Πέμπτη 30 Σεπτεμβρίου 2021

Ο Γαγάτος και τ΄ άλογο


Το διήγημα δημοσιεύτηκε το 1900
➖➖➖
Τη μετατροπή του κειμένου στην
καθομιλουμένη δημοτική
έκανε ο
Ιωάννης Δ. Γιαννούκος
⭐⭐⭐

Το πως είχε αποκτήσει τα χρήματα ο Κώστας ο Γαγάτος, ούτε αυτός ο ίδιος δεν ήξερε. Ίσως το ήξερε μόνο η μάννα του, η Μαγιάκω, η οποία είχε πέντε προγόνια και τρία ή τέσσερα δικά της παιδιά.
Και σαν πέθανε ο μακαρίτης ο σύζυγός της, αυτή διηγούταν ότι έβλεπε διάφορα όνειρα αποκαλυπτικά σχετικά με το μέλλον και την τύχη των τέκνων.
-Απόψ΄ είδα στον ύπνο μ΄, αχ Μαριώ μ΄, Μαριώ μ΄! (διηγείτο στην προγονή της την πρωτότοκο, ίση σχεδόν με αυτήν στα χρόνια) πως ήρθ΄ αφεντ΄ς σ΄ (δηλαδή ο πατέρας σου) και μου ’πε, αχ! Μαριώ μ΄! Πέντε παιδιά θα προκόψ΄νε, Μαριώ μ΄, Μαριώ μ΄!…
Και απαριθμούσε ποιες απ΄ τις αδελφές επρόκειτο να προκόψουν, κατά την αποκάλυψη την οποία της είχε κάμει στο όνειρο ο πεθαμένος.
Έπειτα έλεγε πάντοτε μεταξύ ποιητικού και πεζού λόγου και με ρυθμό, σαν να μοιρολογούσε και σείοντας την κεφαλή, σαν για να κρατεί το χρόνο:
Η στερημέν΄ η Φράγκισσα, η θυγατέρα μ΄…
Είχε μία θυγατέρα, η οποία αφού ξενιτεύτηκε με το σύζυγό της, που ήταν δημόσιος υπάλληλος, είχε αλλάξει την εγχώρια ενδυμασία, για τούτο η μητέρα της τη μισούσε ολόψυχα και την ονόμαζε, πάντοτε σχεδόν, «η Φράγκισσα».
-Η στερημέν΄ η Φράγκισσα, η θυγατέρα μ΄ κι ο αδελφός σ΄, 
ο γκαβούλιακας, ο Παναγής, πφου! στάχτ΄ κι κορνιαχτός!…
Όσον αφορά τον μοναχογιό της, τον Κώστα, αυτή όπως φαίνεται, είχε βοηθήσει στο να επαληθεύσει ο χρησμός.
Όταν ψυχομαχούσε ο γέρος, αυτή πήρε, όπως έλεγε
τουλάχιστον ο κόσμος, το μεγάλο κομπόδεμα, δηλαδή τη σακούλα με τις λίρες και το έριξε στο πηγάδι της αυλής, το οποίο είχε δύο ή τρεις σπιθαμές νερό. Μόλις δε ξεψύχησε 
ο πατέρας τους κι ενώ ο νεκρός ήταν ζεστός ακόμα, οι δε άλλοι γιοι του πεθαμένου, οι πρόγονοί της, έψαχναν να βρουν το κομπόδεμα, αυτή υπέδειξε στον Κώστα που είχε ρίξει τη σακούλα με τις λίρες.
Το πως ανέσυρε τη σακούλα από το πηγάδι ο γιος της, ούτε η γριά Μαγιάκω δεν το ήξερε, αν δηλαδή κατέβασε αρπάγη με σχοινί ή αν ο ίδιος κατέβηκε με σκάλα ή χωρίς σκάλα ή έδωκε βουτιά ή αν άδειασε το πηγάδι με την αντλία ή με τον κουβά, για να φανεί το κομπόδεμα στο βάθος. 
Αυτό μόνο ο Γαγάτος το ήξερε.
***
Ο Κώστας ο Γαγάτος τώρα ήταν μέγας και πολύς, τοκιστής στο χωριό, πότε 18 τοις εκατό, πότε 16 ή 15, τα σίγουρα και «το διάφορο κεφάλι».
Τα θαλασσοδάνεια, συνήθως 36 τοις εκατό, πάλι «το διάφορο κεφάλι».
Ήταν δε πρόθυμος να δανείζει και να ενθαρρύνει προς εργασία.
Άμα έβλεπε κάποιον χωρικό να έχει καλά κτήματα, τον κατάφερνε προσφερόμενος να του δώσει χρήματα, για να επεκτείνει την καλλιέργεια, άμα έβλεπε κάποιον άξιο βαρκάρη, πάλι ήταν πρόθυμος να του δώσει, για να ναυπηγήσει βρατσέρα ή γολετί ή κότερο.
Με αυτόν τον τρόπο, είχε φάγει τα κεφάλια πολλών, χωρικών ή θαλασσινών, ενώ αυτός δεν έχανε ποτέ του τίποτε, ούτε διάφορο, ούτε κεφάλι.
Αλλά ήταν και πράγματι «γερό κεφάλι» ο Κώστας ο Γαγάτος.
Αν με τη μέθοδο αυτή, δεν αποκτούσε δημοτικότητα, αν γινόταν μάλλον λαομίσητος, πεντάρα δεν έδινε. Αρκούσε να μη χάσει τα χρήματα. Ήξερε πολύ καλά, ότι κάθε τοκογλύφος, αρκεί να έχει φιλοδοξία - και ποιος δεν έχει;- θα έλθει ημέρα, ώρα, ψυχολογική στιγμή, οπού θα γίνει σύμβουλος, δήμαρχος ή και βουλευτής, αρκεί να το θέλει. Ήξερε ότι, όσο μισείται κάποιος, τόσο φοβερός και σημαντικός γίνεται, αλλά όταν φανεί ανάξιος και «μπόσικος» και του φάνε οι άλλοι τα λεπτά, τότε στο τέλος περιφρονείται και «τύφλα» του φωνάζουν όλοι.
Με αυτή τη μέθοδο που αναφέραμε, είχε καταφέρει και το
Γιάννη τον Περιβόλα, που είχε αλογόμυλο, να πουλήσει ένα παλιό άλογο που είχε και να αγοράσει νέο, τον δάνεισε δε τριακόσιες δραχμές.
Τον πρώτο χρόνο, ο Γιάννης ο Περιβόλας, του πλήρωσε όλον τον τόκο, προς 16 τοις εκατό και μέρος του κεφαλαίου. Το δεύτερο χρόνο δεν ευκολύνθηκε να δώσει τίποτε από το κεφάλαιο, μόνον ήθελε να δώσει ακριβώς τον τόκο του υπολειπόμενου κεφαλαίου.
Ο Γαγάτος του είπε: «Φέρ΄ εσύ κι εγώ τα σβήνω, κάνουμε καλά».
Πήρε τα δύο εικοσιπεντάρικα, τα οποία κρατούσε στα χέρια ο άνθρωπος, ζητώντας να λάβει τα ρέστα και ο Γαγάτος του έδωκε μόνο δύο δραχμές, κρατώντας 48 απέναντι ακεραίου του κεφαλαίου, ενώ δικαιούταν να λαμβάνει μόνο για το υπολειπόμενο κεφάλαιο.
Τον τρίτο χρόνο, πάλι ο Περιβόλας μπόρεσε να δώσει μέρος του κεφαλαίου και ο Γαγάτος είπε, ότι τα σβήνει κι ας μην ανησυχεί, κτλ. Τον τέταρτο χρόνο, ο Περιβόλας μόνο τόκο έδωσε «κουτουρού», επειδή δεν ήξερε «πόσα κάνει».
Τον πέμπτο και έκτο χρόνο είχε πέσει δυστυχία, αφορία μεγάλη κτλ. Ασθένειες και θάνατοι και γέννηση διδύμων είχαν ενσκήψει στην οικία του Περιβόλα.
Ο άνθρωπος δεν μπόρεσε να δώσει ούτε τόκο.
Ο Γαγάτος τον είχε τυλίξει, σε τρόπο ώστε να μη γνωρίζει πλέον πόσα χρωστούσε και πόσα είχε πληρώσει. Άρχισε δε να τον πιέζει, απαιτώντας την πληρωμή τόκου και κεφαλαίου, αλλά εκείνος δεν είχε, ούτε ήταν εύκολο να δανεισθεί. Τέλος ο Γαγάτος του εκκίνησε αγωγή, απαιτώντας τους τόκους δύο ετών και ολόκληρο το κεφάλαιο.
Ο Κώστας, ενώ εξωδίκως έλεγε ότι «τα σβήνει», ότι τα έχει σημειωμένα στο κατάστιχό του, κτλ., στο δικαστήριο, μόνο το ομόλογο παρουσίασε και μόνο τους τόκους των τεσσάρων ετών αναγνώρισε ότι είχε λάβει.
Δεν άργησε να εκδοθεί απόφαση «εκτελεστή».
Την άλλη ημέρα, ο Ανδρέας της Βασιλικής, δικαστικός κλητήρας, φουστανελοφόρος, μαζί με τον τρίτο πάρεδρο κτλ., προέβησαν στην κατάσχεση του αλόγου του Περιβόλα.
Το άλογο ήταν ακμαίο ακόμη. Ήταν ξεκούραστο από ημερών και δεχόταν αναβάτη, επειδή τα αλέσματα στο μύλο, κριθάρια ή καλαμπόκια, ήταν σπάνια εκείνη τη χρονιά.
Ο Γαγάτος, αν το πουλούσε, θα έπιανε βεβαίως τα χρήματα, αλλά δεν ήθελε να το πουλήσει. Το ήθελε για τον εαυτό του.
Είχε κτήματα πολλά και φάμπρικες και ελαιοτριβεία ο Γαγάτος.
Το πήρε στην δικαιοδοσία του ο γιος του Γαγάτου, ο Θοδωρής, ο οποίος άλφα δεν είχε μάθει, ούτε σε άλλο τίποτε ήταν χρήσιμος, μόνο είχε μανία να τρέχει με τα ζώα, σαν αγωγιάτης, να χορταίνει  την καβάλα, να ατακτεί και να ωρύεται τη νύκτα στα λιβάδια, ενίοτε και στους δρόμους της πολίχνης.
Ήταν πλασμένος για να γίνει ονηλάτης.
Ο Θοδωρής το πήρε. Το κοίταξε, το καμάρωσε, το χάιδεψε και είπε:
-Μωρέ, κελεπούρι!… τεφαρίκι!… βρε, πλιάτσικο.
Το καβαλίκεψε θριαμβευτικά και πήγε να το βοσκήσει.
Το πότισε. Πάλι το βόσκησε. Το καβαλίκεψε πάλι, το πηλάλησε.
Το καμάρωνε, σαν καινούργιο κόσκινο, δεν ήξερε τι να το κάμει, του φαινόταν ως λεία, ως λάφυρο, ως εύρημα, ως έρμαιο, ως κειμήλιο, ως θεόπεμπτο, ως ουρανοκατέβατο, ως μυθώδες πράγμα.
Το βράδυ επέστρεψε νύκτα και το έκλεισε στο στάβλο, τον συνεχόμενο με το ελαιοτριβείο του πατέρα του, μέσα σε μεγάλο αυλόγυρο με ψηλό περίβολο.
Το πρωί το ζώο βρέθηκε νεκρό. Τι είχε πάθει; Από ποια τάχα αφορμή;
Ένας γέρος, ο οποίος ήταν ο εμπειρικός κτηνίατρος του τόπου, αποφάνθηκε:
«Αν δεν είναι από αβασκαμό, θα έσκασε απ’ το κακό του, γιατί άλλαξε αφέντη».
 
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης

Τετάρτη 29 Σεπτεμβρίου 2021

Ο Ανάκατος


Το διήγημα δημοσιεύτηκε το 1910
➖➖➖
Τη μετατροπή του κειμένου στην
καθομιλουμένη δημοτική
έκανε ο
Ιωάννης Δ. Γιαννούκος
⭐⭐⭐

Κάθε Κυριακή, έσμιγαν πάντοτε, ο καπετὰν Πέρρος της Κωσταντούς κι ο Μήτρος ο Σπανός. Τρίτος ερχόταν συχνά και τους έκανε συντροφιά ο γέρο-Μπουλατζάνας.
Ανταμώνονταν συνήθως στην ταβέρνα του Σμυρνιού του Κορδωμένου, όπου άρχιζαν τις συνηθισμένες σπονδές,
αμέσως μετά την απόλυση της λειτουργίας. Κατόπιν συνέχιζαν τις διαχύσεις στο διπλανό μαγαζί του Αλέξη του Κρητικού, ακολούθως στου Νικολού του Κουρκούμπα. Τέλος, λίγο πριν το μεσημέρι, επέστρεφαν πάλι στου Σμυρνιού, για να τελειώσουν από κει που άρχισαν.
Ο Πέρρος της Κωσταντούς, που το παρατσούκλι του ήταν Τουρκανάκατος, τον παλαιό καιρό είχε αποκτήσει μία γολέτα, κατόπιν ξέπεσε σε βρατσέρα. Ήταν πολὺ δραστήριος και επίμονος άνθρωπος.
Όλα τα πράγματα έπρεπε να γίνονται όπως τα ήθελε αυτός.
Μία φορά που είχε ξενυχτίσει πίνοντας, το χειμώνα στο ύπαιθρο, μπήκε στο νάρθηκα της εκκλησίας τον άφρακτο και, ίσως γιατί νύσταξε, του ήλθε να μπει μέσα στο ξυλοκρέβατο, το οποίο είχε αφιερώσει ο γέρο-Πανάς, για να εκφέρονται οι αποθνήσκοντες από το σπίτι τους μέχρι το ναό και τον τάφο, όπου είχε κατατεθεί η σορός του νεκρού, μάλλον γιατί ήθελε να σκιάξει τον παπά, που θα ερχόταν νύκτα - ξημέρωνε Δευτέρα - να σημάνει την καμπάνα και να ανοίξει την εκκλησία, για να ψάλει τον όρθρο.
Σκαρφάλωσε λοιπόν ενάμιση μπόι ψηλά στον τοίχο, που βρισκόταν επάνω σε εξέχοντες από τον τοίχο πασσάλους 
το μεγάλο φέρετρο, ξάπλωσε μέσα σ΄ αυτό κι έκαμε τον πεθαμένο. Ο παπάς έφθασε, αλλά δεν τρόμαξε και πολύ, όταν είδε το αλλόκοτο θέαμα, έκαμε το σταυρό του και κοίταξε με μικρό φόβο και με πολλή απορία.
Τότε αμέσως έτυχε και ο Πέρρος ανέπνευσε δυνατά, φταρνίσθηκε, στέναξε. Ο παπάς τον αναγνώρισε, έκαμε και πάλι το σημείο του σταυρού, και είπε:
«Τι; Ζωντανός βρικολάκιασες; Σε καλό σου, καπετὰν Πέρρο».
Ο Πέρρος, καθ᾿ όλα τα φαινόμενα, ήταν φίλος του παπά, γιατί αυτός, όταν ο πρώτος ήθελε να παντρέψει την κόρη του με ένα χηρευόμενο, ο οποίος ήταν συγχρόνως τρίτος θείος της νύφης (απείχε επτά βαθμούς εξ αίματος) και επίσης η μακαρίτισσα η συμβία του ήταν δεύτερη εξαδέλφη της μελλόνυμφης (έξι βαθμούς εξ αγχιστείας), τότε ο ιερέας αυτός, ως ενορίτης της οικογένειας έδωκε «εγγυητικόν», ότι ο γάμος δεν κωλύεται.
Ο επισκοπικός επίτροπος, γελάστηκε και εξέδωκε άδεια γάμου.
Αλλά ήταν απλοϊκός και δεν ήξερε καλά αν επιτρεπόταν ή κωλυόταν το συνοικέσιο. Η νέα «οικονομία», την οποίαν είχε κάμει διὰ τοπικής Συνόδου, περὶ τα τέλη του ΙΗ´ αιώνος, ο Οικουμενικός Πατριάρχης Σαμουήλ ο Χαντζερής, επέτρεπε το γάμο στο βαθμό τούτο, οι παλαιές διατάξεις τον απαγόρευαν.
Άλλοι είπαν, ότι ο αείμνηστος εκείνος, επειδή ίσως ήταν Φαναριώτης αυτός και καθότι οι Φαναριώτες, φιλοτιμούμενοι να μιμούνται τους «πρίγκιπας» της Δυτικής Ευρώπης, συνήθιζαν τέτοιες αιμομιξίες μεταξύ τους, για τούτο, έλεγαν, έκαμε τη Σύνοδο εκείνη ο Σαμουήλ, για ευκολία και κάλυψη και χάρη των Φαναριωτών.
Ας με συγχωρήσουν οι σκιές, διότι μνημόνευσα όλα τούτα.
- Ο παπ᾿ Αλέξανδρος λοιπόν, αφού βρέθηκε στο δίλημμα τούτο, διαβάζοντας το Πηδάλιον και μην εννοώντας αυτό, επιθυμούσε να φυλάξει τα παλαιά και ήθελε να αποφύγει τις καινοτομίες.
«Πάντα τα καινοτομηθέντα και τα μετά ταύτα πραχθησόμενα, ανάθεμα τρις», είχε θεσπίσει η Ζ´ Οικουμενική.
Άκουγε λόγια, εισηγήσεις από δω κι από κει και καταρχάς έδωκε άδεια, έπειτα μεταμελήθηκε κι έστειλε έγγραφο και την ανακαλούσε, απαγόρευε δηλαδή το γάμο.
Με δύο αστακοουρές και με μία νταμιτζάνα μοσχάτου, το ζήτημα θα μπορούσε να λυθεί ευνοϊκά στην έδρα της επισκοπής (επειδή τότε ακόμη δεν είχε ακριβύνει, συν τοις άλλοις και η σιμωνία και δεν είχαν διορίσει οι «δεσποτάδες», ανά το θεόσωστον βασίλειον, πρωτοσύγκελους εργολάβους, οι οποίοι να απαιτούν εκατοστάρικα σε κάθε τέτοια περίπτωση).
Αλλά, απείχε πολὺ η πρωτεύουσα από το νομό και τα συμπεθερικά ήταν έτοιμα, ο μπακλαβάς είχε ψηθεί και η νύφη ήταν στολισμένη.
Ο εφημέριος λοιπόν χαριζόμενος, ή πιεζόμενος, δεν άνοιξε το δεύτερο έγγραφο και προέβη τολμηρά στην τελετή του γάμου. Την επομένη, βρίσκει ο καπετὰν Πέρρος τον επίτροπο του Δεσπότη και του λέγει με υπερφίαλο θράσος: 
«Κόπιασε, δέσποτα, να εκτιμήσεις…»
* * *
Είχε περάσει χρόνος κι ενώ ο Πέρρος δεν έπαψε να μνησικακεί κατά του επιτρόπου, παράδοξα και απίστευτα όμως, είχε αρχίσει να μη χωνεύει πολὺ και τον άλλον, τον παπά-Σταμέλο, ο οποίος τέλεσε με δική του ευθύνη το γάμο.
Γιατί αργά του ήλθε η γνώση κι έλεγε, καθώς είχε ακούσει, ότι
«τέτοια ανδρόγυνα δεν προκόβουν».
Το βέβαιο είναι ότι τα προικιά του φάνηκαν πολλά κι ένα μαγαζί, κτήμα του, το οποίο είχε υποσχεθεί προφορικά, προσπαθούσε, αθετώντας το λόγο του, να το πουλήσει, για να οικονομηθεί ο ίδιος.
Οπότε υπήρχε μεγάλη δυσαρέσκεια μεταξύ του γαμπρού, του πεθερού και της κόρης του. Για τούτο και ο παπάς εκείνος του φαινόταν ως εχθρός. Και άρα μπήκε στο ξυλοκρέβατο των νεκρών για να τον τρομάξει.
Αλλά και με το συμπέθερο, το γέρο-Καλοειδή, δεν τα είχε καλά.
Αυτός ήταν από πατέρα θείος του γαμπρού και νόμιζε ότι είχε δικαίωμα να είναι στο «ποδάρι του πατέρα», του πεθαμένου αδελφού του.
Ο γέρο-Καλοειδὴς ήταν επίσημο πρόσωπο. Είχε πάει σε πρεσβεία εκ μέρους των κατοίκων του νησιού, κατά τα έτη του Αγώνος και πλησίον του Καπετὰν Πασά και στην Ύδρα και στο Ναύπλιο.
Είχε μιλήσει με το Λάζαρο Κουντουριώτη, ο οποίος του είπε:
«Εσὺ είσαι νοικοκύρης». Αυτόν λοιπόν, τον τόσο σεβάσμιο προεστό του τόπου, όταν λογομάχησαν μία των ημερών, έξω από το μαγαζί του Κρητικού, ο Πέρρος, πολὺ νεότερος και εύρωστος, τον άρπαξε από τα γόνατα, τον έριξε στο έδαφος και τον έσυρε εκατό και πλέον βήματα τον κατήφορο, προς την παραλία, μέχρι την αποβάθρα, για να τον ρίξει στη θάλασσα.
Και μόλις παρενέβησαν οι παρευρεθέντες και απάλλαξαν τον άνθρωπο απ΄το παράκαιρο βάπτισμα. Ευτυχώς, όταν συνέβη τούτο, είχε γίνει ο γάμος προ πολλού και το ανδρόγυνο ήταν «στερεωμένον» πλέον, όσον και αν του κακοφάνηκε του γαμπρού για το πάθημα του θείου του.
* * *
Ο μόνος με τον οποίο τα ταίριαζε ο καπετὰν Πέρρος, ήταν ο Μήτρος ο Σπανός και κατά δεύτερο λόγο ο γέρο Μπουλατζάνας.
Είχαν τόσες αγάπες, ώστε ενώ σχεδόν κάθε Κυριακή μάλωναν μεταξύ τους, την άλλη Κυριακή ανελλιπώς έσμιγαν.
Αφού έφερναν τη συνηθισμένη βόλτα στα άλλα καπηλειά, επέστρεφαν τελειωτικά στου Σμυρνιού, για να επισφραγίσουν τις ρευστές θυσίες.
Εκεί λοιπόν ο Πέρρος, άρχιζε πολλά λόγια, τόσα πολλά, ώστε δεν είχε τελειωμό πλέον και δεν άφηνε υπόθεση που να μην τη θίξει, πηδώντας άτακτα απὸ θέμα σε θέμα, αλλά και δεν επέτρεπε την ελάχιστη διακοπή, όπως όλοι οι ρήτορες. 
Τότε ο Σπανός, ο οποίος ήθελε και αυτός να πει σχεδόν άλλα τόσα, έχανε την υπομονή του.
― Μα όλα εσύ τα ξέρεις, διάολε!…
― Σώπα! σκάσε! έκραζε με έξαψη ο Πέρρος. Σου είπα, δεν θέλω να μιλείς.
― Μπράβο! στοιχειό είσαι να μου πάρεις τη μιλιά μου;
Το λοιπόν, όπως θέλεις εσύ θα γίνεται;
― Αμμὴ πως; Όπως σ᾿ αρέσει εσένα; Και τι ξέρεις εσύ, βρε Σπανέ;
― Α, εσύ τα ξέρεις όλα; Μπα, είσαι ζόρικος, δεν υποφέρεσαι πλια.
― Αν δεν σ᾿ αρέσω, δείξε μου την πλάτη σου, βρε Σπανέ.
― Μωρὲ σκάσε, βρωμόσκυλο! αγαρηνὸ σκυλί, που μυρίζεις χασανιές.
Σε τέτοιες περιφράσεις κατέφευγε ο Σπανὸς επάνω στην αγανάκτησή του, μη θέλοντας να πει το καθαυτό επίθετο, το «Τουρκανάκατε», με το οποίο αποκαλούσαν συνήθως τον Πέρρο, επειδή και του Σπανού άναβε το αίμα του με το ρευστό πυρ, το οποίο άφθονα έπινε, όπως άναβε και του φίλου του.
Τότε ο Πέρρος, μη βρίσκοντας πλέον επίθετο για να στολίσει το Σπανό, εύρισκε πρόχειρο το ρακοπότηρο μπροστά του, πάνω στο τραπέζι, το άρπαζε και το έριχνε κατὰ της κεφαλής του Μήτρου. Συγχρόνως ο Σπανὸς σήκωνε ένα σκαμνί ή καρέκλα για να αμυνθεί και αν δεν απέτρεπε το κτύπημα, το έκοβε όμως και το μετρίαζε κάπως. Άλλωστε το κρανίο του φαινόταν να είναι πολὺ παχύδερμο και σχεδόν δεν αισθανόταν τον κτύπο.
Κατόπιν ο Πέρρος, άρπαζε τη ράβδο του γέρο-Μπουλατζάνα και την κατάφερνε κατά της κεφαλής του Σπανού.
Τότε ο γέρος σηκωνόταν με τραγική στάση και άπλωνε τα χέρια προς τους μαχόμενους.
― Για όνομα Θεού, τ᾿ αδέρφια!… Πώς κάνετ᾿ έτσι, βρε παιδιά;
Σας πρέπει εσάς να δέρνεστε μες στο καπηλειό, σαν νά ᾽στε χαλκοδέρες, τσουπλακιές… κουλελέδες;
―Εσύ είσαι τσουπλακιά, χαλκοδέρα, βρε παλιάνθρωπε, του απαντούσε ο Πέρρος. Σε ποιον μιλείς έτσι και μου κορδώνεσαι… θα ντραπώ τα μούτρα σου γλέπεις!
― Πώς με προσβλήνεις έτσι, καπετὰν Πέρρο; έλεγε ικετευτικά ο Μπουλατζάνας. Εγὼ δεν σας είπα λόγο βαρύ… Πολεμώ να σας ειρηνέψω.
― Καλύτερα ειρήνευε κι άφησέ τους να πολεμούν, είπε μία φορά ο οινοπώλης.
― Καλά σου τα λέει γέροντα ο καπετὰν Πέρρος, έκραζε ο Σπανός. 
Αφού εμάς μας αρέσει να μαλώνουμε, τι ανακατώνεσαι συ;
Ενώ έλεγε αυτά ο Μήτρος, συγχρόνως έτρωγε δύο ή τρεις ραβδισμούς στο κρανίο και άλλους τόσους στους ώμους και τα πλευρά.
Αλλά όμως γελώντας και πολύ επιδέξια, του στραμπούλιζε το χέρι και του αποσπούσε τη ράβδο και την ύψωνε κατὰ του Πέρρου.
Αυτός οπισθοχωρούσε λίγα βήματα και άρπαζε μία φιάλη γεμάτη οινόπνευμα απὸ το κυλικείο. Αλλά τότε έσπευδε να επέμβει ο οινοπώλης.
―Ε! γέρο-Πέρρο, τις μποτίλιες δεν τις έχω για τους παλαβούς, τις έχω για τους γνωστικούς.
Ο Σμυρνιὸς έπαιρνε τη φιάλη απὸ τα τρέμοντα χέρια του Πέρρου.
― Και μας έχεις για παλαβούς εμάς; έκραζε ο Σπανός.
― Βρίσε μας και συ βρε Σμυρνιέ, φώναζε ο Πέρρος, που ήρθες να χορτάσεις και συ ψωμί στο στραβό το χωριό μας! θα πω το καϊκάκι που σ᾿ έφερε και σένα.
Ο Πέρρος έλεγε αυτά για να πει κάτι και να μην υποχωρήσει απότομα, σαν θρασύδειλος σκύλος που εξακολουθεί, ακόμη και μετά το ξύλο, να γαυγίζει. Ο Σπανὸς έτριβε τα χέρια του και έξυνε το κεφάλι του.
Ο Μπουλατζάνας έφερνε βόλτα κοντά στην πόρτα και ήταν έτοιμος να δώσει το σημείο της φυγής. Από την πόρτα αυτή, όπως και από τα δύο παράθυρα της προσόψεως, εμφανίζονταν κεφάλια παιδιών.
Όλα τ᾿ αγυιόπαιδα της αγοράς, είχαν συγκεντρωθεί για να δουν και να απολαύσουν τον καυγά. Στην επάνω πόρτα, την προς τον δρόμο της αγοράς, φαίνονταν μανδηλωμένα κεφάλια και λεία άτριχα μούτρα που κοίταζαν κρυφά. Ήταν γυναίκες, που είχαν ακούσει το θόρυβο και κατέβηκαν απὸ τ᾿ ανώγεια ή βγήκαν από τα χαμόγια για να δουν τι συμβαίνει πάλι.
Ο Σμυρνιὸς ο κάπηλος, αφού έριξε μία κανάτα νερό και περιέλουσε τους μικρούς μάγκες, για να τους τρέψει σε φυγή, ερχόταν επίκουρος στον γέρο Μπουλατζάνα.
― Δεν θά ᾽χουμε σαματά και μαζώματα κάθε λίγο δω μέσα. Πηγαίνετε στα σπίτια σας να μαζωχτείτε, είναι μεσημέρι καπετὰν Πέρρο.
Ο Πέρρος, καθώς απομακρυνόταν, έριχνε την αποστροφή αυτήν προς το Μήτρο, που έφευγε προς άλλη διεύθυνση:
― Να φχαριστάς που είσαι σπανός βρε παλιάνθρωπε, γιατὶ αν είχες μουστάκια, θα σου τα μαδούσα, καημένε, τρίχα, τρίχα.
* * *
Αλλά η γριά Βαρσάμω, μία πολύπαθη γειτόνισσα, διατύπωσε τον επίλογο ως εξής:
―Αχ, τι λογάτε, τι θάμα! Κάθε Κυριακή να δέρνονται και κάθε Κυριακή νά ᾽ναι πάλι αγαπημένοι!
 
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης

Τρίτη 28 Σεπτεμβρίου 2021

Ο Αμερικάνος


Το διήγημα δημοσιεύτηκε το 1891
➖➖➖
Τη μετατροπή του κειμένου στην
καθομιλουμένη δημοτική
έκανε ο
Ιωάννης Δ. Γιαννούκος
⭐⭐⭐

Του Δημήτρη του Μπέρδε το μαγαζί, έμοιαζε το βράδυ εκείνο, με βάρκα, κατά τα φαινόμενα φουρτουνιασμένη, που έπλεε δεξιά και αριστερά με τον καιρό, κτυπημένη από τα κύματα στη μία πλευρά, με το νερό να εισδύει από την κουπαστή και να ραντίζει τους δυστυχείς επιβάτες, όπου ο κυβερνήτης και ο ναύτης του φαίνονται απασχολημένοι, δίνοντας και λαμβάνοντας προστάγματα σε ακατάληπτη γλώσσα, ο μεν υπεύθυνος να χειρίζεται μετά βίας το πηδάλιο, ο δε λύνοντας και δένοντας τα ιστία, βοηθώντας με το κουπί του και  όλοι μαζί να τρέχουν από την πρύμνη στην πλώρη, καταφοβίζοντας τους ποιο άπειρους απ’ τους επιβάτες, οι οποίοι βρεχόντουσαν από το αφρισμένο κύμα, οσφραινόμενοι και γευόμενοι την άλμη της θάλασσας.
Ξημέρωναν τα Χριστούγεννα και ο καθένας από τους πελάτες επιθυμούσε να κάμει τα ψώνιά του. Ο κυρ Δημήτρης ο Μπέρδες, έτρεχε εμπρός, πίσω, κερνούσε νοθευμένα τους πελάτες, πουλούσε ξίγκικα στους αγοραστές, με την τρικυμία σκορπισμένη στην όψη και τη γαλήνη ταμιευμένη στην καρδιά, γοητευμένος από τις φωνές των θαμώνων, ενθουσιασμένος από τον κρότο των κερμάτων, που έπεφταν από την επάνω τρύπα, όπως τα πουλιά στην παγίδα, στο καλά κλειδωμένο συρτάρι του.
Το παιδί, ο δεκαπεντάχρονος Χρήστος, ανεψιός του εξ αδελφής, δεν πρόφταινε να γεμίζει φιάλες απ’ το βαρέλι, να κακοζυγίζει βούτυρο απ’ το πιθάρι, να βγάζει μέλι απ’ το ασκί, με την ποδιά ψηλά στο στήθος δεμένη και ξελαρυγγιαζόταν να φωνάζει «αμέσως!» σε οκτώ διαφορετικούς τόνους και ύψη, λέξη την οποία με τον καιρό είχε κατορθώσει να κολοβώσει σε «αμές!» έπειτα να το συντμήσει σε «μες!» και τέλος να το απλοποιήσει  σε «ες!»
Σε μία γωνία του μαγαζιού, μια παρέα από πέντε άνδρες
κάθονταν κι έπιναν τη μαστίχα τους, πριν διαλυθούν και πάνε στα σπίτια τους  για το δείπνο.
Ήταν όλοι εμποροπλοίαρχοι του τόπου, που περίμεναν την κατάδυση του Σταυρού για να αποπλεύσουν και καλωσόριζαν ένα συνάδελφό τους εκείνο το βράδυ, που έφτασε αισίως με τη σκούνα του, τον καπετάν Γιάννη τον Ιμβριώτη.
Έκαμαν όλοι με τη σειρά τα μουσαφιρλίκια, έπειτα ο καπετάν Γιάννης, θέλησε και αυτός να τους κάμει τα σαλαμετλίκια. Μετά κάθε ένας απ’ τους φίλους προθυμοποιήθηκε να κάμει για δεύτερη φορά τα μουσαφιρλίκια και πάλι ο καπετάν Ιμβριώτης ξανάκανε τα σαλαμετλίκια.
Έως εδώ βρίσκονταν και μιλούσαν ζωηρά περί πραγμάτων του επαγγέλματός τους, περί ναύλων, κεσατίων, περί σταλίας, περί φορτώσεων κι εκφορτώσεων, περί ναυαγίων και αβαριών. Ο καπετάν Γιάννης διηγείτο λεπτομερώς τα του τελευταίου ταξιδιού του και είπε ότι, χωρίς να φταίει, λόγω δυστροπίας των τουρκικών αρχών, αναγκάσθηκε να παραμείνει επί ημέρες στο Βόλο, όπου είχε προσεγγίσει για μερική εκφόρτωση.
-Α! δεν σας είπα και ένα γιουλτζή που πήρα απ’ το Βόλο, είπε.
-Επήρες κανέναν επιβάτη απ’ το Βόλο; ρώτησε ένας απ’ τους φίλους του.
-Δε θέλησε να ξεμπαρκάρει, έμεινε μες στη σκούνα. Του είπα να τον πάρω μ’ σαφίρη στο σπίτι και δε θέλησε.
-Και για πού πάει;
-Έως εδώ, κατά το παρόν. Τον ρώτησα, δε θέλησε να μου πει.
-Και τι δουλειά έχει εδώ;
-Τι άνθρωπος είναι;
-Πώς σου φάνηκε; διασταυρώνονται οι ερωτήσεις των πλοιάρχων.
Είναι άνθρωπος που έχει ξουραφισμένο το μουστάκι και τα γένια κι έχει αφημένες μόνο τρίχες από κάτω απ’ το σαγόνι και στο λαιμό. Μου φάνηκε σαν Εγγλέζος, σαν Αμερικάνος, μα όχι πάλι σωστός Εγγλέζος ούτε σωστός Αμερικάνος, τα λίγα λόγια που μου είπε ρωμέικα, τα είπε μ’ έναν τρόπο δύσκολο και συλλογισμένο, όχι και πολύ ξενικό, σαν να ήξερε μια φορά ρωμέικα και τα ξέχασε.
Τις περισσότερες φορές συνεννοηθήκαμε, με κάτι λίγα ιταλικά που ξέρω κι εγώ.
-Σου είπε τ’ όνομά του;
-Στα χαρτιά τον πέρασα ως Τζων Στόθισον, με αμερικάνικο πασαπόρτι.
Τη στιγμή εκείνη, ο καπετάν Γιάννης, ο οποίος καθόταν με την πλάτη  στον τοίχο, βλέποντας προς την πόρτα, ξαφνικά φώναξε:
-Α! να τος!
Όλοι στράφηκαν προς την πόρτα.
Είχε εισέλθει άνθρωπος ψηλός, καλοφορεμένος, ως σαράντα πέντε ετών, ωραίος, ανοιχτοπρόσωπος, ξυρισμένο μουστάκι και γένια, εκτός από λίγες τρίχες κάτω από το πηγούνι και προς το λαιμό, με παχιά χρυσή καδένα στο στήθος, απ’ την οποία κρεμόταν μικρό εγκόλπιο και μερικοί βόλοι χρυσού. Ποιας φυλής, ποιου κλίματος ήταν, δύσκολα μπορούσε να υποθέσει κάποιος. Φαινόταν σαν να απόκτησε κατά κάποιον τρόπο επίχρισμα επί του προσώπου του, σαν μια προσωπίδα κάποιου άλλου κλίματος, ευζωίας και πολιτισμού, κάτω απ’ την οποία κρυβόταν η αληθινή καταγωγή του. Βάδιζε με βήμα αβέβαιο, ρίχνοντας βλέμμα ακόμα αβεβαιότερο προς τα γύρω απ’ αυτόν πρόσωπα και πράγματα, σαν να προσπαθούσε να κατατοπισθεί που ήταν.
* * *
Ενώ πριν από τη δύση του ήλιου αρνήθηκε, όπως έλεγε ο πλοίαρχος Ιμβριώτης, ν’ αποβιβασθεί στην πολίχνη, άμα νύχτωσε παρακάλεσε το ναύτη που είχε μείνει στο πλοίο, ο οποίος, επειδή δεν ήταν ντόπιος, δεν είχε που να πάει κι έμεινε φύλακας της σκούνας, να τον αποβιβάσει στην ξηρά. 
Ο ναύτης υπάκουσε.
Ο ξένος άφησε την αποσκευή του, αποτελούμενη από τρεις μεγάλες κασέλες, στο θάλαμο της πλώρης και εξήλθε.
Άμα αποβιβάσθηκε, βρέθηκε στην παραθαλάσσια αγορά και κοίταξε δεξιά-αριστερά, σαν να μη γνώριζε που βρισκόταν. Έξω στο ύπαιθρο, άνθρωποι δεν ήταν, γιατί ήταν δριμύ ψύχος με τα βουνά χιονισμένα ολόγυρα.
Ήταν 24 Δεκεμβρίου 187… Κοίταξε μέσα σε δύο ή τρία καπηλειά και καφενεία, έπειτα σε δύο εμπορικο-παντοπωλεία διφυή, όπως συνηθίζεται στα χωριά. Αλλά δε φάνηκε ευχαριστημένος, σαν να μην τα αναγνώριζε κι εξακολούθησε το δρόμο του. Ανέβηκε στη μικρή πλατεία, μπροστά από το ναό των Τριών Ιεραρχών. Εκεί φάνηκε ότι αναγνώρισε το μέρος και δεν έκαμε το σταυρό του, άμα είδε την εκκλησία, αλλά στο σκοτάδι έβγαλε το καπέλο του και πάλι το φόρεσε, σαν να συνάντησε παλιό φίλο και τον χαιρετούσε. Έπειτα κοίταξε αριστερά, είδε το μικρό οινοπαντοπωλείο του Μπέρδε και πλησίασε. Στάθηκε για λίγες στιγμές και κοίταξε μέσα.
Τελικά μπήκε.
* * *
Είναι αλήθεια, ότι δεν είχε δει τον πλοίαρχο Ιμβριώτη, ο οποίος, αν και έβλεπε προς την πόρτα, κρυβότανε εν μέρει απ’ τους συναδέλφους του, με τους οποίους συνέπινε και είχαν στραμμένα τα νώτα προς την πόρτα κι επιπρόσθετα από άλλο όμιλο ανδρών, που ήταν όρθιοι και έπιναν, μπροστά από τον πάγκο, στον οποίο ήταν τοποθετημένες οι φιάλες με τα ποτά.
Εάν τον είχε δει, ίσως δεν θα έμπαινε στο μαγαζί.
-Να ο Αμερικάνος, επανέλαβε ο πλοίαρχος Ιμβριώτης, δείχνοντας τον εισελθόντα προς τους συναδέλφους του.
Οι τέσσερις εμποροπλοίαρχοι, έστρεψαν τα μάτια προς τον νεοεισελθόντα και τον κοίταξαν με μεγάλη προσοχή.
-Μπόνο πράτιγο, σινιόρε, έκραξε ο Ιμβριώτης, αποφάσισες βλέπω και βγήκες.
Ο ξένος έκαμε σημείο χαιρετισμού με το χέρι.
-Πλήιζ κάπτην (ορίστε καπετάνιε), είπε ένας απ’ τους εμποροπλοιάρχους, ο καπετάν Θύμιος ο Κουρασάνος, ιδιοκτήτης μεγάλου βρικίου, ο οποίος είχε κάμει δύο ταξίδια στον ωκεανό, μέχρι Λονδίνο και είχε μάθει οκτώ ή δέκα αγγλικές φράσεις.
-Θεγκ-ιού σερ (ευχαριστώ, κύριε), απάντησε ευγενικά ο ξένος
και έριξε μία δεκάρα στο ταμείο, λέγοντας στο παιδί μόνον τη λέξη αυτή: «ρουμ!». Και παίρνοντας στα χέρια το ποτήρι του, για να μη δείξει ότι απέφευγε συστηματικά τους ανθρώπους, πλησίασε προς την παρέα και είπε ελληνικά, με κάποια παχυστομία και δυσκολία σχετικά με την προφορά.
-Ευχαριστώ κύριοι, δεν είμαι να καθίσω να κάμω τωκ και δύσκολο σ’ εμένα να κάμω τωκ ρωμέικα.
-Τι λέει; είπε συνοφρυωμένος ο καπετάν Θύμιος ο Κουρασάνος, δε θέλει να κάμει τόκα μαζί μας;
Ο ξένος άκουσε κι έσπευσε να επανορθώσει την παρανόηση.
-Με συμπάθιο, κύριε, είπα να κάμω τωκ, να κάμω κονβερσατσιόνε, πώς το λένε;
-Θέλει να πει, δυσκολεύεται να κάμει κουβέντα στη γλώσσα μας, είπε ο καπετάν Ιμβριώτης, που κατάλαβε τι ήθελε να πει.
- Α! ναι, κουβέντα, είπε ο ξένος, ξέχασα τα λόγια ρωμέικα.
- Αντ χουέρ γιου κομ; είπε ο Κουρασάνος, σολοικίζοντας αγγλιστί το: από που έρχεσαι;
-Στην ώρα εδώ ήρθα, απάντησε ο Αμερικάνος, ύστερα δεν ξέρω κι άλλα ταξίδια θα κάμω.
Ο καπετάν Κουρασάνος τον κοίταξε χωρίς να καταλαβαίνει.
-Δεν κάθεσαι σινιόρε; είπε ο Ιμβριώτης, πού θα βρεις καλύτερα;
-Δεν κάθομαι, πάω να κάμω γουώκ, να φέρω γύρο, πώς το λέτε;
-Να κάμεις σπάτσιο;
-Α, ναι, σπάτσιο, είπε ο ξένος, ναι, βλέπω, σαν δεν πει ένας λόγια ιταλικά, δεν καταλαβαίνει άλλος ρωμέικα.
Έκανε νεύμα αποχαιρετισμού και στράφηκε προς την πόρτα.
Οι πέντε πλοίαρχοι έμειναν πλέοντες, μετά τη συζήτηση αυτή, σε μεγαλύτερο πέλαγος άγνοιας, από όσα πριν είχαν συμπεράνει απ’ τις εξηγήσεις του συναδέλφου τους Ιμβριώτη.
* * *
Βγαίνοντας απ’ το καπηλειό ο ξένος, διευθύνθηκε προς την κολώνα που βρισκόταν απέναντι από το ναό των Τριών Ιεραρχών, στην οποία έδεναν παλιά τα πλοία που παραχείμαζαν στο λιμάνι. Έστρεφε το βλέμμα δεξιά και αριστερά και τέλος το προσήλωσε επίμονα σε ένα μικρό σπίτι, το οποίο κοίταξε επί πολύ ώρα, σαν να προσπαθούσε να θυμηθεί και να αναγνωρίσει κάτι.
Τέλος μπήκε σε στενό δρομάκι που διέσχιζε τη συνοικία κι έγινε άφαντος.
Εάν εντούτοις, τον παρακολουθούσε κάποιος, θα έβλεπε ότι, αφού προχώρησε λίγα βήματα, στράφηκε ψηλότερα και ανήλθε, τέσσερα σπίτια πάνω από το μικρό σπιτάκι, το οποίο επίμονα κοίταζε πριν, όπου μεταξύ δύο σπιτιών σχηματιζόταν κάποιο κενό που ήταν εν μέρει θαμμένο από λείψανα δύο τοίχων.
Φαινόταν ότι ήταν χάλασμα, ερείπιο σπιτιού που είχε προ πολλού κατεδαφισθεί. Ο ξένος, αφού κοίταξε τριγύρω, να δει μήπως τον παρατηρούσε κανείς, εισήλθε δειλά στο χάλασμα εκείνο, που στη γωνία των δύο τοίχων φαινόταν κάποια ημικυκλική εσοχή  μαυρισμένη, σαν να υπήρχε τζάκι εκεί παλιά.
Μπήκε ασκεπής, κρατώντας το καπέλο στα χέρια, γονάτισε και στήριξε το μέτωπο στις ψυχρές πέτρες της γωνίας εκείνης και αφού έμεινε επί τρία λεπτά γονατιστός, σηκώθηκε, σκούπισε τα μάτια του και απομακρύνθηκε αργά.
* * *
Αφού έφτασε πιο κάτω, στάθηκε στη μέση του δρομίσκου, που δεν ήταν μακριά από το σπίτι το οποίο πριν φαινόταν ότι κοίταζε. Στάθηκε και αφού έριξε βλέμμα ολόγυρα, για να δει μην τον παρακολουθεί κανείς, τέντωσε το αυτί του. 
Τι άκουγε άραγε;
Ίσως άκουγε τα διασταυρούμενα και φεύγοντα κατά διάφορες διευθύνσεις, σαν λάλημα χειμερινών πουλιών, τραγούδια των παιδιών της γειτονιάς, τα οποία επισκεπτόμενα τα σπίτια, έψαλλαν τα Χριστούγεννα.
Εδώ ακούγονταν οι στίχοι:
«Χριστούγεννα, πρωτόγεννα, πρώτη γιορτή του χρόνου,
εβγάτ’, ακούστε, μάθετε, τώρα Χριστός γεννιέται.»
Πιο πέρα αντηχούσε:
«Κυρά μ’, τη θυγατέρα σου, κυρά μ’, την ακριβή σου.»
Και αλλού:
«Ν’ ασπρίσεις σαν τον Έλυμπο, σαν τ’ άσπρο περιστέρι.»
Φωνές αθώες, φυσικές, απλές, αληθινές, χαρωπές, φωνές παιδικής χαράς και ευθυμίας.
Αίφνης ο ξένος αναγκάσθηκε να παραμερίσει, γιατί δύο παιδιά, απ΄ τα οποία το ένα κρατούσε και φανάρι, που μόλις είχαν κατεβεί από μία σκάλα, έρχονταν προς τα εδώ. Γύρισε λίγα βήματα πίσω, προς το μέρος όπου είχε έλθει. Τα παιδιά ήλθαν κοντά και ούτε καν τον παρατήρησαν. Ανέβηκαν τη σκάλα εκείνου ακριβώς του σπιτιού, το οποίο είχε κοιτάξει για πολύ ώρα ο ξένος.
Βλέποντας αυτό, έκαμε κίνηση και στράφηκε πίσω πάλι, με ζωηρό ενδιαφέρον. Στάθηκε και έτεινε το αυτί του.
Τα παιδιά χτύπησαν την πόρτα.
-Να ’ρθούμε να τραγουδήσουμε, θεια;
 Μετά μία στιγμή ακούστηκαν από μέσα βήματα, ανοίχθηκε η πόρτα και μια γριά με μαύρη μαντήλα εμφανίστηκε και είπε με θλιβερή φωνή:
-Όχι, παιδάκια μ’, τι να τραγ’δήστε από μας; Έχουμε μεις κανένα; Καλή χρονίτσα να’ χετε και σύρτε αλλού να τραγ΄δήστε.
Τους έβαλε μία πενταρίτσα στο χέρι και τα παιδιά έφυγαν ευχαριστημένα, γιατί χωρίς άλλο κόπο, πάρα μόνο το ανέβασμα και το κατέβασμα της σκάλας, κέρδισαν μία πεντάρα.
Ο ξένος, αόρατος από κάποια γωνία, είδε τη ρυτιδωμένη εκείνη μορφή και άκουσε αυτήν την πικραμένη φωνή. 
Περίεργο δε ήταν, ότι άφησε στεναγμό ανακουφίσεως, φάνηκε σαν να χάρηκε.
Του ήλθε τότε μία ιδέα, την οποία, χωρίς να συλλογισθεί πολύ, έβαλε σε ενέργεια.
Αφού κλείσθηκε η πόρτα και η γριά έγινε άφαντη, τα παιδιά κατέβηκαν τη σκάλα ανταλλάσσοντας κάποιες λέξεις.
-Τώρα έχουμε, βρε Γληόρ’, μια κι εξήντα πέντε.
-Κι από πόσα κάνει να πάρουμε; είπε ο άλλος, ο οποίος ήταν κάσσα.
-Από ογδόντα λεπτά.
-Δε θα μοιραστούμε κι τ’ ν πεντάρα αυτ’ νής τσ΄ γριάς;
-Ναι, θα τ’ νε μοιραστούμε, βρε Θανάσ’, ογδόντα ου ένας κι ογδόντα ου άλλους κι τ΄ν πεντάρα τ’ νε παίρνουμε, βρε Γληόρ’, καρύδια και τα μοιραζόμαστε.
-Κι σα μας δώσ’νε πέντε καρύδια, από πόσα θα πάρουμε;
Έξαφνα ο ξένος παρουσιάσθηκε μπροστά στα παιδιά, προτείνοντας το χέρι του και δείχνοντάς τους ένα τάλιρο.
Τα παιδιά, τα οποία δεν είχαν δει άλλοτε άνθρωπο ξυρισμένο γένια-μουστάκια, εξαφανίσθηκαν και το ένα, που κρατούσε το φανάρι, άφησε μικρή κραυγή, ενώ το άλλο, του οποίου η τσέπη βροντούσε, ετρέπετο σε φυγή. Τότε ο Θανάσης, υποπτευόμενος ότι, αν έφευγε ο Γληόρης, ίσως την επομένη θα κρυβόταν και δεν θα του έδινε λογαριασμό, άφησε το φανάρι κατά γης και ήταν έτοιμος να τρέξει, να κυνηγήσει τον φεύγοντα.
Με ετοιμότητα τότε ο Αμερικάνος, πρόφτασε να δείξει στο φως του φαναριού το τάλιρο, το οποίο είχε στο χέρι και να πει:
-Στάσου, πάρε αυτό ντόλλαρ.
Διχασμένο μεταξύ δύο φόβων και δύο επιθυμιών, το παιδί στάθηκε, απορώντας τι να κάμει και τα μεν γόνατά του έτρεμαν, η δε όψη του φαινόταν κάπως φοβισμένη.
-Δυο λόγια να μου πεις θέλω, είπε ο ξένος, αυτό το σπίτι, που πήγατε απάνου, ποιος ζει;
Το παιδί δεν κατάλαβε καλά.
-Τι λες μπάρμπα; είπε αρχίζοντας να παίρνει θάρρος.
Ο ξένος έβαλε στο χέρι του το τάλιρο και προσπάθησε να εξηγηθεί ευκρινέστερα.
-Επήγατε τώρα απάνω σπίτι, η γριά στην πόρτα ήρθε, ποιος άλλος μαζί της ζει σ΄ αυτό το σπίτι;
Το παιδί δυσκολευόταν να εννοήσει. Εντούτοις, αφού έλαβε το τάλιρο, κάθε φόβος έπαψε να υπάρχει.
-Εδώ απάνου, είπε, είναι η θεια-Κυρατσού, μας έδωκε και μια πεντάρα. Είναι κι άλλη μια, δε ξέρου τι τ’ν έχει.
-Η θυγατέρα της, απάνου μαζί της είναι;
-Θυγατέρα της πρέπει να ’ναι, ναι.
-Είναι παντρεμένη η θυγατέρα της;
-Δε ξέρου αν είναι παντρεμένη, μα δε φαίνεται να ’χει άνδρα.
-Και πόσα χρόνια είναι θυγατέρα της;
-Δε ξέρου πόσα χρόνια είναι, μα πρέπει να ’ναι καθώς γεννήθηκε, ως τώρα.
Και το παιδί, παίρνοντας το φανάρι του, έφυγε τρέχοντας, σφίγγοντας στην παλάμη του το τάλιρο, μη εμπιστευόμενος να το βάλει στην τσέπη, έτρεχε δε να βρει το Γληόρη, να του ζητήσει το μερίδιό του.
Ο ξένος δεν δοκίμασε να τον εμποδίσει.
* * *
Μετά απ’ αυτά, ο Αμερικάνος απομακρύνθηκε και κατέβηκε στην παραθαλάσσια αγορά, όπου δύο ή τρία καφενεία είχαν φως, κοίταξε σε ποιο απ’ αυτά ήταν λιγότεροι θαμώνες και μπήκε σε ένα, όπου ένα μόνο άνθρωπο είδε, τον καφετζή.
Ο γέροντας, πρόσφατα ξυρισμένος, με το μουστάκι στριμμένο, με τη βράκα κοντή, με ψηλά υποδήματα, με την ποδιά καθαρή, ετοιμαζόταν, φαίνεται, να κλείσει, αλλά άμα είδε τον Αμερικάνο να μπαίνει, τον κοίταξε με περιέργεια. Αυτός παρήγγειλε να του δώσει ρούμι, ρίχνοντας μια δεκάρα πάνω στον πάγκο. Βλέποντας ο μπάρμπ’ Αναγνώστης τη δεκάρα, θέλησε να του επιστρέψει την πεντάρα, αλλά ο άνθρωπος είπε: 
«Νόου! νόου!» και τότε ο καφετζής του έβαλε κι άλλο ρούμι, για να κλείσει την πεντάρα όπως νόμιζε, αλλά ο ξένος έριξε στο τραπέζι και άλλη δεκάρα. 
«Δε θα ξέρει ρωμέικα, ως φαίνεται», συλλογίσθηκε ο μπάρμπ’ Αναγνώστης και για να δοκιμάσει του απεύθυνε το λόγο:
-Τώρα, νεοφερμένος είστε;
-Εγώ σήμερα έφθασα, με καπετάν Γιάννη γολέτα.
-Του καπετάν Γιάννη, του Ιμβριώτη;
-Ναι, ημπορείς ελόγου σου να κάμεις ποντς;
-Μετά χαράς, είπε ο μπάρμπ’ Αναγνώστης.
Και προσπαθώντας να ανακαλέσει στη μνήμη του τις αρχαίες γνώσεις του, δοκίμασε να κατασκευάσει πόντσι, αλλά το ρούμι δεν άναβε και έτσι το προσέφερε όπως-όπως στον ξένο.
Αυτός δεν έκαμε παρατήρηση και έριξε αργυρό σελίνι στο τραπέζι.
Ο μπάρμπ’ Αναγνώστης το πήρε.
-Πόσο πάει αυτό;
-Δεν ξέρω εγώ μονέδα του τόπου, είπε ο άγνωστος.
Ο γέροντας άνοιξε το συρτάρι του και κοίταζε, αν θα είχε αρκετά κέρματα για να δώσει τα ρέστα, αλλά δεν έβρισκε περισσότερα από ογδόντα λεπτά σε δεκάρες, πεντάρες και δίλεπτα. Εντούτοις δεν του επέτρεπε η συνείδησή του να κοροϊδέψει τον πελάτη και είπε:
-Σφάντζικο δεν σας βρίσκεται, κύριε;
-Δεν έχω εγώ μονέδα άλλη από Αγγλία και Αμέρικα, είπε ο ξένος.
-Δεν βγαίνουν τα ρέστα, κύριε. Πάρτε το ασημένιο σας.
Αυτό θα πάει πιστεύω, ως μια και τριανταπέντε, μια και σαράντα.
Αύριο μου δίνετε είκοσι λεπτά.
-Κράτησε το σίλιν, δε θέλω ρέστα.
Ο μπάρμπ’ Αναγνώστης έμεινε έκπληκτος, κοιτάζοντας για πολύ ώρα τον ξένο.
Αλλά τη στιγμή εκείνη, μπήκε μια παρέα από τρεις ανθρώπους, που στάθηκαν μπροστά στον πάγκο και διέταξαν να τους δώσει από ένα ποτό.
Ο ένας από τους τρεις που ήταν μεθυσμένος, τραγουδούσε:
«Ντελμπεντέρισσα Βασίλω,
στρώσ’ το μπράτσο σου να γείρω…»
Ο δεύτερος, με γυμνό το στήθος και ξυπόλητος, με τέτοιο κρύο, άρχισε να κοιτάζει επίμονα τον ξένο.
-Κάπου τον είδα εγώ αυτόν, μουρμούρισε μασημένα.
Αυτοί ήταν οι αχθοφόροι της πόλεως, οι ίδιοι και τελάληδες. Τριμελής φαιδρή συντεχνία, περνώντας τον καιρό τους να πίνουν το βράδυ, ότι κέρδιζαν την ημέρα. 
Ο τραγουδιστής, αλλάζοντας ξαφνικά ρυθμό και ήχο, επανέλαβε:
«Έβγα να ιδείς, έβγα να ιδείς,
σκύλα, κορμί που τυραγνείς.»
-Εβίβα, παιδιά! και τσούγκρισαν με θόρυβο τα ποτήρια.
Και ο άλλος, ο γυμνόστηθος και ξυπόλυτος, δεν έπαυε να κοιτάζει επίμονα τον άγνωστο.
Και ο πρώτος, εξακολούθησε να τραγουδάει:
«Βασίλω μ’, τα κουμπούρια σου
με τι τα ’χεις γεμάτα;
βαριά, π’ ανάθεμά τα!»
Τη στιγμή εκείνη, ακούστηκε βαρύ βήμα στην ξύλινη σκάλα που οδηγούσε επάνω στο σπίτι, η οποία, φραχτή με σανίδωμα έκοβε μία από τις γωνίες του καφενείου. Και στο πάνω μέρος του σανιδώματος, κάτω από το πάτωμα, ανοίχτηκε ένα παραθυράκι και ένα κεφάλι με άσπρο σκούφο, με λευκό μουστάκι και με χονδρούς χαρακτήρες, πρόβαλε απ’ το παραθυράκι.
-Μα πόσες φορές στο είπα, Αναγνώστη, εξήλθε απ’ το παραθυράκι και απ’ το κεφάλι που φάνηκε, χονδρή φωνή, συμπληρώνοντας τους χονδρούς χαρακτήρες, δε θα βάλεις γνώση; Χαλνάς την ησυχία των νοικοκυραίων! Τι μέρα ξημερώνει αύριο κι έχουμε τραγούδια και φωνές πάλι; 
Και τι ώρα είναι τώρα;
Ήταν οκτώ και μισή. Ο τραγουδιστής της αχθοφορικής τριανδρίας, πήρε το λόγο και με κωμική σοβαρότητα, είπε:
-Τώρα θα φύγουμε, καπετάν Αναστάση.
Δεν το καταδεχόμαστε ΄μείς να σας χαλάσουμε την ησυχία σας.
-Σώπα εσύ, ζω! φώναξε ο Αναστάσης.
-Τώρα αμέσως, καπετάν Αναστάση, θα κλείσω. Δεν μπορώ βλέπεις, να διώξω τους ανθρώπους, είπε ο καφετζής.
-Τέτοια τίμια μούτρα! κάγχασε από το παραθυράκι ο καπετάν Αναστάσης. Χρειάζονται μεγάλες τσιριμόνιες μαζί τους.
-Α! εμείς δεν σας προσβάλαμε καπετάν Αναστάση, η αφεντιά σου βλέπω, μας προσβάλλεις, είπε ο αχθοφόρος.
Και με σιγανή φωνή μουρμούρισε:
-Το νοίκι το θέλεις σωστό και ξέρεις να το γυρεύεις και μπροστά, μα σα δε βγάλει κι αυτός ο φτωχός μια πεντάρα, πώς θα στο πληρώσει;
-Σωπάτε, τώρα έχει δίκιο, γιατί ξημερώνει Χριστούγεννα, είπε
ο ευσυνείδητος καφετζής, άλλες φορές φαίνεται σκληρός, ο βλοημένος.
Το κεφάλι με τον άσπρο σκούφο εντωμεταξύ είχε γίνει άφαντο από το παραθυράκι, ο δε μπάρμπ’ Αναγνώστης ετοιμάσθηκε να κλείσει.
Οι τρεις αχθοφόροι βγήκαν κρατούμενοι απ’ τα χέρια και τραγουδώντας.
Ο ξένος έκαμε νεύμα αποχαιρετισμού με το κεφάλι και είχε βγει πριν απ’ αυτούς, αλλά ο καφετζής τον φώναξε και του είπε:
-Και πού θα κοιμηθείτε απόψε; έχετε μέρος να μείνετε; 
Πού είστε κύριε; εγώ εδώ θα πλαγιάσω. Αν θα πάτε μες στη σκούνα, καλά, ειδεμή, αν αγαπάτε, μείνατε εδώ, έχει ζέστη.
-Δεν έχω ύπνο, είπε ο ξένος, εγώ θα φέρω γύρο και ύστερα βλέπουμε.
-Όποτε αγαπάτε, χτυπήστε μου την πόρτα, να σηκωθώ να σας ανοίξω. Έχω και ρούχα να σας δώσω.
* * *
Τη φορά αυτή ο Αμερικάνος, διευθύνθηκε στη συνοικία εκείνη από άλλο μικρότερο δρόμο, έβλεπε το σπίτι εκείνο, το οποίο ήταν το αντικείμενο της έγνοιας του, απ’ την άλλη πλευρά, τη νοτιοδυτική. Αντίκρυ από το μικρό σπίτι, κοντά σε κάποια
γωνία γειτονικού σπιτιού, υπήρχε ένας σωρός από ξύλα και πέτρες, βρισκόμενος εκεί ποιος ξέρει πριν από πόσα χρόνια που είχε κατεδαφιστεί το σπίτι ή κατέρρευσε σαν ερείπιο. 
Στην από κει  πρόσοψη του σπιτιού, έφεγγε μικρό παράθυρο με το ένα φύλλο κλειστό, με το άλλο ανοικτό και από το τζάμι μπορούσε κανείς να δει το εσωτερικό, ανεβαίνοντας σε κάποιο ύψωμα. Βλέποντας ο ξένος ότι ο δρόμος ήταν έρημος και ούτε σκιά διαβάτη φαινόταν, ανέβηκε στο ύψος του σωρού εκείνου και με παλμό καρδιάς κατασκόπευσε τα μέσα του σπιτιού.
Αντίκρυ του τζαμιού του μικρού παραθύρου, που είχε το ένα παραθυρόφυλλο ανοικτό, ήταν το τζάκι, με μικρή φωτιά, με ένα δαυλό να σπινθηρίζει, με το κανδήλι αναμμένο μπροστά στις ιερές εικόνες εκεί ψηλά. Κοντά στο τζάκι καθόταν μια γυναίκα, νέα ακόμη όπως φαινόταν και στήριζε το κεφάλι της στα χέρια της, συλλογισμένη, θλιμμένη. Κινούσε δε τα χείλη και η φωνή της ψιθύριζε κάτι και ο ψίθυρος αποτελούσε ελαφρό μινύρισμα τραγουδιού με ασθενή φωνή, καθαρή και παρθενική, αλλά μαραμένη και στα αυτιά του ξένου έφθασαν ευκρινώς οι δύο αυτοί στίχοι:
«Αλλοίμονον κι αλλοί-καημός!
του γεμιτζή ξενιτεμός…»
Ο ξένος αισθάνθηκε πόνο στην καρδιά και δάκρυ στα βλέφαρα.
Του ήρθε τότε απότομα να κατεβεί από το σωρό, να τρέξει και να ανέβει στο σπίτι, για να κάμει τι; Κι αυτός καλά δεν ήξερε. Παρόλα αυτά κρατήθηκε. Την ίδια στιγμή ακούσθηκε ελαφρός κρότος στο πάτωμα, τριγμός, σαν να ανέβαινε κάποιος την εσωτερική σκάλα, σαν να κλεινόταν κάποια καταπακτή. 
Άλλη γυναίκα, κυρτή, με μαύρη μαντήλα, γερόντισσα, ήλθε κοντά στο τζάκι και αφού γονάτισε μπροστά απ’ αυτό, έριχνε ξύλα στη φωτιά. Ήταν αυτή που είχε δώσει την πεντάρα στα δύο παιδιά και τα έδιωξε.
- Δε μαζώνεις το νου σ’, θα πω, δυχατέρα; Ούλο θα κλαις, πλιο;… Τα! τι λογάτε;… Σα σ’ ακούω, δυχατέρα!… ξεχωρίσαμε απ’ τον κόσμο, πλιο… Τι, μοναχή σ’ είσι;… Όντις σ’ εγυρεύανε, τότες που ήτανε σ’νέχ’, που πήε σ’ν Αμέρικα ου προκομμένους, γιατί δε θέλησες κανένανε; 
Δε σ’ τα ’λεγα εγώ; 
Γιατί δεν ακούς τ’ μάννα;
Στα ’λεγα, ένα κιριμέ. Τώρα, σα μεγάλωσες, ποιος φταίει; Κι μοναχή σ’ τάχα είσι; Είν’ άλλες μεγαλύτερις. Του Μυγδαλιώ τς Μάχους κι του Κρουσταλλιώ τς Γιώργινας, τι σ’ νέριο τσ΄ έχεις εσύ;
Ο ξένος ήταν όλος αυτιά και φαινόταν παραδόξως να καταλάβαινε τι έλεγε η γριά, μάλλον από έμπνευση και συνείδηση, παρά από τα λίγα ελληνικά όσα φαινόταν να ξέρει.
Τη στιγμή εκείνη, ακούστηκαν βήματα και ομιλίες στην άκρη του δρόμου. Δύο άνθρωποι έρχονταν προς τα εδώ. 
Ο ωτακουστής έσπευσε να κατεβεί από τη σκοπιά του και να απομακρυνθεί.
Έφτασε στο τέλος του δρομίσκου και αφού στράφηκε δεξιά, βρέθηκε πάλι στη μικρή πλατεία μπροστά από το ναό των Τριών Ιεραρχών.

* * *
Το μικρό καπηλειό, απ’ το οποίο άρχισε η παρούσα διήγηση, ήταν ανοικτό ακόμη. Ο Δημήτρης ο Μπέρδες δεν περιφρονούσε και τα μικρά κέρδη, δεν απαξίωνε καμιά πεντάρα, ούτε δίλεπτο.
Τα ονόμαζε αυτά «μικρά δολώματα». Τα άλλα, τα ονόμαζε «παραγαδίσια». Ότι βγάλει κανείς, έλεγε ή με συρτή ή με πεζόβολο, καλό είναι. Περιποιόταν τον κλητήρα και τους χωροφύλακες, κερνούσε νερωμένο κρασί την περίπολο ή πολιτοφυλακή της νύχτας και του επέτρεπαν να έχει ανοικτά και ως τις ένδεκα, βρίσκοντας μάλιστα μεγαλύτερη ζέστη να κάθονται εκεί, παρά να τριγυρίζουν στην πολίχνη και να κρυώνουν.
Την ώρα εκείνη, ο κάπηλος στεκόταν στο ταμείο του και μετρούσε δεκάρες, εικοσιπενταράκια του Όθωνος και σφάντζικα.
Το παιδί, ο Χρήστος, με την ποδιά σχεδόν κάτω από τις μασχάλες δεμένη, κοιμόταν όρθιος, κουνώντας το κεφάλι του, σαν μικρή δίκωπη φελούκα, που κινούταν από ελαφριά νοτιά στην πλευρά της αγκυροβολημένης βρατσέρας. Ενίοτε τον ξύπναγε απότομα το χτύπημα του ποδιού του κάπελα, επαναλαμβάνοντας με δυνατότερη φωνή τις διαταγές των θαμώνων για κεράσματα.
Και τότε, κινούταν σαν υπνοβάτης, κερνούσε, έπαιρνε τις δεκάρες, τις έριχνε μηχανικά στο ταμείο κι επιστρέφοντας εξακολουθούσε τη συνέχεια του ύπνου.
Με ορχηστρικό θόρυβο, με φωνές και αλαλαγμούς, μπήκε στο καπηλειό η εύθυμη συντεχνία των τριών αχθοφόρων της πόλης, μετά την αποπομπή της απ’ το καφενείο του μπάρμπ’ Αναγνώστη.
Ο ένας από τους τρεις, ο Στογιάννης ο Ντόμπρος, σερβομακεδόνας την καταγωγή, υποκρινόταν την αρκούδα και χόρευε, ο δεύτερος, εκείνος ο οποίος πριν έλεγε τα τραγούδια, ο Παύλος ο Χαλκιάς, είχε μουντζουρωθεί κι έκανε τον αρκουδιάρη. Απόκριες, ναι μεν, δεν ήταν ακόμη, αλλά αφού αύριο ξημέρωναν Χριστούγεννα, μετά τα Χριστούγεννα «Άι Βασίλης έρχεται», μετά τον Άι Βασίλη Φώτα και μετά τα Φώτα μπαίνει το Τριώδι.
Ο τρίτος, ο και πρόεδρος της συντεχνίας, ο Βαγγέλης ο Παχούμης, γυμνόστηθος, ξυπόλυτος, με το παντελόνι συνήθως ανασηκωμένο λίγο κάτω απ’ το γόνατο, ίσως απ’ τη μακρά συνήθειά του να θαλασσώνει για την εκφόρτωση των πλοιαρίων, δεν έπαυε από του να συλλογίζεται τον Αμερικάνο.
«Μες στο νου μ’ γυρίζει», έλεγε.
Αλλά να, μπήκε μετά από λίγο κι εκείνος, ο οποίος ήταν το αντικείμενο του διαλογισμού του. 
Διευθύνθηκε στον πάγκο, διέταξε ρούμι κι έριξε αργυρό σελίνι.
Ο Μπέρδες το πήρε.
-Πόσα πάει αυτό;
Ο Αμερικάνος έκαμε χειρονομία αδιαφορίας και είπε:
-Δεν γνωρίζω του τόπου μονέδα εγώ.
-Αυτό δεν είναι σύμφωνο με την μονέδα μας και δεν περνάει, είπε ο κάπηλος, αν θέλετε να σας το πάρω για δραχμή.
-Άι ντον΄τ κέαρ, μουρμούρισε ο Αμερικάνος.
Και έπειτα ελληνικά είπε:
-Δε με μέλλει εμένα αυτό.
Ο Μπέρδες του επέστρεψε ενενήντα πέντε λεπτά.
Εντούτοις, ο Βαγγέλης ο Παχούμης δεν έπαψε να κοιτάζει τον άγνωστο.
Τη στιγμή εκείνη στράφηκε προς αυτούς που ήταν μέσα στο καπηλειό και είπε μεγαλοφώνως:
-Βρε παιδιά, θυμάστε κανένας από σας, το Γιάννη 
τ’ μπαρμπα-Στάθη τ’ Μοθωνιού, που λείπει στην Αμέρικα εδώ κι είκοσι χρόνια;
* * *
Μόλις άκουσε το όνομα τούτο ο ξένος, ανασκίρτησε και στράφηκε άθελά του προς τον ομιλούντα. Εντούτοις κρατήθηκε, προσπάθησε να δείξει αδιαφορία και κάθισε σε κάποια γωνιά του καπηλειού. Άναψε πούρο και κάπνιζε.
Κανείς δεν απάντησε στην ερώτηση του αχθοφόρου.
Ο Βαγγέλης εξακολούθησε:
-Που να θυμάστε σεις! Είστε όλοι μικρότεροί μου, εξόν απ’ τον μπαρμπα-Τριαντάφυλλο, που δεν είναι ντόπιος κι εγώ κοντεύω τώρα να σαραντίσω. Ήμουν ως δεκαοχτώ χρονών όταν ξενιτεύτηκε ο γιος του Μοθωνιού κι εκείνος τότε θα ήταν ως εικοσιπέντε. Μα μου φαίνεται, να τον έβλεπα τώρα δα, θα τον γνώριζα. Πέθαναν με τον καημό του Γιάννη τους κι ο καημένος ο μπαρμπα-Στάθης κι η γυναίκα του, Θεός σχωρέσ’ τους! Και το σπιτάκι τους απόμεινε ερείπιο και χάλασμα με δυο μισούς τοίχους, εδώ παραπάνου, στης εκκλησιάς το μαχαλά και μ’ ένα μαύρο βαθούλωμα στη γωνιά που ήταν έναν καιρό η παραστιά τους. Και ο γιος τους έριξε πέτρα πίσω του.
Μα ως πόσος κόσμος χάνεται, ως τόσο και στην Αμέρικα! Ξέρετε που ήταν και αρραβωνιασμένος;
-Και ποια είχε; ρώτησε με αδιαφορία ο κλητήρας της δημαρχίας, αρχηγός της πολιτοφυλακής της νύχτας.
Ο ξένος άκουγε με πολύ προσοχή, αλλά απέφευγε να στρέψει το βλέμμα προς τον ομιλούντα.
- Είχε το Μελαχρώ της θεια-Κυρατσώς της Μιχάλαινας. Και σαν έφυγε και πέρασαν δυο-τρία χρόνια, τη γύρεψαν πολλοί, γιατί το κορίτσι είχε χάρες κι εμορφιές και τιμημένη ήταν και μορφοδούλα, η μόνη κεντήστρα του χωριού μας και προικιά είχε καλά. Μα το Μελαχρώ δε θέλησε κανέναν, όσο που πέρασαν τα χρόνια κι έγινε κι αυτή γεροντοκόριτσο. Και με το αχ και με το βαχ, αδυνάτισε τώρα κι εχλώμιανε, μα ως τόσο, όταν η γυναίκα έχει καλό σκαρί, δύσκολα γεράζει. Ακόμα το λέει βρε παιδιά, θα είναι παραπάν’ από τριανταπέντε και φαίνεται να είναι ως εικοσιπέντε.
Έτυχε μια μέρα να τη δω, που τους κουβάλησα ένα σακί αλεύρι, όσο την κοιτάζεις, τόσο νοστιμίζει!
-Έλα, άφ’ σε τα αυτά, Βαγγέλη, είπε αυστηρά ο κλητήρας της δημαρχίας, δεν πάει στα μαγαζιά μέσα να λέμε για φαμίλιες και για κορίτσια.
-Έχεις δίκιο μπαρμπα-Τριαντάφυλλε, είπε ο αχθοφόρος, μα δεν το είπα για κακό.
Η όψη του Αμερικάνου φαιδρύνθηκε και ακτίδα ευτυχίας, διαπέρασε το επίχρισμα εκείνο και την κατά κάποιον τρόπο προσωπίδα, περί της οποίας είπαμε στην αρχή, λαμπρύνοντας το πρόσωπό του.
Ο μπαρμπα- Τριαντάφυλλος με το χωροφύλακα και τους δύο πολίτες φρουρούς, με τα τουφέκια τους, σηκώθηκε και είπε απευθυνόμενος προς τον κάπηλο:
-Έλα κάμε γλήγορα, Δημήτρη, κάμετε φρόνιμα, αφήστε τους χορούς και τα τραγούδια παιδιά, δεν είναι αποκριές. Τι μέρα ξημερώνει αύριο; Κλείσε γλήγορα Δημήτρη, να κοιμηθούν ο κόσμος, θα σηκωθούν τις δυο απ’ τα μεσάνυχτα να παν στην εκκλησιά.
Και ο κύριος έχει μέρος να κοιμηθεί τάχα; ρώτησε δείχνοντας τον Αμερικάνο.
-Έννοια σ’, μπαρμπα-Τριαντάφυλλε, είπε ο Βαγγέλης, του είπε ο μπάρμπ’ Αναγνώστης ο καφετζής, να πάει στον καφενέ του να πλαγιάσει. Μη σε μέλει ως τόσο για τον κύριο, πρόσθεσε παίζοντας τα μάτια στον κλητήρα, αν θέλει μέρος να κοιμηθεί, έχει και παραέχει.
-Τι τρέχει; ρώτησε μυστηριωδώς ο κλητήρας.
-Είναι από δω, ντόπιος, του είπε στο αυτί ο Παχούμης.
-Και πώς το ξέρεις;
-Είχα δεν είχα, τον γνώρισα.
-Και ποιος είναι;
-Εκείνος που σας έλεγα πριν, ο Γιάννης τ’ μπαρμπα-Στάθη τ’ Μοθωνιού. Όταν ήρθες κι αποκαταστάθηκες εδώ του λόγου σου, ήταν φευγάτος και γι’ αυτό δεν τον θυμάσαι. Μα τον πατέρα του, το μπαρμπα-Στάθη, τον έφθασες, θαρρώ.
-Τον έφτασα. Κάμε γλήγορα, Δημήτρη, επανέλαβε μεγαλοφώνως ο κλητήρας και βγήκε.
Οι δύο συναχθοφόροι του Βαγγέλη, είχαν πάψει το τραγούδι και ετοιμάζονταν να φύγουν. Αλλά έξαφνα ο Βαγγέλης, πλησιάζει τον Αμερικάνο και του λέει με σιγανή φωνή:
-Τι μ’ δίνεις, αφεντικό, να πάω να πάρω τα σ’ χαρίκια;
Ο ξένος δεν έβαλε το χέρι στην τσέπη. Αλλά μεταξύ του αντίχειρα και του μέσου της δεξιάς βρέθηκε να κρατάει μία αγγλική λίρα.
Την έριξε αμέσως στην παλάμη του Βαγγέλη με τόση προθυμία και χαρά, σαν να ήταν αυτός που έπαιρνε και όχι αυτός που έδινε.
* * *
Όταν οι γείτονες της θεια-Κυρατσώς της Μιχάλαινας, ξύπνησαν μετά τα μεσάνυχτα για να πάνε στην εκκλησία, της οποίας οι καμπάνες κτυπούσαν δυνατά, πόσο εξεπλάγησαν, βλέποντας το σπίτι της φτωχής χήρας, εκεί όπου δεν δέχονταν τα παιδιά να τραγουδήσουν τα Χριστούγεννα, αλλά τα έδιωχναν με τις φράσεις, «δεν έχουμε κανένα» και «τι θα τραγουδήστε από μας;», κατάφωτο, με όλα τα παραθυρόφυλλα ανοικτά, με τα τζάμια να αστράφτουν, με την πόρτα συχνά να ανοιγοκλείνει, με δύο φανάρια αναρτημένα στον εξώστη, με ελαφρώς διερχόμενες σκιές, με χαρούμενες φωνές και θορύβους. Τι τρέχει; Τι συμβαίνει;
Δεν άργησαν να πληροφορηθούν.
Όσοι δεν το έμαθαν στη γειτονιά, το έμαθαν στην εκκλησία. 
Και όσοι δεν πήγαν στην εκκλησία, το έμαθαν από αυτούς που γύρισαν στο σπίτι την αυγή, μετά την απόλυση της θείας λειτουργίας.
Ο ξενιτεμένος γαμπρός, που απουσίαζε είκοσι χρόνια, που δεν έστειλε επιστολή επί δέκα χρόνια ώστε να χαθούν τα ίχνη του, που δε συνάντησε συμπατριώτη του, που δεν είχε μιλήσει από δεκαπέντε χρόνια ελληνικά, που είχε γυρίσει πολλά μέρη στο Νέο Κόσμο, είχε εργασθεί σαν υπεργολάβος σε μεταλλεία και σαν επιστάτης σε φυτείες και ξαναγύρισε με χιλιάδες τάλιρα στον τόπο της γεννήσεώς του, όπου ξαναβρήκε ηλικιωθείσα μεν, αλλά ακμαία ακόμη, την πιστή του μνηστή.
Ένα μόνο είχε μάθει, προ δεκαπέντε ετών, το θάνατο των γονέων του.
Περί της μνηστής του είχε σχεδόν την πεποίθηση ότι θα είχε πανδρευθεί προ πολλού, εντούτοις διατηρούσε αμυδρή ελπίδα. 
Όσο όμως πλησίαζε στην πατρίδα του, τόσο δίσταζε να ρωτήσει απ’ ευθείας για τη μνηστή του, μη δίδοντας γνωριμία σε κανένα από τους πατριώτες του, όσους τυχόν συνάντησε άμα έφθασε στην Ελλάδα. Προτιμούσε να αγνοεί τι έγινε η μνηστή του, μέχρι την τελευταία στιγμή, κατά την οποία θα αποβιβαζόταν στον τόπο της γεννήσεώς του και θα προσερχόταν σε ευλαβή επίσκεψη στο ερείπιο, όπου ήταν άλλοτε η πατρώα οικία του.
* * *
Μετά τρεις ημέρες, την Κυριακή μετά την του Χριστού Γέννηση, τελούνταν, με κάθε χαρά και σεμνότητα, οι γάμοι του Ιωάννου Ευσταθίου Μοθωνιού μετά της Μελαχροινής Μιχαήλ Κουμπουρτζή.
Η θεια-Κυρατσώ, μετά τόσα χρόνια, φόρεσε, για λίγες στιγμές, χρωματιστή «πολίτικη» μαντήλα, για να ασπασθεί τα στέφανα.
Και την παραμονή του Αγίου Βασιλείου το απόγευμα, καθισμένη στον εξώστη, ακούσθηκε να φωνάζει προς τους διερχόμενους ομίλους των παιδιών που έλεγαν τα κάλαντα:
-Ελάτε, παιδιά, να τραγ’δήστε!
 
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης

Δευτέρα 27 Σεπτεμβρίου 2021

Ο Αλιβάνιστος


Το διήγημα δημοσιεύτηκε το 1903
➖➖➖
Τη μετατροπή του κειμένου στην
καθομιλουμένη δημοτική
έκανε ο
Ιωάννης Δ. Γιαννούκος
⭐⭐⭐

Αφού βάδισαν για κάποια ώρα στη βαθιά σύδενδρη κοιλάδα, η θεια Μολώτα κι η Φωλιώ της Πέρδικας κι η Αφέντρα της Σταματρίζενας, τέλος, έφθασαν στο Δασκαλειό. 
Οι τελευταίες ακτίνες του ήλιου, χρύσωναν ακόμη τις δύο ράχες, από το ένα και από το άλλο μέρος της κοιλάδας. 
Κάτω, στο δάσος το πυκνό, απλωνόταν βαθιά σκιά. 
Κορμοί στεφανωμένοι με κισσό και κλωνάρια χιαστί, σχημάτιζαν ανήλια συμπλέγματα, όπου ανάμεσα στα φύλλα ακούγονταν ατελείωτοι ψιθυρισμοί ερώτων. Ευτυχώς το δάσος θεωρείτο ως στοιχειωμένο, αλλιώς θα το είχε καταστρέψει κι αυτό προ πολλού το τσεκούρι του υλοτόμου.
Οι τρεις γυναίκες, πατούν πότε πάνω σε μαλακά βρύα, πότε πάνω σε πέτρες και χαλίκια του ανώμαλου εδάφους.
Η ψυχή κι η καρδούλα τους δροσίσθηκε, όταν έφθασαν στη βρύση του Δασκαλειού.
Το δροσερό νερό, βγαίνει από μία σπηλιά, περνά από μία κουφάλα χιλιετούς δένδρου, στη ρίζα του οποίου σχηματίζεται βαθιά γούρνα.
Όλος ο βράχος από πάνω, στάζει σαν από ρευστά μαργαριτάρια και το γλυκό κελάρυσμα του νερού, αναμειγνύεται με το φλύαρο σιγανό κελάηδημα των κοτσυφιών.
Η θεια Μολώτα, αφού ήπιε άφθονο νερό, αφήνοντας ευχάριστο στεναγμό ανακούφισης, κάθισε σε ένα χαμηλό βράχο για να ξαποστάσει.
Οι δύο άλλες, έβαλαν στη βρύση, κοντά στη ρίζα του δένδρου, τις στάμνες και τα κανάτια τα οποία έφεραν μαζί τους, για να τα γεμίσουν.
Έπειτα, αφού ήπιαν και αυτές νερό, κάθισαν η μία πλάι στη γριά, η άλλη απέναντι κι άρχισαν να μιλούν.
— Πώς αλγεί παπάς; είπε η θεια Μολώτα.
Η γριά ήταν ιδιόρρυθμη στη γλώσσα της. 
Τραύλιζε και απέκοπτε όχι μόνο συλλαβές, αλλά και τα άρθρα και άλλα μόρια.
— Νύχτωσε, θα πω! πρόσθεσε η Φωλιώ.
— Τα, τι λογάτε; είπε η Αφέντρα.
Βρίσκονταν και οι τρεις, από τη μέρα εκείνη του Μεγάλου Σαββάτου, στον Αϊ-Γιάννη, στον Ασέληνο. 
Ήταν έρημο παλαιό μοναστηράκι.
Είχε γίνει γνωστό, ότι ο παπα-Γαρόφαλος ο Σωσμένος, ένας απ’ τους ιερείς της πόλεως, θα ερχόταν στον Αϊ-Γιάννη, στον Ασέληνο, για να κάμει Πάσχα στους αιγοβοσκούς των άγριων εκείνων μερών.
Οι τρεις αυτές και μερικά άλλα πρόσωπα από την πόλη, που αγαπούσαν την εξοχή, είχαν έλθει, χάριν του Πάσχα, πριν να ξεκινήσει ο παπάς.
Αλλά όμως νύχτωνε ήδη και ο παπα-Γαρόφαλος δεν είχε φανεί ακόμη.
— Είναι αργοστόλιστος θα πω, είπε η Φωλιώ η Πέρδικα.
— Ναι, είδες πως αργεί να ντυθεί; Πήρε το λόγο ερμηνεύοντας κατά γράμμα τα λεγόμενα της Φωλιώς η Αφέντρα της Σταματρίζενας.
Και καμιά φορά βάζει και στραβά την «αλλαή» του.
Ονόμαζε έτσι το φελόνιον (ιερατικό άμφιο χωρίς μανίκια).
Οι τρεις γυναίκες είχαν έλθει από τον Αϊ-Γιάννη, που απείχε ως ένα τέταρτο της ώρας δρόμο, για να γεμίσουν τα σταμνιά στο Δασκαλειό, επειδή η μικρή βρύση του παλαιού ησυχαστηρίου, κάτω από το ναΐσκο, είχε χαλάσει και σχεδόν είχε χαθεί το νερό.
Επρόκειτο δε να επιστρέψουν αμέσως στον Αϊ-Γιάννη.
Αλλά με την κουβέντα, αργοπορούσαν.
Τέλος, οι δύο σηκώθηκαν, έσκυψαν για να φορτωθούν τα σταμνιά και ήταν έτοιμες για αναχώρηση.
***
Αλλά τη στιγμή εκείνη, ζωηρή φωνή ακούσθηκε από το κάτω μέρος, ανάμεσα από τα δένδρα.
— Σ' έσκιαξα θεια Μολώτα, είπε η φωνή.
Έπειτα, καγχασμός ακούστηκε κι αμέσως παρουσιάσθηκε ένας νέος, ψηλός, αμούστακος, ως δεκαέξι ετών, κρατώντας κάτω απ’ το στέρνο του, κάτι διπλωμένο και τυλιγμένο πράγμα.
— Α! κακό να μην έχεις! έκραξε η Φωλιώ.
Εσύ 'σαι, αρέ Σταμάτη;
Δεν είχε νυχτώσει ακόμη καλά και οι γυναίκες είδαν τα χαρακτηριστικά του, αφού πρώτα είχαν γνωρίσει τη φωνή του.
Ήταν ο Σταμάτης το Τρυγονάκι, μάγκας, ορφανός παιδιόθεν, καλόκαρδος, βολικός, ο οποίος ζούσε εκτελώντας θελήματα ανά την πόλη.
Όταν όμως ήταν πουθενά εξοχικό πανηγύρι, άφηνε όλες τις δουλειές του κι έτρεχε πρώτος μεταξύ όλων των πανηγυριστών.
— Να, απ' τον Ασέληνο έρχομαι, είπε ο νέος... φορτωμένος πράματα, θάματα... κοιτάξτε!
Έβαλε το δεξιό χέρι μέσα στο τυλιγμένο πανί, το οποίο κρατούσε, πήρε ένα μαύρο πράγμα και θέλοντας να παίξει, το έριξε στην ποδιά της Μολώτας, η οποία καθόταν ακόμα στην πέτρα.
— Α! φωτιά που σ' ε!... έκαμε αυτή, αναπηδώντας ορθή και τινάζοντας την ποδιά της.
Το πράγμα το οποίο της είχε ρίξει ο Σταμάτης, ήταν ένας τεράστιος ζωντανός κάβουρας. Ο νέος, είχε κατέβει πριν δύο ώρες στον Μικρό Ασέληνο. Έτσι ονομαζόταν ο δυτικός γιαλός, μια μικρή αγκαλιά, που αντίκριζε το Πήλιο. Εκεί είχε γεμίσει το προσόψιό του, το οποίο είχε περιζωμένο στη μέση του, από κοχύλια, πεταλίδες και καβούρια.
— Αρέ, ζουρλάθηκες; είπε αυστηρά η Αφέντρα.
Να κάμεις τη νοικοκυρά να κόψη το αίμα της!
Ο Σταμάτης και πάλι κάγχασε.
— Να με συμπαθάς θεια Μολώτα, είπε. Σα χωριάτης που 'μαι, έσφαλα. Θέλησα να σου χαρίσω αυτό το καβούρι, για να κάμεις μεζέ απόψε και με τον τρόπο που σου το 'ριξα στην ποδιά σου σε τρόμαξα.
— Δεν τλώου καβούλγια, είπε η Μολώτα, θα μεταλάβου!
— Αλήθεια; Τότε, το χαρίζω της Πέρδικας.
— Μεγαλοσαββατιάτικα, καβούρια θα φάω; είπε η Φωλιώ.
— Τότε, ας το παρ' η Σταματρίζενα, είπε ο Σταμάτης.
— Να καβουρώσεις και κάβουρας να γένεις! Απάντησε η Αφέντρα.
— Μωρέ, ευχή που μου δίνεις! είπε ο Σταμάτης.
Ακούς! να ήμουν κάβουρας! Πώς θα περπατούσα τάχα;
Και άμα είπε, έσκυψε και άρχισε να κάνη λοξά πατήματα, ανάμεσα στις τρεις γυναίκες.
Με το κεφάλι του κτύπησε το πλευρό της Μολώτας, με την πλάτη του έπληξε τον αγκώνα της Φωλιώς και με την φτέρνα του πάτησε τη γόβα της Αφέντρας.
Οι τρεις γυναίκες, μισοθυμωμένες, γέλασαν.
— Ζουρλάθηκες βλέπω, δεν είσαι καλά! είπε η Αφέντρα.
Και σηκώνοντας με το αριστερό χέρι το κανάτι της, κτύπησε ελαφρά το κεφάλι του Σταμάτη, ο οποίος φάνηκε να του άρεσε.
— Ω! τι δροσιά, μωρέ Σταματρίζενα! είπε. Δώσε μου άλλη μια!
— Πάμε! νυχτώσαμε, έκαμε σε απάντηση η Αφέντρα.
Και αμέσως ξεκίνησαν.
Τότε ο Σταμάτης, αφού έπιασε, χωρίς να πει τίποτε, τη μεγάλη στάμνα, την οποία αλλιώς θα φορτωνόταν η Αφέντρα, φιλοτιμήθηκε να τρέξει πρώτος, σαν εμπροσθοφυλακή και στο δρόμο άρχισε να διηγείται:
— Να ξέρατε ποιον ηύρα, τώρα, στο δρόμο π' ανέβαινα... πριν σας ανταμώσω στη βρύση.
— Ποιον ηύρες; είπε η Αφέντρα. Τον Μπαμπάο, ή τον Αράπη, ή τον Εξαποδώ;
— Ηύρα τον Αλιβάνιστο!
— Αλήθεια; για πες μας.
Άμα άκουσε το όνομα τούτο η θεια Μολώτα, έκαμε ακούσια κίνηση και με δύο βήματα, άλλαξε θέση στο δρόμο και στάθηκε στα αριστερά του Σταμάτη, για ν' ακούσει καλύτερα, επειδή ήταν κουφή από το ένα αυτί.
Ο νέος διηγήθηκε, ότι στην άκρη του βουνού, όχι μακριά απ’ την ακτή, είχε περάσει από την κατοικία του αλλόκοτου εκείνου ανθρώπου, που εδώ και τριάντα χρόνια δεν είχε κατεβεί στην πόλη και μόναζε σε μία καλύβα ή μάλλον σπηλιά, της οποίας το στόμιο είχε κτίσει με τα χέρια του.
Έβοσκε λίγες κατσίκες και δε συναναστρεφόταν κανέναν άνθρωπο, παρά μόνο τον Μπαρέκο, το μεγάλο αιγοτρόφο του βουνού, που είχε κοπάδι από χίλια γίδια. 
Σ΄αυτόν έδινε το λίγο γάλα του, παίρνοντας ως αντάλλαγμα λίγα παξιμάδια, παστά ψάρια και πότε-πότε κανένα τρίχινο φόρεμα ή μάλλινο σκέπασμα.
— Άμα με είδε, είπε ο Σταμάτης, έκαμε να κρυφτεί. Εγώ έτρεξα πίσω του, τον χαιρέτισα και, για να τον φουρκίσω, άρχισα να τον λιβανίζω μ' αυτήν την πετσέτα, που κουδούνιζαν μέσα οι πεταλίδες... Να, πώς του έκαμα!
Και βγάζοντας την ποδιά, που περιείχε τα θαλασσινά είδη από τη μέση του, έκαμε πως λιβανίζει μ' αυτό την θεια Μολώτα, η οποία άφησε άναρθρη κραυγή διαμαρτυρίας.
— Έλα! θα ησυχάσεις, βρε πειρασμέ; έκραξε οργισμένη 
η Αφέντρα.
***
Στον Αϊ-Γιάννη, άμα νύχτωσε, είχε φθάσει με όλο το ασκέρι του, γυναίκα, παιδιά και παραγιούς του, ο μεγαλοβοσκός ο Γιάννης ο Μπαρέκος, καθώς κι ο Κώστας ο Πηλιώτης, άλλος τσομπάνος με τη φαμίλια του κι ο Αγγελής ο Πολύχρονος, με όλες τις ετοιμασίες  του. Είχαν ανάψει μεγάλη φωτιά και κάθισαν στο ύπαιθρο, προς το βόρειο τοίχο του ναΐσκου και διηγούνταν παλιά χρονικά του ποιμενικού κόσμου και κοίταζαν τους αστερισμούς και την Πούλια, πότε θα φθάσει στη μέση τ' ουρανού, για να είναι μεσάνυχτα και πότε θα φθάσει σε ένα δυτικό σημείο, για να φέξει.
Και περίμεναν τον παπά, πότε να έλθει, για να τους κάμει Ανάσταση.
Ήταν μεσάνυχτα ήδη και ο παπάς δεν είχε έλθει.
— Καθώς τ' ομολογάει η φλάσκα... έλεγε ο Αγγελής 
ο Πολύχρονος.
— Να το 'ξερε κανείς, να πήγαινε στη χώρα, είπε ο Κώστας 
ο Πηλιώτης.
— Ο παπα-Γαρόφαλος, αν θα 'ρθεί, θα 'ρθεί με το φεγγάρι, παρατήρησε ο Μπαρέκος. Για κοιτάξτε!
Έδειχνε ψηλά στο βουνό, όπου οι κορυφές των δένδρων είχαν αρχίσει να λάμπουν από το αργυρό φέγγος.
Ήταν ήδη περί το τελευταίο τέταρτο.
Την ιδία στιγμή έφθασε ο Σταμάτης.
Αυτός πριν από ώρα είχε γίνει άφαντος, χωρίς κανείς να το προσέξει.
Ο νέος είχε ανεβεί ψηλά στο βουνό, για να κοιτάξει και να ακούσει, αν θα ακουγόταν ή θα φαινόταν πουθενά ο παπάς.
Άμα επέστρεψε, έκανε νόημα στον Μπαρέκο και τους άλλους να βγουν μαζί του από τον περίβολο.
— Τι τρέχει;
— Ελάτε, κάτι φωνές ακούω. Βάζω στοίχημα!...
Ο Μπαρέκος και ο Κώστας ο Πηλιώτης, τον ακολούθησαν και απομακρύνθηκαν διακόσια βήματα, κατά τον ανήφορο.
Εκεί άκουσαν πράγματι κάποιους ήχους, να ανέρχονται βαθιά από το ρέμα κάτω, προς το Δασκαλειό και τον Ασέληνο.
— Τι να είναι;
— Βάζω στοίχημα πως ο παπα-Γαρόφαλος έχασε το δρόμο, είπε ο Σταμάτης.
— Τι θέλει από κει, κατά τον Ασέληνο;
— Γνώρισα τη φωνή του, είπε ο Σταμάτης.
Θα ήρθε από τον άλλο δρόμο, απ' τα χωράφια κι υστέρα έπεσε μέσα στο ρουμάνι και χάθηκε.
Οι δύο βοσκοί κι ο Σταμάτης κι ο Πολύχρονος, που έτρεξε πίσω τους, ανέβηκαν το φρύδι του βουνού και απάντησαν 
με φωνές στους ήχους τους οποίους άκουγαν.
-Ελάτε!... Εδώ είμαστε!... έκραξε με στεντόρεια φωνή 
ο Σταμάτης.
-Μα πώς, δεν βλέπουν κοτζάμ φωτιά; είπε με απορία 
ο Πηλιώτης.
-Θα έχουν πέσει μέσα σε κακοτοπιά, στον ίσκιο του βουνού, 
το φεγγάρι δεν ψήλωσε ακόμα.
-Πάω να φέρω το φανάρι! είπε ο Σταμάτης.
Κι έτρεξε κάτω στον περίβολο του Αϊ-Γιαννιού, απ’ όπου επανήλθε μετά από λίγο, φέρνοντας φανάρι αναμμένο.
Ο Σταμάτης, κρατώντας τούτο, προπορεύθηκε και οι τρεις άνδρες τον ακολούθησαν μέσα στο δάσος. 
Μετά λίγα λεπτά, οι φωνές ακούγονταν πλησιέστερα και τέλος φάνηκε ο παπάς, ακολουθούμενος από τον ανεψιό του, το βοηθό του, τραβώντας με την τριχιά ένα γαϊδουράκι, επάνω στο οποίο ήταν φορτωμένα τα «ιερά» του παπά.
***
Αλλά τελευταία απ΄όλους φάνηκε και μία σκιά, που φαινόταν να αποφεύγει ν' αντικρύσει το φως του φαναριού.
— Μπα! έκαμε γελώντας ο Σταμάτης.
Και σιγά προς τον Μπαρέκο ψιθύρισε:
—Ο Αλιβάνιστος!
— Μεγάλο θάμα! είπε ο Μπαρέκος.
— Πώς έκαμες, βλοημένε κι έχασες το δρόμο; ρώτησε τον παπά, ο Αγγελής ο Πολύχρονος.
— Μη ρωτάτε... θέλησα να πάω απ' τον άλλο δρόμο... απ' τα Ρόγγια... είπε ασθμαίνοντας ο παπάς, ήθελα να δω το χωράφι...  είπε να το σπείρει κείνος ο Ντανάκιας και τ' άφησε άσπαρτο...  κι εγώ χαμπάρι δεν είχα, τόσοι μήνες τώρα.
Ας είναι καλά ο άνθρωπος...
Είχα και δυο τρεις αγιασμούς να κάμω και νύχτωσα... Καλά που έπεσα κοντά στο καλυβάκι του μπαρμπα-Κόλια εδώ (δείχνοντας τον καλούμενο Αλιβάνιστο) και με βοήθησε να βρω το δρόμο!... Ας έχει την ευχή!
Ο παπα-Γαρόφαλος, έδειχνε εκείνον τον οποίο αποκαλούσε μπαρμπα-Κόλιαν, ο οποίος όμως, σαν αληθινή σκιά είχε αρχίσει να γλιστρά πίσω από τα δένδρα και να απομακρύνεται.
Ο Μπαρέκος, έτρεξε και τον έπιασε γερά από το βραχίονα.
— Πού πας, μπαρμπα-Κόλια; είπε. Τώρα δε σ' αφήνουμε... τελείωσε!
Φέτος θα κάμουμε Ανάσταση μαζί!...
Ο Σταμάτης, μη δυνάμενος να κρατήσει τα γέλια, άρχισε με το φανάρι το οποίο κρατούσε, να κάνει κινήματα σαν να λιβάνιζε προς το βάθος, στο μέρος όπου στεκόταν το σύμπλεγμα του Μπαρέκου και του μπαρμπα-Κόλια.
Ο γέρος, φαινόταν αληθινός λυκάνθρωπος. Φορούσε είδος ράσου, απροσδιορίστου χρώματος και μαύρη σκούφια, είχε μακριά μαλλιά, μαύρα ακόμη και ψαρά σγουρά γένια. Δυσανασχετούσε, γιατί τον κρατούσε με το δυνατό χέρι του ο Μπαρέκος και ήθελε να φύγει.
— Αφ' σε με να ζήσεις! Δεν μπορώ!... τι Ανάσταση να κάμου 'γω... τι με θέλετ' εμένα... Εσείς κάμετε Ανάσταση. Με γεια σας, με χαρά σας!... Πάω στο καλύβι μου, 'γω!
Τότε ο παπα-Γαρόφαλος πήρε το λόγο:
— Να 'χεις την ευχή του Χριστού παιδί μου! Έλα!... Να πάρεις ευλογία!... Να μοσχοβολήσ' η ψυχή σου! Έλα ν' απολάψεις τη χαρά του Χριστού μας! Μην αδικείς τον εαυτό σου! Μην κάνεις του εχτρού το θέλημα!... Πάτα τον πειρασμό! Έλα, Κόλια!
Έλα, Νικόλαε, έλα, Νικόλαε μακάριε! Ο άγιος Νικόλαος να σε φωτίσει!
Ο μπαρμπα-Κόλιας ήθελε να έλθει, αλλά ντρεπόταν. Παραξενευόταν πολύ, θα επιθυμούσε να τον απαγάγουν δια της βίας.
Ο Μπαρέκος, σαν να είχε εισδύσει στα ενδόμυχα της ψυχής του, φώναξε τους δύο άλλους βοσκούς κοντά του. 
Αυτοί, μισοαστεία, μισοσοβαρά, έβαλαν τα χέρια τους, στους βραχίονες και τις ωμοπλάτες του Κόλια.
Εν πομπή και παρατάξει τον απήγαγαν, ενώ αυτός, επιθυμούσε να ακολουθήσει, αλλά και προσπαθώντας να φύγει.
***
Όταν έφθασαν στον Αϊ-Γιάννη, παράδοξο πράγμα συνέβη.
Η θεια Μολώτα, καθώς καθόταν έξω απ’ το ναό, άμα είδε τον Κόλια, ταράχθηκε και στράφηκε προς τον τοίχο του ναού.
Η Αφέντρα, που ήταν στο πλάι της, την είδε και κατάλαβε ότι κάτι συνέβαινε.
— Τι έχεις, θεια Μολώτα;
Η γριά της έκανε νόημα να σωπάσει.
Εντωμεταξύ, αφού η συνοδεία προχώρησε στο κέντρο του περίβολου, η Μολώτα έριξε πλάγιο βλέμμα προς το σύμπλεγμα των ανδρών και κατέβασε χαμηλά τη μαύρη μαντήλα της, έκρυψε τα φρύδια, τους κροτάφους και με τα τσουλούφια της κόμης της και με τα κλώνια της μαντήλας, κάλυψε το κατωσάγονο και τα μάγουλα.
Η Αφέντρα την κοίταζε με άπληστη περιέργεια.
— Τι έπαθες, θεια Μολώτα; ρώτησε και πάλι.
— Σώπα, σ' λένε! ψιθύρισε η Μολώτα.
Αμέσως τότε, ο παπάς εισήλθε στο ναΐσκο, τον οποίο ο Σταμάτης, από την ημέρα, πριν να πάει ακόμα για πεταλίδες και καβούρια, είχε στολίσει με δάφνες και μυρσίνες και ο οποίος άστραφτε από κοσμιότητα και καθαριότητα.
Ο ιερέας έβαλε ευλογητό και μαζί με τον ανεψιό του, άρχισε να ψάλλει το «Κύματι θαλάσσης».
Η Αφέντρα, η Φωλιώ κι οι γυναίκες και τα θυγάτρια των ποιμένων, μπήκαν στο ναό και κόλλησαν πολλά κεριά στα μανουάλια.
Η Μολώτα έμενε παραπίσω. 
Ήθελε να δει αν ο μπαρμπα-Κόλιας, ο Αλιβάνιστος, θα έμπαινε στο ναό ή όχι.
Ο Κόλιας καταρχάς επέμενε να μείνει έξω, με την πρόφαση ότι θα βοηθήσει τους δύο παραγιούς του Μπαρέκου στο σούβλισμα και ψήσιμο των αρνιών, για τα οποία ετοίμαζαν μεγάλη φωτιά. Ο Μπαρέκος όμως φοβήθηκε, μήπως «το στρίψει» και τον πίεσε να εισέλθει στο ναό μαζί του, λέγοντάς  του, ότι  ο μουσαφίρης δεν κάνει «'πηρεσία».
Τότε η Μολώτα έμεινε απ' έξω, μισοκρυμμένη στον παραστάτη της θύρας του ναού και κοιτάζοντας κρυφά μέσα. 
Όταν βγήκαν όλοι με τις λαμπάδες στο ύπαιθρο για να κάμουν Ανάσταση, αυτή απομακρύνθηκε και κρύφτηκε στη βορειανατολική γωνία, σιμά στη θυρίδα της Προσκομιδής.
Απ΄εκεί άκουσε κι αυτή το «Χριστός Ανέστη».
Όταν το πλήθος μπήκε πάλι στο ναό, με το «Αναστάσεως ημέρα», το γοργό εμβατήριο, η Αφέντρα της Σταματρίζενας έμεινε παραπίσω και ήλθε κοντά στη Μολώτα.
— Γιατί δεν έρχεσαι μες στην εκκλησιά; της είπε, λεχώνα είσαι;
— Σύλε, πιδί μ', ν΄ακούσεις καλό λόγο, της είπε η Μολώτα.
Αφ' σ' εμένα.
— Μα τι έχεις;
— Τίποτα.
Επέμεινε:
— Θα μου πεις τι έχεις;
Η γριά αρνήθηκε και απομακρύνθηκε απ' αυτήν.
Η Αφέντρα αναγκάσθηκε να φύγει.
Μετά λίγη ώρα όμως, όταν άρχισε ο Ασπασμός, η Μολώτα πλησίασε στη θύρα του ναού και έκανε νόημα στην Αφέντρα να βγει.
Την έφερε στην ιδία και πριν θέση, αριστερά του ναού.
— Τώλα, εγώ πώς θα μεταλάβου; της λέγει.
— Γιατί; τι τρέχει;
— Τώλα, δε φιλούν Βγαγγέλιο κι Ανάσταση;
— Ναι.
— Πώς να πάω 'γω ν' ανησπαστώ;
— Πώς θα πας; Με τα ποδάρια σ', είπε η Αφέντρα.
— Είδες κείνον άθλωπο;
— Ποιον;
— Κόλια.
— Τον Αλιβάνιστο; Ε, τι;
Η Μολώτα έσκυψε, χαμήλωσε τη φωνή και είπε:
— Σαν ήμουν εγώ μικλό κολίτσι, αυτός μ' ήθελε γυναίκα.
Πλιν αλλωστήσω κι πιαστεί φωνή μου, μ' ηύλε σουλουπώματα, πηγάδι, στενό σοκάκι, μ' ε... (έσκυψε στο αυτί της Αφέντρας και ψιθύρισε με φωνή μόλις ακουσμένη), μ' εφίλησε...
Η Αφέντρα έπνιξε βαθύ, αργυρόηχο γέλιο.
Η γριά επανέλαβε:
— Πατέλας δεν τον ήθελε γαμπλό. Πήλα άλλον. Χήλεψα.
Αυτός, είπαν, πήλε καημό, πήγε βουνά, αγλίεψε, δεν πάτησ' εκκλησιά... Εγώ έχω το κλίμα (το κρίμα);
Η Αφέντρα κατάλαβε αμέσως την απλοϊκή ευσυνειδησία της γριάς.
— Ε, καλά, είπε, να που τον ηύρες τώρα, στην Ανάσταση.
Ώρα του Ασπασμού, της αγάπης είναι. Να σχωρεθείς, να το πεις του παπά και θα σ' αφήσει να μεταλάβεις.
***
Η Μολώτα, ακολούθησε κατά γράμμα τη συμβουλή της Αφέντρας.
Μπήκε στο ναό, ασπάσθηκε το Ευαγγέλιο και την Ανάσταση, έπειτα ζήτησε συγχώρηση από τον Κόλια.
Ακολούθως, την ώρα του Κοινωνικού, πλησίασε μαζί με τις άλλες γυναίκες στη βόρεια πύλη του ιερού, όπου ο ιερέας ανέγνωσε επί των κεφαλών τους την συγχωρητική ευχή, ενώ ο μικρός ψάλτης μουρμούριζε το «Σώμα Χριστού μεταλάβετε».
Μετά την απόλυση, άμα οι άνδρες εξήλθαν, ο Σταμάτης συνάντησε τον Κόλια και τον χαιρέτισε:
— Χριστός Ανέστη, μπαρμπα-Κόλια! Καλή ώρα ήταν που σ' ηύρα χτες.
Και ο γέρος ερημίτης απάντησε:
— Αληθώς Ανέστη, βρε! Δεν είμαι αλιβάνιστος!
 
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης

TO ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΩΝ ΔΙΡΦΕΩΝ 2