Παρασκευή 1 Οκτωβρίου 2021

Ο Γάμος του Καραχμέτη


Το διήγημα δημοσιεύτηκε το 1909
➖➖➖
Τη μετατροπή του κειμένου στην
καθομιλουμένη δημοτική
έκανε ο
Ιωάννης Δ. Γιαννούκος
⭐⭐⭐

Ο Καπετὰν Πασάς με την Αρμάδα, κατέπλευσε και άραξε ανάμεσα στον Μέγα Γιαλό και στο Μικρό Γιαλό.
Καράβια γέμισε ο τόπος ο υγρός, μαύρισε όλη η θάλασσα.
Άλλα έριξαν άγκυρα απὸ τα Λεχώνια και στην ακτή του Κουρούπη κι ως τα νησιά του Καστριού, τα λευκά και πετρώδη πέρα κι άλλα, τα μικρότερα σκάφη, αγκυροβόλησαν στον Αι-Σώστη, ακτή, όπου ο τόπος ήταν ημερότερος, στο απάγκιο, όπου ήταν περισσότερη σκέπη και νηνεμία.
Δε φυσούσαν μελτέμια τις μέρες εκείνες, τέλη Ιουνίου, ήταν γαλήνη, αλλά και αν έπαιρνε μελτέμι στη βορειοδυτική ακτή εκείνη, δεν θα έπιανε και πολύ.
Ήταν τελείως αλίμενος, ονειρεμένος τόπος, θεσπέσιο πέλαγος, το κράτος του Βορρά. Τα κύματα δολιχοδρομούσαν όλη την ημέρα, απὸ τα ξημερώματα μέχρι το δειλινό, σε όλη τη βόρεια Άσπρη Θάλασσα, ανάμεσα στα Μπογάζια και τον Όλυμπο, τον Άθωνα και το Γριπονήσι και κοντά το βράδυ, μόλις έφθαναν στο τέρμα για να ξεσπάσουν και να αναπαυτούν στο Κάστρο του Βορρά.
Κόσμος και κόσμος, δηλαδή οι χίλιοι τόσοι κάτοικοι του Καστριού, γυναίκες, γέροντες και παιδιά, μαζώχτηκαν κατὰ το βράδυ στης Αναγκιάς το Κανόνι, στο ψηλότερο βόρειο μέρος του Καστριού κι αγνάντευαν, αγνάντευαν άπληστα, το τέρας που είχε έλθει - τόσα πελώρια σκάφη, τρικάταρτα, με δύο και τρεις κουβέρτες - κι είχε αράξει, κατ΄ εντολή του άπιστου σκυλιού-Σουλτάνου, του αφέντη μας, στα πετρώδη πετροκάβουρα‚ νησιά του Κουρούπη, όπου κατοικούσαν τόσα δαιμόνια και φαντάσματα.
Δύο τρεις βαρκούλες, επειδή ήταν δύο τρία πτωχά μαγαζιά κάτω στην υγρή άμμο, που ήταν ανάμεσα στους βράχους τους χερσαίους και τους θαλάσσιους, όπου κατέβαιναν καλλικαντζούνες και έμοιαζαν σαν χήρες γυναίκες μοιρολογίστρες επάνω στα γκρίφια και τα λαλαρίδια του γιαλού, κόκκινα, βυσσινιά, ρόδινα, γαλάζια, βιολετένια‚ κυλιόνταν λι λι λι, λα λα λα, δώρα της θαλάσσιας νεράιδας, ατίμητα, γλυκά παιχνίδια των παιδιών, στην άκρη του γιαλού και της άμμου.
― Από κει αποτόλμησαν δύο-τρεις βαρκούλες κι έπλευσαν με τα κουπιά επάνω έως τις πλευρές του θαλάσσιου κήτους και περιέπλεαν από μακριά το λείο κύμα.
Κι οι ναύτες απὸ την κουβέρτα τους φώναζαν στα ελληνικά.
―Ελάτε, ελάτε!, αλλά τα παιδιά, οι κωπηλάτες δεν τολμούσαν (επειδή εκεί εμπρός στα νησιά κι αντίκρυ στο Κάστρο, είχε αράξει η ναυαρχίδα), γιατί το ένα πέμπτο περίπου από το πλήρωμα, ύστερα απὸ Τούρκους, Αιγυπτίους, Άραβες, Βαρβαρέζους, Τουνεζινοὺς και Αλγερίνους, ήσαν τα συνήθη αγήματα των Χριστιανών.
Υδραίοι περὶ τους 150 και άλλοι τόσοι μαζί Σπετσιώτες, Ψαριανοί, Κασιώτες, άλλοι Σποραδίτες και λιγότεροι από άλλα νησιά.
Και ο πρώτος που επισκέφτηκε επισήμως τον Καπετὰν Πασά πάνω στη ναυαρχίδα, ήταν ο πρώτος προεστός του χωριού, 
ο Κουμπὴς Νικολάου, παλαιός γνώριμός του.
Είχε ο ναύαρχος Αχμέτης στο πλοίο, γραμματικό Φαναριώτη, που είχε περιπέσει σε δυσμένεια, από την  οικογένεια του Μ.
Ο στόλαρχος τον είχε υποχρεώσει να αλλάξει το όνομά του και τον προσέλαβε κρυφά ως γραμματέα. Ο έξυπνος Γραικός ήταν φυσικά, πολὺ αφοσιωμένος στην αφέντη του, όσον ο καθένας στη θέση του οφείλει να είναι.
Ο Κουμπὴς Νικολάου, μαύρος, ρωμαλέος, επιβλητικός, με το τσιμπούκι, με τις κεντητές μακριές χειρίδες και με τα τσόχινα πανωβράκια του, προήδρευε συνήθως στο Κιόσκι, δίπλα στη Μεγάλη Στέρνα κι αντίκρυ στο τζαμί, εκεί ήταν ένας Τούρκος τσαούσης, στο διπλανό κονάκι, για τον τύπον, όπου συναθροίζονταν συνήθως οι προεστοί. Συζητούσαν, συμβουλεύονταν κι υπερίσχυε συνήθως η γνώμη του ζωηρότερου, ο οποίος είχε εκάστοτε αρκετό σθένος, ώστε να πειθαναγκάζει τους άλλους.
Το χάρισμα αυτό το είχε σε μεγάλο βαθμό ο Κουμπής. Μελαψός, στιβαρός, απότομος, εννοούσε να γίνεται όπως αυτός ήθελε.
Και γινόταν σχεδόν πάντοτε. Διότι, αν και δεν δεχόταν ο χαρακτήρας του την κολακεία, αλλά ήταν απλός και ευθύτατος και τα είχε καλά με τους Αγάδες.
Εντούτοις, στο σπίτι είχε διάφορους πειρασμούς ο Κουμπής.
Τη χρονιά εκείνη είχε κολλήσει στο νου του Κουμπή, ότι έπρεπε να χωρίσει τη γυναίκα του, επειδή ύστερα απὸ 15 χρόνων συζυγία δεν του είχε κάμει παιδί. Ο Κουμπὴς δεν εννοούσε να έχει παλλακίδα,  «πόρνους και μοιχοὺς κρινεί ο Θεός».
Αυτό το ρητό σχεδόν μόνο από όλη τη Γραφή ήξερε. Αλλά πως να υιοθετήσει ξένο γέννημα; (ξένο κριὰς να μη θρέψεις, έλεγε μία χυδαία παροιμία). Για να τον βλαστημούν τα ανίψια μετά το θάνατό του, επειδή θα τους αποκλήρωνε;
Ή πώς να αφήσει το βιο του σ᾿ όλους αυτούς, που θα μάλωναν μετά το θάνατό του, ποιος να πάρει τα πλειότερα και ίσως θα αστοχούσαν να του κάμουν τα ψυχικά και πάλι αυτό θα ήταν κατάρα και βάρος στην ψυχή του; Καλά είπε ο Κύριος:
«Πώλησον τα υπάρχοντά σου, και διάδος πτωχοίς».
Αλλά κι οι καλόγεροι, για τους οποίους φαίνεται να το είπε κι αυτοὶ περιμένουν πότε να πουλήσει άλλος τα υπάρχοντά του ή και να τους τα χαρίσει για να έχουν να τρώνε, αλλά και διεκδικούν λυσσωδώς «τα κτήματα της Μονής», για να τρώει ροφοὺς και γουρουνόπουλα ο Δεσπότης, ο Πίτροπος, 
ο Βοΐβοντας,  ο γραμματικός και τόσοι άλλοι.
Ανάγκη πάσα να τραβήξει κανείς το σκοινί του, να βαστάζει το ζυγό του, να μεταφέρει το φορτίο του. Ο κυρ-Κουμπής, ενώ κατὰ τα άλλα ήταν τόσο αυστηρός άνθρωπος, είχε κι αυτός μία αδυναμία, ποθούσε να έχει μικρό νινί, χαριτωμένο, αγγελικό πλάσμα, για να το χορεύει στα γόνατά του.
Η Σεραϊνὼ ήταν σαράντα χρόνων και μετά τόσα χρόνια, 15 περίπου, δεν γέννησε τίποτε. «Ούτε παιδί, ούτε κουτάβι, ούτε κλούθο». Αυτός ήταν πενήντα ετών περίπου. Η Λελούδα η αντικρινή του, ήταν μόλις τριάντα χρόνων ίσως, ωραία, ροδόπλαστη, σεμνή, ταπεινή, φτωχή και άμεμπτη, απροστάτευτη και πεντάρφανη. Ένα μόνο θείο είχε κι εκείνος δεν ήταν ικανός να την προστατέψει.
Σκέφθηκε να την απαγάγει και να δωροφορήσει έναν παπά ή και να τον βιάσει με φοβέρα - επειδή ήταν γνωστό ότι τα είχε καλά με τους Τούρκους - να τους στεφανώσει. Και το πρώτο στεφάνι τι θα γινόταν; Αυτός δεν είχε ατιμάσει το στεφάνι, ούτε η συμβία του.
«Πόρνους και μοιχούς…»
Θα το έκανε μόνο για να αποκτήσει, αν θέλει ο Θεός, κληρονόμο.
Όταν, τις ημέρες εκείνες, συνέβη να καταπλεύσει ο Πασὰς με την αρμάδα, ο Κουμπὴς το αποφάσισε.
Κατὰ την επίσκεψη στη ναυαρχίδα, συνομίλησε μία ώρα με τον Αχμέτη Πασά. Τι του είπε; Φαίνεται ο Κουμπὴς του ζήτησε εκδούλευση και ο Τούρκος ναύαρχος του υποσχέθηκε.
Το βράδυ, όταν νύχτωσε, ο Κουμπὴς είχε αρματώσει μία σκαμπαβία με έξι κουπιά. Τους δύο από τους κωπηλάτες, ψαράδες του γιαλού, όπου ήσαν άνθρωποί του και πολύ αφοσιωμένοι σ΄ αυτόν, τους έπεισε να ανέβουν τον ανήφορο, ψηλό, απότομο, πετρώδη, όπου οδηγούσε απὸ το Γιαλό στο Κάστρο, από κάτω στη γέφυρα του Κάστρου, που ήταν απὸ άσχιστο αγριόξυλο, στο χάσμα, όπου έχασκε άβυσσος και κρημνός, όπου έπιανε κάθε άνθρωπο ίλιγγος και σκοτοδίνη.
Τη γυναίκα του την Σεραϊνὼ την είχε φωνάξει το πρωί, καθώς κατέβαινε απὸ τον κρεμαστό σοφά, όπου είχε κοιμηθεί και φόρεσε τα πανωβράκια, με τις κεντητές βρακοζώνες και τα πλατιά μανίκια κι έπινε το πρωινό σερμπέτι του. 
Γιατί μόλις είχε εισαχτεί τότε στον τόπο ο καφές.
Τον είχε φέρει πρώτος ο κυρ Αλεξανδράκης ο Λογοθέτης, άλλος προεστός κι αυτός, εμπορευόμενος απὸ τη Μολδοβλαχία κι ο κυρ-Κουμπής, επειδή δεν ήταν εύκολος νεωτεριστής σε όλα τ᾿ άλλα  - μόνο στο γάμο ήθελε, όχι να νεωτερίσει, αλλά να πραξικοπήσει και δώσει κακό παράδειγμα - δεν τον είχε συνηθίσει ακόμη, φώναξε τη γυναίκα και της είπε:
― Τ᾿ ακούς, Κουμπίνα; Το βράδυ, σαν σουρουπώσει, να πας ν᾿ ανάψεις τα καντήλια τ᾿ Άι-Προκοπίου, κάτω στο ρέμα. Το έχω τάξιμο απὸ καιρό. Μεθαύριο είναι η μνήμη του κι αύριο δε θα πάρεις εύκολα αράδα, θα κουβαλήσουν χίλια λαδικά.
Πάρε μαζί σου και τη φτωχή γειτόνισσά μας τη Λελούδα, επειδή και είναι κι αυτή ανέβγαλτη και δεν έχει άλλη παρηγοριά απὸ σένα, που θα είναι μοναξιά, να πάτε να ανάψετε τα καντήλια, να σεργιανήσετε κιόλας.
―Άκουσε να σου πω, νά ᾽χω και το συμπάθειο, Κουμπή, απάντησε το Σεραϊνώ. Η Λελούδα είναι, όπως είπες, ανέβγαλτη και τώρα είναι εδώ η αρμάδα. Ποιος ξέρει αν δε θα βγουν οι Τουρκαλάδες όξω στη στεριά, να πάρουν αράδα τις αβραγιὲς και τα χωράφια.
Η Λελούδα θα φοβάται να ᾽ρθεί μαζί μου.
―Ακούς τι σ᾿ λέω, Κουμπίνα; Εσὺ να την καταφέρεις νὰ ᾽ρθει μαζί σου.
Και ποιος μπορεί να σας πειράξει, χριστιανός ή Τούρκος ή άλλος, ας είναι και διάβολος με τα κέρατα; Δεν ξέρεις ότι 
τά ᾽χω καλά μὲ τς αγάδες;
Έχουν άλλον απὸ μένα εδώ  στο χωριό κόνσολα κι αποκούμπι;
Εγώ είμ᾿ εδώ.
Ποιος θ᾿ αποκοτήσει να σας πειράξει;
* * *
Η Κουμπίνα, αν και δεν μπόρεσε να καταδαμάσει την αλλόκοτη υποψία που της ήλθε στο λογισμό της, συμμορφώθηκε με την παραγγελία του συζύγου της. 
Ήταν απλή και δεν πονηρευόταν.
«Η δε γυνὴ ένα φοβείται, τον άνδρα».
Της γίδας τα κέρατα είναι κυρτά, σε σημείο υποταγής φαίνεται, στον υψικέρατο τράγο. Της κότας η λοφιὰ είναι αμαυρή και ταπεινή και του πετεινού είναι κόκκινη, υψηλή και εξηρμένη και όλο το σώμα του με υψηλὰ σκέλη ανορθωμένο. 
Παντού η υποταγή του θηλυκού στο αρσενικό
- Η φτωχή Λελούδα, άμα είδε την πρώτη αρχόντισσα του χωριού και την παρεκάλεσε να πάει μαζί της σε μικρή εκδρομή έξω από το Κάστρο, επειδή αισθανόταν κι αυτή υπολανθάνουσα κάποια ανάγκη να αλλάξει τον αέρα, ύστερα απὸ πολλούς μήνες όπου δεν είχε βγει απὸ το ταπεινό καλύβι της, πείστηκε.
Η Κουμπίνα της είπε, ότι δεν είχαν να φοβηθούν τους Τούρκους, καθότι μέσα στα καράβια ήταν και πολλοὶ ναύτες χριστιανοί, Υδραίοι και άλλοι κι αν θα έβγαιναν και Τούρκοι, όπου δεν ήταν πιθανόν να βγουν, διότι άμα θα φυσούσε καιρός, στο αμπαγιέρι, ευθὺς η αρμάδα θα έφευγε.
Αλλά κι αν εξακολουθούσε ακόμη μπονάτσα κι αν έβγαιναν Τούρκοι, ο Κουμπὴς έκοβε το σπαθί του και τα είχε καλά με τους αγάδες, «για το καλό της χριστιανοσύνης» και δεν τολμούσαν να πειράξουν άνθρωπο.
Η Λελούδα, φόρεσε ένα πουκάμισο κρεμέζι κόκκινο κεντητό με μετάξι, ένα ωραίο φουστάνι «μόρικο», που έκανε νερὰ-νερά (δεν τολμούσε ποτέ της να ελπίσει ότι θα γινόταν νύφη, αν και είχε χρυσοΰφαντα ποδογύρια και αργυρά τσαπράκια χρυσοποίκιλτα στην κασέλα της), πήρε το καλαθάκι της, έβαλε το λαδικό μέσα και τρία κεριά και λίγο λιβάνι στο χαρτί, ακόμη και μικρό προσφάγι, ψωμὶ κι ελιές, επειδή ήταν Παρασκευή και ακολούθησε την Κουμπίνα.
Ο Κουμπὴς εντωμεταξύ είχε πάει να συναντήσει τον παπα-Σταμέλο, ενορίτη του, που εφημέρευε στο ναό του Χριστού και του είπε:
― Το βράδυ-βράδυ, να πάρεις το πετραχήλι σου και το αγιασματάρι, θα πάμε μαζί, για να ψάλεις αγιασμό στη φεργάδα.
Ο παπάς τον κοίταξε με απορία.
― Μη σου φαίνεται παράξενο. Είναι τόσοι Χριστιανοὶ μες στα καράβια.
Ο γραμματικός του Καπετὰν Πασά είναι Χριστιανός, ομοεθνής μας, ο λοστρόμος Χριστιανός, σ᾿ όλα τα καράβια είναι ασκέρι Χριστιανοί.
Στη φεργάδα είναι το ένα τρίτο. Ο ίδιος ο Πασάς σέβεται τα θεία κι επικαλείται τον Αι-Γεώργη, τον Αι-Δημήτρη και την Μεριὲμ-Ανὰ (την Παναγία). Πάρε κι ένα τετραβάγγελο μαζί σου, γιατὶ θα χρειασθεί θαρρώ, να διαβάσεις λίγα κεφάλαια στο λοστρόμο, που είναι άρρωστος απὸ μελαγχολία και δεν ξέρει τι έχει.
Ο ιερέας τον άκουε σκυθρωπός. Ο Κουμπὴς εξακολούθησε:
―Αν θέλεις, παπά μου. Σε προτίμησα ως ενορίτη μου.
Αν δεν θέλεις, θα προσκαλέσω τον παπα-Φραγκούλη, τον σύντροφό σου στον Χριστό ή τον παπα-Διανέλο απ΄ τον 
Αι-Νικόλα.
Μη φοβάσαι τίποτε, παπά μου, έχω ορισμό απ΄ τον Αχμὲτ Πασά.
Θα πάρεις για τον κόπο σου ένα σελήμι (τάλιρο) και παραπάνω. Αλλιώς, θα θυμώσει ο Πασάς μ᾿ εμένα και με σας τους παπάδες, πως δεν του έκαμα τον λόγον του.
* * *
Την ώρα που έβγαιναν η Κουμπίνα κι η Λελούδα απὸ τον Άγιο Προκόπιο, όπου είχαν ανάψει τα κανδήλια, είχε σουρουπώσει πλέον και σκοτάδι άρχισε να απλώνεται σε όλη την κρημνάδα αυτήν. Μακριά, προς δυσμάς, φαίνονταν φώτα στο ναΐσκο της Αγίας Κυριακής, όπου θα είχε αρχίσει περίπου η αγρυπνία.
Οι δύο γυναίκες, είχαν επισκεφθεί πριν από τη δύση του ήλιου το παρεκκλήσι εκείνο και κατόπιν είχαν μεταβεί στον Άγιο Προκόπιο.
Το μονοπάτι κατηφόριζε απότομα προς το μέρος εκείνο, καθώς βγήκαν απὸ το ναΐσκο του Αγίου και πήγαινε προς το γιαλό.
Έπειτα ανέβαινε πάλι κι ανηφόριζε πλαγινά βαθμηδόν βαίνοντας προς την είσοδο του Καστριού, στη γέφυρα.
Εκεί που πατούσαν οι δύο γυναίκες, στο παρδαλό σκοτάδι, ήταν άκρα μοναξιά, δεν φαινόταν ψυχή ζώσα.
Ω, καλύτερα να μην ήταν ψυχή ζώσα την ώρα εκείνη για την Κουμπίνα και για τη Λελούδα - την τρομάρα που πήραν οι δύο γυναίκες! - στο μέρος αυτό.
Δύο άνθρωποι, κρυμμένοι πίσω από ένα βράχο, στον όχθο του δρόμου, μίλησαν ελληνικά:
―Σταθείτε! μη φοβάσθε…
―Ωχ! τι είναι; Αχ! Θέ μου, Άι-Προκόπη μου.
―Αχ! Παναγία μου!
Πριν αρθρώσουν δεύτερη λέξη, τρίτος πίσω από το βράχο  εμφανίστηκε, ο Κουμπής.
― Μη φοβάσαι, αθώα Λελούδα! Κουμπίνα, να πας στο σπίτι σου.
Έλα μαζί μας, Λελούδα.
― Νὰ ᾽ρθει; πού νὰ ᾽ρθει; Σε καλό σου, Κουμπή, τόλμησε να ψελλίσει η Κουμπίνα.
― Σύρε στο σπίτι σου Κουμπίνα, επανέλαβε ο σύζυγός της. Λελούδα, έλα, θα πάμε στη φεργάδα.
― Στη φεργάδα! επανέλαβε ως ηχώ η Κουμπίνα.
* * *
Ο Κουμπής, για να μη τρομάξουν πάρα πολὺ οι δύο γυναίκες, είχε σκεφθεί, ότι προτιμότερο θα ήταν να λάβει αυτός μέρος στη σκηνή της απαγωγής.
Η Σεραϊνώ, μάντεψε αμέσως τι έμελλε να συμβεί, ταπεινή και με εγκαρτέρηση, επέστρεψε στο σπίτι, γονάτισε μπροστά στις εικόνες και προσευχήθηκε.
Σε μία γειτόνισσα αδιάκριτη, η οποία είχε ανεβεί και τη ρωτούσε με απορία τι έγινε η Λελούδα και γιατί δεν επέστρεψε μαζί της απ᾿ το ξωκλήσι, απολογήθηκε.
―Έμεινε στην Αγία-Κυριακή. Έχει αγρυπνία ο παπα-Φραγκούλης κι είναι κόσμος εκεί. Αν μπορούσα κι εγὼ θα έμενα. Μα δεν είχα την άδεια απ᾿ τον Κουμπή.
* * *
Μεγάλη βάρκα με έξι κουπιά, περίμενε στη ρίζα του θαλασσοκτισμένου Κάστρου, δίπλα σε ένα χαμηλό και τριμμένο, πατημένο βράχο, που σχημάτιζε φυσική αποβάθρα.
Ο παπα-Σταμέλος, τυλιγμένος ως το λαιμό στο ράσο του, με το κωνοειδὲς καλυμμαύχι του, κατεβασμένο ως τα φρύδια και τα πτερύγια των αυτιών, εκστατικός, φοβισμένος, περίμενε καθισμένος στην πρύμνη.
Οι έξι κωπηλάτες, όλοι Γραικοί από τα αγήματα, ύψωσαν τα κουπιά.
Η Λελούδα, ωχρή, τρέμουσα, λιπόθυμος και σχεδόν νεκρή και ζώντας σαν σε όνειρο, επιβιβάστηκε, υποβασταζόμενη απὸ τον Κουμπή.
Οι δυο νομάτοι, που ήταν συνεργοὶ της αρπαγής, ακολούθησαν μετά απ΄ αυτούς. Ο ένας κάθισε στην πρώρα και ο άλλος θέλησε να πάει προς την πρύμνη, στο πηδάλιο.
―Άφσε, κυβερνώ εγώ, είπε ο Κουμπής.
Ο άνθρωπος επέστρεψε στην πρώρα. Ο νησιώτης προεστός πήρε το πηδάλιο, τα κουπιά κτύπησαν τα κύματα και μετά είκοσι λεπτά η βάρκα έφθασε στο πλευρό της ναυαρχίδας.
Ο ναύαρχος Αχμὲτ Πασάς δεν φάνηκε ούτε στο σκάφος, ούτε στο θάλαμό του, όπου κατήλθαν οι επισκέπτες. Ο Κουμπὴς έλειψε επὶ τρία λεπτά, πριν κατέβουν κάτω, ο δε παπάς και η Λελούδα κοιτάζονταν μεταξύ τους, κοίταζαν τους ναύτες με τα τουρκόφεσα, κοίταζαν τα ψηλά κατάρτια και τα πολυσύνθετα άρμενα, κάτω από το φως δύο μεγάλων φαναριών κρεμασμένων προς τα κάτω στον πρυμναίο ιστό.
Ο Κουμπὴς φάνηκε μετά από λίγο. Φαίνεται ότι είχε πάει να κάμει τον συνήθη τεμενά στον Τούρκο ναύαρχο και να του δώσει λόγο περὶ του βαθμού όπου είχε φθάσει η υπόθεση, 
για την οποία είχε ζητήσει την εύνοια και την προστασία του. 
Ο Καπετὰν Πασάς συμφώνησε και παρήγγειλε στον Έλληνα γραμματέα του να τον αντιπροσωπεύσει.
Ο Φαναριώτης φάνηκε και οδήγησε τους επισκέπτες κάτω στο δικό του θάλαμο. Εκεί, το πρώτο που είδε η Λελούδα, άμα άρχισε να συνέρχεται σιγά σιγά στις αισθήσεις της, ήταν μία εικόνα που έφερε την Παναγία με το Χριστό βρέφος και από κάτω τον Άγιο Νικόλαο, ιεράρχη με λευκά στρογγυλά γένια, να κρατά Ευαγγέλιο και να ευλογεί.
Μετά το λουκούμι και τη μαστίχα που προσφέρθηκαν στους επισκέπτες, απ΄ τα οποία η Λελούδα δε μπόρεσε να γευθεί τίποτε, ο Φαναριώτης έβηξε και πήρε το λόγο:
― Λοιπόν, παπά μου, αν αγαπάς τώρα, φόρεσε το πετραχήλι κι άνοιξε το βιβλίο σου.
Ο ιερέας υπάκουσε μηχανικά. Τη στιγμή εκείνη κατέβηκε τη σκάλα της καμπίνας ένας ναύτης, ο οποίος ήταν ένας από τους κωπηλάτες της βάρκας. Έδωσε στον Κουμπὴ ένα μικρό δέμα, μέσα σε μεταξωτό προσόψιο, επίπεδο, κυκλικό.
― Αυτό το ηύρα μες στη βάρκα, είπε.
― Α! κι εγὼ το ξέχασα, είπε ο Κουμπής.
Ήταν στέφανα του γάμου, τα οποία ο Κουμπὴς είχε κατασκευάσει φαίνεται κρυφά και ιδιοχείρως, την ώρα που 
η Κουμπίνα είχε κινήσει να πάει στον Άι-Προκόπη μαζὶ με 
τη Λελούδα.
Είχε πάρει δύο κληματίδες λεπτές απὸ την πλούσια αναδεντράδα της αυλής του, τις είχε τυλίξει με βαμβάκι και κόλλησε επάνω λίγο χρυσόχαρτο, το οποίο βρήκε στα συρτάρια των εργόχειρων της γυναίκας του, περίσσευμα απὸ στέφανα άλλων γάμων, επειδή η Χατζίνα αγαπούσε αυτά τα κοινωνικά χρέη και συχνά γινόταν συντέκνισσα σε ανδρόγυνα και νονά σε βρέφη, ακούοντας εκάστοτε τη συνηθισμένη εγκάρδια ευχή: «Όπως έτρεξες με το λάδι, να τρέξεις και με το κλήμα, συντέκνισσα», δηλαδή να ζήσει να στεφανώσει τα νεοφώτιστα, όσα είχε αναδεχθεί.
Ο Κουμπὴς απέθεσε τα στέφανα στο τραπέζι, κάτω από την Αγία εικόνα, έκαμε ένα σταυρό κι έδωκε το χέρι του στη Λελούδα.
―Έλα, αγάπη μου.
Η κόρη σηκώθηκε μηχανικά. Ούτε ήθελε, ούτε μπορούσε να αντισταθεί.
Στάθηκε εκείνος δεξιά και αυτή αριστερά, αντίκρυ απ΄ την εικόνα.
― Τώρα θα μας κάμεις πατριαρχικό γάμο δέσποτα, όπως συνηθίζουμε εμείς στο Φανάρι. Ερώτα τους μελλόνυμφους, 
αν θέλουν να παρθούν αμοιβαίως.
Ο παπὰς έντρομος, έμεινε αδρανής.
―Άκουσες παπά; επανέλαβε ο γραμματεὺς του ναυάρχου.
―Εγὼ δι᾿ αγιασμὸν ήρθα, ψέλλισε ο ιερέας. Δεν ήξερα πως ήταν γάμος, να πάρω το Βαγγέλιο και το θυμιατό, να πάρω και το φαιλόνι μου.
― Θυμιατό έχουμ᾿ εδώ, είπε ο Φαναριώτης. 
Κι ένα τετραβάγγελο μου βρίσκεται.
― Δεν επήρες το τετραβάγγελο παπά, που σου είπα; 
Ρώτησε ο Κουμπής.
Ο παπὰς έμεινε άφωνος. Ο γραμματεὺς επανέλαβε:
― Δεν πειράζει. Έχω τετραβάγγελο.
Άναψαν κεριά, που βρίσκονταν εκεί κάτω απὸ το εικονοστάσιο.
Ο Φαναριώτης στάθηκε πίσω από το ζεύγος.
Ο παπὰς άνοιξε μηχανικά το μικρό ευχολόγιο ή αγιασματάριο, που κρατούσε και άρχισε να διαβάζει με ψιθυριστή φωνή τις ευχές της ανομβρίας.
Πριν συμπληρώσει την πρώτη ευχή, ο Φαναριώτης εννόησε καλά κι επενέβη.
― Δεν είχαμε ανομβρία, δόξα τω Θεώ, φέτος παπά μου, έκαμε τόσες βροχές. Λάθος έκαμες. Βρες την ακολουθία του γάμου.
Ο ιερέας έστρεψε λίγα φύλλα του βιβλίου, δίστασε, έβηξε και πάλι άρχισε να μουρμουρίζει με σιγανότερη ακόμη φωνή.
Διάβαζε αυτή τη φορά, την Ακολουθία σε ψυχορραγούντες.
― Σου είπα, δέσποτα, είπε ο Φαναριώτης. Ξέχασες να ρωτήσεις τους μελλόνυμφους, αν θέλουν να παρθούν.
Ο παπὰς στράφηκε προς το ζεύγος και ρώτησε μηχανικά:
― Θέλεις, Κουμπή, διὰ γυναίκα σου την Λελούδαν;
― Την θέλω.
― Θέλεις, Λελούδα, τον Κουμπήν;…
Η Λελούδα δεν έσεισε την κεφαλή. Έμεινε ακίνητη, με το κεφάλι κάτω, με απλή και περισσή σεμνότητα. Ο σύντεκνος πίσω από το ζεύγος ώθησε την κεφαλὴ της νύφης.
Είχε το «καμάρι» της νύφης και συνάμα και περισσότερο, είχε την αφωνία του θύματος, που άγεται προς σφαγή.
Διάβασε παπά την ακολουθία του αρραβώνος και κατόπιν του στεφανώματος.
Ο ιερέας είπε:
―Ας είναι, θα διαβάσω τον Δίγαμον.
Ο Φαναριώτης έμεινε σύννους, έπειτα είπε:
― Πώς τον Δίγαμον;… Η νύφη είναι παρθένος κι έρχεται εις πρώτον γάμον. Τον αρραβώνα θα διαβάσεις και το στεφάνωμα.
― Δεν ξέρω τι γίνεται στο Φανάρι. Τον Δίγαμον θα διαβάσω, επέμενε ο ιερέας.
Ο γραμματέας του Πασά υπεχώρησε. (Η παράδοση λέγει, ότι απείλησε να κρεμάσει τον παπά στην κεραία του ιστού, όλα αυτά είναι υποθέσεις. Το βέβαιον είναι ότι ο Φαναριώτης τελικά υπεχώρησε.)
―Ας είναι. Διάβασε τον Δίγαμον.
Ο ιερέας έβαλε ευλογητό και άρχισε. Αντήλλαξε τα δακτυλίδια.
Ο Κουμπὴς είχε τέσσαρα ή πέντε, χρυσά και αργυρά, στα δάκτυλά του. Χρειάστηκαν απ΄αυτά δύο, ένα εκ των δύο που είχε στον παράμεσο και ένα στο μικρό δάκτυλο. Μετέβη στην Ακολουθία του στεφάνου, χωρὶς να ειπεί: «Ευλογημένη η βασιλεία.»
Άρχισε να διαβάζει την πρώτη ευχή κατανυκτικά, όπου γίνεται λόγος περὶ αφέσεως αμαρτιών και περὶ ανθρώπινης αδυναμίας.
Έπειτα ευλόγησε τα στέφανα και υπέδειξε στον σύντεκνο πως θα  ανταλλάξει τα στέφανα.
Έπειτα κέρασε τους νεόνυμφους το κοινὸν ποτήριον, τέλος χόρεψε μαζί τους τον χορὸ του Ησαΐα κι έκαμε απόλυση.
Τη στιγμή που ο Φαναριώτης άλλαζε τα στέφανα επάνω στα κεφάλια των νεόνυμφων, τρεις μεγάλες κανονιὲς βρόντησαν επάνω στο κατάστρωμα, από τα πλευρά του πλοίου. Όλο το πέλαγος σείσθηκε και το Κάστρο αντίκρυ πήγε και ήλθε απὸ τον κρότο και τον κλονισμό.
Ο νυχτοφύλακας που καθόταν επάνω στης Αναγκιάς το Κανόνι, στην βορειότερη άκρη του Κάστρου, είδε τη λάμψη, είδε τον καπνό υπό την πυκνή αστροφεγγιά, κατά τη στιγμή που μόλις είχε δύσει η σελήνη (ήταν ως επτά ημερών και κόντευε μεσάνυχτα) κι έκαμε το σταυρό του και είπε:
― Πώς ρίχνουν κανονιὲς μεσάνυχτα οι αγάδες; Μην έχουν ραμαζάνι;
Δύο γυναίκες γειτόνισσες, που δεν είχαν ύπνο και λαγοκοιμούνταν, πλαγιασμένες η μία σε ένα υπερώο, κοντά εκεί στην Αναγκιά, η άλλη σε ένα κτήμα, λίγο παρακάτω, ανασκίρτησαν. Η πρώτη σηκώθηκε, έριξε βλέμμα έξω και ρώτησε τον νυκτοφύλακα, τι τρέχει.
― Οι αγάδες έχουν ραμαζάνι, απήντησε ο άνθρωπος.
― Και τι θα πει ραμαζάνι;
― Ποιος ξέρει! (Νηστεία της ημέρας και γλέντι της νύκτας.)
Της άλλης το βρέφος ξύπνησε στην αγκαλιά της κι άρχισε τα κλάματα και δεν ήθελε να μερώσει, με όλα τα νανουρίσματα και τα τραγούδια που του έλεγε η μάννα του.
Οι κανονιὲς είχαν αντηχήσει πολύ και βόησε όλη η Ηχώ, η Αναγκιὰ του Κάστρου αντίκρυ στα δύο κάτασπρα νησιά, στους βράχους και στα άντρα. Κάτω στο Κιόσκι, στον αρχοντομαχαλά, κοντά στο ναό του Χριστού, η Σεραϊνώ, που αγρυπνούσε στο σπίτι του Κουμπή, άκουσε τους κανονιοβολισμούς και μόνη αυτή τους εξήγησε στην αληθινή σημασία τους.
― Στερεωμένοι, καλορίζικοι, ψιθύρισε, σχεδόν χωρίς πικρία.
Με γιους, Κουμπή.
* * *
Από τη στιγμή εκείνη, η Σεραϊνὼ υπολόγιζε με βεβαιότητα ότι, εντὸς δύο ωρών το πολύ, το ζεύγος έμελλε να φθάσει στο Κάστρο. Διότι δεν θα ήταν πιθανόν να πιστέψει κανείς ότι θα ξημέρωναν πάνω στη ναυαρχίδα.
Σκέφθηκε, ότι έπρεπε να ζητήσει της Λελούδας το κλειδί, να πάει να περάσει αυτή το υπόλοιπο της νύκτας αντίκρυ, στο μικρό σπιτάκι εκείνης. Τότε θυμήθηκε ότι το κλειδὶ το είχε αφήσει η Λελούδα στης Κουμπίνας, ακριβώς στον ανατολικό θάλαμο, που βρισκόταν τώρα αυτή. Το είχε κρεμάσει σε καρφί, κάτω από τα εικονίσματα.
Η Σεραϊνὼ κοίταξε και το είδε υπό το φως του κανδηλιού.
Έκαμε ακούσια χειρονομία να το πάρει. Έπειτα κρατήθηκε κι είπε: «Καλύτερα, ας έλθει, να της το ζητήσω».
Τέλος περὶ τη μία μετά τα μεσάνυχτα, έφτασε ήρεμα και εν άκρα σιωπή το ζεύγος των νεόνυμφων. Ο Κουμπής, έχοντας τόση επιρροή πάντοτε, αλλά πολλαπλασιαζόμενη τώρα λόγω της παρουσίας του Τουρκικού στόλου, είχε προδιαθέσει τους προεστούς και την πολιτοφυλακή, λέγοντας ότι είχε σπουδαία υπόθεση επάνω στη φεργάδα και ότι θα έφθανε πολὺ αργά τη νύκτα. Οπότε ήταν ανάγκη να χαμηλώσουν τη γέφυρα και να ανοίξουν τις πύλες του φρουρίου.
* * *
Η Σεραϊνὼ, άνοιξε την πόρτα στο πρώτο κτύπημα, στάθηκε σταθερά, χαμογελώντας και τους ευχήθηκε:
― Στερεωμένοι! καλορίζικοι! με γιους, Κουμπή…
― Πώς ξέρεις;
―Ήρθε ένα πουλάκι και μου ᾽πε.
Στράφηκε προς τη Λελούδα.
― Να πάρω το κλειδὶ του σπιτιού σου, να πάω να κοιμηθώ απόψε;
Η Λελούδα συμφώνησε και δάκρυσε. Έπειτα είπε:
― Να με σχωρέσεις!
― Σχωρεμένη και βλοημένη νά ᾽σαι, είπε με εγκαρτέρηση η πρώην Κουμπίνα.
― Την επομένη το πρωί ο Κουμπής, καθώς βγήκε από το σπίτι, περνώντας μπροστά από την πόρτα του φτωχικού οικίσκου, φώναξε τη γυναίκα και της είπε:
―  Σεραΐνα (έπαψε πλέον να την ονομάζει Κουμπίνα), πάρε τα ρούχα σου, τα είδη σου τα ατομικά σου, πάρε και καμπόσα δικά μου, όσα θέλεις και σύρε να καθίσεις στο σπίτι το δικό σου, εκεί στο Πρεγάδι. Θα στείλω μαστόρους να το μερεμετίσουν, ότι χρειάζεται, σήμερα. Και σε περικαλώ, όσο μπορείς, να τά ᾽χεις καλά με την Κουμπίνα.
―Εγὼ θα τά ᾽χω καλά με τη νέα Κουμπίνα, όπως τα είχα και με τη Λελούδα, απάντησε η απλή ψυχή.
Και σε περικαλώ, Κουμπή, να μ᾿ αφήσεις να καθίσω στο σπίτι σου, να σου ανατρέφω τα παιδιὰ που θα κάμεις.
― Καλά, ο Θεός σε φωτίζει να φέρνεσαι έτσι αγία ψυχή, είπε, μη μπορώντας να κρατήσει ο σκληρός, τη συγκίνησή του.
* * *
Από τότε, ο Κουμπὴς Νικολάου ονομάσθηκε απ᾿ όλο το χωριό Καραχμέτης, από το όνομα του Τούρκου ναυάρχου κι οι απόγονοί του ονομάζονται μέχρι σήμερα Καραχμεταίοι. Διότι γέννησε η Λελούδα και η Σεραΐνα ανέθρεψε, τον Κονόμον (Αλέξανδρον), τον Μόσκοβον, τον Γεώργιον, τον Θωμάν και άλλες τόσες θυγατέρες.
Λίγους μήνες μετά το γάμο, η Λελούδα έκαμε ένα φοβερό λάθος, πολύ επικίνδυνο.
Ήταν μεγάλη εορτή των Βαΐων κι ο Κουμπὴς ξύπνησε πολύ πρωί, να πάει στον Χριστόν, να λειτουργηθεί.
Η νέα Κουμπίνα, του είχε αποθέσει πάνω στον καναπὲ τα φορέματά του, για να αλλάξει, αλλά πάνω στη βία και το σαστισμό της, επειδή πτοούταν και τα έχανε στις φωνές και την αυστηρότητα του Κουμπή, αντὶ να βάλει πουκάμισο του Κουμπή, το οποίο ήταν μεταξωτό και με πλατιές κεντητές χειρίδες, όπως συνήθιζαν τότε οι πρόκριτοι, οι δημογέροντες‚ έβαλε υποκάμισο χρυσοκέντητο δικό της.
Ο Κουμπὴς το φόρεσε στο θαμπό φως της αυγής και στο τρεμάμενο φως του κανδηλιού, (με υπναλέα ακόμη μάτια), φόρεσε το πανωβράκι, το λαχουρὶ ζωνάρι και την βελουδένια τζάκα του και βγήκε.
Όταν μπήκε στο ναό, οι προεστοί γύρω στο χορό, είδαν το λάθος. Κοίταξαν το γυναικείο πουκάμισο του Κουμπή και μερικοί υπεψιθύρισαν και δάγκασαν τα χείλη τους, για να μη γελάσουν.
Ο Κουμπὴς το στοχάσθηκε. Κοίταξε καλά, το στήθος και τον κορμό και τα χέρια του και το ανακάλυψε.
Βγήκε τρέχοντας. Φρύαξε κι έτρεξε με σκοπό και απόφαση να σκοτώσει τη Λελούδα.
Οι δύο γυναίκες είχαν ντυθεί. Φόρεσαν, η παλαιὰ Κουμπίνα τα σεμνά και ταπεινά της κι η νέα τα νυφιάτικα, τα οποία δεν είχε φορέσει στο γάμο της κι ήταν έτοιμες να ξεκινήσουν, για την εκκλησία.
Με ένα βλέμμα η Σεραΐνα εννόησε άμα είδε τον Κουμπή.
Αυτός σήκωσε ήδη τη χονδρή και σιδεροκέφαλη ράβδο του εναντίον της Λελούδας.
― Παλιοβρώμα!…
Η Σεραΐνα έπεσε επάνω στη ράβδο, στα γόνατά του, στα πόδια του.
―Έλεος Κουμπή, έλεος! Δεν τὸ ήθελε η καημένη. Λάθος έκαμε, επάνω στη βία της, στη σαστιμάρα της. Δεν επήρε ακόμα τα χούια σου, τα συστήματά σου, Κουμπή. Σχώρεσέ την για πρώτη φορά, Κουμπή μου, σχώρεσέ την. Έλεος, Κουμπή μου, έλεος!
Ο Κουμπὴς κάμφθηκε.
* * *
Η Σεραΐνα επέζησε δέκα ή δώδεκα χρόνια, όσα αρκούσαν για να αναθρέψει τα τέκνα του Κουμπή. Αναπαύτηκε κι ετάφη έξω από το ναΐσκο του Αγίου Δημητρίου, σιμά στην πελώρια κοκκινομορέα και παρακάτω από τον τεράστιο σκίνο, κυρτό εν είδη καλύβας που απόσταζε δάκρυ λιβάνου και αντίκρυ στην ωραία και τόσο ζωηρή εικόνα του Αγίου, στο ανώφλι του ναού.
Όταν πήγαν μετά τρία χρόνια να σκάψουν για την ανακομιδή των λειψάνων της, λεπτό θεσπέσιο άρωμα σαν βασιλικού, μόσχου και ρόδου συγχρόνως, ανήλθε στους μυκτήρες του ιερέα, του εργάτη που έσκαβε, της Λελούδας και δύο άλλων παριστάμενων γυναικών.
Τα κόκκαλά της είχαν ευωδιάσει.

 Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.

TO ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΩΝ ΔΙΡΦΕΩΝ 2