Κυριακή 22 Αυγούστου 2021

Η Μαούτα

 


Το διήγημα δημοσιεύτηκε το 1905

Τη μετατροπή του κειμένου στην
καθομιλουμένη δημοτική
έκανε ο
Ιωάννης Δ. Γιαννούκος
⭐⭐⭐

― Πω πω πω! γου!! α πα πα! Τ᾿ είν᾿ αυτό; Τι γλέπω; Κύρι᾿ ελέησον.
Είχε ανακαθίσει στο φτωχικό κρεβάτι της η μικρή το Μοσκαδώ,
η κόρη της Σοφιάς της φουρνάρισσας και συνένωνε τα χέρια της, κοιτάζοντας με έξαλα τα μάτια προς το αμυδρό φως της κανδήλας, το οποίο φώτιζε μία Παναγία παλαιὰ, μαυρισμένη κι ένα Άγιο Χαράλαμπο, μικρό ασημωμένο εικόνισμα και το στόμα της εξέπεμπε αλλεπάλληλα, τα πάρα πάνω επιφωνήματα.
Ήταν μεσάνυχτα περασμένα, προ ολίγου είχαν λαλήσει τα ορνίθια.
― Γου γου! πα πα πα! Κάμε, Θέ μου, έλεος! Πως την τραβούν! πως την αρπάχνουν! πως τη φορτώνουν, Θέ μου! τι φόρτωμα είν᾿ αυτό;
Να, τη Μαούτα βλέπω, απάν᾿ στο σπίτι, την κυρά μας.
Και την φορτώνουν κάσσες, παλιοσάνιδα, τσότρες, κόσκινα, ταψιά… Κοσκινοὺ έγινες, Μαούτα;…
Γιατί τη φορτώνουν έτσι; Και την τραβούν και τη σπρώχνουν εμπρός. Έλεος! έλεος! Να και μια σκαφίδα και δύο κόφες γεμάτες στάχτη… α! κι ένα στατήρι; Τι το θέλουν τάχα, το στατήρι, για να ζυγιάσουν τις αμαρτίες της; Εμπρός, εμπρός, απ᾿ τα κεραμίδια ψηλά!
Να, άγγελος Κυρίου με τα φτερά γαλάζια, καταγάλανα, χρυσά.
Να και τ᾿ Αραπάκια… ένα σωρό ανθρωπάκια μαύρα, γυφτόπουλα μικρά, σα νυχτερίδες, απλώνουν τα χέρια τους, με τα φτερά κολλημένα… την ψυχή της αρπάχνουν!… Έλεος, Θέ μου, έλεος!
Η Ξενούλα, η μεγαλύτερη αδελφή της Μοσκαδώς, που κοιμόταν στο πλάι της, ξύπνησε, τρίβοντας τα μάτια, ανασηκώθηκε λίγο στο προσκεφάλι, έβλεπε με οίκτο τα φαινόμενα της εκστατικής αυτής υπνοβασίας κι επιτιμούσε αυστηρά την αδελφή της.
― Τι έπαθες πάλε, Μοσκαδώ; Πέσε κοιμήσου, ησύχασε… αλαφροΐσκιωτη είσαι, καημένη!
Το Μοσκαδώ, χωρὶς να δείξει ότι άκουσε την αδελφή της, εξακολούθησε να εξαγγέλλει μεγαλοφώνως την οπτασία της.
― Πω πω πω!… ως κι ένα μουλάρι βαρυφορτωμένο της φορτώνουν απάνω στην πλάτη της!… Τι είν᾿ αυτά που βλέπω; Σε καλό σου, θεια-Μαούτα!… Κόσκινα, παλιοκασσέλες, παλιοσάνιδα, δύο σκαφίδες, μία φλάσκα, ένα στατήρι, δύο κόφες, ένα ταψί κι ένα ολάκερο μουλάρι, με δύο θεόρατα σακιά πατημένα, ολόγεμα! Είσαστε Χριστιανοί;
Συνέσφιξε τα χέρια, έκαμε κίνημα προς τα πίσω και συνέχισε:
― Πώς τα σηκώνει!
Έπειτα ξανάπεσε στο προσκέφαλό της, έλυσε τα χέρια, έκαμε το σημείο του Σταυρού, έκλεισε τα μάτια και με ησυχότερη φωνή, σαν να σχολίαζε την ίδια οπτασία της ή σαν να ορμήνευε την υποβολή άλλου, αόρατου, όντος, εξακολούθησε:
― Τα όσα αποχτούμε, τ᾿ ακούς, τ᾿ αφήνουμε όλα εδώ όντας θα φύγουμε… Τα όσα κλέφτουμε, μόνον εκείνα παίρνουμε μαζί μας, ακούς… Μας τα φορτώνουν στη ράχη, στην τραχηλιά μας, γύρω στο λαιμό μας τα κρεμούν. Μας πομπεύουν εκεί που θα πάμε, τ᾿ ακούς!
Και με το χέρι ψηλάφησε μηχανικά το λαιμό της, διόρθωσε και κούμπωσε την τραχηλιά της, σαν να ήθελε να βεβαιωθεί αν ο ίδιος ο λαιμός της ήταν απαλλαγμένος απὸ τέτοια βάρη, τα οποία έλεγε.
Έπειτα αμέσως αποκοιμήθηκε.
* * *
Την άλλη μέρα κηδευόταν η κυρά-Μαγούτα, χήρα, πενήντα χρονών γυναίκα. Αυτή υπήρξε καλή νοικοκυρά, με πολλά υπάρχοντα και της έκαμαν καλή κηδεία.
Η Σοφιά με τις δύο θυγατέρες της, φτωχή γυναίκα που κολλούσε (άναβε) το φούρνο, πριν από λίγο καιρό είχε μετοικήσει στη γειτονιά.
Είχε παντρέψει τη μεγάλη κόρη της, δίνοντας ως προίκα το μικρό σπίτι της, στην Επάνω Ενορία και δεν είχε πλέον σπίτι να στεγασθεί.
Οπότε ήλθε και κατοίκησε στο μικρό σπιτάκι, το οποίο ήταν ίσως πρώην ορνιθώνας (στις ημέρες της ακμής της οικίας), βρισκόμενος πίσω από το φούρνο, μέσα στη μεγάλη ανηφορική αυλή, που είχε τριάντα σκαλοπάτια, δύο σπιθαμών το ύψος, μαρμάρινα.
Ήταν η μόνη φουρνάρισσα που είχε κάμει «στα χέρια της» της κυρά-Μαγούτας. Αυτή είχε κτίσει δίδυμους φούρνους προ δύο χρόνων, μέσα στο χάλασμα της αυλής, προς τα κάτω, αλλά σε λίγο καιρό είχε αλλάξει πέντε φουρνάρισσες. Κατόπιν ο φούρνος έμεινε αργός, λόγω έλλειψης γυναίκας που να  προθυμοποιείται να αναλάβει το έργο.
Τέλος βρέθηκε η Σοφιά, που ήταν μαλακή γυναίκα και «απόμονη», απὸ άλλο μαχαλά, που δε γνώριζε καλά της γειτονιάς τα πρόσωπα και τα πράγματα. Η πτωχή χήρα, επειδή είχε προικίσει πρόσφατα, όπως είπαμε την κόρη της, βρισκόταν προς το παρόν χωρίς σπίτι.
Αυτή όταν ήλθε ανέλαβε τη φροντίδα του φούρνου.
Είχε κάμει πολλά νοικοκυριά η Μαγούτα και μάλιστα μετά το θάνατο του συζύγου της. Είχε κτίσει ταλιάγρα, δηλαδή ελαιοτριβείο, μύλους, πατητήρια, ληνοὺς και καμίνους ρακής και οινοπνεύματος.
Είχε αγρούς, αμπέλια κι ελαιώνες.
Σε μία ανεψιά της, χήρα επίσης, έλεγε: «Τώρα που πέθαναν οι άνδρες μας, Μαργαρώ, τώρα πρέπει να κάμουμε νοικοκυριά, για να φανούμε!»
Η Μαργαρώ, απλοϊκή και μετριόφρων νέα, απαντούσε:
«Τι λες, θεια, τι λες; Δεν είμαι άξια!»
Η γριά Δεσποινού, η μητέρα της Μαργαρώς, που καταγόταν απὸ ιστορική οικογένεια μιας των ενδόξων νήσων, βλέποντας την πολύ νοικοκυροσύνη και απληστία της συννυφάδας της, απορούσε και φώναζε ακούσια, ενθυμούμενη το παλαιό επιφώνημα των συμπατριωτών της:
«Μάννα μου, διάβολε!»
Ο Γιώργος του Δημητρού, παλιός ναυτικός, πολλά είχε πάθει και πολλά είχε δει στη ζωή του, αναπολώντας τον καιρό εκείνο, όταν ο πεθερός της Μαγούτας, στα Κριμαϊκά, πλοίαρχος μεγάλου βρικίου, είχε φέρει, όπως έλεγαν, τα τάλαρα με τις κόφες απὸ ένα ταξίδι έως την Αζοφική και είχε κτίσει παλιά περήφανη σ΄ αυτήν οικία, με τα εικοσιεννέα σκαλοπάτια τα μαρμάρινα της ανηφορικής αυλής, που έλαμπαν τότε, έλεγε σε κύκλο φίλων του:
― Τι λέτε, βρε παιδιά;… απὸ καμιά μεριά ο γέρο-Μαγούς, με τη μπαστούνα του… αν ήταν να έρθει πίσω, από τον τάφο… και νά ᾽βλεπε τις τόσες προκομμάδες και τα ρακοκάζανα και τις φουρνάρισσες και τα πλυσταριὰ και τις γίδες… Θα τά ᾽κανε όλα θάλασσα, ή όχι;
Ωστόσο, τα πράγματα της Μαγούτας πρόκοβαν πολύ. Οι γειτόνισσες έλεγαν: «Είχε καζαντίσει τον άνδρα της, καζάντισε την κόρη της και το γαμπρό της, τώρα δουλεύει για να καζαντίσει τ᾿ αγγόνια της».
Άλλες πάλι, ανακαλούσαν την παροιμία, ότι «τα καλά συναγμένα», κτλ., καθώς και την άλλη: «Κατὰ μάννα, κατὰ κύρη»…
Πράγματι, ο γαμπρός τον οποίο είχε κάμει στη μοναχοκόρη της, ήταν καλός οικονόμος και είχε σπεύσει μετά το θάνατο του πεθερού, να νοικιάσει την προικώα οικία του ως καζάρμα, για να παίρνει ακριβό ενοίκιο, απὸ την κοινώς λεγόμενη «Ψωροκώσταινα».
Ήταν δε άνθρωπος με μόνιμη θέση, ανώτερος υπάλληλος. Μόνο ότι είχε φάγει στα χαρτιά, όπως έλεγαν, όλη τη μετρητή προίκα, μερικές χιλιάδες δραχμές.
* * *
Η Ξενούλα, η δευτερότοκος κόρη της Σοφιάς, 17 ετών, δε ρώτησε την αδελφή της, αν θυμόταν όλα όσα έλεγε ότι έβλεπε την περασμένη νύκτα. Συνέβη άλλωστε να αποβιώσει η ιδιοκτήτρια του φούρνου, όπου εργάζονταν αυτές με τη  μητέρα τους, περίπου την ἰδια ώρα που έβλεπε το όραμά της η μικρή δεκαπενταετής, το Μοσκαδώ.
Αλλά το απόγευμα, μετά την κηδεία, πήγε η Ξενούλα για να αγοράσει λίγες ελιές απὸ το γειτονικό μικρό μαγαζί και άκουσε το Μαγδαλνώ, που διατηρούσε το μαγαζί όταν απουσίαζε ο σύζυγός της (ο σύζυγος της Μαγδαλνώς ήταν έμπορος αμφίβιος, της ξηράς και της θάλασσας, ταξίδευε με τη βρατσέρα του, έφερνε άλευρα, μαλλιά και διάφορα τρόφιμα ή άλλα είδη και τα πουλούσε στο μαγαζί του), άκουσε την εργαστηριάρισσα να συνομιλεί με άλλες γειτόνισσες και να διηγείται:
― Ακριβή ωστόσο η μακαρίτισσα κι ότι έβαζε στο χεράκι της, τό ᾽σφιγγε καλά… Λένε πως είχε βάλει στοίχημα μια φορά με τον αδελφό της, που ήταν δυνατός πολύ, ένας σκιὰς ως εκεί επάνω και δε μπόρεσε να της ανοίξει το χέρι της…
Μα ότι έβαζε στα νύχια, ωστόσο, δεν το άφηνε κι ότι άδραχνε, δεν της έφευγε… Κι αν της έπεφτε στην πλώρη τίποτε κι είχε κι αυτή το ίδιο, το ξένο της φαινόταν καλύτερο απὸ το δικό της και το έκανε αλλαξιά… κι ότι είδος της έδινες δανεικό, δεν θυμόταν ποτὲ να στο δώσει πίσω…
Μια φορά, ήταν Πρωτομαγιά και μου γύρεψε δανεική μία φλάσκα, για να βάλει εκεί μέσα κρασί, που ήθελε να πάει με τον άνδρα της στην εξοχή να γλεντήσουν. Περνούν ημέρες, δε μου δίνει τη φλάσκα πίσω. Έτυχε να τη χρειαστώ, της τη γύρεψα. Μου απάντησε, κόπηκε το λουρί, ήθελε να το φτιάσει και θα μου την έδινε…
Περνούν δύο βδομάδες, της το θυμίζω πάλι, μου λέει δεν έφτιασε ακόμα το λουρί… Ας είναι είπα, δώσε μου την όπως είναι και το διορθώνω εγὼ το λουρί… Αμέσως τώρα, είπε, θα μου τη στείλει… μα δε μου την έστειλε… Πάλι της την ξαναγυρεύω… Μπα! κοίταξε, είπε, ξέχασα: τώρα ευθὺς θα πάω να σου τη φέρω… Καρτερώ ακόμα να μου τη φέρει!…
Στο πλυσταριό, μια μέρα, είχα μια κάσσα δική μου, ολοκαίνουργη… Έρχεται κι αυτή, με τη γυναίκα την παραπαίδα της (που παραπονιόταν πως δεν την χόρταινε ψωμί, ενώ εκείνη πάλι έλεγε πως την άφηνε νηστική), έρχονται να πλύνουν. Είχε μια κάσσα σκεβρωμένη, σάπια, παμπάλαια…
Παίρνει τη δική μου την κάσσα και μου αφήνει τη δική της στον τόπο…
Τη ρωτώ, τι έγινε η κάσσα; Μπα! λάθος, είπε, θα την έκαμα αλλαξιά.
Θα κοιτάξω να τη βρω να σου τη στείλω… Περιμένω ακόμα να μου τη στείλει!
Μία άλλη γειτόνισσα, βρισκόμενη τη στιγμή εκείνη στο μαγαζί, πήρε το λόγο:
― Της Παρασκευώς της Νταρνταγίτσας, της κράτησε ένα κόσκινο που της γύρεψε δανεικό… και της Ματώς της Χαβίναινας, πάει το στατήρι της, που της το είχε γυρέψει για να ζυγιάσει κάτι τι.
Την ἰδια απογευματινή ώρα, περνούσε κοντά από το μαγαζί επιστρέφοντας από το αγώγι της μέρας ο γέρο-Κοντονίκος με τον ημίονό του. Σταμάτησε το ζώο του και στάθηκε
να πιει ένα ρακὶ για να ξεκουραστεί, απ΄ έξω, κοντά στην πόρτα… Άκουσε την ομιλία και αφού ήπιε το αναψυκτικό του, είπε:
― Σχωρέθηκε η κυρά-Μαούτα; Ζωή σε λόγου σας… Νιτερεσάδα ωστόσο, πολύ γύφτισσα, Θεός σχωρέσ᾿ τηνε!… Μια φορά, με είχε πάρει να της κουβαλήσω καμπόσα φορτώματα ξηρά σύκα και σούρβα και δε θυμάμαι τι άλλο, απ᾿ το κτήμα της, πέρα, στον Πλατανιά.
Μου σακάτεψε το ζω, πιστεύετε;… Τα πέντε φορτώματα ήθελε, αν ήταν τρόπος, να τα κάμει τρία, τα έξι τέσσερα (να δα, η παροιμία!). Στο γαϊδούρι γύρευε να βάλει μουλαρίσιο φόρτωμα, στο μουλάρι, καμηλίσιο…
Πατούσε τα σύκα με χέρια και με ποδάρια, ως που να τα βγάλει ρακί, μες στα τσουβάλια και γύριζε και κοίταζε πίσω της, μη την έβλεπα, 108 οκάδες το φόρτωμα, δυόμισι ώρες δρόμο, μου γονάτισε, μου μισέρεψε το ζω, πολὺ ταμαχιάρα, Θεός σχωρέσ᾿ τηνε!
 
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.

TO ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΩΝ ΔΙΡΦΕΩΝ 2