Πέμπτη 18 Νοεμβρίου 2021

Τ΄ μπούφ του π΄λί

Το διήγημα δημοσιεύτηκε το 1904
➖➖➖
Τη μετατροπή του κειμένου στην
καθομιλουμένη δημοτική
έκανε ο
Ιωάννης Δ. Γιαννούκος
⭐⭐⭐

Ποια καλή τύχη να είχε ο καπετάν Στέφος ο Γιαρούς και του έρχονταν όλα βολικά σε αυτόν τον κόσμο; Ποτέ δεν υπήρξε άνθρωπος τόσο τυχερός, όσο αυτός. Από μία παλιοκαϊάσα, είδος βομβάρδας ή κολυακιάς, που του είχε αφήσει, ως αζήλευτη κληρονομιά ο πατέρας του, απέκτησε τώρα μία τεράστια σκούνα μεγάλης χωρητικότητας, επειδή η μόδα ήταν, στις μέρες μας, να αρματώνουν ως σκούνες και τα μεγαλύτερα θαλασσινά σώματα.
Άλλοι έλεγαν ότι είχε συνήθεια, κάθε φορά, όταν επρόκειτο να μπαρκάρει από το λιμάνι, να βάζει τη γυναίκα του, τη Σινιώρα, να προπορεύεται πρώτη ως τη βάρκα κι αυτός να ακολουθεί, επειδή εκείνη είχε καλό ποδαρικό. Και όταν ένας γείτονας, διαβασμένος κάπως, παρατήρησε ότι αυτό ήταν δεισιδαιμονία, ο παπα Αβέρκιος ο ερημίτης απάντησε, ότι τη δοξασία ή την συνήθεια αυτή, επικυρώνει κι η Αγία Γραφή.
«Επί τω ποδί μου ευλόγησέ σε Κύριος ο Θεός», είπε ο Ιακώβ εις τον Λάβαν τον πεθερό του.
Άλλοι έλεγαν, ότι το μόνο «γούρι», ο καλός οιωνός, τον όποιο συνήθιζε κατά κόρον ο καπετάν Στέφος, ήταν η κλεψιά. Αγαπούσε πολύ το πλιάτσικο, ο βλογημένος. Ότι του έπεφτε στην πλώρη του, δεν το άφηνε.
Είτε στο πέλαγος είτε σε όρμο, όπου και αν προσέγγιζε, κάθε ναυτικό είδος το οποίο θα βρισκόταν στο δρόμο του, άρμενο ή κάνναβη ή ξύλο, το μεταχειριζόταν ως λάφυρο πολέμου.
Αλλά τούτο, ίσως το συνήθιζαν και άλλοι ναυτικοί και, για να πούμε τη μαύρη αλήθεια, ποτέ δεν έλειψε από τον ναυτικό μας κόσμο αυτή η στοιχειώδης πειρατεία. Και όμως, οι άλλοι ποτέ δεν μπορούσαν, όπως ομολογούσαν οι ίδιοι, να
«κεφαλώσουν», δεν σήκωναν δηλαδή πάνω το κεφάλι από τις καταδρομές της τύχης. Αλλά για τον καπετάν Στέφο όμως,
η κλεψιά του έβγαινε σε καλό.
Τον θυμούνταν όλοι, όταν ήταν παιδιά στο δημοτικό σχολείο και στην α' του Ελληνικού, διότι ως εκεί πήγαιναν συνήθως τα καπετανόπουλα του τόπου.
Δεν υπήρχε επιτίμηση και χλευασμός, δεν υπήρχε παρατσούκλι και βρισιά, που να μην του έριχναν κατάμουτρα.
Συνήθως τον ονόμαζαν «σαλιάρα» ή «μπουκαπόρτα» ή «μάπα κεφάλι».
Αλλά τώρα, όταν τον έβλεπαν και τον ζήλευαν, θα εδύναντο να πουν μεταξύ τους:
«Ούτος ην ον έσχομέν ποτε εις γέλωτα και εις παραβολήν;»
***
Όσον αφορά τη Σινιώρα, την καπετάνισσα, όλοι οι άνδρες τη θεωρούσαν ως πολύ καλόκαρδη, όταν την έβλεπαν ανοιχτοπρόσωπη, κοκκινομαλλού, χονδρή σαν  ξύλινη καρούτα, να κάθεται σχεδόν διαρκώς στο κατώφλι της εξώπορτας του σπιτιού, χωρίς να κάνει τίποτε.
Οι γυναίκες την έλεγαν «απασσάλωτη, αναφάνταλη, αστάνευτη». Έλεγαν ότι εξακολουθεί και τώρα ακόμα, σχεδόν πενηντάρα, να βάφει τα μαλλιά της με «ακνά». Επειδή, όταν της τα έβαφε μικρή κόρη η μάννα της, το πράγμα δεν λογιζόταν ως ντροπή.
Αυτή όμως θα μπορούσε να απαντήσει, ότι τώρα ήταν λογικότερο να τα βάφει. Και πράγματι, ποτέ δεν χαλούσε 
η καρδιά της, ούτε γι' αυτό ούτε για άλλο τίποτε. Έλεγε μόνο: «Ποτέ δε βάζω κακό στο νου μου κι όλα μου έρχονται δεξιά».
Πως να μην είναι καλόκαρδη και πως να μην της έρχονται δεξιά, αφού αμέσως μετά το γάμο της, όταν πέθανε η πρώτη γυναίκα του και την πήρε χηρευμένος ο Στέφος    
(η μακαρίτισσα εκείνη, επέζησε μόνο έως το δέκατο μήνα μετά το γάμο της και τόσο μόνο χάρηκε, όσο για να κυοφορήσει, να φέρει ένα βρέφος στον κόσμο και να πεθάνει λεχώνα), η Σινιώρα δεν δίστασε, καθώς έλεγαν, να πάει με αντικλείδι μία νύκτα, να ανοίξει το έρημο κι άχαρο σπίτι της μακαρίτισσας  (το οποίο κληρονόμησε ο σύζυγος, γιατί επέζησε το νεογνό), να κλέψει τα νυφιάτικα ρούχα της νεκρής και να τα φορέσει.
Από εδώ φαίνεται ότι δεν είχε προλήψεις, η «καλοκόκκαλη».
Ποτέ δεν έβαζε κακό στο νου της και της έρχονταν όλα δεξιά.
Μία τέτοια, επόμενο ήταν να έχει και «καλό ποδαρικό» για το  σύζυγό της.
***
Όσο για τον καπετάν Στέφο, οι τωρινοί πλοίαρχοι είχαν ξεχάσει πλέον όλα τα παλαιά παρατσούκλια και τον περιέγραφαν μόνο ως «μπούφον».
Το όρνιο εκείνο, όπως διηγούνται, που είναι φύσει ανίκανο να κυνηγά, όπως κάμνουν τ' άλλα αρπακτικά, κάθεται πάνω σε ένα κλαδί ή σε ένα βράχο, όπου η μαύρη μορφή του συγχέεται και γίνεται ένα με το βάθρο και με την σκοπιά του, ανοίγει μία σπιθαμή το πλατύ και λαίμαργο στόμα του και τα καημένα τα πουλάκια, απατώμενα από τη μαύρη σκοτεινιά, καθώς πλέουν στο κενό, έρχονται σαν τυφλά και πέφτουν μέσα στο χάσκον, το σπηλαιώδες στόμα του μπούφου. Κάπως έτσι του έρχονταν όλες οι υποθέσεις, όλες οι επιχειρήσεις, του Στέφου. 
«Σαν τ’ μπούφ’ του π’λί». Όπως στον μπούφο το πουλί.
Οι άλλοι πλοίαρχοι, επί μήνες περίμεναν στο Γαλατά ή στα λιμάνια του Εύξεινου και δε ναυλώνονταν. 
Αυτός μόλις έφθανε, εύρισκε ναύλο.
Άλλοι, ικανότεροι απ΄ αυτόν θεωρούμενοι ναυτικοί, μόλις απέπλεαν, εύρισκαν τους καιρούς ενάντιους. Αυτός εύρισκε πάντοτε πρύμο τον άνεμο. Οι άλλοι ναυλώνονταν προς 95 εκατοστά του φράγκου. Αυτός προς 1,05.
Οι άλλοι δεν γλύτωναν από «σταλία» και άργητα στο εκφόρτωμα. Αυτός ξεφόρτωνε αμέσως. Οι άλλοι συχνά φουρτουνιάζονταν ή βρίσκονταν στην ανάγκη να κάμουν αβαρία, σ΄ αυτόν ποτέ δεν συνέβη.
***
Μία φορά, ενώ βρισκόταν στο χωριό του, συνέβη ένα εβραιοκάικο, ξουριασμένο ίσως από τη Σαλονίκη, να φθάσει έρημο στις ακτές του  νησιού. Ήταν μικρό σκάφος, παλαιό, σαθρό, άχαρο.
Όταν η επί των Ναυαγίων επιτροπή το έβγαλε στη δημοπρασία, όλοι οι άλλοι το περιφρόνησαν και μόνο ο Στέφος προσέφερε πολύ μικρή τιμή.
Το αγόρασε αντί εβδομήντα περίπου δραχμών, ως καύσιμη ξυλεία.
Την άλλη ημέρα, παρουσιάζεται ένας παλιός, ξεπεσμένος γριπάρης και προσφέρεται, αν το επισκεύαζε ο αγοραστής με έξοδά του, να το νοικιάσει και να το μεταχειρισθεί προς αλιεία, με συμφωνία να δίδει στον καπετάν Στέφο το τρίτο του προϊόντος του ακαθάριστο.
Αφού το παρέλαβε, το έκαμε τράτα και άρχισε να ψαρεύει.
Κατά τους μήνες του χειμώνα εκείνου, συνέβη να πέσει τόσο άφθονο ψαρικό στους γιαλούς του νησιού, ώστε ο καπετάν Στέφος στο μερίδιό του πήρε, σε 67 ημέρες, 1300 δραχμές.
Στο πλάι ενός βουνού, στο μέρος το πλέον άγονο και άνυδρο, ο Στέφος, έδωκε τρεις λίρες σε ένα φτωχό χωρικό και αγόρασε εκτεταμένο αγρό. Μόλις έβαλε να καλλιεργήσουν το κτήμα και την τρίτη ημέρα οι εργάτες ανακάλυψαν άφθονη βρύση σε μία γωνία.
Επί είκοσι χρόνια ο πρώην ιδιοκτήτης δεν είχε πάψει να ανασκαλεύει όλο το έδαφος και ποτέ η σκαπάνη του δεν έτυχε να κτυπήσει στη θαυματουργή φλέβα! Κάποιοι είπαν, ότι ανακαλύφθηκε και μεταλλείο μέσα στον αγρό εκείνο, αλλά τούτο ίσως ήταν υπερθεματισμός.
Ποιος ξέρει, από που είχε λάβει το μυστηριώδες μαγικό, το περίαπτο αυτό της ευτυχίας; Μία γριά, που φαινόταν να γνωρίζει πολλά πράγματα, διηγείτο το βίο και την πολιτεία δύο παλαιών γυναικών γνωρίμων της:
— Κλεφτρίνες, πλιο, κακές κλεφτρίνες, παιδάκι μ'!  
Τ' ακούς εσύ, όποτε έφερνε μπόρα κι όλες οι νοικοκυράδες κι οι αργατίνες οι παρακατινές, που μάζευαν
τις ελιές στον κάμπο, φορτώνονταν βιαστικά τα κοφίνια τους κι έτρεχαν για το χωριό, αυτές οι δυο μαυροφόρες, η Γιαρούδαινα κι η Τούρκα η μάννα της, έπαιρναν τις κόφες τους κι έτρεχαν για τα χωράφια! Ο λύκος στην ανεμοζάλη, πλιό.
Αυτές υπήρξαν οι δύο τροφοί του Στέφου, η μάννα του κι η κυρούλα του. Από αυτές είχε λάβει ως φαίνεται το μυστικό περίαπτο της ευτυχίας.
* * *
Μία χρονιά, τις παραμονές των Χριστουγέννων, στο καφενείο του Λαυκιώτη, στο παραθαλάσσιο, είχε εκτεθεί μία εικόνα κάποιου ερασιτέχνη  ζωγράφου, που παρίστανε τεράστια σκούνα, να πλέει με φουσκωμένα τα πανιά.
Πάνω στις κεραίες της φαινόταν μία περίεργη μορφή, ένα άγνωστο είδος ζώου, με στόμα μεγάλο ανοικτό και, γύρω στη μορφή αυτή νέφος ζωύφια πτερωτά, τα οποία έπεφταν στο χάσκον στόμα.
Τι σήμαινε η εικόνα αυτή; Πολλές συζητήσεις γίνονταν.
— Θα είναι τελώνιο που κάθισε στα πινά της σκούνας, έλεγε ένας.
— Θα είναι θαλασσινό όρνιο, που γητεύει τα πουλιά, έλεγε άλλος.
— Είναι  θαλασσαετός!. . .   είναι  σακκάς, πελεκάνος!
— Είναι. . .   γλάρος !
— Μωρέ  είναι  μπούφος!  είπε  ένας  γέρος  θαλασσινός.
— Μα γιατί έχει σαν ανθρωπινό μούτρο;
***
Τις μέρες εκείνες, ο καπετάν Στέφος ο Γιαρούς, αναμενόταν να φθάσει για να κάμει Χριστούγεννα στο χωριό. 
Ήλθε η παραμονή και δε φάνηκε.
Η μεγάλη σκούνα δεν πρόβαλε ανάμεσα από τα δύο νησιά να εισέλθει στο λιμάνι. Τι έγινε; Μήπως φουρτουνιάστηκε ο καπετάν Στέφος και πόδισε πουθενά; Θα ήταν απίστευτο.
Όλοι ανησύχησαν, μόνο η Σινιώρα, η καπετάνισσα, δεν εξέφρασε καμία ανησυχία. Είχε νυχτώσει. Έβαλε τα παιδιά της να κοιμηθούν. Κοντά τα μεσάνυχτα, άνοιξε το παράθυρο. Τρικυμία εμαίνετο έξω. Ο βοριάς σύριζε.
Άκουσε συριγμό τροχαλίας και κρότο αλυσίδας. Μεγάλος όγκος φαινόταν στο λιμάνι αντίκρυ από το παράθυρό της. Μεγάλη βάρκα, που έφερε φανό, αποσπάστηκε από τον μεγάλο όγκο και πλησίασε με βαριά κωπηλασία στην προκυμαία.
— Καλώς σ' ηύρα, καπετάνισσα! έκραξε μία φωνή από τη βάρκα.
— Καλώς την  αγάπη  μ' τη χρυσή! έκραξε η κοκκινομαλλού, που αναγνώρισε τη φωνή του συζύγου της.
***
Την επομένη μέρα, ο καπετάν Στέφος πήγε στο καφενείο.
Ένας αστείος μεταξύ των συναδέλφων του ναυτικών, τον φανταζόταν (πράγματι αυτός είχε δώσει νύξη στον χρωματιστή, πως να τον ζωγραφίσει) καθισμένο, σαν σε ένα κλαδί, πάνω στην κεραία και τα ξάρτια του ίδιου πλοίου του, με κεφάλι μπούφου και με ανθρώπινη κατά τα άλλα όψη, να ανοίγει μία πήχη το στόμα και μέσα στο μαύρο χάσμα να πέφτουν σαν τυφλά, σαν πτερωτά πουλάκια, τα χρυσά και αργυρά νομίσματα.
Ο απλοϊκός ζωγράφος έβαλε σε πράξη την ιδέα και σχεδίασε μεγάλη σκούνα ν' αρμενίζει με φουσκωμένα τα πανιά.
Επάνω στο κατάρτι της το πρυμναίο ζωγράφισε ένα μεγάλο ανθρωπόμορφο μπούφο, σαν καρφωμένο στην κεραία, με ηλίθιο χαμόγελο στην όψη και στο στόμα του, που έχασκε σαν Άδης. Μέσα στο χάσκον στόμα, έπεφταν σαν βροχή, κατά αγέλες, σαν πτερωτά πουλιά, αμέτρητο πλήθος ναπολεόνια, τούρκικες λίρες, βενετικά φλωριά, ρηγίνες και κολωνάτα.
Ο καπετάν Στέφος είδε την εικόνα και την επήνεσσε.
— Μπράβο του μαστρο-Γιαννιού, την  κατάφερε, είπε.
Κέρασέ τον ένα ρακί!
Κι έριξε μία πεντάρα στο τραπέζι.
 
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.

TO ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΩΝ ΔΙΡΦΕΩΝ 2