Δευτέρα 13 Δεκεμβρίου 2021

Το Ενιαύσιον θύμα

Το διήγημα δημοσιεύτηκε το 1899
➖➖➖
Τη μετατροπή του κειμένου στην
καθομιλουμένη δημοτική
έκανε ο
Ιωάννης Δ. Γιαννούκος
⭐⭐⭐

Μπαρκάρισαν και οι τρεις από την παλαιά ξύλινη θαλασσοφαγωμένη αποβάθρα, κάτω από το κυματόπληκτο σπιτάκι της Μορφούλαινας, ο Καλούμπας, ο Νιόγαμπρος κι ο Μπαμπούκος.
Το παλαιό θαλασσόπληκτο σπιτάκι, είχε δοθεί ένα καιρό ως προίκα στη Μορφούλαινα, στη συνέχεια είχε μεταβιβασθεί ως κληρονομιά στη θυγατέρα της και τέλος είχε δοθεί στη θυγατέρα της θυγατέρας της.
- Μία Κυριακή, περί τα μέσα Νοεμβρίου, είχε γίνει ο γάμος.
Όλη η γειτονιά και άλλοι καλεσμένοι είχαν διασκεδάσει όλη τη νύχτα με τραγούδια και χορούς και με βιολιά και λαγούτα.
Και μία Δευτέρα, προς το τέλος του Δεκεμβρίου, κάτω από το παλαιό σπιτάκι, από τη σκάλα τη θαλασσοφαγωμένη από τα γκρίφια και τις πέτρες τις κακοτράχαλες και παραμερισμένες, μπήκαν στη φελούκα ο Νιόγαμπρος και ο Μπαμπούκος, για να πάνε για ψάρεμα.
Ο Καλούμπας, ήταν ο ξακουστός «ψαράς με το ένα χέρι» - το άλλο του το είχε φάγει η δυναμίτιδα - όταν ψάρευε τους περίφημους ροφούς, από 5 έως 12 οκάδες το βάρος, τους οποίους έδενε σαν βόδια από την πρύμνη της βάρκας και τους έσερνε στο κύμα ζωντανούς, με το τεράστιο άγκιστρο στο ρύγχος, έτοιμους προς σφαγή άμα δύο ή τρεις αγοραστές εμφανίζονταν.
Ο Μπαμπούκος ήταν γηραιός θαλασσινός, ο οποίος επί σαράντα χρόνια είχε γυρίσει όλη τη Μαύρη και την Άσπρη θάλασσα, τη Μεσόγειο και μέρος του Ωκεανού, σαν λοστρόμος με τα καράβια. Έπειτα είχε ζητήσει να πάρει σύνταξη, αλλά τα «χαρτιά του δεν ήσαν καλά», του είπαν.
Τώρα πήγαινε σαν σύντροφος με μισό μερίδιο, με τις λέμβους τις αλιευτικές και πορθμητικές.
Ο Νιόγαμπρος, είχε στεφανωθεί την Κυριακή, πριν πέντε εβδομάδες και ο γάμος δεν είχε σαραντίσει ακόμα.
Επί δύο ώρες, ο Καλούμπας και ο Νιόγαμπρος, περίμεναν τον Μπαμπούκο πότε να έλθει για να λύσουν τη μπαρούμα και να αποπλεύσουν. Επί δύο ώρες ο Μπαμπούκος έτρεχε από βράχο σε βράχο, από μονοπάτι σε κρημνό, κυνηγώντας το γιο του τον Πάππο. Οι άλλοι δύο γιοι του γέρο-Μπαμπούκου έλειπαν. Ο ένας ταξίδευε με τα καράβια, ο άλλος υπηρετούσε στα βασιλικά.
Από τις θυγατέρες του, άλλη είχε πεθάνει, άλλη πανδρεύτηκε στα ξένα, άλλη βρισκόταν σε ξένο σπίτι. Στήριγμα των γηρατειών του, για να υποβαστάζει τα ρευματισμένα γόνατά του, ο γέροντας θαλασσινός δεν είχε παρά το γιο του τον Παναγιώτη, παιδί δώδεκα ετών, τον οποίο είχε παρονοματίσει χαϊδευτικά «Πάππον της» η μακαρίτισσα η Αργυρώ, η σύζυγος του Μπαμπούκου.
- Αλλά ο Πάππος του έφευγε. Πηδούσε από βράχο σε βράχο, από ακρογιαλιά σε ακρογιαλιά. Αγαπούσε πολύ να τρέχει, να χαζεύει και να μην υπακούει.
Όταν δεν βρισκόταν στους γιαλούς, κυνηγώντας καβούρια στα θαλάμια ή μικρά χταποδάκια σε καιρό γαλήνης στα ρηχά, έτρεχε στα Κοτρόνια, πάνω απ΄ τη συνοικία, στο βραχώδη λόφο, όπου ήταν κτισμένο, σιμά στο ναΐσκο του Αγίου Νικολάου, ψηλά, το σπιτάκι τους. Κυνηγούσε τις φωλιές.
Δεν άφηνε μικρή κουκουβάγια να μεγαλώσει, για να μη λαλούν τη νύκτα απαίσια στους βράχους. Αν έπεφτε μικρός γλάρος στα χέρια του, του έκοβε τα φτερά και ζητούσε να μάθει απ' αυτόν την τέχνη, πως να καταπίνει, χωρίς να μασά τα μικρά γλυκά, όσα κατόρθωνε να κλέβει από το Βασίλη τον Καραμελά.
Η θαλάσσια εκδρομή επρόκειτο να διαρκέσει 48 ώρες ή το πολύ τρεις ημέρες. Ο Μπαμπούκος δεν ήθελε να αφήσει το γιο του να «ξεμπουρδαλιάζει» και ζητούσε να τον πάρει μαζί.
Αλλά ο Πάππος, αγαπούσε ναι τις βάρκες, αγαπούσε και τη θάλασσα, αλλά δεν έστεργε την πειθαρχία. Η βάρκα εκείνη, επί της οποίας θα έπλεε με δύο άλλους ακόμη ο πατέρας του, θα ήταν πλωτή φυλακή γι’ αυτόν. Και άμα μυρίσθηκε, ότι ο πατέρας του σκεπτόταν να τον πάρει μαζί, φρόντισε να γίνει άφαντος.
Ο γέρος τον κυνήγησε. Μία η δύο φορές είδε το «διακαμό» του, τον φεύγοντα ίσκιο του, πίσω από τους βράχους. Ο Πάππος ήξερε πολλά «κατσαμάκια», δηλαδή ελικοειδείς κινήσεις και τα ποδάρια του «τον άκουαν». Δεν έπασχε από ρευματισμούς. Ο γέρο-Μπαμπούκος που να τον φθάσει!
Τέλος, λαχανιασμένος, ξεγλωσσασμένος, επέστρεψε ο Μπαμπούκος άπρακτος, κοντά στους δύο συντρόφους του, οι οποίοι ανυπομονούσαν.
 — Μα έλα δα! έκραξε προς αυτόν ο Καλούμπας, άμα τον είδε να έρχεται χωρίς το γιο του. Έλα κι ας κουρεύεται!
—Καλύτερα, λείπει κι ο μπελάς του, παρατήρησε ο Νιόγαμπρος.
Ο γέρος θαλασσινός έσκυψε, έλυσε τη μπαρούμα και πήδησε στη βάρκα. Ομοίως και οι άλλοι δύο.
— Μου έβγαλε την ψυχή ανάποδα, το διαολόσκυλο, είπε ο Μπαμπούκος, να τρέχω να τον κυνηγώ.
Ήταν πράγματι πολύ οργισμένος. Άμα μπήκε στη βάρκα, ξέχασε να κάμει το σταυρό του, μόνο είπε αυτομάτως, χωρίς να σκεφθεί.
Καλό πνίξιμο, παιδιά.
Ο Καλούμπας κάγχασε, ο Νιόγαμπρος σιώπησε. Η Νιόνυφη, η σύζυγός του, που τους κοίταζε από το παράθυρο, άκουσε τον απαίσιο αστεϊσμό, το λευκό μέτωπό της συνοφρυώθηκε και στεναγμός φούσκωσε το εύκολπο στήθος της.
— Αστοχιά στο λόγο σου, ψιθύρισε.
Της ήλθε τότε η παράξενη ιδέα να φωνάξει πίσω το σύζυγό της, να τον κρατήσει, να μη τον αφήσει να πάει. Αλλά η τόλμη της έλειπε και θάρρος αρκετό δεν είχε αποκτήσει. Ήξερε ότι εκείνος θα την χλεύαζε ίσως και ποτέ δεν θα επείθετο.
Μόνο όταν απομακρύνθηκε η βάρκα, της ήλθαν στη μνήμη κάποιες άλλες περιστάσεις και οι φόβοι της έγιναν τυραννικοί.
Ο γαμπρός αυτός, με τον οποίο προ πέντε εβδομάδων είχε στεφανωθεί, ήταν «ταβατζίδικος», δηλαδή διαφιλονικούμενος, βλαστημημένος, είχε άλλο αρραβώνα, τον οποίο διέλυσε πριν λίγο καιρό, στο γειτονικό νησί, από όπου καταγόταν.
Της έλεγαν ότι η πρώην πεθερά του ήξερε μάγια, ότι θα τον μάγευε και θα τους έκανε κακό. Που ήξερε κι αυτή η κακομοίρα; Αυτόν της έδωκαν, αυτόν πήρε.
Αλλά και τα χρυσοκέντητα ρούχα, τα νυφιάτικα, τα οποία είχε φορέσει για να στεφανωθεί κι' αυτά επίσης ήσαν βλαστημημένα.
Οι γονείς της, της τα είχαν αγοράσει έτοιμα από μία μητέρα, της οποίας η κόρη είχε κατεβεί στον τάφο, πριν γίνει νύφη για να τα φορέσει.
Ω, κακοσημαδιά! Και η Νιόνυφη έκλαψε.
Όμως η θαλάσσια ηχώ, άκουσε τον απαίσιο αστεϊσμό του γέροντα ναύτη και από κύμα σε κύμα τον μετεβίβασε όχι στην αντίπερα ακρογιαλιά, εκεί όπου απλώνονται φιλοπαίγμονα τα ήμερα γαλανά κύματα, αλλά στο κέντρο του πόντου, όπου ο βυθός ο αμέτρητος, η άβυσσος η τρομακτική, αλλά στην εσχατιά του πελάγους, στις ακτές τις απόκρημνες και τιτάνιες, όπου δεν υπάρχει αγάπη και έλεος, αλλά μανία και φρίκη.
***
- Άλλος θεατής της λέμβου που απομακρυνόταν, εκτός από τη Νιόνυφη δεν ήταν, παρά η Σειραϊνώ το Κουρτεσάκι. Αμέσως μετά από λίγο ο Πάππος, φαγκρίζοντας και γελώντας σαν προσωπίδα αποκριάτικη, κάτισχνος, μελαμψός και ηλιοψημένος, ήλθε κοντά εκεί, άμα η λέμβος απομακρύνθηκε ως πενήντα οργιές και κοίταζε τους ναυβάτες, κατά τη στιγμή που άφηναν τα κουπιά και ετοιμάζονταν να κάμουν πανιά προς το πέλαγος.
— Καλό κατευόδιο, πατέρα μου, είπε.
— Γιατί παλιόπαιδο, δεν πήγες μαζί; τον ρώτησε η Σειραϊνώ το Κουρτεσάκι.
— Για να ρωτάς εσύ, απάντησε θρασύς ο Πάππος.
— Και πού θα ερμοκατιάσεις το βράδυ να ψοφολογήσεις;
Ο πατέρας θα πήρε μαζί το κλειδί του σπιτιού σας.
 — Έρχομαι στο σπίτι σου, θεια-Σειραϊνώ, που έχει τους τρεις τοίχους και τη μισή σκεπή, απάντησε πανούργα ο μάγκας.
— Αν θέλεις, έλα, είπε η φτωχή γριά.
Η Σειραϊνώ κουβαλούσε στάμνες στα σπίτια από τα πηγάδια και τις βρύσες του χωριού, ρουφούσε ταμπάκο, ήταν συμπαθέστατη προς τους πάσχοντες και παρηγορούσε το γέρο-Γατζίνο και το γέρο-Ζουμπωτλή, διδάσκοντας αυτούς πως να υποφέρουν τα γηρατειά, οι οποίοι είχαν κοινωνική υπόσταση και είχαν γιους και θυγατέρες.
Κι αυτή ήταν έρημη και μοναχή στον κόσμο.
Είχε χαρίσει το σπιτάκι της, νεόκτιστο, φτωχικό, σε μία γειτονοπούλα, την οποία είχε συμπαθήσει, χωρίς να γνωρίζει γιατί. Με τη δωρεά αυτήν ως προίκα πανδρεύτηκε η φτωχή γειτονοπούλα.
Η Σειραϊνώ, είχε ξεχειμωνιάσει δυο χρονιές στο μισοχαλασμένο σπίτι της Σκωριανίνας, της μακαρίτισσας. Το σπίτι είχε πράγματι δύο πέτρινους τοίχους, ένα ξυλότοιχο και μισή στέγη, ανοικτό, χωρίς χώρισμα. Ο τέταρτος τοίχος είχε καταρρεύσει προ πολλού.
Καθ' όλες τις πιθανότητες, επρόκειτο κι εφέτος να ξεχειμωνιάσει στο ίδιο οίκημα. Εάν η κόρη, την οποία είχε προικίσει, δεν εύρισκε τύχη τόσο γρήγορα να πανδρευτεί, θα είχε η Σειραϊνώ καταφύγιο, μένοντας υπό την ίδια στέγη με εκείνη. Αλλά θέλησε να κάμει το καλό σωστό και την απάλλαξε από την παρουσία της.
Στο σπίτι με τους τρεις τοίχους πήγε πράγματι να κοιμηθεί τη νύκτα ο Πάππος. Το κενό το οποίο άφηνε ο τέταρτος τοίχος φρασσόταν εν μέρει με ένα παλαιό καραβόπανο, το οποίο της είχε χαρίσει άλλος πάλι γείτονας.
— Κι εβάσταξε η ψυχή σου, μωρέ, να μην πας με τον πατέρα σου, που σε ήθελε; είπε η Σειραϊνώ, όταν αυτός είχε πέσει στο κρεβάτι για ύπνο, αφού τυλίχτηκε με μια παλαιά τριμμένη βελέντζα.
Σε απάντηση ο Πάππος άρχισε να ροχαλίζει.
***
Το φεγγάρι είχε «πιασθεί χειμωνιάτικο» και όλοι έλεγαν, «δίπλα φεγγάρι, ολόρθος καραβοκύρης». Την πρώτη μέρα ήταν αιθρία καθώς και τη δεύτερη ως το δειλινό. Προς το βράδυ ο καιρός χάλασε. Απειλητικά σύννεφα είχαν σωρευθεί προς βορρά και προς ανατολάς, τη νύκτα ο καιρός χειροτέρεψε πολύ και προς το πρωί αγρίεψε. Βροχή, άνεμος, τρικυμία.
Καιρός για ψάρεμα δεν ήταν πλέον. Η βάρκα δε φάνηκε να γυρίσει.
Οι ναυτικοί έλεγαν, ότι ο άνεμος δεν θα επέτρεπε να πλησιάσουν οι τρεις αλιείς στην απέναντι στερεά, αλλά ή θα βρίσκονταν τρυπωμένοι σε κάποια μικρή αγκάλη της ακτής του νησιού ή έπρεπε να ριψοκινδύνευσαν να επαναπλεύσουν στο λιμάνι. Πιθανόν να ήταν στο πέλαγος. Βεβαίως η βάρκα θα έπλεε ξυλάρμενη, εντός ολίγου έπρεπε να έλθουν.
«Όπου είναι, θα φανούν».
Τη δεύτερη νύκτα, ο Πάππος «εκάτιασε» πάλι ή «εκούρνιασε», όπως οι όρνιθες και τα περιστέρια, στο σπίτι με τους τρεις τοίχους και τη μισή στέγη. Καθώς είχε αρχίσει να βρέχει χιονόνερο και να βουίζει ο άνεμος σείοντας το καραβόπανο, το οποίο φαινόταν να πασχίζει να φράξει το φοβερό χάσμα του τοίχου και της οροφής, όπως τα κουρέλια καλύπτουν τη γύμνωση της φτώχειας και γινόταν βοή και κροτούσαν από το ψύχος τα λίγα δόντια που έμεναν στο στόμα της Σειραϊνώς, ο Πάππος, έτριζε τα δόντια τα δικά του, παρόμοια με
μουτσούνας αράπη την αποκριά κι έτριβε τα χέρια και φώναζε.
— Κοίτα, θεια-Σειραϊνώ . . . Δεν σου φαίνεται σα ν' αρμενίζουμε στο πέλαγο τώρα, μαζί με τον πατέρα μου, με τη βάρκα του Καλούμπα; Όλο το ίδιο δεν είναι; Ακούς, θεια- Σειραϊνώ, πως πέφτει η βροχή, πως βουίζει ο αέρας, βρρρρ ! . . . κρρρρ! . . . μπρρρρ! . . .  θεια-Σειραϊνώ.
Την τρίτη νύκτα, δηλαδή μετά ένα ημερόνυχτο και ένα εξάωρο από το δειλινό της Δευτέρας, ο Πάππος δε φάνηκε πλέον εκεί.
Η θεια- Σειραϊνώ τον περίμενε αργά, έως τα μεσάνυκτα και ρωτούσε όλες τις γυναίκες της γειτονιάς εάν τον είδαν.
Αλλά μάταια. Ο Πάππος δεν ήλθε.
***
- Στην έρημη ακτή, στην ακριανή προβλήτα, από την οποία σχηματίζεται το λιμάνι, ένα μίλι αντίκρυ της πολίχνης, νύχτωνε ήδη και κάτι ζωντανό σάλευε εκεί, κοντά σε μία σπηλιά, κάτω από ένα ψηλό απόκρημνο βράχο.
Είχε έλθει εκεί περί τη δύση του ήλιου. Με το μούχρωμα της νύχτας, κάτω από τον συννεφιασμένο ουρανό της τρικυμίας, δε φαινόταν πλέον αν ήταν αγρίμι ή παιδί, το ζωντανό το οποίο κινούταν εκεί στο σκοτάδι.
Ο Πάππος είχε αρχίσει να ντρέπεται, γιατί δεν είχε πάει μαζί με τον πατέρα του. Όλοι οι θαλασσινοί έλεγαν, τους άκουε αυτός να λέγουν, ότι για να γίνει κανείς καλός ναυτικός, πρέπει να περάσει από φουρτούνα, από πολλές μάλιστα φουρτούνες.
Και έπειτα να «κατιάζει» κανείς απαράλλακτα, όπως οι κότες στο σπιτάκι της θεια-Σειραϊνώς με τους τρεις τοίχους και τη μισή στέγη και με το καραβόπανο, δοκιμάζει όλα τα δυσάρεστα της τρικυμίας, χωρίς να μπορεί ποτέ να γίνει καλός ναυτικός.
Όταν είδε ο Πάππος ότι πέρασαν σαράντα οκτώ ώρες και η βάρκα δεν φάνηκε πουθενά και οι θαλασσινοί έλεγαν, ότι δεν μπορούσε να είναι στην αντίπερα ακτή, αλλά κάπου κοντά στο νησί θα βρίσκεται και πιθανόν να φανεί όπου νά ΄ναι, το κακοκέφαλο παιδί ανησύχησε, όσο μπορούσε να ανησυχήσει και έφερε όλο το γύρο του λιμανιού κι έφθασε αντίκρυ προς το μέρος όπου είχε αποπλεύσει η βάρκα.
Εκεί έμενε και κοίταζε το πέλαγος, που χόρευε από άγρια τρικυμία κι αγνάντευε, ζητώντας να ξανοίξει πουθενά τη βάρκα. Κι έκλαιγε η ψυχή του μέσα βαθιά και δαγκωνόταν η καρδιά του, γιατί είχε κάμει παρακοή και δεν πήγε μαζί με τον πατέρα του.
Η χιονώδης βροχή είχε διακοπεί και πάλι επαναλήφθηκε και πάλι έπαψε. Και ο άνεμος, βορειοανατολικός, Γραίγος, φυσούσε δυνατά, με όλη τη δύναμη που μπορούσε ο Γραίγος να έχει και την οποία ο Πάππος αισθανόταν ότι δε μπορούσε αυτός να έχει ποτέ, μόλις δε το τρίτο ή το τέταρτο της δυνάμεως αυτής, πίστευε, ότι μπορούσε να έχει.
— Κάμε Θε μου, έλεγε ο Πάππος, νά' ρθει ο πατέρας μου και να μη με καταριέται που δεν επήγα μαζί του. 
Άι μ' Νικόλα μ', που σ' έχω γείτονα, ούτε σου έφερα ποτέ κερί και λιβάνι . . . αχ! καμιά φορά έκλεψα κανένα σπίρτο ή κανένα απόκερο από μέσ' απ' το εκκλησιδάκι σου, μπροστά στο κόνισμά σου, οπού συ έκανες πως δε με γλέπεις . . . για να κυνηγώ τις νυχτερίδες και τα κουκουβαγιόπουλα τη νύχτα . . . μη με ξεσυνερίζεσαι και φέρε γλήγορα τον πατέρα μου πίσω . . και να μη βαρυγνωμά που δεν πήγα μαζί του . . . κι εγώ να σου φέρω άλλα τόσα κι άλλα τόσα κι άλλα τόσα, όσα σπίρτα και κεριά σου έκλεψα.
***
Με το σύθαμπο της εσπέρας, είχε δει ο Πάππος, πέρα εκεί, ανοικτά στο πέλαγος, ένα πράγμα σαν φελλό, σαν κέλυφος καρυδιού, να παραδέρνει και να κατέρχεται στον αφρό των κυμάτων. Λευκό ιστίο όχι, αλλά μαύρο πράγμα, σαν μία κηλίδα.
Ύστερα πυκνώθηκε το σύθαμπο και έγινε νύχτα. Και αφού πέρασε ώρα αρκετή, πόση δεν ήξερε, αλλά «μία ώρα, μια ωρίτσα», του φάνηκε να άκουσε βρόντο, έπειτα συγκεχυμένες κραυγές, έπειτα πάλι συριγμούς οξείς και φοβερό ροίβδο, έπειτα το ρόχθο του κύματος, ο οποίος τα συγκάλυπτε όλα και τον οξύ γογγυσμό του ανέμου, που τα έπνιγε όλα.
Ο Πάππος έλπισε, πίστεψε, ότι εκείνο το μελανό σημείο ήταν, χωρίς άλλο, η βάρκα που έφερνε τον πατέρα του. Και άκουε το ρόχθο εκείνο και την κραυγή, τα οποία απειλούσε να συγχέει ο άνεμος και δυνατόν να μην ήταν άλλο τίποτε, παρά ιδιότροποι ήχοι της τρικυμίας και όμως ο μικρός θαλασσινός μάγκας, ήταν βέβαιος ότι οι θόρυβοι εκείνοι ήσαν χωριστοί, ότι ο κρότος ήταν σώματος που προσάραξε και η κραυγή, κραυγή αγωνίας.
Στην κραυγή τούτη απάντησε ο Πάππος, με σπαρακτικό, γοερό κλάμα. Έκλεγε με λυγμούς. Ο πατέρας του βεβαίως πνιγόταν και αυτός δεν μπορούσε να τον βοηθήσει.
Ω! να είχε τόση δύναμη, τόση, όση ο άνεμος και η θάλασσα!
Αστραπή διέσχισε το σκοτάδι. Ως εκατό οργιές ανοικτά στο πέλαγος, είδε ο Πάππος αστραπιαία κάποια μαύρα σώματα να προεξέχουν απ΄ το κύμα.
— Τ' Αραπάκια! πρόφερε εν μέσω των λυγμών του ο νέος.
Απάνω στ' αραπάκια έπεσαν. Ω! κι εγώ που δεν επήγα μαζί τους.
Η πρώτη ιδέα του ήταν ότι, αν είχε πάει μαζί, θα τους γλύτωνε.
Η δεύτερη ορμή του ήταν να γδυθεί να πέσει στη θάλασσα ή χωρίς να γδυθεί να κολυμπήσει να τρέξει σε βοήθεια του πατέρα του.
Αλλά πώς; Πού να πάει; Πώς να φθάσει εκεί; Μήπως ήταν κοντά; Αισθάνθηκε ότι θα γινόταν ασφαλώς λεία του κύματος ή σύντριμμα των βράχων.
Η τρίτη σκέψη του ήταν να φωνάξει προς την πολίχνη, στους κατοίκους, στους φίλους και τους γείτονες, να τρέξουν με βάρκες να σώσουν τους πνιγόμενους.
Αλλά έπρεπε να τρέξει χίλια βήματα τον ανήφορο για να φθάσει στην κορυφή της ακτής, απ΄ όπου φαινόταν η πολίχνη. Και οι φωνές του όσο οξείες, όσο διαπεραστικές και αν ήταν, δεν θα ακούονταν πέρα, θα πνίγονταν και θα βουβαίνονταν εν μέσω του φοβερού βόμβου της τρικυμίας.
***
Τ' Αραπάκια ήταν ύφαλοι ή μάλλον σκόπελοι, που εξείχαν λίγο πάνω από το κύμα, μαύρες οξείες κορυφές. 
Ο Πάππος θυμήθηκε ακούσια τη στιγμή εκείνη ένα αυστριακό θωρηκτό, το οποίο κατά τον αποκλεισμό του 1886, φάνηκε ότι κινδύνεψε να πέσει στ' Αραπάκια, αλλά δεν έπεσε.
Τότε αυτός ήταν επτά ετών και το θυμόταν καλά.
— Ήταν μαζωμένοι (έλεγε ακουσίως μέσα του) πέρα στο Μεγάλο Λιμάνι, ο μπάρμπα-Λουκάς, ο Κοτίμπας, ο Διολέττας και τόσοι άλλοι θαλασσινοί και κοίταζαν το Αυστριακό, κοτζάμ' βουνό, που γύριζε κατά τα νησιά και λιγάκι ήθελε ακόμη να πέσει στα ρηχά, κοντά στ' Αραπάκια και παρακαλούσαν κι έλεγαν : «Παναϊά μ', να πέσει απάν' στ' Αραπάκια, Παναϊά μ' να πέσ' απάν'». Και με μια βόλτα έστριψε πάλι κι έφτασε κατά τα Μυρμήγκια κι ο μπάρμπα-Λουκάς είπε: «Γλύτωσ' απ' τ' Αραπάκια, απ' τα Μυρμηγκάκια να μη γλυτώσ'».
Μα κι από κει γλύτωσε.
Και τ' Αραπάκια, τα οποία δεν βύθισαν τους Αυστριακούς, συνέτριβαν σήμερα τη βάρκα του πατέρα του και τον έπνιγαν αυτόν και δύο άλλους δικούς μας! Ω, κάμετε έλεος, καλά Αραπάκια, γλυτώστε τους και μην τους αφήνετε να πνιγούν!
Έλεος, Αραπάκια, έλεος!
***
Πολύ πρωί, τα ξημερώματα της Πέμπτης, δύο μεγάλες και δυνατές λέμβοι πήγαν κι έψαξαν τριγύρω στ' Αραπάκια, μεταξύ της Ασπρονήσου και της Άρκτου και κατά μήκος της Πούντας ακτής και πλησίον στα Μυρμήγκια, τους άλλους σκοπέλους, προς το λιμάνι.
Αλλά δεν βρήκαν σώμα, ούτε ανθρώπου, ούτε λέμβου.
Δύο ή τρεις ημέρες ύστερα, όταν έγινε γαλήνη, μία βρατσέρα ξένη, βρήκε ένα κουπί να επιπλέει στο κύμα, προς το μέρος το αντίθετο του πελάγους. Και άλλος πάλι ψαράς βρήκε αλιευτικά σύνεργα, τα οποία είχαν εξοκείλει στην άμμο.
Και αν ήταν πραγματική η όψη την οποία είχε δει ο Πάππος, σώματα προσκολλημένα επάνω στους υφάλους Αραπάκια και αν πράγματι είχε ακούσει αγωνίας κραυγές και αν η φαντασία τον είχε απατήσει, οι άνθρωποι θεωρούνταν χαμένοι πλέον. Μετά τόσες μέρες δε φάνηκαν. Είτε στ' Αραπάκια είτε αλλού, νομίζονταν πνιγμένοι.
Την όγδοη ημέρα από της εκδρομής τους, τα πτώματα των δύο πνιγμένων βρέθηκαν πλησίον έρημης ακτής. 
Το τρίτο δε βρέθηκε.
- Ω, ποιος θα διηγηθεί τα συναξάρια των θαλασσομαρτύρων τούτων, των βιοπαλαιστών, των άξιων για κάθε οίκτο και συμπάθεια;
Κατά κάθε έτος η θάλασσά μας ζητεί το θύμα της.
Φρίκη και πένθος διαχύνεται σε όλο το μικρό μας νησί.
Όταν μετά τη συμφορά ξαναείδε τον Πάππο, ο οποίος φαινόταν τόσο σύννους και σοβαρός, ώστε φάνηκε ότι λόγω της συμφοράς είχε γίνει διά μιας άνδρας, η πτωχή Σειραϊνώ το Κουρτεσάκι, κλαίοντας, με όσα δάκρυα της είχαν μείνει από τα δικά της παθήματα, η πρώτη λέξη την οποία βρήκε να του πει ήταν:
— Καλά που δεν επήγες μαζί, παιδάκι μου.
 
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.

TO ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΩΝ ΔΙΡΦΕΩΝ 2