Σάββατο 16 Οκτωβρίου 2021

Ο Πολιτισμός εις το χωρίον


Το διήγημα δημοσιεύτηκε το 1891
➖➖➖
Τη μετατροπή του κειμένου στην
καθομιλουμένη δημοτική
έκανε ο
Ιωάννης Δ. Γιαννούκος
⭐⭐⭐

Για τη Θοδωριά τη Στέργαινα, δυστυχώς δεν αλήθευσε το ρητό, «η πρώτη δούλα, η δεύτερη κυρά». Η Θοδωριά η φτωχή, υπέφερε όλες τις αγγαρείες, όσες της επέβαλλε ο σύζυγός της. Ασβεστάς εκείνος, φουρνάρισσα αυτή. Το φτωχό νήπιο, ο Ελευθέρης, δεν είχε χορτάσει το γάλα της μητέρας του. Φαινόταν γερασμένη ήδη, αν και μόλις είχε υπερβεί τα τριανταπέντε της χρόνια.
Ο μπαρμπα-Στέργιος, δεκαπέντε χρόνια μεγαλύτερός της, την είχε πάρει σε δεύτερο γάμο και μάλιστα με το σπαθί του, την έκλεψε.
Ο μικρός Ελευθέριος, τεσσάρων χρονών ήδη, ήταν ζαρωμένος, χλωμός, ζουριασμένος και η μητέρα του, ούτε να τον θρέψει ήταν ικανή, ούτε να τον «αποκόψει» μπορούσε. 
Οι μαστοί της, σαν να είχαν παραψηθεί από την αντιλαμπή του φούρνου, κρέμονταν μαραμένοι υπό την τραχηλιά και ο μικρός δύσκολα εύρισκε εκεί σταγόνα γάλα.
Της είχαν πεθάνει τα δύο πρώτα παιδιά της, το ένα κορίτσι, το άλλο μικρό αγόρι και τώρα, όλες οι ελπίδες της κρέμονταν στο Λευθέρη.
Αλλά μεγάλος φόβος την είχε κυριεύσει, γιατί και αυτό της το παιδί ήταν άρρωστο. Α! η καρδούλα της ήταν καμένη! Καλύτερα να μη μπαίνει στον κόσμο άνθρωπος. Θυμόταν με σπαραγμό τη στιγμή, όταν «αγγελιάστηκε» το μικρό κοριτσάκι της.
Πηγαίνει και το βρίσκει στην κούνια του, ξερό, μελανό, μισοπεθαμένο.
Βάζει μια φωνή. Τρέχουν δυο γειτόνισσες.
«Τι έχεις; Τι είναι;» 
«Το παιδί μου! Το παιδί μου!».
Φωνάζουν το γιατρό. Όσο νά ’ρθει ο γιατρός, το κορίτσι «έσωσε». Σε μια ώρα, μια ωρίτσα! 
Ήρθε η γειτόνισσα η Κατερίνα η Μπροστινή, το σαβάνωσε, η Θοδωριά έψαξε και βρήκε τα ρουχάκια του, έσκυβε μέσα στην κασέλα να τα βρει και μοιρολογούσε σιγανά!
Η Κατερίνα τη μάλωνε, λέγοντας ότι δεν μοιρολογούν το νεκρό πριν τον ντύσουν. Το στόλισαν όμορφα-όμορφα, το ξάπλωσαν στο κιλίμι και το σκέπασαν να μην το βλέπει ο μικρός  και κλαίει.
Ο Χαραλαμπάκης, ήταν δυο χρόνια μεγαλύτερος κι ένοιωθε, τον πήραν οι γειτόνισσες και τον απομάκρυναν, έως να γίνει η εκφορά.
Ύστερα το βράδυ, όταν ο Χαραλαμπάκης ρωτούσε:
«Πού ’ναι το Χρυσώ μάννα, πού πάει το Χρυσώ;» του απάντησαν ότι πήγε να κοιμηθεί  «στα λουλούδια». 
Κι η Κατερίνα η Μπροστινή του είπε, ότι πάει «Στου παπά τ’ αλώνι και στο περιβόλι». Και ο μικρός εξακολουθούσε να ρωτάει: «Πότε θά ’ρθει μάννα, πίσω το Χρυσώ μας;» έως ότου πέρασαν τρεις ημέρες και το ξέχασε.
Ά! ποιος το ήξερε, ότι τόσο γρήγορα έμελλε να πάει να την ανταμώσει.
Στο χρόνο απάνου, ο Χαραλαμπάκης πέφτει άρρωστος. 
Το γιατρό, αμέσως το γιατρό, να μη ξαναπάθουν τα ίδια.
Έρχεται ο γιατρός, το βλέπει. «Δεν έχει τίποτε», τους στέλνει ένα γιατρικό, άλλο γιατρικό.
Όσο έπαιρνε τα γιατρικά, τόσο άναβε η ζέστη κι η φλόγα που είχε.
Έρχεται, το ξαναβλέπει, «Μετά τρεις ημέρες θα είναι καλά».
Μετά τρεις ημέρες ήταν πεθαμένο. Αχ! με τι καρδιά να ψάξει να βρει τα ρουχάκια του και με τι χέρια να το στολίσει;
Ευτυχώς ήταν εκεί η Κατερίνα η Μπροστινή, με την ακούραστη προθυμία της, με το λευκό τουλπάνι κάτω από την πολίτικη μαντήλα, με τους ελαφρώς διαγραφόμενους μύστακές της και την απήλλαξε από τον κόπο.
Με τι στόμα να το μοιρολογήσει; Τι τραγούδια να του πει;
Ήλθαν οι παπάδες και το πήραν κι αυτό και το τραγούδησαν και το πήγαν «στα λουλούδια», εκεί που είχαν πάει και τη μικρή Χρυσώ πριν ένα χρόνο.
Τώρα, αυτό το παιδάκι, ο Ελευθέρης της έμενε. 
Ήταν ξαπλωμένη δίπλα του, έχοντας το κεφάλι στο βραχίονά της πάνω από το προσκέφαλο του παιδιού, έχοντας το κεφάλι του παιδιού στην αριστερή μασχάλη της.
٭٭٭٭٭٭
Τα θυμόταν όλα όσα υπέφερε και δεν είχε ύπνο. Στο τζάκι, τα λίγα που έμειναν κάρβουνα, χωμένα στη στάχτη, τυφλόκαιγαν ακόμη. Πάνω από το κεφάλι της έκαιγε το κανδήλι μπροστά στα εικονίσματα, σημειώνοντας με φωτεινή γραμμή τις μελαγχολικές μορφές των Αγίων. Ο σύζυγός της ξαπλωμένος στα δεξιά της, ροχάλιζε προ πολλού, από της εννέα η ώρα. Είχε γυρίσει δύο φορές ήδη και από τα δύο πλευρά και ανέπνεε δυνατά και κάτι μουρμούριζε κι ενίοτε μουγκάνιζε στον ύπνο του.
Ο καημένος ο μπαρμπα-Στέργιος δεν ήταν και πολύ κακός, αν και αγαπούσε να τρώγει το ψωμί του από τα «φουρνιάτικα». Έλεγε ότι, με το να κολλά το φούρνο στη γειτονιά η γυναίκα του, έβγαινε από ένα κόπο, του να ζυμώνει. Κλαδιά της κουβαλούσε άφθονα, με το γαϊδουράκι του, όσα περίσσευαν από το καμίνι. Ήταν εντούτοις εργατικός και δεν τη βασάνιζε και πολύ τη γυναίκα του. Μόνο όταν τύχαινε να πουλήσει μαζωμένο ασβέστη κι έπαιρνε τίποτε λεπτά, ποτέ δε γύριζε στο σπίτι με τις τσέπες γεμάτες ή με το στομάχι άδειο.
Συνήθως «τα άναβε τα καντήλια». Και αν μάλιστα ήταν Σάββατο βράδυ, «εβαστούσε τρίμερο», καθώς έλεγε η Θοδωριά και ήταν «εν τη δόξη του» έως το πρωί της Δευτέρας. Αλλά αυτή το ήξερε το σύστημά του και όταν τον έβλεπε να είναι «στα πράματα», δεν του μιλούσε, γιατί τότε ήταν φόβος μην «τες φάει». Μόνο τη Δευτέρα πρωί, πριν αναχωρήσει για να πάει στο καμίνι, του ζητούσε να της αφήσει τίποτε λεπτά, αν του είχαν περισσέψει κι εκείνος τότε ερχόταν κάπως σε αίσθηση.
Τις μέρες  προ των Χριστουγέννων, το είχε «αλαλάξ τω Κυρίω», γιατί είχε πουλήσει πολλά καντάρια ασβέστη και πήρε λίγα τάλιρα.
Τώρα, τα Χριστούγεννα πέρασαν, ερχόταν Άις Βασίλης κι επειδή εντωμεταξύ ήταν και Κυριακή, δεν είχε μαζωχτεί ακόμη. Το βράδυ αυτό πάλι, ήταν λίγο «στο φίλο, στο χορό», αλλά ευτυχώς είχε έλθει νωρίς απόψε κι απ΄ αυτό η Θοδωριά συμπέρανε, ότι τα τάλιρα θα σώθηκαν από την τελευταία πώληση. Αυτό όμως που δεν ήξερε ήταν ότι, εντός της ημέρας, ο μπάρμπα-Στέργιος πούλησε και άλλο ασβέστη.
Και ο λόγος που είχε έλθει νωρίς, ήταν ότι είχε βαρεθεί κάπως την κραιπάλη και αισθανόταν και σφοδρό πονοκέφαλο.
Εντούτοις η Θοδωριά ευχαριστήθηκε, γιατί αφού έβλεπε το παιδί της άρρωστο, θα είχε τουλάχιστον σύντροφο, έστω και κοιμώμενο και το ροχαλητό του άνδρα της ήταν σαν κάποια παρηγοριά για την ανησυχία της.

٭٭٭٭٭٭
Εντούτοις το παιδί χειροτέρευε. Η Θοδωριά, που δε μπορούσε να κλείσει μάτι επιβλέποντας άγρυπνα το άρρωστο, είδε αίφνης ότι το παιδί αγωνιούσε και πνευστιούσε, βήχοντας ξηρά. Ωχρό ήταν το μέτωπό του, ξηραμένα τα χείλη του, τα μάτια του θολά και ελαφρά κοκκινίλα ανέβαινε από τα μάγουλά του στους κροτάφους.
Η γυναίκα θυμόταν τα συμπτώματα από τα δύο άλλα παιδιά της και ήταν έντρομη και φοβισμένη.
Τότε έσπευσε να ξυπνήσει απότομα το σύζυγό της.
— Σήκω, Στέργιο! … κοιμάσαι, άνδρα μου;
Ο μπάρμπα-Στέργιος, μισοκοιμισμένος, ξηροτανύσθηκε και χασμουρήθηκε.
— Τι είναι; … Τι θέλεις; … Δεν κοιμάσαι, Θοδωριά;
Και γύρισε από το άλλο πλευρό.
Η γυναίκα τον έσεισε δυνατά.
— Δεν ακούς άνδρα; Ξανακοιμήθηκες; Σε καλό σου!
— Τι λες, μωρή γυναίκα;
— Σήκω, δεν μπορεί το παιδί μας.
— Και τι να σ’ κάμω εγώ; … Σα δε μπορεί, ας γιάνει …
Και ήδη επέπλεε σαν πάνω από άβυσσο που χάσκει να τον καταπιεί κάτω, την οποία φανταζόταν το στόμα της συζύγου του και προσκολλιόταν στο προσκεφάλι, σαν στο χείλος μαλακής, ηδυπαθούς αιώρας, η οποία του φαινόταν ο ύπνος και όπως ο κολυμβητής που ετοιμάζεται για κατάδυση, ετοιμαζόταν να βυθισθεί εκ νέου στον ύπνο.
-Θα σηκωθείς, πατέρα;
Το πατέρα τούτο, το είπε με τρόπο η Θοδωριά, σαν εκ μέρους δήθεν του άρρωστου παιδιού.
Έπειτα, μη μπορώντας να κρατήσει τα δάκρυά της, επανέλαβε:
— Θα σηκωθείς πατέρα ή θα μ’ αφήσεις να πεθάνω κι εγώ, καθώς πέθανε το Χρυσώ μας κι ο Χαραλαμπάκης μας; Εκείνα τα δυο, πατέρα, είναι «στα λουλούδια», στον άλλο κόσμο, στην αληθινή ζωή, εκεί όπου όλα τα μικρά έχουν έναν πατέρα …
Σ’ αυτόν τον κόσμο, εδώ, εγώ άλλον πατέρα από σένα δεν έχω και συ άλλο παιδί από μένα δεν έχεις …
Ο μπάρμπα-Στέργιος, ακούγοντας το παράπονο τούτο συγκινήθηκε και σπρώχνοντας το πάπλωμα, ανακάθισε στο στρώμα του κι έστρεψε τρίβοντας τα μάτια του προς το μέρος του παιδιού.
Η γυναίκα του έφερε αγγείο γεμάτο νερό κι έβρεξε τα μάτια του.
— Δεν πας να φωνάξεις το γιατρό, Στέργιο μου;
— Τι γιατρό και γιατρό; … Έχουν  τώρα αυτοί πίστη και σπλάχνα; … Θαρρείς πως λυπούνται μωρή γυναίκα; Θα πάω, θα τον φωνάξω, θα ρίξω πέτρες στο παραθύρι και θα κάμει τον κουφό ή θα σηκωθεί να με βρίσει και να με διώξει. «Δεν ξέρατε από πιο νωρίς να ’ρθείτε; Τώρα, μεσάνυχτα, ήρθες να ξυπνήσεις το γιατρό;»
Αχ! να ήξερες τι σκληροί είναι, γυναίκα!
— Δεν πειράζει, σύρε συ και ρίξε τ’ άδικα σ’ εμένα.
Πες, η γυναίκα σου δεν σού ΄πε αποβραδίς πως ήταν το παιδί άρρωστο.
٭٭٭٭٭٭
Ο μπάρμπα-Στέργιος σηκώθηκε, φόρεσε τη βράκα του, την τσάκα του, ζώστηκε το κίτρινο, πλατύ και φουντωτό ζωνάρι του, έδεσε τα πέδιλα στα πόδια, πήρε το φέσι του το ξασπρισμένο με την κοντή μαδημένη φούντα, φορτώθηκε την κάπα του, πήρε το φανάρι που του άναψε η γυναίκα του και βγήκε. Έξω ήταν σκοτάδι βαθύ, λίγα άστρα έλαμπαν εδώ κι εκεί και ο ουρανός φαινόταν ομιχλιασμένος.
Είχε κοπάσει πριν μια ώρα ο μαινόμενος από τρεις ημέρες χιονιστής βοριάς κι έκανε παράξενη γλύκα, την οποία ο μπαρμπα-Στέργιος αμέσως κατάλαβε, ότι ήταν προάγγελος χιονόπτωσης, της οποίας οι πρώτες αραιές νιφάδες είχαν αρχίσει ήδη να πέφτουν.
«Ά! κι η Θοδωριά γυρεύει να φέρω το γιατρό, ψιθύρισε ενώ χασμουριόταν ο ασβεστάς, θα θελήσει ο γιατρός να ’ρθεί μεσάνυχτα με το χιόνι!»
Παρόλα αυτά στράφηκε δεξιά, βάδισε έως διακόσια βήματα από συνοικία σε συνοικία και τέλος, φθάνοντας κάτω από το σπίτι του γιατρού, έκαμε όπως είπε, κατά γράμμα. Χτύπησε μάταια την πόρτα. Έπειτα έριξε χαλίκια σε ένα παράθυρο, όπου ήξερε ότι ήταν ο κοιτώνας του γιατρού.
Καμία απάντηση έλαβε.
Τέλος ανοίχθηκε κατά το ήμισυ ένα παραθυρόφυλλο κάτω στο ισόγειο και η υπηρέτρια προβάλλει και με μία μπούκλα από τα ξέπλεκα μαλλιά της να κρέμεται έξω από το παράθυρο, είπε:
— Δεν είναι εδώ ο γιατρός.
— Πού είναι; ρώτησε ο μπάρμπα-Στέργιος.
— Είναι όξου.
— Πού, όξου;
— Δεν ήρθε ακόμα. Θα πήγε σε κανέναν άρρωστο.
— Τέτοια ώρα;
— Όπως τον γυρεύεις και του λόγου σου, τέτοια ώρα, έτσι μπορεί να τον γύρεψαν κι άλλοι.
Ο μπάρμπα-Στέργιος στεκόταν αναποφάσιστος.
Έξαφνα η θεραπαινίδα, σαν να ήθελε να δείξει περισσότερη του συνήθους εμπιστοσύνη, πρόσθεσε:
— Κοίταξε μην είναι κανένα μαγαζί ανοιχτό στην πιάτσα, μην παίζουνε πουθενά τα χαρτάκια. Μην πεις πως σ’ το είπα εγώ.
Και αμέσως έκλεισε το παραθυρόφυλλο κι έγινε άφαντη.
Ο μπάρμπα-Στέργιος υποπτεύθηκε, ότι η πονηρή υπηρέτρια θα τον «εγέλασεν μες στα μάτια». «Βέβαια, βέβαια, έλεγε, έτσι μας γελούν τώρα εμάς τους γέρους, αυτές οι δούλες, που μας βλέπουν και δεν αξίζουμε τίποτα. Ως τόσο, εγώ δεν είμαι και πολύ γέρος και δεν παντρεύθηκα παραπάν’ από δυο φορές κι αν τυχόν μου πέθαινε η Θοδωριά …»
Δεν τελείωσε το στοχασμό του, ο οποίος ήταν κατά κάποιον τρόπο, κάποια τελευταία υποτροπή της από ημερών κραιπάλης του και η εικόνα του χλωμού παιδιού με την ασθενή αναπνοή και της μητέρας με τα δάκρυα, ήλθε και πάγωσε την αιφνίδια νεανική θέρμη του.
Επανήλθε τότε στη μνήμη του η φράση της υπηρέτριας, «μη παίζουν πουθενά τα χαρτάκια». Και επειδή είχε ξενυστάξει και ντρεπόταν να γυρίσει άπρακτος στο σπίτι, αποφάσισε να επιστρέψει μέσω της αγοράς, για να δει μη τυχόν και συναντήσει κάπου το  γιατρό.
٭٭٭٭٭٭
Κοντά σε όλα τα άλλα δεινά, είχε κολλήσει και η ψώρα αυτή στο παραθαλάσσιο χωριό, να μάθουν οι νέοι να παίζουν χαρτιά.
Από όλους τους υπαλλήλους, μόνο ο υποτελώνης ο οποίος είχε εγγύηση δοσμένη και ο ειρηνοδίκης, που φρόντιζε για την υπόληψή του, καθώς και ο ελληνοδιδάσκαλος, δε λάβαιναν μέρος στις νυχτερινές συναναστροφές, που γίνονταν τακτικά στο σπίτι του ενός και του άλλου των υπαλλήλων. Όλοι οι άλλοι, ο υπολιμενάρχης, ο υγειονόμος, οι δύο βοηθοί ή υπολογιστές του υπολιμεναρχείου, ο γραμματεύς του ειρηνοδικείου, ο τηλεγραφητής και όλοι, εκαίοντο κάθε βράδυ στα χαρτιά.
Αλλά δεν ήταν και εντελώς φερτό το νόσημα και απόδειξη ότι, τις ημέρες αυτές ιδίως, όταν αυτές οι νυχτερινές συγκεντρώσεις γίνονταν στο κομψό και καλώς ευτρεπισμένο καπηλειό του Θανάση του Μωρεγυιού, λάβαιναν μέρος και πολλοί ντόπιοι, ο γραμματεύς της δημαρχίας, δύο νέοι χασάπηδες, οι οποίοι είχαν υπηρετήσει στο στρατό, ο φραγκοράφτης, που τον περισσότερο καιρό έκανε το δικολάβο, ένας κουρέας και δύο ναυτικοί.
Ο δημοδιδάσκαλος, ερχόταν τακτικά κάθε βράδυ και ποντάριζε μία ή δύο δεκάρες στο έξι και αν τις έχανε, έφευγε σιωπηλά, χωρίς να πιει ούτε ένα ρούμι, αλλά εάν τις κέρδιζε, καθόταν με το ένα πόδι ξαπλωμένο πάνω στη μπαγκέτα, με το άλλο κάτω στο δάπεδο, με το κοντό τσιμπούκι του ακοίμητο πάντοτε, έπινε δύο-τρία ρούμια, ίσα-ίσα το κέρδος και άμα το ωρολόγιο σήμαινε τη δωδεκάτη, έφευγε και πήγαινε να κοιμηθεί.
Οι άλλοι ξενυχτούσαν συνήθως, πότε ως τις τρεις, πότε ως τις τέσσερις.
Ο κάπηλος, ο Θανάσης ο Μωρεγυιός, ευχαριστιόταν  πολύ από το είδος τούτο του εμπορίου, γιατί εκτός από το «νόμιμο βιδάνιο» είχε και το εμπόριο του μοσχάτου οίνου και των άλλων ποτών.
Η συντροφιά έπαιζε και έπινε. Όποιος κέρδιζε, ευχαρίστως κερνούσε τους άλλους, μόνο ότι σπανίως βρισκόταν κανείς να ομολογήσει ότι κέρδισε. Και ίσως να ήταν και ειλικρινείς, διότι, κατά το αξίωμα των χαρτοπαικτών, δύο άνθρωποι κερδίζουν, όποιος δεν παίζει ποτέ και όποιος εισπράττει το βιδάνιο.
Ένας από την πρώτη κατηγορία, ερχόταν κάθε βράδυ, ο καπετάν Γιωργός ο Ασπρουδάκης, ο οποίος ποτέ δεν έπαιζε, αλλά και ποτέ δεν έλειπε από τις εσπερίδες. Δύο-τρεις άλλοι, όρθιοι πίσω από τις πλάτες των παικτών, έμεναν σαν απολιθωμένα φαντάσματα, σαν η ζώσα προσωποποίηση της καλής και της κακής τύχης.
Επίσης ερχόταν κι ο μπάρμπ’ Αντώνης ο Πρίφτης, γηραιός βαρκάρης, ο οποίος έμενε μέχρις ότου αποφασίσει κανείς να κεράσει «στα όλα» και τότε, αφού έπινε το ρούμι του, έφευγε, παρακινώντας και τους άλλους, που παρακολουθούσαν όρθιοι, σαν να ήταν κολλημένοι στην πλάτη των παικτών, εάν όμως έβλεπε ότι αργούσαν να κεράσουν, έφευγε κρυφά ή πήγαινε στη βάρκα του για να πλαγιάσει.
Ενίοτε όμως, ο μπάρμπ’ Αντώνης ο Πρίφτης με τον καπετάν Γιωργό τον Ασπρουδάκη και με δύο άλλους, έπαιζαν απλώς σκαμπίλι με συνηθισμένα κεράσματα, χωρίς λεπτά, σε κάποια γωνία αποσυρόμενοι, σύντροφοι πάντοτε οι δύο.
Ο καπετάν Γιωργός έκαμνε πάντοτε το μάστορα και αν συνέβαινε να χάσουν, έμεναν οι δύο να παίζουν «τον κακό τον σύντροφο», ως τις δύο μετά τα μεσάνυχτα. Τελευταίος δε έχανε συνήθως ο μπάρμπ’ Αντώνης, διαμαρτυρόμενος πάντοτε ότι ο καπετάν Γιωργός τον έκλεβε.

٭٭٭٭٭٭
Το βράδυ εκείνο, ενώ η συντροφιά βρισκόταν στο κομψό καπηλειό, έξαφνα χιόνι άρχισε να πέφτει, αλλά τόσο ήσυχα και τόσο μαλακά, σαν να έστρωνε ο Θεός λευκά σεντόνια για τους φτωχούς και για τους άστεγους, στο δρόμο. Ο άνεμος είχε κοπάσει αίφνης, δεν υπήρχε ψύχος επαισθητό. 
Τόσο γλυκά και σιγανά, βρέθηκαν έξαφνα πλατιές λευκές λωρίδες να καλύπτουν τη γη.
Ένας απ΄ τους χαρτοπαίκτες, σηκώθηκε για να ξεμουδιάσει από το τραπέζι (ήταν μισή ώρα μετά τα μεσάνυκτα) είχε έλθει προς το παράθυρο και θέλησε να κοιτάξει έξω από το θολωμένο τζάμι. Αλλά σχεδόν δεν έβλεπε τίποτε, μόνο ένα αχανές υπόλευκο φαιό. Την ίδια στιγμή χτύπησε η πόρτα του καπηλειού, μανταλωμένη από μέσα.
— Άνοιξε, κυρ Θανάση!
— Ποιος είναι; φώναξε με συναχωμένη φωνή ο κάπηλος, καθισμένος στο τραπέζι και επιτηρώντας άγρυπνα τους παίζοντες.
— Άνοιξε, γιατί ρίχνει χιόνι.
Όχι τόσο λόγω των επικλήσεων αυτού που κτυπούσε την πόρτα, όσο κατά σύμπτωση μάλλον, διότι αυτός που σηκώθηκε να κοιτάξει από το παράθυρο παίκτης, αφού είδε συγκεχυμένα μέσα από τα τζάμια, αισθάνθηκε την επιθυμία να δει καλύτερα αν χιόνισε, ανοίχθηκε η πόρτα (ο ίδιος ο παίκτης την άνοιξε) και μπήκε ο μπαρμπα-Στέργιος τινάζοντας την κάπα του, ασπρισμένη τη φορά αυτή, όχι από ασβέστη, διότι έως να φθάσει από το σπίτι του στου γιατρού κι από κει στην αγορά, όπου είδε φως στο μαγαζί του Θανάση του Μωρεγυιού, η χιονόπτωση έγινε πολύ πυκνότερη και μέσα σε λίγα λεπτά στρώθηκε ως μια σπιθαμή από το έδαφος.
— Χιονίζει, χιονίζει! είπαν όλοι, βλέποντας ασπρισμένο τον μπαρμπα-Στέργιο και όσοι ήταν όρθιοι προχώρησαν προς την πόρτα, ενώ οι καθήμενοι στο τραπέζι του παιχνιδιού φώναζαν:
— Κλείστε μας την πόρτα!
— Κι από πού μας έρχεσαι, μπαρμπα-Στέργιο!
— Πού βρέθηκες τέτοια ώρα;
— Μεσάνυχτα μας ήρθε απ’ το καμίνι!
Ο μπαρμπα-Στέργιος δεν έδωκε απάντηση στις φωνές τούτες, αλλά βλέποντας με το πρώτο βλέμμα το γιατρό, που καθόταν μεταξύ του υπολιμενάρχη και του γραμματέα του
ειρηνοδικείου, πλησίασε και σκύβοντας στο αυτί του, του μίλησε:
—Μου κάνεις τη χάρη ’ξοχώτατε, να πάμε ως το σπίτι, έχω άρρωστο.
—Ποιος δεν μπορεί; Η γυναίκα σου;
—Όχι, το παιδί μου.
—Και τέτοια ώρα ήρθες;
— Δε μου είπε η βλοημένη η γυναίκα.
Μα από νωρίς ήταν καλά το παιδί και τώρα τη νύκτα εβάρυνε.
— Δε βλέπεις που χιονίζει! Πώς να πάμε;
— Έλα, έλα, κόπιασε από δω, μπαρμπα-Στέργιο, είπε μία άλλη φωνή. 
Φέρε Θανάση, ένα μοσχάτο του μπαρμπα-Στέργιου.
Πιε ένα μοσχάτο να ζεσταθείς. Έλα, στο πλάι μου κάτσε.
Ήταν ο γραμματεύς του ειρηνοδικείου, ψηλός νέος, ξανθός, με μεγάλα μονόχρωμα μουστάκια, με τους οφθαλμούς προέχοντες του προσώπου. Αυτός είχε την ώρα εκείνη τον μπάγκο και τα μουστάκια του, άμα είδε τον μπαρμπα-Στέργιο, ανέβαιναν και κατέβαιναν σαν της γάτας που οσφράνθηκε ποντικό.
Τον έπιασε από τον αγκώνα με το στιβαρό χέρι του και τον έβαλε με το είδος εκείνο της φιλικής βίας, με το οποίο κάποιοι άνθρωποι αγαπούν να μετέρχονται προς τους ασθενέστερους τον χαρακτήρα και τον έβαλε να καθίσει πλησίον του.
Τον έλεγαν Αριστείδη Μαγγανόπουλο και είχε εκσφενδονισθεί κατά την αλλαγή του υπουργείου (ήταν περί το 188….) από το ένα άκρο του Βασιλείου στο άλλο. Ήταν φιλήδονος, φιλοπότης, καλόκαρδος, αλλά πως να ζήσει κανείς με εξήντα δραχμές το μήνα;
Ο μπαρμπα-Στέργιος ήπιε το ποτήρι του μοσχάτου και πάλι, σκύβοντας πίσω από το γραμματέα, στο αυτί του γιατρού, του είπε:
— Κάμε μου αυτή την καλοσύνη γιατρέ κι ο Θεός να σου δώσει ότι αγαπάς. Μ’ έστειλε η γυναίκα μου και θα με περιμένει.
Το παιδί κινδυνεύει.
— Στάσου να περάσει λίγο, να σταματήσει το χιόνι, είπε ο γιατρός.
Ο γιατρός ήταν καλός νέος, πλησιάζοντας στο τεσσαρακοστό έτος, ψηλός, λιγνός, πρόθυμος, όχι πολύ σκληρός ούτε πλεονέκτης.
Ήταν απόφοιτος του εν Αθήναις πανεπιστημίου και δεν τον είχε κολλήσει μανία, αν και είχε τα μέσα, να μεταβεί στην Εσπερία, για  να αγοράσει σοφία.
Εντούτοις, ενίοτε βαριόταν και το βράδυ αυτό κατηγορούσε τον εαυτό του, ότι δελεάσθηκε από τη χαρτοπαικτική εσπερίδα. Του φαινόταν ότι, αν ήταν από νωρίς στο κρεβάτι του, το παιδί του μπαρμπα-Στέργιου δεν θα  αρρώσταινε, ούτε θα ερχόταν αυτός να του χαλάσει την ησυχία.
— Πώς έμαθες πως είμ’ εδώ; του λέγει έξαφνα.
Ο μπαρμπα-Στέργιος τη στιγμή εκείνη θυμήθηκε τη σύσταση της υπηρέτριας και απάντησε:
— Επήγαινα στο σπίτι σας κι ήρθα απ’ το γιαλό, οπού ’ναι πιο απάγκειο … Σαν είδα φως στο μαγαζί, λέω, ας ’μπω μέσα, μήπως κι είν’ εδώ ο γιατρός.
— Και τι λόγους είχες να το υποθέσεις;
— Δεν ξέρω πως μου ήρθε … κάτι μου έλεγε πως θα ήσαστ’ εδώ… ήθελα να πιώ κι ένα ρουμάκι για να ζεσταθώ …
— Και αντί για ρουμάκι ήπιες μοσχάτο …
— Ας είναι καλά ο κυρ-γραμματικός, μ’ εκέρασε ….
Ο Αριστείδης Μαγγανόπουλος δεν είχε λησμονήσει τον μπαρμπα-Στέργιο, αλλά τον κρατούσε κάπως με το γόνατο. Όταν άκουσε όμως τη φράση του ασβεστά, έσπευσε να λάβει μέρος στη συζήτηση.
٭٭٭٭٭٭
— Ε! τώρα, δεν θα πουντάρεις καμιά δεκαρίτσα, μπαρμπα-Στέργιο, για να περάσ’ η ώρα;
Ο μπάρμπα-Στέργιος δεν ήταν τελείως άπειρος του χαρτοπαίγνιου.
Στη νεότητά του υπήρξε δεκανεύς στο στρατό και είχε ζήσει επί τέσσερα χρόνια σε διάφορες πόλεις της Ελλάδος.
Για να ευχαριστήσει το γραμματικό, άρχισε από τη δεκάρα και την έχασε. Αλλά μέσα σε λίγα λεπτά της ώρας, έβγαλε από την τσέπη όσα κέρματα είχε, πάνω από δραχμή και τα έχασε όλα.
Για να τον παρηγορήσει, ο Αριστείδης Μαγγανόπουλος, τον κέρασε ένα δεκάρικο μοσχάτο. Ο μπαρμπα-Στέργιος το ρούφηξε και έπειτα σκύβοντας πάλι στο αυτί του γιατρού:
— Δεν πάμε τώρα, γιατρέ … Θα σταμάτησε το χιόνι.
— Σταμάτησε, μα δεν έλιωσε, ψιθύρισε σιγά ο γραμματικός.
— Τώρα, να κοιτάξουμε … να δούμε αν θα μπορέσουμε, μπαρμπα-Στέργιο, είπε ο γιατρός, τι διάβολο, τώρα βρέθηκε να αρρωστήσει κι αυτό το παιδί σου;
— Να χαρείς ότι αγαπάς, γιατρέ μου …
Ο γραμματικός, στράφηκε προς τον μπαρμπα-Στέργιο.
— Έλα τώρα, μπαρμπα-Στέργιο, του λέγει, τι συλλογιέσαι; …
Παίξε να περάσ’ η ώρα … Να πάρεις και τα λεπτά σου πίσω.
— Δεν έχω άλλα λεπτά, κυρ γραμματικέ.
— Μη μας πουλάς ψευτιές, μπαρμπα-Στέργιο … Θαρρείς δεν το ξέρω εγώ που πούλησες ασβέστη σήμερα;
Ο απλοϊκός άνθρωπος έσκυψε στο αυτί του γραμματικού και του είπε ψιθυριστά.
— Πες και του λόγου σου του γιατρού, να τον καταφέρεις να πάμε.
— Να πάτε; … Πού;
— Στο σπίτι … έχω το παιδί άρρωστο.
— Δεν έχει τίποτε, είπε ο γραμματικός, μη σε μέλει … θα γένει καλά.
— Με καρτερεί η γυναίκα μοναχή της … για συλλογίσου κυρ-γραμματικέ.
— Μπα! όξου καρδιά, μπαρμπα-Στέργιο! … μη φοβάσαι … δεν παθαίνει τίποτε το παιδί.
Ο μπαρμπα-Στέργιος έσκυψε το κεφάλι και τη στιγμή εκείνη, του ήρθε στο νου απαίσια εικόνα του αγωνιώντος παιδιού, να βήχει, ασθματικού, με νεκρική ωχρότητα επί του μετώπου και της πονεμένης μητέρας, να συνάπτει τα χέρια και να επικαλείται έλεος.
— Φέρε μας δύο μοσχάτα με τον μπαρμπα-Στέργιο, Θανάση, διέταξε ο γραμματικός.
Ο κάπηλος έφερε τα δύο μοσχάτα. Ο Μαγγανόπουλος έριξε το περισσότερο του δικού του στο ποτήρι του μπαρμπα-Στέργιου.
— Δεν πίνω, είπε ο γέρος ασβεστάς, θα μου πέσει πολύ … είχα πιει κι απ’ το βράδυ.
— Πιε και μη σε μέλει … μη συλλογίζεσαι … Δεν έχει τίποτε το παιδί.
Ο μπαρμπα-Στέργιος ήπιε το ευώδες ποτό και σιγά-σιγά οι ατμοί ανέβαιναν.
— Είσαι καλός φίλος, είπε στο γραμματικό. 
Μου έδωσες θάρρος … είχα πολύ φόβο για το παιδί μου.
— Βγάλε και μισό ταλιράκι να σου χαλάσω, μπαρμπα-Στέργιο, είπε ο γραμματικός, ανακινώντας τις δεκάρες πάνω στο τραπέζι, αυτά όλα που βλέπεις, τα είχα χαμένα όλα πρωτύτερα … ούτε τα λεπτά μου δεν πιάνω.
Ο μπαρμπα-Στέργιος έβγαλε την πάνινη σακούλα του, την λιπώδη και μαύρη, δεμένη με σπάγκο περί το στόμιο, την άνοιξε, έβγαλε ένα τάλιρο και ο γραμματικός του το άλλαξε.
Ένας από τη συντροφιά είχε βγει έξω και τη στιγμή εκείνη επέστρεψε.
— Το χιόνι είναι παραπάν’ απ’ το γόνα … πώς θα πάμε στα σπίτια μας, βρε παιδιά;
— Έπαψε τουλάχιστον να ρίχνει; ρώτησε ο γιατρός.
— Ρίχνει ακόμα.
— Ω! διάβολε!
— Τ’ ακούς, μπαρμπα-Στέργιο; είπε ο γραμματικός.
Ρίχνει ακόμα … Κάθισε ως που να σταματήσει και τότε πάτε με το γιατρό.
— Τι να γίνει, κυρ γραμματικέ!
— Δεν παίζεις από καμιά δεκαρούλα;
Ο μπαρμπα-Στέργιος άρχισε να παίζει από μία δεκαρούλα, από δύο και δώσ’ του και πάει τέρτσο τίρο και πάει και απαγάι και πάρολι και σε κάθε απαγάι ο γραμματικός τον κερνούσε από ένα μοσχάτο και σε κάθε πάρολι, τον κερνούσε από ένα δεκάρικο.
Και σε μισή ώρα, έχασε το τάλιρο μέχρι λεπτού. Και έβγαλε τότε δεύτερο τάλιρο και σε ένα τέταρτο της ώρας το έχασε, έβγαλε και το τρίτο τάλιρο, το τελευταίο που είχε ακόμη και σε δέκα λεπτά της ώρας ο γραμματικός με τον πάγκο του το σφούγγισε.
Ήταν δε τότε τρεις η ώρα μετά τα μεσάνυκτα.
Έξαφνα χτύπησε η πόρτα του καπηλειού.
— Ανοίξτε! Ανοίξτε!
— Ποιος παλαβός είναι τέτοια ώρα, με τέτοιο χιόνι; Είπε ο κάπηλος.
— Άνοιξε, παρακαλώ, κυρ Θανάση!
— Ποιος είσαι;
— Είμ’ εγώ, ο Γιώργης ο Σεφερτζής.
— Και τι θέλεις;
— Είν’ εδώ ο μπαρμπα-Στέργιος ο ασβεστάς;
— Και τι τόνε θέλεις;
Όλοι στράφηκαν προς τον μπαρμπα-Στέργιο, ο οποίος, ζαλισμένος από το μοσχάτο, χαμογελούσε ηλίθια στους μύστακες του γραμματικού κι έλεγε.
— Δεν με μέλει! πάρ’ τα όλα! Όξου φτώχεια! … παράδες δεν προσκυνώ εγώ! … Εγώ εχτιμώ φιλίαν! … Είσαι όμως καλός φίλος!
Ανοίχθηκε η πόρτα και μπήκε ο Γιώργης ο Σεφερτζής.
٭٭٭٭٭٭
Ακουμπισμένη η Θοδωριά στο προσκέφαλο, αισθανόταν στο μάγουλό της τη θερμή πνοή του παιδιού και μετρούσε τις στιγμές και την ώρα, όση είχε περάσει από την αναχώρηση του συζύγου της κι έλεγε: «Τώρα θα έρθει, έρχεται … όπου είναι θα φτάσει … θά ’ρθει κι ο γιατρός μαζί, να μου κάμει καλά το παιδί μου … Τι φταίνε οι γιατροί; Φταίνε οι γονιοί που δεν αιστάνονται … αν τον επροσκαλούσα, το γιατρό, με την ώρα μου, δε θα μου πέθαινε ο Χαραλαμπάκης».
Έτεινε το αυτί να ακούσει κάποιο κρότο, που να αναγγέλλει τον ερχομό του συζύγου και του γιατρού, αλλά κανείς κρότος ακουόταν. Ο Θεός χιόνιζε αθόρυβα, έριχνε νιφάδες να μεθύσει τη γη, για να φάγουν οι ζώντες τους καρπούς αυτής και λευκό σάβανο για τους νεκρούς, για να είναι βαθύτερα υπό τη γη θαμμένοι.
Εντούτοις περνούσε η ώρα και ο μπαρμπα-Στέργιος δεν έδιδε σημείο επιστροφής. Η Θοδωριά σηκώθηκε, έριξε μερικά ξύλα στο τζάκι, συνδαύλισε τη φωτιά κι επανερχόμενη ξάπλωσε πάλι κοντά στο κρεβατάκι του μικρού Ελευθέρη. Το παιδί στέναζε, γόγγυζε θλιβερά, είχε κοιμηθεί εναγώνιο ύπνο, ξύπνησε πάλι, έκλαιγε κι έβηχε με σπασμούς.
Σώπα καλέ μου, σώπα μικρό μου, θα γίνεις καλά αύριο.
Πάει ο πατέρας να σ’ αγοράσει καλούδια, να τα ’χεις μεθαύριο τ’ Αϊ-Βασιλιού, να παίζεις, να παίζεις, να χαίρεσαι. Θα σ’ κάμω κι εγώ μια όμορφη κοκκώνα, αλειμμένη με το αυγό, που να είναι πλασένια, θα σ’ φέρει κι η νουνά σ’ άλλη μια μεγάλη κοκκώνα, λαμπένια και στραφτένια, με τα κεντίδια, με τα πουλάκια, με τ’ αηδονάκια, που να μην την έχει κανένα παιδί.
Το παιδί δεν αισθανόταν ίσως και από το βράδυ έπαψε να ψελλίζει.
Η Θοδωριά δεν έπαυε να ρωτάει: «Πού σ’ πονεί, Λευθεράκη μ’, πού σ’ πονεί;» αλλά ο μικρός σε απάντηση γόγγυζε μόνο και άσθμαινε.
Στο τζάκι, ένας δαυλός άρχισε έξαφνα με θόρυβο να σπινθηρίζει και η Θοδωριά θυμήθηκε το δημώδες και άρχισε να επαναλαμβάνει:
«Αν είναι φίλος να χαρεί,
αν είν’ εχτρός, να σκάσει,
κι αν είν’ από το σπίτι μας,
ογλήγορα να φτάσει …»
Αλλά ο σπινθηρισμός εξακολούθησε επί πολύ ώρα και η επωδή δεν φαινόταν να έχει τη δύναμη να τον σταματήσει, ίσως γιατί τη φορά αυτή ήταν και φίλος, ήταν κι εχθρός, ήταν από το σπίτι και δεν ήταν από το σπίτι.
Τέλος ο σπινθηρισμός έπαψε, αλλά ο μπαρμπα-Στέργιος δεν είχε γυρίσει. Η Θοδωριά δεν είχε κλείσει μάτι από το βράδυ.
Ω! πόσο μακρές ήταν οι ώρες!
Η φτωχή γυναίκα, ακούσια έκλεισε τα μάτια και απονεκρώθηκε για λίγες στιγμές, φθάνοντας μέχρι την κατάσταση εκείνη, κατά την οποία η ψυχή εισέρχεται στα προπύλαια του φανταστικού παλατιού των ονείρων, χωρίς ο ύπνος να έχει καταλάβει εξ ολοκλήρου το σώμα.
Αλλά μετά ένα λεπτό την ξύπνησε άλλος θόρυβος, όχι ανόμοιος με τον προηγούμενο, ο κρότος της θρυαλλίδας του κανδηλιού που αγωνιζόταν, με την τελευταία ρανίδα του λαδιού, να σωθεί από την επαφή του νερού, όπως ο άνθρωπος ο πνιγόμενος και προσκολλώμενος σε σανίδα, όπως η ψυχή η βασανιζόμενη και σε μεγάλη αγωνία πλέουσα πριν χωρισθεί από το σώμα.
Πόσο μυστηριώδης, πόσο θλιβερός ήταν ο θόρυβος εκείνος!
Ποια φρικίαση εξήγειρε, ποιο φόβο προκαλούσε!
Φαινόταν το κανδήλι εκείνο σαν έμψυχο, σαν μαντικό, σαν προφητικό.
Τι να θυμόταν άραγε, τι να έβλεπε, τι να προέλεγε;
Σαν να βαρέθηκε να είναι συνάμα ιερό και βέβηλο, να φωτίζει την απάθεια και ηρεμία των Βυζαντινών Αγίων και τα πάθη και τις κινήσεις της ψυχής και τα αμαρτήματα των ανθρώπων, φαινόταν ότι ήθελε να σβήσει …
Το κανδήλι ήθελε να σβήσει, αλλά η θρυαλλίδα αντιστεκόταν και τιναζόταν. 
Η Θοδωριά σηκώθηκε, σήκωσε το κεφάλι της κι έμεινε για λίγες στιγμές ακούγοντας το θόρυβο της θρυαλλίδας.
Το πρόσωπο, το πηγούνι και ο λαιμός της έλαβαν την εκφραστική εκείνη θέση, την οποία στις εικόνες των μεγάλων τεχνιτών της Δύσεως θαυμάζουμε.
٭٭٭٭٭٭
Ήταν ψηλή, μελαχρινή, συμπαθής, νόστιμη, σχεδόν ωραία. Πολλές τρίχες της μαύρης κόμης της ήταν ήδη γύρω από τους κροτάφους, αν και ήταν τριάντα πέντε ετών, ήταν λευκόφαιοι, σαν να τις είχε αποτεφρώσει ο φούρνος ή να τις είχε ασπρίσει ο ασβέστης.
Πτωχή ασβεστού! Δυστυχής φουρνάρισσα!
Η Θοδωριά πήρε από ένα ερμάριο το λαδικό, κατέβασε το κανδήλι και ο κρότος της προστριβής του σχοινιού επί της 
μικρής τροχαλίας την έκαμε ν’ ανατριχιάσει. Έριξε λάδι στο κανδήλι, το ανέβασε πάλι, έκαμε τρεις σταυρούς μπροστά στα εικονίσματα των Αγίων κι επικαλέσθηκε τη βοήθεια της Παναγίας.
«Ωστόσο ο άνδρας μου πολύ άργησε, είπε έπειτα, τι να έγινε, Θεέ μου!» Της φάνηκε ότι αν άνοιγε το παράθυρο να αγναντέψει, θα τον έβλεπε να έρχεται και το γιατρό μαζί. 
Ήλθε στο παράθυρο, το άνοιξε, και ξαφνίστηκε, βλέποντας όλο το δρόμο να λευκάζει στο σκοτάδι και τις στέγες όλες λευκές.
— Χιόνισε! Χριστέ μου! πότε χιόνισε;
Συνένωσε τότε απελπισμένη τα χέρια και αισθάνθηκε διπλασιαζόμενο το βάρος της δυστυχίας της. Έως τώρα είχε το φόβο για το άρρωστο παιδί, τώρα άρχισε να ανησυχεί και για τον άνδρα της.
Τι να έγινε; Μην τον πλάκωσε το χιόνι; Μην έπεσε πουθενά;
Μην ξεπάγιασε; Μην κάρδιασε; Θέ μου; Και κατηγορούσε τον εαυτό της, γιατί να τον στείλει τέτοια ώρα να καλέσει το γιατρό.
Καλύτερα να άφηνε στο έλεος του Θεού το παιδί της. 
Χριστέ και Παναγία! τι έγινε ο μπαρμπα-Στέργιος; 
Δεν θα είναι καλά. Και αν της τον φέρουν το πρωί ξεπαγιασμένο, καρδιασμένο, αποθαμένο! ω!
Έκλεισε το παράθυρο, σκέφθηκε προς στιγμή τι να κάμει.
Της ερχόταν να κινήσει η ίδια, όπως βρισκόταν, να πάει να δει τι έγινε ο άνδρας της. Αλλά το παιδί, πού ν’ αφήσει το παιδί; 
Κι έπειτα μπορούσε αυτή, γυναίκα, να πάει να τρέξει νύκτα μες στα χιόνια;
Πατιόταν τάχα ο τόπος; Αναζητούσε στο λογισμό της εικασίες, για να καθησυχάσει τον εαυτό της. Ίσως ο μπαρμπα-Στέργιος δεν έπεισε το γιατρό, ίσως  ο γιατρός φάνηκε σκληρός και ο μπαρμπα-Στέργιος θα ντρεπόταν να γυρίσει άπρακτος και στον θυμό του επάνω … να βρήκε τάχα κανένα μαγαζί ανοικτό τέτοια ώρα, να αντάμωσε τίποτε φίλους του και άρχισαν να πίνουν; … Αλλά τι ώρα να είναι; … Θα είναι πολλή ώρα που λείπει. Τέτοια ώρα μαγαζί ανοικτό;
Δεν είναι καλή δουλειά αυτή. Δίστασε ακόμη λίγο και έπειτα, πηγαίνοντας προς την άλλη πλευρά του σπιτιού, άνοιξε το άλλο παράθυρο, προς δυσμάς. 
Εκεί κολλητά σχεδόν ήταν το σπίτι του Γιώργη του Σεφερτζή, γείτονα, με τον οποίο προ πολλού δεν έτυχε να μαλώσουν.
— Γειτόνισσα Γιώργαινα! ανέκραξε, γειτόνισσα Γιώργαινα!
Περίμενε λίγες στιγμές.
Δεν έλαβε απάντηση.
— Γειτόνισσα! επανέλαβε, γείτονα Γιώργη!
Πέρασαν λίγα δευτερόλεπτα ακόμη και έπειτα γυναικεία φωνή είπε:
— Τι φωνάζεις, Στέργαινα;
— Κοιμάται ο Γιώργης; είπε η Θοδωριά, αναγνωρίζοντας τη φωνή της γειτόνισσας.
— Κοιμάται.
— Δε μου κάνεις τη χάρη να τόνε ξυπνήσεις;
— Τι τρέχει;
Η Γιώργαινα είχε ανοίξει το παράθυρο.
Η Στέργαινα διηγήθηκε εν συντομία τι της συνέβαινε.
— Και τι τόνε θέλεις;
— Ας κάμει ένα έλεος, να πάει να δει τι έγινε ο άνδρας μου.
— Και πώς να πάει, που είναι το χιόνι ένα μπόι;
— Ένα μπόι; … Ωχ ! καημένη, τι να γένω;
Εντωμεταξύ είχε ξυπνήσει και ο Γιώργης, ο οποίος μετά μερικές αντιρρήσεις, κάμφθηκε από τις παρακλήσεις της δύστυχης γυναίκας και αποφάσισε να πάει προς αναζήτηση του συζύγου της.
Το χιόνι ήταν πράγματι σε κάποια μέρη πάνω από το γόνατο, αλλού, στα πλέον υπήνεμα, ως δύο σπιθαμές.
Ευτυχώς, ο Γεώργιος Σεφερτζής, πρώην ναυτικός και νυν γεωργοκτηματίας, είχε ζεύγος παλαιών υποδημάτων υψηλών
πάνω από το γόνατο.
٭٭٭٭٭٭
Στην άκρη του παραθαλάσσιου ανηφορικού δρόμου, στο λιθόστρωτο, από  το οποίο ανέβαινε κανείς στην πάνω ενορία, εκεί που δεν ήταν πλέον αγορά, αλλά και όχι έξω της αγοράς εξ ολοκλήρου, ήταν το μαγαζί του Κυρ-Αργυρού του Συρματένιου.
Εάν τυχόν ο έφορος και ο πρόεδρος του Δημοτικού Συμβουλίου και δεν ξέρω ποιος άλλος ακόμη, ήθελαν να κατανείμουν δίκαια τους φόρους του επιτηδεύματος, πολύ θα δίσταζαν σε ποια τάξη εμπορευόμενων να τον κατατάξουν, γιατί, κατά το φαινόμενο, δεν πουλούσε τίποτε.
Μέσα στο μαγαζί, που ήταν ανοικτό πάντοτε από το πρωί μέχρι της οκτώ το βράδυ, δεν έβλεπε κανείς τίποτε άλλο, μόνο τα «σκελετά», μόστρες κενές, με δύο ή τρία βαρέλια πάντοτε άδεια, με μία ζυγαριά, η οποία άγνωστο σε τι χρησίμευε και με ένα πιθαράκι δίπλα στη ζυγαριά, του οποίου το σκέπασμα, πολλοί πολλές φορές ανασήκωσαν, υποθέτοντας ότι περιείχε ταμπάκο, αλλά διαψεύθηκαν, βρίσκοντες το πιθαράκι αδειανό.
Είναι αλήθεια, ότι τότε, πρόθυμη προσφέρθηκε σ΄ αυτούς η ταμπακέρα του κυρ-Αργυρού του Συρματένιου, ο οποίος καθόταν όλη την ημέρα στο κάθισμά του ρουφώντας ταμπάκο και συνομιλώντας με μερικούς φίλους περί των πολιτικών της ημέρας ή περί των τοπικών πραγμάτων.
Ο κυρ-Αργυρός, ψηλός, λευκός, ευτραφής, εξήντα ετών, ξανθόφαιος, με λεπτούς χαρακτήρες, με μικρά μάτια αόρατα πίσω από τα ματογυάλια, που αργά αποφάσισε να φραγκοφορέσει, υπακούοντας στις απαιτήσεις της εποχής, φορώντας κατά κάποιον τρόπο πάνω από τα φράγκικα ενδύματα τη γούνα του μακριά ως τους αστραγάλους και σκούφο κεντητό στο κεφάλι, είχε πάντοτε τον αντίχειρα και τον δείκτη της αριστεράς ενωμένους, σχεδόν κολλημένους, κρατώντας αιωνίως την πρέζα του.
Ροφούσε ταμπάκο, καθώς όλοι οι γέροντες φιλάργυροι, που αισθάνονται την ανάγκη να αντικαταστήσουν όλα τα πάθη, τον καπνό, τον οίνο, τα χαρτιά, το σφαιριστήριο, τις εκδρομές, τα συμπόσια και αυτόν τον έρωτα, με ένα μόνο, το φθηνότερο.
Και παρόλο ότι το πιθαράκι ήταν κενό, ο κυρ-Αργυρός πρόθυμα προσέφερε πρέζα από την ταμπακέρα του, σκεπτόμενος ίσως, ότι με δεκαπέντε ή είκοσι πεντάρες το μήνα υποχρέωνε τόσους και τόσους και τους έκανε φίλους. 
Κι ενώ κάτω στο μαγαζί, έτσι μονότονα περνούσε τις ημέρες του ο φιλήσυχος κυρ-Αργυρός, παρέχοντας πολλές φορές και συμβουλές σε όλους, πάνω στο σπίτι, η γυναίκα του, γριά συνομήλικη με αυτόν, εξασκούσε το κυρίως εμπόριο, το οποίο συνίστατο στην πώληση μεταξωτών υφασμάτων και χρυσού νήματος διαφόρων ποιοτήτων στις γυναίκες όλου του χωριού, που είχαν κορίτσια προς παντρειά και υποχρεωμένες να κεντήσουν τα «προικιά». 
Απ΄ το εμπόριο τούτο ο κυρ-Αργυρός, ευσυνειδήτως λίαν, θα ωφελείτο έως 75 τοις %.
Λεγόταν εντούτοις, ότι ενίοτε δάνειζε σε στενούς φίλους και χρήματα, με ενέχυρο πάντοτε τριπλάσιας αξίας αυτής του δανειζόμενου ποσού, και με τόκο όχι ανώτερο των 80 τοις εκατόν κατ’ έτος.
«Οι καιροί είναι δύσκολοι, να σας χαρώ. Και ο παράς, το σήμερο, εύκολα δε βγαίνει. Κι όταν εσύ, κατάλαβες, είσαι ανάξιος και χαλνάς τα λεπτά, μοναχός σου χαλνιέσαι. 
Κι αν εσύ πας και τα πίνεις, κατάλαβες, σου φταίει άλλος, ορίστε; Τι σου χρωστάει άλλος, ας πούμε, να σου δώσει λεπτά; Εσύ φταις που είσαι τεμπέλης, έτσι να έχουμε καλά στερνά και δεν είσαι ικανός να ζήσεις. Περισσεύουν λεπτά, να ’χουμε καλή ψυχή, για να βοηθήσει κανείς κι έναν άλλονε; Εγώ δεν μπορώ να δώσω, έτσι να ιδούμε Θεού πρόσωπο, δεν μπορώ να δώσω παράδες στα χαμένα …»
٭٭٭٭٭٭
Το πρωί της μέρας εκείνης, όταν έπαψε ο να πέφτει το χιόνι και τα νέφη διαλύθηκαν, ο ήλιος είχε ανατείλει πράος φωτίζοντας τη γη, διαλύοντας που και που τα ελαφρότερα στρώματα του χιονιού, σε πολλά μέρη δε της πολίχνης, που κατά γειτονιά, άνθρωποι με ψηλά υποδήματα και με φτυάρια, κοπίαζαν να ξεχιονίσουν και να ανοίξουν δρόμο διά μέσου του χιονιού, ο μπαρμπα-Στέργιος με την κάπα του, στυγνός, κατηφής, παρουσιάσθηκε περί τις εννέα η ώρα, στο μαγαζί του κυρ-Αργυρού.
— Τι έχουμε Στέργιο; του είπε αυτός … Σαν συλλογισμένο σε βλέπω.
— Τι νά ’χουμε, κυρ Αργυρέ, απάντησε στενάζοντας ο μπαρμπα-Στέργιος, μην τα ρωτάς … Δεν είμαι καλά.
— Τι τρέχει;
— Το παιδί μου πέθανε σήμερα το πρωί, ένα που το είχα …
Και λέγοντας δάκρυσε.
— Πώς; … Είχε καιρό άρρωστο;
— Λίγες μέρες είχε, μα … ψες το βράδυ εβάρυνε … πήγα μεσάνυχτα να φωνάξω το γιατρό κι έξαφνα άρχισε να χιονίζει. … Δε μπόρεσα να ξυπνήσω το γιατρό, γύρισα πίσω, τα μάτια κλαμένα … κι ως το πρωί το παιδί τελείωσε.
— Και γιατί δεν ξυπνούσες το γιατρό, αφού ήταν ανάγκη;
— Δεν ήταν στο σπίτι.
— Πώς γίνεται; Τέτοια ώρα;
— Ή δεν ήταν, ή δεν μου τον μαρτύρησαν, είπε ο μπαρμπα-Στέργιος, αποφεύγοντας να πει ολόκληρη την αλήθεια.
Μετά στιγμιαία σιωπή, ο μπαρμπα-Στέργιος εξακολούθησε:
— Ήρθα, κυρ-Αργυρέ, να βάλω τα μούτρα μου … επειδής είμαι σε μεγάλη απελπισία … σου έφερα κι αυτά τα πράγματα … αν θέλεις να με δανείσεις καμιά εικοσαριά δραχμές, να κάμω τα έξοδα της θανής του παιδιού … επειδής δεν έχω λεπτά σε χέρι…
Και του έδειξε δύο σκουλαρίκια αργυρά της γυναίκας του και ένα δακτυλίδι.
— Πώς δεν έχεις λεπτά, είπε με στρυφνό ύφος ο κυρ-Αργυρός, εσύ φέτος έκαμες, καθώς έμαθα, τόσα καμίνια …
— Κι εψές ακόμα επήρα λεπτά, είπε ο μπαρμπα-Στέργιος, μα χρωστούσα και τά ’δωκα … που να ήξερα;
— Και δεν πας σ’ εκεινούς που χρωστούσες και πλήρωσες, να σε ξαναδανείσουν; παρατήρησε  ο κυρ-Αργυρός, χωρίς να αγγίξει με τα χέρια τα αργυρά κοσμήματα.
Ο μπαρμπα-Στέργιος, ήταν και στις δεινές περιστάσεις ετοιμόλογος.
— Κείνοι που τους χρωστούσα είναι μπακάληδες και δε δανείζουν, απάντησε, το χρέος μου ήταν από βερεσέδια.
— Κι εμένα, με ξέρεις να δανείζω; είπε ο κυρ-Αργυρός.
Ο μπαρμπα-Στέργιος είπε με θλίψη:
— Αν θέλεις, κυρ-Αργυρέ …. ύστερα-ύστερα, μπορώ να το θάψω και βερεσέ το παιδί μου …
Ο κυρ-Αργυρός πήρε στα χέρια του τα τρία αργυρά τεμάχια και τα εξέτασε για πολύ ώρα.
—Ποιος ξέρει αν είναι κι ασήμι; είπε, χρειάζεται να είναι κανείς κουϊμτζής για να ξέρει … Μα ωστόσο, δεν τα πιστεύω όλα όσα είπες, Στέργιο … Χρωστούσες κι επλήρωσες … μπορεί.
Σ’ αυτή την εποχή που βρεθήκαμε, να σε χαρώ … Μεγάλο κεσάτι, μεγάλη δυστυχία στον κόσμο! …
Ο παράς, δεν ξέρω που πάει και χώνεται και δε βγαίνει στο μεϊντάνι … Κι αν πας εσύ και πίνεις και μεθάς, να ’χουμε καλή ψυχή … Όταν τα έχεις τα λεπτά, δεν τα στιμάρεις … Δε μου βρίσκονται παράδες, έτσι να ’χω καλά υστερνά … Να δω, αν έχω είκοσι δραχμές να σου δώσω, έτσι να ιδούμε Θεού πρόσωπο …
Κοίταξε ακόμη τα τρία κοσμήματα, τα ζύγισε με το χέρι και έπειτα είπε:
— Αυτά δεν αξίζουν ούτε δέκα δραχμές … Σύρε να μου φέρεις και τίποτε άλλο, καν.
— Δεν έχω άλλο ασημικό στο σπίτι.
— Δεν είχε τσαπράκια η γυναίκα σου;
— Δεν είχε.
— Κανένα κερμεσούτι φουστάνι δεν της βρίσκεται; Κανένα λαχουρί; Κανένα μπαμπουκλί ατλαζένιο, καμιά καζάκα βελουδένια;
— Να πάω να δω.
Ο μπαρμπα-Στέργιος πήγε στο σπίτι, πήρε ότι μεταξωτό ένδυμα είχε η Θοδωριά κι επέστρεψε πάλι στου κυρ-Αργυρού.
Ο γέρος τοκογλύφος του μέτρησε τότε είκοσι δραχμές.
٭٭٭٭٭٭
Είχε γυρίσει στο σπίτι περίπου τα χαράματα, αφού πείσθηκε από τις παραινέσεις του Γιώργη του Σεφερτζή, που είχε έλθει στο καπηλειό.
Ο γιατρός πείσθηκε και αυτός, αφού άλλωστε θα πήγαινε σπίτι να κοιμηθεί το πρωί, να περάσει από το σπίτι του γέροντα ασβεστά.
Έφθασε στο σπίτι, ενώ προπορευόταν ο Γιώργης ο Σεφερτζής, πατώντας στα ίδια ίχνη, τα οποία είχε αφήσει πάνω στο χιόνι κατά την κάθοδό του στην αγορά και κρατώντας φανάρι.
Ο γιατρός ερχόταν δεύτερος και τελευταίος ο μπαρμπα-Στέργιος, παραπατώντας και γλιστρώντας στο χιόνι, πέφτοντας και ανορθούμενος.
Έφθασαν, ενώ το παιδί έπνεε τα λοίσθια. 
Παρέστησαν στις τελευταίες στιγμές του. 
Ο γιατρός είχε επάνω του μολυβδοκόνδυλο και χαρτί, έγραψε το «ενταφιαστήριον» ή την έκθεση της νεκροσκοπίας, την έδωσε στον μπαρμπα-Στέργιο και πήγε να κοιμηθεί.
Η Θοδωριά έκλαιε σπαρακτικά…
٭٭٭٭٭٭
Περί το δειλινό, έβγαινε η μικρή πομπή από την εκκλησία.
Ένα μικρό φέρετρο, όμοιο με λίκνο, που το κρατούσαν δύο άνθρωποι, οι δύο ιερείς της ενορίας, ο μπαρμπα-Στέργιος, η Θοδωριά και τέσσερις-πέντε άλλες γυναίκες, συγγενείς ή γειτόνισσες.
Αντίκρυ απ΄ την εκκλησία, μπροστά στην πόρτα ενός παντοπωλείου, στεκόταν ομάδα ανθρώπων, οι οποίοι βλέποντας την πομπή, έβγαλαν τα καπέλα τους.
Ήταν ο υπολιμενάρχης, ο τηλεγραφητής και ο γραμματεύς του ειρηνοδικείου και δύο άλλοι.
Ο Αριστείδης Μαγγανόπουλος αναγνώρισε το γέροντα ασβεστά και ρώτησε:
— Μπα! ο μπαρμπα-Στέργιος, τι θέλει εκεί;
— Είναι το παιδί του που πέθανε, απάντησε ένας εντόπιος.
— Αλήθεια; Κι απόψε τα μεσάνυχτα περάσαμε τόσο καλά μαζι.
Βρήκε τον καιρό να πεθάνει με τέτοιο χιόνι!
 
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.

TO ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΩΝ ΔΙΡΦΕΩΝ 2