Τρίτη 23 Νοεμβρίου 2021

Τα Καλαμπούρια ενός δασκάλου

 ➖
Το διήγημα δημοσιεύτηκε το 1908
➖➖➖
Τη μετατροπή του κειμένου στην
καθομιλουμένη δημοτική
έκανε ο
Ιωάννης Δ. Γιαννούκος
⭐⭐⭐

Τον καιρό εκείνο - ήταν νομίζω, στα 1874 - είχε στηθεί και ο ανδριάντας του Κοραή, εκεί που είναι.
Ένα πρωί, αμέσως μετά τα αποκαλυπτήρια, βρέθηκε επὶ του βάθρου χαραγμένο ανώνυμα με μολυβδοκόνδυλο το εξής δίστιχο:
«Εν της Πεντέλης παγερόν τεμάχιον μαρμάρου.
Λαβών, κυλίσθητι και συ στον δρόμον του χειμάρρου.»
Το δίστιχο έκαμε αίσθηση τότε, δεν ξέρω αν ανακαλύφθηκε ποτὲ ο ποιητής.
Τότε ζούσε ακόμη ο σοφός Φίλιππος Ιωάννου, ο Κουμανούδης και άλλοι άνδρες χρηστοί. Ο αείμνηστος Φίλιππος, μη έχοντας εξωτερικά χαρίσματα, δεν είλκυε τους ακροατές. Αλλά την ημέρα του τελευταίου μαθήματος, στα μέσα του Μαΐου, η αίθουσα της Νομικής, όπου δίδασκε, γέμιζε απὸ φοιτητές.
Υπέγραφε σε όλους την απόδειξη της ακροάσεως, αλλά τους υποχρέωνε να προσθέσουν στο κείμενο: «ηκροάσθη, ως αυτὸς λέγει».
Γενική άφεση αμαρτιών σε όλους ανεξαιρέτως, χορηγούσε ο μακαρίτης γέρο-Κοτζιάς.
Ο Ψαριανός φιλόσοφος, όπως αποκαλούταν συνήθως από τους πατριώτες του, ήταν καθηγητής της ιστορίας της φιλοσοφίας.
Ενώ καθ᾿ όλο το έτος δεν είχε παραπάνω από 25-30 ακροατές, στο τελευταίο μάθημα παρουσιάζονταν τριακόσιοι και σε όλους υπέγραφε την απόδειξη ανεπιφύλακτα.
Δύσκολος όμως και αυστηρός στις αποδείξεις, ήταν ο μακαρίτης Φιντικλής, εάν είχες πέντε απουσίες το έτος στο κατὰ Σάββατο φροντιστήριο (ερμηνεία Θουκυδίδου), μπορούσε να σε αποκλείσει.
Κατ᾿ εκείνο το χρόνο, στη δεξιά πλευρά της προσόψεως, θριάμβευε πολὺ ο Κόντος, η ακριανή αίθουσα γέμιζε, την 12-1 μ.μ., απὸ ακροατές, όχι μόνο φιλολόγους, αλλά απ΄ όλες τις σχολές, τους περισσότερους να στέκονται όρθιοι. 
Αλλά και ο μακαρίτης Σεμιτέλος, που δίδασκε μία ώρα νωρίτερα, στην αίθουσα της Νομικής, είχε πολλούς ακροατές. Συγχρόνως όμως δίδασκε στη γειτονική αίθουσα ο γέρων Πυλαρινός, με κεραυνώδη φωνή, όλος χειρονομία και έξαρση, ήταν καθηγητής της «Φιλοσοφίας της Ιστορίας» αυτός.
Οι ακροατές του, συμπεριλαμβανομένων τριών καλογήρων, δύο γερόντων με γυαλιά και 5-6 ισόβιων φοιτητών, οι οποίοι ποτὲ δεν έλειψαν, δεν υπερέβησαν ποτὲ τους δέκα ή δώδεκα.
* * *
Ένας απ΄ τους τελευταίους τούτους, που δεν έδιναν ποτὲ εξετάσεις, ήταν ο αποκαλούμενος «Κυπραίος», τον οποίο έτυχε να γνωρίσω.
Ογκώδες κεφάλι, χωμένο σε παχύ κορμό με κοντό ανάστημα, πυκνή γενειάδα και κόμη. Άνθρωπος τριάντα ετών, εύθυμος, άφροντις και αγαπούσε τα λογοπαίγνια έστω και αυτά που απέπνεαν κάποια οσμή βαναυσότητας. Ήταν αξιοπερίεργος τύπος, κράμα κυνικού και επικούρειου.
Είχε ιδιαίτερες ονομασίες, δικές του λέξεις για όλα.
Το Αρσάκειο το ονόμαζε Αρνάκειο. Το Βαρβάκειο λύκειο, (εδώ έτρεπε το ουρανισκόφωνο της παραληγούσης σε οδοντόφωνο, sans façon, υπήρχε δε και καθηγητής της Γαλλικής με παραπλήσιο όνομα.)
Τα δένδρα, που κοσμούσαν τις οδούς και τις πλατείες της πρωτεύουσας, τα ονόμαζε δενδρείκελα, κατά το ανδρείκελα.
***
Σε δύο ξενώνες στην Καπνικαρέα - σε δύο ξενοδοχεία που λεγόντουσαν, της Πετρουπόλεως το ένα, της Επτανήσου το άλλο -  είχαν καταλύσει ένα φθινόπωρο, ένας φουστανελάς επαρχιώτης γέρος, με δύο ανεψιές του και ένας Τουρκομερίτης έμπορος, με τους δύο γιους του.
Οι δύο νέοι φαίνονταν κοιμισμένοι πολύ, οι δύο νεάνιδες ήταν μάλλον άσχημες, με μεγάλα γουρλωμένα μάτια και πολὺ μικρές μύτες.
Έτυχε να συναντηθώ με τον Κυπραίο ένα πρωί, σε καφενείο της γειτονιάς. Εκεί κατὰ σύμπτωση, ήλθε και ο φουστανελάς με τις δύο ανεψιές του.
Ο Κυπραίος, αφού τις κοίταξε επὶ πολύ, αίφνης στρέφεται και μου λέγει δείχνοντας με νεύμα το γέροντα:
― «Γλαύκας εις τας Αθήνας κομίζει.»
Λίγα λεπτά ύστερα, κατὰ συγκυρία και πάλι, εισέρχεται ο φεσοφόρος ξένος με τους δύο γιους του. Ο Κυπραίος, αφού τους κοίταξε καλά, γυρίζει πάλι και μου λέγει:
― «Βλάκας εις τας Αθήνας κομίζει».
Δεν μπόρεσα να μη γελάσω.
Στο καφενείο εκείνο, στην οδό Καλαμιώτου, σύχναζα κατά κάποιον τρόπο. Και ο Κυπραίος δεν έλειπε. Εκεί έρχονταν παλαιοί άνθρωποι, νοικοκυραίοι, ντόπιοι και άλλοι, μερικοί γνωστοί αγορητές των καφενείων και οι πολιτικές συζητήσεις ποτὲ δε σχόλαζαν.
Προκειμένου περὶ ενὸς τέτοιου γνωστού καφερήτορα, ο Κυπραίος, κάνοντας λογοπαίγνιο σχετικό με το όνομά του ένα βράδυ, είχε παρωδήσει κάποιο αρχαίο, στίχο, νομίζω, τον εξής:
«Άλει, μύλα, άλει, και γαρ Πιττακός αλεί…»
το οποίο ο σοφὸς Κοραής είχε μεταφράσει έτσι:
«Άλεθε, μύλε, άλεθε, κι ο Πιττακός αλέθει…»
Τώρα, ιδοὺ πως το μετέτρεψε ο Κυπραίος, ο δάσκαλος:
"Λάλει, Μήλα, λάλει, και γαρ ψιττακός λαλεί…"
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.

TO ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΩΝ ΔΙΡΦΕΩΝ 2