλωρό και να ανεβάσει το γάλα με το παλάγκο στο Κάστρο επάνω. Αλλά να μη φύγει πριν πάρει είδηση από τον κυρ- Αναγνώστη, τον προεστό, τον κολλήγα του, μη τυχόν ήθελε να του παραγγείλει τίποτε.
Το παιδί πέταξε την κάπα του, νίφτηκε με τη στάμνα, σφουγγίσθηκε με τα μανίκια του υποκαμίσου του, άρπαξε την καρδάρα κι έφυγε τρέχοντας.
Έπειτα, αφού έβαλε το πολύ γάλα σε μεγάλο καζάνι και έριξε άφθονο αλάτι μέσα, από εκείνο το οποίο μόνος του μάζευε από ακρογιαλιά σε ακρογιαλιά, τρέχοντας επάνω στους βράχους, όπου έβγαζε κογχύλια και πεταλίδες, ο αιπόλος άναψε φωτιά και ασχολείτο να το βράσει, καθότι πρόβλεπε ότι θα βρισκόταν στην ανάγκη να γευματίσει ο ίδιος με γάλα, πράγμα δυσάρεστο, εάν, όπως ήταν πολύ πιθανόν, ο κολλήγας του ολιγωρούσε να του στείλει «κανένα αρμυρό ψάρι».
Γιατί αυτός ο αιπόλος, δεν ήταν από εκείνους που γίνονται φόρτωμα στους άλλους και αν ο κολλήγας δεν είχε την καλή διάθεση, αυτός δεν θα έριχνε την υπόληψή του, για να τον κάμει στανικά να τον φιλέψει ή αρμυρό ή άλλο τίποτε, ας πούμε.
Άλλοι όμως βρίσκουν, τρόπον τινά, το μέσο να τα έχουν καλά με τον κολλήγα κι ενώ τα αρνάκια τα μισακά, κατά κανόνα, ο αετός τα τρώγει, αν και τα δικά τους τίποτε δεν παθαίνουν, αυτοί και πάλι, να ’χουμε καλή ψυχή, τα καταφέρνουν μια χαρά! Και να ήταν τουλάχιστον αρκετό το γάλα, για να πήξει τυρί ή μυζήθρα, υπομονή.
Αλλά οργή Θεού είχε πέσει τη χρονιά εκείνη στα βοσκήματα.
Τα πράματα τα μισά του είχαν ψοφήσει, λίγες μόνο γαλάριες του έμειναν, οι άλλες ήταν στέρφες. Δεν έκαμε ο Θεός καλόν καιρό να βγάλει χορταράκι, να βοσκήσουν τα πράματα.
Τι σε κάμουν τα καημένα τα πράματα.
Έπειτα ο πτωχός Τσομπάνος άρχισε να προετοιμάζει το κοπάδι, για να βγάλει τα ζώα για βοσκή στην παρακείμενη κοιλάδα.
- Τσου! τσου! Στέρφα! ε! Ψαρή! όι! όι!
***
Μόλις προχώρησε λίγα βήματα και ξαφνικά δύο άγνωστοι άνθρωποι παρουσιάζονται μπροστά του και του κόβουν το δρόμο. Φορούσαν ασυνήθιστη περιβολή και το ύφος τους φαινόταν όχι άγριο αλλά κάπως αλλόκοτο. 
Ο βοσκός δε φοβήθηκε, εξεπλάγη μόνο.
Ο μικρός σκύλος, πήδησε προς τα εμπρός σε απάντησή τους, τους υποδέχθηκε με οργισμένα γαυγίσματα.
Και οι δύο χαιρέτισαν τον αιπόλο, φέροντες το χέρι στο στήθος, έπειτα στο μέτωπο. Ο ένας των δύο ξένων, ο μεγαλύτερος, αποτάθηκε προς τον αγρότη και είπε με λαρυγγώδη σκληρή φωνή σε ελληνοβάρβαρη ακατανόητη γλώσσα.
-Εσύ μπελλέκ ανάραφ εμείς ντρόμο σουφτ;
Ο αιπόλος δεν κατάλαβε γρυ.
Ο ξένος επανέλαβε, συνοδεύοντας τις λέξεις με εκφραστικές χειρονομίες:
-Μπελλέκ, πού πάει ντρόμο… πολλοί, πολλοί, ελέφ ελεφίν.
Ο βοσκός τότε άρχισε να καταλαβαίνει ότι τον ρωτούσαν το δρόμο που οδηγούσε στο Κάστρο.
Χωρίς να υποπτευθεί τίποτε, τους έδειξε τον κυριότερο δρόμο που οδηγούσε στο φρούριο, ο οποίος άλλωστε ήταν και ο μόνος ορατός και με νεύματα τους έδωκε να εννοήσουν ότι, αν προχωρούσαν ακόμη μερικές εκατοντάδες βημάτων, θα έβλεπαν από μακριά το Κάστρο να φαίνεται εκεί στο γιαλό, μεταξύ γης και θάλασσας.
Οι ξένοι έκαμαν νεύμα αποχαιρετισμού και απομακρύνθηκαν.
Αλλά μετά λίγες στιγμές, βλέπει και άλλους τέσσερις, με ίδια ενδύματα, να βγαίνουν από τη γειτονική λόχμη και να βαδίζουν με προφύλαξη προς συνάντηση των πρώτων.
Αυτοί μόλις για μία στιγμή έγιναν ορατοί, μόλις βγήκαν από ένα πυκνόφυτο μέρος και έστρεφαν πίσω τα κεφάλια, σαν να ανησυχούσαν μη τυχόν τους είδαν και πάλι χώθηκαν αμέσως στο δάσος.
Ο αιπόλος αυθόρμητα και χωρίς να ξέρει το γιατί, έσπευσε και πρόλαβε να κρυφτεί πίσω από τους θάμνους.
Είχε αισθανθεί αμυδρά, ότι συνέφερε να μην καταλάβουν οι τέσσερις εκείνοι ότι τους είδε. Τέλος και οι έξι έγιναν άφαντοι.
Ο βοσκός στάθηκε εκεί στον όχθο του εδάφους, επί του οποίου βρισκόταν, ψηλός, ευθυτενής, με αγριόξανθη την τραχεία στοιβωτή κόμη, στάθηκε ακουμπώντας στη  ράβδο του τη μακριά και άρχισε να σκέπτεται και υποψίες και φόβοι τον κυρίεψαν.
Κατ’ εκείνη τη στιγμή, η πρώτη ακτίνα του ανατέλλοντος ήλιου φώτισε το πρόωρα ρυτιδωμένο μέτωπό του και τους χαρακτήρες του ισχνού προσώπου του, προσώπου μόλις σαράντα χρονών ανδρός και η μορφή του φάνηκε να έχει ένα μυστηριώδες θέλγητρο και δε φαινόταν άμοιρος ψυχικού ή και αισθητού κάλλους ο τραχύς και άξεστος Τσοπάνος, ο ψηλός και σκληραγωγημένος και ηλιοκαής, που βοσκούσε τις λίγες γίδες του στο κατάμερο των Τριών Σταυρών.
Λίγες στιγμές πέρασαν και ακούει πίσω του, όχι και πολύ μακριά, θρόισμα φύλλων και κλάδων να κινούνται. Ο βοσκός ανασκίρτησε.
Ο θόρυβος αυτός ήταν από βηματισμό ανθρώπων, που περπατούσαν με πολλή προφύλαξη, αλλά μη κατορθώνοντας, εν μέσω του χλοερού δάσους, να βουβάνουν εντελώς το βήμα τους.
-Κι άλλοι κι άλλοι έρχονται, ψιθύρισε, τ’ είναι τάχα, Θεέ μου!
Τότε φως έλαμψε διά μιας στους οφλαλμούς της ψυχής του και κάποια μυστηριώδης έμπνευση επιφοίτησε στο νου του.
-Θα είναι κλέφτες! είπε.
Και χωρίς να χάσει καιρό, πηδά ελαφρά πίσω από τους θάμνους και αρχίζει να τρέχει στο δρόμο που οδηγούσε στο φρούριο.
-Εις όνομα Κυρίου! ψιθύρισε μόνο.
Γ΄
Περί τις αρχές της προηγούμενης εκατονταετηρίδας, ένα πειρατικό πλοίο γεμάτο άγριους και αιμοχαρείς Βαρβαρέζους, προσορμίστηκε νύκτα στον όρμο Ασέληνο, κατά το νοτιοδυτικό μέρος του νησιού.
Πάνοπλη συμμορία από δεκαπέντε ή είκοσι άνδρες, αποβιβάσθηκε περί τα χαράματα και άρχισε να ανεβαίνει τις πλαγιές του Ανάγυρου, γραφικότατου βουνού με πολλές ράχες, προφυλασσόμενη και περπατώντας από στενωπό σε στενωπό.
Σαν για να διαψεύσει το όνομα του λιμενίσκου, ωχρή σελήνη φθίνουσα είχε ανατείλει μόλις, φέγγοντας το νυκτερινό δρόμο των πειρατών.
Η αγκάλη εκείνη, μυστηριώδης και σκοτεινή, θεωρείτο απαίσια για τους τίμιους θαλασσοπόρους, χρησίμευε μόνο για να εκβράζει η θάλασσα τα πτώματα των πνιγόμενων, όσους ο αντίκρυ κείμενος Λευτέρης –η περίφημη αυτή ύφαλος, την οποία ο Ηρόδοτος ονομάζει Μύρμηκα και ιστορεί, ότι ο Ξέρξης διέταξε να κτισθεί υψηλό σήμα  πάνω σ΄ αυτή, – όσους, λέγομε, ο Λευτέρης ελευθέρωνε κατά καιρούς, απαλλάσσοντας τα μεν πλοία από το βάρος του φορτίου, τους δε ναυβάτες από το πρόσκαιρο άχθος της ζωής.
Ο Σολμάν βεν-Μεϊμέτ, ο μεγαλύτερος της συντροφιάς, βεβαίωνε ότι είχε επισκεφθεί άλλοτε το φρούριο και ήξερε που κατοικούσαν οι άπιστοι. Άλλωστε, είχαν περάσει, έλεγε, χρόνοι πολλοί και δεν θυμόταν καλά το δρόμο.
Καθ’ ον χρόνο ο Σολμάν είχε ανδραγαθήσει κατά των απίστων, ο μακρός στριμμένος και αγκιστροειδής μύστακάς του ήταν κατάμαυρος σαν φτερό κόρακα και τώρα η χιών του γήρατος είχε λευκάνει πολύ την πλούσια χαίτη του.
Εντούτοις ο γέρο-Σολμάν, είχε σημάδι φαίνεται, την κορυφή του βουνού της Καραφιλτζανάκας και απ’ αυτήν οδηγούμενος βάδιζε προς βορρά.
Εκεί ήταν η φωλιά των νησιών, τα οποία ήθελαν να μαδήσουν.
***
Το σχέδιο των Αφρικανών δεν ήταν πολύ μπλεγμένο.
Όσο μικρή και αν ήταν η τριήρης τους, δεν είχε τόσους μόνο επιβάτες.
Τα δύο τρίτα του πληρώματος είχαν μείνει στο πλοίο.
Προσορμίστηκαν νύκτα στον Ασέληνο για να μη προδοθούν.
Αν έπλεαν κάτω από το φρούριο, ήταν σαν να έδιναν είδηση στους άπιστους να κλείσουν τις σιδηρές πύλες και να σηκώσουν τη γέφυρα.
Οι δεκαπέντε ή δεκαοκτώ αυτοί άνδρες προπορεύονταν σαν εμπροσθοφυλακή, για να ξαφνιάσουν τους άπιστους και να μη προλάβουν εκείνοι να φυλαχθούν.
Εντωμεταξύ, το πλοίο με το υπόλοιπο πλήρωμα, με την ανατολή του ήλιου, απάνεμο από το νότο, θα έπλεε στον Άγιο Σώστη, αντίκρυ από το φρούριο και όλη η μικρή στρατιά θα κυρίευε αιφνιδιαστικά την πόλη.
Οι θησαυροί των Βενετών, των Τούρκων, τα λάφυρα των Ελλήνων κλεφτών, όσοι είχαν πατήσει κατά καιρούς το πόδι στο μικρό νησί, που είχε γίνει πολλές φορές ορμητήριο πολέμων και εκστρατειών και η οποία υπήρξε δρόμος μεταξύ Κασσάνδρας, Ολύμπου και Άσπρης Θάλασσας, υπήρχε φήμη, ότι ήταν κρυμμένοι σε άγνωστα άντρα και υπόγεια του Κάστρου και όλου του νησιού.
Οι γυναίκες του τόπου, δεν ήταν μεν όπως οι χανούμισσες μαλθακές, αλλά εργατικές, μελαχρινές και νόστιμες κρίνονταν άξιες να στολίζουν τα χαρέμια των αληθινών πιστών ως σκλάβες.
Όταν η εμπροσθοφυλακή έφθασε στην κορυφή του Αγίου Κωνσταντίνου, η αυγή είχε κοκκινίσει την ανατολή με τη ρόδινη βασιλική πορφύρα της και οι δύο θάλασσες φαίνονταν από το ένα και το άλλο μέρος να εξαπλώνονται, η μία σαν σεντόνι με κυανό στήμονα και με κατακόκκινη κρόκη, δεχόμενη τις ανταύγειες της πάμφωτης ανατολής, η άλλη σαν υπόσκιο μελανό έδαφος, φέροντας τη σκουριά του σκότους ακόμη εγκατεσπαρμένη.
Τότε οι βάρβαροι στάθηκαν σε μία στενωπό, αόρατοι, κάτω από τα πεύκα, απ΄ τα οποία ήταν κατάφυτο το βουνό και ο αρχηγός τους διέταξε να μοιρασθούν σε τρεις ομάδες και να βαδίσουν κάθε μία χωριστά, σε πεντακοσίων βημάτων απόσταση η μία από την άλλη, για να μη φανούν ύποπτοι σε κάθε αγροδίαιτο, που τυχόν θα βρισκόταν από την αυγή στο βουνό θα τους παρατηρούσε από μακριά.
Είχαν κρύψει επιμελώς τα όπλα κάτω από τα πλατιά βουρνούζια τους, είχαν αφαιρέσει τα σαρίκια από τα φέσια τους τα μακρά, ορθά και υποστρόγγυλα και έμοιαζαν με Ανατολίτες ζωέμπορους ή με περιπλανώμενους πραγματευτές.
Ο δρόμος για το Κάστρο, εάν κατηφόριζαν κατ’ ευθείαν από την κορυφή του Αγίου Κωνσταντίνου στην κοιλάδα την καλούμενη «τ’ Αρβανίτη», ήταν πολύ συντομότερη, αλλά ο γέρο-Σολμάν, επειδή είχε βάλει σημάδι την ψηλότερη κορυφή, την Καραφιλτζανάκα λεγόμενη, τους οδήγησε ανατολικότερα προς τα δεξιά και κατέβηκαν στην ωραία γραφική τοποθεσία του Προφήτου Ηλιού, όπου ήπιαν νερό δροσερό από τη βρύση τη διαυγή, κάτω από την πλουσιοπάροχη σκιά γιγαντιαίων πλατάνων.
Ήταν ήδη περί τα τέλη Απριλίου και με όλη την επικρατούσα δρόσο, ήταν άκρα νηνεμία και η ημέρα προαγγελλόταν πολύ θερμή, αν και ο ήλιος δεν είχε ανατείλει ακόμη.
Από κει στράφηκαν προς τα βορειανατολικά, διέτρεξαν μεγάλο επικλινές οροπέδιο, από όπου η θέα εκτείνεται ανά το Αιγαίο αχανής μεταξύ του υψηλού Άθω, της Εύβοιας και των νήσων και όταν έφθασαν στη ρίζα του βουνού της Καραφιλτζανάκας, άρχισαν να ανεβαίνουν προς τα αριστερά βορειοδυτικότερα.
Εισήλθαν στο σύδενδρο σκιερό ρέμα, σε θέση καλουμένη «Κρύο Πηγάδι», γείτονα των «Τριών Σταυρών», όπου το παμπάλαιο πηγάδι είναι στοιχειωμένο και από το χείλος αυτού, όχι σπάνια, βγαίνουν φαντάσματα, συν τοις άλλοις, ένας αράπης με την τσιμπούκα, όχι Αράπης μελαψός, όπως αυτοί, αλλά Αιθίοψ κατάμαυρος, σαν από έβενο.
Ο γέρο-Σολμάν, που γνώριζε το πράγμα, τους πρότεινε κι έκαμαν όλοι, ανατέλλοντος ήδη του ήλιου, ευσεβή προσευχή, κτυπώντας τρεις φορές τα μέτωπα στο λιθόστρωτο, επικαλούμενοι εύνοια από τη σκιά του αρχαίου ομοθρήσκου τους, ο οποίος ποιος ξέρει για ποια αμαρτία, είχε μείνει έξω από τον παράδεισο και το φάντασμά του εξακολουθούσε μετά τόσα χρόνια να περιπλανιέται στη μελαγχολική εκείνη τοποθεσία.
Δ΄
Τις γίδες του ο πτωχός αιπόλος, τις άφησε όπως βρέθηκαν στο έλεος του Θεού, ούτε είχε καιρό να τις οδηγήσει πίσω στη μάνδρα και να τις ασφαλίσει.
Βοσκό άλλον να αφήσει αναπληρωτή δεν είχε τη στιγμή εκείνη.
Ο ψυχογιός του δεν είχε επιστρέψει ακόμη από το φρούριο.
Το παλιόπαιδο θα βρήκε τις πύλες ανοικτές και θα το έστρωσε με φίλους σε κανένα καπηλειό. Ποιος ξέρει αν δεν πούλησε το μισό της καρδάρας, της προορισμένης για τον κολλήγα, αντί μισής δωδεκάδας ψαριών παστών;
Ο βοσκός λίγα μόνο βήματα έτρεξε στον μεγάλο δρόμο και έπειτα στράφηκε προς αριστερά και χώθηκε μέσα σε μια συστάδα θάμνων.
Δεν ήταν ανόητος αυτός να πάει στο Κάστρο από το μεγάλο δρόμο, τον οποίο είχε δείξει μόλις στους κλέφτες.
Γνώριζε πάμπολλους πλάγιους δρόμους και μονοπάτια, γνωστά μόνο στους ανθρώπους του επαγγέλματός του.
Εκεί μεταξύ των θάμνων, άρχιζε ένα μονοπάτι γνωστότατο σ΄ αυτόν, χιλιάδες φορές το είχε διατρέξει. Από το μονοπάτι τούτο θα προλάβαινε τους πειρατές κατά χίλια τουλάχιστον βήματα.
Είχε καιρό να πάει, να έλθει κι εκείνοι να μην έχουν φθάσει ακόμη!
Ήταν μονοπάτι και ήταν κρημνός. Έμοιαζε με τον κρημνό και με το μονοπάτι του δημώδους άσματος. Αλλά γνώριζε αυτός από κρημνούς, καθώς και από μονοπάτια.
Από τέτοια «δεν ίδρωνε το μάτι του».
Πατούσε τόσο ελαφρά στη γη, ώστε δεν άφηνε σχεδόν ίχνος.
Στο επίπεδο τα πόδια του έκοβαν σαν τροχοί, στο κρημνώδες προσκολλιόνταν σαν αρπάγες. Οι καλώς σφιγμένοι περί τους αστραγάλους και φολιδοειδώς ανερχόμενοι στην κνήμη ιμάντες των πέδιλών του ήταν σαν φτερά στα πόδια.
Έτρεχε, έτρεχε, αναρριχώμενος σε βράχους, υπερπηδώντας χαντάκια, κατερχόμενος την κρημνώδη ακτή, ταλαντευόμενος στο πρανές, όπου άγρια ανθύλλια και θάμνοι άζωοι και άφυλλοι ασφόδελοι φύονταν μόνο, αιωρούμενος υπεράνω του πελάγους, που έπαιζε μαλακά με τους βράχους της απόκρημνης ακτής, έτρεχε και συγχρόνως μελετούσε νοερά το σχέδιό του.
Οι μέσα στο φρούριο, είχαν τη συνήθεια, από την ανάγκη να έχουν ασφάλεια, να ανεβάζουν τη γέφυρα κάθε μέρα λίγο πριν τη δύση του ήλιου, να την κατεβάζουν δε το πρωί με την ανατολή.
Εάν εύρισκε τη γέφυρα υψωμένη ακόμη, αν και προ πολλού είχε ξημερώσει ήδη, θα φώναζε στο φύλακα της πύλης του φρουρίου να μη την κατεβάσει, για όνομα Θεού, εάν την εύρισκε κατεβασμένη, όπως ήταν πιθανόν, θα τον εξόρκιζε να την σηκώσει, να την υψώσει, να τη μεταρσιώσει, κόβοντας κάθε συγκοινωνία με την ξηρά, αν αγαπά το Θεό, αλλιώς το Κάστρο χάνεται.
Και τέτοιες σκέψεις ανακύκλωνε στο νου του και τέτοιους φόβους έτρεφε, κατεβαίνοντας την άγρια εκείνη βορειοδυτική ακτή, όπου γίδες μόνο μπορούν να πατούν.
Όταν έφτασε αντίκρυ του παρεκκλησίου του Αγίου Σώζοντος, του εγειρόμενου ιδιόρρυθμα επί κάποιου σκοπέλου λίγες οργιές από τον αιγιαλό, έκαμε τρεις φορές το σημείο του Σταυρού κι επικαλέσθηκε τον Άγιο τώρα να το δείξει, να μη διαψεύσει το όνομά του.
Έπειτα για περισσότερη ασφάλεια, κατέβηκε ακόμη χαμηλότερα προς το γιαλό και πάλι άρχισε ελαφρά και γοργά πατώντας να ανέρχεται προς τη γέφυρα του Κάστρου.
***
Βρισκόταν μπροστά στο φρούριο.
Φοβερό βραχώδες βάραθρο, όπου ίλιγγος και σκοτοδίνη κυριεύει τον άνθρωπο, άβυσσος ξηρά, αιωρούμενη πάνω από την υγρή άβυσσο, χάσκει κάτω από τη γέφυρα.
Η γέφυρα ήταν υψωμένη ακόμα, αν και ο ήλιος είχε ανατείλει προ ολίγου.
Ο βοσκός δε μπόρεσε την ώρα εκείνη, να μη θυμηθεί τον παραγιό του και απορούσε τι να έγινε. Μην έπαθε τυχόν τίποτε, μην έπεσε (Θεός φυλάξει) στα χέρια των κουρσάρων, μήπως τον συνέλαβαν αυτοί περιπλανώμενο και τον πήραν σκλάβο;
Διότι ο βοσκός καταλάβαινε αμυδρά ότι, αν αυτόν δεν τον πείραξαν οι βάρβαροι, το έκαμαν λόγω προφύλαξης, για να μη προδοθούν πριν φθάσουν στο Κάστρο.
Αλλά όχι, ο παραγιός του δεν είχε πάθει (σίδερο στη μέση του!) τίποτε.
Απ΄ την απορία επρόκειτο να βγει ο βοσκός πριν μάλιστα ρωτήσει.
Ασθμαίνοντας ο πτωχός Τσομπάνος, στάθηκε αριστερά, κρυπτόμενος παρά τη βάση του ψηλού πέτρινου θριγκού και άρχισε μεγαλοφώνως να καλεί τον πυλωρό του φρουρίου:
-Ε! απ’ το Κάστρο! ε! πορτάρη!
Ουδεμία φωνή απάντησε.
Ο βοσκός έκραξε με όση δύναμη είχε:
-Ε! πορτάρη! ε! απ’ την Ταράτσα! ε! απ’ το Κιόσι!
Ταράτσα ήταν ο ψηλός ακρόδομος, υπεράνω της σιδερένιας πύλης κτισμένος, με τις πολεμίστρες και με την απαραίτητη ζεματίστρα του, την πάνω από την πύλη μακρά οπή, δια της οποίας σαν τελευταίο όπλο και καταφύγιο, απειλούσαν να ζεματίσουν κάθε επιδρομέα που κατόρθωνε να ζυγώσει στη σιδερένια πύλη κι επιχειρούσε να την παραβιάσει.
Κιόσι (κιόσκι) ήταν το μικρό περίπτερο, όπου συγκεντρώνονταν, βουλεύονταν ή απλώς αργολογούσαν οι προεστοί, με τη μακριά τσιμπούκα, με τις ποικιλτές μανίκες και τις κεντητές ζώνες τους.
Και πάλι για Τρίτη φορά επανέλαβε:
-Ε! πορτάρη! ε! σεις οι προεστοί!
Τη φορά αυτή, ακούσθηκε βραχνός ο βαρύς και οξύς τριγμός των σιδηρών μοχλών. Αλλά παραδόξως η πύλη έμεινε κλειστή, σαν να μετανόησε εκείνος που έμελλε να την ανοίξει.
Συγχρόνως από μία πολεμίστρα από το ύψος του ακρόδομου ακούσθηκε φωνή:
-Ε! συ, πως βιάζεσαι τόσο, Τσόμπανε; Έχε υπομονή να κατεβάσουμε το γεφύρι. Ή θέλεις να σ’ ανεβάσω και σένα με το παλάγκο, καθώς ανέβασα τον παραγιό σου την αυγή;
-Τον ανέβασες με το παλάγκο; είπε αυτομάτως ο βοσκός.
-Έφερε το γάλα του κυρ Αναγνώστη του προεστού και ο κυρ-Αναγνώστης το θέλει φρέσκο, κατάλαβες. Εγώ κατέβασα το παλάγκο, για να περάσει την καρδάρα στο γάντζο κι η αφεντιά του δέθηκε ο ίδιος, χωρίς να μου πει.
Σα βαρύ το γάλα, είπα, σαν άρχισα να τραβώ το παλάγκο.
Σαν τον ανέβασα ως το μισό ύψος, βλέπω τη μούρη του ψυχογιού σου και με κοίταζε και γελούσε σα μαϊμού. Είπα να του παίξω καμιά δουλειά, να αφήσω μια το σκοινί, που να του φανεί ο ουρανός σφοντύλι… να σου τον φτιάσω εγώ κοπανιστή…
Μα ας έχει χάρη, λυπήθηκα το γάλα του κυρ Αναγνώστη, ειδεμή, ένα τσομπανόπουλο λιγότερο, ένα περισσότερο, θελά χάσει, κατάλαβες, η Πόλη…
***
-Δε με μέλει εμένα γι’ αυτά, του φώναξε απ’ αντίκρυ ο βοσκός, αρχίζοντας να δυσφορεί με την πολυλογία του φύλακα, ο οποίος αόρατος πίσω από τον τοίχο, βλέποντας από την πολεμίστρα το βοσκό, ευχαριστείτο να τον πειράζει, καπνίζοντας το μικρό τσιμπούκι του, έχοντας αξιώσεις δημογεροντικές και τρέφοντας περιφρόνηση προς το γένος των ποιμένων.
-Και για τι πράματα εσένα σε μέλει; απάντησε ο πυλωρός, μιμούμενος την επίρρινη φωνή του αιπόλου.
-Άκουσε να σου πω! πού είσαι! έκραξε ανυπόμονος αυτός, τρέχα να πεις στους προεστούς, το καλό π’ σας θέλω, να μην κατεβάσετε σήμερα το γεφύρι! Το καλό π’ σας θέλω! Ακούς;
-Να μην κατεβάσουμε το γεφύρι; επανέλαβε μηχανικά ο πυλωρός πίσω από την πολεμίστρα.
-Να μην το κατεβάσετε! φώναξε εμφαντικότερα ο βοσκός.
-Και γιατί; Εσύ θα μας προστάξεις; Να μην ονειρεύτηκες τίποτε;
Και ήταν έτοιμος, όπως προηγουμένως ανέβαλε να ανοίξει τις πύλες του φρουρίου, απλώς για να βασανίσει το βοσκό, γιατί νόμισε ότι θέλει να μπει στο φρούριο για ιδιαίτερή του υπόθεση, έτσι τώρα να ανοίξει την πύλη και να σηκώσει με τον αρχέτυπο μοχλό τη γέφυρα μία ώρα αρχύτερα, στο πείσμα του αιπόλου, που ζητούσε να μείνει υψωμένη η γέφυρα.
Ο μπαρμπα-Δήμος (έτσι λεγόταν ο πυλωρός του φρουρίου) ήταν η παραξενιά και η αντιλογία προσωποποιημένη.
-Ήρθαν κλέφτες! επανέλαβε η φωνή του βοσκού.
Ήρθαν κορσάροι! Τους είδα με τα μάτια μου!
-Κλέφτες; Κορσάροι; επανέλαβε και ο μπαρμπα-Δήμος.
-Σύρε να πεις στους προεστούς, πες και του κυρ Αναγνώστη του κολλήγα μου χαιρετίσματα πολλά από μένα, ήρθαν κορσάροι! Τους είδα απάν’ στο Σταυρό! Έτσι να έχω καλό τέλος! Είδα παραπάν’ από δέκα-δώδεκα.
Θα είναι κι άλλοι κρυμμένοι. Δεν ξέρω που έχουν αραμένο το καΐκι τους… Ως τόσο τους είδα. Ήρθαν να ρωτήσουν το δρόμο του Κάστρου από μένα…
Ο μπαρμπα-Δήμος άρχισε να λαβαίνει πιο σοβαρά το ζήτημα.
Εντούτοις για να μην αφήσει εξ ολοκλήρου την αντιλογία του:
-Μην είδες όνειρο, άνθρωπε; εφώναξε. Πού θελά βρεθούν οι κορσάροι;
-Τους είδα σου λέω, με τα μάτια μου. Όπου κι αν είναι έφτασαν!
Μην κατεβάζεις το γεφύρι, πριν σου δώσουν την άδεια οι προεστοί. Ας βάλουν βάρδια και στο Πρεγάδι κι αλλού, για να μη σας πατήσουν νύχτα!
Και αφού είπε αυτά ο βοσκός, άρχισε να απομακρύνεται από τη γέφυρα.
-Είσαι στα συγκαλά σου; του φώναξε για τελευταία φορά ο μπαρμπα-Δήμος.
-Εγώ είμαι στα λογικά μου, ησύχασε, τώρα θα δεις.
-Και συ πού θα πας; τον ρώτησε ο πυλωρός.
-Εγώ έχω τα γίδια μου και ξέρω κι όλες τις σπηλιές να κρυφτώ, απάντησε ο βοσκός.
Πράγματι, την τελευταία στιγμή του ήλθε του μπαρμπα-Δήμου η απορία: γιατί, αν πράγματι είχαν έλθει πειρατές, ο Τσομπάνος δεν φρόντιζε και περί της προσωπικής ασφάλειάς του.
Αλλά ο βοσκός εξακολούθησε να απομακρύνεται και μετά από λίγο έγινε άφαντος.
Ο μπαρμπα-Δήμος άρχισε να σταυροκοπιέται πίσω από την πολεμίστρα, έπειτα έσπευσε να κατεβεί από την Ταράτσα και μπήκε στο Κιόσκι και μετέδωσε την είδηση στους δημογέροντες του φρουρίου.
Ε΄
Πράγματι, ούτε η ιδέα δεν του ήλθε του φτωχού  αιπόλου, που βοσκούσε λίγες γίδες στο κατάμερο των Τριών Σταυρών, να ζητήσει από τον μπαρμπα-Δήμο να του ρίξει τη σχοίνινη σκάλα ή να του κατεβάσει το σκοινί με την αρπάγη και τη θηλιά, με την οποία ανέβηκε στην Ταράτσα του φρουρίου ο παραγιός του, κατά την αφήγηση του πυλωρού, αλλά πρώτον ήλπιζε ότι οι πειρατές δεν θα υποπτεύονταν το απ΄ αυτόν  γενόμενο διάβημα, έπειτα αυτός, που γνώριζε όλους τους κρημνούς και όλα τα μονοπάτια, γνώριζε επίσης και όλα τα σπήλαια και τις κρύπτες, τις ανοιγόμενες ανά τις βραχώδεις βορεινές εσχατιές του νησιού.
Λυπόταν δε το πτωχό κοπάδι του, το οποίο θεωρούσε ως παρακαταθήκη εμπιστευθείσα σ΄αυτόν από τη φειδωλή μοίρα του προς φύλαξη.
Ο κολλήγας του ο κυρ Αναγνώστης, ο προεστός, δεν ήταν άνθρωπος με ανοιχτό χέρι βλέπεις και αν ο πτωχός Τσοπάνος έχανε τις γίδες του, ήταν κατεστραμμένος και πολλές ελπίδες δεν είχε να βρει σερμαγιά για να αγοράσει άλλες.
Έπειτα, όλοι θα τον ονόμαζαν ανάξιο. Ήξερε αυτός καλά από κόσμο, ας ήταν κι αιγοβοσκός. Και τυχερός να είσαι, κατάλαβες, καλό δεν σου λέγουν, μόνο «σου κάνουν πρόσωπο» κι από πίσω σου σκάβουν το λάκκο και άτυχος να είσαι, πάλι «τύφλα!» σου φωνάζουν όλοι.
Και ούτε ονειροπολούσε αμοιβή ή κάποιο μισθό, γιατί, κατά το φαινόμενο, προσέφερε μεγάλη εκδούλευση στους συμπατριώτες του, αναγγέλλοντας τον επικρεμάμενο φοβερό κίνδυνο και σώζοντας από φόνους και διαρπαγές ολόκληρο χωριό.
Αυτά είναι (πώς να ειπεί κανείς;) «ιερά πράγματα» και αν υπάρχει αμοιβή, θα είναι αλλού κάπου, είχε αμυδρά τη συναίσθηση αυτή.
Αυτά αναλογιζόταν ο φτωχός αιπόλος, που βοσκούσε λίγες γίδες στο κατάμερο των Τριών Σταυρών και ανέβαινε τρέχοντας το ίδιο μονοπάτι, απ΄ το οποίο είχε κατέβει στο φρούριο.
***
Αλλά όταν έφθασε στο ύψος του κρημνού, απ΄ όπου αρχίζει το μονοπάτι να διαχαράσσεται, τρεις άνδρες κρυμμένοι στους θάμνους αναπήδησαν και τον συνέλαβαν. Ο βοσκός άφησε πνιγμένη κραυγή.
Οι ένοπλοι άνδρες αμέσως τον φίμωσαν και τον έδεσαν.
Τον μετέφεραν δε πλησίον των συντρόφων τους.
Ήταν η οπισθοφυλακή των Αγαρηνών, η οποία, φθάνοντας στην κοιλάδα που εκτεινόταν κάτω απ΄το ζύγωμα των Τριών Σταυρών, βρήκε καλό έρμαιο τις γίδες του πτωχού αιπόλου.
Οι βάρβαροι έσφαξαν αμέσως τρεις παχείς τράγους και όσα ερίφια υπήρχαν τα έγδαραν και τα σούβλισαν.
Περίμεναν το σύνθημα των πέντε τουφεκισμών, το οποίο είχε συμφωνηθεί μεταξύ αυτών και των προπορευθέντων συντρόφων τους. Άμα πατιόταν το Κάστρο, είχαν καιρό να ψήσουν τα σφάγια και να ξεφαντώσουν.
Αλλά ένας απ΄αυτούς άναψε φωτιά και άρχισε να ψήσει το τρυφερότερο από τα ερίφια.
Τρεις ή τέσσερις απ΄ αυτούς, είχαν τοποθετηθεί παρά τον κρημνό και παρατηρούσαν προς τον Άγιο Σώστη. Περίμεναν από ώρα σε ώρα την εμφάνιση του πλοίου τους.
Αυτοί ήταν που συνέλαβαν τον πτωχό αιπόλο.
Τον κράτησαν με ασφάλεια και δεν τον ενόχλησαν άλλο.
Προφανώς, αυτοί βρίσκονταν σε άγνοια όσον αφορά την κάθοδο του βοσκού προς το φρούριο και ούτε υποπτεύθηκαν ότι αυτός είχε φέρει στους συμπατριώτες του την είδηση της αφίξεώς τους.
Πέρασε πολύ ώρα και οι πειρατές άρχισαν να ανησυχούν.
Το μεν πλοίο φάνηκε να πλέει δειλά πέρα από το ακρωτήριο της Αγίας Ελένης και φτάνοντας προσορμίστηκε όχι μακριά από τον Άγιο Σώστη.
Από το φρούριο όμως κανένα σημείο δεν ακούσθηκε.
Τέλος, περί τις τέσσερις η ώρα, όταν ο ήλιος είχε ανέβει ήδη πολύ ψηλά, οι δώδεκα σύντροφοί τους καταϊδρωμένοι και λαχανιασμένοι έφθασαν άπρακτοι πλησίον τους.
***
Ο πτωχός Τσομπάνος, ο δεσμώτης, κατάλαβε από τα οργίλα βλέμματα και από τις θηριώδεις εκφράσεις των προσώπων τους (χωρίς να εννοεί τίποτε από τη βαρβαρόφωνη γλώσσα τους), ότι βρήκαν τις πύλες του φρουρίου κλειστές και τη γέφυρα υψωμένη.
Ο Άγιος Σώστης είχε κάμει το θαύμα του. Έξαφνα ένας από τους βαρβάρους, διαπρεπής και μεγαλόσωμος, ο οποίος φαινόταν να εξασκεί εξουσία επί των άλλων, υψώνοντας τους οφθαλμούς προς ανατολάς είπε αραβιστί:
-Ομνύω εις τον Αλλάχ, αν πέσει ο προδότης στα χέρια μου, να τον θυσιάσω όπως αυτούς τους τράγους!
-Ποιος προδότης; ρώτησε ένας των συντρόφων του.
Τη στιγμή εκείνη ο πρώτος που μίλησε, ο οποίος ήταν αυτός, εκείνος που με το γέρο-Σολμάν, που μιλούσε την ελληνοβαρβαρική, είχε ρωτήσει το πρωί τον αιπόλο για το δρόμο που οδηγούσε στο φρούριο, έστρεψε το βλέμμα προς το μέρος που ήταν ο δέσμιος βοσκός κείμενος πλάι σε κάποιο σκίνο.
-Τι είν’ αυτό; είπε.
Και σκύβοντας εξέτασε το πρόσωπο του αιπόλου.
-Ιδού ο προδότης! σύντροφε, απάντησε τότε ο μεγαλόσωμος βάρβαρος προς αυτόν που ρώτησε προηγουμένως.
Και έπειτα άρχισε να εξηγεί εν συντομία προς τους πειρατές, ότι από την κίνηση την οποία παρατήρησε εντός του Κάστρου με το εξασκημένο μάτι του, από τα βλέμματα τα οποία μάντευε πίσω από τις πολεμίστρες στον ακρόδομο, είχε εποπτευθεί ότι κάποιος έδωκε είδηση στους απίστους περί της αφίξεως του μουσουλμανικού στρατεύματος.
Ακολούθως τους ρώτησε που βρήκαν τον άπιστο αυτό.
Οι σύντροφοι του διηγήθηκαν ότι τον συνέλαβαν αναρριχώμενο στον κρημνό, εκεί κάτω, όπου κάποιοι των ανδρών είχαν κρυφτεί παραμονεύοντας.
Και τότε αλήθευσε για μυριοστή φορά η δεσποτική πρόρρηση «και εις περιπλέον ενώμοτος βάρβαρος έδοξε λατρείαν προσφέρειν τω Θεώ.»
Μεταφέρθηκε ανάμεσα στα ρείκια και των σκίνα, όπου δειλά ανθύλλια ποίκιλλαν τον πράσινο ανοιξιάτικο της γης τάπητα, εκεί τον έσυραν οι Αγαρηνοί αλαλάζοντας κι εκεί έλουσε με το αίμα του τα άνθη και τους χλωρούς κλάδους και ζέον ρείθρο κοκκίνισε τη γη, η οποία ευμενής το δέχθηκε, η δε αύρα πραεία πήρε στα πτερά της την πνοή του κι εκεί κοιμήθηκε τον ύπνο τον παραδείσιο, ο πτωχός αιπόλος, μιμηθείς τον Ποιμένα τον καλόν, τον τιθέντα την ψυχήν υπέρ των προβάτων.
Και ύστερα, πώς να μη μοσχοβολά το χώμα;
 
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.

TO ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΩΝ ΔΙΡΦΕΩΝ 2