Πέμπτη 4 Νοεμβρίου 2021

Πάσχα Ρωμέικο

Το διήγημα δημοσιεύτηκε το 1891
➖➖➖
Τη μετατροπή του κειμένου στην
καθομιλουμένη δημοτική
έκανε ο
Ιωάννης Δ. Γιαννούκος
⭐⭐⭐

Ο μπάρμπα-Πίπης, ο γηραιός φίλος μου, είχε επτά ή οκτώ καπέλα, διαφόρων χρωμάτων, σχημάτων και μεγεθών, όλα από πολλά χρόνια και όλα κατακαίνουργα, τα οποία φορούσε εκ περιτροπής μαζί με το ευπρεπές μαύρο κοστούμι του, κατά τις μεγάλες γιορτές του χρόνου, οπόταν έκαμνε δύο ή τρεις περιπάτους από τη μια πλατεία στην άλλη, μέσω της οδού Σταδίου.
Οσάκις φορούσε τον καθημερινό κούκο του, με το σάλι του διπλωμένο σε οκτώ ή δεκαέξι δίπλες στον ώμο του, συνήθιζε να κάθεται για λίγες ώρες στο γειτονικό παντοπωλείο, κουτσοπίνοντας συνήθως με τους φίλους του και ήταν ομιλητικός και διηγούταν πολλά και χαμογελούσε προς αυτούς.
Όταν χαμογελούσε ο μπάρμπα-Πίπης, δεν χαμογελούσαν μόνο οι γωνίες των χειλιών, τα μάγουλα και τα ούλα των δοντιών του, αλλά χαμογελούσαν οι ιλαροί και ήμεροι οφθαλμοί του, χαμογελούσε λάμπουσα η πλακουτσωτή και πεπλατυσμένη μύτη του, το μουστάκι του το αρωματισμένο με λεβάντα και εκλεπτυσμένο σαν να το είχες κολλήσει με κερί και το υπογένειό του το λευκό και με επιμέλεια διατηρούμενο και ο κούκος του ο σταχτερός, ο λοξός κι επικλινής προς το αυτί, όλα, μα όλα πάνω του χαμογελούσαν.
Είχε γνωρίσει πρόσωπα και πράγματα στην Κέρκυρα, όλα τα περιέγραφε παραστατικά στους φίλους του.
Δεν έπαψε ποτέ να υπερηφανεύεται, για την προτίμηση την οποία είχε δείξει από παλιά για την Κέρκυρα ο βασιλεύς και έζησε αρκετά για να περηφανευθεί για την εκλογή που έκαμε να διαμείνει στο ίδιο νησί «η εφτακρατόρισσα της Αούστριας».
Θυμόταν αμυδρά το Μουστοξύδη, «μα δόττο, δοτίσσιμο κε ταλέντο!»
Είχε γνωρίσει καλά το Μάντζαρο, «μα γαλαντουόμο!» τον Κερκύρας Αθανάσιον, «μα μπράβο! τον Σιορπιέρρο, κε γκράν φιλόζοφο!»
Το τελευταίο όνομα έδινε στον αοίδιμο Βράϊλα, για τον τίτλο που του είχαν απονείμει, φαίνεται οι Άγγλοι. (Sir Pierro = Sir Peter).
Είχε γνωρίσει επίσης τον “Σόλωμο” (κε ποέτα!), του οποίου απομνημόνευε και κάποιους στίχους, απαγγέλοντας αυτούς
Κατά το εξής υπόδειγμα:
«Ωσάν τη σπίθα κρουμμένη στη στάχτη
πού εκρουβόταν για μας λευτεριά;
Εισέ πάσα μέρη πετιέται κι ανάφτει
και σκορπιέται σε κάθε μεριά.»
Ο μπάρμπα-Πίπης, έλειπε πάνω από είκοσι χρόνια απ’ τον τόπο της γεννήσεώς του. 
Είχε γυρίσει κόσμο κι έκαμε εργασίες πολλές.
Έστειλε κάποτε και στην «Παγκόσμιον Έκτεσι», διότι ήταν σχεδόν αρχιτέκτων και είχε κάνει μάλιστα και μίαν εφεύρεση.
Μισούσε τους πονηρούς και τους ιδιοτελείς, εκτιμούσε τον ανθρωπισμό και την τιμιότητα. 
Αισθανόταν αποτροπιασμό για τους φαύλους. «Ιλ τραδιτόρε νον α κομπασσιόν» (ο απατεώνας δεν έχει λύπηση).
Ενίοτε πάλι μαλάκωνε και έδειχνε συγκατάβαση στις ανθρώπινες ατέλειες.
«Ουδ' η γης αναμάρτητος 
(άγκε λα τέρρα νον ε ιμπεκκάμπιλε).»
Και ύστερα, αφού η γη δεν είναι, πώς θα είναι ο Πάπας;
Όταν του παρατηρούσε κάποιος, ότι ο Πάπας δεν ψηφίσθηκε ιμπεκκάμπιλε, αλλά ινφαλίμπιλε, δεν ήθελε να αναγνωρίσει τη διαφορά.
Δεν ήταν άμοιρος και θρησκευτικών συναισθημάτων.
Τις δύο ή τρεις προσευχές που ήξερε, τις ήξερε ελληνιστί.
«Τα πατερμά του, τα ήξερε ρωμέικα».
Έλεγε: «Άγιος, άγιος, άγιος κύριος Σαβαώθ.. ως ε ν ά ν τ ι ο ς υψίστοις».
Όταν με ρώτησε δύο ή τρεις φορές τι σημαίνει τούτο, το 
«ως ενάντιος», προσπάθησα να διορθώσω και να εξηγήσω 
το πράγμα.
Αλλά μετά δύο ή τρεις ημέρες υποτροπιάζοντας πάλι έλεγε:
«Άγιος, άγιος, άγιος... ως ε ν ά ν τ ι ο ς υψίστοις!»
Ένα μόνο είχε ελάττωμα, ότι μισούσε αδιάλλακτα κάθε τι που από προκατάληψη μισούσε και χωρίς να ανέχεται αντίθετη γνώμη ή επιχείρημα. 
Πολιτικώς κατεφέρετο πολύ κατά των Άγγλων, θρησκευτικώς δε κατά των Δυτικών.
Δεν ήθελε ν' ακούσει το όνομα του Πάπα και ήταν αμείλικτος κατήγορος του ρωμαϊκού κλήρου...
***
Το βράδυ του Μεγάλου Σαββάτου, του έτους 1889 περί της εννέα η ώρα, ένας γέροντας, ευπρεπώς ντυμένος, όσο μπορούσε να διακρίνει κανείς στο σκοτάδι, κατέβαινε την αμαξιτή οδό από Αθήνα προς Πειραιά.
Δεν είχε ανατείλει ακόμη η σελήνη και ο οδοιπόρος δίσταζε να ανεβεί ψηλότερα, αναζητώντας δρόμο μεταξύ των χωραφιών.
Φαινόταν να μη γνωρίζει καλά τον τόπο.
Ο γέροντας θα ήταν ίσως φτωχός, δεν θα είχε 50 λεπτά για να πληρώσει το εισιτήριο του σιδηροδρόμου ή θα τα είχε και έκανε οικονομία.
Αλλά όχι, δεν ήταν φτωχός, δεν ήταν ούτε πλούσιος, είχε για να ζήσει.
Ήταν ευλαβής και είχε τάξιμο να κατεβαίνει κάθε χρόνο το Πάσχα πεζός στον Πειραιά, ν' ακούει την Ανάσταση στον Άγιο Σπυρίδωνα και όχι σε άλλη Εκκλησία, να λειτουργείται εκεί και μετά την απόλυση, ν' ανεβαίνει πάλι πεζός στην Αθήνα.
Ήταν ο μπάρμπα-Πίπης, ο γηραιός φίλος μου και κατέβαινε στον Πειραιά, για ν' ακούσει το Χριστός Ανέστη στο ναό του ομώνυμου και προστάτη του, για να κάμει Πάσχα ρωμέικο και να ευφρανθεί η ψυχή του.
Και όμως ήταν... δυτικός!
Ο μπάρμπα-Πίπης, Ιταλοκερκυραίος, απλοϊκός, από Ελληνίδα μάνα, Έλληνας στην καρδιά και υφίστατο ακούσια ίσως, όπως και τόσοι άλλοι, το άπειρο μεγαλείο και την ανείπωτη γλυκύτητα της εκκλησίας της ελληνικής. 
Καυχιόταν ότι ο πατέρας του, ο οποίος ήταν στρατιώτης του Ναπολέοντος Α' «είχε μεταλάβει ρωμέικα» όταν κινδύνευσε να πεθάνει, πιέζοντας μάλιστα προς τούτο, μέσω μερικών συστρατιωτών του, τον αγαθόν ιερέα.
Και όμως, όταν μετά απ΄αυτά, φυσικά, του έλεγε κάποιος:
«Γιατί δεν βαπτίζεσαι μπάρμπα-Πίπη;» η απάντησή του ήταν ότι μία φορά βαπτίσθηκε και ότι βρέθηκε εκεί.
Φαίνεται ότι οι Πάπες της Ρώμης με τη συνήθη επιτήδεια πολιτική τους, είχαν αναγνωρίσει στους Ρωμαιοκαθολικούς των Ιονίων νήσων κάποια προνόμια όπως στους Ουνίτες, επιτρέποντας σ΄ αυτούς να συνεορτάζουν μαζί με τους ορθόδοξους όλες τις εορτές.
Αρκεί να προσκυνούν την εμβάδα του Ποντίφικα, τα λοιπά είναι αδιάφορα.
Ο μπάρμπα-Πίπης, έτρεφε μεγάλη ευλάβεια προς τον πολιούχο Άγιο της πατρίδας του και προς το σεπτό αυτού λείψανο. 
Πίστευε στο θαύμα που είχε γίνει κατά των Βενετών, που τόλμησαν κάποτε να ιδρύσουν δικό τους θυσιαστήριο μέσα σε Ορθόδοξο Ναό, (il santo Spiridion ha fatto questo caso), οπότε ο Άγιος τη νύκτα εμφανίστηκε σαν μοναχός, κρατώντας δαυλό αναμμένο και έκαψε ενώπιον των φρουρών, που είχαν πετρώσει από τον τρόμο τους το νεοφτιαγμένο θυσιαστήριο.
***
Αφού βρισκόταν μακριά απ’ την Κέρκυρα, ο μπάρμπα-Πίπης ποτέ δεν θα έστεργε να γιορτάσει το Πάσχα μαζί με τους Φράγκους.
Το βράδυ λοιπόν εκείνο του Μεγάλου Σαββάτου, όταν κατέβαινε στον Πειραιά πεζός, κρατώντας στο χέρι τη λαμπάδα του, την οποία επρόκειτο να ανάψει κατά την Ανάσταση, λίγο πριν φθάσει στα παραπήγματα, στα μισά του δρόμου κουράσθηκε και θέλησε να καθίσει για λίγο ν' αναπαυθεί. Βρήκε ένα απάνεμο μέρος έξω από μια μάνδρα, που είχε και μικρό σπιτάκι προς τη νότια γωνία κι εκεί κάθισε πάνω στα χόρτα, αφού έστρωσε το σε πολλές δίπλες γυρισμένο σάλι του.
Έβγαλε από την τσέπη τη σπιρτοθήκη του, άναψε τσιγάρο και κάπνιζε ηδονικά.
Εκεί, ακούει πίσω του ελαφρό θόρυβο, σαν βήματα πάνω σε παχιά χλόη και πριν προφτάσει να γυρίσει να δει, ακούει δεύτερο κρότο ελαφρότερο.
Ο δεύτερος αυτός κρότος, του φάνηκε ότι ήταν σαν ανυψούμενη σκανδάλη φονικού όπλου.
Εκείνη τη στιγμή είχε φωτιστεί προς ανατολάς ο ορίζοντας και οι κορυφές του Αιγάλεω φάνηκαν προς τα νότια να λευκαίνουν.
Η σελήνη, που βρισκόταν στην τέταρτη ημέρα της πανσελήνου, θα ανέτελλε μετά λίγα λεπτά.
Εκεί που έστρεψε το κεφάλι του προς τα δεξιά, κοντά στη βορειανατολική γωνία του αγροτικού περίβολου όπου καθόταν, του φάνηκε, όπως διηγούταν αργότερα ο ίδιος, ότι είδε ανθρώπινη σκιά, να στέκεται και να τείνει κάτι μεγάλο σαν ρόπαλο ή κοντάρι προς το μέρος του.
Πρέπει να ήταν τουφέκι.
Ο μπάρμπα-Πίπης, κατάλαβε αμέσως τον κίνδυνο.
Χωρίς να κινηθεί από την θέση του, έτεινε το χέρι προς τον άγνωστο και φώναξε εναγώνια.
- Φίλος! Καλός! μη ρίχνεις...
Ο άνθρωπος έκαμε μικρή κίνηση οπισθοδρόμησης, αλλά δεν επανάφερε το όπλο σε ειρηνική θέση, ούτε κατέβασε τη σκανδάλη.
- Φίλος! και τι θέλεις εδώ; ρώτησε με απειλητική φωνή.
- Τι θέλω; επανέλαβε ο μπάρμπα-Πίπης.
Κάθουμαι να φουμάρω το τσιγάρο μου.
- Και δεν πας αλλού να το φουμάρεις, ρε; απάντησε με αναίδεια ο άγνωστος.
Ηύρες τον τόπο, ρε, για να φουμάρεις το τσιγάρο σου!
- Και γιατί; επανέλαβε ο μπάρμπα-Πίπης. Τι σας έβλαψα;
- Δεν ξέρω ΄γω απ' αυτά, είπε οργισμένος ο αγρότης, εδώ είναι αποθήκη, έχει χόρτα, έχει κι' άλλα πράματα μέσα.
Μόνο κότες δεν έχει, πρόσθεσε με σκληρό σαρκασμό. Γελάστηκες.
Ήταν φανερό, ότι είχε εκλάβει το γηραιό φίλο μου ως κλεφτοκοτά και για να τον εκδικηθεί, του έλεγε ότι τάχα δεν είχε όρνιθες, ενώ κυρίως ο αγρονόμος για τις όρνιθές του θα φοβήθηκε και οπλίσθηκε με την καραμπίνα του.
Ο μπάρμπα-Πίπης γέλασε πικρά προς τον υβριστικό υπαινιγμό.
- Συ εγελάστηκες, απάντησε, εγώ κότες δεν κλέβω, ούτε λωποδύτης είμαι, εγώ πηγαίνω στον Πειραιά ν' ακούσω Ανάσταση στον Άγιο Σπυρίδωνα.
Ο χωρικός γέλασε.
- Στον Περαία; στον Άι-Σπυρίδωνα; κι από πού έρχεσαι;
- Απ' την Αθήνα.
- Απ' την Αθήνα; και δεν έχει εκεί εκκλησίες, ν' ακούσεις Ανάσταση;
- Έχει εκκλησίες, μα εγώ το έχω τάξιμο, απάντησε ο μπάρμπα-Πίπης.
Ο χωρικός σιώπησε προς στιγμήν, έπειτα επανέλαβε·
- Να φχαριστάς, καημένε...
Και τότε μόνο κατέβασε τη σκανδάλη και όρθωσε το όπλο προς τον ώμο του.
- Να φχαριστάς καημένε, την ημέρα που ξημερώνει αύριο, ει δε μη, δεν τώχα για τίποτες να σε ξαπλώσω δω χάμου.
Τράβα τώρα!
Ο γέρος Κερκυραίος είχε σηκωθεί και ετοιμαζόταν να φύγει, αλλά δεν μπόρεσε να μη δώσει μια τελευταία απάντηση.
- Κάνεις άδικα και συχωρεμένος νάσαι που με προσβάλλεις, είπε.
Σ' ευχαριστώ ως τόσο που δε μ' ετουφέκισες, «αλλά νον βα μπένε...» δεν κάνεις καλά να με παίρνεις για κλέφτη.
Εγώ είμαι διαβάτης κι επήγαινα, σου λέω, στον Πειραιά.
- Έλα, σκόλα, σκόλα τώρα, ρε...
Και ο χωρικός στρέφοντας τη ράχη, εισήλθε ανατολικά από την πόρτα του περίβολου κι έγινε άφαντος.
Ο γέρος φίλος μου εξακολούθησε το δρόμο του.
Το συμβάν τούτο δεν εμπόδισε τον μπάρμπα-Πίπη να εξακολουθεί κάθε έτος την ευσεβή του συνήθεια, να κατεβαίνει πεζός στον Πειραιά, να προσέρχεται στον Άγιο Σπυρίδωνα και να κάμει Πάσχα ρωμέικο.
Εφέτος το μισοσαράκοστο μου πρότεινε, αν ήθελα να τον συνοδεύσω στην προσκύνησή του αυτή.
Θα προσχωρούσα στην επιθυμία του, αν από πολλών ετών δεν είχα τη συνήθεια να εορτάζω εκτός της Πόλης το Άγιον Πάσχα.
 
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.

TO ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΩΝ ΔΙΡΦΕΩΝ 2