Τρίτη 27 Ιουλίου 2021

Αμαρτίας φάντασμα


Το διήγημα δημοσιεύτηκε το 1900.

Τη μετατροπή του κειμένου στην καθομιλουμένη δημοτική
έκανε ο
Ιωάννης Δ. Γιαννούκος
⭐⭐⭐

«Πολύ καλά ταιριάζαμε, εγώ και η πτωχή εξαδέλφη μου η Μαχούλα, συγγενής μου του όγδοου βαθμού!
Αυστηρά εάν κρίνω τον εαυτό μου, βρίσκω, ότι δεν ήμουν άξιος της εμπιστοσύνης την οποία μου έδειχνε. Μου διηγούταν τους πόνους της, τα βάσανα και τους καημούς της. Μου έλεγε, ότι αυτή δεν επιθυμούσε ποτέ να παντρευτεί, αλλά οι γονείς της την είχαν παντρέψει.
Θα προτιμούσε να γινόταν καλόγρια. Αλλά τώρα, είχε κόρες σε ώρα γάμου και γιους και ήταν σχεδόν πενήντα ετών.
Αργά το απόγευμα της Παρασκευής, 25 Σεπτεμβρίου, περπατούσαμε μαζί στην αμπελόφυτη πεδιάδα, πηγαίνοντας στο ναΐσκο του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου, Μετόχιο του Ιερού Κοινοβίου του Ευαγγελισμού. Ετελείτο εκεί μικρή πανήγυρη. Επρόκειτο να γίνει παννυχίδα από της εννέα το βράδυ μέχρι της τρεις μετά τα μεσάνυχτα, έπειτα δε, μετά δίωρο διάλειμμα, θα τελούταν λειτουργία. 
Δεν είχαμε συμφωνήσει να πάμε μαζί. Αλλά σχεδόν πάντοτε, χωρίς να συνεννοηθούμε, μαζί πηγαίναμε. Ούτε ήταν αυτή η μόνη παννυχίδα στην οποία παρευρισκόμασταν.
Στις 8 Σεπτεμβρίου, ώρα 3η μετά τα μεσάνυκτα, μετά την απόλυση του όρθρου, στην πανήγυρη της Παναγίας της Λιμνιάς, η εξαδέλφη μου Μαχούλα κι εγώ, μαζί κατεβαίναμε το ολισθηρό λιθόστρωτο, που άρχιζε από τη μεγάλη οικία του καπετάν Νικόλα του Ματαρώνα και έφθανε μέχρι την παραθαλάσσια αγορά. Ενίοτε ήταν σελήνη, συνήθως όμως ήταν σκοτάδι βαθύ. Αλλά το μελιχρό φέγγος, φώτιζε μόνο τις στέγες των σπιτιών και το διαμοίραζαν σαν πενιχρή κληρονομιά, τα δωμάτια, τα μπαλκόνια και οι γλάστρες των ανθέων. Για μας κάτω στο λιθόστρωτο, δεν έφθανε να φτάσει ευμενής αχτίδα.
Οπότε πολλές φορές γλιστρούσα εγώ, προσπαθώντας να κρατήσω την εξαδέλφη μου Μαχούλα να μην πέσει.
Ήταν βαριά και παχιά, ωχρή και νοσώδης. Οι εγκυμοσύνες άρα της είχαν αφήσει τον όγκο εκείνον, ο οποίος παραμόρφωνε τη μέση της *[μερικές λέξεις έχουν χαθεί]* και πίσω ερχόταν η Ανδρεώλα η Μαμπερού, γριά ευλαβής, κρατώντας φανάρι. Παρεμπρός μου φαινόταν κάποιος όγκος που έφρασσε το στενό δρομίσκο.
Η γριά Δεσποινιώ η Μπλήχαινα, της είχε σβήσει ο άνεμος το απόκερο, το οποίο είχε πάρει από το μανουάλι της εκκλησίας και βυθίστηκε σε σκοτάδι αιφνιδίως, είχε ριζωθεί εκεί, καταμεσής στο δρόμο, αδυνατώντας να βαδίσει δεξιά ή αριστερά.
Μία απ΄αυτές τις νύκτες, της 8ης Σεπτεμβρίου - δεν θυμούμαι στα πόσα ήταν - μας συνέβη, σε μένα και την εξαδέλφη μου Μαχούλα παράδοξο μικρό συμβάν. Αυτή, αν και ανήκε στη δική μας γενεά, εξακολουθούσε ακόμη να στέργει και να θάλπει τα παλαιά.
Καυχιόταν ότι ήταν «πρωτινή» γυναίκα.
Αν και η παραθαλάσσια αγορά ήταν έρημη, επειδή δεν θεωρούταν καλό στις γυναίκες να περνάνε από την αγορά, δεν ήθελε και νύκτα ακόμη, να περάσει απ΄ εκεί. Επέμενε να τη συνοδεύσω από τον μέσα δρόμο μέχρι το σπίτι της. Αφήσαμε λοιπόν την άλλη συνοδεία και στραφήκαμε προς το μέσα δρόμο.
Εκεί, καθώς περνούσαμε κάτω από ένα μπαλκόνι, πάνω απ΄ το οποίο φαίνονταν ασπρόρουχα απλωμένα, δεν ξέρω πως, μακριό χιονόλευκο σεντόνι αποσπάστηκε από το σχοινί στο οποίο κρεμόταν, έπεσε επάνω στα κεφαλιά μας, απλώθηκε στις ωμοπλάτες μας και μας «εκουκούλωσε» ή μας «εσαβάνωσε» και τους δύο, σαν να την άπλωσε επάνω μας αόρατο χέρι. Εγώ ακούσια γέλασα, αν και το πράγμα μου φάνηκε μάλλον κακός οιωνός. Η εξαδέλφη μου έκαμε το σημείο του Σταυρού, και ψιθύρισε:
-Την ίδια τύχη θα έχουμε… την ίδια τύχη!
* * *
Τη χρονιά εκείνη, βαδίζαμε βράδυ Παρασκευής, στο ναΐσκο του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου. Η ψυχή μου ήταν πάντοτε προς τα μέρη εκείνα, αν και τον περισσότερο χρόνο αποδημούσα σωματικά και θυμόμουν κάποτε το στίχο του Σκώτου αοιδού:
«Η καρδιά μου είναι στα Ψηλώματα, η καρδιά μου δεν είν΄εδώ».
Περάσαμε την αμμουδιά, την οποία φιλεί παίζοντας το κύμα και περάσαμε τους Κήπους και τη Λίμνη τη μαυρογάλανη. Έπειτα αφήσαμε πίσω μας την «Καλογερικιά Σαΐτα», μακρότατο αγρό που αποκαλούταν έτσι.
Ακολούθως φτάσαμε στα διάφορα κτήματα τ’ Αβράμη, όπου χρειάστηκε να κάνουμε πολλές καμπές για να βρούμε το δρόμο, επειδή ο ιδιοκτήτης είχε κηρύξει κοινωνιστικό δόγμα: «Εάν ο γείτων μου είναι τεμπέλης, ανίκανος να καλλιεργήσει το κτήμα του, δεν αμαρτάνω εάν το καταπατήσω».
Περάσαμε τα μεγάλα χωράφια, τα οποία ήταν κάποτε αμπέλια μοσχάτων, από τα οποία κατασκευαζόταν το περίφημο «Αλυπιακόν», το οποίο μπορούσε να αποκαλείται έτσι για δύο λόγους και από τον κατασκευαστή του, τον Αλύπιον και διότι ίσως καθιστά άλυπον τον βίον…
Τέλος, φτάσαμε στο Μετόχι. Ο ναΐσκος του Αγίου Ιωάννου, κομψός, ευωδιάζων από το τέμπλο το κυπαρίσσινο και από τα άνθη τα οποία είχε φέρει η Σουλτανιώ η Μάρκαινα, η γριά Παντεχού και η Κατερινιώ της Αλέξαινας και δύο ή τρεις άλλες ευλαβικές, οι μόνες που ήλθαν.
Από το μοναστήρι του Ευαγγελισμού είχαν κατέβει ο παπα-Δανιήλ και ο Ιωακείμ ο περιπλανώμενος, ο οποίος καθ’ όλες σχεδόν τις εορτές επέστρεφε στο μοναστήρι και ο γέρων Θεόκλητος, γεμάτος από νόστιμες ιδιοτροπίες, προς τον οποίο τρεις φορές έλαβα την τιμή να φιλονικήσω την ώρα του δείπνου.
Η Μαχούλα, αφού προσκύνησε και προσέφερε τα άνθη της, το λάδι και το θυμίαμά της, κάθισε σε μία άκρη έξω απ΄ το ναΐσκο, με το καλάθι της και το μικρό κανατάκι της. Ήταν πλάι στη ρίζα της ελιάς, η οποία με τους κλώνους της, βαρυφορτωμένους καρπό, σκίαζε και περιέστρεφε την πόρτα του ναΐσκου, θυμίζοντας το στίχο του προφητάνακτα: «ως ελαία κατάκαρπος εν τω οίκω του Θεού».
Είχα διψάσει και βλέποντας το μικρό κανάτι, το οποίο ήταν δίπλα στο καλαθάκι της Μαχούλας, ζήτησα να πιω, αλλά το βρήκα άδειο.
-Να, δεν ήρθε αυτός ο Σταμάτης, μου είπε η εξαδέλφη μου. Ποιος να πάει ως τη βρύση να το γεμίσει;… Απόστασα και δεν μπορώ…
Ο Σταμάτης, ήταν ορφανό παιδί, πρόθυμο να τρέχει σε υπηρεσία παντού όπου γίνονταν θρησκευτικές εκδρομές και συνάξεις. Είχε τόσο ένθεο ζήλο, ώστε βλέποντας την ευλάβεια των πιστών να εκπίπτει, θλιβόταν τόσο, ώστε αποφάσισε να βοηθήσει αυτός τους αγίους να θαυματουργήσουν. Και μία φορά, άλειψε με λάδι όλες τις εικόνες του τέμπλου ενός εξωκλησιού, γεγονός που διαδόθηκε και από πάρα πολλούς πιστεύτηκε, ότι οι άγιοι «ίδρωναν» ή ότι δάκρυζαν ίσως και από την επιχείρηση αυτή, ωφελήθηκαν όχι λίγες προσφορές οι πτωχοί οι παπάδες του χωριού μας.
Ήταν δε τότε ο Σταμάτης δώδεκα ετών.
Κοίταξα να ιδώ το Σταμάτη, αλλά δεν φαινόταν πουθενά. Ίσως ήταν σε άλλη υπηρεσία. Η Μαχούλα όχι μόνο είχε αποστάσει, καθώς έλεγε, αλλά θα φοβόταν να πάει. Η βρύση απείχε ως δέκα λεπτά της ώρας δρόμο και βρισκόταν μέσα σε ένα βαθύ ρέμα, όπου θα ήταν σκοτάδι ήδη. Ο ήλιος είχε δύσει και ήταν σούρουπο φθινοπώρου μελαγχολικό.
Αποφάσισα να εκτελέσω εγώ το έργο «Σταμάτη».
Πήρα το κανάτι και ξεκίνησα.
-Ατός σου θα πας;… Τουλόου σ΄; έκραξε η Μαχούλα. Πώς γένεται;
Επιθυμούσα να πάω και γιατί διψούσα και γιατί ήθελα να προσφέρω εκδούλευση στην καλή και συμπαθή εξαδέλφη μου.
-Ησύχασε, θα πάω, της είπα, τώρα, σε λίγο έφθασα…
* * *
Ήταν μικρή, βαθιά ρεματιά, στη μέση ενός ελαιώνα που καταλάμβανε όλη την πλαγιά του λόφου από δεξιά και ενός λεμονεώνα τοιχογυρισμένου, που στόλιζε τον κάμπο, από αριστερά. Καταρχάς βυθιζόταν, κατέβαινε χαμηλά και χαραζόταν στενός δρομίσκος, μονοπάτι κρυφό ανάμεσα σε βάτους και θάμνους. Ακολούθως ανηφόριζε ήρεμα και ανέβαινε κανείς στη βρύση, που ανέβλυζε από έναν τοίχο παλαιό, με μεγάλες πρασινισμένες και μουσκλιασμένες πέτρες. Δύο πεζούλες ή πλίνθινα καθίσματα υπήρχαν δεξιά και αριστερά της βρύσης, που βρισκόταν στο υψηλότερο μέρος της όλης ρεματιάς.
Όταν εισήλθα στο βαθύ ρέμα και πάτησα στο στενό μονοπάτι, που οδηγεί προς την πηγή, τότε άρχισα να αναλογίζομαι τι είχα κάμει. Έως τότε δεν είχα σκεφθεί.
Αισθάνθηκα αιφνίδιο φόβο. Από εικοσαετίας, ήταν η πρώτη φορά κατά την οποία εισερχόμουν στο ρέμα εκείνο, ολομόναχος, σε ώρα που σουρουπώνει και έρχεται νύκτα…
Ανέβηκα προς τη βρύση με τα γόνατά μου να τρέμουν. Έκανα πολλούς σταυρούς και προσευχόμουν. Αλλά η γλώσσα μου δεσμευόταν και ο ουρανίσκος μου ξεραινόταν. Αισθανόμουν, ότι δεν ήμουν άξιος να ψιθυρίζω ούτε ενδόμυχα, ούτε με το στόμα τα ιερά λόγια.
Έφθασα τελικά στη βρύση. Όταν δοκίμασα να τοποθετήσω το μικρό κανάτι κάτω από τον κρουνό για να γεμίσει, τούτο μου έφυγε από τα χέρια, στάθηκε μοναχό του μέσα στη λεκάνη του νερού και δεν έσπασε.
Πάνω από τη βρύση, είδα με τα μάτια μου, ένα πράγμα στον αέρα να στέκεται. Δεν είχε πυκνωθεί ακόμη το σκοτάδι. Αλλά το πράγμα που φαινόταν ήταν τόσο μικρό, ώστε έφεγγε κατά κάποιον τρόπο στη μικρή κοιλάδα, σαν τοπικό άστρο που κατέβηκε τρόπον τινά για να φωτίσει βάθη ανάξια φωτός.
Αλλά όμως, το λευκό εκείνο πράγμα, έσυρε επάνω του ή συρόταν απ΄ αυτό, ένα μεγάλο μαυράδι, μελανότερο και από την πίσσα, μελανότερο και από το σκοτάδι, έχοντας εξέλθει από το σκότος το εσώτερο της συνειδήσεως και προορισμένο να πάει το ταχύτερο να βυθισθεί στο σκότος το εξώτερον.
Βαθιά, απερίγραπτη κηλίδα, μεγάλο και αμέτρητο μαύρισμα πάνω στο αγνό, το χιονόλευκο, είχε προσκολληθεί το καταμέλανο αυτό.
Το όραμα ήταν διπλό. Επάνω στο άνθος του αγρού, το λευκό κρίνο των κοιλάδων, είχε κολλήσει η απεχθής κάμπια.
Το λευκό έμοιαζε με χιτώνα πάλλευκο, με άσπιλη εσθήτα παιδίσκης δεκαπενταέτιδας. Το μαύρο έμοιαζε με αμαρτίας φάντασμα.
Θεέ μου! και η κάμπια εκείνη τι ήταν; Αληθεύει ότι αποτροπιάζεται η φεύγουσα ψυχή, βλέποντας το φθαρτό, σκωληκόβρωτο σκήνος της;
Και το άσπιλο εκείνο αρνίο, το θεόπλαστο σκήνωμα, της βασκανίας το θύμα, κοιμόταν από εικοσαετίας στο κοιμητήριο των θανόντων.
Ναι, είχαν περιβάλει με στέφανο παρθενικό, επί της νεκρικής κλίνης την ξανθή κεφαλή της. Αλλά ο στέφανος εκείνος είχε γίνει ακάνθινος στέφανος. Και οι ρίζες των ανθέων εισέδυαν ως άκανθοι στο λευκό δέρμα της.
Ω, η ζωή της ήταν όνειρο και αυτή υπήρξε κάποτε «μάννα ζωής, δρόσος γλυκασμού, μέλι το εκ πέτρας». Και η κάμπια η δύσμορφη είχε φθείρει το άσπιλο, το ηθικό κάλλος της.
Αλίμονο! γιατί από όλη αυτή τη λόχμη, την ποικίλη και πολύχρωμη και ανθοφορούσα να εξέρχονται άκανθοι, συρίζουσες γλώσσες, έχιδνες;
Και πώς αλλοιώθηκε το κάλλος της φύσεως και το μιαρό πνεύμα εισέβαλε στα έργα του Θεού, τα οποία ο ίδιος επιθεώρησε «και ιδού καλά λίαν;»… Πόθεν το κράτος της αμαρτίας;
Ω, φρίκη και πόνος ανεκλάλητος! Είδα, είδα το παρελθόν μου, με τους ίδιους μου οφθαλμούς, το είδα ως μαύρο φάντασμα. Λίγο ακόμη και η καρδιά μου θα έπαυε να πάλλει. Αισθάνθηκα βαθιά συντριβή, το φάσμα το ίδιο μ’ ευσπλαχνίσθηκε και ταχέως έγινε άφαντο.
Πήρα το αγγείο με το νερό και κατέβηκα με βήματα αργά, κτυπώντας τα στήθη και ψιθυρίζοντας.
«Αμαρτίας νεότητός μου και αγνοίας μου, μη μνησθείς, Κύριε…»
………………….
-Τ΄ ανωτέρω συναρμολογήθηκαν από παλαιές άτακτες σημειώσεις αποθανόντος ατυχούς φίλου.
 
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.

TO ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΩΝ ΔΙΡΦΕΩΝ 2