➖
Το διήγημα δημοσιεύτηκε το 1892
➖➖➖
Τη μετατροπή του κειμένου στην
καθομιλουμένη δημοτική
έκανε ο
Ιωάννης Δ. Γιαννούκος
⭐⭐⭐
Όταν
επανήλθες μετά επτά χρόνια στον ωραίο τόπο, τον προσφιλή στις αναμνήσεις σου,
δεν ήταν Φεβρουάριος ο μήνας και δεν υπήρχαν πλέον λουλούδια, να μυρώνουν την
ατμόσφαιρα με τις μεθυστικές ευωδιές τους.Αλλά
δεν ήταν πλέον και η Πολύμνια εκεί, άλλο έμψυχο λουλούδι, αυτή που μεθούσε
κάποτε την παιδική φαντασία σου, με μόνο της λευκής λινομέταξης εσθήτας της το
θρόισμα.Δε
σωζόταν πλέον ούτε ο Σικυώνας του αγαθού Παρρήση, που περιέβαλλε κάποτε με
χλοερό πλαίσιο τη γαλήνια λίμνη, που αντανακλούσε στα νερά της το αίθριο κυανό,
ούτε καν η καλύβα του Λούκα του Θανασούλα, που βρεχόταν από το κύμα παρά το
στόμιο της λίμνης, όπου κανείς αλιεύς τολμούσε εντός βολής να πλησιάσει, γιατί
και όταν κοιμόταν ο Λούκας, η καραμπίνα αγρυπνούσε στο πλευρό του και άκουες
τότε έξαφνα, μέσα στη νύκτα, ξηρό κρότο που τίποτε καλό δεν υποσχόταν στον
τολμηρό, που θα δοκίμαζε να πλησιάσει.Αν
μπορούσε κανείς να πιστέψει τα λεγόμενα, η καραμπίνα αυτή ήταν αληθινό
ξυπνητήρι του ενοικιαστή της λίμνης, ειδοποιούσε αυτόν μυστηριωδώς με κτύπο στο
δεξιό του ώμο σε κάθε λαθραία προσέγγιση βάρκας από το λιμάνι τη νύκτα.Γιατί
οι όροι του συμβολαίου έλεγαν, ότι όλα τα κεφαλόπουλα και τα καβούρια, όσα
πλησίαζαν στη λίμνη, ήταν της λίμνης, ενώ όσα τολμούσαν να βγουν απ΄ αυτήν, δεν
ήταν του λιμανιού. Εφαρμοζόταν δε εδώ κατά πλάτος το αξίωμα: «τα εμά εμά και τα
σα εμά».Άλλοτε
κατέβαινε εκεί, βόσκοντας τις λίγες αμνάδες και τα αρνιά του ο μπάρμπα-Γιωργός,
Θεός σχωρέσ' τον, ο Κοψιδάκης, ο οποίος δεν κουραζόταν
να διηγιέται σε όλους όσες οπτασίας έβλεπε (αγίους, αγγέλους, δαίμονες, την
κατάσταση των ψυχών και αυτήν την τελευταία κρίση, όλα τα έβλεπε ο μακαρίτης) και
μια φορά μάλιστα, αλήθευσε περιφανώς, όταν έπεισε τους πολίτες και «τον δήμαρχο
με όλη τη δωδεκάδα», ότι ήταν αναγκαίο να ανακαινίσουν εκ βάθρων το ναΐσκο του
Αγίου Γεωργίου.Και
προείπε σ΄ αυτούς, ότι, άμα ανέσκαπταν τα θεμέλια, ο Άγιος θα ερχόταν βοηθός.Και
πράγματι, όταν άρχισε η σκαπάνη να ξεκοιλιάζει με γδούπο τη γη και να
στομώνεται κτυπώντας σε πέτρες και χαλίκια, βγήκαν στο φως δίδυμοι τάφοι με
κίτρινους σκελετούς, ποιος ξέρει από ποιον λοιμό κατά τους παρελθόντες αιώνες
εκεί θαμμένων και μεταξύ αδελφωμένων κοκάλων και χώματος, βρέθηκαν περί τα
εκατό ενετικά φλωριά.Άλλοι
πίστεψαν τότε το θαύμα και άλλοι εξεπλάγησαν για τη σύμπτωση, αλλά το ορατό αποτέλεσμα
είναι, ότι ο ναΐσκος ευπρεπής κάπως, χτίσθηκε.Στο
ναΐσκο εκείνο, όταν ήταν ακόμη παλιός και στενός και μικρούτσικος, κλεινόσουνα
παλιά, όταν ήθελες να επικαλεσθείς τη βοήθεια του Αγίου για τους πρώιμους
πόνους της καρδιάς σου.Και
δε μπορούσε κανείς να σε ονομάσει βέβηλο, καθόσον δεν ζητούσες από τον Άγιο
εγκόσμια ευτυχία, αλλά παρηγοριά για τις θλίψεις σου. Και συ έπλεες τότε σε
ψευδή ασφάλεια, νομίζοντας ότι κανείς άλλος δεν σε έβλεπε εκτός από το Θεό και
από τον Άγιο, αλλά ο νέος εκείνος, που φύλαγε τότε τα πρόβατα του
μπάρμπα-Γιωργού, Θεός σχωρέσ' τον, του Κοψιδάκη, αν και δεν ήταν προικισμένος
με το χάρισμα της προφητείας και των οπτασιών, όπως ο αφέντης του, όταν σ'
έβλεπε αντίκρυ από το λόφο κι έκλεινες τη θύρα άμα έμπαινες στο εξωκλήσι,
κατέβαινε γοργά - γοργά από το λόφο, με τα τσαρουχάκια του, πατώντας στη γη
τόσο μαλακά σαν να ήταν ελαφρός ατμός διολισθαίνοντας πάνω στη χλόη και
κρατώντας την αναπνοή του, πλησίαζε σιγά-σιγά στη μικρή, μισοασβεστωμένη και
λαδωμένη από την υπερβολική ευλάβεια των προσκυνητριών υαλόφρακτη θυρίδα του
ναΐσκου κι έβλεπε, χωρίς να τον βλέπεις, τις μετάνοιες και τις προσευχές σου
και άκουε, χωρίς να τον ακούς, τους ψιθυρισμούς σου και τους στεναγμούς σου.Ω!
πόσα χρόνια πέρασαν από τότε!***
Χωριζόταν
η λίμνη από τη θάλασσα, από πλατιά λωρίδα αμμώδους γης, της οποίας μέρος ήταν
το ναυπηγείο της πόλεως και μέρος ήταν ο σικυώνας του Παρρήση. Κατά τη δυτική
όμως γωνία της λωρίδας αυτής, όπου
άρχιζε να απλώνετε το μήκος του λιμανιού, η λωρίδα αύτη άρχιζε να στενεύει έως
του Αργύρη του Μπαρμαπαναγιώτη τον ανεμόμυλο, ο οποίος με τη συνεχώς
στροφοδινούμενη κυκλοτερή πτέρυγά του, με τα τριγωνικά ιστία, φαινόταν σαν να
προκαλούσε τα στο λιμάνι αγκυροβολημένα πλοία, λέγοντας προς αυτά: «Να, εγώ
αρμενίζω και στη στεριά!»Πόσες
και πόσες φορές αναγκάσθηκες να θαλασσώσεις, αφαιρώντας κάλτσες και πέδιλα,
ανασηκώνοντας έως το γόνατο την περισκελίδα, επιμένοντας με πείσμα να διαβείς
το ποτάμι, όταν πολύ συχνά γινόταν πλημμύρα και η θάλασσα γινόταν ένα με το
βάλτο! Και γιατί δεν αποφάσιζες να ανακόψεις το δρόμο σου και να επιστρέψεις
στην πόλη; Γιατί σου φαινόταν, ότι κάτι έβλεπες, κάτι απολάμβανες στο τοπίο
αυτό, ενώ εκείνη, η οποία το ζωντάνευε, είχε γίνει άφαντη προ πολλού.Και
πότε πάλι, προτιμούσες να πάρεις το βορειότερο δρόμο, τον περιφερειακό, από κει
από τη λίμνη, διατρέχοντας όλο το Καβούλι με τους αγρούς και με τους αμπελώνες
του. Εκεί πατούσες σε παχιά χλόη, κάτω από την οποία δεν ήξερες πάντοτε, αν
υπήρχε στέρεα γη.Και
χωνόσουν ως τους αστραγάλους στο βάλτο, αλλά νόμιζες τούτο ευτυχία σου, γιατί
φανταζόσουν πάντοτε, ότι έτρεχες να κόψεις άνθη για εκείνη. Και όταν έφθανες
τέλος, με τα υποδήματα βαλτωμένα και τις κάλτσες υγρές στο λευκό σπιτάκι του
μπάρμπα-Κωνσταντή του Μιτζέλου και τον χαιρετούσες, εκεί που σκάλιζε τα κουκιά,
φωνάζοντας από μακριά: «Καλησπέρα, μπάρμπα-Κωνσταντή!» κι εκείνος σου απαντούσε
μειλίχια; «Καλώς το παιδί μου!», τότε αγαπούσες να φαντάζεσαι τον εαυτό σου ως
μπάρμπα-Κωνσταντή και την Πολύμνια ως θεια-Σινιόρα και τους δύο κατά σαράντα
χρόνια νεότερους και αναμετρούσες, οποία θα ήταν ευτυχία για σένα, αν ήταν
δυνατόν να συζήσεις με την αγαπητή σου, στο πάλλευκο εκείνο σπιτάκι, (του
οποίου όμως η υπερβάλλουσα λευκότητα οφειλόταν στα ακατάπαυστα ασβεστώματα της
θεια-Σινιόρας) και οποία θα ήταν εντρύφηση αισθήματος και ρομαντισμού, εάν
περνούσες τις ημέρες με την αγαπητή σου μέσα στον ευώδη και χλοερό εκείνο κήπο
με τις ροδιές, με τις αμυγδαλιές και πασχαλιές, με όλα τα εκλεκτότερα φυτά και
άνθη (τα οποία όμως οφείλονται στους ενδελεχείς κόπους του μπάρμπα-Κωνσταντή)
παρά την όχθη της ωραίας λίμνης, όπου υπήρχε ένας ουρανός επάνω και άλλος
ουρανός φαινόταν κάτω, λεύκες και κυπαρίσσια ανέτειναν τις ψηλές κορυφές τους
πάνω και άλλες λεύκες και κυπαρίσσια κρέμονταν ανάποδα κάτω.Και
όσες μυριάδες άστρα στόλιζαν τη νύκτα λάμποντα το στερέωμα, άλλες τόσες
μυριάδες έλαμπαν τρεμοσβήνοντας κάτω στον πυθμένα. Και καλαμώνες σειόμενες από
τον άνεμο ύψωναν τους ασθενείς κορμούς τους, δύο οργιές πάνω από το κύμα και
βρύα και λύγοι και ασφόδελοι, ζούσαν από το έλος της λίμνης και από το λίπος
του βάλτου, κλίνοντας τις χαμηλές κορυφές τους προς το νερό, σαν να απέδιδαν
στη λίμνη την οφειλόμενη ευγνώμονα υπόκλιση.Και
αντίκρυ υψωνόταν το λιμάνι με τις χλοερές όχθες του ολόγυρα, τις ξαπλωμένες
στον ήλιο, τις πρασινίζουσες πλαγιές τους σαν εύκολπα στήθη παρθένου,
αναδίδοντα ζωή και σφρίγος στην πλάση.Δένδρα
στόλιζαν τις όχθες τις ορεινές και τις αμμώδεις και άλλα δένδρα φυτεμένα στη
θάλασσα, στόλιζαν το κύμα και τους γιαλούς, τα ιστία με τα ξάρτια τους. Και στο
βάθος φαίνονταν προς βορρά τεμνόμενες οι δύο σειρές των λόφων, που περιέβαλλαν
από δω κι από κει τον μακρό αλλά ευκρινή στο βλέμμα κάμπο, η μία η ανατολική,
ψηλή, πλησιέστερα στο θεατή, επιστεφόμενη από το καλύβι του μπάρμπα-Γεωργιού,
Θεός σχωρέσ' τον, του Κοψιδάκη, όπου όχι μόνο μια φορά γιόρτασες την
Πρωτομαγιά, παιδί, με γάλα και με σουβλιστό αρνί και με στεφάνια και με
λουλούδια, όταν ζούσε ο προς μητρός πάππος σου, ο μπάρμπ' Αλέξανδρος, Θεός
σχωρέσ' τον, ο Καρονιάρης, ο οποίος αγαπούσε να εορτάζει με μεγαλοπρέπεια την
Πρωτομαγιά, χορηγός αυτός, όχι μόνο για όλους τους γιους, τις θυγατέρες και τα
εγγόνια του, αλλά και για τα βαφτιστήρια του και τους
κουμπάρους του και για τις κόρες των κολληγισσών του ακόμη, τις οποίες επταετής
ήδη μπορούσες να ερωτεύεσαι, φανταζόμενος ότι τρέχεις πίσω απ΄ αυτές στους ορμίσκους, εκεί όπου λεύκαιναν τα
ρούχα και ότι κρύβεσαι μαζί τους στα άντρα, που τα πατούσε η θάλασσα, αφρίζουσα
από την πνοή του Βορρά, ονειροπολώντας την ευτυχία στους λευκούς και γλαφυρούς
κόλπους, με τις ολοβρόχινες και βυσιννόχρωμες τραχηλιές και στις κυανόφλεβες
και τορνευτές ωλένες με τις μακρές και κεντητές χειρίδες τους.Πρώιμα
όνειρα νεότητας ανυπόμονης, όπως η αμυγδαλιά που ανθίζει τον Ιανουάριο!Η
άλλη, η δυτική λοφιά, ήταν η Πλατάνα, μακρύτερα στο θεατή, ύπτια, ανακεκλιμένη,
σιγά-σιγά ανεβαίνοντας προς τις ψηλότερες κορυφές, της οποίας την υπώρεια περικαλλώς
κοσμεί ο Πύργος του Μετοχίου με τον ωραίο ναΐσκο του Αγίου Ιωάννου του
Θεολόγου.Όλα
αυτά τα έβλεπες αντίκρυ σου, σαν τέλεια εικόνα αριστοτέχνη αληθινή, από κει από
τη λίμνη από το λευκό σπιτάκι του μπάρμπα-Κωνσταντή του Μιτζέλου, καθώς και από
το ναυπηγείο, το οποίο φαινόταν απέναντι από δω από τη λίμνη.***
Όλη
η μακριά και πλατιά αμμουδιά, που απλωνόταν μεταξύ της λίμνης και του λιμανιού,
δεν είχε ούτε ένα κόκκο άμμου καθαρό από πριονίδια, ούτε ένα χαλίκι ελεύθερο
από τη γειτονία πελεκουδιού.Πόσα
δάση αγριόξυλων μεταμορφώθηκαν εδώ, από αμνημονεύτων χρόνων,
σε σκάφη με κατάρτια ψηλά, με μυριάδες οργιών σχοινιών και πανιών και πόσες
τέτοιες σκάφες θα κοιμόνταν τώρα τον ύπνο στα βάθη της Μεσογείου ή του
Ευξείνου! Δύο τέτοιοι σκελετοί φαίνονταν σήμερα να κείτονται προς την πλευρά,
αντίκρυ του ναυπηγείου, με τις σκωληκόβρωτες και μαυρισμένες σανίδες τους, με
τα σκουριασμένα καρφιά τους και τα διέχοντα στραβόξυλα, γυμνά μαδεριών, δια των
οποίων διέρρεε ελεύθερα η θάλασσα, φαίνονταν να χαμογελούν θλιβερά, με δόντια
χωρίς χείλια, σαν να λυπόνταν βλέποντας από κοντά την τόση μανιώδη μέριμνα και
μεταλλευτικότητα των ανθρώπων.Πόσα
χέρια ανθρώπων, πυρετωδώς εργασθέντα άλλοτε εδώ, δεν κείτονταν στα βάθη της
γης, πόσες κεφαλές, που είχαν εγκέφαλο, όσος θα αρκούσε, όπως έλεγε ένας γέρος
ναυτικός, «διά να παλαμίσει κανείς ένα καράβι ολόκληρο», δεν έθρεψαν αδηφάγα
κήτη στο βυθό του πόντου! Και όμως, ο γέρος εκείνος θαλασσινός, με την πικρή
ειρωνεία, είχε χάσει πρόσφατα το πλοίο και τους δύο γιους του από τρικυμία παρά
τον Μαλέα και τώρα, με τα γεράματά του και με τον τρίτο του γιο, παιδευόταν να
ναυπηγήσει άλλο πλοίο μεγαλύτερο, έρημος από τους κυριότερους βοηθούς του! Έτσι
η ανάγκη του βίου και η συνήθεια, δεσπόζουν των ανθρωπίνων πραγμάτων!Για
εκείνον, το νέο τούτο πλοίο, ίσως να ήταν, αν όχι ικανοποίηση, τουλάχιστον
παρηγοριά για το γήρας! Και έτσι θα εξακολουθούσε να διάγει τις τελευταίες
ημέρες του ο γηραιός θαλάσσιος λύκος, εωσότου θα ερχόταν ίσως ημέρα, κατά την
οποία η θάλασσα, το μέγιστο τούτο θηρίο, το οποίο επιμόνως προκαλούσε, θα τον
ανέρριπτε εξεγειρόμενη από τους κόλπους της έως το στερέωμα, όπως λέγει ο Βάυρων
και θα τον έπεμπε ολολύζοντα στους θεούς του, απορρίπτουσα αυτόν πίσω στη γη.«Εκεί ας κείται! — There let him lay»Κι
εξακολουθούσαν διαρκώς να ναυπηγούν πλοία και η τέχνη τελειοποιούταν και το
εμπόριο αύξανε. Κάθε ένας που ήθελε να ναυπηγήσει, είχε πρόθυμο σύμβουλο τον
καπετάν-Δημήτρη τον Κασανδριανό, με τη μακριά του τσιμπούκα με το κεχριμπαρένιο
στόμιο, ο οποίος είχε ιδεί και ακούσει πολλά στη ζωή του, ο μακαρίτης.Τις
μέρες του γήρατός του τις δαπανούσε παριστάμενος θεατής των ναυπηγούμενων
πλοίων, ερχόμενος κάθε απόγευμα με την τσιμπούκα του, με την μακριά
καπνοσακούλα του κρεμασμένη επί του τσόχινου επανωβράκου, για να καμαρώσει τους
κόπους και τις ελπίδες των άλλων και να παρηγορηθεί, γιατί, πεισθείς στις
απαιτήσεις των γιων του, ισχυριζόμενων ότι ήταν πάρα πολύ γέρος, είχε
παραχωρήσει σ΄ αυτούς την πλοιαρχία. «Σα
θα κάμετε το Σταυρό σας να κόψετε τον κερεστέ παιδιά, να κοιτάξετε καλά, πόσων ημερών
θα είναι το φεγγάρι . . . Κι
όντας θα σκαρώσετε, με το καλό, να ξετάζετε, που είναι ο αστέρας . . . Βάρδα
μπένε, να μη σκαρώσετε, μηδέ να το ρίξετε στο γιαλό, την ημέρα που είναι
'λιοτρόπι . . . ». Και
έδινε βραδύγλωσσος πολύτιμες οδηγίες στον πλοίαρχο, ως και τον πρωτομάστορη,
περί πάντων όσων που συντελούσαν στην επιτυχή ναυπήγηση ως και στην ευόδωση και
προκοπή του πλοίου. Όποιος δεν τον άκουε, τόσο χειρότερα γι’ αυτόν! Μερικοί
νεωτεριστές πλοίαρχοι δοκίμασαν να τον παρακούσουν και υπέφεραν σκληρά.***—Θυμάσαι,
υπήρχαν τότε τρία μεγάλα σκάφη κοντά το ένα με το άλλο που ναυπηγούνταν από τον
ίδιο αρχιναυπηγό. Θαυμάσιος άνθρωπος! Πώς μπορούσε να επαρκεί και τα τρία,
τρέχοντας από σκάφος σε σκάφος, μ' έναν πήχη στο χέρι, με μία στάθμη και μ' ένα
σκεπάρνι από τον αυχένα κρεμασμένο με τη λαβή επί του στήθους. Και ποια στρατιά
ανθρώπων τελούσε υπό τις διαταγές του!Ο
πλοίαρχος, οι βοηθοί του, οι πριονιστές, οι πελεκητές, οι μαραγκοί και οι
καλαφάτες. Δεν έλειπαν και οι γύφτοι, οι οποίοι είχαν ιδρύσει πρόχειρα μία
καλύβα πίσω από ένα έκαστο των σκαφών. Και με το καμίνι γεμάτο κάρβουνα, με
τους φυσητήρες, με τους άκμονες, με τους ραιστήρες και τις βαριές σφύρες τους,
έκοβαν, έκοβαν μεγάλα καρφιά, τζαβέττες. Τι φοβερός θόρυβος. Οι κτύποι του
ραιστήρα έπνιγαν τον έρρυθμο τριγμό του πριονιού, ο κρότος του σκεπαρνιού
κάλυπτε το γδούπο της ξύλινης ματσόλας, με την οποία κτυπούσε το στουπί ο
καλαφάτης και πάνω απ΄ όλους τους άλλους κρότους, δέσποζε ο βαρύς ροίβδος του
πελώριου ραιστήρα, με τον οποίο έμπηγαν τα χονδρά καρφιά και τους ξύλινους
ήλους, τις καβήλιες, στις στρογγυλές πλευρές του κολοσσιαίου σκάφους.Και
ψηλός, μεγαλόκορμος άνδρας, με ορθές τις πλάτες, με το κόκκινο πλατύ ζωνάρι,
συγκρατώντας τη μακριά σέλλα του βρακιού υπό τους βουβώνες του, είχε ανεβεί, ο
δαιμόνιος, ψηλά στην κουπαστή και ο ίσκιος του, μακρός κάτω από τις τελευταίες
ακτίνες του δύοντος ήλιου, μεγεθυνόταν τεράστια, με τα σκέλη να πέφτουν από κει
από τη λίμνη, επί των φυτών του Σικυώνα, ο δε κορμός αόριστα να κυμαίνεται επί
του ύδατος, και η κεφαλή να ζωγραφίζεται μεγαλοπρεπώς πέρα από τη λίμνη, προς
ανατολάς, στην υπώρεια του βουνού.Αυτός
ήταν ο πουργοτζής, έργο έχοντας να ανοίγει τρύπες. Υπερμέγεθες πισσωμένο
ζεμπίλι, κείμενο κάπου, ανάμεσα σε δύο βουβά, μεγάλα ξύλα, κάτω από την πρύμνη,
ήταν γεμάτο από τριβέλια διαφόρων μεγεθών, έως τρεις δωδεκάδες, εκ των οποίων
το μεν μικρότερο θα ήταν έως δύο σπιθαμές, το δε μεγάλο, βαρύ, ογκώδες, ήταν
σχεδόν τόσο, όσο το ανάστημα του κατόχου του.Τη
στιγμή αυτή, χειριζόταν ένα απ΄ τα μεγάλα τρυπάνια και έσκυβε, ο
θαυμάσιος, επί της κουπαστής, αιωρούμενος σαν σχοινοβάτης και
άνοιγε βαθιά κάθετη οπή σε μία των πλευρών του σκάφους.Ω,
της ακαταληψίας!***Αλλά
ο ήλιος κρύφτηκε ήδη στην κορυφή του ψηλού πετρώδους βουνού και ο ίσκιος του
πουργοτζή, χάθηκε και αυτός από την επιφάνεια του ύδατος και από την άμμο της
παραλίας.Οι
μάστορες, καθώς και οι πολλοί επισκέπτες, οι απογευματινοί περιπατητές, οι
οποίοι έρχονταν να συγκοπιάζουν και αυτοί με το βλέμμα στους ιδρώτες των άλλων
κι ενίοτε να τους χασομερούν με τις άκαιρες ερωτήσεις τους, διασκελίσαντες τα
παντού σκορπισμένα ανά το ναυπηγείο βουβά, δοκούς και στραβόξυλα, συνήχησαν
όλοι με συγκεχυμένο βόμβο γύρω από τη μικρή καλύβα του πλοιάρχου, που ήταν
γεμάτη τάκους και τεμάχια ξύλων και σπειρίδων με εργαλεία και κάποια ενδύματα και
κλινοσκεπάσματα, για να πιουν όλοι το τσίπουρο από μεγάλη χιλιάρικη φιάλη, με
το ίδιο ποτήρι όλοι.Μόνο
ο πελώριος καραβόσκυλος, ο δεμένος με τη στερεά αλυσίδα έξω από την καλύβα,
πίσω από την πρύμνη του μεγάλου σκάφους, εξέπεμπε απειλητικό υπόκωφο γρυλλισμό,
σαν να διέκρινε αυτός μόνος το βόμβο των κηφήνων από το βόμβο των μελισσών και
φαινόταν, αν του το επέτρεπαν, έτοιμος να εφορμήσει.Αλλά
ο πλοίαρχος, ο καπετάν-Γιωργάκης κάπως μορφωμένος, με τα μακριά αγκιστροειδεί
ξανθά μουστάκια του, το ηλιοκαές πρόσωπο και το μικρό ανάστημα, με μονοσύλλαβα
ανέκοπτε την ορμή του: «Πίσω
Τσούρμο! . . . κάτω, Τσούρμο!»Ο
Τσούρμος υπάκουε, αλλά μετά δυσκολίας και εξέφραζε τη λύπη του με
παρατεταμένους γαυγισμούς.Άρχισε
να κυκλοφορεί το ποτήρι της ρακής και οι ναυπηγοί όλοι και οι
περιπατητές, έλεγαν τις συνηθισμένες ευχές: Καλορίζικο! μάλαμα το καρφί τ',
καπετάνιο! Καλό πλέψιμο!»Την
τελευταία λέξη οι περισσότεροι την πρόφεραν κατά παραφθορά, πλέξιμο. Και ένας
περίεργος άνθρωπος με χονδρό άσχημο πρόσωπο, με παχύτατο μουστάκι επικείμενο
σαν στοιβιά στα μήλα των παρειών του ως τους οφθαλμούς, ημιναύτης και
ημιεργάτης και ημιεκφορτωτής, αυτός ήταν ο Αλέξανδρος Χάραυλος, ο ίδιος ο
οποίος πηδαλιουχώντας κάποτε σε μακρύ ταξίδι, κατά τη Μαύρη Θάλασσα, πάνω σε
μεγάλο πλοίο, τη νύκτα, ρωτήθηκε από τον πλοίαρχο, που περπατούσε κατά μήκος
του καταστρώματος από την πρύμνη ως την πρώρα:«Τι
έχεις, βρε Αλέξανδρε κι αναστενάζεις»; κι εκείνος απάντησε: «Συλλογίζομαι,
καπετάνιε, πως θα πληρώσουμε τόσα εκατομμύρια που χρωστάει το έθνος!».Αυτός
λοιπόν, ο Αλέξανδρος Χάραυλος, ολίγον πέραν του δέοντος αφελής, προσληφθείς για
να υπηρετεί στη ναυπήγηση του σκάφους, όταν ήλθε η σειρά του για να πιει και να
χαιρετίσει, πρόφερε από υπερβολική αδεξιότητα ως εξής την ανωτέρω σημειωθείσα
λέξη.—
Καλό μπλέξιμο καπετάνιο!Οι
άλλοι κάγχασαν, ο ξανθομούστακος πλοίαρχος συνοφρυώθηκε, ο
Τσούρμος σηκώθηκε στα πίσω πόδια και άφησε φοβερό γαύγισμα!Ο
αδελφός του πλοιάρχου, ο Δημήτρης ο Τσιμπήδας, σήκωσε το χέρι να αρπάξει από το
σβέρκο τον Αλέξανδρο το Χάραυλο και να του καταφέρει λίγους κονδύλους. Ο
καπετάν-Γιωργάκης τον εμπόδισε, αν και του κόστισε πολύ. Διότι όλοι οι
ναυτικοί και οι πλέον μορφωμένοι σχετικώς, δεν είναι απαλλαγμένοι από
δεισιδαιμονίες και προλήψεις.Πως
να μην είναι κανείς δεισιδαίμων, όταν «πολεμεί με το μεγαλύτερο θηρίο»,
όταν παλεύει με το άγνωστο και δεν ξέρει αν αύριο θα επιπλέει ή θα ποντισθεί,
αν θα είναι στην επιφάνεια ή στον πυθμένα; Ο πλοίαρχος αρκέσθηκε μόνο να πει οργισμένος.—
Δάκω τη γλώσσα σ', βρε στραβο - Χάραυλε . . . να μην αρπάξω τη
σαλαμάστρα, τώρα . . .Και
με δυσκολία πολλή εμπόδισε τον αδελφό του να μη τον κτυπήσει.***
Τις
μέρες του γήρατός του τις δαπανούσε παριστάμενος θεατής των ναυπηγούμενων
πλοίων, ερχόμενος κάθε απόγευμα με την τσιμπούκα του, με την μακριά
καπνοσακούλα του κρεμασμένη επί του τσόχινου επανωβράκου, για να καμαρώσει τους
κόπους και τις ελπίδες των άλλων και να παρηγορηθεί, γιατί, πεισθείς στις
απαιτήσεις των γιων του, ισχυριζόμενων ότι ήταν πάρα πολύ γέρος, είχε
παραχωρήσει σ΄ αυτούς την πλοιαρχία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.