Τετάρτη 15 Δεκεμβρίου 2021

Το θαύμα της Καισαριανής

Το διήγημα δημοσιεύτηκε το 1901
➖➖➖
Τη μετατροπή του κειμένου στην
καθομιλουμένη δημοτική
έκανε ο
Ιωάννης Δ. Γιαννούκος
⭐⭐⭐

Τη διήγηση αυτή, την άκουσα από το στόμα της κυρά-Ρήνης Ελευθέραινας, σεβάσμιας γερόντισσας Αθηναίας.
- Είχαμε ένα χρόνο στεφανωμένοι με τον μπαρμπα-Λευθέρη, αυτόν που βλέπεις και όλο το χρόνο δεν έπαψε να είναι άρρωστος.
Σου έχω πει πως με είχε ελκύσει με τα χάδια του, ενώ ήταν αυτός τριαντάρης κι εγώ ήμουν δώδεκα χρονών τρελοκόριτσο, που να μην πήγαινα παραπάνω.
Σαν ήταν άρρωστος, ένα χρόνο και παραπάνω, δεν του έλειπε ο πυρετός, όλη η γειτονιά και οι συγγένισσές μου και οι κουμπάρες μου, έλεγαν πως είχε καταντήσει να γένει φθισικός. Είχε χτικιάσει, μου είπαν. Ω, συφορά μου. Γιατροί, γιάτρισσες, γιατρικά, μαντζούνια, τίποτε δεν ωφέλησαν.
Η φτώχεια μας έδερνε. Να δουλέψει ο ίδιος, δε μπορούσε.
Ο Θεός ξέρει πως τά ’φερνα βόλτα, με ψέματα, με αλήθεια.
Μου είπε η κουμπάρα μας μια γνώμη, να τάξω στην Καισαριανή, μεγάλ’ η χάρη της, να σηκωθώ να τον πάω, ίσως λυπηθεί η Παναγία και τον κάμει καλά.
Χάρες μεγάλες ακούονταν πως γίνονταν τον καιρό εκείνο.
Εγώ σαν τ’ άκουσα, να τι είπα μέσα μου, σου ξομολογούμαι.
«Καλά, αν ίσως δεν τον κάμει καλά η χάρη της, μπορεί, το ελάχιστο, να πεθάνει κει δα, να τον θάψω στο βουνό, για να γλυτώσω από έξοδα που δεν έχω κι από άλλα βάσανα και μπελάδες».
Το χειρότερο, φοβόμουν αν πέθαινε στο σπίτι, μην κολλήσει τίποτε στα ρούχα και κολλήσω κι εγώ.
Όλοι μου λέγανε, πως το χτικιό κολλάει.
Λεφτά δεν είχα, ούτε πολύτιμο κανένα μες στην κασέλα μου, εκτός  απ’ το δαχτυλίδι του αρραβώνα που φορούσα.
Είχα μερικά χαλκώματα. Επήρα ένα ταψί που είχα, καινούριο, κατακόκκινο, νάτο, εκεί βρίσκεται - έδειξε προς ένα ράφι, πάνω στο οποίο ήσαν λίγα χάλκινα σκεύη - κι επήγα στη γειτόνισσά μας, την Παναγίνα.
—Κυρά-Παναγίνα, πάρε αυτό το ταψί, αμανάτι, να με δανείσεις τέσσερα σβάντζικα, θέλω να πάω τον άνδρα μου, που τον έχω άρρωστο, στη χάρη της, στην Καισαριανή και λεφτά δεν έχω.
—Να, πάρε δυο σβάντζικα, είπε η Παναγίνα, αυτά μου βρίσκονται.
Άσε το ταψί σου εδώ και σαν ευκολυθείς, φέρε τα δυο σβάντζικα να το πάρεις.
***
Πήρα τα δυο σβάντζικα, αν και λίγα μου έπεφταν για το ταξίδι που ήθελα να κάμω, άφησα το ταψί μου και είπα κι ευχαριστώ.
Κινήσαμε με τον άνδρα μου, παραμονή της Αναλήψεως, βράδυ-βράδυ.
Στο δρόμο βρήκαμε έναν καροτσέρη, κουμπάρο μιανής συγγένισσάς μου. Τον περικάλεσα κι επήρε το Λευθέρη στο κάρο του, τον πλιότερο δρόμο. Εγώ πήγα με τα πόδια.
Νύχτωνε όταν φτάσαμε στην Καισαριανή.
Πριν φτάσουμε στην εκκλησιά, μες στο ρέμα, βρήκαμε ένα τσέλιγκα μ' ένα κοπάδι πρόβατα. Καθίσαμε εκεί κοντά, να ξαποστάσουμε και να συγυρισθούμε, πριν πάμε στην εκκλησιά. Η γυναίκα του τσέλιγκα μας είδε που καθίσαμε κι ήρθε κοντά μας. Ο Λευθέρης, που από βδομάδες μπροστά ήταν κομμένη η όρεξή του και δεν έτρωγε τίποτε, σαν καθίσαμε, μου λέει:
— Πείνασα, καημένη γυναίκα. Κόψε μου λίγο ψωμί.
Του έκοψα ψωμί κι άρχισε να τρώει με τόση όρεξη, που απόρησα κι εγώ. Του είχα κόψει μικρή φέτα, ξέροντας πως δεν μπορούσε να φάει.
Στη στιγμή την έφαγε και μου γύρεψε να του κόψω κι άλλο.
Η τσοπάνισσα που ήρθε κοντά μας, μου λέει:
—Άνδρας σου είναι, τσούπα; Σαν ζαμπούνη τον γλιέπω...
Πίνει γάλα, να σας φέρω;
— Πίνει, είπα εγώ, γιατί είναι άρρωστος.
Εννοούσα που ήταν Τετράδη.
Μας έφερε ένα μεγάλο μπρίκι γεμάτο γάλα. 
Ο Λευθέρης βουτούσε το ψωμί του μέσα, μάσαγε τις μπουκιές, και ρουφούσε το γάλα.
Εγώ έτρωγα ψωμί κι ελιές.
Η τσοπάνισσα τότε, σαν είδε που το ψωμί μας ήταν μπαγιάτικο, δυο-τριών ημερών, μας έφερε μια μεγάλη πλακόπιτα ανεβατή, φρέσκη της ημέρας και μου την έδωκε.
—Τι πειράζεσαι; είπα.
Κι έβαλα την πίττα μες στο ταγαράκι μου.
Ο άνδρας της ήρθε και μας έφερε δυο μεγάλα κομμάτια χλωρό τυρί, αλατισμένο.
— Να, πάρε τσούπα, για να φάτε αύριο, μου λέει.
Το πουρνό, που θά ‘χουμε σφαχτά στη σούβλα, περνάτ’ απ’ αυτού και σας φιλιεύω καμιά πλάτη.
Εγώ έβγαλα κάτι πεντάρες που είχα, τα ρέστα απ’ το ένα σβάντζικο, που το είχα χαλάσει και του είπα να κρατήσει ότι θέλει για το τυρί.
Εκείνος τα έσπρωξε πίσω, με τη ράχη του χεριού του, κι είπε:
— Δε χρειάζονται λιεφτά... Κράτα τα να κολλήσεις καμιά λιαμπάδα στη χάρ' τς, για το μορφονιό σ’, που ’ναι ζαμπούνης.
- Σαν παράξενα σου φαίνονται αυτά; - απέστρεψε αίφνης το λόγο προς εμένα η αφηγήτρια. - Τότε ήταν άλλος κόσμος. 
Οι άνθρωποι είχαν πόνο, είχαν αγάπη αναμεταξύ τους.
Εύρισκες πολλούς καλούς ανθρώπους κι εδώ μέσα και στα βουνά έξω.
Το είχαν σε καλό τους να δίνουνε.
Γι’ αυτό ο Θεός τους ευλογούσε κι είχαν μπερικέτια...
Άλλος κόσμος τότε! Πού κείνα τα χρόνια;
***
Πήγαμε στην εκκλησιά, προσκυνήσαμε, κολλήσαμε μια λαμπαδίτσα. Ύστερα ο Λευθέρης κάθισε κοντά στην Αγία Εικόνα, μέσα στην εκκλησιά και σαν να νύσταζε.
Εγώ βγήκα να πιώ νερό, στην περίφημη, την αθάνατη βρύση...
Ήταν ως τρεις ώρες νύχτα. Δροσιά, αστροφεγγιά, χαρά Θεού.
Εκεί αντίκρυ πέρα απ’ τα πλατάνια, στο ξέφαντο, είχαν αρχίσει να παίζουν λαλούμενα, φλογέρες, νταούλια, ζουρνάδες και μερικοί είχαν στήσει χορό.
Εγώ, σαν τρελοκόριτσο που ήμουν ακόμα, είχα παντρευτεί πολύ μικρή καθώς σου είπα και τώρα δεν θα ήμουν παραπάνω από δεκαεφτά χρονών, ξέχασα και άνδρα άρρωστο και τάξιμο κι εκκλησιά κι επήγα ίσα προς το μέρος που έπαιζαν τα λαλούμενα και γινόταν ο χορός, για να κάμω χάζι.
Στάθηκα εκεί λίγη ώρα, ύστερα απόστασα να στέκομαι και κάθισα στα χορταράκια. Εύρισκα μεγάλη διασκέδαση. 
Εκεί, ακούω από μερικές γυναίκες κάτι φωνές, που έλεγαν η μία με την άλλη:
— Στην Εύρεση!... είναι ώρα... πάνε στην Εύρεση!
— Η Περιστέρα... στην Εύρεση... στη σπηλιά.
Εκείνες που το έλεγαν αυτό, η μία με την άλλη, είχαν έρθει τώρα κοντά εκεί, στο μέρος που ήταν το γλέντι το νυχτερινό και φώναζαν άλλες να τις ακολουθήσουν... Κι έφευγαν όλες μαζί, η μία μετά την άλλη κι άδειασε πολύς τόπος.
Γυναίκες πάρα πολλές και καμπόσοι άνδρες και παιδιά, μονοκοπανιά έφυγαν από κει που ήμουν κι άρχισαν να τρέχουν τον ανήφορο.
Εγώ δεν ήξερα καλά-καλά τι ήταν η Εύρεση και σχεδόν δεν είχα ακούσει ποτέ μου για Περιστέρα.
Αυτή τη στιγμή θυμήθηκα, που η κουμπάρα μας, εκείνη που πρώτη μου είχε βάλει στο νου για να τάξω στην Καισαριανή, μου είχε πει ότι η χάρη της περισσότερο ενεργάει στην Εύρεση, που είναι στη σπηλιά κι ότι εκεί κατεβαίνει, τινάζοντας τα φτερά της, μία περιστέρα...
Τότε, μία που με μισογνώριζε και μας είχε δει νωρίτερα με τον άνδρα μου στο δρόμο κι είχε καταλάβει πως ο άνδρας μου ήταν άρρωστος, καθώς σηκώθηκε να φύγει, γυρίζει και μου λέει:
— Δεν έρχεσαι κι ελόγου σου στην Εύρεση;... 
Πάρε τον άνδρα σου κι ελάτε.
Σηκώθηκα εγώ, έτρεξα κατά τη βρύση, ξαναήπια νερό, ύστερα μπαίνω στην εκκλησιά και βρίσκω το Λευθέρη, που τον είχε πάρει καλά ο ύπνος, δίπλα στο Προσκυνητάρι που καθότανε.
Επήγα κοντά, τον έσεισα κι άνοιξε τα μάτια.
— Δεν ξεκολλάς από κοντά μου; μου λέει. 
Τώρα εγώ λιανονυστάζω.
Σύρε έξω στη βρύση, να πάρεις τον αέρα σου.
— Πάμε στην Εύρεση! του λέω.
— Στην Εύρεση;... τι Εύρεση;
Τον έσεισα πάλι, τον τράβηξα βιαστικά με το χέρι μου και τον σήκωσα.
Τότε μου είχε έρθει η σκέψη, πως έπρεπε να κάμω γλήγορα, για να προφτάσω τ' ασκέρι που έτρεχε τον ανήφορο, γιατί δεν ήξερα αν ήταν πολύ κοντά ή μακριά και το δρόμο εγώ δεν τον ήξερα. Έπειτα έπρεπε να προφτάσω να δω την Περιστέρα, καθώς μισοθυμόμουν που μου είχε πει η κουμπάρα πως τίναζε τα φτερά.
Έσυρα το Λευθέρη και βγήκαμε απ’ το μοναστήρι.
—Η χάρη της, του είπα, θα σε κάμει καλά.
***
Κινήσαμε, περπατώντας πίσω από άλλους, που τους βλέπαμε να τρέχουν μπροστά. 
Ήταν μεσάνυχτα. 
Περπατήσαμε κάμποσο ανήφορο και σε λίγη ώρα φτάσαμε στη σπηλιά.
Ήταν μία σπηλιά ωραία, στο βράχο το θεόρατο, με χρώμα σταχτερό, που έσταζε δροσιές ολόγυρα. Μοσχοβολούσε ο τόπος από θυμάρια, από σκίνους κι αγριοδυόσμο.
Κόσμος ένα πλήθος, γυναίκες ένα σωρό, άνδρες πολλοί και παιδιά ένα μελίσσι, άλλοι ορθοί, άλλοι καθισμένοι, μερικοί άρρωστοι από διάφορες ασθένειες, μισεροί και σακατεμένοι, βρίσκονταν εκεί κι έκαναν το σταυρό τους. 
Ένας παπάς με το πετραχήλι έστεκε στη μέση, είχε κάμει Παράκληση και τώρα ήταν στο τέλος.
Έψελναν «Την πάσα ελπίδα μου» κι έκαναν μετάνοιες.
Σαν είπε το «Δι’ αυκών» ο παπάς πάλι άρχισε να ψέλνει Αγιασμό, μέσα σε μια λεκάνη μεγάλη σαν κολυμβήθρα, φυσικά φτιασμένη στο βράχο, θεόχτιστη, ως φαίνεται.
Σαν άρχισε ο Αγιασμός, οι γυναίκες ψιθύριζαν η μια με την άλλη:
—Η Περιστέρα... τώρα θα φανεί!
—Τώρα θα κατεβεί η Περιστέρα!
—Να, τώρα... τώρα θα βγει η Περιστέρα.
Σε λίγη ώρα, κοντά στο τέλος του Αγιασμού, τη στιγμή που ήθελε να βαφτίσει ο παπάς το Σταυρό στη λεκάνη, ακούστηκε έξαφνα ένα φρου-φρου κι εβόιξ’ η σπηλιά και παρουσιάστηκε για μια στιγμή, για όση ώρα σας το λέγω, ένα ωραίο πουλί, μια περιστέρα, με άσπρα και σταχτιά και χρυσά φτερά κι εφτερούγιασε, φρστ!... φρστ!,.. και τίναξε τα φτερά της και χτύπησε με τα φτερά της το νερό, που ήταν μέσα στη λεκάνη του Αγιασμού κι αμέσως έγινε άφαντη...
Για δυο-τρεις στιγμές εξακολουθούσε, απ’ το θόλο της σπηλιάς, να πέφτει νερό μες στη λεκάνη, ύστερα έπαψε.
Ο κόσμος κοίταζε χωρίς φωνή, χωρίς πνοή... 
Ύστερα μονομιάς από πολλών τα στήθια εβγήκε ένα 
«Μέγας ει Κύριε!» και δυο-τρεις χωριάτισσες είπαν 
«Χριστός δε σερ-Μαρία! Χριστός δε σερ-Μαρία».
Την ίδια στιγμή εβούτηξ' ο παπάς το Σταυρό κι έψαλε 
«Σώσον, Κύριε, τον λαόν σου» κι υστέρα όλος ο λαός, παιδιά, άνδρες, γυναίκες, έπεσαν με τα μούτρα στην αγιαστούρα του παπά και μέσα στη λεκάνη κι έπαιρναν αγίασμα με τα φλασκιά τους, με τα τασάκια τους κι έπιναν και ξεφωνούσαν: 
«Δόξα σοι, Κύριε, δόξα σοι!»
Με πολύ κόπο, πήρα κι εγώ αράδα κι έσυρα σπρώχνοντας με όλη τη δύναμή μου το Λευθέρη απ’ το μπράτσο κι απ’ τις πλάτες και μπορέσαμε με πολλά βάσανα να πλησιάσουμε τον παπά και μας φώτισε με την αγιαστούρα του, ύστερα έσκυψα με το στόμα κι ήπια αγίασμα, ύστερα γέμισα τις δυο φούχτες και τις έφερα στο στόμα του ανδρός μου να πιει.
Ήταν δροσερό, γλυκό νερό, αγίασμα, είχε μια δροσούλα και μια μοσκοβολιά που δεν ξανάγινε.
***
Κατόπιν γυρίσαμε πάλι, με όλο το μελίσσι μαζί κι εφτάσαμε στην εκκλησιά.
Το πουρνό, αφού λειτουργηθήκαμε, δεν ξεχάσαμε να περάσουμε απ’ το μέρος όπου είχε τη στάνη του προσωρινά 
ο χτεσινοβραδινός ο τσέλιγκας.
Μας έδωκε γάλα, γιαούρτι, χλωρό τυρί. 
Ύστερα, σαν ψήθηκαν τ’ αρνιά, μας φίλεψε ένα μεγάλο κομμάτι από παγίδια κι από πλάτη και ξεφαντώσαμε. 
Μία φαμίλια απ’ την Πλάκα, που κάθισαν εκεί κοντά να ξεφαντώσουν, μας εγνώριζαν, μας έστειλαν ένα φλασκί γεμάτο κρασί κι ήπιαμε στην υγειά τους.
Περάσαμε πολύ καλά όλη μέρα. 
Το βράδυ γυρίσαμε στο σπίτι μας.
Στη στράτα που γυρίζαμε, δεν είχε νυχτώσει ακόμα πολύ και βλέπω ένα μικρό κομπόδεμα χάμου. Σκύφτω, το μαζεύω, το ανοίγω και βλέπω που είχε μέσα τρία σβάντζικα.
Η φαμίλια η Πλακιώτικη, που μας είχε φιλέψει το κρασί, μια γυναίκα με τον άνδρα της και με δυο παιδιά, είχαν ξεκινήσει κι εκείνοι πεζοί λίγο μπροστά από μας κι είχαν προσπεράσει ως μια τουφεκιά τόπο. Κατ’ αρχάς έκαμα να βάλω το κομπόδεμα στην τσέπη μου, ύστερα είπα: «κι αυτοί φτωχοί σαν εμάς είναι, μην τους έπεσε κι είναι κρίμα να το κρατήσω». Τους φωνάζω:
— Μη σας έπεσε κανένα κομπόδεμα;
Τι λογής ήταν και πόσα λεφτά είχε μέσα;
Εψάχτηκαν.
—Όχι, μου είπαν δεν μας έπεσε τίποτε.
Τότε είπα κι εγώ, μπορεί νά ’πεσε καμιανής που να ’χει τον τρόπο της, κισμέτι ήταν, ας το κρατήσω.
Ο Λευθέρης ήταν πολύ καλύτερα. 
Γύρισε όλο το δρόμο με τα πόδια.
Η όψη του καλυτέρεψε πολύ. Είχε γυρίσει η όρεξή του κι έφαε κι ήπιε καλά στο πανηγύρι. 
Σε λίγο καιρό έγινε καλά, δυνάμωσε κι έζησε κι είναι τώρα ογδοντάρης, όπως τον βλέπεις.
Το πρωί της άλλης μέρας πηγαίνω στην Παναγίνα τη γειτόνισσα.
— Να, πάρε κυρά-Παναγίνα, τα δυο σβάντζικά σου και δώσε μου τ' αμανάτι μου.
Είχα χαλάσει το ένα σβάντζικο απ’ τα δυο που με είχε αυτή δανείσει, έκαμα όλα τα έξοδα του ταξιδιού, έφαγα και ήπια καλά, έφερα και δυο μεγάλα κομμάτια τυρί στο σπίτι, καθώς και μισό καρβέλι από μαύρο ψωμί χωριάτικο, έδωσα τα δυο σβάντζικα τα δανεικά και μου περίσσεψαν και δυο ακόμα σβάντζικα.
— Να, πάρ' το, κυρά-Λευθέραινα το ταψί σου, μου λέει η Παναγίνα, αφού επήρε τα δυο σβάντζικα.
Επήρα το ταψί μου και να το, αυτό είναι!
Βρίσκετ' ακόμα, ύστερ’ από σαρανταοχτώ χρόνια.
Σηκώθηκε, ύψωσε το χέρι στο ράφι και μου παρουσίασε χάλκινο αγγείο παλαιό, λίγο τρύπιο στη μία άκρη.
 
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.

TO ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΩΝ ΔΙΡΦΕΩΝ 2