Δευτέρα 1 Νοεμβρίου 2021

Ολόγυρα στη λίμνη


Το διήγημα δημοσιεύτηκε το 1892
➖➖➖
Τη μετατροπή του κειμένου στην
καθομιλουμένη δημοτική
έκανε ο
Ιωάννης Δ. Γιαννούκος
⭐⭐⭐

Όταν επανήλθες μετά επτά χρόνια στον ωραίο τόπο, τον προσφιλή στις αναμνήσεις σου, δεν ήταν Φεβρουάριος ο μήνας και δεν υπήρχαν πλέον λουλούδια, να μυρώνουν την ατμόσφαιρα με τις μεθυστικές ευωδιές τους.
Αλλά δεν ήταν πλέον και η Πολύμνια εκεί, άλλο έμψυχο λουλούδι, αυτή που μεθούσε κάποτε την παιδική φαντασία σου, με μόνο της λευκής λινομέταξης εσθήτας της το θρόισμα.
Δε σωζόταν πλέον ούτε ο Σικυώνας του αγαθού Παρρήση, που περιέβαλλε κάποτε με χλοερό πλαίσιο τη γαλήνια λίμνη, που αντανακλούσε στα νερά της το αίθριο κυανό, ούτε καν η καλύβα του Λούκα του Θανασούλα, που βρεχόταν από το κύμα παρά το στόμιο της λίμνης, όπου κανείς αλιεύς τολμούσε εντός βολής να πλησιάσει, γιατί και όταν κοιμόταν ο Λούκας, η καραμπίνα αγρυπνούσε στο πλευρό του και άκουες τότε έξαφνα, μέσα στη νύκτα, ξηρό κρότο που τίποτε καλό δεν υποσχόταν στον τολμηρό, που θα δοκίμαζε να πλησιάσει.
Αν μπορούσε κανείς να πιστέψει τα λεγόμενα, η καραμπίνα αυτή ήταν αληθινό ξυπνητήρι του ενοικιαστή της λίμνης, ειδοποιούσε αυτόν μυστηριωδώς με κτύπο στο δεξιό του ώμο σε κάθε λαθραία προσέγγιση βάρκας από το λιμάνι τη νύκτα.
Γιατί οι όροι του συμβολαίου έλεγαν, ότι όλα τα κεφαλόπουλα και τα καβούρια, όσα πλησίαζαν στη λίμνη, ήταν της λίμνης, ενώ όσα τολμούσαν να βγουν απ΄ αυτήν, δεν ήταν του λιμανιού. Εφαρμοζόταν δε εδώ κατά πλάτος το αξίωμα: 
«τα εμά εμά και τα σα εμά».
Άλλοτε κατέβαινε εκεί, βόσκοντας τις λίγες αμνάδες και 
τα αρνιά του ο μπάρμπα-Γιωργός, Θεός σχωρέσ' τον, 
ο Κοψιδάκης, ο οποίος δεν κουραζόταν να διηγιέται σε όλους όσες οπτασίας έβλεπε (αγίους, αγγέλους, δαίμονες, την κατάσταση των ψυχών και αυτήν την τελευταία κρίση, όλα 
τα έβλεπε ο μακαρίτης) και μια φορά μάλιστα, αλήθευσε περιφανώς, όταν έπεισε τους πολίτες και «τον δήμαρχο με όλη τη δωδεκάδα», ότι ήταν αναγκαίο να ανακαινίσουν εκ βάθρων το ναΐσκο του Αγίου Γεωργίου.
Και προείπε σ΄ αυτούς, ότι, άμα ανέσκαπταν τα θεμέλια, 
ο Άγιος θα ερχόταν βοηθός.
Και πράγματι, όταν άρχισε η σκαπάνη να ξεκοιλιάζει με γδούπο τη γη και να στομώνεται κτυπώντας σε πέτρες και χαλίκια, βγήκαν στο φως δίδυμοι τάφοι με κίτρινους σκελετούς, ποιος ξέρει από ποιον λοιμό κατά τους παρελθόντες αιώνες εκεί θαμμένων και μεταξύ αδελφωμένων κοκάλων και χώματος, βρέθηκαν περί τα εκατό ενετικά φλωριά.
Άλλοι πίστεψαν τότε το θαύμα και άλλοι εξεπλάγησαν για τη σύμπτωση, αλλά το ορατό αποτέλεσμα είναι, ότι ο ναΐσκος ευπρεπής κάπως, χτίσθηκε.
Στο ναΐσκο εκείνο, όταν ήταν ακόμη παλιός και στενός και μικρούτσικος, κλεινόσουνα παλιά, όταν ήθελες να επικαλεσθείς τη βοήθεια του Αγίου για τους πρώιμους πόνους της καρδιάς σου.
Και δε μπορούσε κανείς να σε ονομάσει βέβηλο, καθόσον δεν ζητούσες από τον Άγιο εγκόσμια ευτυχία, αλλά παρηγοριά για τις θλίψεις σου. Και συ έπλεες τότε σε ψευδή ασφάλεια, νομίζοντας ότι κανείς άλλος δεν σε έβλεπε εκτός από το Θεό και από τον Άγιο, αλλά ο νέος εκείνος, που φύλαγε τότε τα πρόβατα του μπάρμπα-Γιωργού, Θεός σχωρέσ' τον, του Κοψιδάκη, αν και δεν ήταν προικισμένος με το χάρισμα της προφητείας και των οπτασιών, όπως ο αφέντης του, όταν σ' έβλεπε αντίκρυ από το λόφο κι έκλεινες τη θύρα άμα έμπαινες στο εξωκλήσι, κατέβαινε γοργά - γοργά από το λόφο, με τα τσαρουχάκια του, πατώντας στη γη τόσο μαλακά σαν να ήταν ελαφρός ατμός διολισθαίνοντας πάνω στη χλόη και κρατώντας την αναπνοή του, πλησίαζε σιγά-σιγά στη μικρή, μισοασβεστωμένη και λαδωμένη από την υπερβολική ευλάβεια των προσκυνητριών υαλόφρακτη θυρίδα του ναΐσκου κι έβλεπε, χωρίς να τον βλέπεις, τις μετάνοιες και τις προσευχές σου και άκουε, χωρίς να τον ακούς, τους ψιθυρισμούς σου και τους στεναγμούς σου.
Ω! πόσα χρόνια πέρασαν από τότε!
***

Χωριζόταν η λίμνη από τη θάλασσα, από πλατιά λωρίδα αμμώδους γης, της οποίας μέρος ήταν το ναυπηγείο της πόλεως και μέρος ήταν ο σικυώνας του Παρρήση. Κατά τη δυτική όμως γωνία  της λωρίδας αυτής, όπου άρχιζε να απλώνετε το μήκος του λιμανιού, η λωρίδα αύτη άρχιζε να στενεύει έως του Αργύρη του Μπαρμαπαναγιώτη τον ανεμόμυλο, ο οποίος με τη συνεχώς στροφοδινούμενη κυκλοτερή πτέρυγά του, με τα τριγωνικά ιστία, φαινόταν σαν να προκαλούσε τα στο λιμάνι αγκυροβολημένα πλοία, λέγοντας προς αυτά: «Να, εγώ αρμενίζω και στη στεριά!»
Πόσες και πόσες φορές αναγκάσθηκες να θαλασσώσεις, αφαιρώντας κάλτσες και πέδιλα, ανασηκώνοντας έως το γόνατο την περισκελίδα, επιμένοντας με πείσμα να διαβείς το ποτάμι, όταν πολύ συχνά γινόταν πλημμύρα και η θάλασσα γινόταν ένα με το βάλτο! Και γιατί δεν αποφάσιζες να ανακόψεις το δρόμο σου και να επιστρέψεις στην πόλη; 
Γιατί σου φαινόταν, ότι κάτι έβλεπες, κάτι απολάμβανες στο τοπίο αυτό, ενώ εκείνη, η οποία το ζωντάνευε, είχε γίνει άφαντη προ πολλού.
Και πότε πάλι, προτιμούσες να πάρεις το βορειότερο δρόμο, τον περιφερειακό, από κει από τη λίμνη, διατρέχοντας όλο το Καβούλι με τους αγρούς και με τους αμπελώνες του. Εκεί πατούσες σε παχιά χλόη, κάτω από την οποία δεν ήξερες πάντοτε, αν υπήρχε στέρεα γη.
Και χωνόσουν ως τους αστραγάλους στο βάλτο, αλλά νόμιζες τούτο ευτυχία σου, γιατί φανταζόσουν πάντοτε, ότι έτρεχες να κόψεις άνθη για εκείνη. Και όταν έφθανες τέλος, με τα υποδήματα βαλτωμένα και τις κάλτσες υγρές στο λευκό σπιτάκι του μπάρμπα-Κωνσταντή του Μιτζέλου και τον χαιρετούσες, εκεί που σκάλιζε τα κουκιά, φωνάζοντας από μακριά: «Καλησπέρα, μπάρμπα-Κωνσταντή!» κι εκείνος σου απαντούσε μειλίχια; «Καλώς το παιδί μου!», τότε αγαπούσες να φαντάζεσαι τον εαυτό σου ως μπάρμπα-Κωνσταντή και την Πολύμνια ως θεια-Σινιόρα και τους δύο κατά σαράντα χρόνια νεότερους και αναμετρούσες, οποία θα ήταν ευτυχία για σένα, αν ήταν δυνατόν να συζήσεις με την αγαπητή σου, στο πάλλευκο εκείνο σπιτάκι, (του οποίου όμως η υπερβάλλουσα λευκότητα οφειλόταν στα ακατάπαυστα ασβεστώματα της θεια-Σινιόρας) και οποία θα ήταν εντρύφηση αισθήματος και ρομαντισμού, εάν περνούσες τις ημέρες με την αγαπητή σου μέσα στον ευώδη και χλοερό εκείνο κήπο με τις ροδιές, με τις αμυγδαλιές και πασχαλιές, με όλα τα εκλεκτότερα φυτά και άνθη (τα οποία όμως οφείλονται στους ενδελεχείς κόπους του μπάρμπα-Κωνσταντή) παρά την όχθη της ωραίας λίμνης, όπου υπήρχε ένας ουρανός επάνω και άλλος ουρανός φαινόταν κάτω, λεύκες και κυπαρίσσια ανέτειναν τις ψηλές κορυφές τους πάνω και άλλες λεύκες και κυπαρίσσια κρέμονταν ανάποδα κάτω.
Και όσες μυριάδες άστρα στόλιζαν τη νύκτα λάμποντα το στερέωμα, άλλες τόσες μυριάδες έλαμπαν τρεμοσβήνοντας κάτω στον πυθμένα. Και καλαμώνες σειόμενες από τον άνεμο ύψωναν τους ασθενείς κορμούς τους, δύο οργιές πάνω από το κύμα και βρύα και λύγοι και ασφόδελοι, ζούσαν από το έλος της λίμνης και από το λίπος του βάλτου, κλίνοντας τις χαμηλές κορυφές τους προς το νερό, σαν να απέδιδαν στη λίμνη την οφειλόμενη ευγνώμονα υπόκλιση.
Και αντίκρυ υψωνόταν το λιμάνι με τις χλοερές όχθες του ολόγυρα, τις ξαπλωμένες στον ήλιο, τις πρασινίζουσες πλαγιές τους σαν εύκολπα στήθη παρθένου, αναδίδοντα ζωή και σφρίγος στην πλάση.
Δένδρα στόλιζαν τις όχθες τις ορεινές και τις αμμώδεις και άλλα δένδρα φυτεμένα στη θάλασσα, στόλιζαν το κύμα και τους γιαλούς, τα ιστία με τα ξάρτια τους. Και στο βάθος φαίνονταν προς βορρά τεμνόμενες οι δύο σειρές των λόφων, που περιέβαλλαν από δω κι από κει τον μακρό αλλά ευκρινή στο βλέμμα κάμπο, η μία η ανατολική, ψηλή, πλησιέστερα στο θεατή, επιστεφόμενη από το καλύβι του μπάρμπα-Γεωργιού, Θεός σχωρέσ' τον, του Κοψιδάκη, όπου όχι μόνο μια φορά γιόρτασες την Πρωτομαγιά, παιδί, με γάλα και με σουβλιστό αρνί και με στεφάνια και με λουλούδια, όταν ζούσε ο προς μητρός πάππος σου, ο μπάρμπ' Αλέξανδρος, Θεός σχωρέσ' τον, ο Καρονιάρης, ο οποίος αγαπούσε να εορτάζει με μεγαλοπρέπεια την Πρωτομαγιά, χορηγός αυτός, όχι μόνο για όλους τους γιους, τις θυγατέρες και τα εγγόνια του, αλλά και για τα βαφτιστήρια του και τους κουμπάρους του και για τις κόρες των κολληγισσών του ακόμη, τις οποίες επταετής ήδη μπορούσες να ερωτεύεσαι, φανταζόμενος ότι τρέχεις πίσω απ΄ αυτές στους ορμίσκους, εκεί όπου λεύκαιναν τα ρούχα και ότι κρύβεσαι μαζί τους στα άντρα, που τα πατούσε η θάλασσα, αφρίζουσα από την πνοή του Βορρά, ονειροπολώντας την ευτυχία στους λευκούς και γλαφυρούς κόλπους, με τις ολοβρόχινες και βυσιννόχρωμες τραχηλιές και στις κυανόφλεβες και τορνευτές ωλένες με τις μακρές και κεντητές χειρίδες τους.
Πρώιμα όνειρα νεότητας ανυπόμονης, όπως η αμυγδαλιά που ανθίζει τον Ιανουάριο!
Η άλλη, η δυτική λοφιά, ήταν η Πλατάνα, μακρύτερα στο θεατή, ύπτια, ανακεκλιμένη, σιγά-σιγά ανεβαίνοντας προς τις ψηλότερες κορυφές, της οποίας την υπώρεια περικαλλώς κοσμεί ο Πύργος του Μετοχίου με τον ωραίο ναΐσκο του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου.
Όλα αυτά τα έβλεπες αντίκρυ σου, σαν τέλεια εικόνα αριστοτέχνη αληθινή, από κει από τη λίμνη από το λευκό σπιτάκι του μπάρμπα-Κωνσταντή του Μιτζέλου, καθώς και από το ναυπηγείο, το οποίο φαινόταν απέναντι από δω από τη λίμνη.
***

Όλη η μακριά και πλατιά αμμουδιά, που απλωνόταν μεταξύ της λίμνης και του λιμανιού, δεν είχε ούτε ένα κόκκο άμμου καθαρό από πριονίδια, ούτε ένα χαλίκι ελεύθερο από τη γειτονία πελεκουδιού.
Πόσα δάση αγριόξυλων μεταμορφώθηκαν εδώ, από αμνημονεύτων χρόνων, σε σκάφη με κατάρτια ψηλά, με μυριάδες οργιών σχοινιών και πανιών και πόσες τέτοιες σκάφες θα κοιμόνταν τώρα τον ύπνο στα βάθη της Μεσογείου ή του Ευξείνου! Δύο τέτοιοι σκελετοί φαίνονταν σήμερα να κείτονται προς την πλευρά, αντίκρυ του ναυπηγείου, με τις σκωληκόβρωτες και μαυρισμένες σανίδες τους, με τα σκουριασμένα καρφιά τους και τα διέχοντα στραβόξυλα, γυμνά μαδεριών, δια των οποίων διέρρεε ελεύθερα η θάλασσα, φαίνονταν να χαμογελούν θλιβερά, με δόντια χωρίς χείλια, σαν να λυπόνταν βλέποντας από κοντά την τόση μανιώδη μέριμνα και μεταλλευτικότητα των ανθρώπων.
Πόσα χέρια ανθρώπων, πυρετωδώς εργασθέντα άλλοτε εδώ, δεν κείτονταν στα βάθη της γης, πόσες κεφαλές, που είχαν εγκέφαλο, όσος θα αρκούσε, όπως έλεγε ένας γέρος ναυτικός, «διά να παλαμίσει κανείς ένα καράβι ολόκληρο», δεν έθρεψαν αδηφάγα κήτη στο βυθό του πόντου! Και όμως, ο γέρος εκείνος θαλασσινός, με την πικρή ειρωνεία, είχε χάσει πρόσφατα το πλοίο και τους δύο γιους του από τρικυμία παρά τον Μαλέα και τώρα, με τα γεράματά του και με τον τρίτο του γιο, παιδευόταν να ναυπηγήσει άλλο πλοίο μεγαλύτερο, έρημος από τους κυριότερους βοηθούς του! Έτσι η ανάγκη του βίου και η συνήθεια, δεσπόζουν των ανθρωπίνων πραγμάτων!
Για εκείνον, το νέο τούτο πλοίο, ίσως να ήταν, αν όχι ικανοποίηση, τουλάχιστον παρηγοριά για το γήρας! Και έτσι θα εξακολουθούσε να διάγει τις τελευταίες ημέρες του ο γηραιός θαλάσσιος λύκος, εωσότου θα ερχόταν ίσως ημέρα, κατά την οποία η θάλασσα, το μέγιστο τούτο θηρίο, το οποίο επιμόνως προκαλούσε, θα τον ανέρριπτε εξεγειρόμενη από τους κόλπους της έως το στερέωμα, όπως λέγει ο Βάυρων και θα τον έπεμπε ολολύζοντα στους θεούς του, απορρίπτουσα αυτόν πίσω στη γη.
«Εκεί ας κείται! — There let him lay»
Κι εξακολουθούσαν διαρκώς να ναυπηγούν πλοία και η τέχνη
τελειοποιούταν και το εμπόριο αύξανε. Κάθε ένας που ήθελε να ναυπηγήσει, είχε πρόθυμο σύμβουλο τον καπετάν-Δημήτρη τον Κασανδριανό, με τη μακριά του τσιμπούκα με το κεχριμπαρένιο στόμιο, ο οποίος είχε ιδεί και ακούσει πολλά στη ζωή του, ο μακαρίτης.
Τις μέρες του γήρατός του τις δαπανούσε παριστάμενος θεατής των ναυπηγούμενων πλοίων, ερχόμενος κάθε απόγευμα με την τσιμπούκα του, με την μακριά καπνοσακούλα του κρεμασμένη επί του τσόχινου επανωβράκου, για να καμαρώσει τους κόπους και τις ελπίδες των άλλων και να παρηγορηθεί, γιατί, πεισθείς στις απαιτήσεις των γιων του, ισχυριζόμενων ότι ήταν πάρα πολύ γέρος, είχε παραχωρήσει σ΄ αυτούς την πλοιαρχία.
«Σα θα κάμετε το Σταυρό σας να κόψετε τον κερεστέ παιδιά, να κοιτάξετε καλά, πόσων ημερών θα είναι το φεγγάρι . . .
Κι όντας θα σκαρώσετε, με το καλό, να ξετάζετε, που είναι 
ο αστέρας . . . Βάρδα μπένε, να μη σκαρώσετε, μηδέ να το ρίξετε στο γιαλό, την ημέρα που είναι 'λιοτρόπι . . . ».
Και έδινε βραδύγλωσσος πολύτιμες οδηγίες στον πλοίαρχο, ως και τον πρωτομάστορη, περί πάντων όσων που συντελούσαν στην επιτυχή ναυπήγηση ως και στην ευόδωση και προκοπή του πλοίου. Όποιος δεν τον άκουε, τόσο χειρότερα γι’ αυτόν! Μερικοί νεωτεριστές πλοίαρχοι δοκίμασαν να τον παρακούσουν και υπέφεραν σκληρά.
***
—Θυμάσαι, υπήρχαν τότε τρία μεγάλα σκάφη κοντά το ένα με το άλλο που ναυπηγούνταν από τον ίδιο αρχιναυπηγό. Θαυμάσιος άνθρωπος! Πώς μπορούσε να επαρκεί και τα τρία, τρέχοντας από σκάφος σε σκάφος, μ' έναν πήχη στο χέρι, με μία στάθμη και μ' ένα σκεπάρνι από τον αυχένα κρεμασμένο με τη λαβή επί του στήθους. Και ποια στρατιά ανθρώπων τελούσε υπό τις διαταγές του!
Ο πλοίαρχος, οι βοηθοί του, οι πριονιστές, οι πελεκητές, οι μαραγκοί και οι καλαφάτες. Δεν έλειπαν και οι γύφτοι, οι οποίοι είχαν ιδρύσει πρόχειρα μία καλύβα πίσω από ένα έκαστο των σκαφών. Και με το καμίνι γεμάτο κάρβουνα, με τους φυσητήρες, με τους άκμονες, με τους ραιστήρες και τις βαριές σφύρες τους, έκοβαν, έκοβαν μεγάλα καρφιά, τζαβέττες. 
Τι φοβερός θόρυβος. Οι κτύποι του ραιστήρα έπνιγαν τον έρρυθμο τριγμό του πριονιού, ο κρότος του σκεπαρνιού κάλυπτε το γδούπο της ξύλινης ματσόλας, με την οποία κτυπούσε το στουπί ο καλαφάτης και πάνω απ΄ όλους τους άλλους κρότους, δέσποζε ο βαρύς ροίβδος του πελώριου ραιστήρα, με τον οποίο έμπηγαν τα χονδρά καρφιά και τους ξύλινους ήλους, τις καβήλιες, στις στρογγυλές πλευρές του κολοσσιαίου σκάφους.
Και ψηλός, μεγαλόκορμος άνδρας, με ορθές τις πλάτες, με το κόκκινο πλατύ ζωνάρι, συγκρατώντας τη μακριά σέλλα του βρακιού υπό τους βουβώνες του, είχε ανεβεί, ο δαιμόνιος, ψηλά στην κουπαστή και ο ίσκιος του, μακρός κάτω από τις τελευταίες ακτίνες του δύοντος ήλιου, μεγεθυνόταν τεράστια, με τα σκέλη να πέφτουν από κει από τη λίμνη, επί των φυτών του Σικυώνα, ο δε κορμός αόριστα να κυμαίνεται επί του ύδατος, και η κεφαλή να ζωγραφίζεται μεγαλοπρεπώς πέρα από τη λίμνη, προς ανατολάς, στην υπώρεια του βουνού.
Αυτός ήταν ο πουργοτζής, έργο έχοντας να ανοίγει τρύπες. Υπερμέγεθες πισσωμένο ζεμπίλι, κείμενο κάπου, ανάμεσα σε δύο βουβά, μεγάλα ξύλα, κάτω από την πρύμνη, ήταν γεμάτο από τριβέλια διαφόρων μεγεθών, έως τρεις δωδεκάδες, εκ των οποίων το μεν μικρότερο θα ήταν έως δύο σπιθαμές, το δε μεγάλο, βαρύ, ογκώδες, ήταν σχεδόν τόσο, όσο το ανάστημα του κατόχου του.
Τη στιγμή αυτή, χειριζόταν ένα απ΄ τα μεγάλα τρυπάνια και έσκυβε, ο θαυμάσιος, επί της κουπαστής, αιωρούμενος σαν σχοινοβάτης και άνοιγε βαθιά κάθετη οπή σε μία των πλευρών του σκάφους.
Ω, της ακαταληψίας!
***
Αλλά ο ήλιος κρύφτηκε ήδη στην κορυφή του ψηλού πετρώδους βουνού και ο ίσκιος του πουργοτζή, χάθηκε και αυτός από την επιφάνεια του ύδατος και από την άμμο της παραλίας.
Οι μάστορες, καθώς και οι πολλοί επισκέπτες, οι απογευματινοί περιπατητές, οι οποίοι έρχονταν να συγκοπιάζουν και αυτοί με το βλέμμα στους ιδρώτες των άλλων κι ενίοτε να τους χασομερούν με τις άκαιρες ερωτήσεις τους, διασκελίσαντες τα παντού σκορπισμένα ανά το ναυπηγείο βουβά, δοκούς και στραβόξυλα, συνήχησαν όλοι με συγκεχυμένο βόμβο γύρω από τη μικρή καλύβα του πλοιάρχου, που ήταν γεμάτη τάκους και τεμάχια ξύλων και σπειρίδων με εργαλεία και κάποια ενδύματα και κλινοσκεπάσματα, για να πιουν όλοι το τσίπουρο από μεγάλη χιλιάρικη φιάλη, με το ίδιο ποτήρι όλοι.
Μόνο ο πελώριος καραβόσκυλος, ο δεμένος με τη στερεά αλυσίδα έξω από την καλύβα, πίσω από την πρύμνη του μεγάλου σκάφους, εξέπεμπε απειλητικό υπόκωφο γρυλλισμό, σαν να διέκρινε αυτός μόνος το βόμβο των κηφήνων από το βόμβο των μελισσών και φαινόταν, αν του το επέτρεπαν, έτοιμος να εφορμήσει.
Αλλά ο πλοίαρχος, ο καπετάν-Γιωργάκης κάπως μορφωμένος, με τα μακριά αγκιστροειδεί ξανθά μουστάκια του, το ηλιοκαές πρόσωπο και το μικρό ανάστημα, με μονοσύλλαβα ανέκοπτε την ορμή του:
«Πίσω Τσούρμο! . . . κάτω, Τσούρμο!»
Ο Τσούρμος υπάκουε, αλλά μετά δυσκολίας και εξέφραζε τη λύπη του με παρατεταμένους γαυγισμούς.
Άρχισε να κυκλοφορεί το ποτήρι της ρακής και οι ναυπηγοί όλοι και οι περιπατητές, έλεγαν τις συνηθισμένες ευχές: Καλορίζικο! μάλαμα το καρφί τ', καπετάνιο! Καλό πλέψιμο!»
Την τελευταία λέξη οι περισσότεροι την πρόφεραν κατά παραφθορά, πλέξιμο. Και ένας περίεργος άνθρωπος με χονδρό άσχημο πρόσωπο, με παχύτατο μουστάκι επικείμενο σαν στοιβιά στα μήλα των παρειών του ως τους οφθαλμούς, ημιναύτης και ημιεργάτης και ημιεκφορτωτής, αυτός ήταν 
ο Αλέξανδρος Χάραυλος, ο ίδιος ο οποίος πηδαλιουχώντας κάποτε σε μακρύ ταξίδι, κατά τη Μαύρη Θάλασσα, πάνω σε μεγάλο πλοίο, τη νύκτα, ρωτήθηκε από τον πλοίαρχο, που περπατούσε κατά μήκος του καταστρώματος από την πρύμνη ως την πρώρα:
«Τι έχεις, βρε Αλέξανδρε κι αναστενάζεις»; κι εκείνος απάντησε: «Συλλογίζομαι, καπετάνιε, πως θα πληρώσουμε τόσα εκατομμύρια που χρωστάει το έθνος!».
Αυτός λοιπόν, ο Αλέξανδρος Χάραυλος, ολίγον πέραν του δέοντος αφελής, προσληφθείς για να υπηρετεί στη ναυπήγηση του σκάφους, όταν ήλθε η σειρά του για να πιει και να χαιρετίσει, πρόφερε από υπερβολική αδεξιότητα ως εξής την ανωτέρω σημειωθείσα λέξη.
— Καλό μπλέξιμο καπετάνιο!
Οι άλλοι κάγχασαν, ο ξανθομούστακος πλοίαρχος συνοφρυώθηκε, ο Τσούρμος σηκώθηκε στα πίσω πόδια και άφησε φοβερό γαύγισμα!
Ο αδελφός του πλοιάρχου, ο Δημήτρης ο Τσιμπήδας, σήκωσε το χέρι να αρπάξει από το σβέρκο τον Αλέξανδρο το Χάραυλο και να του καταφέρει λίγους κονδύλους. Ο καπετάν-Γιωργάκης τον εμπόδισε, αν και του κόστισε πολύ. Διότι όλοι οι ναυτικοί και οι πλέον μορφωμένοι σχετικώς, δεν είναι απαλλαγμένοι από δεισιδαιμονίες και προλήψεις.
Πως να μην είναι κανείς δεισιδαίμων, όταν «πολεμεί με το μεγαλύτερο θηρίο», όταν παλεύει με το άγνωστο και δεν ξέρει αν αύριο θα επιπλέει ή θα ποντισθεί, αν θα είναι στην επιφάνεια ή στον πυθμένα; Ο πλοίαρχος αρκέσθηκε μόνο να πει οργισμένος.
— Δάκω τη γλώσσα σ', βρε στραβο - Χάραυλε . . . να μην αρπάξω τη σαλαμάστρα, τώρα . . .
Και με δυσκολία πολλή εμπόδισε τον αδελφό του να μη τον κτυπήσει.
***

Εκεί, πίσω από τους θάμνους του φράκτη, ανάμεσα στα χωράφια, στα αμπέλια και το γιαλό, όπου όχι σπάνια η μεν θάλασσα πατούσε και αφομοίωνε το μισό κήπου ή αγρού με συκιές, μηλιές και απιδιές, οι δε διαβάτες έκαμαν δρόμο το άλλο μισό του ίδιου κήπου ή αγρού (και οι ατυχείς ιδιοκτήτες σε ποιον να διαμαρτυρηθούν;) άκουες πολλές φορές το δειλινό περί το λυκόφως, ενώ οι ναυπηγοί φορτωμένοι τα ζεμπίλια με τα σιδερικά τους επέστρεφαν στην πολίχνη, άκουες, μεταξύ δύο ή τριών μαραγκών, να μετρούν τις μέρες έως ότου έλθει η πρώτη Κυριακή, κατόπιν της οποίας έπονταν κατά σειρά τρεις ή τέσσερις γιορτές (των Κορυφαίων Αποστόλων, των Δώδεκα, των αγίων Αναργύρων και της αγίας Εσθήτος) και να αναλογίζονται μετά, προαπολαμβάνοντας τη μέλλουσα μακαριότητα, ότι θα έπλεαν σε λίγο καιρό αντίκρυ στην ανατολική νήσο, που κρατούσε δέσμια σε όλα τα μέρη της γης όλα  τα τέκνα της, με αόρατο συμπαθές νήμα πόθου και νοσταλγίας, θα έπλεαν όλοι στοιβαζόμενοι σε δύο μεγάλες ολκάδες, έργα των χειρών τους, για να γιορτάσουν επί τετραήμερο, άκουγες, λέγω, διάλογο, ο οποίος ήταν ο εξής·
— Να, κοντεύουμε τώρα, Νταντή . . .
— Αργούμε ακόμα, Μπεφάνη . . .
— Τι λες, βρε Νταντή; . . . Δευτέρα πέρασε, Τρίτ' Τετράδ' μια, Πέφτ' Παρασκευή δυο, Σαββάτο, πρώτα ο Θεός είμαστε πέρα.
«Και ούτως οδός βραχεία γίγνεται», όχι κατά τον Σοφοκλέα.
Αλλά δεν ήταν πάντοτε δειλινό, όταν πήγαινες προς την αμμώδη εκείνη παραλία με τα αβαθή νερά και δεν έβλεπες πάντοτε ομάδες ανθρώπων να επιστρέφουν από το ναυπηγείο, ούτε φτωχών γυναικών φορτωμένων σάκους γεμάτους πελεκούδια πάνω στους ισχνούς ώμους τους. 
Ήταν πρωί και δεν είχε περάσει ο χειμώνας και δεν είχαν ακόμη σκαρώσει τα μεγάλα σκάφη.
Στο ναυπηγείο, μία μόνο βρατσέρα και δύο βάρκες μικρές υπήρχαν σκαρωμένες. Δεν εργάζονταν εκεί, παρά μόνο ο μαστρο - Γιωργός, Θεός σχωρέσ' τον, ο Βαγγελάκης, με την κόκκινη σκούφια του, η οποία δεν ήταν ούτε φέσι, ούτε κούκος, ούτε καπέλο, αλλά μετείχε από όλα αυτά, με τους πισσωμένους αμπάδες του και με την πολύχρωμη από μπαλώματα καμιζόλα του και ο Γιάννης της Παναγιούς, με το ψηλό και ορθό φέσι του, με τη μακριά και πολύπτυχη βράκα του, με την άσπρη φανέλα και με τη μεγάλη ζεμπίλα του. 
Ο ήλιος μόλις είχε ανατείλει, διαλύοντας τους ανερχόμενους από τη θάλασσα προς την πρασινίζουσα ακτή λευκούς ατμούς, τα νερά ήταν ρηχά από τον ασθενή άνεμο, που φυσούσε.
Φαινόταν το πρωί εκείνο, ότι και αυτός ο Βοριάς βρέθηκε σε διάθεση φιλοπαίγμονα, θωπεύοντας μαλακά τη θάλασσα. 
Και η ψυχρή ροπή δεν ήταν δυσάρεστη στο μικρό κτηματία, που επέβαινε στο γαϊδούρι του και πήγαινε στον αγρό του, ούτε στο ζευγολάτη, που με τη φωνή απότεινε τα κελεύσματα στα βόδια του:
«Ο! μελίσσ' όξου μαυρομμάτ'!» και με το βλέμμα του να θωπεύει τη μεγάλη χύτρα, με τα καλομαγειρεμένα με ικανό ευώδες έλαιο φασόλια και με άφθονη κόκκινη πιπεριά, την οποία με το εξασκημένο βλέμμα του, είχε ανακαλύψει ήδη που ερχόταν πίσω από τους θάμνους, ολοένα και πλησιάζουσα, σκεπασμένη καλά για να μη κρυώσει το φαγητό, επιστέφουσα το μεγάλο κοφίνι, στους ώμους της φιλότιμης οικοκυράς, σχεδόν αρμενίζουσα σαν βάρκα, χωρίς να φαίνονται ούτε τα χέρια που υποβάσταζαν ούτε τα πόδια που βημάτιζαν.
Λίγες στιγμές θα περνούσαν ακόμη και ο μεν μελίσσης και 
ο μαυρομμάτης, απολυόμενοι προς ώρα από το ζυγό, θα έβοσκαν μακάρια κοντά στις χονδρές και οζώδεις ρίζες των ελαιών, ο δε ζευγολάτης και ο βοηθός του, θα παρακάθονταν κάτω από το ευλογημένο φύλλωμα και θα συσπειρώνονταν κοντύτερα στη χύτρα.
-Αλλά συ φίλε, δεν πρόσεχες τότε στα τετριμμένα αυτά, αλλά φθονούσες μάλλον τα μικρά δεκαετή παιδιά, που ανασήκωναν την περισκελίδα ως το μηρό, φέροντας τα πέδιλα στην τσέπη και θαλασσώνονταν πάνω από το γόνατο στο κύμα.
Έβλεπες έξαφνα ένα απ΄ αυτά, να σκύβει να συλλαμβάνει με την παλάμη μικρό οκταπόδι, να το δαγκάνει στο λαιμό, να αγωνίζεται να αποσπάσει από τον καρπό του χεριού του τους μυζητήρες, να τρέχει στην άμμο και να το κοπανίζει δυνατά στην πρώτη πέτρα την οποία θα εύρισκε, λείψανο παρασυρθέντος από τα κύματα ξηρολίθινου περιβόλου κήπου ή ερείπιο πάλαι ποτέ υπαρξάσης προκυμαίας.
Και η μητέρα σου η φιλότεχνος, όχι μόνο δεν σου επέτρεπε να τρέχεις, όπως άλλοι, ανυπόδητος και συ, αλλά απαιτούσε να φορείς και κάλτσες. Οποία δεσμά παιδαγωγικής δουλοσύνης! Ευτυχώς, είχες πλησίον σου το φίλο σου το Χριστοδουλή, 
ο οποίος ομήλικος με σένα, ήταν ευτυχέστερος προς τούτο, 
ότι ήταν πάντοτε ξυπόλυτος και ούτε φορούσε ποτέ κάλτσες. Φιλότιμο παιδί!
Έτρεχε όλη την ημέρα από γιαλό σε γιαλό, έβγαζε γρινιάτσες, κόκκινες και πεταλίδες για δυο, καβούρια για τρεις, οκταπόδια για τέσσερις. Και μέρος μεν αυτών έκαμνε δολώματα, για να ψαρεύει με την καλαμιά από το δειλινό έως το βράδυ, μέρος δε μοιραζόταν φιλάδελφα με σένα.
Το πρωί εκείνο, λίγο πριν φθάσετε στο μύλο του Μπαρμπαπαναγιώτη, ο οποίος στέκεται σαν φρουρός προς 
το δυτικό στόμιο της λίμνης, εκεί όπου ήταν ουδέτερο έδαφος μεταξύ θάλασσας και ξηράς, ο φίλος σου ο Χριστοδουλής, επειδή στο μέρος τούτο τα νερά βαθύνονταν λίγο απότομα, δεν βρισκόταν πολύ μακριά στο κύμα και άμα είδε, ότι η Πολύμνια πλησιάζοντας άρχισε να σου ομιλεί, έσπευσε να βγει στην ξηρά για να ακούσει τι σου έλεγε.
Τι λεπτοφυές σώμα σκέπαζε η λινομέταξη σκούρα εσθήτα!
Πως διαγραφόταν αρμονικά η μορφή της με χνοώδη πάλλευκο χρώμα και τα ερυθρά μήλα των παρειών με τον μελίχρυσο λαιμό και με το ελαφρά κολπούμενο στήθος της! Πόσο αβρά ήταν τα χέρια της και πόσο μελωδική έπαλλε στο αυτί σου η θεσπέσια φωνή της!
Η ξανθοπλόκαμη κόμη ατημέλητη λίγο, σαν να βιάσθηκε να καλλωπιστεί για να εξέλθει και να απολαύσει τη θαλάσσια αύρα και τον τερπνό της αμμουδιάς περίπατο, αεριζόταν από την πνοή του Βοριά και το μάτι της με τα μακριά ματόκλαδα σαν πτεροφόρο βέλος, σε σαΐτευε γλυκά στην καρδιά.
Θυμάσαι! Τι αίσθημα δοκίμασες τότε και πως δεκατετραετής μόλις, ερωτεύτηκες ήδη; Η Πολύμνια σου μίλησε! Η Πολύμνια σε καλούσε ονομαστί! Οποία παιδική μέθη, ευκόλως παραχθείσα, διά μικρής δόσεως ρευστού! Φαινόταν, ότι δεν σήκωνες περισσότερο.
Και όμως το πράγμα ήταν απλούστατο.
Ο αδελφός της, δωδεκαετής εκείνος, ήξερε το όνομά σου και είπε ποιος είσαι στην Πολύμνια. Και αυτή δε, νόμισε ότι θα σαΐτευε την καρδιά σου, αν σου απέτεινε το λόγο, αφού μάλιστα ήθελε να σου ζητήσει εκδούλευση. Εντούτοις ο Χριστοδουλής έτρεξε πλησίον σου, κατεβάζοντας βιαστικά την περισκελίδα του, σαν για να μοιρασθεί το βάρος της ευτυχίας.
Η μελωδική φωνή της Πολύμνιας είπε.
— Ξέρεις, πού είναι ίτσια; μπορείς να μου κόψεις τίποτα ίτσια;
Συ έμενες χάσκοντας, με το στόμα ανοιχτό.
Αλλά ευτυχώς, ο Χριστοδουλής είχε φθάσει ήδη.
— Μπράβο! μπράβο ! . . . κυρία Πολύμνια! Εγώ τα ξέρω που είναι τα ίτσια . . . τώρα να πάμε να κόψουμε . . .
— Θα με υποχρεώσετε πολύ, επανέλαβε και προς τους δύο 
η Πολύμνια.
Και ο Χριστοδουλής έτρεξε ελαφροπόδαρος, με το ένα μπουδονάρι του ανασηκωμένο ακόμη έως το γόνατο, με το άλλο κατεβασμένο στον αστράγαλο, ξυπόλυτος, με τα πόδια παπουδιασμένα, μαύρα, ψημένα από την άλμη του κύματος. Έτρεξες και συ πίσω του οκνός, ασθμαίνοντας, αλλά ως να φθάσεις στην όχθη της λίμνης πατώντας στον ολισθηρό βάλτο, γλίστρησες ανάμεσα στις αρμυρήθρες και στις βουρλιές, 
ο Χριστοδουλής είχε κόψει ήδη ολόκληρη δεσμίδα από τα πρώιμα ευώδη και μεθυστικά άνθη, τα οποία ζητούσε η Πολύμνια, τρέχοντας από συστάδα χόρτου σε συστάδα, 
οι οποίες σκίαζαν φιλάδελφα τα πτωχά ωραία άνθη, τα τόσο τρυφερά και ασθενή, με τα λευκά πέταλα και τον ωχρό ύπερο, τα οποία φαίνονταν σαν να παραπονούνται, γιατί να φύονται στο χώμα και να είναι τόσο χαμαιπετή.
Ο Χριστοδουλής τα έκοβε άσπλαχνα ανά δύο και τρία, ανακατεμένα με χόρτα και τα στοίβαζε επί της ωλένης του χεριού του, πηγαίνοντας από βουρλιά σε βουρλιά, βλέποντας τα βούρλα και αναστενάζοντας, γιατί να μην έχει αλιεύσει με τα χέρια του τόσες πέρκες και τριγλία, όσα βούρλα έβλεπε και γιατί να μη μπορεί να χρησιμοποιήσει αυτά για να αρμαθιάσει εκείνα.
Μέχρις ότου κατορθώσεις και συ να βρεις λίγα ίτσια να κόψεις,
ο Χριστοδουλής είχε καταρτίσει ήδη ολόκληρη αγκαλίδα κι επέστρεφε τρέχοντας προς τον ανεμόμυλο, εκεί όπου στεκόταν περιμένοντας με τον αδελφό της η Πολύμνια.
Εντούτοις πρόφθασες και συ και της έφερες μικρή, όση μπορούσε να χωρέσει μεταξύ αντίχειρα και δείκτη, δεσμίδα, αλλά το ευχαριστώ το προς εσένα ήταν, φυσικά χλιαρότερο από το ευχαριστώ το προς το φίλο σου.
Και κάπως έμεινες ευχαριστημένος, ολιγαρκής και κυριευόμενος από αυτάρεσκη νάρκη, ομώνυμης με το τρυφερό εκείνο άνθος, το οποίο ζητούσε μεν από σένα, έλαβε δε από το φίλο σου η Πολύμνια.
***
Έκτοτε, ο Χριστοδουλής αραίωσε κατ' αρχήν, έπειτα οριστικά έπαψε το μερίδιο το οποίο σου έδιδε πριν από τα κοχύλια, από τα καβούρια και από τους γωβιούς, συ δεν άργησες πολύ να μάθεις ότι τα έδινε στο Νίκο, τον αδελφό της Πολύμνιας.
Μάταια τον συνόδευες, όπως πάντοτε, βαδίζοντας πάνω στην άμμο, θαλασσώνοντας ως το μηρό και από καιρού εις καιρόν του φώναζες.
— Κ'στοδουλή, βρε ! δεν έβγαλες ακόμα κανένα χταπόδι;
Εκείνος τα χταπόδια και τα καβουράκια, τα έβαζε στον φουσκωμένο και βρεγμένο κόλπο του υποκαμίσου του, έχοντας τρόπο να τα ψοφά με δαγκωματιές και με ακρωτηριασμούς και σου έδειχνε μόνο τις γρινιάτσες, λέγοντας ότι θα πάει ύστερα από το μεσημέρι να ψαρέψει με την καλαμιά.
Και όταν περί το δειλινό, τον παραμόνευες, στην αγορά, επί της αποβάθρας κι έβλεπες «ιδίοις όμμασι» να σπαρταρίζει κανείς γωβιός στο άκρον του αγκίστρου του και τότε σε γελούσε λέγοντας ότι θα κάμει το γωβιό δόλωμα για να βγάλει μεγάλα ψάρια.
Έτσι χάνεται η φιλία!
Πολλά πρωινά πέρασαν κατόπιν του πρωινού εκείνου, στα τέλη Φεβρουαρίου. Πέρασε ολόκληρος ο Μάρτιος, ήλθε και το Πάσχα, παρήλθε ο Απρίλιος και η Πολύμνια δεν βγήκε πλέον σε περίπατο προς την παραθαλάσσια του ναυπηγείου. 
Μάταια έτρεχες τακτικά κάθε πρωί και απόγευμα στην αμμουδιά εκείνη.
Η Πολύμνια, καθώς αργά έμαθες, είχε αρρωστήσει, αρχές της άνοιξης, κατά τη συμβουλή δε των γιατρών είχε κάμει, περί το Μάιο, ταξίδι μαζί με τη θεία της, συνταξιούχου, χήρας αντιπλοιάρχου του Βασιλικού Στόλου, για να αλλάξει τον αέρα.
***
—Τρία μεγάλα σκάφη είχαν σκαρωθεί από τις πρώτες μέρες του Μαρτίου και συ δεν έπαυες να τρέχεις κάθε μέρα έως το ναυπηγείο, σταματώντας επί ώρες πολλές φορές, κοντά στον ανεμόμυλο, καθισμένος στα κάτω πεσμένα κατάρτια παλιάς γολέτας, αναπολώντας ότι στο μέρος εκείνο στάθηκε προ μηνών η Πολύμνια, όταν σου ζήτησε να δρέψεις προς χάριν της ίτσια, αλλά η Πολύμνια ήταν μακράν απούσα.
Μόνο περί τα μέσα του Αυγούστου, όταν το τρίτο και ογκωδέστατο απ΄ τα ναυπηγηθέντα πλοία είχε τελειώσει ήδη, πήγες και συ με πολύ πλήθος κόσμου στο ναυπηγείο, για να δεις την καθέλκυση του μεγάλου σκάφους.
Το θέαμα ήταν επιβλητικό, όπως λέγουν σήμερα. Όλη η πολίχνη είχε ερημωθεί σχεδόν και κόσμος πολυάριθμος γέμισε τη μεγάλη μεταξύ της λίμνης και του λιμανιού λωρίδα.
Εκείθεν του σκάφους, ο ήλιος ήταν ήδη δύο κοντάρια ψηλά και στέκονταν οι τραχείς, οι σκληραγωγημένοι ναύτες και οι χειρώνακτες, συμπληρώνοντας το παλάμισμα της καρίνας, αποκαρφώνοντας τα βάζια ή υποσκάπτοντες στη βάση, για να είναι έτοιμα προς πτώση τα κοντοστύλια.
Εντεύθεν του σκάφους, όπου βαθμηδόν ελαττωνόταν η σκιά, στέκονταν εκτός από τους συνεργάτες της καθέλκυσης και οι θεατές και όχι λίγες γυναίκες, που είχαν έρθει για να δουν.
Οποίος τότε παλμός διέσεισε τα στήθη σου, όταν μεταξύ αυτών αναγνώρισες κάτω από κόκκινη ομπρέλα την περικαλλή μορφή της Πολύμνιας! Είχε επιστρέψει από το ταξίδι χωρίς να το μάθεις.
Ο Χριστοδουλής, που πήγε με τη βάρκα στο ατμόπλοιο, την είχε δει, αλλά δεν σου το είπε. Και όμως αισθάνθηκες στα ενδόμυχά σου κρυφό και ανεξομολόγητο αίσθημα ευτυχίας όταν την επανείδες!
Εντούτοις το παλάμισμα είχε συμπληρωθεί, τα βάζια ήταν 
όλα καρφωμένα, η σκάρα με τα βουβά, λίπος αλειμμένα, 
ήταν στρωμένη προ πολλού.
Ο πρωτομάστορας με το βαριό έκαμε τους νενομισμένους τρεις σταυρούς στο πηδάλιο και έδωκε τον πρώτο κτύπο της ώθησης στο πελώριο σκάφος. Συγχρόνως έπεσαν αμέσως τα κοντοστύλια όλα.
Η καπετάνισσα, ωραία μελαχρινή, μικρόσωμη, φορώντας, σαν νέα ακόμη, για την περίσταση πλήρη τη νυφική στολή της, με το λευκό αναφές και αιθερόπλαστο αλέμι, την χρυσοκέντητη σκούφια, που εικόνιζε γλάστρα με άνθη και κλώνους, το βελούδινο βαβουκλί με τα χρυσοΰφαντα προμάνικα ανασηκωμένα, τη βυσσινόχρωμη ολομέταξη και χρυσοκέντητη τραχηλιά, τη ζώνη με τα αργυρά και μαλαμοκαπνισμένα τσαπράκια, το φουστάνι το χαρένιο με το ολόχρυσο ποδογύρι, τρεις σπιθαμές πλατύ, κρατώντας μεγάλο επάργυρο δίσκο στην  αριστερά, περιήλθε ολόγυρα το πλοίο και έρανε με τη δεξιά, με κουφέτα και με ρύζι, την πρώρα, την πρύμνη, την τρόπιδα και τις πλευρές του σκάφους.
Οι ναύτες, οι ναυπηγοί και πολλοί απ΄ τους θεατές, σαν σταφύλια σε κλήμα, σαν μολυβήθρες επί σαγήνης αλιευτικής πιάστηκαν από το παλάγκο και άρχισαν να το σύρουν, νεύοντας όλοι προς τη θάλασσα, επαναλαμβάνοντας με ρυθμό το κέλευσμα:
«Ε! γιάσα λέσσα! Ε! γιούργια!»
Εντούτοις, είτε γιατί το έδαφος, επί του οποίου είχε σκαρωθεί το πλοίο, δεν ήταν αρκετά κατηφορικό, είτε για την ατέλεια των κινητηρίων μέσων, το σκάφος στέναζε, στέναζε και δεν εκινείτο.
Παρήλθαν λίγα λεπτά, η δύναμη διπλασιάσθηκε, ο μέγας όγκος κινήθηκε λίγο, έως δύο σπιθαμές, το παλάγκο κόπηκε από τη βία του ελκυθμού, η γούμενα με τους δύο μακαράδες, έμεινε άπρακτη περί την πρύμνη, οι μισοί των ανθρώπων δυτικά του σκάφους έπεσαν στην άμμο προς το μέρος της θάλασσας και οι άλλοι μισοί έμειναν με το παλάγκο στα χέρια προς το μέρος της λίμνης, καγχασμοί και γογγυσμοί απ΄τους πεσόντες, εκ των οποίων μερικοί μωλωπίσθηκαν ελαφρά στο δεξιό βραχίονα ή την πλευρά,
ο πλοίαρχος κάθιδρος, ηλιοκαής, αξιολύπητος, στενοχωριόταν φοβερά, και ο καπετάν-Δημήτρης ο Κασανδριανός, που με το τσιμπούκι του, με το κεχριμπαρένιο επιστόμιο, με το τσόχινο πανωβράκι του, με τα υψηλά μέχρι το γόνατο υποδήματά του, τα οποία αγαπούσε να φορεί χειμώνα και καλοκαίρι, είχε έλθει να πρωτοστατήσει στην καθέλκυση του σκάφους και δεν είχε πάψει από το πρωί να δίδει οδηγίες και συμβουλές, βλέποντας το ατύχημα στέναξε και βραδύγλωσσος επεφώνησε·
— Πφου! σκ'ληκομυρμηγκότρυπα!
Εντωμεταξύ, είχαν αμματίσει το παλάγκο και πάλι νέα προσπάθεια καταβλήθηκε. Αλλά δεν πέρασαν λίγα λεπτά και το παλάγκο κόπηκε σε άλλο μέρος, όχι εκεί όπου το είχαν πρόσφατα αμματίσει.
Έφεραν νέο παλάγκο, ενώ ο πλοίαρχος, μη ευκαιρώντας να σπογγίσει τον ιδρώτα του προσώπου του, δεν δυνήθηκε να μη θυμηθεί τη στιγμή εκείνη την ακούσια εκείνη κατάρα: «Καλό μπλέξιμο!», και βεβαίως, αν είχε εμπρός του αυτή τη φορά, τον Αλέξανδρο το Χάραυλο, κακό μπλέξιμο θα είχε μαζί του.
Ο δε καπετάν-Δημήτρης, με το τσιμπούκι του, ιστάμενος παρά την καλύβα του γύφτου, κάτωθεν της πρύμνης, επαναλάμβανε·
— Πφου! σκ'ληκομυρμηγκότρυπα! . . .
Οι δύο ιερείς, πρώην ναυτικοί, που είχαν αναρρίψει τα επιτραχήλια επί του δεξιού ώμου και είχαν ανεβεί ελαφροί στο κατάστρωμα, τελέσαντες τον αγιασμό, πλησίασαν στην κουπαστή και έβλεπαν τα συμβαίνοντα, διότι καταρριφθείσης ήδη και της πρόχειρης σκάλας, έμελλαν να μείνουν επί του πλοίου και δεν θα κατέβαιναν πριν πέσει το πλοίο στη θάλασσα και δυνηθούν να κατέλθουν με τις ιερές εικόνες στη βάρκα.
Πλήθος δε από αθερίνες - παιδιά οκταετή και δεκαετή - έτρεχαν μπρος και πίσω επί του καταστρώματος, βοηθούντα διά του μέσου τούτου στην καθέλκυση του πλοίου.
Τέλος, μετά πολλούς αγώνες και την εφαρμογή πολλών θεραπευτικών μέσων, το μεγάλο πλοίο αργά-αργά, σαν καμαρωμένη νύφη έπεσε στη θάλασσα.
Μέγας τότε ο αλαλαγμός γυναικών σταυροκοπούμενων, παιδιών σκιρτώντων, ανδρών τρεχόντων πίσω από την πρύμνη, σαν να ήθελαν διά του δρόμου τούτου να πτοήσουν και να πειθαναγκάσουν το πλοίο να πέσει στη θάλασσα. Και ο μέγας καραβόσκυλος, ο Τσούρμος, τρέχοντας και αυτός όσο του επέτρεπε η άκρα ένταση της αλυσίδας του, γαύγιζε μανιωδώς προπέμποντας το πλοίο, επί του οποίου εντός της ημέρας έμελλε να μεταφερθεί.
Και ενώ όλοι έτρεχαν προς τη θάλασσα, πίσω του ολισθαίνοντος και καταφερομένου διά της σχάρας σκάφους, ένας μόνος στράφηκε αίφνης, κρατώντας τη βαριά του και έτρεξε προς την αντίθετη διεύθυνση, προς την ξηρά, σαν για να κρυφτεί στην καλύβα του πλοιάρχου, που χρησίμευε ως αποθήκη και για τον ύπνο του νυχτερινού φύλακα.
Αυτός που έτρεχε, ήταν αυτός ο πρωτομάστορας και έτρεχε όχι για άλλο λόγο, αλλά για να μη συμμερισθεί το λουτρό του πλοιάρχου, το οποίο μερικοί ζητούσαν κατά έθιμο να επεκτείνουν και σ΄ αυτόν.
Ακούσθηκε δε τότε αίφνης μεγάλη φωνή, που δέσποσε όλου του γενομένου θορύβου.
— Τον καπετάνιο στο γιαλό!
Η φωνή αυτή βγήκε από πολλά στόματα συγχρόνως.
Ο καπετάν - Γιωργάκης ενδίδοντας στην απαίτηση του πλήθους, έβγαλε τα ελαφρά υποδήματά του, έτρεξε επί της σκάρας πατώντας στα νύχια, πίσω από την πρύμνη και τη στιγμή κατά την οποία η πρύμνη απαλλασσόταν τέλος της σχάρας και το σκάφος, φέροντας υπερήφανο την κυανόλευκο επί κονταριού μετά ερυθρού σταυρού, βαφτιζόταν για πρώτη φορά στο κύμα, ρίχτηκε με όλα τα ενδύματά του με το κεφάλι στη θάλασσα, βυθισθείς πρώτα, έπειτα ευθύς ανελθών στην επιφάνεια και αφού κολύμπησε δύο ή τρεις γύρους, επέστρεψε στα ρηχά, πάτησε στην άμμο, βγήκε στην ξηρά και υπό τους αλαλαγμούς του πλήθους έτρεξε στην καλύβα, όπου στη στιγμή άλλαξε τα βρεγμένα αμπαδίτικα και φόρεσε τα κυριακάτικα.
—Σε όλα αυτά ήσουν παρών φίλε και όλα σχεδόν δεν τα έβλεπες.
Η καρδιά σου, η φαντασία σου, οι οφθαλμοί σου ήταν προσκολλημένα σε εκείνη, που φορούσε τότε λινομέταξη θερινή εσθήτα και σκιαζόταν από το κόκκινο παρασόλι.
Μόνο οι αλαλαγμοί του πλήθους σε απέσπασαν από τη βαθιά θεωρία σου, όταν το πλοίο είχε πέσει στη θάλασσα και 
ο πλοίαρχος έγινε υποβρύχιος κατόπιν αυτού. Αλλά μόλις ξύπνησες, είδες, αλίμονο! και κάτι άλλο, το οποίο πολλοί από τους παρεστώτες δεν παρατήρησαν. Κατόπιν του πλοιάρχου, τρέχοντας με αλλόκοτο ενθουσιασμό, ρίχνοντας κραυγή ηδονής και θριάμβου, ρίχτηκε στη θάλασσα ένας νέος, μόλις δεκαπενταετής.
Ήταν ο Κ'στοδουλής, ο παιδικός φίλος σου. Πόθεν άρα ορμήθηκε να το κάμει; Ίσως διότι ήλπιζε διά της εθελοθυσίας αυτής, της προσφερόμενης στη φειδωλή Μοίρα, να αξιωθεί να γίνει και αυτός πλοίαρχος μία ημέρα; ίσως και απλώς για να τον δει η Πολύμνια; Ούτε το ένα, ούτε το άλλο.
Ο Χριστοδουλής είχε έλθει λίγο αργά στο ναυπηγείο, όταν είχε αφαιρεθεί η σανίδα που χρησίμευε ως σκάλα και οι αντηρίδες είχαν ήδη υποσκαφεί.
Αισθανόταν δε ακατανίκητη επιθυμία να ανεβεί στο καράβι.
Τι να κάμει; Δύο και τρεις φορές δοκίμασε να προσκολληθεί πότε στο ένα πότε στο άλλο κοντοστύλι, ας ήταν και η βάση τους επισφαλής και να αναρριχηθεί τολμηρά έως την κουπαστή του καραβιού. Δύο και τρεις φορές τον είδαν, πότε 
ο πρωτομάστορης, πότε ένας των μαραγκών και με αυστηρότητα τον εμπόδισαν.
Τότε τι να κάμει και αυτός; αφού δεν αξιώθηκε να ανεβεί εγκαίρως στο πλοίο, παρηγορήθηκε πέφτοντας στη θάλασσα και ακολουθώντας το σκάφος στο δρόμο του. Εντούτοις συ αισθάνθηκες πικρό νυγμό ζηλοτυπίας. Η καρδιά σου πληγώθηκε από το παιδαριώδες τούτο κατόρθωμα. 
Πτωχός Χριστοδουλής!
Τι του είχε έλθει; Και ούτε βγήκε στην ξηρά για να αλλάξει, όπου άλλωστε δεν θα εύρισκε ενδύματα, αλλά ακολούθησε κολυμπώντας το απομακρυνθέν πλοίο, με το πουκάμισο και την περισκελίδα φουσκωμένα σαν πανιά βάρκας, πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας, έπειτα δε ανεβαίνοντας σε λέμβο, ζήτησε με νεύματα από τα επί του πλοίου θριαμβευτικώς αλαλάζοντα παιδιά να του ρίξουν ενδύματα. Μικρός μούτσος που τον λυπήθηκε, του έριξε πουκάμισο και περισκελίδα δικά του και ο Χριστοδουλής, αφού άλλαξε, προσκολλήθηκε σε μία των πλευρών και αφού πιάσθηκε από σχοινί, ανέβηκε θριαμβευτικά στο ψηλό και ανερμάτιστο σκάφος.
Το πλήθος στο ναυπηγείο συνωθείτο τώρα γύρω από την καλύβα του πλοιάρχου, όπου η μεγαλοπρεπώς στολισμένη καπετάνισσα με προθυμία και αβρότητα προσέφερε σε όλους γλυκίσματα και ποτά.
Αλλά συ αισθανόσουν τόση πικρία στον ουρανίσκο, σαν να είχε ανεβεί η χολή σου όλη και χύθηκε πρόωρα στο στόμα σου.
Κι επιστρέφουσα στην πόλη, ακολούθησες από μακριά την Πολύμνια, την οποία είχες δει να χαμογελά προς την τρέλα του παιδικού σου φίλου και την είχες ακούσει να ψιθυρίζει:
«Τι παράξενο παιδί, αυτός ο Χριστοδουλής!»
***

—Δεν ήταν αυτή η μόνη φορά, κατά την οποία ο Χριστοδουλής ρίχτηκε στο νερό με όλα τα ενδύματά του προ των οφθαλμών της Πολύμνιας ή και χάριν αυτής.
Λίγες μέρες αργότερα, μία Κυριακή περί τα τέλη Αυγούστου, 
ο Παρρήσης ο καλλιεργητής του σικυώνος, καλόκαρδος, άφροντις, μελαψός, με μακριά τη φούντα του φεσιού, κρεμάμενη επί του ώμου και ο Λούκας ο εκμισθωτής της λίμνης, υψηλόκορμος, με μακρά σκέλη, με λινόχρωμο το μακριό πέραν των αυτιών μύστακα, με αστακού βρασμένου το χρώμα του προσώπου, είχαν καθίσει, καθώς πολύ συχνά το συνήθιζαν, «να το κλάψουν» λίγο παρά το χείλος της λίμνης, υπό την δροσερή αναδενδράδα, έξω απ΄ την καλύβα τους.
Ο ήλιος έκλινε προς τη δύση και από μιας ώρας ήδη είχαν δώσει και λάβει εναλλάξ πολλούς αδελφικούς ασπασμούς στα χείλη της φλάσκας, που ήταν τετραόκαδη και είχε μεταφερθεί πρόσφατα από την πολίχνη πλήρης μοσχάτου.
Ο πιστός φίλος τους, ο Αργύρης, ο συνιδιοκτήτης του ανεμόμυλου, τους είχε επισκεφθεί προ ολίγου με τα αστεία του και σε μεν το Λούκα είχε προσφέρει τσιγάρο με πυρίτιδα, το οποίο αφού άναψε εκείνος έκαψε λίγο διά της εκρήξεως τον πυρρό μύστακά του και ατάραχος είπε: «ζαράρ γιοκ!», στον Παρρήση δε είχε δώσει σπασμένη γκάιδα, προτρέποντας αυτόν «να παίξει κανένα χαβά», αλλά όσο και αν αγωνιζόταν πνευστιών ο Παρρήσης, η γκάιδα κανένα φθόγγο δεν έβγαλε. Τέλος ο Αργύρης είπε: «δε φελάτε τίποτε κι οι δυο σας, κρίμα 'ς εσάς, κρίμα 'ς!» και προσποιούμενος δυσαρέσκεια αναχώρησε.
Οι δύο φίλοι έμειναν μόνοι, εξακολουθώντας να εκκενώνουν σιγά-σιγά και μεθοδικά τη φλάσκα. Είχαν ψήσει σε ανθρακιά μισή δωδεκάδα κεφαλόπουλα και ουκ ολίγα καβούρια και το μοσχάτο κατέβαινε μια χαρά κάτω.
Είχαν θυμηθεί παλαιές ιστορίες, διηγούνταν ο ένας στον άλλον τα παθήματά τους, τα οποία δεν είχαν τελειωμό.
Ο Παρρήσης μάλιστα εξαρθείς από της πεζότητας τραγουδούσε κατά προτίμηση «μερακλίδικα» τραγούδια, όπως το στίχο:
«Σαν κλήμα με κλαδεύουνε και κλαδεμούς δεν έχω.»
Έλεγαν δε μεταξύ τους: «Θυμάσαι, καρδάσ', τούτο; θυμάσαι, γιολδάσ', αυτό;»
Όταν είναι κανείς με τον άριστο φίλο του σε ωραία εξοχή,
συμπαραστατούσης και φλάσκας με μοσχάτο, λησμονεί τα πάντα και οι δύο άνδρες ούτε υποπτεύονταν ότι τους έβλεπε κάποιος, το οποίο άλλωστε τους ήταν αδιάφορο. Αλλά πίσω από τους καλαμώνες, στην αντίπερα όχθη, μισό μίλι μακριά, ήταν χωμένος από δύο ωρών αφανής, ο παιδικός φίλος σου 
ο Χριστοδουλής.
Τι ζητούσε εκεί; Κατά πάσα πιθανότητα παραμόνευε, πότε θα απομακρύνονταν προς στιγμήν από την όχθη ο Παρρήσης και ο Λούκας, για να χωθεί γοργά στη λίμνη και να κλέψει 
ο πονηρός κανένα χέλι ή μερικά κεφαλόπουλα και λίγα καβούρια. Αλλά μάταια περίμενε και ήδη είχε αποφασίσει, αναγνωρίσας από μακριά την τσότρα και ελπίζοντας ότι οι δύο φίλοι εν τη ευθυμία τους δεν θα τον έβλεπαν, να επιχειρήσει το τόλμημα και απέναντι αυτών. Αλλά τη στιγμή εκείνη απροσδόκητο συμβάν είλκυσε την προσοχή του.
Άγγιζε ο ήλιος στη δύση, όταν στην καλύβα, έξω από την οποία κάθονταν οι δύο συμπότες, πλησίασε μία γυναίκα συνοδευόμενη από έναν νεανίσκο. Φορούσε λευκή εσθήτα και κρατούσε κόκκινο παρασόλι και ο Χριστοδουλής, με όλη την απόσταση την αναγνώρισε αμέσως. Ήταν η Πολύμνια με τον αδελφό της το Νίκο. Οι δύο άνδρες σηκώθηκαν ευθύς και από τα νεύματα και τις υποκλίσεις τους εννόησε ο Χριστοδουλής, χωμένος μέσα στις καλαμιές, ότι την περιποιούνταν και ήταν πρόθυμοι στους ορισμούς της.
Λίγες στιγμές πέρασαν και βλέπει την Πολύμνια να πηδάει και να επιβαίνει στη μικρή φελούκα, είδος σκάφης, με επίπεδο το κύτος, χωρίς καρίνα, η οποία ήταν δεμένη στο χείλος της λίμνης, όχι μακριά από την καλύβα και επί της οποίας επέβαινε ο Λούκας και ψάρευε ανά την λίμνη τα χέλια και τα κεφαλόπουλα.
Κατόπιν της νέας, ο μικρός αδελφός της έλυσε τη μπαρούμα, επέβη και παίρνοντας το κοντάρι άρχισε να αβαράρει στο βυθό της αβαθούς λίμνης. Ο Χριστοδουλής συμπέρανε ορθά ότι της Πολύμνιας, θα της είχε έλθει η φαντασία να κάμει μία φορά με τη φελούκα περίπατο στη λίμνη και ο Λούκας βρέθηκε ευδιάθετος και της έδωκε την άδεια.
Η μικρή σκάφη απομακρύνθηκε προς το κέντρο της λίμνης, 
οι δύο άνδρες κάθισαν εκ νέου και ασχολούνταν να αποτελειώσουν τη φλάσκα και ο Χριστοδουλής κρυμμένος στους καλαμώνες, έβλεπε θαυμάζοντας, όπως θα θαύμαζες συ, το χαριέστατο σύμπλεγμα της νέας και του μικρού αδελφού της, που εξακολουθούσε με όλη του τη δύναμη διά του κονταριού να ωθεί τη φελούκα.
Η Πολύμνια φαινόταν να ακτινοβολεί από χαρά.
Ο περίπατος αυτός την εύφραινε, την καταγοήτευε, σαν τα αθύρματα της τριετούς κορασίδας, ενώ ο αδελφός της φαινόταν αισθανόμενος ίση χαρά με τα επταετή παιδιά, τα οποία φεύγοντας από το σχολείο, με την τσάντα ανηρτημένη υπό τη μασχάλη, βρίσκουν άφατο την ηδονή να τρέχουν στις ακρογιαλιές και στους βάλτους και να καραβίζουν με μικρότατα κομψά καραβάκια, τα οποία οι επιδεξιότεροι μεταξύ τους κατασκευάζουν.
Ο Χριστοδουλής λησμόνησε τα χέλια, το καβουράκια και τα κεφαλόπουλα, τα οποία διανοείτο να κλέψει και δε χόρταινε να βλέπει την παιδική εκείνη επί της λίμνης περιπλάνηση.
Αλλά δεν του διέφυγε και η ατζαμοσύνη του Νίκου, που δεν ήξερε να αβαράρει κανονικά, καθώς έπρεπε και χωμένος μέσα στους καλαμώνες ο παιδικός φίλος σου στέναζε κι έλεγε:
«Α! να ήμουν εγώ»!. . .»
***
Εκεί, σε μία στιγμή, καθώς αβαράριζε αδέξια ο Νίκος, η φελούκα περιπλέχτηκε σε συστάδα λιμναίων χόρτων υψηλών, σχεδόν έως την επιφάνεια και ο Νίκος έκανε να αβαράρει και όσο αβαράριζε τόσο χειρότερα περιπλεκόταν η φελούκα και το κοντάρι δεν εύρισκε πλέον πυθμένα και τέλος το κοντάρι περιπλέχτηκε και αυτό στα πολύκλαδα, τα αδρά μέλανα εκείνα χόρτα και ο Νίκος μάταια πάσχιζε να απαλλάξει από κει το κοντάρι και όσο τραβούσε ο Νίκος, τόσο το κοντάρι έφευγε από τα χέρια του, έως ότου έπεσε από τα αδύνατα δάκτυλά του και το μισό ήταν μπλεγμένο κάτω, το μισό έπλεε στην επιφάνεια. Η Πολύμνια σηκώθηκε με προφύλαξη, έσκυψε για να δει που πήγε το κοντάρι από την ίδια πλευρά της φελούκας, προς την οποία ήταν και ο Νίκος, αλλά τότε η φελούκα έγειρε μονόπλευρα και παρ' ολίγον να ανατραπεί.
Καταλαβαίνοντας τον κίνδυνο η Πολύμνια και μη επιθυμούσα να κάμει ακούσιο λουτρό μέσα στα λιμναία χόρτα, ανακάθισε ταχέως παρά την πρύμνη και πάλι ξανασηκώθηκε και ύψωσε το λευκό μαντήλι της προς τους δύο συμπότες της μικρής καλύβας και συγχρόνως άρχισε να φωνάζει.
— Ε! μπάρμπα-Λούκα!
Αλλά έως να πάρει είδηση ο Λούκας και να αποφασίσει να έλθει σε βοήθεια (το οποίο άλλωστε θα ήταν δύσκολο, γιατί το έδαφος του πυθμένα ήταν παντού βαλτώδες και όποιος έμπαινε στο νερό θα χωνόταν μέχρι το γόνατο στη λάσπη, το αβαθές δε του νερού δεν επέτρεπε να κολυμπήσει μεγάλο σώμα, όπως ήταν το δικό του), θα νύχτωνε χωρίς να κατορθωθεί τίποτε. Αλλά ο Χριστοδουλής ευτυχώς,
ο παιδικός φίλος σου, ήταν πολύ κοντύτερα στη φελούκα από εκεί που ήταν χωμένος, μέσα στους καλαμώνες.
Χωρίς να διστάσει, με το πουκάμισο και την περισκελίδα, τα οποία αποτελούσαν πάντοτε όλη την ενδυμασία του, πηδώντας από τον καλαμώνα απροσδόκητα, θαυμάσια, σαν τελευταίο απομεινάρι αρχαίας θεότητας, λιμναίας και υδρόβιας, άγνωστο και νοθογενές, λησμονημένο από δεκαεννέα αιώνων, διαιτώμενο εκεί στους καλαμώνες, διαφυγόν την προσοχή του χριστιανικού κόσμου, ρίχτηκε κολυμπώντας στη λίμνη.
Και με δέκα κινήσεις των χεριών, με άλλα τόσα λακτίσματα των ποδιών, με την κοιλιά να ακουμπά πότε-πότε στους βάλτους, έφθασε στο μέρος που είχε εμπλακεί η βάρκα, αναπήδησε
στιβαρά στη δεξιά πλευρά, έδραξε την πρώρα της σκάφης και με απίστευτη για την ηλικία του ρώμη, την ανασήκωσε και την απάλλαξε από το εμπόδιο των υψηλών χόρτων. 
Έπειτα ξέπλεξε και το κοντάρι από το μέρος που είχε εμπλακεί και είπε στο Νίκο.
— Να, πως ν' αβαράρεις!
Και του έδειξε έμπρακτα τον τρόπο, ρίχνοντας σ΄ αυτόν το κοντάρι. Έπειτα έσπρωξε τη φελούκα από την πρύμνη, απομακρύνοντας αυτήν από τα λιμναία χόρτα, ως και τα ρηχά, ενώ η Πολύμνια τον κοίταζε χαμογελώντας και ακούσια τον θαύμαζε σιγοψιθυρίζοντας.
— Τι παράξενο παιδί!
Και τους κατευόδωσε προς το μέρος της καλύβας, όπου οι δύο συμπότες είχαν σηκωθεί έκπληκτοι, μη εννοούντες τι συνέβαινε και ο Λούκας φανταζόμενος τη λίμνη ως θάλασσα, έλεγε.
— Κανένα δελφίνι θα έπεσε κοντά στη βάρκα.
— Φθάνει να μην είναι κανένα σκυλόψαρο και σου αφανίσει τα κεφολόπ'λα, καρδάσ', είπε ο Παρρήσης.
***
Ο Χριστοδουλής επέστρεψε στον καλαμώνα του, όπου 
ο μπάρμπα-Κωνσταντής, αιωνία η μνήμη του, ο Μιτζέλος, από το λευκό του σπιτάκι που γειτόνευε με τον καλαμώνα, είχε δει το συμβάν και καλώντας το νέο, ο οποίος αφού γυμνώθηκε προσπαθούσε να στεγνώσει τα ρούχα του επί ενός βράχου που έκαιγε ακόμη από το καύμα του  ηλίου που μόλις έδυσε, του έδωκε αυτός ενδύματα να φορέσει.
Και ο μπάρμπα-Γιωργός, Θεός χωρέσ' τον, ο Κοψιδάκης, ο οποίος βρισκόταν εκεί πλησίον με τις λίγες αμνάδες του, του έδωκε «μιαν ευχή» και του είπε ότι θα έχει «μεγάλον μισθό», χωρίς να υποπτευθεί ότι αυτός ήταν νοθογενές απότοκο λησμονημένης θεότητας.
Και ο Λούκας μαθαίνοντας από το στόμα της Πολύμνιας το μικρό συμβάν, κρατώντας στα χέρια τη φλάσκα, με τις απομείνασες λίγες σταγόνες μοσχάτου, έκραζε από την αντίπερα όχθη.
— Στην υγειά σ', Κ'στοδουλή!
***
Προς τι να χάνει κανείς τη φιλία των φίλων του; 
Μη τυχόν η Πολύμνια ήταν για σένα ή για εκείνον; Παιδί! 
Αυτή ήταν μεγαλύτερη την ηλικία και των δύο σας. 
Αλλά πώς δύναται κανείς να γίνει άνδρας χωρίς να αγαπήσει δεκάκις τουλάχιστον και δεκάκις ν' απατηθεί;
Τώρα η Πολύμνια πέθανε ή πανδρεύτηκε; Αγνοώ, ίσως και συ επίσης.
Και ο Χριστοδουλής; Έγινε ναυτικός περίφημος, αλλά από ετών δεν άκουσε κανείς γι’ αυτόν. Ίσως να πήγε στην Αμερική καθώς τόσοι άλλοι.
Και συ; Φιλοσοφείς, όπως εγώ και τίποτε δεν κάνεις.
 
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.

TO ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΩΝ ΔΙΡΦΕΩΝ 2