Κυριακή 28 Νοεμβρίου 2021

Τα πτερόεντα δώρα

Το διήγημα δημοσιεύτηκε το 1907
➖➖➖
Τη μετατροπή του κειμένου στην
καθομιλουμένη δημοτική
έκανε ο
Ιωάννης Δ. Γιαννούκος
⭐⭐⭐

Ξένος του κόσμου και της σάρκας, κατέβηκε την παραμονή από τα ύψη κρύβοντας τα φτερά, όπως τα κρύβει θείος άγγελος.
Έφερε δώρα από τα άνω βασίλεια, για να φιλέψει τους κατοίκους της πρωτεύουσας.
Ήταν ο καλός άγγελος της πόλης.
Κρατούσε στο χέρι ένα άστρο και στο στήθος του έπαλλε ζωή και δύναμη και από το στόμα του εξερχόταν πνοή θείας γαλήνης.
Τα τρία τούτα δώρα ήθελε να μεταδώσει σε όλους όσοι πρόθυμα τα δέχονται.
Μπήκε πρώτα σε ένα αρχοντικό μέγαρο.
Είδε εκεί το ψεύδος και τη δύναμη και τη σεμνοτυφία, την ανία και το ανώφελο της ζωής, ζωγραφισμένα στα πρόσωπα του άνδρα και της γυναίκας και άκουε τα δύο τέκνα να ψελλίζουν λέξεις σε άγνωστη γλώσσα. Ο άγγελος πήρε τα τρία ουράνια δώρα του και έφυγε τρέχοντας από κει.
Πήγε στην καλύβα πτωχού ανθρώπου.
Ο άνδρας έλειπε όλη την ημέρα στην ταβέρνα. Η γυναίκα προσπαθούσε να αποκοιμίσει με λίγο ξηρό ψωμί τα πέντε τέκνα, βλασφημώντας συγχρόνως την ώρα που είχε πανδρευτεί.
Τα μεσάνυχτα επέστρεψε ο σύζυγός της, αυτή τον έβρισε νευρική, με φωνή οξεία, εκείνος την έδειρε με τη ράβδο την οζώδη και μετά από λίγο οι δύο πλάγιασαν, χωρίς να κάμουν την προσευχή τους και άρχισαν να ροχαλίζουν με βαρείς τόνους.
Έφυγε από κει ο άγγελος.
Ανέβηκε σε μεγάλο κτήριο, πλούσια φωτισμένο.
Ήταν εκεί πολλά δωμάτια με τραπέζια κι επάνω τους έσκυβαν άνθρωποι, μετρώντας αδιάκοπα χρήματα, παίζοντας με χαρτιά.
Ωχροί και δυστυχείς, όλη η ψυχή τους ήταν συγκεντρωμένη στην ασχολία αυτή. Ο άγγελος κάλυψε το πρόσωπο με τα φτερά του για να μη βλέπει κι έφυγε τρέχοντας.
Στο δρόμο συνάντησε πολλούς ανθρώπους, άλλους να βγαίνουν από τα καπηλειά, οινοβαρείς και άλλους να κατεβαίνουν από τα χαρτοπαίγνια, μεθυσμένοι από χειρότερη μέθη.
Μερικούς είδε να ασχημονούν και μερικούς άκουσε να βλασφημούν τον Αην - Βασίλην, ως φταίχτη.
Ο άγγελος κάλυψε με τα φτερά του τα αυτιά, για να μην ακούει και προσπέρασε.
Ξημέρωνε ήδη το πρωί της πρωτοχρονιάς και ο άγγελος για να
παρηγορηθεί, μπήκε στην εκκλησία.
Αμέσως κοντά στις θύρες, είδε ανθρώπους να μετρούν νομίσματα, μόνο πως δεν είχαν παιγνιόχαρτα στα χέρια και στο βάθος, αντίκρισε έναν άνθρωπο χρυσοστόλιστο και μιτροφορούντα σαν Μήδος σατράπης της εποχής του Δαρείου, να κάνει διάφορα καμώματα και επιτηδευμένες κινήσεις.
Δεξιά και αριστερά, άλλοι μερικοί έψαλλαν με επίπλαστες φωνές:
«Τον Δεσπότην και αρχιερέα!»
Ο άγγελος δε βρήκε παρηγοριά. Πήρε τα πτερόεντα δώρα του, το άστρο το προορισμένο να λάμπει στις συνειδήσεις, την αύρα την ικανή να δροσίζει τις ψυχές και τη ζωή την πλασμένη να πάλλει στις καρδιές, τάνυσε τα φτερά και επανήλθε στις ουράνιες αψίδες».
 
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης

Παρασκευή 26 Νοεμβρίου 2021

Τα λιμανάκια

Το διήγημα δημοσιεύτηκε το 1907
➖➖➖
Τη μετατροπή του κειμένου στην
καθομιλουμένη δημοτική
έκανε ο
Ιωάννης Δ. Γιαννούκος
⭐⭐⭐

Που να θυμηθεί όλες τις παραγγελίες ο καπετάν Ηλίας της Μπαμπλένως, που του είχανε φορτώσει οι καλοί συμπατριώτες του νησιού του!
Έπρεπε να θυμάται αυτά που του είπε ο Δελχαρόγιαννος ο Χασάπης ή τα πράγματα που του ζήτησε ο γέρο - Πανάς. Άλλος τού ‘χε δώσει λεφτά προκαταβολή για να του πάρει ένα τρυγολόγο, άλλος για ένα σουγιά, άλλος για να του πάρει πιάτα.
Ο Γιάννης ο Αντώναρος τού ‘χε παραγγείλει μια σβάρνα και η Μαργαρώ της Πασσίνας τού ‘χε δώσει λεφτά για να της ψωνίσει κουντούρες κόκκινες, δηλαδή παντόφλες μυτερές.
Αφού τα ψώνισε όλα, μπαρκάρισε στη μπρατσέρα περίπου στις τρεις τη νύχτα.
Ξημέρωνε 30 Δεκεμβρίου. Λογάριαζε πως θά ‘φτανε το βράδυ της παραμονής του Αγίου Βασιλείου στο μικρό νησάκι του, που ήτανε μακριά από το Βόλο, κάπου τριάντα μίλια.
Του άρεσε πάντα να μην ταξιδεύει νύχτα, παρά μόνο μετά τα μεσάνυχτα, σαν θά ‘χε μέρα μπροστά του, παρά τον καιρό και τα ενδεχόμενα.
Καμιά φορά χρειαζότανε να πλησιάσει κανένα από τα αγαπημένα του λιμανάκια που βρισκόντουσαν μέσα στον κόλπο.
Ήταν η Χοντρή Άμμος, το Ελαφοκλήσι, ο Άϊ -Σώστης, το Απάγκιο και ο Χαμογιαλός.
Τώρα όμως, έπρεπε να είναι την παραμονή του Αγίου Βασιλείου στο νησί, για να δώσει τις παραγγελίες και να γιορτάσουν όλοι χαρούμενοι την Πρωτοχρονιά.
Κατά τις τρεις μετά τα μεσάνυχτα, σηκώθηκε πολύ δυνατός άνεμος.
Για μεγαλύτερη σιγουριά, επειδή ακόμα δεν είχε βγει ήλιος, ο καπετάν Ηλίας άραξε στη Χοντρή Άμμο.
Ο άνεμος κόπασε σε λίγη ώρα και ο καπετάνιος, χωρίς να χάσει ώρα ξεκίνησε πάλι το ταξίδι προς το Τρίκερι.
Ο ήλιος είχε αρχίσει να φαίνεται, όταν πάλι άρχισε δυνατός άνεμος.
Ο καπετάν Ηλίας γύρισε και έριξε άγκυρα στο Ελαφοκλήσι, αλλά η ώρα περνούσε και ο άνεμος δε σταματούσε.
Ο καπετάνιος σκεφτότανε τα εμπορεύματα.
Κάθε Χριστούγεννα, Πρωτοχρονιά, Λαμπρή, η βρατσέρα του έφτανε στο νησί γεμάτη ψώνια, για να γιορτάσει ο κόσμος τις μέρες αυτές.
***
Ο Ηλίας της Μπαμπλένως, ήταν τίμιος και ειλικρινής
άνθρωπος.
Μία μόνο απάτη είχε κάνει, όταν ήταν πάρα πολύ νέος.
Το κρίμα του το είχε εξομολογηθεί τότε στον πνευματικό κι από τότε το διηγιόταν σε πολλούς ανθρώπους.
Με το δασκάλεμα ενός γεροντότερου, που φαινόταν να είναι έμπειρος σε τέτοιες δουλειές, είχαν κρατήσει για λογαριασμό τους μερικές δεκάδες κεραμίδια από τα κεραμουργεία των Ωρεών.
Αλλά μόλις είχε γίνει η κλοπή, όταν έσκυψε ο Ηλίας να λύσει το σκοινί της φελούκας για να ανεβεί στο πλοίο, μια τεράστια σμέρνα πήδησε έξω από μια σχισμή βράχου ή κάποια φωλιά εκεί κοντά και του κατασπάραξε τα κρέατα στο δεξιό του αντιβραχίονα, με τα τρομερά όπως του θηρίου δόντια της.
Αυτή ήταν η πρώτη και τελευταία φορά για το νεαρό τότε ναυτικό.
Η σμέρνα είχε σταλεί από το Θεό για να τον τιμωρήσει.
Ακόμα και ύστερα από είκοσι χρόνια, ο Ηλίας έδειχνε τις ουλές από το φοβερό δάγκωμα σε όλους, σε όσους διηγιόταν το γεγονός αυτό, που ήταν εντελώς αληθινό, όπως φαίνεται.
***
- Ευτυχώς, μετά την ανατολή του ήλιου, ο ανατολικός άνεμος άρχισε να ηρεμεί κι έπειτα ησύχασε εντελώς. 
Ο καπετάν Ηλίας, που είχε βγει με τη βαρκούλα έξω στα λιγοστά βράχια που έκλειναν το λιμάνι στα ανατολικά και κοίταζε να μαζέψει κοχύλια και πεταλίδες που έβοσκαν εκεί σε μεγάλο αριθμό, στον ίσκιο του βράχου της θάλασσας, με λύπη του άφησε το αγαπημένο του λιμανάκι - ήταν μια ποιητικότατη μικρή αγκαλιά της γης, όπου ημέρευαν τα άγρια κύματα και γυάλιζε γαλανή η θάλασσα - κι έβαλε πλώρη πάλι ανατολικά.
Τώρα θα έβγαινε πια στο ανοιχτό πέλαγος κι ο Θεός βοηθός!
Πολύ χορευτικό και με απότομα σκαμπανεβάσματα ήταν εκείνο το πέρασμα.
Το πέλαγος, αχαλίνωτο, με τις λευκές χαίτες των κυμάτων να ορθώνονται και να αναπηδούν αδιάκοπα, πλέοντας σε έναν άγνωστο δρόμο προς τον ατέλειωτο υγρό κύκλο, πηγαίνοντας προς το άπειρο, προς την αιωνιότητα, αχόρταγο, είχε φάει πολλά σκάφη και σκελετούς, πολλά σκαριά πλοίων και πολλά κουφάρια ανθρώπων.
Οι καλές νοικοκυράδες, οι ευλαβικές χριστιανές, γύρω στα χωριά και στα νησιά, μαγείρευαν θαυμάσια ροφούς, συναγρίδες και όλα τα μεγάλα νόστιμα ψάρια.
Αλλά που να δοκιμάσουν το φαγητό στη γεύση, να το δουν στο αλάτι! 
Εκείνα τα ψάρια ήταν πιθανό να είχαν γευτεί πνιγμένους ανθρώπους και ποια καλή χριστιανή θα τα έβαζε ποτέ στο στόμα της!
***
Η μπρατσέρα, αφού παρέκαμψε το Τρίκερι και είχε απομακρυνθεί περίπου ένα μίλι μέσα στο πέλαγος, άρχισε να κουνιέται πολύ δυνατά στα πλευρά, από τα αριστερά στα δεξιά.
Ο άνεμος είχε δυναμώσει και γύρισε σε Γραίγο (Βορειοανατολικό).
Ο κυβερνήτης πρόσταξε το ναύτη και το μούτσο του να ποδίσουν (να διακόψουν την πορεία) κι αφού έστριψαν μπήκαν στον Άι-Σώστη, στο λιμανάκι που είχε το όνομά του κι έριξαν άγκυρα.
Α! τώρα αντίκριζαν το ωραίο καταπράσινο νησί, που ήταν σαν παράδεισος, φυτεμένος ανάμεσα στα τέσσερα πέλαγα που το έβρεχαν, όπως παλιά οι τέσσερις ποταμοί τον κήπο της Εδέμ.
Δε βρίσκονταν πια μακριά. Ήταν σε δέκα μίλια απόσταση και να έσκαζε ο εχθρός, ως την άλλη μέρα, στις 31, όλοι οι άνεμοι θα ηρεμούσαν και η μπρατσέρα θα έφτανε στο τέρμα της πορείας της.
Νύχτωσε κιόλας. Ο Ηλίας της Μπαμπλένως είχε αποφασίσει, πριν φέξει η άλλη μέρα, μετά τα μεσάνυχτα, κοντά στα χαράματα, να ξεκινήσει για το ποθητό τέρμα του ταξιδιού του.
Πράγματι, ο Άι-Σώστης τους βοήθησε και δεν χρειάστηκε πια,
όταν με το πρώτο φως της αυγής ξεκίνησαν να καταφύγουν και στα άλλα δύο λιμανάκια, ούτε στο Απάγκειο, ούτε στο Χαμογιαλό.
Ήταν γαλήνη τις πρωινές ώρες. Αλλά το σκάφος δεν προχωρούσε. Γι΄ αυτό έδεσε το σκοινί με τη φελούκα.
Ο καπετάν Ηλίας κι ο ναύτης του τραβούσαν κουπί και ρυμουλκούσαν το πλοίο. Μόνο ο μικρός μούτσος έμεινε πάνω στη βρατσέρα και κρατούσε το πηδάλιο.
Κατά κακή τύχη, όταν πλησίαζαν στη δυτική ακτή του νησιού, δυνατός πελαγίσιος άνεμος ήρθε πάλι από τα αριστερά και το μικρό σκάφος άρχισε θλιβερά να κλυδωνίζεται.
Ο Ηλίας της Μπαμπλένως κι ο ναύτης του έλυσαν το σκοινί, ανέβηκαν στη μπρατσέρα και πήραν στα χέρια τους τα ξάρτια και το πηδάλιο.
Κατέβασαν τα πανιά και το σκάφος έμεινε να ταξιδεύει χωρίς αυτά.
Να περάσει κανείς όλο τον κόλπο και το πέλαγος, να αράξει σε τρία λιμανάκια - στη Χονδρή Άμμο, στο Ελαφοκλήσι και στον Αι-Σώστη και μόνο στο Απάγκειο και στο Χαμογιαλό να μην καταφύγει - να φτάσει κάτω από τη Σκιάθο κι αντί να σε προστατέψει η χαριτωμένη ακτή του ωραίου νησιού, να σε κλυδωνίζει και να σε χορεύει διαβολικό χορό ο πελαγίσιος άνεμος! Και μάλιστα να ξημερώνει Πρωτοχρονιά και να κοντεύει η μέρα της παραμονής να βραδιάσει!
Ε, αυτό ήταν μεγάλη ατυχία, πρέπει να το παραδεχτούμε.
Και αν μπορούσε τουλάχιστον ο καπετάν Ηλίας, όπως έσωσε τον εαυτό του, τους ανθρώπους και το σκάφος, να σώσει όλες τις παραγγελίες και τα εμπορεύματα! Αλίμονο!
Πρώτη φορά στη ζωή του βρέθηκε στη σκληρή ανάγκη να ρίξει ένα μέρος του φορτίου στη θάλασσα! Και πρώτα έριξε στο βυθό κοντά στην ακτή τρία βαρέλια ρούμι, που ήταν όμως βέβαιος πως θα βρίσκονταν σχεδόν απείραχτα την άλλη μέρα, όταν θα έπαυε η τρικυμία.
Η μπρατσέρα πάλευε, μόλις δύο μίλια μακριά από το λιμάνι, αντίκρυ σε μια απόκρημνη ακτή, ωστόσο δε μπορούσε να πλησιάσει.
Έπειτα έριξε στη θάλασσα ένα σακί με ρύζι και δυο κασόνια με σαπούνια. Το αμπάρι άδειασε αρκετά και ξαλάφρωσε το σκάφος.
Ας έσωζε τουλάχιστον τις παραγγελίες! 
Αλλά πίσω στην καμπίνα, κοντά στα άλλα ψώνια, ήταν ένα πακέτο από χαρτόνι γεμάτο βαριά σίδερα, εργαλεία κι από πάνω, ένα ψαλίδι που το είχε παραγγείλει στον καπετάν Ηλία να της το φέρει απ΄το Βόλο η Μαριώ η Μαλλίνα.
Ο ναύτης, σύμφωνα με τη διαταγή του κυβερνήτη, έριξε αυτό το βαρύ πράγμα στη θάλασσα. Και μαζί με τα άλλα σίδερα, πήγε και το ψαλίδι στον πάτο. Αχ και να το έβλεπε η Μαριώ η Μαλλίνα, πως καταποντίστηκε έτσι το ψαλίδι της, πόσα θα έκοβε η γλώσσα της ενάντια στον καπετάν Ηλία.
Αλλά πάνω από τα σίδερα και το ψαλίδι, στο ίδιο πακέτο, ήταν και οι κόκκινες μυτερές παντόφλες της Μαργαρώς της Πασσίνας, οι κουντούρες. Από απροσεξία του ναύτη, πήγαν κι οι παντόφλες μαζί με τα σίδερα.
Ο καπετάν Ηλίας πρόλαβε και τις είδε για μια στιγμή, σαν να είχαν φτερά, να χοροπηδούν, πριν βυθιστούν στο κύμα. 
Αχ, πόσο λυπήθηκε! Και τι θα έλεγε στη γειτόνισσά του, τη Μαργαρώ της Πασσίνας;
***
Το μόνο πράγμα από όλες τις παραγγελίες που σκόπιμα το έριξαν στη θάλασσα, ήταν η «σβάρνα», σαν σχεδία για τη στεριά από χοντρές σανίδες δεμένες με σίδερα, που αγοράστηκε σύμφωνα με την παραγγελία του ζευγολάτη, του Γιάννη του Αντώναρου.
Και την ώρα που η μπρατσέρα άρχισε τελικά να προστατεύεται από τον άνεμο και να μπαίνει στο λιμάνι, στο ηλιοβασίλεμα, ενώ προσπερνούσε το Καλαμάκι, τον κάβο που κλείνει από τα δυτικά το λιμάνι, ο καπετάν Ηλίας νόμισε πως έβλεπε μια κάπα και μια ανθρώπινη κατατομή να στέκει πάνω στο βράχο και να χειρονομεί προς το μέρος της μπρατσέρας.
Πίστεψε πως θα ήταν ο Γιάννης ο Αντώναρος, που θα ρωτούσε βέβαια, από μακριά τον κυβερνήτη αν του έφερε τη σβάρνα.
Αλλά τη φωνή την έπαιρνε ο άνεμος.
Όταν όμως η μπρατσέρα πλησίασε, μόλις νύχτωσε, στο βράχο του Επάνω Μαχαλά, ο Ηλίας της Μπαμπλένως άκουσε καθαρά τη διαπεραστική φωνή της Μαργαρώς της Πασσίνας, της γειτόνισσάς του:
-Θυμήθηκες να μου φέρεις τις κουντούρες, καπετάν Ηλία;
 
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης

 

Πέμπτη 25 Νοεμβρίου 2021

Τα κρούσματα

Το διήγημα δημοσιεύτηκε το 1903
➖➖➖
Τη μετατροπή του κειμένου στην
καθομιλουμένη δημοτική
έκανε ο
Ιωάννης Δ. Γιαννούκος
⭐⭐⭐

Γενικό προσκύνημα των κυμάτων, καθολική σύναξη όλων των βρυχηθμών των ανέμων και όλων των αλαλαγμών των καταιγίδων, ήταν ο σκοτεινός και φαλακρός, ο ψηλός και στητός βράχος.
Παλάτι της ερημιάς και της σιγής, θρόνος βαθιάς μελαγχολίας, ο πελώριος βράχος ο βορεινός, ο θαλασσόπληκτος, πάνω στον οποίο ήταν κτισμένο κάποτε το παλαιό, το κατερειπωμένο σήμερα χωριό.
Δεν υπήρχε κύμα του θρακικού πελάγους και των κόλπων της Χαλκιδικής, δεν υπήρχε κύμα βγαλμένο απ΄τη Μαύρη Θάλασσα και την Προποντίδα, διωγμένο απὸ τους κόλπους και διυλισμένο δια μέσου των πορθμών, αποπτυσμένο απὸ τους αφρούς του πελάγους και εξορυγμένο απὸ τα απύθμενα βάθη του πόντου, τα κάτω από τον καταπληκτικό Άθωνα, το οποίο να μην ερχόταν να φιλήσει τα κράσπεδα του μαύρου τιτάνιου βράχου.
Υψωνόταν πάνω από τη θάλασσα, σε ύψος που σου δημιουργούσε ίλιγγο και σκοτοδίνη και ήταν κάποτε γεμάτος ψυχές και φωνές και τώρα ήταν έρημος γεμάτος ερείπια.
Και δύο μεγάλοι αιγιαλοὶ δεξιά και αριστερά απλώνονται κάτω, στα θεμέλια δύο φοβερών κρημνών.
Ο ένας σπαρμένος με βράχους, κομμένους σε σχήματα πρανή και κωνοειδή, σαν λείψανα παλαιάς γιγαντομαχίας, σωζόμενα στο πεδίο της μάχης, στρωμένος με χαλίκια άσπρα, κόκκινα, μαργαρώδη, επίχρυσα και με άμμο σκουρόχρωμη, πεντακάθαρη και η άμμος κυρτώνεται διὰ μιας και ο βυθός απότομα βαθύνεται, ο κολυμβητής, αν θα τολμήσει να επιβεί στο κύμα, έλκεται προς τη σύρτη τη βαθιά, τη λευκή και πρασινίζουσα και γαλανή, που είναι σαν λίκνο του μικρού Τρίτωνα και παστάδα της μελαγχολικής Σειρήνας, όπου αφρός και πόντος, όπου κύμα και άβυσσος, χαρούμενα παίζουν διάφορα και ενίοτε επικίνδυνα παιχνίδια.
Δεξιά, προς ανατολάς, αντικρίζει κανείς το μεγάλο βράχο, σε δέκα πρυμνήσια εναέρια απόσταση με την ακτή του Κουρούπη, τη λευκή και κυρτή, όπου φαντάσματα και δαίμονες, που σπάνια είναι ορατοί, δεν παύουν να κυλούν τεράστιες πέτρες, απὸ τη σάρα και τον κρημνό τον κατηφορικό.
***
Κάτω στη βάση του κρημνού, μία σπιθαμή πριν την αλμύρα του κύματος, πάνω στην πέτρα της προβλήτας, ρέει βρύση με γλυκό, ψυχρό, παγωμένο νερό.
Το πρωί, πολλές φορές πλησιάζουν απὸ το πέλαγος ψαράδες με τη βάρκα, για να πιούν και να γεμίσουν τα βαρέλια. Και το νερό όλη την ημέρα μένει ψυχρό και παγωμένο μέσα στα βαρέλια, κατὰ Ιούλιο μήνα, κάτω από τις φλέγουσες ακτίνες του ήλιου απὸ τις οποίες ψήνονται πεταλίδες και πορφύρες και στρείδια επάνω στο μικρό φάτνωμα της πλώρης της βάρκας.
Αλλά ανίσως τη νύκτα κάποιοι ψαράδες, ριψοκίνδυνοι, τολμήσουν να πλησιάσουν για να πάρουν νερό από τη δροσερή βρύση τη μαγική, κάτω στα κράσπεδα της ακτής, επὶ της χαμηλής πέτρας που χρησιμοποιείται ως προβλήτα, τότε βρόντος και πάταγος ριγηλὸς αντηχεί απὸ τον κρημνό επάνω και πέτρες και βράχια τρομακτικά κυλιούνται κατερχόμενα κατὰ των κεφαλών των ψαράδων… Τότε μόλις αυτοί προφταίνουν να κάμουν το σταυρό τους και να τραπούν σε φυγή…
Οι πέτρες εκείνες θα ήταν ικανές και αυτομάτως να κυλιούνται απὸ τον κρημνό εκείνο... πόσο μάλλον όταν αόρατες δυνάμεις δαιμονίων τις σπρώχνουν προσκολλώμενοι στο ολισθηρό μέρος της ακτής, όπως συνήθως προσκολλώνται στο ασθενὲς μέρος, σε έρωτες και μίση, εξάπτοντες το πάθος σε φλεγμονή και τρέποντας την οργή σε λύσσα…
Αριστερά από το γιγαντιαίο βράχο του Ἐρημου Χωριού, προς δυσμάς, άλλος γιαλός απρόσιτος, άνορμος, απλώνεται. 
Δε φαίνεται εκεί στρώμα κομψών χαλικιών και άμμου πεντακάθαρης, ούτε φαίνεται της θαλάσσιας νύμφης η παστάδα, ο θάλαμος της Νηρηίδας. Πέλαγος βαθύ ως την αντικρινή στεριά απλώνεται και σαν μονόχορδος υμνωδός δεν παύει να το οργώνει ο άνεμος, ο Αργέστης (Βορειοδυτικός).
Και καταμπροστά, λίγο βορειοδυτικά στο βράχο του Ἐρημου Χωριού, αποσπασμένοι, βαπτισμένοι στο κύμα δύο βράχοι παντέρημοι εμφανίζονται.
Κάτω στα πόδια τούτων, στα άντρα τα θαλάσσια και τους βράχους που χτυπάει το κύμα, τις θαλασσόγλυπτες, εκεί βόσκουν και λοξοπατούν τα θαμαστότερα πετροκάβουρα και παγούρια του κόσμου, με τα ερυθρά προέχοντα σαν κλαδωτά αυγά τους, ψηνόμενα, ψάλλοντα μελωδικά στην ανθρακιά, μεγάλα, εύχυμα στη γεύση.
Κι επάνω στους δύο εκείνους υψηλόκρημνους σκόπελους, όποιος θα τολμούσε ποτὲ να σκαρφαλώσει, για να μαζέψει αν μπορεί εξαίσια λάχανα και θαυμάσιες αγριοκράμβες, πρέπει να ζωστεί καλά με χονδρό σχοινί στη μέση, να προσδέσει το ένα άκρο στο χονδρό κορμό του γηραιού θαλάσσιου θάμνου, του φυτρωμένου στο φρύδι του βράχου, έπειτα να αναρριχηθεί στο μέτωπο του κρημνού αργά και με μεγάλη προφύλαξη και πάλι βέβαιος δεν θα είναι αν θα ευτυχήσει να κατέβει σώος και υγιής απὸ το ύψος εκείνο, όπου οι γλάροι κρώζουν θρηνητικά και περιίπτανται στις γωνίες του βράχου και τις εξοχές, γύρω απ΄το μέρος όπου κρύβεται η φωλιά τους, στη θέα του ξένου επιδρομέα.
Είναι τόσο πολύτιμα τα αγριολάχανα του θαυμάσιου εκείνου βράχου, ώστε ποτὲ δεν αγοράζονται αντὶ οσουδήποτε ποσού χρημάτων…
Μόνο πληρώνονται ή με αγάπη και με φιλία ή κάποιες φορές με κεράσματα, στον αφοσιωμένο κουμπάρο μας, τον Τζενεγό ή κάποτε και με ψήφους, όταν επίκεινται εκλογές… επειδή ο κουμπάρος Τζενεγὸς, είναι πολύ βαθιά αφοσιωμένος στους φίλους του και τότε μόνο θα σε φιλέψει «λάχανα θαλασσινά», όταν είναι βέβαιος ότι θα δώσεις ψήφο στο «κόμμα μας».
Λίγο πιο πέρα, νότια των δύο βράχων, στο μέσον του πόντου, πάντοτε σχεδόν, με γαλήνη και με τρικυμία, ακούγεται μία ορχήστρα, που έχει πάντοτε «δικό της σκοπό», καθώς λέγουν.
Είναι μία ύφαλος, που καλείται κοινώς Καλαφάτης.
Από μία οπή αναβλύζει υποβρυχίως το νερό, έπειτα αναπηδά και αποτελεί κρότο όμοιο με τον της «ματσόλας», δηλαδή της ξύλινης σφύρας του καλαφάτη - ή του «διανάκτου», όπως λένε στο Βασιλικό Ναύσταθμο, - επὶ των πλευρών επισκευαζόμενου πλοίου.
Η ματσόλα ή η σφύρα αυτή δεν παύει, ημέρα και νύκτα, ακούραστη, ακοίμητη να ακούγεται.
Κατ᾽ άλλους, ο Καλαφάτης ονομάσθηκε έτσι μετά ειρωνικού ευφημισμού, ότι καλαφατίζει τάχα τα πλοία τα οποία θα εξέπιπταν σιμά στη δικαιοδοσία του, κατά κάποιον τρόπο στο «Καρνάγιο» του.
Όλο το παλιό χωριό ήταν ερείπιο, απλωμένο στα νώτα του γίγαντα, του με τα πόδια θαλασσωμένα, βράχου.
Μέρος αυτού είχε κατεδαφίσει ο χρόνος, μέρος οι άνθρωποι.
Πότε οι ίδιοι πρώην κάτοικοι των παλαιών οικιών, συχνότερα τα παιδιά τους, πότε οι μαστόροι, οι κτίστες, με εντολή ή χωρίς εντολή, έπαιρναν από τα παλαιὰ κτίρια ότι στερεό είχαν τούτα, την ξυλεία της στέγης, πόρτες, παράθυρα, πολλές φορές τούβλα και κεραμίδια, πιεζόμενοι από την αχρηματία, επειδή η «σύντροφος πενία» μάστιζε και τότε δεινώς το ελληνικό και μάλιστα τους κατοίκους του νησιού, μετά την αποκατάσταση των πραγμάτων, κατόπιν του φοβερού Αγώνος, τα μετακόμιζαν δε διὰ ξηράς ή διὰ θαλάσσης στην πολίχνη τη νεόκτιστη, προς νότο, που απείχε δρόμο τριών ωρών.
***
Αλλά όμως η θεια-Μαχὼ το Φαλκάκι, αγαπούσε το παλιό χωριό της, το μέρος όπου είχε γεννηθεί κι αυτή ένα καιρό, όταν το χωριό κατοικείταν ακόμη, κατά τα χρόνια του Αγώνα και όπου έζησε τα προσφιλή σε κάθε μνήμη χρόνια της παιδικής ηλικίας.
Για τούτο, φρόντισε με κάθε τρόπο να διατηρήσει το παλιό σπιτάκι, τη φωλιὰ των γονέων της, την κοιτίδα αυτής της ίδιας. Με πολλή επιμέλεια και καθαριότητα και με συχνά ασβεστώματα, είχε κατορθώσει να διασώσει τη μικρή αυτή γωνιά, όπου ερχόταν κάποιες φορές να ξεκουραστεί και να κοιμηθεί τη νύκτα, συνήθως μαζί με τη μητέρα της ή με συντροφιά άλλων γυναικών.
Το μικρό σπιτάκι, ήταν μία επάνοδος στο παρελθόν, μία οπή διὰ της οποίας έβλεπε κανείς τα περασμένα σαν σε πανόραμα, ζωντανή ανάμνηση μέσα στη στάχτη της λησμονιάς, ορθή σκοπιά μεταξὺ κοιμωμένων σωμάτων, βρισκόταν κοντά στον σωζόμενο τότε ωραίο ναΐσκο της Παναγίας της Μεγαλομάτας, γύρω απ΄ τον οποίο υπήρχαν και δύο ή τρία σπίτια ακόμη, που διατηρούνταν, από άλλες γυναίκες, που κι αυτές λάτρευαν το παρελθόν.
Ο ναΐσκος, που γιόρταζε το Σάββατο του Ακάθιστου, ήταν ευπρεπής και δεχόταν συχνά το φόρο της ευλάβειας αυτών των νοικοκυράδων, ο οποίος διατηρούσε και τις σωζόμενες τριγύρω μικρές οικίες, όπως και άλλων γυναικών.
Η Μαχὼ το Φαλκάκι έφθασε νωρίς, περὶ δύση ήλιου, το δειλινό εκείνο του μηνός Οκτωβρίου, κρατώντας το καλαθάκι της, το οποίο περιείχε ψωμί, ελιές χαμάδες, λίγα κυδώνια και μερικές τομάτες.
Είχε αναχωρήσει απὸ την πόλη το πρωί. Όλη την ημέρα την πέρασε στον ελαιώνα μαζεύοντας ελιές, έπειτα τις έβαλε σε σάκους και με μουλάρι τις έστειλε στα ελαιοτριβεία της πόλης.
Ο ελαιώνας ήταν πολὺ κοντά στο παλαιό χωριό, απείχε δε πολὺ από τη σημερινή πολίχνη. Επειδή επρόκειτο και την επομένη να εξακολουθήσει την ίδια εργασία στον ελαιώνα, ήλθε στο παλιό έρημο χωριό, για να ανάψει τα κανδήλια της Παναγίας της Μεγαλομάτας και να διανυκτερεύσει, όπως πολλές φορές συνήθιζε, στο ερημικό σπιτάκι της, για να επιστρέψει πάλι το πρωί στον ελαιώνα.
Η Μαχὼ το Φαλκάκι, συνοδευόταν στην εκδρομή αυτή απὸ το γιο της το Φάλκο, παιδί δεκατριών ετών. Ο μικρός μάγκας είχε ακούσει πολὺ συχνά απὸ παιδιά μεγαλύτερα απ αυτόν, πάμπολλες διηγήσεις για φαντάσματα, τα οποία έβγαιναν τακτικά τη νύκτα στο παλαιό έρημο χωριό, ανάμεσα στα τόσα ερείπια, επάνω στο βράχο τον ψηλό, τον με θαλασσωμένα τα σκέλη γίγαντα, όπου η ηχώ των κυμάτων, τα οποία χόρευε μαινόμενος ο βοριάς νύκτα και ημέρα, αντηχούσε στα καθίσματα των βράχων, κάτω, στα άντρα τα θαλάσσια.
Τα φαντάσματα τούτα, στοιχειά, εξωτικά, λογιών-των-λογιών κρούσματα, δεν έπαυαν να εμφανίζονται τη νύκτα, να επισκέπτονται μελαγχολικά τα ερείπια, να περιφέρονται στα κατεδαφισμένα σπίτια, τα οποία στέγασαν κάποτε ζωές και ψυχές και τώρα κάλυπταν μυστήρια άγνωστα κάτω από τους σωρούς των λίθων.
Κάθε παλιά οικία είχε το ζώδιό της.
Το ζώδιο τούτο, έπαιρνε τη μορφή εκείνου του σφαγίου, το οποίο είχε θυσιαστεί κατὰ τη θεμελίωση της οικίας της κτιζόμενης εκάστοτε, μετά τον ψαλέντα αγιασμό.
Εὰν το σφαγμένο ζώο ήταν πετεινός, ο πετεινός έβγαινε συχνά τη νύκτα, ξαφνιάζοντας τους ενοίκους, ενόσω η οικία ήταν όρθια ακόμη και εξακολουθούσε και τώρα να βγαίνει παραπονετικά, λαλώντας με φωνή θρηνώδη επάνω στα ερείπια. Εὰν το ζώο που θυσιάστηκε ήταν αρνί, ένα πράγμα λευκό, πράο, ήμερο, μοιάζοντας με αρνί, δεν έπαυε να βγαίνει ακόμη γύρω στα θεμέλια του σπιτιού, βελάζοντας θλιβερά.
Εὰν το θύμα ήταν μοσχάρι, ένα βοϊδάκι μικρό, μαυροκόκκινο παρουσιαζόταν τριγύρω στα ερείπια. Μούγκριζε με σιγανή φωνή και πολλές φορές, ενόσω το σπίτι κατοικείτο, το μούγκρισμά του προσήμαινε κακό για τους νοικοκυραίους.
Όλα αυτά τα διηγούνταν οι μάγκες, όπως τα είχαν ακούσει από τις μητέρες και γιαγιάδες τους και μάλιστα τα αβγάτιζαν κι οι ίδιοι με την παιδική ψευδομανία τους. Και τώρα ακόμη πολλοὶ τα έβλεπαν.
Αυτή η Μαχὼ, είχε διηγηθεί άλλοτε στον γιο της, το Φάλκο, ότι είδε με τα μάτια της ένα μεσημέρι, νεράιδες να χορεύουν, απὸ το ύψος του Έρημου Χωριού, όπου βρισκόταν μία φορά, όταν ήταν μικρή κόρη ακόμη, καταντικρύ, στην απόκρημνη ακτή του Κουρούπη.
Εκεί επάνω, στον κρημνό, έβλεπε τις νεράιδες, ένα πλήθος
λευκοφορεμένων γυναικών, που ήταν πιασμένες σε χορό και χόρευαν «στον καλό τους καιρό» και τραγουδούσαν.
― Και τι τραγούδι έλεγαν, μάννα; ρώτησε η μικρή Τσιτσώ, εννέα ετών παιδίσκη, τη μητέρα της.
―Έλεγαν, κορίτσι μου: «Ακούτε μας, μιλάτε μας, ημείς, καλὲς κυράδες…»…
―Ήθελα κι εγὼ να τό ᾽βλεπα αυτό, μάννα, είπε ο Φάλκος.
―Ο Θεός να μη σ᾽ αξιώσει, παιδάκι μου.
Εγὼ έπεσα άρρωστη στο κρεβάτι που το είδα και πιάστηκε σαράντα μέρες η γλώσσα μου.
― Και δε μου λες θεια, είπε ο ανιψιός της, ο Σταμάτης το Παπαδόπουλο, ένας άλλος μάγκας συνομήλικος σχεδόν με το Φάλκο, που τον βρήκαν τον τόπο, για να χορέψουν; Απάνω εκεί, στον κρημνό, στη σάρα, πώς δε γλιστρούσαν να πέσουν;
― Αυτὲς είναι νεράιδες παιδάκι μου και πατούν στον αέρα, απάντησε η Μαχώ.
Τη διήγηση για τις νεράιδες που χόρευαν, την επιβεβαίωσε και η γριά-Φαλκίτσα, η μητέρα της Μαχώς, μία γριά κοντή και κυρτή, όμοια με ένα κουβαράκι. Αυτή είχε δει στον καιρό της πολλά απίστευτα πράγματα.
***
Ο Φάλκος, για πρώτη φορά εύρισκε την ευκαιρία αυτή, να διανυκτερεύσει στο Έρημο Χωριό, χωρὶς να είναι πολὺ κόσμος, η παρουσία του οποίου θα ήταν ικανή να διώξει τα στοιχειά.
Είχε μεγάλη περιέργεια ανακατεμένη με μεγαλύτερο φόβο, να έβλεπε στοιχειά.
Για να πάρει λίγο θάρρος, είχε ρωτήσει τη μάμμη του, αν όλα τα φαντάσματα κάνουν κακό σε όσους τα δουν, καθώς είχαν κάμει άλλοτε οι νεράιδες στη μητέρα του. Η γριά του απάντησε ότι είναι και στοιχειά αβλαβή και ακίνδυνα και μάλιστα τα ζώδια των σπιτιών ειδικά δεν κάμνουν ποτὲ κακό.
Μόλις είχαν φθάσει και άρχισε να νυκτώνει. Η Μαχὼ πίστευε ότι θα εύρισκε στο Έρημο Χωριό δύο ή τρεις άλλες γυναίκες μαζὶ με άλλα τόσα παιδιά ή κορίτσια, οι οποίες διανυκτέρευαν απὸ ημερών στον τόπο, για τον ίδιο λόγο με τη Μαχώ.
Ασχολούνταν την ημέρα στη συλλογή του ελαιοκάρπου κι επειδή το παλιό χωριό βρισκόταν σιμά στα κτήματά τους, μη θέλουσες να κοιμούνται στο ύπαιθρο και γιατί έπεφτε άφθονη δροσιά και υγρασία τη νύκτα και γιατί ήταν γυναίκες, χάριν ευκολίας κατέβαιναν και διανυκτέρευαν εκεί, στα δύο ή τρία σωζόμενα μικρά σπίτια, για να αναλάβουν νωρὶς την εργασία την επόμενη μέρα.
Ήλπιζε λοιπόν η Μαχὼ να βρει συντροφιά, καθόσον δεν θα ευχαριστείτο να μείνει μόνη της με το παιδί τη νύκτα στο έρημο μέρος, όπου «κροτίζει ο τόπος», απὸ τις τόσες παλιές αναμνήσεις και τα τόσα στοιχειά.
Αλλά η Μαχὼ γελάστηκε. Οι γυναίκες είχαν τελειώσει προς το παρόν την πρώτη συλλογή των ελαιών και από άλλο δρόμο είχαν επιστρέψει το βράδυ στην πολίχνη.
Η Μαχὼ δε βρήκε ψυχή στο Έρημο Χωριό.
Νύκτωνε ήδη, η πανσέληνος ήταν περασμένη και η σελήνη θα ανέτελλε δύο ή τρεις ώρες νύκτα. Άλλωστε, ο Φάλκος επιθυμούσε να διανυκτερεύσει στο άγριο μέρος κι επέμενε να μείνουν.
Ήθελε να κάμει κι αυτός τον ανδρειωμένο στον εξάδελφό του το Σταμάτη, - ο οποίος συνήθως έκαμνε τον άφοβο μεταξὺ όλων των παιδιών - και να έχει να του διηγείται ότι είδε τόσα κρούσματα, τόσα στοιχειά, στο Έρημο Χωριό και «δεν ίδρωσε το μάτι του».
Η Μαχώ έκαμε την ανάγκη φιλοτιμία κι έμεινε.
Πρώτα άναψε τα κανδήλια της Παναγίας της Μεγαλομάτας.
Ήταν μία μεγάλη εικόνα της Θεοτόκου, αρχαϊκή, με αδροὺς χαρακτήρες, με πρόσωπο το διπλάσιο του φυσικού, με μεγάλους, πολὺ μεγάλους οφθαλμούς και με το Χριστό, ένα βρέφος με παμμέγιστη κεφαλή, φορώντα χιτώνα επίχρυσο, φωτεινό, «τον αναβαλλόμενον το φως ως ιμάτιον».
Έπειτα άναψε φωτιά στο στενό μεταξὺ δύο ερειπίων, αντίκρυ από το ναΐσκο και καταμπροστά στην πόρτα του σπιτιού της.
Έψησε καφέ για το Φάλκο της, τον καλομαθημένο, έπειτα μαγείρεψε φαγητό απὸ τομάτες και κρεμμύδια με λάδι.
Αφού έφαγαν, κλείσθηκαν στο σπιτάκι για να κοιμηθούν.
Η Μαχὼ ήταν κουρασμένη και δεν άργησε να αποκοιμηθεί.
***
Ο Φάλκος όμως, έκαμε τον ψόφιο καταρχάς κι άρχισε να ροχαλίζει.
Άμα κατάλαβε ότι η μητέρα του είχε αποκοιμηθεί, σηκώθηκε κι άνοιξε την πόρτα. Θα ήταν κρίμα, φανταζόταν, να μην απολαύσει αυτό το θέαμα, το πρωτοφανές γι’ αυτόν, αν και δεν ήξερε καλά πως να το παραστήσει, τη νύκτα τη μυστηριώδη και σιγηλή, τον άπειρο ουρανό, την αχανή θάλασσα, ψηλά, πάνω από τον έρημο μαγικό βράχο.
Και ήταν επιτέλους πιθανό, να δει και κανένα φάντασμα…
Ρίγησε. Ας έλειπαν τα φαντάσματα! Καθώς βγήκε στο ύπαιθρο ο Φάλκος, καταρχάς στράφηκε πίσω προς την πόρτα του σπιτιού την οποία άφησε ανοικτή και πρόσεχε για να ακούσει την αναπνοή της μητέρας του που κοιμόταν.
Αισθανόταν την ανάγκη να έχει συντροφιά την πνοή της μητέρας του… Ευτυχώς η μητέρα του, του είχε αφήσει και άλλη συντροφιά, τη φωτιά, την οποία είχε θρέψει με ξύλα πολλά και κουτσούρες επίτηδες και αφού την περιόρισε μεταξὺ πλακών και λίθων, μακριά από ξηρό χόρτο ή θάμνο χλωρό ή ρίζας δένδρου, είπε ότι την αφήνει «για συντροφιά» και δεν την έσβησε.
Τώρα, όσο προχωρούσε η νύχτα, ο θόρυβος της φωτιάς και η λάμψη των δαυλών που έκαιγαν και το θάλπος το οποίο διέχυνε η ανθρακιά, ήταν πράγματι ανεκτίμητη παρηγοριά, στην ερημιά εκείνη, ανάμεσα στα τόσα ερείπια.
Καθώς βγήκε ο Φάλκος έξω στο ύπαιθρο, αντίκρυ από την πόρτα του σπιτιού, είδε να φαίνεται ένα μαύρο πράγμα, το οποίο δεν είχε παρατηρήσει το βράδυ. Τούτο έμοιαζε πολὺ με γριά μαυροφόρα καθισμένη στο σκοτάδι, η οποία τον κοίταζε από μακριά.
Επειδή αισθανόταν φόβο και ήθελε με κάθε τρόπο να διώξει το φόβο απὸ μέσα του, πήρε ένα δαυλό, πήγε κατ΄ ευθείαν στο πράγμα το μαύρο και το ψηλάφισε και βεβαιώθηκε ότι ήταν μαύρο κούτσουρο ρίζας παλιάς δένδρου, το οποίο είχε καεί και ήταν καψάλα.
Παραπέρα εκεί, στεκόταν ένα πράγμα όρθιο, το οποίο φαινόταν σαν άνθρωπος με τον ένα βραχίονα πάνω
απλωμένο. Κρατώντας το δαυλό πλησίασε και είδε καλά και βεβαιώθηκε ότι αυτό ήταν κορμός αγριοσυκιάς ξηραδιάρας, της οποίας τα φύλλα φαίνονταν να είχαν φαγωθεί ή μαδηθεί πρόσφατα και το ένα κλωνάρι ήταν σπασμένο κι έγερνε κάτω, το δε άλλο, ευρισκόμενο στη θέση του, εκτεινόταν πέρα οριζοντίως.
Εκεί δίπλα, είδε την ανταύγεια των κανδηλιών του εκκλησιδίου, τα οποία είχε ανάψει νωρὶς η μητέρα του. Ο Φάλκος πλησίασε και κοίταξε από το τζάμι του παραθύρου. Είδε τη σκιά και το ιερό θάμβος των εικόνων και των θυρίδων και των γωνιών, τις θαμπές μορφές των Αγίων, οσφράνθηκε το μεικτό άρωμα του κεριού, του ελαίου και του θυμιάματος και κοίταξε για πολύ ώρα το τρεμάμενο φως των κανδηλιών, τα μεγάλα μάτια της Παναγίας, τα οποία φαίνονταν να τον κοιτάζουν με άυλη θωπεία και επιείκεια βασιλοπρεπώς, μέσω των τζαμιών του παραθύρου.
Έκαμε γρήγορα δύο σταυρούς και απομακρύνθηκε.
***
Η ιαχή των κυμάτων υπόκωφη, μονότονη, ανέβαινε απὸ τα θεμέλια των βράχων, απὸ τα θαλάσσια άντρα. Ο ουρανός πάνω σελάγιζε απὸ άστρα και κάτω εκεί, στην ανταύγεια των άστρων, φαινόταν να γυαλίζει το πέλαγος αναταρασσόμενο και η ακτή του Κουρούπη άσπριζε απέναντι, μελαγχολική, επάνω στην οποία χόρευαν οι νεράιδες το μεσημέρι, ενώ τη νύκτα έπεφταν με κρότο οι πέτρες, τις οποίες κυλούσαν τα δαιμόνια, εκδιώκοντας όσους αλιείς τολμούσαν να πλησιάσουν στη βρύση…
Ζέφυρος λεπτός, ευώδης, δρόσος ζωηφόρος έπνεε.
Ο Φάλκος αισθανόταν κάτι σαν ελαφρότητα, σαν διάθεση να πετάξει, την οποία ποτέ δεν είχε δοκιμάσει στο χωριό του, όταν κυλιόταν μέσα στα ποτόκια και τ᾽ αυλάκια των λιθόστρωτων στενών δρομίσκων, παίζοντας μαζί με τ᾽ άλλα παιδιά.
Ανάμεσα στο ρόχθο εκείνο των θαλασσών, ξεχώριζε κάτι σαν γδούπος, σαν κτύπος σφύρας, μονότονο και ρυθμικό, επίμονο όπως το τραγούδι του τζίτζικα και το λάλημα των πουλιών.
Ο Φάλκος, όσο και αν βασάνιζε το νου του, δεν καταλάβαινε τι πράγμα ήταν ο συνεχής εκείνος κρότος.
Ανυπόμονος γύρισε στο σπιτάκι για να ρωτήσει τη μητέρα του.
Την έσεισε για να την ξυπνήσει.
― Μητέρα, τι πράγμα είναι αυτό που κάνει τακ τακ, στη θάλασσα κάτω; Μην είναι κανένα στοιχειό;
Η Μαχὼ σάλεψε, έτριψε τα μάτια της και είπε:
― Είν᾽ ο Καλαφάτης, παιδί μου.
Κι έκαμε να γυρίσει απὸ το άλλο πλευρό.
― Και τι πράγμα είν᾽ ο Καλαφάτης; επανέλαβε ο Φάλκος.
Η Μαχὼ χασμουρήθηκε, έκλεισε τα μάτια και δεν απάντησε.
Ο Φάλκος επέμεινε.
― Πες μου, μητέρα, τι είν᾽ ο Καλαφάτης; είπε σείοντας τον ώμο της μητέρας του.
― Ο Καλαφάτης, είπε μετά κόπου η Μαχώ, είναι μια ξέρα κάτω στο γιαλό, που την λεν έτσι… Κοιμήσου, παιδί μου.
Η Μαχὼ δεν είχε καταλάβει ότι ο γιος της έλειπε απὸ κοντά της και ότι είχε γυρίσει τώρα απ΄ έξω. Νόμισε ότι, πλαγιασμένος πλησίον της είχε ακούσει τον κρότο της υφάλου.
Αμέσως αφού είπε το «Κοιμήσου, παιδί μου» αποκοιμήθηκε πάλι, ο δε Φάλκος και πάλι έσπευσε να βγει.
Μεσάνυκτα ήταν ήδη και η σελήνη είχε ανατείλει προ πολλού.
Ο Φάλκος, όταν βγήκε τη δεύτερη φορά έξω, έριξε ξύλα στη φωτιά για να μη σβήσει, επειδή πολύ του άρεσε και τον γοήτευε το πυρ στη σιγή και τη γαλήνη της νύκτας, στο μέσον των ερειπίων.
***
Τη στιγμή εκείνη, ο Φάλκος άκουσε λάλημα πετεινού, το οποίο δε φαινόταν να είναι από πολὺ κοντά, αλλά ούτε και μακριά.
Αν δεν έπλεε καμία βρατσέρα ή καμία γολετίτσα τη νύκτα εκείνη στο πέλαγος, λίγο ανοικτά από την ακτή, η οποία θα έτυχε να έχει ορνιθώνα στο κατάστρωμά της, το λάλημα πιθανόν να ερχόταν από το καλύβι μιας ποιμενίδας, της Κοκκινίτσας λεγομένης, το οποίο δεν απείχε πολύ, βρισκόμενο επάνω στη ράχη του βουνού και αντικριστά με το έρημο χωριό.
Ο Φάλκος θυμήθηκε τις διηγήσεις των παιδιών, τις παραδόσεις όσες είχαν ακούσει από τις μανάδες και τις γιαγιάδες τους, σχετικά με τα «ζώδια» των σπιτιών, που εμφανίζονται κάποτε τη νύκτα.
Τότε, αν και η μάμμη του τον είχε βεβαιώσει, ότι τα ζώδια αυτά δεν μπορούσαν να βλάψουν, αισθάνθηκε αληθινό τρόμο, έτρεξε, μπήκε στην πόρτα μέσα, έκαμε το σταυρό του και πλάγιασε κοντά στη μητέρα του.
― Μητέρα, είπε έντρομος, άκουσα έναν πετεινό… είναι το ζώδιο του σπιτιού μας!
Η μητέρα του δεν αποκρίθηκε, κοιμόταν βαθιά.
― Πες μου μητέρα, επανέλαβε ο Φάλκος, σείοντάς την για να
την ξυπνήσει - επειδή αισθανόταν τώρα μεγαλύτερη την  ανάγκη συντροφιάς και προ πάντων της ανθρώπινης ομιλίας - πες μου, τι πράγμα είχαν σφάξει όταν το έχτισαν αυτό το σπιτάκι; Δεν έσφαξαν πετεινό;
Η Μαχὼ ξύπνησε και ανασηκώθηκε επὶ της μάλλινης τσέργας, επί της οποίας ήταν πλαγιασμένη.
― Τι έχεις παιδί μου και δεν κοιμάσαι; είπε. Δεν έχεις ύπνο;
― Όχι, όχι… είπε ο Φάλκος. Άκουσα έναν πετεινό.
― Που τον άκουσες;
― Εδώ έξω.
― Στο καλύβι της Κοκκινίτσας θα λάλησε… Έχει ένα σωρό πετεινάρια… Θέλεις να σου αγοράσω ένα αύριο και να σου τον σφάξω την Κυριακή;…
― Ακούς εκεί; Μακάρι…
― Καλά Φαλκάκι μου. Κοιμήσου τώρα και μεθαύριο, σαν πάμε κάτω, εγὼ θα σε φιλέψω πετεινό…
Τώρα ο Φάλκος αισθανόταν νυσταγμό, τον οποίο πριν είχε νικήσει η περιέργεια. Και πάλι θα επιθυμούσε να σηκωθεί και να βγει έξω, αλλά άρχισε να ζαλίζεται και να ναρκώνεται απὸ την έφοδο του ύπνου.
Τουναντίον, η μητέρα του, αφού είχε μισοχορτάσει τον ύπνο, ξενύσταξε κι έμεινε ανακαθισμένη και συλλογισμένη, δίπλα στο προσκέφαλο του Φάλκου της.
Μετά από λίγο είχε αποκοιμηθεί ο Φάλκος, η δε μητέρα του, καθισμένη καθώς ήταν και στηρίζοντας με το χέρι σκυφτή το κεφάλι της, άρχισε να νυστάζει πάλι και να λαγοκοιμάται.
Και οι δύο μετά από λίγο ξύπνησαν απὸ ένα κρότο και μία αλλόκοτη φωνή.
***
Έξω από την πόρτα τους ακουόταν σαν ένα μούγκρισμα.
― Μπ! μου! βου! μου! μπου! μου!
Ο Φάλκος ανατινάχθηκε. Η Μαχὼ ξαφνίστηκε στον ελαφρό ύπνο της.
― Παναγία μου! τι είναι;
Στην επιφώνηση της Μαχώς, απάντησε καγχασμός, που όμως καθόλου δεν καθησύχασε τη γυναίκα.
Πολλά φαντάσματα της νύκτας, καθώς και οι νεράιδες την ημέρα, είχαν ακουσθεί κατὰ καιρούς από πολλούς να γελούν θορυβωδώς.
Αλλά ο Φάλκος, παραδόξως, μέσα στο φόβο του γέλασε.
―Αν είναι στοιχειό, είπε, θα μοιάζει με τον εξάδελφό μου το Σταμάτη.
Πράγματι, είχε αναγνωρίσει τη φωνή και το γέλιο του συνομήλικου εξαδέλφου του.
― Βρε παιδί, παλάβωσες, θα τους σκιάξεις… θα κοπεί το αίμα τους, απάντησε φωνή απ΄ έξω στον ακουσθέντα καγχασμό.
Δεύτερο γέλιο αντήχησε, έπειτα δροσερή, νεανική φωνή είπε:
― Δεν τα φοβούμαι τα στοιχειά εγώ, θεια-Μαχώ.
Ο Φάλκος άνοιξε την πόρτα.
Ο Σταμάτης φάνηκε στο χάσμα της πόρτας, συνοδευόμενος απὸ τη γριά-Φαλκίτσα, τη μάμμη του και μάμμη του Φάλκου, μητέρα δε της Μαχώς.
Η γριά-Φαλκίτσα, κοντή και κυρτή, συμμαζωμένη, έβλεπε καλά τη νύκτα, καθώς έσκυβε προς τη γη, είχε γερά πόδια και πατούσε με βήμα ελαφρό.
Ο Σταμάτης άφησε κραυγή θριάμβου.
― Καλώς σας ηύραμε!… Για χατίρι σας, κόντεψαν να μας φάνε τα στοιχειά!
Ο Φάλκος ρώτησε τη μάμμη του:
― Ξέρεις να μου πεις μαννού, τον καιρό που έκτιζαν αυτό το σπίτι, τι είχαν σφάξει στα θεμέλια;… Μην έσφαξαν πετεινό;… Γιατὶ άκουσα έναν πετεινό να λαλεί, πολλή ώρα…
Η γριά-Φαλκίτσα απάντησε εύθυμα:
―Ακούς εκεί! Τι άλλο θα έσφαξαν απὸ πετεινό, παιδί μου… καλά ξεφάντωσαν εκείνοι με τον πετεινό, το μικρὸ εκείνο. Μακάρι να είχαμε κι εμείς ένανε!
― Τώρα τον είχα μελετήσει μάννα και του έταξα του γιου μου ένα πετεινάρι, είπε η Μαχώ…
― Και τι να μας κάμει ένα πετεινάρι θεια, είπε ο Σταμάτης, που έχουμε κι άλλους δικούς μας κάτω στο χωριό; Μισό μοναχὰ θέλω εγὼ στο μερδικό μου…
― Θα πάρω δύο απ᾽ την Κοκκινίτσα Σταματάκη μου, φτάνει να μου δίνει, είπε η Μαχώ.
Αμέσως τώρα, η γριά-Φαλκίτσα άρχισε να διηγιέται, πως και γιατί ήλθε μαζὶ με τον εγγονό της, σε τέτοια ώρα.
― …Σαν είδαμε, πλιό, παιδάκι μ᾽, πως αργήσατε και καταλάβαμε πως ήθελε κοιμηθείτε στο χωριό το δικό μας πλιό και θα ήσαστε μοναχοί σας, γιατὶ η Διόμαινα και η Μπάλαινα κι η γειτόνισσά μας το Γηρακὼ είχαν φύγει νωρίς, γιατὶ δεν είχαν άλλες ελιές να μαζέψουν πλιό κι ήρθε το Γηρακώ, η γειτόνισσα και μας είπε πως, να τό ᾽ξερε, ήθελε καθίσει στο χωριό μας, για να σας κάμει συντροφιά (χωριό της ονόμαζε η γριά το παλαιό Έρημο Χωριό) και της κακοφάνηκε που δεν τό ᾽ξερε, για να καθίσει. Σαν τ᾽ άκουσε κι ο Σταματάκης, αυτό το αγιόπαιδο, δεν ήθελε να βασταχτεί και φοβέριζε να κινήσει νὰ᾽ρθει στο χωριό μεσάνυχτα, μοναχός του, σαν βγήκε το φεγγάρι και βλέπαμε να περπατούμε πλιό, για να μην κινήσει νά ᾽ρθει μοναχός του ο Σταματάκης, ο απόκοτος κι έχω δύο καημούς και για τ᾽ εσάς και για τ᾽ αυτόνε, είπα κι εγώ, ας κινήσουμε να πάμε, τώρα που βγήκε το φεγγάρι, πλιό… 
Κι έτσι ήρθαμε.
Είχαν έλθει ψηλά απὸ τη ράχη, απὸ τα Καλύβια του βουνού, όπου είχαν μείνει να διανυκτερεύσουν, η γριά κι ο εγγονὸς της.
Από το πρωί βρίσκονταν στη μάνδρα, στο βουνό. Είχαν πάει για να ζητήσουν απὸ δύο βοσκούς κολλήγες τους λίγα καθυστερούμενα, σε μυζήθρες και τραχανά, προερχόμενα απὸ αντισπόρους και από ενοίκια βοσκών.
***
- Το βράδυ, οι τρεις γυναίκες, οι οποίες είχαν αναχωρήσει απὸ την γειτονιά του Έρημου Χωριού, επιστρέφοντας στην πολίχνη πέρασαν απὸ τα Καλύβια και η Φαλκίτσα γνωρίζοντας ότι η κόρη της η Μαχὼ είχε πρόθεση να μείνει στο Έρημο Χωριό τη νύκτα εκείνη, εξηγήθηκε με τις τρεις γυναίκες, οι οποίες εξέφρασαν λύπη διότι δεν το ήξεραν να μείνουν για συντροφιά.
Τότε, σαν νύχτωσε, ο Σταμάτης, τ᾽ αγιόπαιδο, καθώς τον επονόμαζε η μάμμη του, σήκωσε επανάσταση, απαιτώντας να πάνε μαζί στο Παλαιό Χωριό, αλλιώς απειλούσε ότι θα πήγαινε αυτός ή μόνος ή με δύο βοσκόπουλα, τα οποία θα οδηγούσαν τα μικρά κοπάδια τους προς το μέρος εκείνο.
Η γριά ενέδωσε και με την ανατολή της σελήνης αναχώρησαν μαζί.
―  Ο Σταμάτης τώρα άρχισε να διηγιέται στον εξάδελφό του, το πως γέλασε τα δύο βοσκόπουλα, τα οποία είχαν σχεδιάσει να τον «σκιάξουν» και πως ματαίωσε τα σχέδιά τους και τα έσκιαξε αυτός, αντὶ να τον σκιάξουν εκείνα.
― …Τα μυρίστηκα εγώ, που ήθελαν να κρυφτούν κάτω στο ρέμα, δίπλα στο δρόμο μας… τους άκουσα που μουρμούριζαν οι δυο τους:
«― Βρε συ Στάθη, καημένε, να, με την κάπα να στήσεις ολόρθη την κουκούλα και τα μανίκια της κάπας να τα σηκώσεις ψηλά, να φαίνεται σα στοιχειό.
― Που, βρε συ Γιάννη; του λέει, ο άλλος.
― Να, κάτω, στα σκίνια εκεί… κι εγὼ να κάνω το βοϊδάκι, τάχα, να μουγκρίζω… κι απέκει, σα λακίσουν, τους παίρνουμε με τα κοτρόνια».
Σαν τά ᾽κουσα, καλά, να σας δείξω εγώ!…
Λέγω της γριάς να καθίσει στην άκρη, να βαστά τον ανασασμό της και να με καρτερεί, κι έφτασα…
« - Που πας; - Σώπα!»
Παίρνω το μονοπάτι, στην πέρα πάντα… Κατὰ τα σκίνια αυτοί, κατὰ τα πουρνάρια εγώ…
Τους βλέπω αντίκρυ που παραμόνευαν κρυμμένοι. Μια πετριά, δεύτερη πετριά και χώθηκα στα κλαριά μέσα… Ξαφνίζονται, γυρίζουν να δουν από που έρχονται οι πετριές, σηκώνομαι, τους βάζω στο κοντό, τους αρχινώ με τα βράχια… Κατὰ τα σκίνια αυτοί, κατὰ τα πουρνάρια εγώ… 
Τό ᾽κοψαν κουμπούρι… και λάκισαν κι ακόμα λακούν… πίστεψαν πως ήταν στοιχειό που τους κυνήγησε.
Τρέχω, βρήκα τη μαννού μου και το βάλαμε στα πόδια για δω.
Και να μας, ήρθαμε… Α! δεν φοβούμαι τα κρούσματα, θεια-Μαχώ!
Κι αφού είπε αυτά, ο Σταμάτης το παπαδοπαίδι, τ΄ αγιόπαιδο, άρπαξε τη φλάσκα τη γεμάτη νερό και την άδειασε σχεδόν όλη για να ξεδιψάσει… Έπειτα ξαπλώθηκε μπρούμυτα, παρά το κατώφλι της πόρτας και άρχισε να ροχαλίζει ακόμη πριν κοιμηθεί.

 Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης

Τρίτη 23 Νοεμβρίου 2021

Τα Καλαμπούρια ενός δασκάλου

 ➖
Το διήγημα δημοσιεύτηκε το 1908
➖➖➖
Τη μετατροπή του κειμένου στην
καθομιλουμένη δημοτική
έκανε ο
Ιωάννης Δ. Γιαννούκος
⭐⭐⭐

Τον καιρό εκείνο - ήταν νομίζω, στα 1874 - είχε στηθεί και ο ανδριάντας του Κοραή, εκεί που είναι.
Ένα πρωί, αμέσως μετά τα αποκαλυπτήρια, βρέθηκε επὶ του βάθρου χαραγμένο ανώνυμα με μολυβδοκόνδυλο το εξής δίστιχο:
«Εν της Πεντέλης παγερόν τεμάχιον μαρμάρου.
Λαβών, κυλίσθητι και συ στον δρόμον του χειμάρρου.»
Το δίστιχο έκαμε αίσθηση τότε, δεν ξέρω αν ανακαλύφθηκε ποτὲ ο ποιητής.
Τότε ζούσε ακόμη ο σοφός Φίλιππος Ιωάννου, ο Κουμανούδης και άλλοι άνδρες χρηστοί. Ο αείμνηστος Φίλιππος, μη έχοντας εξωτερικά χαρίσματα, δεν είλκυε τους ακροατές. Αλλά την ημέρα του τελευταίου μαθήματος, στα μέσα του Μαΐου, η αίθουσα της Νομικής, όπου δίδασκε, γέμιζε απὸ φοιτητές.
Υπέγραφε σε όλους την απόδειξη της ακροάσεως, αλλά τους υποχρέωνε να προσθέσουν στο κείμενο: «ηκροάσθη, ως αυτὸς λέγει».
Γενική άφεση αμαρτιών σε όλους ανεξαιρέτως, χορηγούσε ο μακαρίτης γέρο-Κοτζιάς.
Ο Ψαριανός φιλόσοφος, όπως αποκαλούταν συνήθως από τους πατριώτες του, ήταν καθηγητής της ιστορίας της φιλοσοφίας.
Ενώ καθ᾿ όλο το έτος δεν είχε παραπάνω από 25-30 ακροατές, στο τελευταίο μάθημα παρουσιάζονταν τριακόσιοι και σε όλους υπέγραφε την απόδειξη ανεπιφύλακτα.
Δύσκολος όμως και αυστηρός στις αποδείξεις, ήταν ο μακαρίτης Φιντικλής, εάν είχες πέντε απουσίες το έτος στο κατὰ Σάββατο φροντιστήριο (ερμηνεία Θουκυδίδου), μπορούσε να σε αποκλείσει.
Κατ᾿ εκείνο το χρόνο, στη δεξιά πλευρά της προσόψεως, θριάμβευε πολὺ ο Κόντος, η ακριανή αίθουσα γέμιζε, την 12-1 μ.μ., απὸ ακροατές, όχι μόνο φιλολόγους, αλλά απ΄ όλες τις σχολές, τους περισσότερους να στέκονται όρθιοι. 
Αλλά και ο μακαρίτης Σεμιτέλος, που δίδασκε μία ώρα νωρίτερα, στην αίθουσα της Νομικής, είχε πολλούς ακροατές. Συγχρόνως όμως δίδασκε στη γειτονική αίθουσα ο γέρων Πυλαρινός, με κεραυνώδη φωνή, όλος χειρονομία και έξαρση, ήταν καθηγητής της «Φιλοσοφίας της Ιστορίας» αυτός.
Οι ακροατές του, συμπεριλαμβανομένων τριών καλογήρων, δύο γερόντων με γυαλιά και 5-6 ισόβιων φοιτητών, οι οποίοι ποτὲ δεν έλειψαν, δεν υπερέβησαν ποτὲ τους δέκα ή δώδεκα.
* * *
Ένας απ΄ τους τελευταίους τούτους, που δεν έδιναν ποτὲ εξετάσεις, ήταν ο αποκαλούμενος «Κυπραίος», τον οποίο έτυχε να γνωρίσω.
Ογκώδες κεφάλι, χωμένο σε παχύ κορμό με κοντό ανάστημα, πυκνή γενειάδα και κόμη. Άνθρωπος τριάντα ετών, εύθυμος, άφροντις και αγαπούσε τα λογοπαίγνια έστω και αυτά που απέπνεαν κάποια οσμή βαναυσότητας. Ήταν αξιοπερίεργος τύπος, κράμα κυνικού και επικούρειου.
Είχε ιδιαίτερες ονομασίες, δικές του λέξεις για όλα.
Το Αρσάκειο το ονόμαζε Αρνάκειο. Το Βαρβάκειο λύκειο, (εδώ έτρεπε το ουρανισκόφωνο της παραληγούσης σε οδοντόφωνο, sans façon, υπήρχε δε και καθηγητής της Γαλλικής με παραπλήσιο όνομα.)
Τα δένδρα, που κοσμούσαν τις οδούς και τις πλατείες της πρωτεύουσας, τα ονόμαζε δενδρείκελα, κατά το ανδρείκελα.
***
Σε δύο ξενώνες στην Καπνικαρέα - σε δύο ξενοδοχεία που λεγόντουσαν, της Πετρουπόλεως το ένα, της Επτανήσου το άλλο -  είχαν καταλύσει ένα φθινόπωρο, ένας φουστανελάς επαρχιώτης γέρος, με δύο ανεψιές του και ένας Τουρκομερίτης έμπορος, με τους δύο γιους του.
Οι δύο νέοι φαίνονταν κοιμισμένοι πολύ, οι δύο νεάνιδες ήταν μάλλον άσχημες, με μεγάλα γουρλωμένα μάτια και πολὺ μικρές μύτες.
Έτυχε να συναντηθώ με τον Κυπραίο ένα πρωί, σε καφενείο της γειτονιάς. Εκεί κατὰ σύμπτωση, ήλθε και ο φουστανελάς με τις δύο ανεψιές του.
Ο Κυπραίος, αφού τις κοίταξε επὶ πολύ, αίφνης στρέφεται και μου λέγει δείχνοντας με νεύμα το γέροντα:
― «Γλαύκας εις τας Αθήνας κομίζει.»
Λίγα λεπτά ύστερα, κατὰ συγκυρία και πάλι, εισέρχεται ο φεσοφόρος ξένος με τους δύο γιους του. Ο Κυπραίος, αφού τους κοίταξε καλά, γυρίζει πάλι και μου λέγει:
― «Βλάκας εις τας Αθήνας κομίζει».
Δεν μπόρεσα να μη γελάσω.
Στο καφενείο εκείνο, στην οδό Καλαμιώτου, σύχναζα κατά κάποιον τρόπο. Και ο Κυπραίος δεν έλειπε. Εκεί έρχονταν παλαιοί άνθρωποι, νοικοκυραίοι, ντόπιοι και άλλοι, μερικοί γνωστοί αγορητές των καφενείων και οι πολιτικές συζητήσεις ποτὲ δε σχόλαζαν.
Προκειμένου περὶ ενὸς τέτοιου γνωστού καφερήτορα, ο Κυπραίος, κάνοντας λογοπαίγνιο σχετικό με το όνομά του ένα βράδυ, είχε παρωδήσει κάποιο αρχαίο, στίχο, νομίζω, τον εξής:
«Άλει, μύλα, άλει, και γαρ Πιττακός αλεί…»
το οποίο ο σοφὸς Κοραής είχε μεταφράσει έτσι:
«Άλεθε, μύλε, άλεθε, κι ο Πιττακός αλέθει…»
Τώρα, ιδοὺ πως το μετέτρεψε ο Κυπραίος, ο δάσκαλος:
"Λάλει, Μήλα, λάλει, και γαρ ψιττακός λαλεί…"
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης

Δευτέρα 22 Νοεμβρίου 2021

Τα δύο τέρατα

Το διήγημα δημοσιεύτηκε το 1909
➖➖➖
Τη μετατροπή του κειμένου στην
καθομιλουμένη δημοτική
έκανε ο
Ιωάννης Δ. Γιαννούκος
⭐⭐⭐

Αυτή τη φορά, μου έλαχε ο κλήρος να συνοδεύσω τον Αριστείδη του καπετάν - Ρούσσου σε μια νυκτερινή αποστολή.
Όλα τα εκλογικά ακάθαρτα δαιμόνια, είχαν εξαπολυθεί στο δρόμο τη χρονιά εκείνη.
Η πλουτοκρατία είχε συμμαχήσει με την οχλοκρατία, το τέρας το κίτρινο είχε καλέσει σε βοήθεια το άλλο τέρας, το κόκκινο.
Περί τα διακόσια πρόσωπα, άνθρωποι που ήταν όλοι του τόπου και δεν ήταν οι ίδιοι οι οποίοι είχαν φύγει προ πέντε ή έξι ετών, είχαν έλθει απότομα και συγχρόνως από το Σουέζ, όπου είχαν πάψει πρόσφατα οι εργασίες της σκαφείσης διώρυγας.
Είχαν φέρει μαζί τους λίγα ή πολλά ναπολεόνια, αλλά πολύ περισσότερες νέες συνήθειες, βλασφημίες, έριδες, θράσος, μέθη και πρόκληση.
Ο γέρο-Μαρής ο Βαβδινός, σεβάσμιος τοκογλύφος, είχε κατέλθει στον εκλογικό αγώνα και το είχε «αμέτ Μωαμέτ,» να γίνει δήμαρχος.
Λεγόταν ότι είχε αποφασίσει τέλος να ανοίξει την κάσσα την περίφημη, που είχε βάθος δυσθεώρητο.
Στον πυθμένα εκείνης της κάσσας, υπήρχαν, όπως έλεγαν, όχι μόνο σπίτια και χωράφια και ελαιώνες, αλλά και καράβια πλέοντα και καράβια ναυαγούντα, τα οποία η γριά-Γκότσαινα, η μάγισσα, σε έκανε να τα δεις μέσα σε μαγικό καθρέπτη και να ακούσεις ως και τις κραυγές της αγωνίας των ναυαγών, ως και τους επιθανάτιους ρόγχους των πνιγόμενων.
Πιθανόν όμως να ακούονταν εκεί μέσα και μάταια λόγια και παράπονα αμελών και οκνηρών χρεοφειλετών, τα οποία πνίγονταν ανάμεσα στον πολύ θόρυβο των σπαρακτικών κραυγών και των θρήνων.
Τα θαλασσοδάνεια, βλέπετε, είχαν τριάντα έξι τοις εκατό και «το διάφορο, κεφάλι».
Ο γερό-Μαρής, είχε αποτύχει προ τετραετίας, την πρώτη φορά όπου πείσθηκε να βάλει κάλπη και ηττήθηκε από άνθρωπο πολύ φτωχότερό του και όλοι οι οπαδοί και οι συγγενείς του, το είχαν «αγκάθι» και είχαν φοβερίσει τους αντιπάλους, «να το κρεμάσουν σκουλαρίκι στ’ αυτί».
Όλοι οι ντόπιοι, όσοι είχαν παλιννοστήσει από το Σουέζ ή σχεδόν όλοι, είχαν ελκυσθεί με το κόμμα του. Διότι, όσοι έπιασαν λίγα λεπτά απ΄ αυτούς, είχαν «μεγαλοπιασθεί» εξαίφνης και ήθελαν να πάνε «με τους αρχόντους».
Άλλοι πάλι, όσοι είχαν φέρει μόνο πέντε έξι ή οκτώ ή δέκα ή δώδεκα λίρες και τις είχαν φάει ή τις είχαν πιει εντωμεταξύ, μισθώθηκαν από το κόμμα, οπλοφορούντες, φρουροί τάχα της τάξεως στις ημέρες των εκλογών.
Όλα τα σκυλιά ήταν αδέσποτα, κανένα δε γνώριζε πλέον τον αφέντη του. Μέγας «θυσιασμός» είχε ανάψει σε όλες τις κεφαλές.
Όλοι ήταν «θανατικοί», από τους γεροντότερους μέχρι του νεότερου.
Και δεν υπήρχε άνθρωπος αδιάφορος για τον εκλογικό αγώνα, «από ξυλοκόπου αυτών έως υδροφόρου αυτών».
Ο Κωσταντής του Τάσσου, με τρεις σπιθαμές το κίτρινο ζωνάρι περί την κοιλιά, με τρία κουμπούρια στη μέση και με βαριά μαγκούρα πολύκομπη, έτρεχε πάνω και κάτω στους δρόμους από το δειλινό μέχρι το ξημέρωμα, ώστε να φαίνεται πως ήταν πάντοτε απασχολημένος και πως είχε σπουδαίες αποστολές.
Ο Στεφανής ο Καραντάνης, με τον αχώριστο του φίλο, το Σταύρο τον Τσόρνα, καθισμένος έξω από κάθε καπηλειό, προκαλούσε όλους τους διαβάτες και τους βίαζε να φωνάξουν «Ζήτω ο μπάρμπα Μαρής» αν ήθελαν να περάσουν ελεύθερα.
Ο Αλέξης ο Κρητικός (έτσι τον αποκαλούσαν γιατί είχε πάει το 1866 εθελοντής στην Κρήτη) κυριαρχούσε σε όλες τις συνοικίες τη νύκτα και δεν επέτρεπε σε καμία ενάντια παρέα να ψάλει άσμα, εκλογικό ή άλλο.
Δεν ακουγόταν πλέον ούτε: «χορεύ’ ο Τάσσος κι ο Νταντός και τσ’ Αρμαμένταινας ο γιος», ούτε «Κουνός και Μπουέλλος» (δύο εκλογικά παρατσούκλια προσώπων), ούτε «Σταματίτσα κι Μαλλίνα βγάλανε τη δημαρχίνα» (γιατί υπήρχαν πάντοτε και γυναίκες κομματαρχίνες στις εκλογές), ούτε τίποτε. 
Τα άσματα των αντιπάλων είχαν σιγήσει.
Ακουόταν μόνο πολύ συχνά:
«Ο Γιάννης του Νικόλα δεν έχει επιρροή
τον φάγανε οι ψύλλοι, τον φάγαν κι οι κοριοί».
Και η τρέλα δεν εμαίνετο μόνο τη νύκτα, αλλά και την ημέρα.
Ένα παπαδόσπιτο είχε περιτυλιχτεί με κόκκινες σημαίες, σαν να μην δεχόταν ο παπάς προσφορές από τα δύο κόμματα, αλλά μόνο από το ένα. Όλη η παραθαλάσσια αγορά και οι παράλληλοι δρόμοι, κοκκινοβολούσαν από τα κόκκινα κουρελόπανα, που ανέμιζαν στον αέρα.
Ένας άλλος παπάς, είχε πει της παπαδιάς του, μη θέλοντας φανερά να εκτεθεί, να απλώσει όλα τα ωραία κόκκινα κιλίμια, τάχα για να αερισθούν, στα παράθυρα και στο μπαλκόνι. Δίπλα στο ίδιο σπίτι ήταν υψωμένος μεγάλος πάσσαλος ή στύλος, στο χείλος του κρημνού, στην κορυφή του οποίου ήταν κτισμένο το σπίτι.
Πάνω σ΄ αυτόν είχαν κρεμασθεί πλήθος κόκκινα μπαϊράκια, λωρίδες και φλάμπουρα, βεβαίως με την ανοχή ή με την εισήγηση του παπά.
Ο μπαρμπα-Γιάννης ο Μπούας, ο οποίος αφού γέρασε είχε καταφύγει εν μετανοία στο Μοναστήρι του Ευαγγελισμού, είχε αναβάλει από εκλογής σε εκλογή την κουρά του κι εξακολουθούσε να μένει ως δόκιμος, υποσχόμενος εκάστοτε να περάσει η παρούσα εκλογή και έπειτα να καλογερέψει, επειδή οι υποψήφιοι φίλευαν τους εκλογείς και καπνό και ρακί και γιουβέτσι, αλλά και φυσέκια με δεκάρες.
Τώρα πάλι, υποσχέθηκε ανυπερθέτως, μετά την εκλογή του μπαρμπα-Μαρή σε δήμαρχο, να δεχθεί πλέον την κουρά και να κοιτάξει του λοιπού για την ψυχή του. Δύο διδάσκαλοι του χωριού, το οποίο κηρύχθηκε ως πρωτοφανές πράγμα, έλαβαν αναφανδόν μέρος σε διαδήλωση υπέρ του Βαβδινού κόμματος.
***
Τη νύκτα εκείνη, σταλθήκαμε από το σπίτι του γέρο-Αποστολίδη, εγώ και ο καπετάν Αριστείδης του Ρούσσου, για να συζητήσουμε με τον γέρο-Σταμάτη τον Κορδά, ίσως κατορθώσουμε και τον πείσουμε, ως πρόεδρος της εκλογικής επιτροπής όπου θα ήταν, να δεχθεί τις εισηγήσεις μας.
Ήταν μεν συγγενής και με το κόμμα μας, αλλά φοβόταν τις αρχές και τις εξουσίες και ήθελε να είναι πάντοτε «με τον Βασιλιά», συνηθισμένος έτσι από των ημερών του Όθωνος, που οι υποψήφιοι ήταν πάντοτε χρισμένοι.
Η κάλπη παραγεμιζόταν με εικονικά ψηφοδέλτια και το αντίθετο κόμμα δεν είχε τύχη, εκτός εάν κατόρθωνε να κλέψει την κάλπη διά ρήξεως και εφόδου από τα παράθυρα της εκκλησίας, όπου γίνονταν ανελλιπώς οι εκλογές, βεβαίως για να αγιάσουν καλύτερα και εκλογείς και εκλεγόμενοι.
Συνέβαινε όμως πολλές φορές και να ξεπαγιάσουν οι επιτροπές κι οι υπάλληλοι της Κυβερνήσεως, διανυκτερεύοντες μέσα στο ναό σε καιρό χειμώνα.
Που εκείνα τα χρόνια! Όχι μόνο οι κάλπες, αλλά και οι εκλέκτορες, λ.χ στις δημοτικές εκλογές «οι μάλλον φορολογούμενοι», γίνονταν ανάρπαστοι την παραμονή της εκλογής και κρύβονταν άγνωστο που, κατά τις ημέρες της ψηφοφορίας.
Ο γέρο-Σταμάτης ο Κορδάς, δεν ήταν από τους πεπειραμένους σε αυτά τα πράγματα. Τον περισσότερο καιρό του είχε ζήσει αρμενίζοντας με τη σκούνα του ανά το Αιγαίο.
Τώρα, επί Γεωργίου, είχε παραχωρήσει τη γολέτα στους γιους του και αυτός, συνταξιούχος του Ναυτικού Απομαχικού, μένοντας κατ’ οίκον, είχε κληρωθεί για την παρούσα εκλογή, έχοντας τα προσόντα, ως πρώην δημοτικός σύμβουλος κτλ., πρόεδρος της εφορευτικής επιτροπής.
Ήταν θείος μου εξ αγχιστείας ε’ βαθμού, ήταν δηλαδή σύζυγος της πρωτεξαδέλφης του πατέρα μου, αλλά ήταν και θείος μου στ’ βαθμού εξ αίματος, πρωτεξάδελφος της γιαγιάς μου, από τη μητέρα μου.
Αλλά ο καπετάν Αριστείδης τον γνώριζε πολύ καλά! Εγώ, νεότατος, μόλις 19 ετών, είχα υποδειχθεί τάχα ως ρητορική γλώσσα για να συνοδεύσω τον Αριστείδη, αλλά ο κρυφός λόγος για τον οποίο δέχθηκα την αποστολή, ήταν για να γνωρίσω τον μπάρμπα-Σταμάτη και να τον μελετήσω.
- Τώρα να δεις, μου είπε ο καπετάν Ρούσσος, άμα βγήκαμε νύκτα από το σπίτι του γέρο-Αποστολίδη του πεθερού του, τώρα να δεις τι θα πει καπετάν Σταμάτης Κορδάς, ας τον έχεις και μπάρμπα, δεν τον ξέρεις, εμείς οι θαλασσινοί
γνωριζόμαστε, βλέπεις, καλά. Με μανέλα το κεφάλι του δεν γυρίζει, με εργάτη, με βίντσι, με μάγγανο, με ότι θέλεις.
- Τότε, τι πάμε; είπα εγώ.
- Πάμε, γιατί μας έστειλαν και για να δούμε τον μπαρμπα-Σταμάτη στο σπίτι του, στη χειμωνιάτικη την κάμαρα, που έχει σχεδιασμένη μ’ ένα καραβόπανο. Θα δεις τη σερβέτα, το σαρίκι που φορεί στο κεφάλι του, σαν Τούρκος, θα δεις τα μουστάκια του, που είναι σαν δύο χονδρά αγκίστρια, από κείνα που πιάνουν τους ροφούς, τον τράχηλό του, τα μπράτσα του, τα ποδάρια του, όλα γυμνά και θα ακούσεις πως σκέπτεται και πως μιλεί ο μπαρμπα-Σταμάτης.
Όταν ήταν νέος, πήρε σύντροφο στο καΐκι έναν Ποριώτη ή Κρανιδιώτη, επίτηδες για να εξαλβανισθεί πλησίον του και τώρα η γλώσσα του, ο τρόπος του, η συμπεριφορά του, όλα είναι αρβανίτικα.
Καθώς προχωρήσαμε λίγα βήματα και εισήλθαμε στην παραθαλάσσια αγορά, άλλα καπηλειά ή καφενεία ήταν ανοικτά, άλλα μισοκλεισμένα.
Όλα είχαν φως μέσα. Ακούγαμε φωνές, διαλόγους, τραγούδια.
Πριν φθάσουμε στο σπίτι του γέρο-Κορδά, πίσω από την εκκλησία, προς το δυτικό, περάσαμε έξω από την ταβέρνα του Δημήτρη του Σμυρνιού.
Μέσα ήταν μία παρέα, που θορυβούσε και φώναζε, πρωτοστατούντος ενός μεγαλόσωμου νέου, με ξανθά στριμμένα μουστάκια, πλάι στον οποίον καθόταν ένας μελαψός συνομήλικός του, ταπεινότερου εξωτερικού και
ο οποίος φαινόταν μάλλον μειλίχιος.
Και οι δύο είχαν έλθει τελευταία από το Πορτ- Σαΐδ.
- Είναι ο Στεφανής ο Καραντάνης, μου είπε ο συνοδός μου, μαζί με τον αχώριστο φίλο του, το Σταύρο τον Τσόρνα. Αυτός ο Καραντάνης είναι αδύνατον να μην κάμει καυγά και να μη μαχαιρώσει κανέναν. Είναι πολύ μουρλός, πίνει πολύ και το έχει παρμένο πάρα πολύ επάνω του.
***
Ανεβήκαμε τη μεγάλη εξωτερική σκάλα και φθάσαμε στην απλωταριά ή το μεγάλο χαγιάτι του απλοϊκού αρχοντικού σπιτιού.
Ο Αριστείδης φώναξε:
- Ξυπνητός είσαι, καπετάν Σταμάτη;
- Ος γιαλντί, χαΐρ ολλά, έκραξε φωνή από μέσα.
Ο γέροντας δεν είχε κοιμηθεί ακόμη. Ήταν περίπου δέκα η ώρα, σε καιρό της εαρινής ισημερίας, δηλαδή, τέσσερις ώρες νύχτα.
Αμέσως ανοίχτηκε η πόρτα και παρουσιάσθηκε ο μπαρμπα-Σταμάτης, με κόκκινο σκούφο και σαρίκι γύρω από το κεφάλι, με γυμνές κνήμες και γυμνούς βραχίονες.
- Πώς μας θυμηθήκατε; …. Πού σ’ αυτόν τον κόσμο, ανεψιέ; μου λέγει.
Και αφού στράφηκε προς τη γωνία τη νοτιοδυτική του σπιτιού, όπου είχε κατασκευασθεί πρόχειρα, με δύο μεγάλα καραβόπανα, επιτήδεια τεντωμένα, σαν είδος σκηνής ή χειμερινού θαλάμου, επειδή το σπίτι άλλωστε, νεοκατασκευασμένο, δεν είχε χωρισθεί σε δωμάτια, φώναξε:
- Κοιμήθηκες, θεια; σήκω να τρατάρεις τον ανεψιό σου.
- Θα σας δώσουμε βάρος, καπετάν Σταμάτη, είπε με ευγένεια ο Αριστείδης.
- Δεν έχει βάρος, η μάνα τώρα εζάρωσε δίπλα στο ντζάκι, τώρα μπουζουργιάσαμε ακόμα, δεν έχουμε ψόφο εύκολα. Τώρα σηκωθήκαμε απ’ το σουφρά… κι έτσι λαγοκοιμήθηκε στον οντά, η μάνα… Κοπιάστε, μπουϊούρουμ όρε μίρε.
Καθίσαμε σε σκαμνιά, πλησίον της μικρής πόρτας την οποία σχημάτιζε προς τον τοίχο το καραβόπανο.
***
Ο Αριστείδης μπήκε αμέσως στο θέμα.
- Ήρθαμε, καπετάν Σταμάτη, απεσταλμένοι. Έμαθαν στο σπίτι πως θα πάρεις το γέρο-Κατσουλή γραμματικό της Επιτροπής.
Ο δικός μας ο Παπούλιας δεν θα ήταν καταλληλότερος;
Ένα απ΄ τα κυριότερα αιτήματα, τα οποία είχαμε να υποβάλουμε στον μπαρμπα-Σταμάτη, ήταν το περί της γραμματείας της Εφορευτικής Επιτροπής των εκλογών.
Ο Παπούλιας, πρώην δημογραμματεύς, πρώην γραμματεύς Ειρηνοδικείου, υποτελώνης κλπ., είχε έλθει τώρα τελευταία με το κόμμα μας, ήταν δε άνθρωπος με ικανότητα, αν και δεν είχε χαμοθεό.
Ο γέρο-Κατσουλής, συνταξιούχος, πρώην ειρηνοδίκης, διατελούσε νυν γραμματεύς της Δημαρχίας. Ήταν δε ανίκανος, πονηρός και τα «έκαμνε θάλασσα».
Αλλά ο μπαρμπα-Σταμάτης, θεωρούσε τον εαυτό του υποχρεωμένο να τον προσλάβει ως γραμματέα κατά το τετραήμερο της εκλογής, επειδή ο νυν δήμαρχος βοηθούσε το γέρο-Μαρή, το Βαβδινό, στην υποψηφιότητα, ο δε καπετάν-Σταμάτης, επιθυμούσε πάντοτε να είναι με το «δοβλέτι» και φοβόταν τη σκιά της αρχής.
Δεν έσπευσε ν’ απαντήσει στην πρώτη εισήγηση του καπετάν Αριστείδη.
- Ο γέρο-Κατσουλής, απάντησε αυτός, θα χασομερά όλους τους ψηφοφόρους μας, θα κάμνει μία ώρα να βρίσκει τα ονόματα στον κατάλογο, δε θα λαμβάνει υπ’ όψη τους αύξοντες αριθμούς που θα του δίνουν και θα αργοπορεί επίτηδες, ενώ για το αντίθετο κόμμα, ούτε θα κοιτάζει διόλου τον κατάλογο, θα λέγει: «Μάλιστα, μάλιστα» και θα περνά αμέσως τα ονόματα στον κατάλογο της ψηφοφορίας…
Και ξέρεις πως μπορεί έτσι να μας κόψει, με τρόπο, δέκα ψήφους…
Και «τι είν’ ο κάβουρας, τι είν’ το ζουμί του;»
Ο μπαρμπα-Σταμάτης, έσεισε εμφαντικά τη χονδρή τετράγωνη κεφαλή του.
-Εγώ εγέρασα, ορέ καρδάσ’, Αριστείδη, είπε. Τι να σας κάμω;
Κατά το κεφάλι που έχω σας προσκυνώ.
- Και τι υποχρέωση έχει η Επιτροπή, είπε ο Αριστείδης, να πάρει ως γραμματικό τον υπάλληλο της Δημαρχίας;… Ίσα-ίσα οι υπάλληλοι πρέπει να μένουν αμερόληπτοι, αυτό απαιτεί ο νόμος.
- Τι νόμος και πλάτη, καρδάσ’ Αριστείδη. Ταΐτε και μ’ αυτουνούς και με τις δημαρχίες και με τις εκλογές τους! Βρίσκει τον μπελά του ένας απλός, αγράμματος άνθρωπος. Τίνος το χατίρι να χαλάσεις;
- Λοιπόν δεν είναι καλός ο γερό-Παπούλιας για να τον πάρετε γραμματικόν;
- Καλός κι άξιος είναι, καρδάσ’, μα δεν τον παίρνουμε.
- Γιατί;
- Για τσ’ γάτας τ’ αυτί.
Θέλησα κι εγώ να ψελλίσω λίγα λόγια, για να δικαιολογήσω την εκεί παρουσία μου και να ανταποκριθώ στην αποστολή μου.
- Σε παρακαλώ μπάρμπα, ξέρεις πως τα κατάφερε ο γέρο-Κατσουλής στη δημαρχία; Μπάτε χίλιοι αλέσ΄τε… Ούτε τάξη, ούτε αρχείο, ούτε θυρίδα, κανένα έγγραφο δεν ενεργείται. 
Ούτε τον αριθμό του πρωτοκόλλου δεν μπορεί να φυλάξει καλά-καλά.
Του μπαρμπα-Σταμάτη σείσθηκαν βιαίως τα μουστάκια.
- Τι λες και συ, ανεψιέ; … Σ’ έστειλαν και σε να σπουδάσεις και χαλάστηκες … Καλά το είπα εγώ της ανεψιάς μου, της μητέρας σου: «Θα χάσεις ανεψιά, το παιδί σου». Τι να κάμω, που δεν με άκουσε.
Ο Αριστείδης γέλασε και σηκώθηκε να φύγουμε.
- Καληνύχτα, καπετάν Σταμάτη.
- Καληνύχτα, θεια, είπα εγώ.
- Στο καλό, καλώς ήρθατε.
Καθώς βγήκαμε και μας έφεγγε η γριά Μαγδαληνή να κατεβούμε.
- Δεν σου το έλεγα εγώ; μου είπε ο Αριστείδης. Με μανέλα δε γυρίζει το κεφάλι του.
- Ούτε με αδράχτι.
***
Κατεβήκαμε και ακούσαμε φωνές, είδαμε κίνηση στο καπηλειό του Σμυρνιού. Άνθρωποι με τα νυχτικά τους κατέβαιναν βιαστικά από τα σπίτια τους, για να μάθουν τι είχε συμβεί.
Σταθήκαμε μια στιγμή, δεξιά απ΄ την εκκλησία, αντίκρυ στην πόρτα του καπηλειού, παρεμπρός ο Αριστείδης, παραπίσω εγώ.
Το βλέμμα μου αντίκρισε ένα τραπέζι, στο οποίο έπεφτε σχεδόν κάθετα το φως της κρεμαστής λυχνίας.
Είδα κάτι τι, ένα σαν ρευστό κόκκινο πάνω στο τραπέζι και στις πλάκες του δαπέδου, να κοκκινοβολεί και να αχνίζει.
Σωρός ανθρώπινος ήταν πεσμένος μπρούμυτα κάτω εκεί, ασθμαίνοντας οδυνηρά και γογγύζοντας.
Ο Αριστείδης προχώρησε λίγα βήματα προς το καπηλειό. 
Εγώ έμεινα ακίνητος.
Μετά πέντε λεπτά επανήλθε ο συνοδός μου.
- Σαν προφήτης το είπα, μου λέγει, καλύτερα να είχα δαγκώσει τη γλώσσα μου.
- Τι τρέχει ;
- Ο Στεφανής ο Καραντάνης, μη βρίσκοντας κανέναν απ’ το άλλο κόμμα, το δικό μας, να μαχαιρώσει, μαχαίρωσε τον αχώριστο φίλο του και οπαδό του κόμματός του, το Σταύρο τον Τσόρνα.
Ποιος ξέρει; Για ένα απρόσεκτο λόγο, επάνω στο πιοτό....
Φύγαμε. Είχαν περάσει ήδη τα μεσάνυκτα.
Ανέτελλε η ημέρα των εκλογών, βαμμένη στο αίμα.
– Το τέρας το κίτρινο, είχε καλέσει σε επικουρία το θηρίο το κόκκινο.
 
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης

TO ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΩΝ ΔΙΡΦΕΩΝ 2