Τρίτη 27 Ιουλίου 2021

Αμαρτίας φάντασμα


Το διήγημα δημοσιεύτηκε το 1900.

Τη μετατροπή του κειμένου στην καθομιλουμένη δημοτική
έκανε ο
Ιωάννης Δ. Γιαννούκος
⭐⭐⭐

«Πολύ καλά ταιριάζαμε, εγώ και η πτωχή εξαδέλφη μου η Μαχούλα, συγγενής μου του όγδοου βαθμού!
Αυστηρά εάν κρίνω τον εαυτό μου, βρίσκω, ότι δεν ήμουν άξιος της εμπιστοσύνης την οποία μου έδειχνε. Μου διηγούταν τους πόνους της, τα βάσανα και τους καημούς της. Μου έλεγε, ότι αυτή δεν επιθυμούσε ποτέ να παντρευτεί, αλλά οι γονείς της την είχαν παντρέψει.
Θα προτιμούσε να γινόταν καλόγρια. Αλλά τώρα, είχε κόρες σε ώρα γάμου και γιους και ήταν σχεδόν πενήντα ετών.
Αργά το απόγευμα της Παρασκευής, 25 Σεπτεμβρίου, περπατούσαμε μαζί στην αμπελόφυτη πεδιάδα, πηγαίνοντας στο ναΐσκο του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου, Μετόχιο του Ιερού Κοινοβίου του Ευαγγελισμού. Ετελείτο εκεί μικρή πανήγυρη. Επρόκειτο να γίνει παννυχίδα από της εννέα το βράδυ μέχρι της τρεις μετά τα μεσάνυχτα, έπειτα δε, μετά δίωρο διάλειμμα, θα τελούταν λειτουργία. 
Δεν είχαμε συμφωνήσει να πάμε μαζί. Αλλά σχεδόν πάντοτε, χωρίς να συνεννοηθούμε, μαζί πηγαίναμε. Ούτε ήταν αυτή η μόνη παννυχίδα στην οποία παρευρισκόμασταν.
Στις 8 Σεπτεμβρίου, ώρα 3η μετά τα μεσάνυκτα, μετά την απόλυση του όρθρου, στην πανήγυρη της Παναγίας της Λιμνιάς, η εξαδέλφη μου Μαχούλα κι εγώ, μαζί κατεβαίναμε το ολισθηρό λιθόστρωτο, που άρχιζε από τη μεγάλη οικία του καπετάν Νικόλα του Ματαρώνα και έφθανε μέχρι την παραθαλάσσια αγορά. Ενίοτε ήταν σελήνη, συνήθως όμως ήταν σκοτάδι βαθύ. Αλλά το μελιχρό φέγγος, φώτιζε μόνο τις στέγες των σπιτιών και το διαμοίραζαν σαν πενιχρή κληρονομιά, τα δωμάτια, τα μπαλκόνια και οι γλάστρες των ανθέων. Για μας κάτω στο λιθόστρωτο, δεν έφθανε να φτάσει ευμενής αχτίδα.
Οπότε πολλές φορές γλιστρούσα εγώ, προσπαθώντας να κρατήσω την εξαδέλφη μου Μαχούλα να μην πέσει.
Ήταν βαριά και παχιά, ωχρή και νοσώδης. Οι εγκυμοσύνες άρα της είχαν αφήσει τον όγκο εκείνον, ο οποίος παραμόρφωνε τη μέση της *[μερικές λέξεις έχουν χαθεί]* και πίσω ερχόταν η Ανδρεώλα η Μαμπερού, γριά ευλαβής, κρατώντας φανάρι. Παρεμπρός μου φαινόταν κάποιος όγκος που έφρασσε το στενό δρομίσκο.
Η γριά Δεσποινιώ η Μπλήχαινα, της είχε σβήσει ο άνεμος το απόκερο, το οποίο είχε πάρει από το μανουάλι της εκκλησίας και βυθίστηκε σε σκοτάδι αιφνιδίως, είχε ριζωθεί εκεί, καταμεσής στο δρόμο, αδυνατώντας να βαδίσει δεξιά ή αριστερά.
Μία απ΄αυτές τις νύκτες, της 8ης Σεπτεμβρίου - δεν θυμούμαι στα πόσα ήταν - μας συνέβη, σε μένα και την εξαδέλφη μου Μαχούλα παράδοξο μικρό συμβάν. Αυτή, αν και ανήκε στη δική μας γενεά, εξακολουθούσε ακόμη να στέργει και να θάλπει τα παλαιά.
Καυχιόταν ότι ήταν «πρωτινή» γυναίκα.
Αν και η παραθαλάσσια αγορά ήταν έρημη, επειδή δεν θεωρούταν καλό στις γυναίκες να περνάνε από την αγορά, δεν ήθελε και νύκτα ακόμη, να περάσει απ΄ εκεί. Επέμενε να τη συνοδεύσω από τον μέσα δρόμο μέχρι το σπίτι της. Αφήσαμε λοιπόν την άλλη συνοδεία και στραφήκαμε προς το μέσα δρόμο.
Εκεί, καθώς περνούσαμε κάτω από ένα μπαλκόνι, πάνω απ΄ το οποίο φαίνονταν ασπρόρουχα απλωμένα, δεν ξέρω πως, μακριό χιονόλευκο σεντόνι αποσπάστηκε από το σχοινί στο οποίο κρεμόταν, έπεσε επάνω στα κεφαλιά μας, απλώθηκε στις ωμοπλάτες μας και μας «εκουκούλωσε» ή μας «εσαβάνωσε» και τους δύο, σαν να την άπλωσε επάνω μας αόρατο χέρι. Εγώ ακούσια γέλασα, αν και το πράγμα μου φάνηκε μάλλον κακός οιωνός. Η εξαδέλφη μου έκαμε το σημείο του Σταυρού, και ψιθύρισε:
-Την ίδια τύχη θα έχουμε… την ίδια τύχη!
* * *
Τη χρονιά εκείνη, βαδίζαμε βράδυ Παρασκευής, στο ναΐσκο του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου. Η ψυχή μου ήταν πάντοτε προς τα μέρη εκείνα, αν και τον περισσότερο χρόνο αποδημούσα σωματικά και θυμόμουν κάποτε το στίχο του Σκώτου αοιδού:
«Η καρδιά μου είναι στα Ψηλώματα, η καρδιά μου δεν είν΄εδώ».
Περάσαμε την αμμουδιά, την οποία φιλεί παίζοντας το κύμα και περάσαμε τους Κήπους και τη Λίμνη τη μαυρογάλανη. Έπειτα αφήσαμε πίσω μας την «Καλογερικιά Σαΐτα», μακρότατο αγρό που αποκαλούταν έτσι.
Ακολούθως φτάσαμε στα διάφορα κτήματα τ’ Αβράμη, όπου χρειάστηκε να κάνουμε πολλές καμπές για να βρούμε το δρόμο, επειδή ο ιδιοκτήτης είχε κηρύξει κοινωνιστικό δόγμα: «Εάν ο γείτων μου είναι τεμπέλης, ανίκανος να καλλιεργήσει το κτήμα του, δεν αμαρτάνω εάν το καταπατήσω».
Περάσαμε τα μεγάλα χωράφια, τα οποία ήταν κάποτε αμπέλια μοσχάτων, από τα οποία κατασκευαζόταν το περίφημο «Αλυπιακόν», το οποίο μπορούσε να αποκαλείται έτσι για δύο λόγους και από τον κατασκευαστή του, τον Αλύπιον και διότι ίσως καθιστά άλυπον τον βίον…
Τέλος, φτάσαμε στο Μετόχι. Ο ναΐσκος του Αγίου Ιωάννου, κομψός, ευωδιάζων από το τέμπλο το κυπαρίσσινο και από τα άνθη τα οποία είχε φέρει η Σουλτανιώ η Μάρκαινα, η γριά Παντεχού και η Κατερινιώ της Αλέξαινας και δύο ή τρεις άλλες ευλαβικές, οι μόνες που ήλθαν.
Από το μοναστήρι του Ευαγγελισμού είχαν κατέβει ο παπα-Δανιήλ και ο Ιωακείμ ο περιπλανώμενος, ο οποίος καθ’ όλες σχεδόν τις εορτές επέστρεφε στο μοναστήρι και ο γέρων Θεόκλητος, γεμάτος από νόστιμες ιδιοτροπίες, προς τον οποίο τρεις φορές έλαβα την τιμή να φιλονικήσω την ώρα του δείπνου.
Η Μαχούλα, αφού προσκύνησε και προσέφερε τα άνθη της, το λάδι και το θυμίαμά της, κάθισε σε μία άκρη έξω απ΄ το ναΐσκο, με το καλάθι της και το μικρό κανατάκι της. Ήταν πλάι στη ρίζα της ελιάς, η οποία με τους κλώνους της, βαρυφορτωμένους καρπό, σκίαζε και περιέστρεφε την πόρτα του ναΐσκου, θυμίζοντας το στίχο του προφητάνακτα: «ως ελαία κατάκαρπος εν τω οίκω του Θεού».
Είχα διψάσει και βλέποντας το μικρό κανάτι, το οποίο ήταν δίπλα στο καλαθάκι της Μαχούλας, ζήτησα να πιω, αλλά το βρήκα άδειο.
-Να, δεν ήρθε αυτός ο Σταμάτης, μου είπε η εξαδέλφη μου. Ποιος να πάει ως τη βρύση να το γεμίσει;… Απόστασα και δεν μπορώ…
Ο Σταμάτης, ήταν ορφανό παιδί, πρόθυμο να τρέχει σε υπηρεσία παντού όπου γίνονταν θρησκευτικές εκδρομές και συνάξεις. Είχε τόσο ένθεο ζήλο, ώστε βλέποντας την ευλάβεια των πιστών να εκπίπτει, θλιβόταν τόσο, ώστε αποφάσισε να βοηθήσει αυτός τους αγίους να θαυματουργήσουν. Και μία φορά, άλειψε με λάδι όλες τις εικόνες του τέμπλου ενός εξωκλησιού, γεγονός που διαδόθηκε και από πάρα πολλούς πιστεύτηκε, ότι οι άγιοι «ίδρωναν» ή ότι δάκρυζαν ίσως και από την επιχείρηση αυτή, ωφελήθηκαν όχι λίγες προσφορές οι πτωχοί οι παπάδες του χωριού μας.
Ήταν δε τότε ο Σταμάτης δώδεκα ετών.
Κοίταξα να ιδώ το Σταμάτη, αλλά δεν φαινόταν πουθενά. Ίσως ήταν σε άλλη υπηρεσία. Η Μαχούλα όχι μόνο είχε αποστάσει, καθώς έλεγε, αλλά θα φοβόταν να πάει. Η βρύση απείχε ως δέκα λεπτά της ώρας δρόμο και βρισκόταν μέσα σε ένα βαθύ ρέμα, όπου θα ήταν σκοτάδι ήδη. Ο ήλιος είχε δύσει και ήταν σούρουπο φθινοπώρου μελαγχολικό.
Αποφάσισα να εκτελέσω εγώ το έργο «Σταμάτη».
Πήρα το κανάτι και ξεκίνησα.
-Ατός σου θα πας;… Τουλόου σ΄; έκραξε η Μαχούλα. Πώς γένεται;
Επιθυμούσα να πάω και γιατί διψούσα και γιατί ήθελα να προσφέρω εκδούλευση στην καλή και συμπαθή εξαδέλφη μου.
-Ησύχασε, θα πάω, της είπα, τώρα, σε λίγο έφθασα…
* * *
Ήταν μικρή, βαθιά ρεματιά, στη μέση ενός ελαιώνα που καταλάμβανε όλη την πλαγιά του λόφου από δεξιά και ενός λεμονεώνα τοιχογυρισμένου, που στόλιζε τον κάμπο, από αριστερά. Καταρχάς βυθιζόταν, κατέβαινε χαμηλά και χαραζόταν στενός δρομίσκος, μονοπάτι κρυφό ανάμεσα σε βάτους και θάμνους. Ακολούθως ανηφόριζε ήρεμα και ανέβαινε κανείς στη βρύση, που ανέβλυζε από έναν τοίχο παλαιό, με μεγάλες πρασινισμένες και μουσκλιασμένες πέτρες. Δύο πεζούλες ή πλίνθινα καθίσματα υπήρχαν δεξιά και αριστερά της βρύσης, που βρισκόταν στο υψηλότερο μέρος της όλης ρεματιάς.
Όταν εισήλθα στο βαθύ ρέμα και πάτησα στο στενό μονοπάτι, που οδηγεί προς την πηγή, τότε άρχισα να αναλογίζομαι τι είχα κάμει. Έως τότε δεν είχα σκεφθεί.
Αισθάνθηκα αιφνίδιο φόβο. Από εικοσαετίας, ήταν η πρώτη φορά κατά την οποία εισερχόμουν στο ρέμα εκείνο, ολομόναχος, σε ώρα που σουρουπώνει και έρχεται νύκτα…
Ανέβηκα προς τη βρύση με τα γόνατά μου να τρέμουν. Έκανα πολλούς σταυρούς και προσευχόμουν. Αλλά η γλώσσα μου δεσμευόταν και ο ουρανίσκος μου ξεραινόταν. Αισθανόμουν, ότι δεν ήμουν άξιος να ψιθυρίζω ούτε ενδόμυχα, ούτε με το στόμα τα ιερά λόγια.
Έφθασα τελικά στη βρύση. Όταν δοκίμασα να τοποθετήσω το μικρό κανάτι κάτω από τον κρουνό για να γεμίσει, τούτο μου έφυγε από τα χέρια, στάθηκε μοναχό του μέσα στη λεκάνη του νερού και δεν έσπασε.
Πάνω από τη βρύση, είδα με τα μάτια μου, ένα πράγμα στον αέρα να στέκεται. Δεν είχε πυκνωθεί ακόμη το σκοτάδι. Αλλά το πράγμα που φαινόταν ήταν τόσο μικρό, ώστε έφεγγε κατά κάποιον τρόπο στη μικρή κοιλάδα, σαν τοπικό άστρο που κατέβηκε τρόπον τινά για να φωτίσει βάθη ανάξια φωτός.
Αλλά όμως, το λευκό εκείνο πράγμα, έσυρε επάνω του ή συρόταν απ΄ αυτό, ένα μεγάλο μαυράδι, μελανότερο και από την πίσσα, μελανότερο και από το σκοτάδι, έχοντας εξέλθει από το σκότος το εσώτερο της συνειδήσεως και προορισμένο να πάει το ταχύτερο να βυθισθεί στο σκότος το εξώτερον.
Βαθιά, απερίγραπτη κηλίδα, μεγάλο και αμέτρητο μαύρισμα πάνω στο αγνό, το χιονόλευκο, είχε προσκολληθεί το καταμέλανο αυτό.
Το όραμα ήταν διπλό. Επάνω στο άνθος του αγρού, το λευκό κρίνο των κοιλάδων, είχε κολλήσει η απεχθής κάμπια.
Το λευκό έμοιαζε με χιτώνα πάλλευκο, με άσπιλη εσθήτα παιδίσκης δεκαπενταέτιδας. Το μαύρο έμοιαζε με αμαρτίας φάντασμα.
Θεέ μου! και η κάμπια εκείνη τι ήταν; Αληθεύει ότι αποτροπιάζεται η φεύγουσα ψυχή, βλέποντας το φθαρτό, σκωληκόβρωτο σκήνος της;
Και το άσπιλο εκείνο αρνίο, το θεόπλαστο σκήνωμα, της βασκανίας το θύμα, κοιμόταν από εικοσαετίας στο κοιμητήριο των θανόντων.
Ναι, είχαν περιβάλει με στέφανο παρθενικό, επί της νεκρικής κλίνης την ξανθή κεφαλή της. Αλλά ο στέφανος εκείνος είχε γίνει ακάνθινος στέφανος. Και οι ρίζες των ανθέων εισέδυαν ως άκανθοι στο λευκό δέρμα της.
Ω, η ζωή της ήταν όνειρο και αυτή υπήρξε κάποτε «μάννα ζωής, δρόσος γλυκασμού, μέλι το εκ πέτρας». Και η κάμπια η δύσμορφη είχε φθείρει το άσπιλο, το ηθικό κάλλος της.
Αλίμονο! γιατί από όλη αυτή τη λόχμη, την ποικίλη και πολύχρωμη και ανθοφορούσα να εξέρχονται άκανθοι, συρίζουσες γλώσσες, έχιδνες;
Και πώς αλλοιώθηκε το κάλλος της φύσεως και το μιαρό πνεύμα εισέβαλε στα έργα του Θεού, τα οποία ο ίδιος επιθεώρησε «και ιδού καλά λίαν;»… Πόθεν το κράτος της αμαρτίας;
Ω, φρίκη και πόνος ανεκλάλητος! Είδα, είδα το παρελθόν μου, με τους ίδιους μου οφθαλμούς, το είδα ως μαύρο φάντασμα. Λίγο ακόμη και η καρδιά μου θα έπαυε να πάλλει. Αισθάνθηκα βαθιά συντριβή, το φάσμα το ίδιο μ’ ευσπλαχνίσθηκε και ταχέως έγινε άφαντο.
Πήρα το αγγείο με το νερό και κατέβηκα με βήματα αργά, κτυπώντας τα στήθη και ψιθυρίζοντας.
«Αμαρτίας νεότητός μου και αγνοίας μου, μη μνησθείς, Κύριε…»
………………….
-Τ΄ ανωτέρω συναρμολογήθηκαν από παλαιές άτακτες σημειώσεις αποθανόντος ατυχούς φίλου.
 
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης

Σάββατο 24 Ιουλίου 2021

Αποκριάτικη νυχτιά

Το διήγημα δημοσιεύτηκε το 1892.
Τη μετατροπή του κειμένου στην 
καθομιλουμένη δημοτική
έκανε ο
Ιωάννης Δ. Γιαννούκος
⭐⭐⭐

Εάν δεν ήταν επιμελής σπουδαστής ο Σπύρος ο Βεργουδής και δεν είχε πως να περνά τις ώρες του, κατά τις πολυήμερες διακοπές των εορτών και της Απόκρεω, μπορούσε να βρει δουλειά καθισμένος στο παράθυρο και βλέποντας και ακούγοντας τα τελούμενα.
Δεν ήταν δρόμος, ήταν αυλή, παμπάλαια, μεγάλη, ακανόνιστη, με τους τοίχους ψηλούς, αλλά άνισου ύψους, που περιέβαλλε ένα από τα παλαιότερα σπίτια, παρά την ανηφορική εσχατιά της αρχαίας πόλης, προς την Ακρόπολη, ψηλά, προς το Αγιοταφίτικο.
Οι τρεις νοικάρισσες του ισογείου, η κυρά-Κατίγκω η Χρίσταινα, με την άγαμη αδελφή της Φρόσω και η γριά-Βαγγελή η Λεμονού, με την κόρη της τη Γεώργαινα και η Σταματούλα η Γεμενίτσα, με την ψυχοκόρη της τη Μαρούσα, μάλωναν για το κάθε τι, πολύ συχνά, σχεδόν τρεις φορές την εβδομάδα. 
Συνήθως, αυτή που κατείχε το μεσαίο οίκημα, η Λεμονιά, πότε με την παραμικρή αφορμή, πότε χωρίς αφορμή ορισμένη, τα έβαζε σήμερα με τη μία, αύριο με την άλλη από τις δύο γειτόνισσές της. Και τις μεν εορτές, αντί να βρίσκουν υλικό για να κακολογήσουν άλλες, που περνούσαν έξω από την αυλή ή ήσυχες στα σπίτια τους καθήμενες γυναίκες, προχειρότερο εύρισκαν να τα χαλούν μεταξύ τους.
Εάν τυχόν η μία από τις τρεις, η αδελφή της μιας ή η κόρη της άλλης στολιζόταν, η άλλη έμενε πεισματικά με τα καθημερινά της, για να έχει αφορμή να κακολογεί τη στολισμένη, ότι «δεν ξέρει να φορέσει το φουστάνι της» κι έλεγε: «Κοίταξέ τηνε! μου στολίστηκε σα νύφη, το χάλι της δεν το βλέπει!» 
Τις δε καθημερινές, άλλοτε οι δύο, άλλοτε και οι τρεις, είχαν μπουγάδα και όλο το πλυσταριό και όλος ο χώρος της αυλής, δεν τους αρκούσε για να απλώσουν τα μοσχοπλυμένα τους.
Συχνά, η γριά-Βαγγελή η Λεμονού, αφού κατηγορούσε την εκ δεξιών και την εξ αριστερών πάροικό της, ως απρόκοφτη, ως άπραχτη, ως απασσάλωτη, αυτή πρώτη αφού είχε βάλει το «πρόσφωλο», έξαφνα ειρήνευε, χαμογελούσε κι έλεγε, ότι αυτή έχει δουλειά να κάμει, ότι δεν «χαλά τη ζαχαρένια της» και ότι δεν τις συνερίζεται ν' απαντά στις μομφές τους. 
Άλλοτε πάλι η Σταματούλα η Γεμενίτσα, έπαιρνε λόγια από τη μία κι έβαζε μαναφούκια στην άλλη και έπειτα με άνεση απολάμβανε τον καυγά, στεκόμενη παράμερα.
 
***
Μάλωναν για κάθε πράγμα, για μία σκάφη αναποδογυρισμένη λίγο λοξά στο πλυσταριό, για λίγες σταλαματιές θερμού χυμένες κατά γης, για λίγες χούφτες στάχτης περισσότερο ή λιγότερο, που ρίχτηκαν στην κόφα.
Μία μέρα, η γριά Βαγγελή θύμωσε εναντίον της Κατίγκως της Χρίσταινας, γιατί αυτή καυχήθηκε, ότι πληρώνεται προς είκοσι λεπτά τα πουκάμισα της κόλλας και την ονόμασε «τριγυρισμένη» και «πομπιωμένη», άλλοτε πάλι, η Κατίγκω, σήκωσε χέρι εναντίον της Μαρούσας, της ψυχοκόρης της Σταματούλας, αποκαλώντας αυτήν, δεκατεσσάρων ετών μόλις, «μωρή μπασταρδού!» γιατί την είδε να πλένει τα χέρια της, κοντά στην κόφα της μπουγάδας με τα ρούχα.
Με αυτά περνούσαν τις μέρες τους στην μεγάλη αυλή του παμπάλαιου σπιτιού, οι τρεις αυτές πτωχές γυναίκες.
Το βράδυ πάλι, ο Σπύρος ο Βεργουδής, θα εύρισκε δουλειά αν ήθελε, με σβηστή τη λάμπα, να μένει στο ανώγειο δωμάτιό του και να στέκεται πίσω από το ανατολικό παράθυρο, κατασκοπεύοντας αυτούς που έρχονταν ή να κολλά το αυτί στην κλειδαρότρυπα και να ακούει λόγια και κρότους και ψιθυρισμούς. Αυτή ήταν η κύρια είσοδος του σπιτιού, από την οποία έμπαινε και αυτός στο φτωχικό δωμάτιό του, είσοδος επίσημη, από την οποία έμπαιναν όλοι οι συγγενείς, φίλοι και γνώριμοι του σπιτιού, κατά εκατοντάδες αριθμούμενοι. 
Και αν ήθελε να μεταβεί προς στιγμήν στο άλλο παράθυρο του δωματίου του, που έβλεπε νότια, από κει θα αντίκριζε την άλλη, τη μικρή είσοδο, που ήταν συνεχόμενη με το μαγειρείο, όπου διημέρευε συνήθως η κυρία Ζαχαρού, η μητέρα της οικογένειας, καπνίζοντας άνετα τα τσιγάρα της. 
Ήταν ένα σπίτι όπου μπορούσε κανείς να παίξει με άνεση το κρυφτάκι και άλλα παιχνίδια.
Δύο άνθρωποι, ο πρώτος να κυνηγιέται από το δεύτερο ή αδιακρίτως να κυνηγούν ο ένας τον άλλον, χωρίς να φαίνεται ποιος είναι αυτός που διώκει και ποιος αυτός που φεύγει, μπορούσαν να εισέρχονται και να εξέρχονται αλλεπάλληλα από τις δύο θύρες, επί ημέρες και νύκτες, χωρίς ο ένας να φθάσει ποτέ να αντικρύσει τον άλλον.
Και αν επέστρεφε πάλι προς το παράθυρο το ανατολικό ή προς τη μικρή του πόρτα και κοίταζε την κυρία είσοδο, εκεί άκουγε, άμα νύκτωνε, κάθε πέντε, κάθε δέκα λεπτά, να κτυπάει η πόρτα και να εισέρχονται οι επισκέπτες και τότε άκουε καλησπέρες και χαιρετισμούς και προσρήσεις κι ενίοτε φιλήματα... μεταξύ γυναικών, τα οποία συνηθίζουν φορτικώς να ανταλλάσουν οι απόγονοι της Εύας, κατά τα ξιπασμένα και φραγκοποτισμένα ήθη μας.
Σπεύδω να πω, προς καθησύχαση του αναγνώστη, ότι τα ήθη της οικογενείας, περί ης ο λόγος, κατά το φαινόμενο, πράγματι ήταν αυστηρά. Αλλά η οικία έπλεε στο μεταίχμιο το αόριστο και αβέβαιο, στο λυκόφως εκείνο, μεταξύ παράδοσης και νεωτερισμού, το οποίο, ως λυκόφως δεν μπορεί να διαρκέσει, αλλά αναγκαστικά θα υποχωρήσει  στο ζόφο και θα γίνει νύκτα. 
Ήταν ομολογουμένως άνθρωποι αισθηματίες, φιλόφρονες, ανοιχτόκαρδοι. Γνώριμους είχαν το μισό της πόλης και αν  περνούσε ημέρα χωρίς να αυξήσουν κατά μία τουλάχιστον τις γνωριμίες τους, οι δύο κόρες θα θεωρούσαν ως χαμένη την ημέρα εκείνη.
Έπειτα, ήταν οι ημέρες της Απόκρεω και ο κόσμος έξω διασκέδαζε.
Μόλις νύκτωνε και ο νέος που έμενε στο δωμάτιό του, άκουε φωνές, τραγούδια, κιθαρισμούς, έξω απ΄ την αυλή. 
Και αν για λίγα λεπτά έμενε έρημος από εισερχόμενους επισκέπτες ο μικρός προθάλαμος και ο νέος τολμούσε να βγει ως τον εξώστη με την παλαιά πέτρινη σκάλα, που ένωνε το σπίτι με τον τοίχο της αυλής και προέτεινε το κεφάλι από την αυλόθυρα, τη φραγμένη με σίδερα, σαν πόρτα φυλακής, για να κοιτάξει στο δρόμο, θα έβλεπε, κατά ζεύγη, κατά τετράδες, κατά εξάδες, να στέκονται, τους κιθαρωδούς της νύκτας κάτω από τη θυρίδα, στον όχθο της ανηφορικής οδού, να εξαγγέλλουν «εν χορδαίς και οργάνω» τα αιώνια παράπονά τους κατά της σκληρότητας των δύο νεανίδων.
Διότι όλοι οι νέοι της γειτονιάς και όχι λίγοι από άλλες συνοικίες, ήταν ερωτευμένοι με τις δύο αδελφές.
Απ΄ αυτούς μερικοί αγαπούσαν μάλλον τη Μέλπω, άλλοι μάλλον την Κούλα οι δε περισσότεροι τις αγαπούσαν και τις δύο. 
Πολλοί απ΄ αυτούς ήταν γνωστοί του σπιτιού, αλλά εάν ήταν προς καιρόν, από μικρή παρεξήγηση, σε δυσμένεια, ή εάν λόγω του πλήθους των επισκεπτών, δεν υπήρχε γι' αυτούς χώρος στη συναναστροφή μιας βραδιάς, έπαιρναν την κιθάρα τους, τα μαντολίνα τους, τις φυσαρμόνικές τους και με τους φθόγγους της μουσικής, ζητούσαν να αποκοιμίσουν τον πόνο της καρδιάς.
***
Την ημέρα εκείνη, μεσοβδόμαδα της Τυρινής, είχαν αυξήσει, όπως πάντοτε, κατά κάποιες μονάδες, οι γνωριμίες της οικίας.
Μεταξύ άλλων, είχε έλθει ένας ανθυπασπιστής νεαρός, ξανθός, με αγκιστροειδές μουστάκι, τον οποίο είχε φέρει ένας από τους τριτεξάδελφους της οικογένειας.
Δυστυχώς οι δύο νεαρές κόρες έλειπαν.
Είχαν βγει συνοδευόμενες από δύο ανεψιάδες της μητέρας τους, για να κάμουν ψώνια στην οδό Ερμού. 
Στο σπίτι βρισκόταν μόνη η γριά, που κάπνιζε το τσιγάρο της στο μαγειρείο, η υπηρέτρια, που σκούπιζε τις δύο σκάλες και το μέρος της αυλής, που ήταν έξω από τη δικαιοδοσία των τριών πλυντριών και ο κυρ Ζαχαρίας, ο οικοδεσπότης, ιδιότροπος γέρος, ζώντας από τα λίγα εισοδήματα των δύο σπιτιών και τριών μαγαζιών του, τον οποίο, αν άκουε κανείς, αιωνίως να μεμψιμοιρεί, να φωνάζει και να επιπλήττει, θα έλεγε, «Να αυστηρός πατέρας!»
Και όμως, τα της οικίας κυβερνούσε η γριά και οι δύο κόρες, όλες δε οι φωνές του γέροντα ήταν μόνον ήχος και πάταγος για ν' ακούεται.
Οι τέσσερις νέοι δεν μαζεύονταν ποτέ στο σπίτι.
Ο τριτότοκος είχε παντρευτεί ήδη, δεκαοκτώ ετών, χωρίς την άδεια των γονέων του, ο δε υστερότοκος είχε σχέσεις με μία οικογένεια, όπου διημέρευε, προτιμώντας να φοιτά εκεί μάλλον παρά στην β' του γυμνασίου, ο πρωτότοκος ήταν υπάλληλος μιας των Τραπεζών, τρεφόμενος από το σπίτι και δαπανώντας αλλού τους μισθούς του, ο δευτερότοκος ήταν λοχίας του πεζικού.
Ως και ο κουμπάρος, ο μόνος ο οποίος είχε εγκατασταθεί στο σπίτι, σαν στο σπίτι του, με την πρόφαση ότι δεν είχε οικογένεια δική του, ενώ είχε τρία νόθα τέκνα από μία απατηθείσα πτωχή, ο ασυνείδητος, δεν βρέθηκε παρών, ήταν στις δουλειές του, κατά την ώρα της επίσκεψης του ανθυπασπιστή.
Με πολλή του δυσαρέσκεια, ο κυρ Ζαχαρίας, αναγκάσθηκε να δεχθεί αυτός την επίσκεψη του τριτεξάδελφου, που οδηγούσε το νεαρό στρατιωτικό.
***
Ο ξανθός σπαθοφόρος είχε δει σε ένα εμπορικό κατάστημα τις δύο αδελφές, όπου ένας από τους φίλους του, του τις έδειξε, λέγοντας γι΄ αυτές πολλούς αμφίβολους επαίνους. 
Οι δύο νεάνιδες του άρεσαν.
Έπειτα πάλι, τις ξαναείδε στον περίπατο, όταν τις χαιρέτισε ο φίλος του που περπατούσαν μαζί, εξηγώντας σ΄ αυτόν ότι ήσαν εξαδέλφες του.
Ο ανθυπασπιστής του είπε: «Έμαθα ότι είναι πολύ κοινωνικές, ότι έχουν ανοικτό σπίτι». 
«Θέλεις να σε συστήσω; του είπε ο εξάδελφος, όρεξη να' χεις, θα ευχαριστηθούν πολύ, γιατί έχουν κι αυτές έναν αδελφό λοχία».
Και την επομένη, τον οδήγησε στο σπίτι.
Ο ανθυπασπιστής, που περίμενε να δει ενώπιον του τις δύο ανθηρές μορφές και βρέθηκε έξαφνα ενώπιον της σκυθρωπής όψης και της λευκής γενειάδας του κυρ Ζαχαρία, περιήλθε σε αμηχανία και δεν ήξερε πως να αρχίσει την ομιλία.
Εντούτοις ο γέρος, οφείλοντας κάτι να πει, έδειξε από το παράθυρο την ευρεία έκταση μέρους της πόλεως και του ελαιώνα, λέγοντας;
- Έχουμε από δω κύριε ανθυπασπιστά, ωραίαν θεάν.
- Μάλιστα, είπε ο ανθυπασπιστής και μέσα του μουρμούρισε:
«έχετε, μάλιστα, δύο θεάς». 
Έπειτα για λίγα λεπτά, όλοι σιώπησαν.
- Έμαθα ότι έχετε κι ένα υιόν εις τον στρατόν, είπε ο ανθυπασπιστής.
- Ναι, είπε ο κυρ Ζαχαρίας, ο οποίος απόρησε πως δεν συλλογίστηκε να το αναφέρει πρώτος. 
Αυτός δεν θέλησε να πάει κατά το έθιμο και άμα έληξε η θητεία του, έμεινε στο στρατό. Να, περιμένει τώρα προβιβασμό! αν έχει τύχη, όπως τον κατάντησαν το στρατό με τα κόμματά τους!
Κάψιμο θέλουν όλοι τους! 
Αυτοί οι πολιτικοί, αυτοί οι βουλευταί, κατάστρεψαν το έθνος, ανάθεμά τους! Γνώρισα εγώ, στα χρόνια μου, λοχίους και δεκαενείς, οπού είναι, έως αυτής της ημερός, συνταγματαρχαίοι και ταγματαρχαίοι! 
Πόσο εμετάγνοιωσα που δεν επήγα στο στρατό, στα χρόνια του Όθωνος! Θα ήμουν τώρα συνταγματάρχης!
- Και βλέπω ότι έχεις τουλάχιστον ένα προσόν, θείε, είπε ο τριτεξάδελφος, υπαινισσόμενος τις μεταμφιέσεις των λέξεων του γέροντα.
- Όλοι αυτό λέγουν, κύριε, είπε χαμογελώντας ο ανθυπασπιστής.
Βέβαια, όλοι οι εξηντάρηδες, θα ήσαν από τότε συνταγματάρχαι και όλοι οι εβδομηντάρηδες θα ήσαν αντιστράτηγοι. Μόνον, ποιος θα εδούλευε για να πληρώνει φόρους, για να βγαίνουν τόσοι μισθοί...
Βέβαια, ο στρατός, εξακολούθησε ο ανθυπασπιστής, είχε και έχει ακόμα τα καλά του, δεν σας λέγω. Μόνον τα καλά του αυτά, πρόσθεσε φιλοσοφικά, είναι όσα φαίνονται κακά κι εκείνα ίσα-ίσα τα οποία ο Ρωμιός δύσκολα συνηθίζει και γι' αυτό βλέπουμε όλους να αποφεύγουν το στρατό και να νομίζουν ως ημέραν εορτής την ημέραν που θα πάρουν την άφεσίν τους. Και για τούτο τόσο λίγοι είναι αυτοί που έχουν την υπομονή και τη θέληση να ακολουθήσουν το στρατιωτικό στάδιο.
- Και ποια είναι αυτά τα καλά, ημπορούμεν να σας ερωτήσωμεν; είπε ο κυρ Ζαχαρίας.
- Αυτά τα καλά είναι η τακτική ζωή, η πειθαρχία, η σκληραγωγία, τα γυμνάσια, οι αγγαρείες, η στρατιωτική τραχύτης εν γένει, η σκαιότητα... από καμιά φορά πέφτει και κανένας φούσκος... οι άγραφοι κανονισμοί, οι οποίοι ισχύουν περισσότερο από τους γραπτούς.
- Και οι άγραφτοι κανονισμοί ποιοι είναι; ρώτησε ο οικοδεσπότης.
- Άγραφοι κανονισμοί είναι, όταν παραδείγματος χάριν, συλλάβουν κανέναν λιποτάκτη... να τον σπάζουν στο ξύλο...
- Α! έτσι; είπε ο κυρ Ζαχαρίας... αγκαλά και το μέσον μου φαίνεται βάρβαρο, δεν είμαι όμως και πολύ ενάντιος.
«Το ξύλο βγήκε απ' την Παράδεισο.»
Και λέγοντας αυτά στέναξε, ενθυμούμενος ίσως τους τέσσερις γιους του.
- Έπειτα είναι, εξακολούθησε ο ανθυπασπιστής και άλλα βασανιστήρια... Τα ελληνικά ζωύφια, το νοσοκομείο, η βελόνα, το μάρμαρο...
Το πειθαρχείο, οι οχτάρες, οι δεκαπεντάρες, οι μηναρέδες...
- Οι μηναρέδες!... όχι να μην είναι χοτζάδες! είπε ο οικοδεσπότης.
- Οι μηναρέδες, ναι... σας φαίνεται παράξενο, κυρ Ζαχαρία;
- Θείε, είπε γελώντας ο τριτεξάδελφος, μηναρέ στο στρατό ονομάζουν τη μηνιαία φυλάκιση.
- Α! έκαμεν ο κυρ Ζαχαρίας. Τότε ενδιαφέρει.
Τη στιγμή εκείνη, ακούσθηκαν βήματα στον προθάλαμο. 
Ήταν οι δύο νέες, που επέστρεφαν από την οδό Ερμού, συνοδευόμενες από τις δύο ανεψιάδες. Μπήκαν ελαφρές, χαρούμενες, με ιδιόρρυθμη κομψότητα ντυμένες, με αλλόκοτα στο σχήμα καπέλα και με κόκκινα πτερά, η Μελπομένη, καστανή, κοντούλα, ευτραφής, χλωμή, αισθηματική, ρομαντική. Η Κυριακούλα, στακτερόξανθη, ψηλή, λιγνή, ισχνή, με ζωηρότατους ηδυπαθείς οφθαλμούς, οι οποίοι ήσαν απροσδιορίστου χρώματος και φαίνονταν να διηγούνται μύριες ιστορίες. Πονηρή, άστατη, ειρωνική, που γοήτευε με τον τρόπο και απογοήτευε με το λόγο, χαϊδεύοντας με το βλέμμα και σχίζοντας με τη γλώσσα, είχε πολλές δωδεκάδες θαυμαστών, σε όλους έδιδε ελπίδες και όλους τους περιέπαιζε. 
Τέτοια ήταν η χαϊδεμένη Κούλα.
Έγινε η παρουσίαση. Ο ανθυπασπιστής μαγεύτηκε από τις δύο νεανίδες και δεν ήξερε ποια να πρωτοαγαπήσει. Αναχώρησε μετά μισή ώρα, αιχμαλωτισμένος, αφού έλαβε πρόσκληση να έλθει μία από τις βραδιές αυτές της τελευταίας εβδομάδος της Απόκρεω, που κάθε βράδυ γινόταν συναναστροφή και χορός.
***
Το τελευταίο βράδυ της Τυρινής, του έτους 188... χόρεψαν τόσο στου κυρ Ζαχαρία, ώστε ήταν φόβος μην πέσει το σαθρό σκωληκόβρωτο πάτωμα του παμπάλαιου σπιτιού, στα κεφάλια της κυρά-Κατίγκως της Χρίσταινας, της γριάς Βασιλικής της Λεμονούς και της Σταματούλας της Γεμενίτσας, το μόνο μέσο διά του οποίου οι τρεις αυτές θα έπαυαν για πάντοτε τους καθημερινούς καυγάδες τους.
Η ανατολική πόρτα του σπιτιού, δεν πρόφταινε να ανοίγει και να κλείνει. 
Εισέρχονταν κατά ζεύγη, κατά ομάδες, άνδρες, γυναίκες, μεταμφιεσμένοι και άλλοι, προσωπίδες και πρόσωπα.
Έτριζε η πόρτα με τους στροφείς, στέναζε το πάτωμα, αντηχούσε ο διάδρομος, βομβούσε η αίθουσα από το πλήθος των προσκεκλημένων.
Οι δύο νεάνιδες δεν προλάβαιναν να τρέχουν κάθε δύο ή τρία λεπτά στην πόρτα, προϋπαντώντας αυτούς που έρχονταν ή προπέμποντας αυτούς που έφευγαν και να επιστρέφουν στην αίθουσα, να περιποιούνται αυτούς που έμεναν, να μεταβαίνουν στα δωμάτια, να ανταλλάσσουν ομιλίες με τους οικειότερους.
Και ο χορός έπαυε και ανανεωνόταν κάθε δέκα λεπτά.
Η Κούλα χόρευε σαν να είχε φτερά στα πόδια, διαλέγοντας αυτή με νεύμα τους συγχορευτές της, επιτρέποντας ως βασίλισσα να την παρακαλέσουν να χορέψει. 
Η Μέλπω δεχόταν κάθε πρόσκληση, συμπονετική, μη θέλοντας να απορρίψει κανενός την παράκληση.
Και η αυλή και η σκάλα, φεγγοβολούσε και από όλα τα παράθυρα εξέρχονταν ήχοι μουσικής, σαν να ήταν η οικία όλη γιγαντιαίο κύμβαλο ηχόντας εναρμόνια εκεί στο ανασηκωμένο κράσπεδο της παλαιάς πόλης. 
Και όταν για μία στιγμή χαμήλωναν κάπως οι τόνοι της μουσικής, τότε, έξω απ΄ την αυλή, ακουγόταν η μελαγχολική καντάδα των κιθαρωδών της γειτονιάς, όσοι για κάποια αφορμή δεν ήσαν δεκτοί να ανέλθουν στην πολυθόρυβη και φιλόκοσμη οικία.
Τότε η Κούλα, ύψωνε αόριστα το υγρό μάτι στο κενό, ενώ η Μέλπω ακουγόταν να ψιθυρίζει μέσα απ΄ τα δόντια της: 
«Οι καημένοι!»
***
Ρέμβαζε ξαπλωμένος στο κρεβάτι του ο Σπύρος ο Βεργουδής, πτωχός σπουδαστής, πρωτοετής της φιλοσοφικής σχολής, ο οποίος και να ήθελε να μπει στον κόσμο αυτόν, δεν είχε τα μέσα.
Είναι αλήθεια, ότι οι δύο κόρες τον είχαν προσκαλέσει να μετάσχει στην εσπερινή διασκέδαση, αλλά πως να πάει αυτός, δειλός, άπειρος του κόσμου, κακοφορεμένος, εν μέσω τόσων αγνώστων; 
Έπειτα, προς τη μία απ΄αυτές, την Κούλα, έτρεφε αβρό συναίσθημα ερωτικό και ήταν ζηλιάρης, δεν θα ανεχόταν να τη βλέπει να χορεύει με τόσους και τόσους... και αυτός να μην ξέρει ευρωπαϊκό χορό! 
Είχε δειπνήσει στις επτά η ώρα κι επειδή το βράδυ εκείνο τα καφενεία έκλεισαν νωρίς, αισθανόταν δε και ελαφρό πόνο στα δόντια, αποσύρθηκε από τις οκτώ στο δωμάτιό του με το παράπονο εκείνο, το οποίο ο ξένος έχει μέσα του σε τέτοιες μέρες.
Αλλά άμα έφτασε στο δωμάτιο, η λύπη του διασκεδάστηκε και τώρα, ξαπλωμένος στο κρεβάτι του, ρέμβαζε και παρηγορούταν, σκεπτόμενος, ότι αυτός ήταν αναμφίβολα ο ευδαιμονέστερος, γιατί χωρίς να παρευρίσκεται σε καμία διασκέδαση, μετείχε σε τρεις ή τέσσερις συγχρόνως.
Άκουε τον απερίγραπτο θόρυβο της οικίας, που μόνος του άξιζε για τρεις ή τέσσερις εορτές και χόρευε με το κρεβάτι του ακούσια νανουριζόμενος από τα τραγούδια, τη μουσική και τους χορούς.
Έπειτα, κατά το διάλειμμα του χορού, άκουσε το μελαγχολικό τραγούδι και την κιθάρα στο δρόμο και λησμονώντας τον εαυτό του, ρωτούσε μέσα του: «Δεν έχουν τάχα πού ν' αποκρέψουν, οι δυστυχισμένοι;» Έπειτα πάλι σκέφθηκε: «Αναμφίβολα θα έχουν που ν' αποκρέψουν, αλλά προτιμούν να βλέπουν τα φωτισμένα παράθυρα».
Έπειτα, άκουε και τραγούδι και χορό εντόπιο, σε δύο γειτονικά σπίτια.
Ιδού, όλων αυτών των διασκεδάσεων μετείχε, χωρίς να είναι παρών.
Έλεγε δε στον εαυτό του «Χωρίς άλλο, για να εκτιμήσει κάποιος μουσική και χορό, πρέπει να είναι ακροατής από μακριά. Από κοντά ο γινόμενος θόρυβος κουφαίνει τα αυτιά και περιορίζει την κρίση».
Ξαφνικά αισθάνθηκε παραδόξως στα πονεμένα δόντια του κάτι σαν μούδιασμα και ενθυμούμενος τον μύθο ψιθύρισε: «Όμφακες εισί».
Αλλά να, ακούει κάτω από τα πόδια του και άλλο θόρυβο και άλλη διασκέδαση. Χορεύοντας τον συρτό ή τον καλαματιανό και τραγουδούσαν το «Μαύρο γεμενί» και το «Μύλο της θειας μου της Κοντύλως».
Κάτω από τα πόδια του ακριβώς, κατοικούσε στο ισόγειο η Σταματούλα η Γεμενίτσα με την ψυχοκόρη της, τη Μαρουσώ. Φαίνεται ότι το βράδυ εκείνο, είχαν κάμει αγάπη και οι τρεις, με τη Λεμονού και τη Χρίσταινα, μετά της Φρόσως και της Γεώργαινας και του συζύγου της και είχαν αποφασίσει «να αποκρέψουν» μαζί. Τώρα δε, αφού έφαγαν, είχαν στήσει και αυτές το χορό, ένας άνδρας και πέντε γυναίκες, με τρία μικρά παιδιά.
***
Νωρίς ακόμη, όταν ο Σπύρος είχε έλθει από το μαγειρείο, όπου έφαγε, μόλις ανέβηκε στο δωμάτιο του και άναψε τη λάμπα, ακούει ελαφρό κτύπο στην πόρτα του.
Ο προθάλαμος ήταν ακόμη γαλήνιος, γιατί δεν είχαν αρχίσει να έρχονται τα κύματα των προσκεκλημένων. 
Ο Σπύρος νόμισε ότι θα ήταν η κυρία Ζαχαρού και ότι θα ήλθε για να επαναλάβει προς αυτόν την πρόσκληση, που του είχαν κάμει ήδη οι κόρες της. Έσπευσε να ανοίξει. Έκανε λάθος, δεν ήταν η γριά. Ήταν η Μαρούσα, η ψυχοκόρη της Σταματούλας, δεκατεσσάρων ετών κορασίδα, μελαχρινή, νόστιμη, με μαύρα μάτια, με λευκό μαντήλι στο κεφάλι, την οποία προ δύο ετών, όταν ήταν μαθητής του γυμνασίου και κατοικούσε σε γειτονικό δωμάτιο, τη θυμόταν μικρή άσχημη παιδίσκη, μαύρη, ζαρωμένη, αληθινό «γυφτοκόνισμα» και η οποία τώρα είχε «ξεστρίψει» και είχε γίνει ωραία. 
Ήταν η δεύτερη ή τρίτη φορά που η μικρή ανέβαινε στο δωμάτιό του. Είχε έλθει άλλες δύο φορές για να πάρει τα προς πλύση ενδύματά του ή για να φέρει πλυμένα από τα χέρια της θετής μητέρας της.
Και τη φορά τούτη, ο Σπύρος νόμισε ότι ήλθε να του ζητήσει ρούχα και ήταν έτοιμος να τη ρωτήσει: «Θα πλύνει αύριο η μάννα σου, Καθαρή Δευτέρα;»
Αλλά η κορασίδα, πρόλαβε και του λέγει:
- Κύριε Σπύρο, είπ' η μητέρα μου, δεν κοπιάζεις κάτω, ν' αποκρέψουμε, αν αγαπάς;...
Ο Σπύρος δεν περίμενε την πρόσκληση αυτή και χωρίς να σκεφθεί απάντησε.
- Ευχαριστώ, κορίτσι μου, έφαγα εγώ, απόκρεψα, να μου την χαιρετάς.
Η παιδίσκη επανέλαβε:
- Κι αν έφαγες είπ' η μητέρα μου, να κοπιάσεις ύστερα, που θα χορέψουμε...
- Μπράβο! έχω ευχαρίστηση, είπε χαμογελώντας ο νέος, ποιοι και ποιοι θα είσθε;
- Θά ΄μαστε η μητέρα μου κι εγώ κι η κυρά-Χρίσταινα κι η Φρόσω κι η κυρά-Βαγγελή κι η κυρά-Γιώργαινα με τον κυρ Γιώργη κι ο Νίκος κι ο Τάσος κι ο Αντωνάκης της κυρά-Γιώργαινας.
- Κάτι πολλοί! είπε με θαυμασμό ο Σπύρος. 
Και τα έχετε καλά τώρα με την κυρά-Χρίσταινα και με την κυρά-Βαγγελή;
- Δεν έχουμε τίποτα...
- Τόσο καλύτερα... Χαιρέτα μου τη μητέρα σου, θα είχα μεγάλη ευχαρίστηση... μα έχω πονόδοντο και θα κοιμηθώ νωρίς.
Ήθελε να πει ναι και έλεγε όχι. Δεν του φαινόταν αξιοπρεπές να πάει «να αποκρέψει» με την πλύστρα του, άλλωστε δε, θα τον έτυπτε η συνείδηση, διότι ο μετά τόσων γυναικών, εκ των οποίων μερικές ήσαν νέες, συγχρωτισμός, δεν θα ήταν ακίνδυνος γι αυτόν και η πρόθεση του, αν δεχόταν την πρόκληση, αδύνατον να ήταν αθώα. Μάλλον θα προτιμούσε να φιλήσει εκεί στα κρυφά τη μικρή κορασίδα, την οποία απερίσκεπτα έστειλε προς αυτόν η ψυχομάνα της, αλλά δεν ήταν τολμηρός, ούτε απόλυτα διεφθαρμένος.
Απέπεμψε την παιδίσκη αλώβητη και αυτός ξαπλώθηκε στη σκληρή μαθητική στρωμνή του φιλοσοφώντας.
Ευχαριστήθηκε, διότι νίκησε τον πειρασμό και ήταν ήσυχος τώρα, σχεδόν ευτυχής.
Ιδού λοιπόν ότι τα τρία εμπόλεμα μέρη του ισογείου είχαν ειρηνεύσει και συγκεντρώθηκαν να εορτάσουν μαζί την τελευταία νύκτα της Τυρινής.
Καλά που το πήραν πονηρά, σκεπτόταν ο Σπύρος και διάλεξαν ως τόπο της διασκέδασής τους το οίκημα της Σταματούλας, ακριβώς κάτω από το δωμάτιο το δικό του, διότι αν κατέρρεε αίφνης το πάτωμα του ανωγείου υπό το βάρος των χορευτών, εκεί ήταν ελπίδα να γλυτώσουν, εκτός αν έπεφταν και οι τοίχοι και τότε ψυχή δεν θα σωζόταν.
«Τι ωραία, τι αφελή έθιμα έχει ο ελληνικός λαός, σκεπτόταν ο Σπύρος.
Ιδού ότι τρεις κατά κάποιον τρόπο οικογένειες, ενώ όλο το χρόνο ήσαν σε διάσταση, αποφάσιζαν την τελευταία μέρα της Απόκρεω να φιλιωθούν, για να εορτάσουν μαζί τη νύκτα της τυροφαγίας.
Δια τους μεν (τι τα θέλετε;) ο βίος αυτός είναι συνεχής Απόκρεω, δια τους δε είναι μακριά και θλιβερή σαρακοστή.
Ευτυχώς λαβαίνει τέλος! «Ως όασις εν τη ερήμω ας είναι τουλάχιστον διά τους δευτέρους η νυξ αύτη της Απόκρεω!»
Και αυτός, οδοιπόρος ήταν στη ματαιότητα του κόσμου.
Και γι αυτόν, η ζωή ήταν ανήφορος ατελείωτος και οδός τραχεία και μακρά τεσσαρακοστή. 
Πότε θα έφθανε στο τέρμα; 
Ίσως να καθοδηγείται από μορμολύκεια της φαντασίας του, αλλά μάντευε δυσοίωνα για το μέλλον του. Το μόνο καλό ήταν, ότι φιλοσοφούσε προκαταβολικά για κάθε τι που θα συμβεί σ΄αυτόν.
Απ΄ τους ρεμβασμούς του τον απέσπασε μία τραχεία γεροντική φωνή, που αναμείχθηκε στον χορό τον κάτω από τα πόδια του, στο οίκημα της Σταματούλας.
Η φωνή, βραχνή και με ιδιάζουσα προφορά τραγουδούσε:
«Πως το τρίβουν το πιπέρι, του διαβόλου οι καλογέροι!»
Τη φωνή αυτή, την ανεγνώρισε αμέσως ο Σπύρος. Ήταν του μπάρμπ' Αντώνη, του συζύγου της γριάς Βαγγελής, τον οποίον αυτή είχε προ πολλού διωγμένο. «Α! ήρθε λοιπόν ο μπάρμπ' Αντώνης πίσω;» σκέφτηκε ο νεαρός σπουδαστής. Θυμόταν ότι, προ λίγων μηνών, όταν ο γέρος ήταν άρρωστος, η γριά-Βαγγελή παραπονούμενη περί αυτού έλεγε:
- Τι σου κάμει δα κι αυτός ο καμέναρος! Έχει και το σύναχό του... έχασε και τις παπούτσες του... θέλει και τον τσίγαρο!...
Αλλά όταν ανάρρωσε λίγο και δεν ήθελε να δουλεύει, η γριά του έδωκε τα δικά της τα πασουμάκια να φορέσει και τον έδιωξε λέγοντας: «Ας πα να' βρει τσωμί να φά!» 
Αλλά ιδού ότι ο γέρος, αφού κυλίστηκε επί τόσους μήνες ποιος ξέρει που, εργαζόμενος για να ζει, θυμήθηκε κατά την Απόκρεω να έλθει προς την γριά του και να κάμει αγάπη με αυτήν... ίσως μάλιστα να της έφερε και λίγα κέρματα.
Το αποκριάτικο δίστιχο του μπάρμπ' Αντώνη, το επανέλαβε ευθύς ύστερα δροσερή γλυκιά φωνή νεανίδος, την οποία ο Σπύρος αναγνώρισε επίσης. Ήταν η φωνή της Φρόσως, της αδελφής της κυρά-Χρίσταινας.
Την είχε ερωτευθεί πριν λίγο καιρό τη χλωμή λεπτοφυή κόρη, την πτωχή κι εργατική, την είχε ερωτευθεί όπως ερωτεύτηκε σήμερα την Κούλα, με πλατωνικό έρωτα. Τόσο λίγο μάλιστα την πλησίασε, ώστε κατ' αρχάς αγνοούσε και τ' όνομά της.
Άκουγε στο ακρινό διαχώρισμα του ισογείου δύο ονόματα γυναικών. Φρόσω και Κατίνα, Κατίνα και Φρόσω. Αυτός Φρόσω νόμιζε την κυρά-Χρίσταινα και Κατίνα νόμιζε την αδελφή της. «Πήρε τη Φρόσω για Κατίγκω», όπως έλεγε αργότερα ο ίδιος. Και στους στίχους τους οποίους έγραψε γι' αυτήν (διότι έγραφε, αλίμονο! και στίχους, τους οποίους ευτυχώς δεν δημοσίευε) την ονόμαζε, καλή τη πίστει, Κατίνα.
«Ειπέ μου, τι τους έκαμες Κατίνα ρημασμένη!
Πώς κάθε όμμα βάσκανον εσένα μόνο βλέπει,
και κάθε γλώσσα διά σε λαλεί φαρμακωμένη;
Α! όχι τούτο διά σε, Κατίνα μου, δεν πρέπει...
Αν υπανδρεύθης, έκαμες κακόν; Θεός φυλάξει!
Ομοίως υπανδρεύονται όλοι οι φτωχοί, Κατίνα,
κι οι μαύρες σου γειτόνισσες, η τύχη σαν αλλάξει,
που λέγουν τόσα διά σε, κι εβόιξ' η Αθήνα.
......................................................................
Την συμφορά που πέρασες και την ζωή που ζούσες
την μέτρησες με βάσανα, την πλήρωσες με μίση
σκυμμένη πάντα προς την γην, ως να παρακαλούσες
την Μοίραν να σε σπλαχνισθεί και να σε βοηθήσει.
........................................................................
Στον δρόμον χθες της μάμμης σου μ' αντάμωσεν η φίλη
μία καλή νοικοκυρά, κι ετάνυσε το στόμα,
και δια σέν' αγλύκαντα και διαστρεμμένα ωμίλει.
Χαίρε, Κατίνα! κι οι γριές σ' εζήλεψαν ακόμα...»
***
Στο τρίτο τετράστιχο, υπαινισσόταν το επάγγελμα της κόρης, που βοηθούσε στην πλύση την αδελφή της. 
Στο τελευταίο απόσπασμα η γριά, για την οποία γίνεται λόγος, ήταν ίσως αυτή η Βαγγελή η Λεμονού. 
Σημειωτέον ότι η κόρη δεν είχε πανδρευτεί, αλλά είχε
αρραβωνιασθεί πριν λίγο καιρό κάποιον μικροκάπηλο, 
ο οποίος όταν πληροφορήθηκε ότι δεν είχε μετρητά, την παράτησε, αφού δωρεάν την εξέθεσε στις κακολογίες των φιλόψογων γυναικών. 
Αλλά ο Σπύρος, που θεώρησε κατ' αρχάς το γάμο βέβαιον κι έγραφε στους στίχους του ότι η κόρη «υπανδρεύθει», λυπήθηκε για τη διάλυση του συνοικεσίου, όσο εθλίβει κατ' αρχάς για τον αρραβώνα, διότι, εντωμεταξύ, έπαυσε πλέον να την αγαπά και ερωτεύθηκε αντ' αυτής την Κούλα, η οποία άγνωστο αν αγαπούσε κάποιον, αλλά αυτόν βεβαίως όχι...
Και όμως, τη νύκτα αυτή, η φωνή της νεανίδος, με όλο το σατυρικό του άσματος, τον συγκίνησε... Και έπλαθε κατά φαντασία ολόκληρο ειδύλλιο, που ποτέ δεν επρόκειτο να πραγματοποιηθεί, συμβίωσης με τη νεαρή πλύντρια, η οποία δεν φαινόταν άμοιρη τρυφερών αισθημάτων.
***
Απ΄ την οπτασία αυτή, τον εξήγειραν απότομα άγριες φωνές, που ακούσθηκαν ανάμεσα σε βόμβο ψιθυρισμών και της ξαφνικής διακοπής του τραγουδιού και του χορού, στην αίθουσα του κυρ Ζαχαρία.
Άκουσε ευκρινώς δύο λέξεις, που με αγανάκτηση και με πάθος βροντοφωνάχτηκαν, επεκράτησαν όλου του θορύβου και δημιούργησαν μακρά σιωπή, τις λέξεις: «ανάγωγε» και «αφιλότιμε».
Έτεινε το αυτί. Αλλά δεν άκουε πλέον τίποτε.
Μετά λίγα δευτερόλεπτα μόνο, άκουσε εσπευσμένα βήματα δύο ή τριών ανθρώπων, να κατεβαίνουν τη σκάλα τη νότια, της μικρής εισόδου. Αναπήδησε αμέσως και έτρεξε στο παράθυρο. Αλλά αυτοί που κατέβηκαν τη σκάλα, είχαν κάμψει τη γωνία του νότιου τοίχου και μετά λίγες στιγμές άκουσε μόνο τον κρότο της ανοιχθείσης και κλεισθείσης αυλόθυρας, απ΄ την οποία βγήκαν οι φεύγοντες.
Εντός στην αίθουσας άκουε μόνο ομιλίες, απ΄ τις οποίες ουδεμία λέξη διέκρινε. Επανήλθε στο κρεβάτι του και ξάπλωσε. Τι να συνέβαινε άραγε; Δεν ήταν και πολύ περίεργος και δεν τον έμελε. Εντούτοις έκαμε διάφορες υποθέσεις περί της αιτίας του γενόμενου θορύβου και με τις εικασίες αυτές αποκοιμήθηκε, διότι αρκετά είχε νανουριστεί ήδη από τα τραγούδια και τους χορούς. 
Ούτε η μητέρα του δεν τον είχε νανουρίσει ποτέ τόσο ηδυπαθώς, όταν ήταν παιδί, όσο τον νανούρισαν το βράδυ εκείνο οι κραυγές και οι διαχύσεις της γειτονιάς.
Μόνο μετά πολλές ημέρες, συνέβη να μάθει από τη Σταματούλα, την πλύστρα του, η οποία τα ήξερε όλα, ότι «εκείνος ο αξιωματικός, ο ξανθομούστακος, είχε θυμώσει στο χορό απάνου, με έναν που φορούσε προσωπίδα... που είχε πειράξει μια κόρη... ξαδέρφη των κοριτσιών, καλέ!... ανηψιά της κυρά-Ζαχαρούς... που είχε έρθει στον μπάλο μαζί με το αδέρφι της... και μ' έναν άλλον κύριον, που λέν΄ πως θα την πάρει... Παντρεύουνται ο κόσμος, να σου πω, δεν είναι σαν εμάς... Πώς θα γεννοβολήσουν, να πληθύν' η πλάση;»
Σημειωτέον ότι, όσον αφορά τη Σταματούλα, ήταν μυστήριο γιατί είχε χωρίσει τον άνδρα της. Αλλά αυτή επέμενε πάντοτε να ισχυρίζεται, ότι ποτέ δεν είχε πανδρευτεί. 
Ήταν τριανταπέντε ετών, ψηλή, ισχνή, αδύνατη.
Αλλά δεν ομολογούσε ποτέ ότι ήταν παραπάνω από εικοσιπέντε ετών.
Η Σταματούλα εξακολούθησε:
«Κι ένας άλλος, που δεν θέλησε να βγάλει την προσωπίδα του, την είχε πειράξει, φαίνεται στο χορό απάνου... και τότες ο αξιωματικός, ο ξανθομούστακος, ξεσπάθωσε και ήθελε να τον κόψει και τον είπε αφιλότιμο... κι εκείνος που δεν ήθελε να βγάλει την προσωπίδα, τα πήρε πλυμένα κι άπλυτα... και τό 'στριψε μαζί με άλλους δύο φίλους του, που είχαν έρθει μαζί... μα η διαγωγή του αξιωματικού του ξανθομούστακου έκαμε μία εντύπωση... κι έδωκε σε όλους νάμι... κι οι δυο κόρες της σπιτονοικοκυράς τον αγαπήσανε... κι εκείνος δεν ξέρει ποια να πάρει, ποια ν' αφήσει... 
Μα να σου πω, ως τη Λαμπρή θαρρώ πως θα έχουμε γάμους της Κούλας με τον αξιωματικό τον ξανθομούστακο...
Παντρεύουνται ο κόσμος, να σου πω!...»
***
Το ίδιο βράδυ, που η Σταματούλα διηγείτο αυτά στο Σπύρο, ο νέος ονειρεύθηκε, ότι του έπεσε ένα απ΄ τα δόντια του, εκείνο που προ πολλού του πονούσε. Και έως το Πάσχα, που τελούνταν οι γάμοι της Κούλας με το νεαρό αξιωματικό, έπαψαν οριστικά να του πονούν τα δόντια.

 Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης


Άλλος τύπος


Το διήγημα δημοσιεύτηκε το 1903.

➖➖

Τη μετατροπή του κειμένου στην 
καθομιλουμένη δημοτική
έκανε ο
Ιωάννης Δ. Γιαννούκος
⭐⭐⭐

Ήταν πρώην εμποροπλοίαρχος, είχε ναυαγήσει δύο φορές στη Μεσόγειο, είχε υποφέρει πολύ στον Ωκεανό και μία φορά είχε ξεπαγιάσει στον Εύξεινο Πόντο.
Τώρα ήταν φτωχός και παραγκωνισμένος.
Έλεγε ότι συγγενεύει με ονόματα και οικογένειες ιστορικές στον τόπο της γεννήσεώς του.
Μία φορά, είχε διατελέσει αστυνομικός υπάλληλος στην Αθήνα.
Στον Πειραιά, περί τα 189… μη έχοντας «που την κεφαλήν κλείναι», κοιμόταν μέσα σε ένα καφενείο, από κει από το Τελωνείο, νοτιοδυτικά του Αγίου Νικολάου και εξοικονομούσε τα προς το ζην, διδάσκοντας ναυτικό τους υποψήφιους, όσοι ετοιμάζονταν να υποστούν εξετάσεις για να πάρουν δίπλωμα.
Τους μάθαινε πως να «παίρνουν θεωρία», πως να βρίσκουν το βόρειο πλάτος και το ανατολικό μήκος και πως να καταφέρουν να εξασφαλίσουν τις ψήφους της εξεταστικής επιτροπής.
Ο ίδιος, δεν παρέλειπε να επισκέπτεται το Υπουργείο των Ναυτικών, ανεβαίνοντας πεζός στην Αθήνα, έλεγε ότι είχε γράψει σύγγραμμα περί ναυτικής πολὺ αξιόλογο, που εμπεριείχε μάλιστα σπουδαίες ανακαλύψεις. 
Δυστυχώς δεν είχε τα μέσα να το τυπώσει.
* * *
Στην Αθήνα, όταν ερχόταν, σύχναζε και σε άλλα μέρη.
Ήταν ευλαβής πολύ και δεν έλειπε από τις εκκλησίες. 
Πήγαινε συχνά σε ένα ναΐσκο, όπου κατά τις εορτές, γίνονταν θρησκευτικές ολονυκτίες. Θύμωνε αν η λειτουργία τελείωνε γρήγορα. Ήθελε να έλθει ίσα-ίσα με την ημέρα, για να επιστρέψει πεζός και πάλι στον Πειραιά.
Επέπληττε τους ψάλτες, τον τυπικάρη και αυτόν τον λειτουργό ιερέα.
- Εσπερίδες κάνετ᾽ εδώ; έλεγε.
Πρότεινε ως επιχείρημα: 
«Οι γυναίκες πως θα πάνε στα σπίτια τους νύχτα;»
Είναι αλήθεια, ότι πολλές απ΄ αυτές τις γριές τις ευλαβείς, όσες σύχναζαν στην αγρυπνία, τον παρακαλούσαν να τις συνοδεύσει ως το σπίτι τους.
― Μπάρμπα-Μάρκο! δεν έρχεσαι να πάμε μαζί ως το σπίτι;
Και τότε ο μπάρμπα-Μάρκος, πρόθυμα συνόδευε ένα κοπάδι, επειδή πολλές απ΄ αυτές συνέβαινε να είναι γειτόνισσες από την ίδια συνοικία και γνώριμες μεταξύ τους.
Ήταν παραπάνω από εξήντα χρόνων, αλλά του βαστούσαν τα κότσια, με όλο το ξεπάγιασμα στο Δούναβη και την κακοπάθεια του υπερωκεάνιου πλου.
Ήταν κοντός, κυρτός και μονόπλευρος και πήγαινε σαν βάρκα ταχύπλοη στο δρόμο. 
Όλη τη νύκτα, στο ναΐσκο, δεν καθόταν στο στασίδι, αλλά στεκόταν όρθιος σα ναύτης. 
Όταν κάποιος νεότερος  εξέφραζε θαυμασμό γι αυτά, αυτός απαντούσε:
―Αχ! όταν έχει ταξιδέψει κανείς στον Ωκεανό!… Τί είναι να στέκεται  ζεστός, χωρὶς κίνδυνο, χωρὶς έννοια, μες στο στασίδι;… Και που να βρίσκεσαι σε μια σκάφη μεσάνυχτα, να σε χορεύει η θάλασσα, να σε δέρνει η μπόρα, να στάζεις άρμη κι ιδρώτα κι αφρό και νά ΄χεις την ψυχή στα δόντια!… Εδώ σε θέλω…
Αχ! είδα τον Αι-Νικόλα…
Άρχιζε να διηγείται το θαύμα, το οποίο του είχε συμβεί κάποτε, αλλά συνήθως διέκοπτε…
Διηγήθηκε κάποτε, ότι είχε δει μεσάνυκτα τον Αι-Νικόλα να κρατεί το τιμόνι εν ώρα τρικυμίας στο πέλαγος…
― Για να μη με λένε αγύρτη, δεν το λέγω, είπε.
Και πλέον δεν το διηγήθηκε άλλη φορά.
Έκανε τον προεστό στις συνάξεις του μικρού ναΐσκου, έλεγε τον Εξάψαλμο, το Ελέησόν με ο Θεός, το Πιστεύω κτλ. Απάγγελλε αργά, με μέτρια έμφαση, με φαινομενική κατάνυξη και συντριβή. Απείχε όμως πολὺ από το γνήσιο, το απλό και απέριττο εκκλησιαστικό ύφος - ύφος αρχαιοπρεπές που θυμίζει την αρχαία ελληνική απλότητα -  το οποίον μόνον στο Άγιον Όρος καλλιεργείται. 
Για τούτο άρεσε στους πολλούς και όχι στους λίγους.
* * *
Μετά κάποιο χρόνο, οι δουλειές του στον Πειραιά ναυάγησαν και στην ξηρά, όπως είχαν ναυαγήσει και στη θάλασσα και τότε, από θρησκευτικό ζήλο και φιλαδελφία, η μήτηρ Ολυμπιάς, η σεβάσμια ιδιοκτήτρια του ναΐσκου και τελετάρχης των ολονυκτιών, τον κάλεσε να έλθει στην Αθήνα και να κατοικήσει στο σπίτι της.
Τούτο ήταν πολύ εύκολο πράγμα.
Ο καπεταν Μάρκος, δεν είχε πολλά «τσόλια» ούτε «σκουτιὰ» να κουβαλήσει.
Δεν χρειάστηκε μάλιστα ούτε κάρο, ούτε σούστα, ούτε σιδηρόδρομο.
Στο μαγειρείο, κάτω από τη σκάλα που ανέβαινε στο υπερώο και το λιακωτό, εκεί τοποθετήθηκε το κρεβάτι του μπάρμπα-Μάρκου.
Στο υπερώο έμενε προς καιρόν, συνήθως κάποιος παρεπιδημών Αγιορείτης ηγούμενος ή κάποιος Δεσπότης εξόριστος από την Τουρκία.
Τη σκάλα την ανέβαινε διαρκώς η υπηρέτρια, πότε για να απλώσει, πότε για να μαζώξει από την ταράτσα τα ρούχα και τα πλυσίματα και τα απλώματα τελειωμό δεν είχαν, επειδή υπάρχουν ανήλικα παιδιά στο σπίτι.
Το μέσα θάλαμο, τον κατείχε η σεβάσμια οικοδέσποινα, ο οποίος έμοιαζε πολὺ με εκκλησία χωρὶς τέμπλο και ιερό.
Υπήρχαν στους δύο τοίχους, σε όλο τον ανατολικό και το μισό βόρειο, πάνω από τριάντα εικονίσματα Αγίων μεγάλα, μικρά, ασημωμένα, απλά, παλιάς και νέας ζωγραφικής.
Τρεις κανδήλες έκαιαν ακοίμητες μέρα και νύχτα, μεταξωτές ποδιές κεντημένες, κρέμονταν κάτω από τις εικόνες.
Ήταν οκτώ ή εννέα Παναγίες, αντίγραφα ονομαστών εικόνων, η Οδηγήτρια του Μεγάλου Σπηλαίου, η Ευαγγελίστρια της Τήνου, η Γοργοὓπήκοος της Μονής του Δοχειαρείου, η Πορταΐτισσα των Ιβήρων, η Παναγία της Κύκκου η εν Κύπρω, κτλ. Μέγας Εσταυρωμένος, πίνακες δεσποτικών ή θεομητορικών εορτών - Ευαγγελισμός, Γέννησις, Βάπτισις,
Μεταμόρφωσις, Ανάληψις, Πεντηκοστή, Κοίμησις, κτλ. - Έπειτα το Τριμόρφι (Χριστός, Παναγία και Πρόδρομος), Πέτρος και Παύλος, Τρεις Ιεράρχαι, Άγιος Νικόλαος, Άγιος Γεώργιος, Άγιος Δημήτριος, Άγιος Παντελεήμων και άλλοι.
Εκεί μπροστά από το πλούσιο εκείνο εικονοστάσιο, έκανε τις προσευχές της η μήτηρ Ολυμπιάς.
Τη σάλα, το σαλόνι κι ένα θάλαμο, τα κατείχε το ανδρόγυνο.
Η ανιψιά της Ολυμπιάδος, υιοθετημένη απ΄ αυτήν, που ήταν χήρα και άτεκνη, είχε παντρευτεί προ οκταετίας τον κυρ Γιώργη το Μαγκούδη, βιομήχανο. 
Τέσσερα παιδιά επιζούσαν απ΄ το γάμο τούτο και δύο άλλα είχαν προαποσταλεί, ως δώρα στον Παράδεισο.
Στη μικρή σάλα, γίνονταν συχνά δείπνα ξενίας, αγάπης χριστιανικής.
Η Ολυμπιάς ήταν επιδέξια μαγείρισσα, τη δε τέχνη αυτή είχε διδάξει πολύ καλά και στην ανεψιά της.
Εκεί φιλεύονταν πολλές φορές και ο μπάρμπα-Μάρκος και άλλοι φιλόθρησκοι.
Δυστυχώς, ο καπεταν Μάρκος είχε ένα κακό ελάττωμα, την πείσμονα αντιλογία, τη γεροντική παραξενιά. 
Έφθανε μέχρι ασυνειδησίας… μάλιστα μέχρι ασέβειας.
Ποιος θα το πίστευε; Αυτός, που διηγούταν ότι είχε δει τον Άγιο Νικόλαο να κατευθύνει το πηδάλιο του πλοίου, εν καιρώ τρικυμίας!… Και να παρεκτρέπεται, να σκανδαλίζει τους νεότερους λέγοντας ότι η δείνα πράξη, την οποία απαγορεύει, επὶ παραδείγματι, η εβδόμη εντολή, δεν είναι αμάρτημα!… και ότι «όλα οι καλόγεροι τα έκαμαν!»
Δεν αντέλεγε μόνο, όταν η ομιλία ήταν κοινοτοπία αδιάφορη ή περί των πολιτικών της ημέρας, αλλά και όταν ήταν θρησκευτικό το θέμα.
Ο μπάρμπα-Μάρκος φαινόταν ότι φορούσε την ευσέβεια σαν είδος μοναχικού μανδύα ή κουκουλίου στην εκκλησία.
Όταν εξερχόταν, απέβαλλε το ένδυμα και γινόταν αιρετικός… σχεδόν προτεστάντης. Σατύριζε όχι μόνο τον κλήρο, αλλά και αυτά τα ιερὰ έθιμα, δηλαδή προσφορές, μνημόσυνα και τα τοιαύτα.
Ένα βράδυ, σκανδάλισε τους φίλους του σε ένα καφενείο, στο Μοναστηράκι, όταν τους διηγήθηκε, ότι του είχε συμβεί.
― Βρήκα σήμερα στο δρόμο την παλιά μου φιλενάδα, την πρώτη μου αγάπη… Εκείνη που με είχε μάθει τον έρωτα, όταν εγώ ήμουν μικρό παιδί κι εκείνη ήταν ως δύο-τρία χρόνια μεγαλύτερη από μένα.
Είχα πολλά χρόνια να την δω. Τη συνόδευε στο δρόμο ο γιος της, ένας ως σαράντα χρόνων… Σαν με είδε, σήκωσε το χέρι και με χάιδεψε στα γένια. 
«Καλά πας, βαστιέσαι ακόμα», μου λέει.
«Και συ καλά κρατιέσαι» της λέω εγώ. 
Γυάλιζε αλήθεια το μάγουλό της… 
Ως τόσο ντροπιάστηκα που μου χάιδεψε τα γένια μπροστά στο γιο της. 
«Γνωριζόμαστε από μικρά παιδιά», του λέω τότε εγώ. «Ήμαστε γειτόνοι έναν καιρό στην πατρίδα… όταν ήμαστε αθώα παιδάκια» πρόσθεσα.
Τι να πω, κι εγώ δεν ήξερα.
* * *
Όπως όλα στον κόσμο, έτσι έμελλε να έχει τέλος και η φιλοξενία της αδελφής Ολυμπιάδος.
Όσο γέρος και αν ήταν ο μπάρμπα-Μάρκος, ποιος γνωρίζει αν ήταν καλό γι΄ αυτόν να κοιμάται κάτω από τη σκάλα του υπερώου στο μαγειρείο και να ακούει τα σκαλοπάτια να τρίζουν κάτω από τα γυμνά λευκά πόδια της φερώνυμης Ομορφούλας, η οποία ανέβαινε στο λιακωτό για να απλώσει τα ρούχα.
Επανερχόταν τότε στην γεροντική φαντασία του νυστάζοντας η περασμένη νεότητα, που θορυβούσε, έτριζε και βομβούσε.
Και αν αργούσε ενίοτε το πρωί και είχε ανατείλει ήδη ο ήλιος, το όραμα θα ερχόταν στον νυσταλέο νου του εν είδη «βέλους πετάμενου ημέρας…».
Και αν μόλις είχε κατακλιθεί το βράδυ και η νεαρή υπηρέτρια εξακολουθούσε να φέρνει γύρους ακόμα και να μπαινοβγαίνει και να ανεβοκατεβαίνει, τότε το όνειρο λάβαινε μία όψη «ως πράγματος εν σκότει διαπορευομένου».
Και αν συνέβαινε ενίοτε, να δοκιμάσει να πάρει ένα ύπνο το μεσημέρι  - πράγμα σπάνιο, γιατί συνήθως συστελλόταν να παρουσιασθεί την ημέρα στο σπίτι, για να μη δίνει βάρος μεγαλύτερο, αν και πολλές φορές του παραπονούνταν γιατί την ημέρα δεν φαίνεται - τότε το όνειρο, ήταν εν μορφή «συμπτώματος και δαιμονίου μεσημβρινού».
* * *
Λοιπόν, ο καπετὰν Μάρκος, που δεν χάριζε ποτέ λόγια, είχε κάμει κατάχρηση, αν όχι της φιλοξενίας, αλλά της αντιλογίας.
Φιλονίκησε πολλές φορές με τον γαμπρό της Ολυμπιάδος για τα πολιτικά. 
Εκτός τούτου η οικογένεια του γαμπρού αύξανε κάθε χρόνο σε πλήθος και κάθε μήνα και εβδομάδα, κάθε ημέρα, σε μέγεθος.
Οι έκτακτοι και συχνοί μουσαφιραίοι δεν έλειπαν.
Καλόγηροι από το Άγιον Όρος, Ανατολίτες προσκυνητές, από την Τήνο, επισκεπτόμενοι την Αθήνα το Πάσχα, γυναίκες συγγενείς, πολλές φορές και ολόκληρες οικογένειες από τον Πειραιά και τα νησιά, ερχόμενες περιοδικά στην Αθήνα.
Μία μέρα το είχε παρακάμει ο γέρο-Μάρκος. 
Επάνω σε μία λογομαχία, μίλησε απρεπώς και προς την ίδια την Ολυμπιάδα, λέγοντας ότι:
«Τα πολλά εικονίσματα, κι οι σταυροί κι οι μετάνοιες δεν την ωφελούν».
Την άλλη μέρα, ντρεπόμενος ο ίδιος, πήρε τη μικρή δέσμη με τα ρούχα του κι έφυγε.
* * *
Για λίγο καιρό, κοιμόταν σε μικρά καφενεία και σε ταβέρνες.
Κατόπιν βρήκε σωτήριο λιμάνι στο σπίτι ενός παπά.
Ο παπάς ήταν ευλαβής, ενάρετος. 
Ο γέρο-Μάρκος τον επαινούσε για τις αρετές του, αλλά του εύρισκε ένα ελάττωμα, το ότι ήταν φιλοχρήματος. 
Αλλά ο γέρος εκθείαζε ανεπιφυλάκτα την παπαδιά.
Ο παπα-Γρηγόρης, ο οποίος δεν έπαυε όλο το χρόνο να έχει αγρυπνίες στα πολυάριθμα εξωκκλήσια στα περίχωρα της πόλης, σηκωνόταν πρωί, τρεις ώρες πριν φέξει και διάβαζε όλη την Ακολουθία στο σπίτι, από το Μεσονυκτικό και τον Όρθρο, μέχρι τις Ώρες, μπροστά στο εικονοστάσι, περιμένοντας να φανεί το πρώτο γλυκοχάραμα της αυγής, για να πάει να λειτουργήσει στο εξωκκλήσι.
Η παπαδιά του έλεγε:
- Τι σε ωφελούν, παπά μου, τα διαβάσματα τα πολλά;… Φιλαδελφία να έχεις! Χρήματα να μη προσκυνάς και δεν πειράζει αν πεις μια δόξα Ψαλτηριού λιγότερο ή αν αφήσεις λίγα τροπαράκια από την Παρακλητική ή το Μηναίο.
Ο γέρο-Μάρκος, ενθουσιαζόταν με τα αισθήματα τούτα της παπαδιάς.
Και αυτή πολὺ τον περιποιόταν.
Κάθε Σάββατο βράδυ, αποκάτω από το προσκεφάλι του, εύρισκε την αλλαξιά του, χωρὶς αυτός να έχει φροντίσει 
γι΄ αυτό.
Συχνά τον παρακαλούσε να μένει στο γεύμα, αλλά ο μπάρμπα-Μάρκος συστελλόταν να κάμει κατάχρηση της φιλοξενίας.
Ο παπάς είχε μέσα στην αυλή του, δύο ή τρία ισόγεια δωμάτια, νοικιασμένα σε φτωχές οικογένειες. 
Ο γέρο-Μάρκος συνέβαινε κάπου-κάπου να πιάνει κουβέντα με τις γυναίκες εκείνες του λαού. 
Αλλά ιδού, ενώ εξακολουθούσε να συχνάζει τακτικά στις θρησκευτικές αγρυπνίες, να λέει τον Εξάψαλμο, να κάνει σταυρούς και συχνές υποκλίσεις και να δέεται θερμά, η παραξενιά του, η μανία της αντιλογίας, δεν ήθελε να τον αφήσει.
Αν έβλεπε κάποια απ΄ τις φτωχές γυναίκες να ετοιμάζει πρόσφορο, κόλλυβα ή κεριά, άρχιζε αμέσως:
― Μα τι τα θέλετε τα πρόσφορα; Τι ωφελούν τους πεθαμένους
οι λειτουργιές; Τι μπορούν να κάμουν τα κόλλυβα;
«Εν τω Άδη ουκ έστι μετάνοια».
Η παπαδιά τον άκουσε και γέλασε, αλλά εάν κάποιος την παρατηρούσε προσεκτικά, θα έβλεπε ότι κάπως «έβαψε».
Ίσως να είπε μέσα της:
― «Πάρ᾽ τον στο γάμο σου», κτλ.
Δεν ξέρουμε όμως, αν τα είπε αυτά στον παπά.
Άλλοτε πάλι, προς μία γριά, η οποία ήταν γνωστό ότι βαστούσε τρίμερο - παλαιό έθιμο - δηλαδή έμενε νηστική μέχρι τρεις μέρες κατά την πρώτη, τη μεσαία και τη Μεγάλη Εβδομάδα της Σαρακοστής:
― Τρίμερο λέει;… Μ᾽ αυτά θα σωθείς χριστιανή μου;… 
Η γλώσσα σου να μη λέει και κακά να μη θέλεις για τον πλησίον σου… Καλύτερα, φάε κρέας τη Σαρακοστή και κακά να μην κάμεις, μήτε κακά να πεις για μιαν άλλη…
― «Και τούτο ποιήσαι, κακείνο μη αφιέναι»… είπε ο παπα-Γρηγόρης, που έτυχε να ακούσει το γέρο-Μάρκο, μπαίνοντας τη στιγμή εκείνη στον αυλόγυρο.
Και άρχισε εκ του προχείρου να αναπτύσσει τότε, σύντομα και πρακτικά, προς τους φτωχούς ακροατές του, πως η κοιλία είναι η ρίζα των κακών και πως η εγκράτεια είναι η αποκοπή της ρίζας αυτής και πως ο μεν εγκρατής άνθρωπος, ευκολότερα γίνεται και ευεργετικός και πράος και ελεήμων, ο δε λαίμαργος αποθηριώνεται και γίνεται πλεονέκτης και οργίλος και λάγνος και φονεύς.
Επίσης είπε, ότι η Εκκλησία μοιάζει με τη φιλόστοργο μητέρα, η οποία γνωρίζοντας καλά, ότι τα ανήλικα παιδιά δεν έχουν ποτὲ χορτασμό, «εν τω δικαιώματί της», κλειδώνει στο ερμάριο τα γλυκά και τα φρούτα, σώζοντας τα παιδιά από στομάχιασμα και πυρετούς.
Παρομοίως πράττει η Εκκλησία, κλειδώνοντας με πνευματικές κλείδες τα κρέατα και όλα τα λιπαρά φαγώσιμα, επειδή εμείς όλοι, ο λαός, είμαστε ηθικά και πνευματικά όπως τα νήπια.
* * *
Μετά από λίγο, ο παπάς άρχισε να δυσφορεί.
Να διεγείρει μ΄αυτόν τον τρόπο ο γηραιός ξένος του τις χριστιανές, να δυσφημεί τη νηστεία, να τις παρακινεί να μη κάνουν λειτουργίες και κόλλυβα!
Πολύ πρωί, ο παπάς, ενώ επέστρεφε από ένα εξωκκλήσι, συνάντησε ένα γνώριμο.
― Κακός πειρασμός μου επενέβηκε αδελφέ, του λέγει.
Κείνος ο γέρο-Μάρκος, πως τον έχεις;…
Σωστός Καΐρης, Λουθηροκαλβίνος, Μακεδόνιος… Άρειος!
― Τι λες, παπά μου; Δεν το πίστευα ποτέ!
― Μα φαντάσου… εκείνες τις φτωχούλες που έχω νοικάρισσες στην αυλή μου, να μην τις αφήνει να κάμουν ούτε ένα πρόσφορο!… Ενώ τον έχω τόσον καιρό τώρα στο σπίτι… Εγώ, τι να σου πω! έγινα άλλος εξ άλλου. Του είπα να βρει κάμαρα, να κουβαληθεί. Στο έλεος του Θεού.
* * *
Ο μπαρμπα-Μάρκος μάζωξε τα ρούχα του κι επήγε πάλι προσωρινά σε μία ταβέρνα ενός φίλου του, πρώην ναυτικού από τον Πειραιά, ο οποίος είχε ξεπέσει να γίνει κάπηλος στην Αθήνα.
Η παπαδιά είχε κάμει καυγά… να μη φύγει ο μπαρμπα-Μάρκος.
Καθώς αυτός σήκωσε τα ρούχα και έβγαινε προς την αυλή, εκείνη δεν είχε πει τίποτε, παρά μόνο:
―Α! θα φύγεις μπαρμπα-Μάρκο;
Όταν ο γέρος έφτασε στην αυλόπορτα κουβαλώντας την αγκαλίδα της μικρής αποσκευής του, έτοιμος να βγει στο δρόμο, τότε η παπαδιά, μακριά, από την πόρτα της, φώναξε:
― Μα, μην τον ακούς τον παπά, μπαρμπα-Μάρκο!… Ο παπάς έτσι είναι, εύκολα θυμώνει και πάλι ξεθυμώνει… θα του περάσει… Ησύχασε… Καλά του έλεγα εγώ να μη κάνει πολλά διαβάσματα, να μην κυνηγά πολὺ τα λεφτά και να λυπάται τη φτώχεια. Κάθισε μπαρμπα-Μάρκο. Άφησε τα ρούχα σου θα του περάσει του παπά.
Ο γέρο-Μάρκος είχε πεισμώσει πλέον κι έπειτα, ντρεπόταν να γυρίσει πίσω.
― Ευχαριστώ, φώναξε, κυρά-παπαδιά… θα πάω τώρα… Άλλη φορά πάλι, ποιος ξέρει… 
«Βουνό με βουνό δε σμίγει…»
― Στο καλό, μπαρμπα-Μάρκο! κι έκλεισε την πόρτα της.
* * *
Ύστερα από λίγο καιρό, πράγματι, ο παράξενος γέρος φιλιώθηκε πάλι με τον παπα-Γρηγόρη. 
Καθώς διηγήθηκε ο ίδιος, συμφώνησαν να του δίνει πέντε δραχμές ενοίκιο και να επανέλθει να κοιμάται στο παπαδόσπιτο.
Περιχαρής, έτρεξε να αναγγείλει το πράγμα στην πρεσβυτέρα.
― Τα ᾽μαθες, παπαδιά;… Τα σιάξαμε με τον παπά… θα σας έρθω πάλι… Δεν είπα εγώ «βουνό με βουνό…»;
Τώρα, πάω να φέρω τα ρούχα μου.
Η παπαδιά - όπως διηγείτο αργότερα ο γέρο-Μάρκος - «ενέκρωσε, κέρωσε κι απόμεινε».
― Θά ᾽ρθεις πάλι… ψέλλισε.
Ο μπάρμπα-Μάρκος στράφηκε προς το εικονοστάσιο, έκαμε αυτομάτως σχεδόν το σημείο του Σταυρού κι έφυγε.
Έμεινε και μένει ακόμη στην ταβέρνα.
―Α! οι γυναίκες! έλεγε αργότερα, όταν διηγείτο το πράγμα…
Καλά που δεν αξιώθηκα κι εγώ να  μπω στον κόσμο…
Βάρδα από γυναίκες, παιδιά!
 
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης

Τρίτη 20 Ιουλίου 2021

Άγια και πεθαμένα

Το διήγημα δημοσιεύτηκε το 1896.
➖➖
Τη μετατροπή του κειμένου 
στην καθομιλουμένη δημοτική
έκανε ο
Ιωάννης Δ. Γιαννούκος
⭐⭐

Σαν ανασηκωμένη ποδιά ωραίας χωριατοπούλας, που πλένει τα ρουχάκια της, τα πουκαμισάκια της, σιμά στο πηγάδι, ανέρχεται και αναρριχάται και βαίνει προς τα πάνω η λευκή εσχατιά της πολίχνης, στο βράχο τον ανατολικό, τα Κοτρόνια, τον πετρώδη τριπλό λόφο με τις τρεις κορυφές, όπου το βράδυ, ενώ η δύση χρυσά και πορφυρά βάφει τα σύννεφα αντίκρυ, ανεβαίνει αμιγής ο βόμβος και ο ψίθυρος και το σιγοτραγούδισμα μυριάδων φωνών, φωνών γυναικείων, φωνών παιδικών, με ήχο μελωδικό, ρεμβώδη, μυστηριώδη. Και οι γυναίκες, φορτωμένες τη στάμνα τους, ανά δύο ή τρεις, επιστρέφουν φλυαρώντας από τη βρύση και τα παιδιά με τα τόπια τους κυνηγιούνται γύρω στα Λιβάδια ή τρέχουν και παίζουν το σκλαβάκι στα Αλώνια.
Σιμά στην τρίτη, τη χαμηλότερη κορυφή, την παραθαλάσσια, αναρριχώνται στο βραχώδη λόφο τα λευκά σπίτια. Και το σπίτι του μακαρίτη του Μπονά, οπού το είχε αγοράσει προ χρόνων ο καπετάν Γιωργής ο Παμφώτης και το είχε επισκευάσει και καλλωπίσει, ήταν κτισμένο πάνω σε πέτρα ριζιμιά, σύρριζα στο βράχο και προς τα κάτω εκτεινόταν αυλή με σαράντα σκαλοπάτια, το κάθε σκαλοπάτι, πλατύ όσο για να πατήσει κανείς δύο βήματα και ψηλό, όσο για να χρειασθεί κάποιος πήδημα για να το ανεβεί. Δύο χαμηλά ισόγεια σπιτάκια, κάτω, δεξιά και αριστερά της αυλόπορτας.
Το ένα ήταν πατητήρι ελαιών, το άλλο πλυσταριό. Μία απλωταριά και λιακωτό από το ένα μέρος της ανηφορικής αυλής, τεράστια αμυγδαλιά ανθισμένη ήδη, από το άλλο μέρος στέρνα και πηγάδι και μικρός κήπος με γλάστρες ανθέων και ροδιές και λεμονιές, με κάγκελα φραγμένο. Και πάνω, ο πάλλευκος άσπιλος οικίσκος, αρχαϊκό κτίριο, που εμπνέει σεβασμό, έστεφε την ανηφορική ακτινοβολούσα αυλή.
Το έβλεπες από μακριά και το χαιρόσουν και ζήλευες κι έπεφτες σε ρεμβασμό κι έλεγες: Ας κατοικούσα εκεί!
Χειμερινό δωμάτιο με την εστία του, τους καναπέδες του και τα ράφια του, αρματωμένος με παλαιά ωραία πιάτα, δύο μικρά δωμάτια, όλα γεμάτα κουρτίνες και έπιπλα, το μαγειρείο, ο διάδρομος, όλα άστραφταν και ήταν πλούσια ευπρεπισμένα.
Η «καλή κάμαρη» προς το νότιο μέρος, με ωραία στιλβωμένα έπιπλα, με κουρτίνες λινομέταξες και τάπητες πολύχρωμους.
-Βλέποντας στο λιμάνι, κοιτάζοντας όλη τη λευκή πολίχνη κάτω και αντίκρυ, αγναντεύοντας τη θάλασσα, μετρώντας τα κατάρτια των καραβιών και μετρώντας τις λέμβους των αλιέων, καθόταν η κόρη του σπιτιού, η Σειραϊνώ, λευκή και ασθενής σαν το κρίνο, λεπτοφυής, πραεία και ήρεμη σαν την περιστερά. Είχε το κέντημά της στα γόνατα. Εργαζόταν συνέχεια, νυχθημερόν, κεντούσε τα προικιά της.
Ταξίδευε ο πατέρας της με το καράβι, έπλεε σε μακρινά, βαθιά μαύρα πέλαγα. Πρώιμα απέπλευσε φέτος, μόλις είχαν φωτισθεί τα νερά. Άμα θα επέστρεφε με το καλό «να δέσει» (δηλαδή να δέσει το καράβι για όλο το χειμώνα), θα αποφάσιζε τέλος να αρραβωνιάσει την κόρη του. Τέτοια υπόσχεση έδωκε «εξωδίκως», καθώς λέγουν οι δικολάβοι, πριν αναχωρήσει.
Γαμπροί υποψήφιοι υπήρχαν, όχι δύο ή τρεις, αλλά δωδεκάδα ολόκληρη.
Η κόρη είχε καλό όνομα, ήταν μεγαλοπροικούσα, ήταν λευκή και ήρεμη σαν περιστερά, ήταν προκομμένη και «ομορφοδούλα». Κεντούσε τα προικιά της μόνη της, χωρίς καμία ανάγκη, μόνο για να ακολουθήσει το έθιμο του χωριού. Ποιον από τους τόσους γαμπρούς να διαλέξει ο πατέρας της; Πάνω στην αμηχανία του το ανέβαλλε. Τέλος υποσχέθηκε ότι θα αποφάσιζε να διαλέξει έναν, άμα θα γύριζε, «συν Θεώ,» από το ταξίδι.
Δεν ήταν πλέον οι μυθολογικοί χρόνοι. 
Αγώνα και άθλο δεν μπορούσε να προβάλει στους μνηστήρες και να δώσει την κόρη τρόπαιο στο νικητή. Αλλά υπήρχαν αγώνες και άθλοι βιοτικοί και ο πλέον προκομμένος, ο οποίος θα νικούσε τους άλλους στο στάδιο του βίου, εκείνος θα ήταν ο εκλεκτός γαμπρός.
Καθόταν η κόρη και ευχόταν να γυρίσει γρήγορα ο πατέρας της και είχε πίστη και ελπίδα στην καρδιά της και κοπίαζε και κεντούσε τα προικιά της.
Αντίκρυ, σε ένα σπίτι, μακριά, σε απόσταση μιλίου ίσως, ήταν ένα μπαλκόνι. Υπήρχαν πολλά μπαλκόνια εδώ κι εκεί, τριγύρω και παντού, αλλά το μπαλκονάκι εκείνο τραβούσε της Σειραϊνώς το βλέμμα.
Είχε προσηλωμένο η κόρη το βλέμμα εκεί, επίμονα και αποκλειστικά.
Ήταν περί τα τέλη Φεβρουαρίου, Παρασκευή ημέρα της Καθαρής Εβδομάδας, παραμονή του Αγίου Θεοδώρου.
Αρχές της άνοιξης, ήλιος, Θεού χαρά. Έξω στο μπαλκονάκι εκείνο, καθόταν ένα πρόσωπο και έσκυβε προς τα γόνατά του, όπως έσκυβε η Σειραϊνώ και κάτι είχε στην ποδιά του, όπως αυτή είχε το κέντημά της.
Δεν μπορούσε να διακρίνει τίποτε. Ήταν τόσο μακριά! Αλλά φαινόταν να έχει πολύ ενδιαφέρον, μεγάλη επιθυμία. Ας είχε μάτια αετίνας, ας μπορούσε να δει καθαρά σε τόση απόσταση!
Αλλά δεν ήταν αετίνα. Ήταν λευκή περιστερά, ήρεμη… και όμως, είχε και αυτή τους πόθους, τις αδυναμίες και την περιέργεια της Εύας.

Κοίταζε, κοίταζε, αλλά δεν διέκρινε τίποτε. Έτεινε τις κόρες των ματιών. Μάταια, δεν μπορούσε να δει.
Μία, όχι πικρία, αλλά ξινίλα, φάνηκε στα χείλη της. Πώς να κάμει για να μπορέσει να δει!
Έξαφνα σηκώθηκε, άφησε το κέντημά της στον καναπέ. Έτρεξε σε ένα έπιπλο, το άνοιξε, έψαξε στο βάθος και έβγαλε ένα πράγμα μακριό, κυλινδροειδές, ογκώδες, το οποίο φαινόταν να είναι από μαύρο χαρτόνι. Αφαίρεσε το κάλυμμα και ανέσυρε από μέσα δεύτερο κύλινδρο, μετάλλινο. Τον πήρε, διευθέτησε όλον τον σκελετό, τον ξέσυρε και πλησίασε το άκρο του στο μάτι της και γύρισε το στόμιο, το άλλο άκρο κατά το μπαλκονάκι, το αντικρινό εκείνο.
Ήταν το παλιό κιάλι, το ναυτικό τηλεσκόπιο του πατέρα.
Το είχε αντικαταστήσει φαίνεται, με καινούριο ο καπετάν Γιωργής και γι’ αυτό το παλιό το είχε αφήσει στο σπίτι.
Η νέα το κράτησε σιμά στο μάτι της για πολύ ώρα και έβλεπε, έβλεπε αχόρταγα.
Δεν ήταν άνδρας, όχι, το υποκείμενο της τόσης μέριμνάς της.
Ήταν γυναίκα ή μάλλον κόρη, όπως αυτή. Ήταν το Μαλαμώ του παπα-Γιαννάκη. Η αντίζηλός της στο χωριό. Αντίζηλός της στα κεντήματα, στα προικιά, στην αρχοντιά. Φημιζόταν ως πολύ ευφυής και εφευρετική στα κεντήματα. Σε ώρα γάμου κι εκείνη, καθώς αυτή, δεν έπαυε καθημερινά να ετοιμάζει τα προικιά της.
Έως τώρα, παραδεδεγμένα κεντήματα για τις κόρες όλου του χωριού ήταν οι κλάρες, τα λουλούδια, τα πουλάκια, τα ρόιδα, τ’ αστεράκια, το φεγγάρι και ο ήλιος.
Αλλά πώς να φθάσει κανείς να ανέλθει στο ιδεώδες των παραμυθιών; Πώς να ζωγραφίσει κεντητά «τον ουρανό με τ’ άστρα, τη γης με τα λουλούδια, τη θάλασσα με τα καράβια»;
Τελευταία είχε διαδοθεί, ότι το Μαλαμώ του παπα-Γιαννάκη, έβαινε προς το ιδεώδες τούτο και αν δεν μπορούσε να κεντά όλο τον ουρανό, τη γη και τη θάλασσα, με όλα τα άστρα, τα λούλουδα και τα καράβια, κατόρθωσε τουλάχιστον να κεντήσει γωνία ουρανού με άστρα, γωνία γης με λουλούδια και γωνία θάλασσας με λίγα καράβια.
Ας ήταν και τόση μόνο γωνία ουρανού, όσην ανατείνοντας αυτή το μάτι έβλεπε από το μπαλκονάκι της, τόση γωνία γης, όση κατέβαινε στον κρημνό κάτω από το σπιτάκι της και τόση γωνία θάλασσας, όσην περιέκλειε το μικρό λιμανάκι, με τα δύο ή τρία καραβάκια του, με τις τέσσερις βρατσέρες, τα τρία κότερα και την εικοσάδα των λέμβων των αλιευτικών.
Το κατόρθωμα ήταν μεγάλο. Και το Σειραϊνώ, η λευκή άσπιλη περιστερά, έτεινε το μάτι, έτεινε το οπτικό όργανο του θαλασσινού πατέρα της για να δει, όπως φανταζόταν, τι κεντούσε η Μαλαμώ και δεν ησύχαζε εάν δεν εύρισκε τρόπο να αντιγράψει ή να κλέψει το κέντημα της αντιζήλου της.
Ξαφνικά άφησε σύντομη κραυγή χαράς. Ήταν και αυτή Εύα. 
Δε μπορούσε να διακρίνει με το παλαιό κιάλι του πατέρα της, τίποτε ευκρινές από το κέντημα το οποίο υπέθεσε ή μάλλον ήταν βέβαιη ότι είχε το Μαλαμώ στην ποδιά της, αλλά μπόρεσε να διακρίνει, καίτοι αμυδρά και συγκεχυμένα, το πρόσωπο και τους χαρακτήρες της Μαλαμώς.
Δεν την είχε δει από οκταετίας, όταν ήταν ακόμη μαθήτριες και μάλωναν στο σχολείο. Και μάλωναν καθημερινά, όπως ήταν επόμενο.
Αντίζηλοι εξ αντιζήλων, όχι μόνον κατά τις αξιώσεις της ευγενείας και αρχοντιάς, αλλά και λόγω συνοικίας και ενορίας αντίζηλους.
Ήταν τότε και οι δύο ασχημοκόριτσα, ισχνά και αναιμικά και δεν μπορούσε κοινό βλέμμα να διακρίνει κατά πόσον έμελλε να ξεστρίψει ύστερα το Μαλαμώ και κατά πόσον έμελλε να ξασπρίσει το Σειραϊνώ.
Έκτοτε μεγάλωσαν. Κλείσθηκαν. Μανταλώθηκαν, κατά το έθιμο του τόπου. Δεν έβγαιναν πλέον από το σπίτι, παρά πέντε φορές το χρόνο: Τη Μεγάλη Παρασκευή, άμα νύχτωνε, για να ασπασθούν τον Επιτάφιο κρυφά στη μοναξιά του ναού και στο λυκόφως των κανδηλιών και κεριών, ένα Σάββατο της Μεγάλης Σαρακοστής και τρεις καθημερινές εκάστης των άλλων Σαρακοστών, για να πάνε να μεταλάβουν κρυφά σε εξωκλήσι.
Και τώρα, για πρώτη φορά, μετά οκτώ χρόνια, την έβλεπε αμυδρά με το κιάλι του πατέρα της. Και είδε ότι δεν ήταν ωραία. Και αισθάνθηκε ακουσίως χαρά.
Έπειτα αμέσως, την έτυψε η συνείδηση, γιατί να χαίρεται και μέσα της βαθιά λυπήθηκε για τη χαρά που αισθάνθηκε. Και πάλι ευθύς, μέσα, βαθύτερα στην συνείδησή της, χάρηκε για τη λύπη πού αισθανόταν.
«Και εκκάλεσε Αδάμ το όνομα της γυναικός αυτού Ζωή, ότι αυτή μήτηρ πάντων των ζώντων». Αυτή είναι η αληθινή ζωή.
Κρατούσε ακόμη το κιάλι στα χέρια το Σειραϊνώ, όταν έξαφνα, σιγά-σιγά πατώντας ξυπόλυτη, αφήνοντας τα παπούτσια της στο έμπα της οικίας, μπήκε στην κάμαρα την καλή, η θεια-Ζήσαινα.
-Πήγα πλιο, παιδάκι μ’ … τι κόσμους, τι κουσμάκης, μαθές… Πήρα δυο κόλλυβα… Παπα-Νικόλας μ’ τα ’δωσε πλιο… Κείνους Δημητρός!… Τι καυγάς, τι πόλεμους, παιδάκι μ’, πλιο. Τα, τι λογάτε;
Να και του λόου σ’ δυο, Σειραϊνάκι μ’, πλιο. Τα πήρα για τ’ Γιαννούλα μ’, για να διει, πλιο, του σαστικό τς (αρραβωνιαστικό της) στουν ύπνου τς, πότε θα ’ρθεί… Παπανικόλας μ’ τα ’δωσε. Τούνε βλέπ’νε στουν ύπνου τς, ακούς κι του Γηρακώ του Μπαλάκι κι του Μιλαχρώ του Σακαράκι, τουν είδιαν, ακούς… ουλουφάνερα, τ’ ακούς. Άις-Θόδωρας κάνει του θάμα…
«Άι μ’ Θόδωρε καλέ, κι καλέ κι ταπεινέ».
Θα μπορούσε να εξακολουθήσει έτσι επ’ άπειρον η θεια-Ζήσαινα, χωρίς να μπορεί κάθε άλλος να την εννοήσει. Ευτυχώς η Σειραϊνώ γνώριζε πολύ καλά τη γλώσσα της και μάντεψε αμέσως περί τίνος επρόκειτο.
***
Ήταν Παρασκευή της Α΄ εβδομάδας των Νηστειών, η παραμονή του Αγίου Θεοδώρου. Το πρωί εκείνο, στη λειτουργία των Προηγιασμένων, προσφερόταν αφθονία κολλύβων στους ναούς.
Τα προσφερόμενα κόλλυβα, ήταν όχι μόνο «πεθαμένα κόλλυβα», εις μνήμην των νεκρών, αλλά και εορτάσιμα κόλλυβα, προς τιμήν του Αγίου Θεοδώρου. Ψυχοσάββατο δεν είναι η ημέρα, αλλά μόνο Σάββατο σαρακοστιανό, καθ’ όλα δε τα Σάββατα εν γένει, γίνονται μνείες των νεκρών μετά κολλύβων. Επίσης, δεν είναι μνήμη «των Αγίων Θεοδώρων», αλλά μόνον του Αγίου Θεοδώρου του Τήρωνος και όχι πάλι η μνήμη αυτού, η οποία τελείται κατά την 17η Φεβρουαρίου, όπως η του Αγίου Θεοδώρου του Στρατηλάτου την 8η του ίδιου μήνα, αλλά μόνον «Ανάμνησις του διά κολλύβων γενομένου θαύματος παρά του Αγίου μεγαλομάρτυρος Θεοδώρου του Τήρωνος», όταν ο ασεβής τύραννος Ιουλιανός ο Παραβάτης, θέλησε να μολύνει τους χριστιανούς, κατά την πρώτη εβδομάδα των Νηστειών, με τα κρέατα που μένουν από τις θυσίες, εμφανισθείς δε ο Άγιος στον επίσκοπο παρήγγειλε να δώσει κόλλυβα στους πιστούς να φάνε, εξηγώντας συγχρόνως τι είναι τα κόλλυβα.
Στις μνήμες όλων των Αγίων προσφέρονται κόλλυβα τιμητικά, εορτάσιμα, εξαιρετικά δε κατά την εορτή του Αγίου Θεοδώρου, σε ανάμνηση του θαύματος. Τα κόλλυβα δε αυτά του Αγίου Θεοδώρου είχαν και θαυματουργή ιδιότητα για τις κόρες του λαού.
Εάν είχε πίστη στο Θεό και ευλάβεια στον Άγιο, αρκούσε κάθε κόρη να πάρει μία χούφτα απ΄ αυτά τα άγια κόλλυβα και τη νύκτα της Παρασκευής προς το Σάββατο, να τα βάλει κάτω απ΄ το προσκέφαλό της, για να ιδεί στον ύπνο της ολοφάνερα τον μέλλοντα ευτυχή σύζυγό της.
Βασιζόταν η δοξασία στην παράδοση… Ο άγιος Μάρτυς Θεόδωρος θεωρούταν ανέκαθεν ως ο ευρετής των χαμένων και ο αποκαλυπτής των κρυφών. Διηγούνται τα συναξάρια πως ένας άρχοντας είχε χάσει το δούλο του, πως προσήλθε ικετεύοντας στο ναό του Μάρτυρος, ο δε Άγιος συνέβη να λείπει τη νύκτα εκείνη, γιατί είχε πάει, με όλα τα τάγματα των Αθλοφόρων, σε προϋπάντηση της ψυχής του οσίου Ιωσήφ του υμνογράφου (αυτός είναι ο ποιητής, του κατά τις ημέρες τούτες ψάλλεται στους ναούς το «Χριστού βίβλον έμψυχον»), από ευγνωμοσύνη, γιατί είχε τιμήσει με ύμνους και εγκώμια όλους τους Μάρτυρες, πως την άλλη ημέρα επέστρεψε ο Άγιος Θεόδωρος και αφού εξήγησε το λόγο της απουσίας του και της βραδύτητάς του, αποκάλυψε στον αιτούντα που βρισκόταν
ο δούλος που είχε εξαφανιστεί.
Η θεια-Ζήσαινα είχε πάει το πρωί εκείνο, πολύ νωρίς, στο ναό των Τριών Ιεραρχών. Μετά τον Όρθρο και τας Ώρας, άρχισε η θεία λειτουργία των Προηγιασμένων. Στην απόλυση ψάλθηκε το τροπάριο και το κοντάκιο του Αγίου Θεοδώρου και το «Τη πρεσβεία Κύριε», ο δε ιερέας ερχόμενος στο προσκυνητάριο με το θυμιατό άρχισε να απαγγέλλει την ωραία και μεγαλοπρεπή ευχή των εορτάσιμων κολλύβων:
«Ο πάντα τελεσφορήσας τω λόγω σου, Κύριε, και κελεύσας τη γη παντοδαπούς εκφύειν καρπούς εις απόλαυσιν και τροφήν ημετέραν, ο τοις σπέρμασι τους Τρεις Παίδας και Δανιήλ των εν Βαβυλώνι αβροδιαίτων λαμπροτέρους αναδείξας, αυτός, πανάγαθε Βασιλεύ, και τα σπέρματα ταύτα συν τοις διαφόροις καρποίς ευλόγησον και τους εξ αυτών μεταλαμβάνοντας πιστούς δούλους σου αγίασον, ότι εις δόξαν σην, Κύριε, και εις τιμήν και μνήμην του αγίου και ενδόξου μεγαλομάρτυρος Θεοδώρου του Τήρωνος, ταύτα προετέθησαν παρά των σων δούλων και εις μνημόσυνον των εν ευσεβεία και πίστει τελειωθέντων».
Απήγγελλε ακόμη ο παπα-Ζαχαρίας την ευχή και δεν είχε αρχίσει ακόμη το «Μετά πνευμάτων δικαίων», για να διαβασθούν και τα άλλα κόλλυβα, τα νεκρώσιμα, τα οποία βρίσκονταν ολόγυρα, κάτω από την εικόνα του Χριστού, δεξιά, στα σκαλοπάτια του τέμπλου και τα ξυπόλυτα παιδιά του δρόμου και τα αχτένιστα και άνιφτα φτωχοκόριτσα της ενορίας, είχαν συγκεντρωθεί τριγύρω στις βαθμίδες και θορυβούν και αισθάνονταν ακάθεκτη ορμή ν΄ αρπάξουν κόλλυβα.
Μία ζεμπίλα αρκετά μεγάλη κρατούσε στα χέρια ο κυρ-Προκόπης, ο επίτροπος και την άλλη τεράστια ζεμπίλα ο μπαρμπα-Δημητρός, πρώην επίτροπος, τώρα νεωκόρος, ο οποίος φώναζε και χειρονομούσε, προσπαθώντας να κατασιγάσει το απειθάρχητο και αχαλίνωτο στίφος των παιδιών.
-Ήσυχα, βρε παιδιά, ψιθύριζε μαλακά ο κυρ Προκόπης.
Όλοι θα πάρετε.
-Θα ησυχάσετε, βρε σεις, κλήρες; έκραζε ο μπαρμπα-Δημητρός.
Θα σπάσετε τα ξένα πιάτα, κακό χρόνο νά ’χετε! Μη χύνετε τα κόλλυβα κάτω, φωτιά να σας κάψει!… Ήσυχα… σταθείτε… δε θα πάρει κανένας εδώ… Θα κάμετε τις πλάκες της εκκλησιάς σαν τα μούτρα σας… βρε, πανούκλες! όξου! όξου!
-Όξου! έκραξε κι ο κυρ-Προκόπης ο επίτροπος, όξου θα μοιρασθούν.
Ο μπαρμπα-Δημητρός έσκυβε με αγωνία και πάσχιζε να αδειάσει τα πιάτα δυο-δυο στη ζεμπίλα και οι πανούκλες έπεφταν με τα μούτρα κι άρπαζαν με τις φούχτες τους και γέμιζαν τους κόρφους των πουκαμίσων τους, που προείχαν σαν πανιά τα οποία ο άνεμος φουσκώνει.
-Κακό μπουρίνι αυτό, μπαρμπα-Δημητρό, είπε ο Γιάννης ο Ντάτσος, σκύβοντας και αυτός ν’ αρπάξει μία φούχτα κόλλυβα από τη μεγάλη ζεμπίλα.
-Μπουρίνι, καλά λες Γιάννη, είπε ο γέρο-Δημητρός, πιάνοντας το χέρι του Γιάννη και πιέζοντας το σφιχτά μέσα στη ζεμπίλα, για να αφήσει τα κόλλυβα. Καλά το παρομοίασες. Σαν τη βάρκα που θα πέσει μέσα αέρας δυνατός και σαστίζει κανείς, τη σκότα να μαζέψει, το τιμόνι να χειριστεί ή το κουπί να δουλέψει.
Κι ενώ αγωνιζόταν να αποκρούσει την έφοδο του Γιάννη, από το άλλο μέρος τα παλιόπαιδα και τα φτωχοκόριτσα, άρπαζαν ολόκληρα πιάτα και γέμιζαν τους κόρφους τους ή τις ποδιές τους.
-Όξου! όξου! φώναξε πάλι ο κυρ-Προκόπης, συλλαμβάνοντας δύο μάγκες από το αυτί.
Ωφεληθείς από τον αντιπερισπασμό, ο Αποστόλης ο Κακόμης, του άρπαξε από το χέρι το δεύτερο ζεμπίλι, το μικρότερο, τάχα για να τον ξελαφρώσει.
-Εγώ τα μοιράζω, κυρ-Προκόπη, έκραξε, εγώ, ησύχασε του λόγου σου.
Τριγύρω στο προσκυνητάρι, αφού τελείωσε η ευχή των κολλύβων, των προς τιμήν του Αγίου, οι παπάδες έδωκαν από μία φούχτα κόλλυβα σε πολλές ενορίτισσες, που έκαναν καρτέρι εκεί, θέλοντας να πάρουν κόλλυβα, κατ’ απαίτηση των θυγατέρων τους ή των νεανίδων αδελφών τους, όσες επιθυμούσαν να δουν τη μοίρα τους διά της θαυματουργού δυνάμεως των κολλύβων. Έτρεξαν εκεί και μάγκες και παλιοκόριτσα, αλλά ο παπα-Νικόλας, αφού έδωκε ανά ένα απλόχερα σε όσες πρόφτασαν και άδειασε η μία σουπιέρα, πήρε την άλλη σουπιέρα και την μετέφερε στο ιερό βήμα, με σκοπό να στείλει κατ’ οίκους και σε άλλες ενορίτισσες.
Εντωμεταξύ, η τεράστια ζεμπίλα, διά χειρών του μπαρμπα-Δημητρού, μετά από πολλές σπρωξιές και ταλαιπωρίες, έφθασε αισίως έξω στην ψηλή πεζούλα του νάρθηκα, όπου ο ορμαθός των παιδιών κρεμάσθηκε τριγύρω στη βράκα του μπαρμπα-Δημητρού, ενώ η άλλη, η μικρή ζεμπίλα του
Κακόμη, είχε ναυαγήσει στο μισό δρόμο και διεσπάρησαν τα κόλλυβα εδώ κι εκεί, στα μάρμαρα και στο έδαφος της γης κι έπεφταν με τα μούτρα τα παιδιά με αλαλαγμούς και τα άρπαζαν. 
Μία πρώιμη κλώσσα με τα πουλάκια της και άλλες παχιές όρνιθες, μισή δωδεκάδα (όλες οι όρνιθες της γειτονιάς ήταν παχιές, χάρις  στα κόλλυβα), έτρεξαν κι έπεσαν στα κόλλυβα, έψαχναν, έφευγαν με φόβο και με αποκοτιά και γύριζαν κι έτρωγαν με κλωγμούς και κικκαβισμούς δύσπιστους.
Και το σμήνος των παιδιών γύρω στη βράκα του Δημητρού βομβούσε κι έκανε φοβερό θόρυβο και δεν έπαυε ν’ ακούγεται η κραυγή:
-Δω μ’ κι εμένα μπάρμπα!
-Κι εμένα μπάρμπα!
-Τώρα πήρες εσύ!
-Εγώ δεν επήρα!
-Κι εγώ δεν επήρα!
Το παιδί έδειχνε αφελώς τα χέρια του άδεια, πλην ο κόρφος φούσκωνε και το άλλο παιδί, με το στόμα γεμάτο, έκανε όρκο ότι δεν επήρε.
Πολλοί άνδρες, βγαίνοντας από τα μαγαζιά, φτωχές γυναίκες, βαστώντας νήπια στα χέρια, ήλθαν κι έτειναν τα χέρια για τα κόλλυβα.
Κι έλεγαν:
-Θεός σχωρέσ’ ! Θεός σχωρέσει!
-Δω μ’ κι εμένα, μπάρμπα.
-Εγώ δεν επήρα!
-Μα το ναι και μα το ο.
-Μα το ψέμα π’ σε γελώ.
Το νέφος των παιδιών θορυβούσε ακόμη γύρω απ΄ τη ζεμπίλα του μπαρμπα-Δημητρού, όταν βγήκε από το ναό η θεια-Ζήσαινα, για να ζητήσει και αυτή λίγα κόλλυβα πεθαμένα, για να σχωρέσει. Εκείνα τα οποία της είχε δώσει από τα κόλλυβα τα πανηγυρικά, ο παπα-Νικόλας, τα είχε δέσει καλά στη μία άκρη της μεγάλης μαντήλας της. Έπειτα είχε πάει προς το μέρος του τέμπλου κι εκεί βρέθηκε μία φίλη της κρατώντας ένα πιάτο μισογεμάτο κόλλυβα.
Της έδωκε κι εκείνη μία χούφτα.
Τα κόλλυβα αυτά η θεια-Ζήσαινα τα εξέλαβε επίσης ως άγια, όχι ως νεκρώσιμα και θέλησε να τα δέσει στην ίδια άκρη της μαντήλας της, μαζί με τα άλλα. Τότε η γυναίκα της λέγει, ότι ήταν πεθαμένα τα κόλλυβα αυτά και δεν έπρεπε να βάλει μαζί άγια και πεθαμένα, γιατί τότε εκείνη η κόρη, οπού θα τα έβαζε στο προσκέφαλό της, για να δει τη μοίρα της, θα έβλεπε στο όνειρό της μόνον αποθαμένα πρόσωπα, αντί να δει τον πολυπόθητο μέλλοντα αρραβωνιαστικό.
Η θεια-Ζήσαινα νόμιζε ότι ήταν άγια, γιατί ήταν με αρτυμή παρασκευασμένα, δηλαδή με μείγμα μελιού και σιμιγδαλιού. Γιατί μόνο τα εορτάσιμα κόλλυβα παρασκευάζονται κατά τον τρόπο τούτο. Τα νεκρώσιμα είναι καθαρό βρασμένο σιτάρι, στολισμένα μόνο με λίγους σταυρούς από σταφίδες, με κουφέτα ή με λοβιά από ρόδι, στην επιφάνεια. Κάποια όμως ξένη, λιμενάρχαινα ίσως ή ειρηνοδίκαινα, μη γνωρίζοντας το γνήσιο έθιμο του τόπου, είχε κατασκευάσει με τέτοιο άρτυμα τα νεκρώσιμα κόλλυβα, τα οποία είχε στείλει στην εκκλησία. Και απ΄ τα κόλλυβα εκείνα, της έδωκε της θεια-Ζήσαινας η πτωχή γυναίκα, η οποία είχε επιφορτισθεί από την ξένη αρχόντισσα, το κουβάλημα της προσφοράς και των κολλύβων και την επιστροφή του πιάτου και του προσόψιου στην οικία.
Λοιπόν, η Ζήσαινα τα έδεσε χωριστά τα κόλλυβα αυτά, σε άλλη άκρη της μαντήλας της, λέγοντας ότι θα φίλευε τα πτωχά εγγονάκια της και αυτή βγήκε στον πρόναο για να πάρει και λίγα άλλα απλά νεκρώσιμα κόλλυβα, για να φάει και να πει Θε-σχωρές και αυτή. Όταν όμως έφθασε στην οικία της και θέλησε να δώσει τα άγια κόλλυβα στην ανύπανδρη κόρη, για να δει τη μοίρα της, αυτή, είχε μπερδέψει τους δύο κόμπους και δεν γνώριζε πλέον ποιο κομπόδεμα περιείχε τα άγια και χαρμόσυνα κόλλυβα και ποιο τα πένθιμα και πεθαμένα.
Γιατί και τα δύο ήταν παρασκευασμένα με αρτυμή.
Και μισή ώρα ύστερα, όταν ήλθε προς τη Σειραϊνώ (η οποία ήταν όχι απλώς γειτονοπούλα αλλά αρχοντοπούλα και προστάτιδα γι’ αυτήν), φέρνοντας και γι’ αυτήν λίγους κόκκους, αυθόρμητα, χωρίς να παρακληθεί προς τούτο, αλλά απλώς για να φανεί υποχρεωτική, δεν ήταν πλέον βέβαιη αν τα κόλλυβα τα οποία έδινε ήταν πράγματι άγια ή ήταν πεθαμένα.
Το Σειραϊνώ δεν είχε φροντίσει για κόλλυβα. Δεν είχε την τόλμη των πολλών κορασίδων, για να περιεργάζεται και να πολυπραγμονεί στα τοιαύτα, αλλά, αφού αυθορμήτως της έφεραν κόλλυβα, τα δέχθηκε και αυτή.
Δεν ήταν ικανή να κάμει εκείνο το οποίο άκουγε ότι έκαναν άλλες ομήλικές της και το οποίο πολύ έμοιαζε με μάγια, ας είχε και ευλαβείας επίχρισμα. Να βγει τη νύχτα στην αυλή, κρατώντας μαυρομάνικο μαχαίρι, να αυλακώσει με αυτό τη γη, να σπείρει τα κόλλυβα και να τα περιέλθει τρεις γύρες ψιθυρίζοντας:
«Άι μ’ Θόδωρε καλέ,
κι καλέ κι ταπεινέ,
απ’ την έρημο περνάς,
κι τις μοίρες χαιρετάς.
Αν βρεις κι εμέ τη μοίρα μου,
να μου την χαιρετίσεις.»
Αλλά θα εφάρμοζε την απλούστερη μέθοδο. Θα έβαζε τα κόλλυβα κάτω από το προσκέφαλό της και ίσως έβλεπε κανένα όνειρο.
Είδε όνειρα.
Πρόσωπα, προσωπάκια πολλά, χλωμά, μικρούτσικα, με σφαλιστά μάτια. Είδε κοράσια μικρά, αδελφές της, εξαδέλφες της, θυγάτρια γειτονισσών, όλες αποθαμένες. Είδε στεφάνια από νεκρολούλουδα, στεφάνια παρθενικά, με θυμιάματα και με ακτίνες. Και ένα στεφάνι, το στεφάνι το δικό της, της έφευγε από την κόμη την καστανή και ανέβαινε προς τον ουρανό, εν μέσω αίγλης και λάμψης και δόξας ανείπωτης.
Τα κόλλυβα, τα οποία της είχε δώσει η Ζήσαινα, μην ήταν πεθαμένα;
Τέλος, είδε και ένα πρόσωπο ζωντανό, ένα νέο, περί του οποίου είχε εκφρασθεί άλλοτε ότι θα τον προτιμούσε ως γαμπρό ο πατέρας της. Είδε το πρόσωπο τούτο, αλλά σαν σε ταξίδι και σαν να ήταν έτοιμοι προς χωρισμό. Αυτή τάχα ήταν έτοιμη να φύγει κι εκείνος έμενε. Έλεγε ότι ήθελε να μείνει για λίγο καιρό. Και της έδινε μαζί της σαν εφόδιο ένα μαραμένο και φυλλοροούν γαρύφαλλο, από την ίδια γλάστρα της. Και αυτή έγινε περίεργη να μετρήσει τα μαραμένα φύλλα του και τα βρήκε σαράντα.
- Τον Ιούνιο του επόμενου έτους, ετελείτο ο γάμος της Σειραϊνώς με το νέο τον οποίο είχε ιδεί στον ύπνο της.
Τον επόμενο Ιούλιο, μετά σαράντα ακριβώς ημέρες, η Σειραϊνώ, η λευκή και ήρεμη περιστερά, έφευγε από τον κόσμο τούτο φθισική και μαραμένη.
Τα κόλλυβα του Αγίου Θεοδώρου της είχαν αποκαλύψει τη μοίρα της. Μακάρι ο νυφικός στέφανος, τον οποίον δεν πρόφτασε να χαρεί, μακάρι ο στέφανος ο παρθενικός, τον οποίον της αρνήθηκαν επί της νεκρικής κλίνης οι άνθρωποι, να την στέφει διπλός και αμάραντος στον άλλο κόσμο.

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης


TO ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΩΝ ΔΙΡΦΕΩΝ 2